Author: Κατερίνα Μπουγδάνη

  • Το σφαγείο

    Στη μνήμη του Ζακ Κωστόπουλου

    Το κέντρο της πόλης μύριζε αίμα. Δεν θυμάμαι για πόσο καιρό. Στην αρχή ζεστό και φρέσκο. Κόλλαγε παντού. Στα παπούτσια, στα μαχαίρια, στους νόμους. Σμήνη μύγες να κάνουν τη νύχτα μέρα. Ένα βράδυ, πολύ κοντά στα γεγονότα, μια μεγάλη κηλίδα πήγε να με ρουφήξει. ‘’Γιατί, αίμα;’’, την ρώτησα. ‘’Για να μην ξεχάσεις’’, μου απάντησε. Δεν ήταν μόνο το αίμα που σε τρόμαζε, όταν γύρναγες νύχτα στο Κέντρο. Κυρίως ήταν τα φαντάσματα. Φαντάσματα  ζωντανών. Τι να σου σκαρώσουν οι πεθαμένοι; Τους ζωντανούς να φοβάσαι, ειδικά όταν είναι πιο νεκροί κι από τους νεκρούς. Τέλος πάντων, ησυχία κάναμε γενικά και μόνο το κλάμα μας αφήναμε να ακουστεί, να μην μας πνίξει.

    Μια νύχτα, λίγο μετά το σινεμά, έστερξα επιτέλους να πλησιάσω. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Το σφαγείο. Έτρεμα μέρες την ιερότητα  της στιγμής. Εδώ που πατάς, εδώ που κοιτάς, εδώ που αναπνέεις, θυσίασαν έναν άνθρωπο. Το αίμα στις φλέβες, παγωμένο, δεν τόλμαγε να κατέβει να συναντήσει το αίμα στις πλάκες. Τα παπούτσια μου δε μπορούν να βρουν το χαμένο παπούτσι. Εξάλλου, τα έχουν καθαρίσει όλα από την αρχή, τι να βρεις… Παρόλα αυτά, τα μάτια μου, εξασκημένα στο σκοτάδι σαν της γάτας, ψάχνουν να βρουν πειστήρια ζωής. Θαμπώνουν από το δέος. Μόνο σακατεμένες σκιές δίνουν την αίσθηση του βάθους. Το αιώνια βρωμερό στενό έχει ξαφνικά το γόητρο γοτθικού ναού. Κι αυτή η ησυχία… Πού είναι επιτέλους η κίνηση της Πατησίων να μας σώσει;;;

    Ξάφνου, ακούγεται ένα αναφιλητό. Αποκλείεται να βγαίνει από μέσα μου, δεν έχω ανάσα. Μήπως οι σκιές; Μπα, αυτές συνεχίζουν να κάνουν κάτι ανεξήγητες κινήσεις στο σκοτάδι, κάτι προετοιμάζουν. Μάλλον δεν είμαι μόνη. Μερικά βήματα πιο κάτω, ακριβώς μπροστά στον βωμό, ένα ξανθό κεφάλι βυθισμένο στις χούφτες. Το κορμί συσπάται. Κάποιος με χρειάζεται και πόσο, μα πόσο, χρειάζομαι να με χρειάζονται αυτή τη στιγμή… Στην αρχή, ανοησίες. Μην κλαις. Μετά, μετανιωμένη. Κλάψε. Έλα στην αγκαλιά μου. Βοήθησέ με να κλάψω κι εγώ, να μην πνιγώ. Πονάει πολύ. Απαρηγόρητος. Το φως των κεριών μπροστά του του δίνει την όψη οσιομάρτυρα. Η οδύνη μας κάνει σιγά σιγά αδέρφια. Δυο ορφανά που αφήνονται στο έλεος του θεού και των ανθρώπων. (Πόσο τρομακτικό…)

    Ξαφνικά γύρω μας, μια αθόρυβη ένταση. Οι σκιές στους τοίχους αρχίζουν να κινούνται πιο ρυθμικά, πιο συντονισμένα. Οι κινήσεις τους γίνονται σιγά σιγά πιο ξεκάθαρες στα θολά μας μάτια. Χορός είναι. Χορός ερωτικός, παθητικός, φαντασμαγορικός, ξεσηκωτικός. Θυμίζει χορό ιεροτελεστίας κάποιας φυλής από αυτές που θα αποκαλούσαμε άγριες, εμείς οι ήμεροι. Οι φιγούρες δυο, τρεις, κάμποσες, δεν ξέρεις να πεις ακριβώς, αγκαλιάζονται, φιλιούνται, ερωτοτροπούν. Πότε πότε βουτούν τα ακροδάχτυλα με χάρη στο αίμα και το τινάζουν νευρικά, γεμίζοντας πιτσιλιές τους τοίχους του σφαγείου. Πόσο μαγευτικό σόου, μας κάνει να ξεχνάμε τον καημό μας. Αποχαυνωμένοι, στέκουμε εκεί, ανταποδίδοντας την φιλοξενία και την διακριτικότητα με θαυμασμό.

    Όλο αυτό διήρκεσε μια στιγμή ή μια νύχτα, δεν θυμάμαι να πω. Η παράσταση κάποια στιγμή τελείωσε. Είμαστε πικραμένοι αλλά ήρεμοι. Αφού υποσχεθήκαμε να προσέχουμε ο ένας τον άλλον, σαν σωστά παρότι ανώνυμα αδέρφια, σηκωνόμαστε προσεκτικά και αβίαστα να φύγουμε. Ο κηδεμόνας μου, βουβό πρόσωπο όλη αυτή την ώρα, με περιμένει στη γωνία. Κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στις λιμνούλες το αίμα, φτάνω και πιάνω το χέρι του. Στο χείλος του δρόμου, μας περιμένει η κίνηση της Πατησίων.

    Με τον καιρό, το σφαγείο άρχισε να ξαναπαίρνει την αυθεντική του όψη, χωρίς να χάνει την λειτουργικότητά του. Οι ρυθμοί επανήλθαν, η βοή του δρόμου ξανάρχισε να στρίβει από τη γωνία, η νομιμότητα παρέμεινε άφαντη και η δικαιοσύνη φευγάτη. Το αίμα σιγά σιγά ξεράθηκε κι αυτό και η ζεστή οσμή του έδωσε την θέση της στη χρόνια δυσοσμία της σαπίλας. Οι κηλίδες σβήστηκαν μαζί με τα κεριά  που φώτιζαν αμυδρά τις νύχτες τον βωμό. Όλα έγιναν όπως πριν και όσοι φοβόντουσαν τις συνέπειες, κάπως ηρέμησαν. Αν είσαι όμως προσεκτικός και τυχερός και κρατάς τα μάτια σου και την καρδιά σου ορθάνοιχτα, τις νύχτες μπορεί να δεις περνώντας τις σκιές να συνεχίζουν λυγιστές, ερωτικές, ξέφρενες, το ερεθιστικό τους πάρτι, σβήνοντας τον θάνατο από τους παραφορτωμένους τοίχους του σφαγείου. Κάποτε, όλο αυτό το σάπιο, βαθύ κόκκινο, θα γίνει ένα πολύχρωμο ουράνιο τόξο.

  • Περαίωσις

    Ενδιαφέρεσαι να βρεις κάποια φόρμα;

    -Όχι. Ενδιαφέρομαι να το λήξω. Περαίωσις.

    -Για να δω… Μα… Ειδικά τα βιβλία… Δεν πρόλαβες καν να τα ανοίξεις. Δεν έπρεπε να γραφτεί, να υπογραφεί, να παραδοθεί πρώτα κάτι για να μπορείς να κλείσεις λογαριασμούς; Τι χρωστάς; Τι σου χρωστάνε; Πού είναι γραμμένα αυτά;

    -Εγώ βρέθηκα σε αυτό το πάρε δώσε για την ψυχή μου. Δεν μ’ ενδιέφερε να θησαυρίσω. Ναι, να συναλαγώ, όμως τι είχα να πάρω περισσότερο από αυτό που μπορούσα  να δώσω, για να ψάξω να βρω τη χασούρα; Είδα κάποιον που κολύμπαγε δίπλα μου. Βγήκα έξω, του ετοίμασα μια πετσέτα για να μην κρυώσει. Αυτό δε σημαίνει ότι το ‘ριξα στις τουριστικές επιχειρήσεις. Ένιωσα ότι πρέπει να αποχαιρετούμε με αγάπη κάθε πλάσμα που φεύγει από τη ζωή ή από τη ζωή μας, να συνοδεύουμε κάθε μεγάλο ή μικρό θάνατο. Αυτό δε σημαίνει ότι έγινα νεκροθάφτης.

    -Εδώ είναι υπηρεσία. Τα καταλαβαίνω όλα αυτά που μου λες, αλλά δε μπορώ να τα λάβω υπ’ όψιν μου.

    -Το ότι τα καταλαβαίνεις είναι από μόνο του ένα μεγάλο βήμα. Μόλις έπαψες να είσαι ο κύριος Ψ. Γραφειοκράτης. Θα αποκτήσεις  υπόσταση και όνομα  μέσα στις αναμνήσεις μου. Το δικό σου, ένα δικό μου για σένα, δεν έχει σημασία… Έχεις σώμα και σκιά πια.

    -Θα πρέπει να σου  κάνω μερικές συγκεκριμένες ερωτήσεις. ’Άκου με, λοιπόν, προσεκτικά και απάντα μου όσο πιο απλά και συγκεκριμένα μπορείς.

    -Παρακαλώ…

    -Υπάρχει κάτι που έμαθες να κάνεις καλά όλον αυτόν τον καιρό;

    -Έχω μάθει να μη ζητάω. Ω, ναι, σ’ αυτό μπορώ να πω με σιγουριά ότι έχω γίνει καλλιτέχνης. Ό,τι μπορούσε κάποιος να μου δώσει ήταν για μένα αρκετό. Αλλά ποτέ να επιδιώξω, να απλώσω το χέρι, να εκλιπαρήσω. Έμαθα να μην υποχρεώνω κανέναν, ποτέ, για τίποτα.

    -Μόνο αυτό;

    -Όχι βέβαια, η εμπειρία είναι μεγάλη, είναι κι άλλα. Έμαθα την ειλικρίνεια του γυμνού κορμιού. Στην αρχή το νόμιζα άσχημο, έτσι που μένει εκτεθειμένο στο φως και στο αισθητήριο της όρασης. Με τον καιρό κατάλαβα ότι τα ρούχα είναι αυτά που το μορφοποιούν, το δείχνουν όμορφο ή άσχημο, αδύνατο ή χοντροκομμένο.Ή πραγματικότητα του όμως είναι κάτι πέρα από αυτή την κομψή απάτη. Γυμνό κορμί απέναντι σε γυμνό μάτι. Εκεί αναμετριέται η αλήθεια. Οι  ατέλειές του είναι η ομορφιά αλλά και ο χάρτης. Τι θα καταφέρεις να μάθεις από ένα φασκιωμένο σώμα; Οι αμυχές του, οι ραγάδες, τα στίγματα ,οι ελίτσες είναι η ιστορία του. Κοιμήσου δίπλα σε ένα γυμνό κορμί. Ξύπνα μέσα στη νύχτα, κοίταξέ το προσεκτικά. Θα αντιληφθείς με τον καλύτερο τρόπο ότι αυτά που θα γυρέψεις να βρεις πάνω του δεν καταγράφονται στα περιοδικά.Το πρώτο πράγμα που θα αιχμαλωτίσει τη ματιά σου είναι το θάμπος του, που γίνεται αντιληπτό με το πρώτο βλεφάριασμα .Ύστερα οι κόχες του με τα μυστικά τους. Το δέσιμο των οστών με τη σάρκα .Το σώμα μας είναι τα κόκαλά μας. Χωρίς τον ιστό η σάρκα θα έρεβε σαν άδειο σακί. Ψηλάφισε ένα ένα τα κόκαλα και θα καταλάβεις με τι άνθρωπο έχεις να κάνεις. Κι έπειτα, οι μυρουδιές… Ποια φωτογραφία, ποιος πίνακας  μπορεί να αποδώσει ή και να προδώσει την οσμή της ανθρωπιάς, του έρωτα ,της κούρασης, της απογοήτευσης, της αγωνίας;;;

    -Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Πάντα τη φοβόμουν τη γύμνια. Τόσο των άλλων όσο και τη δική μου. Φοβάμαι ότι όσο εύκολο είναι σε μένα να κάνω δεικτικά σχόλια, το ίδιο εύκολο και παραπάνω είναι και για τους άλλους να σχολιάσουν εμένα. Έτσι δε δέχομαι ποτέ τη γυμνή πραγματικότητα  ενός ανθρώπου, για να μην αναγκαστώ να εκθέσω και τη δική μου.

    -Δεν σκέφτεσαι κάτι βασικό, αυτός είναι ο λόγος. Κι αυτό είναι το τρίτο πράγμα που έμαθα όλον αυτόν τον καιρό. Ξόδεψα πολύ χρόνο και μεγάλη ενέργεια για να το καταλάβω, όμως τώρα πια είμαι σίγουρος. Ο άνθρωπος αγαπιέται με τις χάρες του. Αν η ομορφιά ήταν το βασικό κίνητρο για να έρθουν δυο άνθρωποι κοντά, δεν θα υπήρχε ζωή πάνω στον πλανήτη. Κοίτα γύρω σου τον κόσμο. Υπάρχουν τόσες μορφές στη φύση που ο άνθρωπος θα βιαζόταν να τις κακοχαρακτηρίσει. Ο μυρμηγκοφάγος, ένα άσχημο ζώο, η τσουκνίδα, ένα άσχημο φυτό, η κατσαρίδα, ένα σιχαμερό ζωύφιο, δήθεν ατελείς μορφές που κανένας ζωγράφος δε θα έμπαινε στον κόπο να απαθανατίσει πάνω στον καμβά. Κι όμως, όλα τα όντα βρίσκουν τη θέση τους επάνω στη Γη και δημιουργούν μια τέλεια αρμονία. Όλοι οι οργανισμοί βρίσκουν για χιλιετίες, ακόμα και κάτω από την καταστροφική συνύπαρξή τους μαζί μας, τον τρόπο να διαιωνίσουν την ύπαρξή τους. Κι αυτό γιατί κρύβουν μέσα τους τη δύναμη και την ομορφιά της ζωής. Αυτή είναι η χάρη τους. Κι αυτή η χάρη υπάρχει και μέσα στους ανθρώπους, όσο κι αν εμείς την έχουμε λησμονήσει και κάνουμε τα πάντα για να την εξαφανίσουμε. Αν δεν υπήρχε η χάρη να φέρνει τους ανθρώπους κοντά, δε θα υπήρχαν ευτυχισμένοι γέροι, ευτυχισμένοι ανάπηροι ή άρρωστοι άνθρωποι. Ξέρω, δεν είναι πολλοί, αλλά υπάρχουν και θα ‘πρεπε να είναι οι φάροι μας. Αν δεν υπήρχε η χάρη, δε θα υπήρχε και η χαρά και όλοι θα μέναμε μόνοι με τα πρώτα σημάδια της παρακμής ή της ατέλειας. Όμως όχι! Μπορούμε και συνεχίζουμε να αγαπιόμαστε χωρίς το δεκανίκι της τελειότητας.

    -Τα έχω καταγράψει όλα πολύ προσεκτικά. Και, μα την αλήθεια μου, σαν σωστά μου φαίνονται. Μα, απορώ… Έφτασες τόσο κοντά στην πραγματικότητα ,στην ουσία των πραγμάτων και μπόρεσες, όπως λες, να παραμείνεις περήφανος και να μη ζητάς τίποτα από τους ανθρώπους γύρω σου. Μετά απ’ όλα αυτά, γιατί να θες να βάλεις τέλος;;;

    -Φίλε μου -με αυτό το ενδιαφέρον σου για μένα, μπορώ να σε αποκαλέσω έτσι-όσα πράγματα κι αν έμαθα κι όσο κι αν πάλεψα να κρατηθώ ακέραιος, υπάρχει κάτι που δε μπόρεσα ποτέ να το μάθω. Ή μάλλον, έμαθα κάτι στρεβλό και δεν έχω καταφέρει ακόμα να το ισιώσω. Έμαθα να φεύγω μακριά. Κι  αν όλα τα προηγούμενα έγιναν κτήμα μου για να έχω να σπέρνω τους σπόρους μου και να επιβιώσω, για όσο μου απομένει να ζήσω, η φυγή έγινε δεύτερη φύση μου και δεν με αφήνει να δρέψω τους καρπούς μου. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως είναι να πολεμάει κανείς. Ίσως να φταίει που τα γονίδια μου έχουν ξεχάσει αυτή την πανάρχαια συνήθεια των ανθρώπων. Όπως το αρνί παραδίνεται αμαχητί στο στόμα και στην όρεξη του λύκου, χωρίς να ξέρει να παλέψει για τη σωτηρία του, έτσι κι εγώ μένω άπραγος τις στιγμές που πρέπει να παραγκωνίσω έναν άλλον άνθρωπο, που πρέπει να διεκδικήσω την ευχαρίστηση του θυμικού μου και να ζήσω μέχρι εκεί που δεν πάει όσα πραγματικά τραβάει η ψυχή μου. Μα πώς, στ΄ αλήθεια, να συμβιβαστώ με κάτι τέτοιο; Στα μάτια μου πάντα η διεκδίκηση έκρυβε μια ατιμία. Πώς είναι δυνατόν να διεκδικήσεις κάτι που η ζωή δε θέλει να αφήσει απλόχερα μπροστά στα πόδια σου; Είναι σαν να την αγνοείς, σαν να θέλει να τη βγάλεις τρελή για τις επιλογές της. Έτσι, έμαθα με την πρώτη ανάποδη ζαριά να παρατάω την παρτίδα, να φεύγω  μακριά για να μη στερήσω από κάποιον άλλο την ηδονή που στερούμαι οικειοθελώς εγώ. Γι΄αυτό και σήμερα, νέε μου φίλε, βρίσκομαι εδώ μπροστά σου. Ήρθε η ώρα για ακόμα μία φορά να κλείσω τους λογαριασμούς μου με το παρόν και, με την καρδιά κάπως κολοβωμένη και το μυαλό θολωμένο αλλά με συνείδηση καθαρή, να τραβήξω ολοταχώς προς το μέλλον. Αυτό είναι το μόνο μου πατρικό, το μόνο μέρος που μπορεί να με καλοδεχτεί μετά την αναποδιά και την αποτυχία. Εκεί που ξέρω ότι θα με περιμένει πάντα ένα  πιάτο αισιοδοξίας κι ένα φιλόξενο κρεβάτι στρωμένο με ελπίδα. Γι’ αυτό, καλέ μου φίλε, κάνε γρήγορα, κλείσε τα βιβλία μου πριν με βρει το σκοτάδι.

    -Έκλεισαν τα χρέη σου με το παρόν. Έγιναν πια παρελθόν. Με την υπογραφή μου και τη σφραγίδα μου και με ένα απότομο δυνατό χτύπημα για να φύγει από τις σελίδες η σκόνη, θα σαι έτοιμος να φύγεις. Δώσε μου μόνο λίγα δευτερόλεπτα… Λήξις.

  • Το συλλαλητήριο

    Είπαμε να βγούμε κι εμείς, τέλος πάντων, μια από εκείνες τις μέρες να διαδηλώσουμε γι’ αυτό που έκαιγε τις ψυχές μας. Επειδή όμως δεν το είχαμε βρει ακόμα και η ψυχανάλυση κοστίζει ακριβά, την νύχτα πριν την Μεγάλη Συγκέντρωση του Μεγάλου Σκοπού μαζευτήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, όπου ετοιμάζονταν τα πανό και οι πικέτες. Κάποιος που θα οριζόταν από μια επιτροπή ως ουδέτερος, θα φώναζε με μια ντουντούκα τις πιθανές απαντήσεις και όποιος πετύχαινε μπίνγκο θα φώναζε δυνατά, σηκώνοντας το χέρι. Αμφίβολη διαδικασία, αν κάτσει να μετρήσει κανείς πόσα πραγματικά ξέρουμε και πόσα υποθέτουμε, αλλά τι να κάνουμε, αυτό είχαν αποφασίσει οι επικεφαλής, έτσι έπρεπε να πορευτούμε. Έτσι κι αλλιώς δική μας γνώμη δεν είχαμε, δεν ξέραμε καναν άλλον δρόμο και κανείς δεν ήθελε την ευθύνη να βρει κάτι διαφορετικό. Κι έτσι πορευτήκαμε.

    Πολλά ακούστηκαν εκείνη τη μία νύχτα μέσα στη μεγάλη αίθουσα, την ώρα που άλλοι δούλευαν για τον κοινό σκοπό, οι ευτυχείς χειρώνακτες, που στόμα έχουν και μιλιά δεν έχουν και σε κάνουν να νιώθεις υδροκέφαλος που σκέφτεσαι τόσο πολύ και εντελώς κουλός που δεν πράττεις, αλλά εμείς τους συμπεριφερόμασταν πάντα σαν να ήταν κατώτεροι, για να μη το καταλάβουν. Πολλοί πάντως, μέσα σε εκείνη την οχλοβοή, πίστεψαν πως άκουσαν την αλήθεια για τα βάσανά τους και το με καμάρι το ανακοίνωναν. Κάποιος, αρχή αρχή, πίστεψε ότι το βάσανό του ήταν η αγάπη, από τα πρώτα που έπεσαν στο τραπέζι και μεταξύ μας, συγκινητικά αναμενόμενο. Είναι ωραίο να μπορείς να διατηρείς την αυταπάτη ότι τα βάσανα του έρωτα είναι τα πιο μεγάλα και τα πιο δυσβάσταχτα. Όταν παύεις πια να πλέεις σε τέτοια πελάγη γραφικότητας, μπορείς να καταγραφείς αυτόματα ως ενήλικας.

    Κάποιος άλλος άρχισε να φωνάζει όταν άκουσε για την κοινωνική αδικία και δικαίως. Ένας τρίτος άρχισε να κλαίει επειδή ήταν θεόφτωχος. Ποιος ξέρει πόσους θα είχε δει να θλίβονται με αυτή τη διαχρονική μάστιγα και πόσοι από αυτούς τον είχαν ρωτήσει  έστω μια φορά αν και πώς τα βγάζει πέρα. Μια βοήθεια που δεν έρχεται ποτέ από τους ανθρώπους γύρω σου σε κάνει να κοιτάζεις συνέχεια στον ουρανό, τόσο που στο τέλος σου φυτρώνει κολάρο. (Φτερά νομίζατε πως θα έγραφα,χα). Τέλος πάντων, οι άλλοι γοργά γοργά  του έδωσαν να καταλάβει ότι δεν είναι ευγενικό να εξάπτει τις ενοχές τους κι έτσι ο άνθρωπος στέναξε βαθιά  και σταμάτησε το κλάμα. Μετά τα πράγματα πήραν ξανά μια φυσιολογική ροή και βγήκανε κι άλλοι  πολλοί, που ένας ένας έβρισκαν την αιτία της συντριβής τους . Άλλος ήταν μόνος, άλλος για τα νιάτα του που πέταξαν και πάνε, άλλος επειδή τριγύρναγε χρόνια χωρίς σκοπό  και κάποιος άλλος  επειδή απλά διαπίστωσε πως δεν τον έπιαναν πια τα ναρκωτικά. Και όλοι μέχρι να τερματιστεί η διαδικασία φάνηκαν να βρίσκουν κάποιο νόημα στην πίκρα τους, αλλά κανείς δε βρέθηκε να πονάει για τον ίδιο λόγο με κάποιον άλλον. Κι έτσι οι διοργανωτές, επειδή η μέρα πήρε να ξημερώνει και έπρεπε να βγάλουν και ένα κείμενο, να δείξουν ότι εδώ ο σκοπός και τα μέσα είναι σοβαρά, αποφάσισαν να γράψουν ότι φταίει ο Μεγάλος Άλλος, που ήταν κάτι σαν θεός και διάβολος μαζί και κανείς δεν τον είχε δει ποτέ και κάποιοι τον λάτρευαν, κάποιοι τον μισούσαν. Κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα με την απόφαση, αλλά τι να κάνουμε, αυτό είχαν αποφασίσει οι επικεφαλής, έτσι έπρεπε να πορευτούμε. Έτσι κι αλλιώς δική μας γνώμη δεν είχαμε, δεν ξέραμε καναν άλλον δρόμο και κανείς δεν ήθελε την ευθύνη να βρει  κάτι διαφορετικό. Και η έξαψη είχε πια χαθεί, όλοι όσοι πριν από λίγη ώρα έτρεμαν συγκινημένοι γιατί είχαν βρει τάχα μου τι τους έφταιγε, τώρα σχεδόν δεν το θυμόνταν πια και επέστρεψαν στα όσα ήξεραν, κρατώντας μόνο κάπου στο βάθος μια μικρή σπίθα διαύγειας.

    Μόνη εγώ απ’ όλους, όλη αυτή τη μακριά νύχτα, δεν στάθηκα τυχερή  να γευτώ τη μαγεία και την απομάγευση. Παρέμενα αδαής και περιθωριοποιημένη,  περιμένοντας  απλά να ξεκινήσουμε. Αλλά όταν πια ξημέρωσε και αποφασίσαμε ότι είχε φτάσει η ώρα να βγούμε στον δρόμο, μόλις αντίκρισα το πρώτο φως της ημέρας, κατάλαβα.

    Το λυκαυγές δεν υποσχόταν πλέον τίποτα.

    Κι έτσι πορευτήκαμε.

  • Οι δράκοι που έγιναν ”καλά παιδιά”

    Η στυγνή δολοφονία της 21χρονης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο, αποτελεί ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα στη σύγχρονη ιστορία της χώρας.  Οι δράστες καταπάτησαν όχι μόνο το ιερό δικαίωμα στη ζωή, αλλά και το ιερό δικαίωμα μιας γυναίκας στη σωματική της ακεραιότητα και αξιοπρέπεια. Ένας τέτοιος συνδυασμός εγκλημάτων, μια σύγχρονη ύβρις, βρίσκει όμοιό του μόνο σε περιστατικά που έχουν καταλογισθεί σε ‘’δράκους’’, όπως πολύ εύστοχα χαρακτηρίζονται στην καθομιλουμένη οι βιαστές δολοφόνοι γυναικών. Πώς όμως έφτασαν οι δράκοι να μεταμορφωθούν  σε ‘’καλά παιδιά της διπλανής πόρτας’’;

    Αν ρίξουμε μια ματιά στα σεξουαλικά ήθη της δεκαετίας του ’50, στα σπάργανα της νεοελληνικής κοινωνίας, τότε που οι δράκοι έδιναν και έπαιρναν και καταγράφονταν σαν πραγματικά μυθολογικά τέρατα, ως αστικοί μύθοι βαναυσότητας στο κοινωνικό θυμικό, θα δούμε μια οπωσδήποτε συντηρητική κοινωνία. Η σεξουαλική πείνα θέριζε, οι άντρες βίωναν ή φαντασιώνονταν την σεξουαλική πράξη ως ταμπού, ακόμα και στην απλή της μορφή και ο περιορισμός των ηθών ανήγαγε τον μη αναπαραγωγικό έρωτα στο επίπεδο της αμαρτίας, ένας παράδεισος που οδηγεί στον Κόλαση. Η ενδοοικογενειακή βία ήταν πανταχού παρούσα και όλα όσα χαλούσαν τη σούπα θάβονταν κάτω από το χαλί. Οι γυναίκες, πλάσματα αδύναμα και εξορισμού κολοβά, έπρεπε να προστατευτούν ως εμβλήματα  τιμής και αγνότητας από την πατριαρχική οικογένεια, γιατί αλλιώς κινδύνευαν να εκπέσουν, είτε ως θύματα είτε ως θύτες αυτής της αμαρτίας. Η ίδια η συνθήκη που μετέτρεπε τις γυναίκες σε μισητά αλλά πολυπόθητα σύμβολα του κακού, η ίδια τις τοποθετούσε σε μια βιτρίνα με ακριβά και πολύτιμα μπιμπελό, που έπρεπε  να προστατευτούν από τα βίαια χέρια του κόσμου αλλά όχι από τα βίαια χέρια των οικείων τους. Ο δράκος ήταν το προφανές τέρας που κατασπάρασσε την αγνότητα και την ιερότητα της (συχνά ανίερης) ελληνικής οικογένειας.

    Οι εποχές αυτές, θεωρητικά έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η ελληνική κοινωνία, ακολουθώντας έστω και καθυστερημένα τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς της Δύσης,  στην οποία επιθυμεί οπωσδήποτε να ανήκει, έχει  περάσει στην εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Πρόκειται όμως για πραγματική απελευθέρωση ή για κακέκτυπο; Και πώς αυτή αποτυπώνεται στη νεοελληνική συλλογική συνείδηση;

    Οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, αυτές που μεταβάλουν εκ βάθρων τη μορφή της κοινωνίας και επηρεάζουν πρακτικά και ουσιαστικά την καθημερινότητα των μελών της, απαιτούν πολύ χρόνο. Συνήθως ωθούνται από κοινωνικές εκρήξεις, κινηματικές διαδικασίες ή ακόμα και εξεγέρσεις και αποτελούν ταυτόχρονα αιτία και συνέπεια μιας ευρύτερης αναγέννησης, πνευματικής, οικονομικής, πολιτικής, από αυτές που σπρώχνουν την ανθρωπότητα σε άλλο επίπεδο. Το πιο πρόσφατο ιστορικό αντίστοιχο στο δικό μας μήκος βίου είναι η δεκαετία του ‘60, με συμβολικό αποκορύφωμα τον Μάη του ΄68 και απότοκο την πνευματική αφύπνιση της δεκαετίας του ’70. Σημαντικό κομμάτι όλης αυτής της διαδικασίας, υπήρξε και η σεξουαλική επανάσταση. Ο έρωτας απενοχοποιείται ως διαδικασία, αποκτά φυσικότητα  και μετατρέπεται σε βασικό δικαίωμα για όλα τα  φύλα. Οι γυναίκες βγαίνουν από το σπίτι, διεκδικούν τις ζωές τους στους χώρους εργασίας, στα πανεπιστήμια, στο οικογενειακό τους περιβάλλον, επιζητούν την ελεύθερη βούληση, το δικαίωμα στη γνώμη τους, την σεξουαλική αυτοδιάθεση. Οι ομοφυλόφιλοι αρχίζουν σιγά σιγά να βγαίνουν από τη ντουλάπα, αρχίζουν να υπενθυμίζουν πως είναι άνθρωποι σαν όλους τους υπόλοιπους και όχι εξτραβαγκάντ καρικατούρες ή ανώμαλοι περιθωριακοί. Τα φύλα επιτέλους αποκτούν υπόσταση.

    Το φεμινιστικό κίνημα της  Ευρώπης και της Αμερικής φτάνει μαζικά στη χώρα μας την εποχή που είχε αρχίσει να εκφυλίζεται στη Δύση (και αποκομμένο από το  ΛΟΑΤΚΙ κομμάτι του,που έκανε την εμφάνισή του σαν ξεχωριστό κίνημα αρκετά αργότερα). Αν και πολλά κορίτσια συμπαρασύρθηκαν από το ρεύμα του ‘60 και του ‘70 να βγουν δυναμικά εμπρός, στην Ελλάδα ο φεμινισμός μαζικά αντιμετωπίστηκε ως μια ”λόξα” των γυναικών και ήθελε τις φεμινίστριες είτε ως στερημένες γεροντοκόρες που απέφευγαν το άλλο φύλο, είτε ως σκληρές, εξουσιαστικές και βίαιες ευνουχίστριες, με απόλυτο σύμβολο  τη Σιδηρά Θάτσερ. Η κυρίαρχη νοοτροπία γύρω από το γυναικείο ζήτημα, με την απειλή της μετάλλαξης σε αυτό το ομολογουμένως τρομακτικό ον, κράτησε από την άλλοτε πρωτοπόρα Τζέιν Φόντα μόνο τις κινήσεις του αερόμπικ, διεκδίκησε τη φινέτσα και το στυλ των περιοδικών μόδας που άρχισαν να κατακλύζουν τον μηνιαίο Τύπο και διατήρησε  τη σεξουαλικότητα μόνο ως ανάχωμα απέναντι στην πλήρη κοινωνική επικράτηση του άλλου φύλου, ένα ενέχυρο διεκδίκησης ενός καλύτερου ευ ζην χωρίς κόπο και ιδρώτα. Ο σύγχρονος  μέσος Έλληνας,  από την άλλη, κουρδισμένος κατάλληλα από τις lifestyle επιταγές γύρω από το προφίλ του επιτυχημένου και δυναμικού άντρα, το μόνο που κατάλαβε από τη σεξουαλική ελευθεριότητα είναι το  δικαίωμα να συνευρίσκεται ερωτικά με όποια γυναίκα επιθυμεί, χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις, χρησιμοποιώντας τις ερωτικές συντρόφους σαν λάφυρο πολέμου, απόδειξη ανδρισμού και εξουσίας, ακλόνητο ατού στην ανάδειξη του ως ισχυρού.

     

     

    Αν σε ένα περιβάλλον οικονομικής ευμάρειας, έστω και επίπλαστης, ο ισχυρός είναι αυτός που κατέχει τα μέσα παραγωγής, όταν αυτά εκλείψουν, η δύναμη πλέον αντικαθίσταται από άλλα μέσα, πιο πρωτόγονα, πιο ενστικτώδη, πιο βίαια. Η ισχύς, αν δεν μπορεί να εκφραστεί από το χρήμα και τις εξουσιαστικές δομές που αυτό αναπαράγει, εκφράζεται μέσα από το ‘’δίκαιο’’ του δυνατού απέναντι στον αδύνατο και ο άνθρωπος γίνεται ζώο που μπορεί να ανακινήσει τα πιο ταπεινά και αιμοβόρα ένστικτά του προκειμένω να σβήσει αυτή τη δίψα για επιβολή και αυτοεπιβεβαίωση. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, η γυναίκα αντικειμενικοποιείται σε  σεξουαλικό εργαλείο, σε ένα ον χωρίς βούληση και χωρίς δικαίωμα στην επιλογή. Ο αδύναμος συμφοιτητής ή συμμαθητής μετατρέπεται σε σάκο του μποξ που απορροφά την οργή που δημιουργούν τα διάφορα συμπλέγματα. Ένα ομοφυλόφιλο άτομο γίνεται ο καθρέφτης της αντιερωτικής μας κατάντιας και πρέπει να σπάσει.

    Σε κάθε τέτοιο περιστατικό βίας τα τελευταία χρόνια πολλοί μιλάνε για ‘’καλά παιδιά’’. Υπάρχει ένας ζήλος, σε κάθε βιασμό, σε κάθε φασιστικό έγκλημα, σε κάθε ρατσιστική απειλή, σε κάθε προσπάθεια εκφοβισμού, ο θύτης να ενδυθεί την εσθήτα του θύματος. Είναι σαφές βέβαια πως αν πρόκειται για φτωχοδιάβολους, η αντιμετώπιση δεν είναι η ίδια. Το ζήτημα είναι να μην στιγματιστούν οι στυλοβάτες της κοινωνίας. Οι καλοί αστοί, οι φιλήσυχοι πολίτες, όσοι εγγυώνται την συνοχή, τη συντήρηση, τη σταθερότητα.

    Όσοι αγαπάμε την ζωντάνια, την πρόοδο, την εξέλιξη, οφείλουμε να φωνάξουμε την αλήθεια για το ποιος είναι ποιος. Τα παιδιά που αναθρέψατε είναι βιαστές, και όχι καλά παιδιά αξιοσέβαστων οικογενειών. Τα κορίτσια που βιάζονται και δολοφονούνται είναι κοπέλες με όρεξη για ζωή, και όχι ανήθικα παλιοθήλυκα που προκαλούν την τύχη τους. Οι γονείς σας είναι φασίστες δολοφόνοι, και όχι φιλήσυχοι πολίτες που αυτοπροστατεύονται από την ανομία. Οι δολοφονημένοι gay  είναι αξιοσέβαστοι ακτιβιστές, και όχι κλέφτες πρεζάκηδες που απειλούν ζωές με μαχαίρια. Οι πιστολέρος που τη στήνουν σε σκοτεινές γωνιές για να σκοτώσουν αλλοεθνείς είναι μέλη φασιστικών ομάδων και όχι φρουροί της καλοί πατριώτες. Οι μετανάστες  που ζουν και εργάζονται σε αυτή τη χώρα είναι ελεύθεροι πολίτες που έχουν κάθε δικαίωμα να εκφράζονται ελεύθερα, όσο σέβονται τους συμπολίτες τους, και όχι βουβοί σκλάβοι. Οι φίλοι σας είναι θρασύδειλοι νταήδες, και όχι νέοι που απλά σπάνε πλάκα. Τα παιδιά που υφίστανται bullying και δεν αντιδρούν είναι πλάσματα εσωστρεφή και ευαίσθητα, και όχι κότες.  Όλα αυτά τα ζητήματα έχουν κοινό παρανομαστή, τις φασιστικές νοοτροπίες και με αυτές έχουμε να παλέψουμε. Το πρόσωπο που έχουμε να διαλέξουμε γι’ αυτόν τον κόσμο είναι ή αυτό ή εκείνο. Θα επικρατήσει αυτό που θα υπερασπιστούμε.

  • Τα παιδιά της αιωνιότητας

    Όταν οι άνθρωποι μεγαλώσουν, φτάσουν σε αυτό που μπακαλίστικα ονομάσαμε τρίτη ηλικία, πρέπει να τους παίρνουμε από το χέρι. Πολλές φορές πρέπει να τους περνάμε απέναντι, να τους στηρίζουμε να ανέβουν σκαλιά, να τους κρατάμε στα κακοτράχαλα πεζοδρόμια της Αθήνας  για να μη φάνε τα μούτρα τους. Αλλά κυρίως πρέπει, και για όφελος δικό μας, να τους παρατηρούμε σαν να ήταν οι πιο φρέσκοι οργανισμοί.

    Δις παίδες οι γέροντες, φωνάζει ο Αριστοφάνης και έχει δίκιο. Οι οργανισμοί των μεγαλύτερων ανθρώπων είναι καινούργιοι. Καινούργιοι στο βίωμα του γήρατος. Όλες οι ηλικίες είναι ένα μοναδικό βίωμα στη ζωή ενός ανθρώπου. Κανείς δεν ξέρει να ζει ως παιδί, ως έφηβος, ως ενήλικας, ως γέροντας. Το μαθαίνουμε βήμα το βήμα, σε έναν καθημερινό αγώνα προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Oι γονείς μας, είτε έχουμε αποκτήσει δικά μας παιδιά είτε όχι, είναι τα εναλλακτικά μας μωρά, που κάνουν τα πρώτα δύσκολα βήματά τους σε ένα δρόμο που όλοι δυσκολευόμαστε να ανέβουμε.

    Σαν φρέσκα μεγάλα παιδιά, όσο και αν μας φαίνεται παράξενο ή αταίριαστο, οι γηραιότεροι άνθρωποι κάνουν φιλίες. Συνήθως αυτοί που ξέρουν να κάνουν, όσοι έκαναν φιλίες και στα 10, και στα 30 και στα 50, αλλά καμιά φορά και οι άλλοι, οι πιο αποκομμένοι, οι πιο απόμακροι, είτε από ανάγκη ή από δίψα για ζωή. Όπως και να έχει, είτε οι μεν είτε οι δε, όταν αρχίζουν να έρχονται κοντά με έναν καινούργιο φίλο, μια καινούργια φιλενάδα, αποφεύγουν να μοιράζονται τις πτυχές της ζωής τους ως τώρα,  τις λεπτομέρειες που ο νέος συνδαιτημόνας αγνοεί. Δε νιώθουν καμιά ανάγκη, όλως περιέργως καμιά βιάση να αναλύσουν ένα σύμπαν που ο άλλος δεν έχει προλάβει να δει.

    Το μόνο που πραγματικά έχει σημασία είναι το τώρα, το από εδώ και πέρα. Όλα τα υπόλοιπα φαντάζουν ένας βαρύς πομφόλυγας, που πάει, πάει και δε λέει να σκάσει, ώσπου χάνεται στο γαλάζιο του ορίζοντα. Όταν ο χρόνος σου είναι συγκεκριμένος, πρέπει να είσαι και εσύ. Σε μια συνέντευξη, λόγου χάρη, θα πρέπει να επικεντρωθείς  μόνο σε όσα χρειάζονται για να δει κάποιος τι αξίζεις. Ή όταν βρίσκεσαι δίπλα στο αντικείμενο της λατρείας σου και ο χρόνος τελειώνει επικίνδυνα, θα τον εκμεταλλευτείς για να ρουφήξεις όσο μπορείς την ευχαρίστηση που σου προσφέρει η παρουσία του. Τι σημασία έχει για τον καινούργιο φιλαράκο ποιο ήταν το πρώτο σου αμάξι ή πόσα κιλά πήρες πριν 30 χρόνια, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σου; Όπως και τα μικρότερα, έτσι και τα μεγάλα παιδιά ενδιαφέρονται μόνο για το παρόν, μια στιγμή ζεστασιάς στον χειμερινό ήλιο, ένα πετυχημένο καλαμπούρι που θα γραφτεί στα χρονικά, η ανακάλυψη μιας καλής και φτηνής ταβέρνας ως στέκι, η βαρύτητα των εκμυστηρεύσεων και των καημών.

    Όλα όσα χρειάζονται για να γραφτεί το legacy μιας φιλίας της όψιμης ωριμότητας, αν χρειάζεται σώνει και ντε να δώσουμε ένα όνομα σε αυτή την εποχή της ζωής, είναι οι καλύτερες ενέσεις κατά του γήρατος, πολύ πιο προηγμένες από χημικά σκευάσματα, χειρουργικές επεμβάσεις και πόσιμη αναζωογόνηση. Σκορπάνε χαρά, ευεξία, προσφέρουν ανεξαρτησία και την αίσθηση ότι όλα είναι δυνατά, όλα συνεχίζονται όπως πρώτα. Είναι  ισχυρότερες από πολλά φάρμακα και ελιξήρια, ικανές να διαλύσουν τα άλατα στα κλειδώσεις, να καταπολεμήσουν  κακοήθεις όγκους και να δώσουν διαύγεια σε ένα ταλαιπωρημένο μυαλό. Πάνω απ΄ όλα μια ένεση που γεννά υπερήρωες, που αντέχουν να ζουν κανονικά μπροστά στο χείλος της αιωνιότητας.

    Η παρατήρηση όλων αυτών μπορεί να θεραπεύσει και πολλές νεανικές παθήσεις, όπως η προκατάληψη και η αδιαφορία. Μας φανερώνουν με μοναδικό τρόπο ότι τα άτομα της τρίτης ηλικίας δεν είναι εξωγήινα, περίεργα όντα, πέρα και έξω από εμάς. Είναι άνθρωποι όπως κι εμείς, με ασχολίες, συνήθειες και σκέψεις σαν τις δικές μας, ίσως σε ένα πιο αργό και ονειρικό τέμπο. Είναι ο καθρέφτης μας, ο ίδιος που φανέρωνε στον Dorian Gray την αλήθεια, όχι όμως μιαν αλήθεια άσχημη και αποκρουστική, αλλά μιαν αλήθεια τόσο όμορφη όσο αυτή που κουβαλάει ο καθένας μας σε όλη την προηγούμενη ζωή του. Είναι το ίδιο μυστήριοι και χαριτωμένοι με τα μωρά που μεγαλώνουμε και εξίσου εκπαιδευτικοί με αυτά κατά την παρατήρησή τους.

    Όσο στεκόμαστε, έστω και διακριτικά δίπλα στους δικούς μας ανθρώπους και όσο τους αναγνωρίζουμε το δικαίωμα στη ζωή και στην ηλικία τους, τόσο θα παραμένουν κοντά μας ζωηροί και φωτεινοί. Ίσως αυτός να είναι και ένας καλός τρόπος για να αποφύγουμε και το δικό μας κατρακύλισμα στη φθορά του γήρατος. Η στατική κατασκευή που έχουμε στο μυαλό μας ως γηρατειά, είτε των άλλων είτε τα δικά μας, χτίζεται αποκλειστικά με δικά μας υλικά.

  • Ο απεγκλωβισμός της μνήμης: Πατησίων και Στουρνάρη γωνία

    Την πρώτη φορά που πήγα στο Πολυτεχνείο ήμουν 13 χρονών. Με πήγε ο αδερφός μου, θεωρώντας ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος για να με μυήσει σε αυτό που ο ίδιος είχε στο μυαλό του, όντας κι αυτός πολύ νεαρό παιδί, ως Αριστερά. Και δεν τα κατάφερε κι άσχημα. Το δέος και η συγκίνηση ήταν πολύ μεγάλα για να τα διαχειριστεί μια έφηβη, το ερέθισμα έφερε αναγκαστικά την αναζήτηση, η αναζήτηση έφτιαξε τη ζωντανή μνήμη και σιγά σιγά ήρθε η ανάγκη για σκέψη και ανάλυση. Τα επόμενα χρόνια αυτή η μαγεία χάθηκε φυσικά. Όλοι με τον καιρό, γινόμαστε πολύ πολιτικοί, πολύ θετικοί, εντέλει πολύ κυνικοί, θέλουμε να δείξουμε πως έχουμε ωριμάσει και πως αυτό θα φανεί μόνο αν σβήσουμε τη συγκίνηση από τον καμβά, αν ξεριζώσουμε τα γραφικά στοιχεία, αν το ρίξουμε στην περισπούδαστη ανάλυση, στην εξειδίκευση, στα επιμέρους, αν πιάσουμε το δέντρο και αφήσουμε το δάσος. Για όλους έχει κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι από το πρώτο μας πολιτικό ερέθισμα και η απλότητα χάθηκε στη βαναυσότητα της γνώσης, της γνώμης, της κριτικής. Κάηκε στη φωτιά που οι θεοί αρνούνταν πεισματικά στον Προμηθέα. (more…)

  • Αναζητώντας τον Κεν Λόουτς

    Το φετινό καλοκαίρι έφερε στις κινηματογραφικές αίθουσες μια ταινία που δεν είχαμε την τύχη να δούμε στην ώρα της. Ακόμα όμως και με 9 χρόνια καθυστέρηση, έστω και μέσα στην κινηματογραφική νιρβάνα του καλοκαιριού, και μάλιστα ενός καλοκαιριού που δεν θα μείνει στην ιστορία για την ανεμελιά και την ξεγνοιασιά του, το ‘’Αναζητώντας τον Έρικ ‘’, του μεγάλου Κεν Λόουτς, δια χειρός του επί 20ετία και πλέον σεναριογράφου του Πολ Λάβερτι, κατόρθωσε και έφτασε στις κινηματογραφικές αίθουσες και στο ελληνικό κινηματογραφόφιλο κοινό.

    Ίσως αυτή η καθυστέρηση να μην ήταν τυχαία. Η συγκυρία μας βρίσκει πικραμένους, όχι μόνο από τα τραγικά γεγονότα αυτού του καλοκαιριού, αλλά και από τη γεύση που μας άφησε ο ίδιος ο Λόουτς με την τελευταία του ταινία, το αριστουργηματικό και πολυβραβευμένο ‘’Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ’’. Ακόμα και άθελά του λοιπόν επανορθώνει, τραβάει λίγο τη σκέψη μας από την σκληρή πραγματικότητα, αυτή που βιώνουμε καθημερινά και αυτή που αριστοτεχνικά αποτυπώνει στα φιλμ του σχεδόν 30 χρόνια τώρα, με μια γλυκόπικρη αλλά σπαρταριστή κωμωδία, ύμνο στην ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, τη δύναμη της κοινότητας, την αγάπη και τη συντροφικότητα.

    Σίγουρα δεν πρόκειται για την πιο ‘’δυνατή’’  ταινία του Λόουτς. Είναι όμως μια ταινία που ο καθένας μπορεί να σηκώσει στους ώμους του, γιατί οι ήρωες φροντίζουν να μας ξαλαφρώσουν από το βάρος, που στην ουσία δεν είναι δικό τους, αλλά δικό μας. Ο κεντρικός ήρωας, ο ‘Ερικ Μπίσοπ, ένας μεσόκοπος ταχυδρομικός υπάλληλος, είναι  ένας άνθρωπος που δεν έχει πια κανέναν έλεγχο στη ζωή του. Αδύναμος να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του – οικογενειακές, εργασιακές, κοινωνικές- αδύναμος ακόμα και να χαρεί μια μπύρα ή έναν αγώνα της αγαπημένης τους Manchester United με τους (συν)αδέλφους του, αντιμέτωπος με τα λάθη του παρελθόντος και τις συνέπειές τους αλλά και  με τα σύνδρομα που του κληροδότησε η προηγούμενη γενιά, βρίσκει παρηγοριά και υποστήριξη στην φανταστική, κυριολεκτικά και μεταφορικά, παρέα του αγαπημένου του ήρωα, του πάλαι ποτέ ειδώλου του και συνονόματού του, Ερίκ Καντονά!

    Το πρώτο μισό της ‘’συνάντησής’’ τους κινείται στα πλαίσια  μιας κλασσικής βρετανικής κομεντί, που μέσα από μια σειρά ατυχών στιγμών, παρανοήσεων, φλεγματικού χιούμορ και αμήχανων καταστάσεων, με μια τρυφερή ματιά που κάνει τους πρωταγωνιστές ακόμα πιο οικείους και συμπαθείς, προσφέρει άφθονο γέλιο στον θεατή. Αυτό ίσως να φαντάζει παράδοξο για έναν δραματικό σκηνοθέτη σαν τον Κεν Λόουτς, αλλά όχι πρωτοφανές, αφού αντίστοιχα στοιχεία έχει ξαναδοκιμάσει σε ταινίες όπως  ‘’The Navigators’’ ή  ‘’Τhe Angel’s share’’, σε κάποιον βαθμό. Εξάλλου, η κωμωδία είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος για να αποκαλύπτεις το δράμα των ανθρώπων, φτάνει να ξέρεις να το κάνεις.

    Από εκεί και πέρα η ταινία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα ειδών. Αισθηματική, δράσης, αγωνίας, ψυχολογικό δράμα, όλα δοσμένα σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιον τρόπο ώστε να φτάνουμε πάντα στο βασικό επίδικο: ο άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί σαν μονάδα. Και σε αυτή την ουσία, που από τη μια κρύβεται καλά, τόσο πίσω από την πλοκή, όσο και πίσω από τις τρομερές  επιθέσεις  χιούμορ και από την άλλη προσφέρεται απλόχερα στον θεατή μέσω του βιώματος και των συναισθημάτων που διεγείρει, βρίσκουμε τον πραγματικό Κεν Λόουτς.

    Ο Ερίκ Καντονά δεν είναι αποκύημα της φαντασίας ή της μαστούρας του Έρικ. Είναι όλη η προσπάθεια των φίλων του να τον επαναφέρουν, όλη τους η φροντίδα να τον δουν ξανά ζωντανό, είναι δημιούργημα της δικής τους αλληλεγγύης. Το ίνδαλμα δεν είναι δικό του, αλλά ίνδαλμα μιας εργατικής τάξης που τώρα παραπαίει σε παλιόσπιτα, παμπ, στριμωγμένες ζωές και ξεχασμένα δικαιώματα. Είναι η ενσάρκωση των καλύτερών  τους χρόνων, των ονείρων τους, της δύναμής τους. Είναι οι άλλοτε ακμάζουσες ταχυδρομικές υπηρεσίες, που κάποτε έδιναν ταυτότητα σε αυτούς τους ανθρώπους, που κραδαίνουν με λύσσα την υπερηφάνεια της λέξης ‘’ταχυδρόμος’’, την ταυτότητάς τους, για να μη χάσουν την ανθρώπινή τους υπόσταση. Ο Ερίκ  έρχεται από μια εποχή που είχαν κι αυτοί δικαίωμα στο όνειρο, που η πόλη, το γήπεδο, η ομάδα ήταν δικά τους, όχι των ‘’επιτυχημένων’’ αστών που παρκάρουν εδώ και χρόνια με άνεση τα πολυτελή αμάξια τους στο ακριβοπληρωμένο πάρκινγκ του γηπέδου, ούτε των λογής λογής νεόπλουτων τραμπούκων, που οπλισμένοι με ένα όπλο στο χέρι και περίσσιο θράσος στην ψυχή κλέβουν ακόμα και το δικαίωμα στη γαλήνη και την αξιοπρέπεια, πατώντας κάτω τη ζωή όποιου βρεθεί στο δρόμο τους.

    Όμως ο σκηνοθέτης δεν το βάζει κάτω, δεν αφήνει τους ανθρώπους του έτσι. Μπορεί να έχασαν τον πόλεμο, αλλά πρέπει να κερδίσουν τη μάχη. Και αυτό μπορεί να  γίνει με τον μόνο τρόπο που ξέρει ο Λόουτς: με αγώνα. Μια σταυροφορία των φτωχών, ένα ξυπόλυτο τάγμα από αφελείς, ημιμαθείς, αδύναμους, υπέρβαρους, μεσόκοπους, νέους, αγαθούς, πονηρούς, αστείους, σοβαρούς, η ύστατη προσπάθεια για να ορθώσουν το ανάστημά τους, να διατρανώσουν ότι είναι ακόμα εκεί, έχουν ακόμα δικαίωμα να ξαναφτιάξουν τις κατεστραμμένες τους ζωές, να ξαναφιλήσουν  τα χείλη που αγάπησαν, να χορέψουν έναν ακόμα χορό, να ξαναγκαλιαστούν αρμονικά με τα παιδιά τους, να βγάλουν μια χαρούμενη φωτογραφία, ακόμα ακμαίοι και δυνατοί και πάνω απ’ όλα χαρούμενοι. Γιατί είναι μαζί.

    Εν τέλει όλη η ταινία είναι μια υπέροχη πάσα. Η πάσα του Καντονά στον Ίρβιν, η πάσα του Λάβερτι στον Λόουτς, οι πάσες των φίλων, των μελών της οικογένειας, του ζευγαριού, της κοινότητας. Γιατί όπως λέει και ο φιλόσοφος Ερίκ:

    ‘’Πρέπει να εμπιστεύεσαι τους συμπαίκτες σου. Πάντα. Αν όχι, είσαι χαμένος’’.

  • Με ένα τραγούδι

    Το τραγούδι πήρε στο λαιμό του τον Κλεό και τον έβαλε σαν καταχραστή στη φυλακή.  Αφού προίκισε τρεις αδελφές, αφού κατάπιε του κόσμου τις προσβολές και τις ταπεινώσεις, αφού πέρασαν μιζέρικα τα νιάτα του τα έρμα, από ‘να τραγουδάκι έμαθε πως ο μήνας έχει εννιά κάθε μέρα, κάθε μέρα έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και μας ζητά να ζήσουμε το εδώ και τώρα, γιατί τελοσπάντων μια ζωή την έχουμε και είναι αμάρτημα να την σκορπίσουμε σε ένα δυάρι με τιβί. Αυτό το ίδιο τραγουδάκι ήταν όμως που τον συντρόφευε και στις μοναξιές της φυλακής, στις ατελείωτες ώρες που το στίγμα του καταχραστή τον ανάγκαζε να μετράει μακριά από τον κόσμο.

    Τραγούδι ήταν και ό, τι μπόρεσε να περισώσει η Αργυρώ από της Σμύρνης το γιαγκίνι. Μόνο αυτό έμεινε να φέρει στα μπογαλάκια της, προίκα 20χρονης κοπέλας της παντρειάς, ούτε μεταξωτά, ούτε δαντέλες, μόνο λόγια κεντημένα στο χέρι με αίμα και στάχτη. Αυτό της έμεινε όταν ξώμεινε μεγαλοκοπέλα, να έχει να περιπαίζει την αναμονή, αυτό και για να ξεφυσήσει με ανακούφιση όταν πια ήρθαν τα προξενιά, αυτό νανούρισμα στο παιδί που έπιασε με χίλια ζόρια σε ζόρικους καιρούς, αυτό  μπλάστρι στις πληγές, όταν έπεφταν βαριά τα λόγια και τα χέρια του σατράπη άντρα. Και όταν έφτασε να τα έχει πια χαμένα, ένας αμανές την έκανε να διώχνει με ένα μακρόσυρτο “αχ!” όλη την πίκρα που είχε σταλάξει μέσα της με τα χρόνια και να βλέπει από το μικρό παράθυρο του θαλάμου της έναν άλλον κόσμο από αυτόν που σε λίγο θα αποχαιρετούσε για πάντα.

    Σάμπως τραγούδι δεν ήταν και το κάλεσμα της Καρμέλας από τους συντρόφους, για να της διατρανώσουν  τη νίκη της 15ης μπριγάδας στο Χάραμα, χαράματα η ώρα τρεις ήρθαν να την ξυπνήσουν, την Καρμέλα, που έδινε κουράγιο στους νέους απ’ όλο τον κόσμο που είχαν μαζευτεί για να πολεμήσουν το σκοτάδι του φασισμού που σε λίγο θα πλάκωνε πηχτό όλη την Ευρώπη; Τραγούδι σαν κι αυτό που σφύραε και ο Αντώνης στο Μαουτχάουζεν και σήκωνε δυο δυο, τρεις τρεις  τους βράχους, βράχους άτιμους σταυρούς στις ράχες των Εβραίων, άσμα ασμάτων στον έρωτα και στον θάνατο, που άλλοτε ξεπαστρεύουν ο ένας τον άλλον και άλλοτε σημαίνουν το ίδιο πράγμα.

    Τραγούδι και το κλάμα της γάτας που χάνει τα μωρά της, η φωνή του περιπλανώμενου οπωροπώλη στα στενά, οι ιαχές των φιλάθλων που κουβαλάει ο αέρας τα απογεύματα της Κυριακής, αυτό που διαλύει κάθε προαιώνια καχυποψία μεταξύ πωλητή και πελάτη, ό,τι χρειάζεσαι όταν κλαις και όταν γελάς, τα ψιλά που κουδουνάν στις τσέπες σου και δεν σου φτάνουν για να πάρεις τσιγάρα, το γουργουρητό της λάβας από τα έγκατα της γης και ό,τι έχει ανάγκη για να εκφραστεί η ζωή ένα τραγούδι είναι. Με ένα τραγούδι να την υποδέχεστε  καθώς έρχεται, με ένα τραγούδι να τη χαιρετάτε καθώς φεύγει.

  • Ο Βάρναλης, ο φτωχός μου, ήλπιζε ότι η πλάση θα κοκκινίσει, αλλά αν ζούσε μέχρι σήμερα θα είχε τυφλωθεί από τον κιτρινισμό.

  • Ο Βάρναλης, ο φτωχός μου, ήλπιζε ότι η πλάση θα κοκκινίσει, αλλά αν ζούσε μέχρι σήμερα θα είχε τυφλωθεί από τον κιτρινισμό.