Author: Κατερίνα Μπουγδάνη

  • Τύφλα να ‘χει ο Κρόμγουελ!

    Τύφλα να ‘χει ο Κρόμγουελ!

    Δεν ξεκινάει τώρα αυτή η ιστορία με τα δυο πόδια και το ένα παπούτσι. Διάφοροι προσπάθησαν κατά καιρούς να κόψουν τον πολύ αέρα. Άλλοτε με προσωρινή επιτυχία, άλλοτε πιο μακροπρόθεσμα. Τους δεύτερους συνήθως τους λέμε δικτάτορες, τους πρώτους καμιά φορά και ηλίθιους. Αλλά τέλος πάντων, αυτό ας πούμε ότι είναι θέμα οπτικής.

    Το πιο σύνηθες και το πιο εγγυημένο όχημα είναι ο φόβος. Κάποιος θεός που τα έχει πάρει με τα τέκνα του και διψάει για τιμωρία, κάποιος εχθρός προ των πυλών και οσονούπω, κάποιας χολιγουντιανής παρουσίασης καταστροφή, υπαρκτή ή επινοημένη, που ετοιμάζεται να θερίσει κόσμο. Περίπου όπως και στην δική μας περίπτωση. Και προς θεού, δε λέω ότι δεν έχει πέσει αρρώστια και θανατικό (να βγει ο ΠΘ να με κατηγορήσει για ψεκασμένη), όλοι παρακολουθούμε με τρόμο όλο αυτό το διάστημα τις ιστορίες του πόνου και της απώλειας τόσων ανθρώπων μέσα σε ένα πρωτόγνωρο κλίμα. Το ζήτημα είναι η πολιτική διαχείριση κάθε κυβέρνησης, οι επιλογές που κάνει, πού αποσκοπούν και πού οδηγούν.

    Η αντιμετώπιση της πανδημίας από τον δυτικό κόσμο, από το πιο οργανωμένο, υποτίθεται κομμάτι του πλανήτη, είναι ως τώρα χαώδης. Από την μια οι μπάτε σκύλοι αλέστε με την ανοσία αγέλης, από την άλλη  το κράτος-πάτερ φαμίλιας, μόνο υπεύθυνο για την ζωή και την ακεραιότητα των πολιτών του. Και κάπως έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα, από την στιγμή που υπάρχει αντιπροσώπευση, το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει για να προστατέψει τους πολίτες του, φτάνει ο πρώτος και μοναδικός στόχος να είναι όντως η προστασία του λαού και να μην μοιράζεται μαζί του δυσανάλογα την ευθύνη και την αποτυχία. Ποιες θα ήταν οι λογικές επιλογές προς μια τέτοια κατεύθυνση; Ενίσχυση των εθνικών συστημάτων υγείας, οικονομική υποστήριξη για όλους τους πληγέντες και ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο ανάπτυξης, σε κλίμακα μεγαλύτερη από την εθνική, με την συνεργασία των κρατών, για την αποφυγή τέτοιων κρίσεων στο μέλλον. Πολύ ιδεαλιστικό, βέβαια, αυτό το τελευταίο, αλλά δεν είναι κακό να είμαστε αιθεροβάμονες. Όπως και να έχει, τα όποια μέτρα και μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να κινούνται στην λογική της θωράκισης της κοινωνίας.

    Η εικόνα της κατάστασης που βιώνουμε, μόνο αυτή δεν είναι. Οι διάφορες κυβερνήσεις στην Ευρώπη δίνουν την αίσθηση του πανικού μιας κότας με κομμένο κεφάλι. Μέτρα σπασμωδικά, μέτρα παράλογα, μέτρα ακραία, μέτρα φοβικά, μέτρα πάνω απ’ όλα αναποτελεσματικά, που όσο δε δίνουν αποτελέσματα, τόσο πιο ακραία γίνονται. Στη χώρα μας βιώνουμε στο πετσί μας πάνω από έξι μήνες τώρα αυτόν τον παραλογισμό κι αυτή την κοροϊδία. Αφήνω στην άκρη το άνοιγμα των συνόρων στους τουρίστες, τις φιέστες στις πλατείες, την αύξηση των μαθητών ανά τάξη, τα μειωμένα δρομολόγια στα ΜΜΜ, την πλήρη αδιαφορία για τους εξαιρετικά ευάλωτους ανθρώπους στο περιθώριο της κοινωνίας -πρόσφυγες, άστεγους, τοξικοεξαρτημένους- τις ορδές των πιστών σε προσκυνήματα και λιτανείες… Ποια έρευνα, ποια μελέτη αποδεικνύει την επικινδυνότητα του ιού σε θέατρα, σινεμά, μουσικές σκηνές, χώρους πολιτισμού και ψυχαγωγίας, θα βάλω ακόμα και τα γήπεδα μέσα, σε χώρους που η ίδια η χωροθέτηση προσφέρει άμεσα την δυνατότητα διατήρησης των αποστάσεων; Την στιγμή μάλιστα που δόθηκαν χιλιάδες άδειες για καταπάτηση δημόσιων χώρων και πεζοδρομίων από μαγαζιά εστίασης, όπου όλο το τελευταίο διάστημα στοιβάζονταν κατά δεκάδες οι θαμώνες, οι ίδιοι που στοχοποιούνταν ως κυρίως υπεύθυνοι από τα ΜΜΕ για την διασπορά του ιού; Και φτάνοντας στο τώρα, ποια ανάγκη επιτάσσει, εν μέσω lockdown, την απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 9 το βράδυ, μιας επιλογής που θα έδινε δυνατότητα να διαμοιράζονται καλύτερα οι αριθμοί των πολιτών που επιλέγουν να αθληθούν και να ξεσκάσουν μέσα στην διάρκεια της ημέρας; Προς τι όλη αυτή η δαιμονοποίηση της νύχτας;;;

    Οι Πουριτανοί, όταν επικράτησαν στον Αγγλικό Εμφύλιο και με την κυριαρχία του Κρόμγουελ, από τα πρώτα πράγματα που έκαναν ήταν να κλείσουν τα θέατρα. Στη Γενεύη, ακόμα χειρότερα, οι δημοτικές αρχές κάλεσαν τον Καλβίνο να τους συγυρίσει λίγο την πόλη, απαγορεύοντας κάθε είδους ακολασία, από την μοιχεία και την πορνεία μέχρι τον χορό. Ο χρόνος των πολιτών έπρεπε να κατανέμεται σωστά μεταξύ της εργασίας, της κοινωνικής προσφοράς και του θεού. Οποιαδήποτε παρέκκλιση ήταν επικίνδυνη για την κοινότητα και συχνά ποινικά κολάσιμη. Προς θεού, βέβαια, δεν υπονοώ ότι κάποιος από τους πολιτικούς ιθύνοντες είναι του διαμετρήματος του Κρόμγουελ ή του Καλβίνου, κάτι τέτοιο θα ήταν ιεροσυλία. Αλλά είτε από ιδιότητα, είτε από βίτσιο, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι η ιστορία έχει πολλές περιπτώσεις αυταρχισμού και παραλογισμού να μας διδάξει και καμιά φορά, αν δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τον παρόν με την λογική του παρόντος, ίσως να υπάρχει η ανάγκη να προστρέξουμε στο παρελθόν μπας βρούμε μιαν εξήγηση που μπορεί και να ταιριάζει.

  • Αντουανέτες

    Ξεπηδάνε κατά καιρούς διάφορες Αντουανέτες στην χώρα των τσιφλικάδων και των κατσαπλιάδων. Κορίτσια της πρωτεύουσας μα και της επαρχίας, κορίτσια που αρέσκονται σε τίτλους, κορίτσια επαγγελματίες και κορίτσια αργόσχολα, κορίτσια που κληρονόμησαν τα πούπουλα και κορίτσια που τα παντρεύτηκαν, κορίτσια αδίστακτα και κορίτσια αγαθά μα επιπόλαια, κορίτσια που θέλουν πάντα να ξεχωρίζουν και να υπερέχουν με κάθε τρόπο. Ο πιο προφανής, αναίμακτος και ανέμπνευστος, και συνήθως αυτός που επιλέγουν, μέσω της περιφρόνησης και της αλαζονείας. Βαυκαλίζονται πως έτσι κάνουν οι σωστές βασίλισσες και πιάνουν δουλειά, απλά και μόνο σηκώνοντας το φρύδι και μοιράζοντας κακοήθειες.

    Δεν είναι, καλές μου, τόσο απλά τα πράγματα. Δεν αρκούν η ταξική απαξίωση και ο σνομπισμός. Δεν είναι καν χαρακτηριστικά στοιχεία του ινδάλματός σας αυτά. Θέλει κότσια για να γίνεις Μαρία Αντουανέτα. Θέλει καταρχάς μια Μαρία Θηρεσία να σε πηδάει στις απαιτήσεις. Να σε λιώνει, να σε καλουπώνει, να σε πλάθει σαν ζυμάρι. Να σε ορίζει και να σε προορίζει. Κι από την άλλη εσύ, γεννημένη με τα πιο απελευθερωτικά στοιχεία, να τσινάς, να αντιδράς, να παλεύεις απέναντι στο αναπόδραστο, με λύσσα, με ορμή, με κάθε τρόπο. Πάνω απ’ όλα, με πάθος.

    Πίσω από το πάθος της γυναίκας, ο πόνος του παιδιού. Ενός παιδιού που σύρεται αιχμάλωτο σε ξένη χώρα, σε ξένη κλίνη, σε ξένη και άπειρη αγκαλιά, στα άγνωστα, στα μακρινά, στα σκοτεινά. Όταν η ανταρσία δεν έπιανε πια τόπο, όταν η μελαγχολία της εφηβείας άρχισε να καταπίνει το τσαγανό της παιδικότητας, το μόνο που της έμεινε ήταν το κλάμα. Έκλαψε πολύ για καιρό και όταν κατάλαβε πως δεν υπήρχε κανείς να την ακούσει και να την βοηθήσει, ξέμεινε μόνη με το πάθος. Και όλα πήραν τον δρόμο τους.

    Το πάθος έστειλε την Μαρία στην γκιλοτίνα και στον μύθο. Τα εντυπωσιακά φορέματα, τα πανάκριβα αρώματα, τα φαραωνικά κοσμήματα, η φιλοκαλία, η αγάπη για τις Τέχνες, τα οργιαστικά γλέντια, η ατελείωτη χαρτοπαιξία, οι απρόσωποι αλλά αντιπροσωπευτικοί έρωτες, τα παιχνίδια με τις κυρίες της Αυλής, ο διονυσιασμός, η φαυλότητα, η διαφθορά, όλα αγνά καγαθά τέκνα ενός αστείρευτου πάθους για ζωή, πάθος αντίδοτο στη συζυγική αδιαφορία, πάθος που χτίζει παραμυθένια χωριά και λησμονεί τεράστιες και τερατώδεις πραγματικότητες, πάθος ασπίδα και μαχαίρι, πάθος που συνορεύει με τον θάνατο, πάθος που μόνο μια Κυρία Έλλειμμα μπορεί να κουβαλά.

    Αντουανέτα, φτωχές μου κυρίες της καλής τάξης δεν σε κάνει η ξιπασιά. Αντουανέτα σε κάνει η δύναμη να μπορείς να υπερβείς τα όρια. Έχετε τα κότσια να βυθιστείτε στην υπερβολή; Να μετουσιώσετε τον πόνο; Να σπάσετε τα όρια του φύλου και της θέσης σας; Να ζήσετε με πάθος την κάθε σας στιγμή; Να το πάτε μέχρι τέρμα; Να καβαλήσετε την ζωή για να προλάβετε τον θάνατο; Να κόψετε την κορδέλα στην γκιλοτίνα, χαμογελώντας στον φακό; Όχι και μην προσπαθείτε άλλο. Όσο προσπαθείτε, τόσο φαντάζετε χλωμές και ανάξιες δίπλα στο είδωλό σας, ντροπιάζοντας το ανεπανόρθωτα.

     

  • Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές

    Η κυριακάτικη πορεία στην μνήμη του αγαπημένου μας Ζακ δεν είχε πολύ κόσμο. Μόλις δυο χρόνια μετά την άγρια, μερικώς ανεξιχνίαστη, και ολικά ατιμώρητη δολοφονία του, εκείνο το αδυσώπητο λιντσάρισμα μπροστά στα μάτια των περαστικών, μέρα μεσημέρι, μετά από έναν βρώμικο αγώνα για συγκάλυψη, μετά από εκείνο το δημόσιο ξέσκισμα της προσωπικότητας, της ψυχής και της μνήμης του. Ο Ζακ ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, αγαπητός σε όσους τον γνώριζαν και σε όσους δεν είχαν ακόμα την τύχη. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ δοτικός, γλυκός, συνεσταλμένος, ανασφαλής ως ένα σημείο, με πολύ χιούμορ, κατανόηση, ενσυναίσθηση, με κάποιες μικρο-υστερίες, κάποια κόμπλεξ, εν γένει μια πολύ ανθρώπινη φιγούρα. Συνάμα ήταν ένας πολύ συνειδητοποιημένος άνθρωπος, πολύ grounded στα δικά μου μάτια, όχι μόνο για τα δεδομένα της γκέι κοινότητας, αλλά και για όλους όσους θέλουν να λογίζονται μαχητικοί πολίτες ή ακτιβιστές ή τελοσπάντων, άνθρωποι με κοινωνικό προφίλ. Αυτό το σπάνιο κράμα ομορφιάς, καλοσύνης και κοινωνικής συνείδησης τον έκανε πολύτιμο και ως φίλο και ως συνοδοιπόρο.

    Με την δολοφονία του διαπίστωσα και ακόμα διαπιστώνω με πικρία ότι αυτά τα χαρακτηριστικά ίσως και να μην αρκούν για να κερδίσεις τον σεβασμό των πολιτικά δρώντων, αν ανήκεις σε μια μειονότητα. Ακόμα και για τους ανθρώπους που θεωρητικά είναι ανοιχτόμυαλοι και μαχητικοί και πολέμιοι των διακρίσεων, ο Ζακ φοβάμαι ότι δεν ήταν ένας από εμάς. Θέλω να είμαι πολύ προσεκτική σε αυτό που θέλω να εκφράσω, είναι πολύ λεπτό το ζήτημα και δεν θέλω να γίνω άδικη ή παράλογη, αλλά δυστυχώς νιώθω ότι για πολλούς ακόμα και από την ”δική μας” πλευρά, ο Ζακ δεν ήταν παρά μία φτερού.

    Την πρώτη μέρα της δολοφονίας, όταν όλα ήταν ακόμα συγκεχυμένα και η είδηση ήταν ότι είχε δολοφονηθεί ”ένα πρεζάκι που μπήκε να κλέψει”, η αντίδραση όλων μας ήταν αμελητέα. Πολλοί σίγουρα λυπηθήκαμε στο άκουσμα της είδησης, αλλά η συνολική αντίδρασή μας ήταν μηδενική, και αυτό ήταν ΝΤΡΟΠΗ. Και αυτή θα συνέχιζε να είναι, αν δεν αποκαλυπτόταν η ταυτότητα του θύματος. Συνολικά, όμως, θεωρώ ότι δεν προχωρήσαμε πολύ πέρα από αυτή την αρχική μας αντίδραση. Η αντίδραση του κινήματος απέναντι στον Ζακ δεν έχει υπάρξει ανάλογη με αυτή απέναντι στην δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ούτε τις πρώτες ώρες και μέρες μετά το γεγονός, ούτε στα δικαστήρια, ούτε στις επετείους μνήμης, ούτε καν στο κομμάτι των σόσιαλ μίντια. Το κίνημα δεν αγκάλιασε με τον ίδιο τρόπο έναν λευκό, στρέιτ, πολιτικοποιημένο εργάτη της Ζώνης με έναν καλλιτέχνη της queer υποκουλτούρας. Σίγουρα η συμμετοχή της Χρυσής Αυγής, ενός ξεκάθαρα φασιστικού μορφώματος στη δολοφονία Φύσσα, δίνει μια εξτρά πολιτική βαρύτητα στο ίδιο το γεγονός. Από την άλλη όμως, προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη αγριότητα και σκοτεινιά στα γεγονότα της Γλαδστωνος, εκεί που δεν υπήρχαν εγγεγραμμένοι φασίστες, αρχηγοί, πρωτοπαλίκαρα, επαγγελματίες δολοφόνοι, αλλά άνθρωποι ”της διπλανής πόρτας”, που επέλεξαν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους και να λιντσάρουν μέρα μεσημέρι, μπροστά σε τόσο κόσμο έναν άνθρωπο, χωρίς καν να απειλούνται, απλά και μόνο επειδή το άτομο που είχαν απέναντί τους δεν τους έκανε (ή τους έκανε παραπάνω απ’ όσο θα ήθελαν).

    Προσπαθώ να εκλογικεύσω αυτό το παράπονο και να μην σταθώ σε κάτι που μπορεί να μην έχει και τόση σημασία. Εξάλλου, ο θάνατος, η βία, η αγριότητα, ο πόνος, η απανθρωπιά και η ανθρωπιά, ο ηρωισμός δεν μπαίνουν στο ζύγι. Κανένας δεν ονειρεύεται να γίνει ήρωας, άγαλμα, πινακίδα. Έπρεπε τώρα να ήταν εδώ πέρα, μαζί μας. Είχαν σώμα κι αίμα που έκαιγε, ήταν νέοι άνθρωποι, ζωντανοί και ο καθένας από την θέση του έκανε αυτό που έπρεπε και με το παραπάνω. Αλίμονο σε εμάς.

    Από την άλλη, αυτό που μένει σε εμένα σαν συμπέρασμα όλης αυτής της εσωτερικής συζήτησης, είναι ότι όλοι λειτουργούμε υπακούοντας σε ταυτότητες. Και ότι αυτό δυστυχώς, όσο και να προσπαθούμε, όσο και να θέλουμε να συντηρούμε τις κατασκευές που έχουμε φτιάξει για να κρατάμε τη συνοχή μας, δεν αλλάζει. Ταυτιζόμαστε με αυτό το οποίο μπορούμε να ακολουθήσουμε, να διαβάσουμε, να νιώσουμε, να οσμιστούμε. Είμαστε αλληλέγγυοι λογικά, αλλά όχι συναισθηματικά. Η ενσυναίσθησή μας ίσως και να φτάνει μόνο μέχρι αυτόν ή αυτή που αναγνωρίζουμε ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ. Μας στεναχωρεί ο θάνατος ενός εργάτη, αλλά είμαστε μικροαστοί ή μεσαιοταξίτες. Μας λυπεί η δολοφονία του Λουκμάν, αλλά είμαστε λευκοί και γηγενείς. Μας εξοργίζει η βία απέναντι στους γκέι και τις λεσβίες, αλλά είμαστε στρέιτ. Είμαστε εναντίων των διαχωριστικών γραμμών, αλλά τις συντηρούμε ακόμα κι ενώ τις πολεμάμε. Την 21η Σεπτέμβρη είχε δολοφονηθεί ένα πρεζάκι και όλοι ήμασταν στο σπίτι μας. Στις 22 είδαμε να σκοτώνουν μπροστά στα μάτια μας τον Ζακ Κωστόπουλο και όσοι ήμασταν, ήμασταν ”εκεί”. Ίσως και να μη γίνεται αλλιώς. Ίσως και να μην έχει σημασία γιατί δεν είμαστε υπερήρωες ούτε Μεσσίες, να πάρουμε πάνω μας το δράμα της ανθρωπότητας. Αλλά η αυτή η ανεπάρκεια, που καταρχάς είναι η δική μου η ανεπάρκεια, με προβληματίζει πάντα και βρήκα την ευκαιρία να την μοιραστώ.

    Υ.Γ. Για άλλη μια φορά, ευχαριστώ την κυρία Φύσσα. Με βοήθησε ακόμα καλύτερα να καταλάβω την διαφορά μεταξύ τυπικής αλληλεγγύης και ενσυναίσθησης. Με έναν περίεργο τρόπο ταυτόχρονα ενίσχυσε και αποδυνάμωσε την πίστη μου στην ανθρωπότητα. Υπάρχουν άνθρωποι καθρέφτες, αλλά δεν είναι πολλοί.

  • Εν τω μεταξύ παρατηρώ διάφορες φωτογραφίες του Ηλία Γκιώνη και θέλω να τις στείλω σε τίποτα πετσιασμένους δημοσιογράφους με την υποσημείωση «Αληθινά Υπέρκομψος».
  • Tα ορφανά του Γκογκέν

    Σήμερα ξύπνησα με οξύ Γκογκέν. Φαίνεται πως τη νύχτα ονειροβατούσα ιδρωμένη σε ταϊτινά χώματα, ανάμεσα σε στρογγυλές, σκουρόχρωμες οπτασίες, φανταχτερά λουλούδια και ποικιλόχρωμα χράμια. Με το που έτριψα τα μάτια μου να φύγουν οι τσίμπλες, οι κόγχες μου κινήθηκαν προς το ζεστό, το άφωτο, το νωθρό, μακρυά από τις οπτικές υπερβολές του ελληνικού καλοκαιριού. Και έτσι, κάτι θέλησα να γράψω για τον καλλιτέχνη, φόρο τιμής στο ταλέντο του να συμπυκνώνει τόσο απόλυτα και τόσο αβίαστα την ομορφιά σε μερικά τετραγωνικά εκατοστά πανί.
    Όλα αυτά μέχρι να καλοανοίξει το μάτι μου, ώσπου να ξυπνήσει μέσα μου η λευκή, προοδευτική, δυτική σκλάβα του πολιτικά ορθού 21ου και να αρχίσει τον εξάψαλμο.
    ”Ο Γκογκέν ήταν ένα ρεμάλι και μισό. Ήταν πόρνος, έκφυλος, λιγδιάρης. Έδερνε και βίαζε τη γυναίκα του. Το είναι του σάπιζε από την σύφιλη και το αλκοόλ και παρ’ όλα αυτά ταξίδεψε στην Ταϊτή για σεξουαλικό τουρισμό. Όλα τα μεγάλα του έργα είναι προϊόν της έμπνευσης που του έδιναν οι ανομίες της σάρκας και το πιοτό. Όλο το θάμβος που φυλακίζει το βλέμμα μας στους πίνακές του, ανήκει σε κορμιά εφήβων, ακόμα και παιδιών. Η Tehura, η ερωμένη του που είχε την ”τιμή” να γίνει κυρία Γκογκέν, δεν ήταν μεγαλύτερη από 13. Και δεν ήταν η μόνη. Όλη η Πολυνησία πλήρωσε φόρο τιμής στον βωμό της έμπνευσης της καλλιτεχνικής του μεγαλοφυΐας. Το θαύμα που αντικρίζεις ποτίστηκε με τη δροσιά πολλών αθώων κοριτσιών. Ο Πολ Γκογκέν ήταν ο πιο διάσημος σεξουαλικός ιμπεριαλιστής.
     
    Κάπως έτσι μνέσκουμε αμήχανες ανάμεσα στη λογική και το θαύμα. Τον άνθρωπο ή τον δημιουργό; Την πολιτεία ή το έργο; Θαυμαστές ή δικαστές; Να αφεθούμε ή να αντισταθούμε; Ιησούν ή Βαραβάν;
    Δίλημμα ουδέν. Το καλλιτεχνικό δημιούργημα δεν είναι οικόπεδο στην Λούτσα να ψάχνει για ιδιοκτήτες ή αγοραστές. Το καλλιτεχνικό δημιούργημα είναι ένα παιδί που δεν το ξεπέταξε άνθρωπος. Το ξεπέταξε ένας τόπος, μια εποχή, η ιστορική στιγμή, η μνήμη, το χαμόγελο ή το ερωτικό κάλεσμα μιας γυναίκας, ακόμα και η παθογένεια μιας αδηφάγας προσωπικότητας, σημείο του καιρού της. Δεν είναι παιδί ενός ανθρώπου και προτιμά να μένει ορφανό. Ή μάλλον να ανήκει στους πάντες ανεξαιρέτως, σε όποιον μπορεί να το αγαπήσει και να το δεχτεί για την ομορφιά και την ασχήμια του, την δύναμη και την αδυναμία του, την συνοχή και την χαλαρότητά του, για την μελαγχολία και το κέφι του, για την λογική και την τρέλα του.
     
    Τα Τραγούδια του Αγώνα δεν ανήκουν στον Μίκη. Το Φορτηγό δεν ανήκει στον Σαββόπουλο. Το Είναι και ο Χρόνος δεν ανήκει στον Χάιντεγκερ. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο δεν ανήκει στον Ρουσσώ. Η Σιωπή δεν ανήκει στον Μπέργκμαν. Ο Μεγάλος Αυνανιστής δεν ανήκει στον Μεγάλο Αυνανιστή. Είναι παιδιά μιας ανθρωπότητας που γέννησε αυτά τα μυαλά, αυτά τα χέρια, αυτά τα αφτιά, αυτά τα μάτια και διαμέσου αυτών τα διοχέτευσε και πάλι στην μεγάλη αγκαλιά της, αψεγάδιαστα, αναπαλλοτρίωτα, άχρονα, άπειρα να μείνουν εκεί στην αιωνιότητα, πολύ μεγαλύτερα από το πεπερασμένο του βιολογικού κύκλου των βροτών.
    Αθάνατα παιδιά θνητών, υπενθύμιση της θνητότητάς μας.

  • Οπότε οι εταιρείες τεχνολογίας αποφάσισαν να φτιάξουν μια μάσκα με μικροτσίπ μεν, να την χρεώνουν 50 λεπτά δε.

  • Καλοκαιρινό

    Κάποτε ήταν καραβάκια ζωγραφισμένα με έντονο χρώμα πάνω σε πανί. Και βοτσαλάκια και ήλιοι και δέντρα και νησιά και στάχυα, αλλά κυρίως καραβάκια. Δεν τα είχα δει ποτέ από κοντά, ούτε τα καραβάκια στην θάλασσα, ούτε αυτά στο καναβάτσο. Αλλά τα είχα ολοζώντανα μπροστά μου, τα έχτιζα κάθε καλοκαίρι και η έλλειψη της εμπειρίας έσβηνε μπροστά στην τρομακτική λάμψη της φαντασίας. Λιγουρευόμουν ακόμα και τα ζωγραφισμένα, τέτοια ήταν η όρεξή μου. Μύριζα και την θάλασσα και την μπογιά και νομίζω, όποια από τις δυο ευκαιρίες κι αν μου δινόταν, να ακουμπήσω το νερό ή τον ξερό μουσαμά σε μια οποιαδήποτε προσπάθεια γνήσιας, λαϊκής τέχνης, το ίδιο ευχαριστημένη θα ήμουν. Μόνο που μετά σίγουρα, ως γνήσιος άνθρωπος, θα ήθελα κι άλλο.

    Αυτό ήταν το καλοκαίρι μέχρι μια εποχή. Και μπορώ να σας πω πως ενώ δεν το ζούσα, με πονούσε η ομορφιά του. Ίσως να με πονούσε ακριβώς επειδή δεν το ζούσα. Ήταν πάντως εκθαμβωτικό. Ως ένα σημείο, βέβαια, λέω ψέματα, είναι επινοημένη αυτή η αναπαράσταση της έλλειψης, γιατί το ζούσα, αλλά όχι έτσι όπως ήθελα. Υπήρχε και ξενοιασιά και νερό και παιχνίδι και εξοχή και κότες και ποδήλατο, και τζι τζι τζι όλη την ώρα και κάψα και μεσημεριανή ανάπαυλα, αλλά επειδή δεν υπήρχαν άλλα παιδιά, φίλοι να πούμε, δεν υπήρχαν και μάρτυρες, άρα ήμουν ελεύθερη να το αναπλάσω όπως εγώ το ήθελα και μάλιστα με χιλιάδες μορφές. Τον Σεπτέμβρη που πρωτοκλήθηκα να σκεφτώ και να γράψω με θέμα ”Οι καλοκαιρινές διακοπές”, πανικοβλήθηκα. Μετά κατάλαβα πόσο μεγάλη ελευθερία έκρυβε αυτή η έλλειψη, αυτή η κουτσή εμπειρία του μικροαστικού εξοχικού και ξανοίχτηκα, και στο χαρτί και στα σχέδια μου. Χωρίς να είμαι ανυπόμονη και απαιτητική. Δεν το ήθελα εδώ και τώρα. Μου έφτανε να καίγομαι στην ανυπομονησία γι’ αυτό που θα ‘ρθει, σε αυτή τη γλυκιά χαύνωση του οραματισμού του θαμπού μέλλοντος, που μαζί της μπορεί να συγκριθεί μόνη η μεσημεριάτικη, καλοκαιρινή κάβλα των παρθένων σε ένα κρεβάτι που στρώθηκε για έρωτα. Και τα βράδια, σαν έπεφτα για ύπνο, άκουγα από το ανοιχτό παράθυρο τα μηχανάκια να γκαζώνουν κάπου μακρυά, στους έρημους δρόμους του καλοκαιριού και οδηγούσα κι εγώ με χίλια για να συναντήσω το κάλεσμά μου.

    Κάποια στιγμή τα καραβάκια έπαψαν να φθουράνε. Δεν έχασαν βέβαια ποτέ την ισχύ τους, σαν την καλή, παλιά αριστοκρατία σε δημοκρατικούς καιρούς, αλλά μια σκέτη εικόνα, ξερή, ξανά και ξανά, κάθε χρόνο είναι πολύ λίγη. Και ήρθαν τα τραγούδια. Η μάνα μου είχε πάντα το ραδιόφωνο ανοιχτό, αλλά όταν φαλτσάραμε παρέα για ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ, δεν καταλάβαινα σε τι λούμπα έμπλεκα. Όλα είχαν νόημα, όλα ήταν εκεί για να σε γεμίσουν με σατανικές εικόνες από σατανικές λέξεις σατανικών στίχων σατανικών μουσικών και σατανικές συμβουλές για σατανικές καταστάσεις που δεν είχα καν ζήσει. Μάθαινα τις απαντήσεις πριν καν μου δοθούν οι ερωτήσεις. Οι προβολές, σε αντιδιαστολή με την εφηβική πραγματικότητα, έπαψαν να είναι μοναχικές. Ήταν γεμάτες όμορφο νεαρόκοσμο με σκονισμένα πόδια, αγαπημένες παρέες γύρω από φωτιές στην άμμο, ξαναμμένα κορμιά να μιλούν με το μελτέμι, όπως μίλαγε και με δικό μου κορμάκι, που δεν ήξερε ακόμα να απαντήσει. Και οι βόλτες με το ποδήλατο έγιναν μακρινές και μοναχικές, οι ταράτσες παρατηρητήρια της ζωής, τα κλάματα για ένα αύριο που δεν έλεγε να έρθει καθημερινός βραχνάς και οι λαδομπούκες στη σαλάτα παρηγοριά. Μια γειτόνισσα με είχε συμβουλεύσει να μην ακούω τόσες ώρες μουσική στο αμάξι του πατέρα μου, γιατί θα του άδειαζα την μπαταρία. Για το νου, που άδειαζε και γέμιζε κάθε μέρα και νύχτα για να χωρέσει όλες τις σατανικές εικόνες των σατανικών τραγουδιών, κουβέντα. Απόψε λέει να μην κοιμηθούνε… Εσύ τι προτείνεις, Μαρία;

    Λογικά ούτε η Μαρία ήξερε, γιατί κι εγώ, όταν ήρθε η ώρα μου, δεν έμαθα. Έκανα βέβαια όλα όσα είχαν προστάξει τα τραγούδια, που λένε πάντα την αλήθεια, κι ακόμα αυτά είναι οι βασικοί μου οδηγοί επιβίωσης, αλλά δεν μπορώ να υπολογίσω τι έμεινε από αυτό. Και ενώ ήξερα τις απαντήσεις, δεν μπόρεσα πότε να τις αντιστοιχίσω καθεμιά στην σωστή ερώτηση. Όπως και να ‘χει, το καλοκαίρι ήρθε. Και είμαι σίγουρη πώς υπήρξαν πολλές ευστοχίες σε σχέση με τα προσδοκώμενα, πάρα πολύ καλές στιγμές, πολλές από αυτές τις θυμάμαι ακόμα, αλλά επειδή, όπως είπαμε, οι άνθρωποι είμαστε αχόρταγα όντα και η μελαγχολία στους λαούς της Μεσογείου κρύβεται στην φαντασίωση και όχι στην πραγματικότητα και μας κάνει βιτσιόζους ποιητές, ποτέ δεν ένιωσα ότι πληρώθηκαν οι φαντασιώσεις μου. Μπορεί όντως να μην πληρώθηκαν, μπορεί να υπήρξε ένα ιδανικό που αν το έβρισκα να έπαυα να βγαίνω παραπονούμενη, αλλά σίγουρα είμαι λίγο αχάριστη. Πώς γέμισαν τόσοι σκληροί δίσκοι με ψηφιακές αναμνήσεις; Πού βρέθηκαν οι τόνοι από φυλαγμένα βότσαλα στα ντουλάπια; Πώς βγήκαν αυτές οι πανάδες στο πρόσωπο, τόσο νωρίς; Πού μου έκλεψαν τα πέδιλα και αναγκάστηκα και περπάταγα  ξυπόλυτη στην καυτή άσφαλτο μέχρι το μαγαζί με τις σαγιονάρες; Από ποιανού την σκηνή βγήκα ένα πρωινό αποκαμωμένη από αλκοόλ, άθλιο σεξ και ροχαλητό για να αντικρίσω  το πιο όμορφο και ήρεμο χάραμα που έχω δει ποτέ; Πού γνώρισα εκείνο το αγόρι που έμελλε να μου διαλύσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι, ένα χρόνο μετά; Πού έκανα μια φίλη που ακόμα αγαπάω πολύ; Πού διάολο βρήκα να καίω όλες αυτές τις αναμνήσεις τώρα που ζορίζει το πράμα;

    Παρ’ όλα αυτά, ή μάλλον εξαιτίας τους, θέλω κι άλλο, δεν μπορώ να πάψω να θέλω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, είμαι εξαρτημένη από τα καλοκαίρια και τις διακοπές, κι ας με ενοχλεί πια σε πολλαπλάσιο βαθμό η ζέστη. Θέλω να είμαι εκεί, όπου κι αν είναι αυτό το εκεί, γιατί διαφορετικά νιώθω πως δεν είμαι πουθενά, ή ακόμα χειρότερα νιώθω όπως όταν ένιωθα μικρή για τον θάνατο, μια γιορτή που έχουν πάει όλοι και λείπεις μόνο εσύ. Από την άλλη, κοιτάζω προς το κουκούλι. Σιγά σιγά, δεν μου φαίνονται τόσο λίγες εκείνες οι ημέρες με τα καραβάκια. Δεν μου φαίνεται φτηνή αυτή η θάλασσα που είχαν να προσφέρουν οι γονείς, ούτε τα χιλιοχρησιμοποιημένα είδη θαλάσσης, ούτε η ρουτίνα της λουτρόπολης. Δεν μου φαίνεται τόσο αβάσταχτη η ατέρμονη βαρεμάρα των καλοκαιριών της ήβης, ούτε τόσο απόλυτη εκείνη η έλλειψη εμπειριών. Τώρα είμαι έμπειρη και είναι πολύ ωραία αυτή η διαδρομή. Όμως δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο μπροστά και ούτε βγαίνουν πια τραγούδια με σατανικούς στίχους. Εκείνη η ζωή δεν είχε τίποτα να δώσει, κινούταν τόσο αργά όσο οι κόκκοι της άμμου, όμως με κάποιον τρόπο είχε τα πάντα. Γιατί μέσα της έκρυβε τον μεγαλύτερο θησαυρό. Την υπόσχεση. 

  • Περί γυναικοκτονίας

    Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Δεν κουράζεται να κουβαλά χιλιάδες χρόνια ιστορίας, σκέψεων, πράξεων, εθίμων, αναμνήσεις άλλων περιοχών από αυτή στην οποία ζει και όσες προκαταλήψεις έχει συναντήσει στο μακρόχρονο διάβα της. Δεν είναι δική της δουλειά να διορθώνει τα σφάλματα και τις αδικίες που κουβαλάει, είναι αμαρτίες των ανθρώπων που την χειρίζονται και αυτοί πρέπει να επιληφθούν της προσαρμογής της. Αυτή η υποχρέωση ενίοτε εκπληρώνεται, ενίοτε όχι.

    Στην περίπτωση του όρου ”γυναικοκτονία”, έχουμε προσφάτως μια τέτοια επανόρθωση, και μάλιστα πάνω σε ένα σφάλμα αιώνων. Βγαίνοντας επιτέλους από τις πατριαρχικές της αγκυλώσεις, οι γλωσσικές κοινότητες αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να δημιουργηθεί μια λέξη που θα περιγράφει αυτό ακριβώς που συμβαίνει. Τις δολοφονίες γυναικών μέσα σε ένα βαρύ πατριαρχικό σύστημα που δεν λέει να αλλάξει. Δολοφονίες από χέρια αντρών που θεωρούσαν ότι τα θύματα αποτελούν ιδιοκτησία τους ή που θα έπρεπε να γίνουν με το έτσι θέλω, δολοφονίες που προέκυψαν μετά από δεκαετίες βασανισμών και κακοποιήσεων, δολοφονίες γυναικών που διεκδίκησαν μια καλύτερη ζωή ως γυναίκες, μητέρες, κόρες, αδερφές, εργάτριες, ως σεξουαλικά υποκείμενα, δολοφονίες εκδιδόμενων γυναικών από πελάτες και νταβάδες που δεν χόρτασαν μόνο με την σεξουαλική εκμετάλλευση, δολοφονίες ακόμα κι από χέρια γυναικών που οπλίστηκαν από την λογική ότι οι γυναίκες είναι υπόλογες για την απιστία των συντρόφων τους και για όλα τα δεινά που κουβαλά η δική τους ζωή. Και σίγουρα δεν είναι κάθε δολοφονία με θύμα γυναίκα, γυναικοκτονία. Αλλά είναι τόσες πολλές οι περιπτώσεις, που ο όρος ήταν για καιρό παραπάνω από απαραίτητος. Και αντίστροφα, η ανάγκη δημιουργίας του, αναδεικνύει την έκταση του προβλήματος.

    ‘Οπως ήταν αναμενόμενο, υπάρχουν πολλές αντιδράσεις και μια τεράστια συζήτηση έχει ανοίξει. Είναι δόκιμος ο όρος; Ευσταθεί νομικά και επιστημονικά; Μπορούμε στα καλά καθούμενα να επινοούμε όρους και να τους φυτεύουμε στην γλώσσα; Είναι υπαρκτή η ανάγκη δημιουργίας της λέξης ή προέρχεται από τις απαιτήσεις ενός ”υστερικού (άλλη μια αμαρτωλή λέξη) φεμινισμού”; Κι αν ιδωθεί ως ανάγκη του τελευταίου, εξυπηρετεί τους σκοπούς του ή, τουναντίον, επιτείνει την διάσταση μεταξύ του θηλυκού και του ανθρώπινου; Το βασικό επιχείρημα όσων θέλουν να απαντήσουν αρνητικά σε αυτά τα ερωτήματα, είναι ότι ο όρος αυτός δεν υπήρξε, ότι εφευρέθηκε, ότι είναι πολύ πρόσφατος για να μπορεί να καλύψει οποιανδήποτε ανάγκη μας, επιστημονική, θεωρητική, κοινωνική. Και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μπαίνει σοβαρά στην συζήτηση και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως αποτέλεσμα ιδεοληψίας και πολιτικής σκοπιμότητας.

    Η απάντηση σε όλα αυτά μπορεί να είναι μόνο εξατομικευμένη. Ναι, αν θες να μείνεις στα πλαίσια της λογικής της κυριαρχίας, τα σχήματα και τις έννοιες της θα χρησιμοποιείς. Αν θες να διαιωνίζεις μια αδικία, επειδή δεν πρέπει να διασαλευτεί η οποιαδήποτε τάξη, τότε θα καταδικάζεις κάθε καινούργιο όρο. Αν θες να μείνεις προσκολλημένος στο γεωκεντρικό σύστημα, στέκεσαι απέναντι στον Κοπέρνικο, τον Κέπλερ και τον Γαλιλαίο. Αν έχεις ανάγκη την ιστορικότητα των λέξεων για να συνεννοηθείς, τότε μπορεί να φτάσεις σε σημεία γραφικότητας τέτοια ώστε να μην απαντάς καν στο παιδί σου, όταν σου απευθύνεται με νεολογισμούς. Αν θες να βλέπεις σκοπιμότητα και όχι αναγκαιότητα πίσω από ορισμούς και θεωρίες, τότε τεχνηέντως παραβλέπεις την δική σου. Αν δεν μπορείς να αναγνωρίσεις ότι η ίδια η πατριαρχία είναι αυτή που μας εμποδίζει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να φτιάξουμε μια λέξη που να περιγράφει ακριβώς αυτό, την έμφυλη διάσταση πολλών εγκλημάτων, τότε δεν αναγνωρίζεις καθόλου αυτή τη διάσταση. Και μπορείς να κρύβεσαι πίσω από την ιστορικότητα των όρων ή την επιστημονική τους αδυναμία. Η γλώσσα θα είναι εκεί για να αποκαλύπτει την θέση σου και τις προθέσεις σου, σε κάθε περίσταση. Κι αν ο όρος ήρθε για να μείνει, αυτό θα εξαρτηθεί από το ίδιο το γυναικείο κίνημα και όχι από την ανάγκη για μια ψευδεπίγραφη επιστημονικότητα, αναγόμενη σε Θεό.

  • Αλήθειες πλασμένες από ψέματα

    To ψέμα. Ακούγεται παράξενα. Αυτό το ψ στις αρχές των λέξεων τις γεμίζει, τις δυναμώνει, όσο μικρές κι αν είναι. Είναι βλέπετε διπλό σύμφωνο και σε πιάνει καλά, όπως και ένας διπλός καφές, ένα διπλό ουίσκι … Πιάνει καλά και τα αφτιά των γατιών, είναι ο δίαυλος επικοινωνίας μας μαζί τους και ίσως να είναι λίγο βασανιστικό έτσι που τους τρυπάει το νευρικό σύστημα και τις κάνει αμέσως να βγαίνουν από την ξεγνοιασιά και την αμεριμνησία τους.

    Το Ψ το επινόησαν οι Έλληνες και σε αυτούς σταματά. Δεν υπήρχε στους Φοίνικες ούτε πέρασε στους Λατίνους, που επέλεξαν το πιο ασφαλές ps. Μεγαλύτερη διαδρομή με πιο σίγουρο αποτέλεσμα. Εν πάση περιπτώσει, οι Έλληνες αποφάσισαν ότι δεν τους κάνει το διπλό ως αναπαράσταση και, αφού τράβηξαν τα αφτιά του Υ, του σήκωσαν και μια κεραία, δημιούργησαν το Ψ. Ίσως έτσι δυνατό που ακούγεται να τους θύμισε τη δύναμη του Ποσειδώνα, του πιο ανεξέλεγκτου από τους θεούς και τα δαιμόνια, και αποφάσισαν να του δώσουν τη μορφή της τρίαινάς του.

    Δεν περιορίστηκαν μόνο στο Ψ οι Έλληνες. Επινόησαν και το Ψέμα. Κατάλαβαν από νωρίς ότι οι άνθρωποι δεν αντέχουν την αλήθεια. Αυτό βέβαια το ήξεραν και οι λαοί της Ανατολής, με τους μεταφυσικούς μύθους τους και τους υπερφυσικούς ήρωές τους. Οι Έλληνες όμως συνειδητοποίησαν πρώτοι ότι το πόπολο δεν αντέχει την αλήθεια ωμή. Οι άνθρωποι χρειάζονται μασκαρεμένες αλήθειες, ή μάλλον, αλήθειες που σερβίρονταν ως ψέματα μασκαρεμένα σε αλήθειες, τυλιγμένα με το σελοφάν της πραγματικότητας. Όλα σιγά σιγά πήραν ένα πρόσωπο. Τα στοιχεία της φύσης, η λογική, οι ανθρώπινες αδυναμίες, το κακό… Έβαλαν μπρος με τα πιο απλά και όσο περνούσε ο καιρός ανέβαζαν τον πήχη. Όταν πια δεν πούλαγαν και τόσο οι θεοί που έμοιαζαν με ανθρώπους, επινόησαν ανθρώπους που δεν έμοιαζαν με ανθρώπους, ή μάλλον ανθρώπους που οι άνθρωποι δε μπορούσαν ακόμα να καταλάβουν πόσο πολύ τους έμοιαζαν. Το ψέμα, η αντανάκλαση της αλήθειας.

    Η αντανάκλαση, βέβαια, λειτουργεί και αντίστροφα. Η Βασίλισσα μπορεί να μπερδεύει τον εαυτό της με τη Χιονάτη, αλλά και η Χιονάτη ενίοτε βλέπει μόνο τη Βασίλισσα. Δεν είναι χαλασμένος ο καθρέφτης, ούτε θολός. Ο καθρέφτης δείχνει μόνο ένα πράγμα και ο καθένας βλέπει αυτό που θέλει να δει. Οι σχέσεις των ανθρώπων, η αγάπη, η ιδεολογία, η ηθική, η επιστημονική γνώση, όλες οι αλήθειες μιας ζωής μπορεί να αποδειχθούν μια τεράστια φρεναπάτη. Πιστεύεις για χρόνια, αντί να νομίζεις. Και τα μεγαλύτερα ψέματα δεν είναι όσα πιστεύεις για τους άλλους, αλλά όσα πιστεύεις για τον ίδιο σου τον εαυτό.

    Γιατί τι παραπάνω είναι η υπόστασή μας παρά μια φούσκα παραγεμισμένη με τις βεβαιότητες που έχουμε για τον εαυτό μας, δηλαδή με αέρα κοπανιστό; Είμαι καλός γονιός, προτιμώ τον χειμώνα από το καλοκαίρι, έχω μια ποιότητα,  μου αρέσουν οι μελαχρινές, είμαι πολύ ευαίσθητη, κάνω πάντα το καλό, είμαι στριμμένος, είμαι βαθιά ηθικό άτομο, δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, είμαι πολύ αθώα, τιμάω τους φίλους μου, είμαι πολύ έξυπνος, σε αγαπώ, όλες οι μεγάλες μας αλήθειες, για το ποιοι πραγματικά είμαστε, τι θέλουμε, τι ήρθαμε να κάνουμε σε αυτόν τον κόσμο, είναι τα μεγαλύτερα ψέματα που επινοούμε. Τα υλικά μιας αδιαπέραστης θεατρικής μάσκας που δε βγαίνει ποτέ.

    Όλοι μισούμε το ψέμα, όλοι έχουμε μάθει να εναντιωνόμαστε σε αυτό. Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε να πλένουμε καλά τα χέρια μας, να περνάμε με ασφάλεια τον δρόμο, να κάνουμε αποταμίευση και να λέμε την αλήθεια. Αυτή ήταν η καλή, όμορφη, καθαρή κυρία που μας περίμενε σε ένα φωτεινό μονοπάτι, ντυμένη στα λευκά και χωρίς πολλά πολλά μπιχλιμπίδια, σε αντίθεση με το Ψέμα, τον κοντόκανο Σατανά που παραμονεύει να μας ξελογιάσει, να μας μπερδέψει, να μας διχάσει και εντέλει να μας ντροπιάσει. Αυτή είναι η χριστιανική ηθική που μας φόρτωσε ο Μεσαίωνας και με αυτήν έχουμε μάθει να ζούμε. Ίσως όμως θα ήταν καλύτερα, μιας και μιλάμε για τις ζωές μας και όχι για όμορφες ιστοριούλες γραμμένες από νέφη, να αποδεχτούμε ότι θα ακροβατούμε πάντα μεταξύ αλήθειας και ψέματος, ότι οι ίδιες οι έννοιες ακροβατούν η μια στην πλάτη της άλλης, σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Όπως έγραψε και ο Ελύτης στο Σηματολόγιο, ‘’ Την αλήθεια την «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα’’.

    Αλήθεια είναι.

  • Μις ρομάντικ

    Παλεύουμε καθημερινά, ανήμποροι Οδυσσέες ανάμεσα στα κύματα αυτού που ήμασταν, αυτού που είμαστε και αυτού που θα θέλαμε ή νομίζουμε πως είμαστε. Το μόνο που μας κάνει να διαφέρουμε, όσοι θέλουμε να διαφέρουμε, είναι το ερέθισμα. Οι τυχερότεροι, όσοι δεν έχουν καθόλου ηθικές αρχές. Βρίσκουν ατόφιο ερέθισμα, παντού, πάντα, με κάθε τρόπο. Ή μάλλον με κανέναν τρόπο, έρχεται αυτό και τους βρίσκει μόνο του. Γι’ αυτούς αποτελεί  ερέθισμα ακόμα και ο Χίτλερ. Αλλά όχι, αυτό δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας. Θα πρέπει να σκοτώσουμε εντελώς τον εαυτό μας για να το κάνουμε και αυτό, προς το παρόν, είναι αδύνατον. Προς το παρόν τρέμω τον θάνατο, όπως ο διάολος το λιβάνι. Και ψάχνω το ερέθισμα ακριβώς για να μη τον σκέφτομαι. Δαγκώνω ενστικτωδώς τα τσόφλια από τα αβγά μου και σκέφτομαι πόσο πολύ μου λείπει το ασβέστιο. Να ταν το μόνο που μου έλειπε. Αλλά τουλάχιστον αυτό, το τσόφλι από τα αβγά, μπορώ να το προσλάβω ως ερέθισμα. Σάμπως το άλλο; Να στέκομαι, γυμνή άυπνη και μόνη στο πλήθος των σκέψεών μου και να μαλακίζομαι ηδονικά  με το μυαλό ζουμερό κι ορθάνοιχτο, στύβοντας το για μια σταγόνα ζωής; Γαμώ τα ερεθίσματα. Το υπέρτατο για μια φευγαλέα στιγμή.

    Υπάρχουν, βέβαια, και οι πιο ήπιες στιγμές, αυτές με τα βιβλία, τις μουσικές και τις ταινίες, που υπάρχουν μόνο για να ξορκίζουν την  Άβυσσο. Αλλά τη στιγμή που την αποδέχομαι, που της ανοίγω την πόρτα και την αγκαλιάζω σαν τη μητέρα μου τη στιγμή που γύρισα από τη θερινή κατασκήνωση, ω, αυτές οι στιγμές είναι μαγικές. Είμαι αυτό ακριβώς που πρέπει να είμαι. Και εκεί που πρέπει να είμαι. Στο μεταίχμιο. Στη σκαλωσιά ενός ουρανοξύστη το 1922, με τα χέρια ανοιγμένα και το απολαμβάνω, πόσο στ’ αλήθεια το απολαμβάνω. Ούτε ύψος, ούτε φόβος, ούτε εργάτες, ούτε ημερομίσθια, ούτε σωματεία, τίποτα. Αυτές τις στιγμές είμαι εγωίστρια. Και το ξέρω. Και το αντιμετωπίζω ψύχραιμα. Και δεν αυτοτιμωρούμαι γι’ αυτό. Δεν είμαι πια το κορίτσι που μοιράζεται ένα κομμάτι κρέας με τη γάτα του, παρόλο που διατείνεται ότι την αγαπά πολύ. Δεν είμαι η γεννημένη μανούλα που περιμένει να ρθει η ώρα να μεγαλώσει ένα μωράκι στο στήθος της. Εκείνη τη στιγμή δεν τα θέλω τα παιδιά, τα φοβάμαι και με φοβούνται. Τρομάζω στην ιδέα ενός ήσυχου, καλού ανθρώπου στο πλάι μου, να με αγαπά και να με φροντίζει. Εκείνη είναι η στιγμή που βγαίνω, έστω και παροδικά, από τη μετριότητα μου. Που είμαι.

    Είμαι καλλιτέχνις, μεγαλοφυΐα, σπάνιο ταλέντο που δεν θα πεθάνει στην αφάνεια. Είμαι θεά χωρίς να χρειάζεται καν να κουνήσω το δείκτη μου με ενάργεια προς τον Αδάμ. Τι την χρειάζεται την ανθρωπότητα ολόκληρος θεός; Να την κάνει τι; Επειδή είναι σπλαχνικός; Σκατά στα μούτρα του. Αν ήταν θα την άφηνε στην μακαριότητα της, δε θα την έστελνε ξεβράκωτη στα αγγούρια. Εγώ δε χρειάζομαι κανέναν. Εκείνη τη στιγμή. Είμαι διασωληνομένη στο κέντρο του Κόσμου και ρουφάω αφειδώς τη ντόπα μου. Ένα μολύβι ή ένα πληκτρολόγιο μου φτάνει κ μου περισσεύει. Ίσως κάποια στιγμή κι ένα πινέλο, μια κάμερα, ένα πιάνο. Για όλα είμαι ικανή. Είμαι και η εικόνα και η ομοίωση. Και δε χρειάζομαι το είδωλό μου για να το καταλάβω. Το νιώθω στις τρίχες μου που σηκώνονται σαν του ζώου από έκσταση, στα μάτια μου που διαστέλλονται σαν της γάτας, στα χέρια μου που δρουν ασταμάτητα και αλάθητα, στη μεγαλοσύνη που κατακλύζει τα πνευμόνια μου και διώχνει τα παλιά αποθέματα νικοτίνης. Βράζω ζωντανή, σαν τον αστακό, σε έναν κοχλάζοντας, πηχτό ρομαντισμό, ωμό και ζωώδη. Για να γίνεις άνθρωπος, πρέπει πρώτα να γίνεις  ζώο. Για να καθαριστώ καλά, παίρνω το σύρμα για τις κατσαρόλες, αν θελήσω να ξεμπλέξω τα μαλλιά μου, τα μπήγω στην πιρούνα για τα μακαρόνια. Κι αν ποτέ κάτσει η στραβή και καώ στο ζεματιστό ζουμί μου, θα ζητήσω να με σερβίρουν με κάτι ουσιώδες, κάτι χορταστικό, κάτι που θα εγγυάται την πλήρη μετουσίωση σε συνδυασμό με την βαθιά πέψη. Δεν παίζουμε με τα στομάχια των κανιβάλων μας.