Ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης, γνωστότερος ανά το πανελλήνιο ως Χάρρυ Κλυνν, εγκατέλειψε τα εγκόσμια στα 78 του χρόνια. Τα δυο τελευταία με την αγιάτρευτη πληγή, να θάψει το σπλάχνο του.
Η πορεία του Χάρρυ δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα της Ιστορίας του Τόπου. Με τρεις λέξεις: Τα είχε όλα:
Ποντιακή καταγωγή, άρα το ξερίζωμα είναι εδώ.
Φτώχια και δουλειά από τα πολύ άγουρα χρόνια, συνεπώς πάλη για την επιβίωση.
Δέκα χρόνια μετανάστης για κάτι καλύτερο, να και η νοσταλγία για την πατρίδα.
Έρχεται όμως η δημοφιλία, η αναγνώριση. Ορίστε και το κομμάτι της επιτυχίας.
Μαζί και η εμπλοκή με τα κοινά. Είτε σε τοπικό επίπεδο, είτε με τα αθλητικά. Να λοιπόν και το πολιτικό ζώο που, με ενίοτε με θανατερό πάθος, ζει μέσα μας.
Στο πικρό φινάλε, ο θάνατος του γιου του, Νίκου, που όλοι συνομολόγησαν ότι ήταν ένας καλός άνθρωπος και καλλιτέχνης, πράγματα λίγο σπάνια στην εποχή μας. Μια απώλεια ασήκωτη, για να το αντέξει ακόμα και αυτός.
Ο Χάρρυ(ς) χάθηκε ως φυσική παρουσία, αλλά αφήνει πίσω του μια κληρονομιά, για να μας θυμίζει, με τρόπους σατιρικούς, σε όλους όσοι θα ζήσουν λίγο ακόμα, μα και στις επόμενες γενιές, σε τι είδους μονοπάτια περπατήσαμε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Και πώς.
Ήταν, ή μάλλον είναι, παραμένει δηλαδή, ένας καθρέπτης μας. Είτε μας αρέσει, είτε όχι.
Ήταν ένας από τους δικούς μας πρίγκιπες, ο οποίος ανήμερα του Αγ. Κωνσταντίνου παντρεύτηκε με την αιωνιότητα.
Δέκα, σχεδόν, χρόνια νωρίτερα, αρχές του Ιουλίου του ’08 ήταν, όταν βρέθηκα για τελευταία φορά στα Φηρά. Περαστικός για λίγες ώρες, ανεβαίνοντας από την Ανάφη με το ηρωικό «Ρομίλντα». Χάζευα την καλδέρα όπου τα ποστάλια άδειαζαν σωρηδόν στις λάντζες το ανθρώπινο υλικό.
Στιγμές αργότερα, το περιστασιακό αυτό πλήθος, δημιουργούσε το αδιαχώρητο στα σοκάκια της πόλης. Η σύντομη περιήγηση είχε μετατραπεί σε ένα σπορ πλήρους επαφής. Όπως στο Ponte Vecchio της Φλωρεντίας, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, στην Rambla της Βαρκελώνης, και οπουδήποτε αλλού έχει ενσκήψει, ως θύελλα, ο βιομηχανοποιημένος τουρισμός.
Ορδές τουριστών, βιαστικών, αγχωμένων, ιδρωμένων, δεν κοίταζαν γύρω τους, έβλεπαν ψηφιακά είδωλα στις ράχες φωτογραφικών συσκευών. Στις μέρες μας το φαινόμενο έχει κατά πολύ επιδεινωθεί. Δεν αντέχω να το αντιμετωπίσω και κάπως έτσι μετατρέπομαι σε ξένος, μέσα στον τόπο μου.
Για αρκετούς βεβαίως, αυτό είναι καλοδεχούμενο, ευχάριστο, απόλυτα αποδεκτό. Ομιλούν για την κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας, την πρόοδο των ντόπιων, ενώ συχνά αναφέρεται και η διαβόητη λέξη ανάπτυξη. Κουβέντα δεν γίνεται όμως, για το πώς καταστρέφεται το προϊόν που πουλάμε, ενώ για το πώς στοιβάζεται το περιστασιακό εργατικό δυναμικό, σε κοντέινερς, ώστε να εξ-υπηρετήσει τις ανάγκες των πελατών, ούτε λόγος.
Εντάξει. Αυτή είναι η εικόνα πίσω από τη βιτρίνα. Υπήρχε πάντα, όχι τόσο περιθωριακή, θα υπάρχει πιθανότατα οδυνηρότερη εις το διηνεκές, πίσω από κάθε σκηνή.
Πάμε σε μια άλλη εικόνα. Εκείνη της εγκατάλειψης. Λουτρά Υπάτης και (πρώην) ξενοδοχείον «Πηγαί», όπως και «Ξενία». Σε ένα περιβάλλον ειρηνικό, κτίρια χωρίς στέγες, πόρτες και παράθυρα, καταρρέουν. Παρατημένα στη μήνιν του χρόνου. Παραδίπλα τους, άλλα άσχημα κτίρια, απότοκα της αισθητικής της επταετίας, έρχονται να συμπληρώσουν την ανορθογραφία.
Κι όμως, τούτη η εικόνα, ενοχλεί λιγότερο από το ξεζουμισμένο τοπίο των δημοφιλών νησιών. Δεν είναι απειλητική και στο φινάλε, εδώ, μέσα στα ερείπια κατοικεί μια ελπίδα.
Πως θα έρθει κάποιος ξεχωριστός, ένας τρόπον τινά διορατικός, θα βάλει έναν περίδρομο κεφάλαια και θα γεννήσει ένα μοντέλο. Όπου θα προσέρχονται ταξιδιώτες, ευγενείς, σεβαστοί, κάθε οικονομικής κλίμακας, θα περπατούν, θα συζητούν, θα θεραπεύονται, θα αποτοξινώνονται, θα κερδίζουν ισορροπία.
Όπου ο εργαζόμενος, θα θεωρεί τιμή, τις υπηρεσίες που προσφέρει, θα χαίρεται την καθημερινότητά του και θα είναι πολύτιμος. Και όχι, δεν εννοώ το ησυχαστήριο που προβάλει ο Paolo Sorrentino στην «Νιότη», σε μια επίδειξη κοσμικής πολυτέλειας και ανθρώπινων αδιεξόδων. Στην Σπερχειάδα και στα ριζά της Οίτης, το κλίμα, το φως, ο αέρας, όλα, είναι αλλιώς.
Αυτά σκεφτόμουν βαδίζοντας ανάμεσα από χαλάσματα, σπασμένα κρύσταλλα, πεταμένα στρώματα, κτίρια που έχουν δεχθεί κάθε είδους βανδαλισμό, κάθε είδους λεηλασία.
Ουτοπία ε; Αλλά μήπως οι ουτοπίες, δεν προορίζονται για πρόωρες αλήθειες; Έστω και σπανίως.
H πρόσφατη αποκάλυψη του κυκλώματος στον τόπο μας, που εκμεταλλευόταν την ανθρώπινη ελπίδα μπροστά στο φάσμα του θανάτου, μας θυμίζει ένα πολύ μεγαλύτερο σκάνδαλο με πελώριο τζίρο που έλαβε χώρα στις Η.Π.Α.
Στις αρχές Μαρτίου, κατέφθασε η είδηση της καταδίκης του Martin Shkreli σε επταετή φυλάκιση σε ομοσπονδιακό σωφρονιστικό ίδρυμα των Η.Π.Α. Ο 34χρονος καταδικασθείς, κρίθηκε ένοχος για εξαπάτηση των επενδυτών και χειραγώγηση της μετοχής της φαρμακευτικής εταιρείας Retrophin, που είχε ιδρύσει.
Martin Shkreli
Είχε γίνει μισητός καθώς αύξησε την τιμή του Daraprim, φαρμάκου για το AIDS από 13 δολάρια σε 750. Όταν εκλήθη από το Κογκρέσο για να δώσει εξηγήσεις, η συμπεριφορά του κρίθηκε προκλητική. Κι όμως, χαρακτηρίστηκε ως μαρίδα, στον ωκεανό των φαρμακευτικών.
Ιδού ένα τμήμα από την ευρύτερη εικόνα:
Το ’08 η Valeant ήταν μια μικρή, για τα Αμερικανικά δεδομένα, εταιρεία παρασκευής φαρμάκων αξίας, 2,1 δις δολαρίων με έδρα στην Καλιφόρνια. Συγχωνεύτηκε με μια Καναδική ώστε να εξοικονομήσει χρήματα από την φορολογία. Επικεφαλής ανέλαβε ο Michael Pearson, με την τιμή της μετοχής στα 13,24 δολάρια.
Michael Pearson
Τον Αύγουστο του ’15, μετά από δεκάδες επιθετικές εξαγορές άλλων εταιρειών, η μετοχή είχε εκτοξευτεί με ένα ξέφρενο ρυθμό στα 252,62. Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Οκτώβριο του ’15 γνώρισε μια πτώση της τάξης του 90% και οι μέτοχοι έχασαν κάποια 70 δις δολάρια.
Πώς μπορεί να συνέβησαν όλα αυτά;
Οι φαρμακευτικές ξοδεύουν για έρευνα και εξέλιξη νέων φαρμάκων, κατά μέσο όρο το 18% των εσόδων τους. Η Valeant ξόδευε 3%. Για να το πούμε με πολύ απλοποιημένο τρόπο. Έπαψε να στηρίζεται στην επιστήμη και ακούμπησε αποκλειστικά στη λογιστική.
Μέσα από τη διαδικασία των συνεχών εξαγορών, βρέθηκε να διαχειρίζεται φάρμακα των οποίων την τιμή αύξησε αυθαίρετα 33 φορές. Ένα παρασκεύασμα που το ’10 στοίχιζε 3,5 δολάρια το, το ’15 θα ξεπερνούσε τα 115. Έτσι, ενώ η αξία της εταιρείας το ’10 ήταν 2,4 δις το ’15, είχε ανέβει στα 78.
Ταυτόχρονα η Valeant έστησε έναν μηχανισμό εξαπάτησης των ασφαλιστικών εταιρειών μέσω μη υπαρκτών φαρμακείων, όπου απλές αλοιφές για μύκητες και άλλα φθηνά παρασκευάσματα χρεώνονταν εκατοντάδες δολάρια. Κι επειδή και οι ασφαλιστικές, είναι εταιρείες, μεσοπρόθεσμα μετακυλούν το κόστος στους πολίτες. Σύμφωνα με μετρήσεις τα ασφαλιστικά έξοδα στις Η.Π.Α. έχουν αυξηθεί από το 2008, κατά 43%. Διότι η Valeant δεν ήταν η μόνη, ήταν η ηγέτιδα εταιρεία που δρούσε έτσι.
Η Allergan, από την άλλη πλευρά, ήταν μια εταιρεία η οποία κατά πως είναι ευρύτερα αποδεκτό, λειτουργούσε με το σωστό τρόπο ως φαρμακευτική. Πλαγιοκοπήθηκε από την Valeant, με τον Bill Αckman γνωστό στους παροικούντες την Wall street, διαχειριστή αντισταθμιστικών αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου (hedge funds), ο οποίος είχε επενδύσει μερικά δις. στην Valeant . Επιχειρήθηκε η εξαγορά σε πολύ χαμηλή τιμή με άμεσο σκοπό το κούρεμα σε ποσοστό 90% στο τμήμα έρευνας και εξέλιξης και τη χειραγώγηση της τιμής των φαρμάκων. Δεν τα κατάφεραν.
Bill Αckman
Οι έρευνες για μεμονωμένες περιπτώσεις αισχροκέρδειας πυκνώνουν, οι υποθέσεις ότι παραβιάζονται κανόνες είναι το λιγότερο μπροστά στην καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων και του μέσου Αμερικάνου. Και η πτώση ξεκινά. Μέσα σε ένα μήνα η Valeant είχε χάσει το 59% της αξίας της.
Με την μετοχή σε ραγδαία πτώση ο Ackman αναλαμβάνει τα ηνία, απολύει τον Peasron μα η μετοχή συνεχίζει να πέφτει. Η υπόθεση έφτασε στο Κογκρέσο, όπου αποκαλύφθηκε η μέθοδος. Έβρισκαν εταιρείες που παρασκεύαζαν μονοπωλιακά ένα φάρμακο. Τις αγόραζαν, έκλειναν το τμήμα έρευνας και εξέλιξης που απορροφούσε έως και το 18% των εσόδων και ανέβαζαν την τιμή του ίδιου φαρμάκου 5 ή 6 ή 7 φορές. Με λιγότερα έξοδα εισέπρατταν έξι φορές περισσότερα.
Εδόθη λοιπόν η υπόσχεση από τον Ackman για μείωση των τιμών των φαρμάκων, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Στο μεταξύ η μετοχή έπεσε στα 16 ευρώ και κάποια άλλα δισεκατομμύρια χάθηκαν από τους μετόχους. Ο Ackman πούλησε τις δικές του μετοχές χάνοντας 4 δις. Η μετοχή κατρακύλησε στα 8 δολ.
Τίποτα παράνομο δεν εντόπισε στο Κογκρέσο. Τα φάρμακα κράτησαν τις τιμές τους.
Και μια τελευταία πληροφορία. Τον καιρό της κορύφωσης της Valeant, αγοράστηκε ένα Gulfstream 650, από τα ελάχιστα ιδιωτικά jets που πετούν από τις Η.Π.Α. στην Κίνα χωρίς στάση. Στοίχιζε καινούργιο κάποια 65 εκατομμύρια δολάρια. Το παράδοξο του κόσμου που ζούμε, ήταν ότι το 2013 ακόμα και αν ήταν άμεσα διαθέσιμα τα χρήματα, ο υποψήφιος αγοραστής έπρεπε να περιμένει έως και τέσσερα χρόνια. Τέτοια ήταν η ζήτηση, γεγονός απότοκο της εκρηκτικής ανόδου των νέων δισεκατομμυριούχων.
Mείον οκτώμιση ετών ήταν ο σημερινός Γάλλος πρόεδρος, όταν ξεσπούσε το φαινόμενο του Παρισινού Μάη.
Τέσσερα μόλις χρόνια μετά το ’64 και την έναρξη της λειτουργίας του, το Πανεπιστήμιο της Nanterre, λειτούργησε ως θρυαλλίδα του Παρισινού Μάη. Αρκετά αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Emmanuel Macron, εγκατέλειπε την πατρογονική Αμιένη και περνούσε τις πύλες της Nanterre για να σπουδάσει Φιλοσοφία.
Ο Παρισινός Μάης, τότε, ήδη κείτονταν σε ένα ράφι της Ιστορίας σαν απεικόνιση προς το κυνήγι μιας ουτοπίας. Ήταν μια διαδικασία όπου δεν επαληθεύτηκαν οι Μαρξιστικές θεωρίες, καθώς την πρωτοπορία της εξέγερσης δεν είχε η εργατική τάξη, αλλά ο φοιτητικός και μαθητικός κόσμος. Αργότερα στην εξέλιξή της, προχώρησαν σε απεργίες και κινητοποιήσεις και τα εργατικά συνδικάτα.
Αντίθετα, σχεδόν στα τέλη του 18ου αιώνα, η Παρισινή Κομμούνα που έσβησε Μάιο, ήταν έργο και πράξη αποκλειστικά εργατών και προλετάριων. Πνίγηκε στο αίμα καθώς μέσα σε δυο μήνες κόστισε περισσότερους νεκρούς απ’ ότι η περίοδος της τρομοκρατίας της Γαλλικής επανάστασης, η οποία είχε κρατήσει 18 μήνες και είχε ξεσπάσει κάποια 82 οκτώ χρόνια, ή τρείς γενιές αργότερα.
Όποια και να είναι η ερμηνεία για τα ιστορικά γεγονότα, ή την μορφή των εξεγέρσεων, το αποτέλεσμα των επαναστάσεων ή το ξέφτισμα τους, σε διαφορετικής συντηρητικότητας σχήματα εξουσίας, έχουμε την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της 26ης Αυγούστου 1789, έχουμε και το σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη».
Έχουμε επίσης την άποψη για την Κομμούνα ότι υπήρξε «καθαρή άρνηση του κράτους» και τέλος έχουμε τον Μάη του ΄68 τυλιγμένο στα πιο ριζοσπαστικά συνθήματα όπως: «Ξεχάστε ό,τι σας έχουν μάθει. Αρχίστε να ονειρεύεστε»
Άμοιρη Γαλλία, ενσάρκωση της ελευθερίας, γυμνόστηθη καλλονή με εφ’ όπλου λόγχη και την τρικολόρ να κυματίζει στον αχό της μάχης έτσι όπως τη φιλοτέχνησε ο Eugène Delacroix, που ολοένα χάνεσαι από εκείνο που φανταζόμαστε πως είσαι.
Άμοιρη Γαλλία που δέχεσαι τις προτροπές των Γερμανών να ψηφίσεις φιλοευρωπαϊκά υπό τους ήχους του Aux Champs Elysées του J. Dassin αλλά και του ύμνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «Ωδή στη χαρά», του Ludwig van Beethoven.
Άμοιρη Γαλλία, πόσο απομακρύνεσαι από εκείνο τον Μάη, όπου ο αφρός της κοινωνίας σου σήκωνε τις γροθιές του κραυγάζοντας: «Κηρύξατε την πόλη σε κατάσταση διαρκούς ευτυχίας» ή «Θα σας πεθάνουν οι ανέσεις».
Μέσα στο αχό για την μάχη της εξουσίας, η έννοια της αριστερής πολιτικής τοποθέτησης δέχεται από το ’15 και μετά πυκνά πυρά.
Χωρίς, να έχω καμία εξουσιοδότηση, αλλά και καμία υποχρέωση να μιλήσω για την Αριστερά, συχνά νιώθω την ανάγκη, να εκθέσω μια άποψη για τη δική μου αριστερά. Εννοώ τη δική μου πίστη για το τι πρεσβεύει η αριστερά.
Όπου, για να ξεκινήσουμε με απόπειρες ορισμών, η αριστερά (μου) δεν είναι πολιτική τοποθέτηση, μηδέ, και πολύ περισσότερο, πολιτικό σύστημα. Είναι τρόπος ζωής.
Για να τραβήξουμε δε, από νωρίς τις ιδεολογικές γραμμές, ορίζοντας το χώρο που αναπνέει, οφείλει και να απέχει, όσο μπορεί, από την άσκηση εξουσίας.
Η αριστερά (μου) δεν εχθρεύεται τον πλούτο. Ούτε μισεί τους πλούσιους. Μπορεί να τους περιφρονήσει για την αγριάδα τους, να τους λυπηθεί για την υποταγή τους στα πλούτη, να τους αποδοκιμάσει για την ξεδιαντροπιά που ενίοτε επιδεικνύουν. Κι αν τρέφει, ένα και μόνο μίσος είναι για τη φτώχεια, για την κάθε είδους ανέχεια. Ακολούθως δεν συντηρεί δόγματα, προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες, θεότητες. Συζητά και συχνά αποδέχεται: Συγνώμες, Διαφορετικότητες, Προτάσεις.
Η αριστερά (μου), πιθανότατα μπορεί να κατηγορηθεί όπως κάποια στελέχη του Κ.Κ.Ε. τις σκοτεινές μέρες της μεγάλης αντιπαράθεσης, για τον περίφημο «ντεφιτισμό» και το άλλο το διαβόητο «ασταθές στοιχείο». Για τον μεν ντεφιτισμό, απολογείται με τη λογική ότι οι ήττες διαμορφώνουν τον χαρακτήρα, οι νίκες μόνον τον αναδεικνύουν. Στο δε ασταθές στοιχείο, αναφέρεται με την προοπτική πως όλα είναι υπό διαμόρφωση. Οξυδέρκεια και ευαισθησία είναι να ξεκινάς με αμφιβολίες και να καταλήγεις σε βεβαιότητες. Όχι το αντίστροφο. Έτσι, σαν αντίδοτο στον φανατισμό. Κάθε πηγαία, ειλικρινής, ανοιχτή πίστη εξάλλου, δεν χρειάζεται φανατισμό.
Η αριστερά (μου) έχει πατρίδα, έχει ρίζες, έχει και κάστρα που ‘πέσαν. Έχει Ιστορία, Πόνο και Θυσίες. Έχει Μεσολόγγι και Χίο. Έχει μπλόκα στην Κοκκινιά, στην Καλλιθέα. Έχει θάνατο και Θύματα. Έχει γαλανόλευκες που ξετυλίχτηκαν κόντρα στον άνεμο και Ελληνόπουλα που έπεσαν μέχρις ενός. Για την ιδέα της. Για το όνειρο της. Για το Δίκαιο και την Ελευθερία.
Η αριστερά (μου), επιθυμεί να πιστεύει κι άλλο ένα σύνθημα. Κάπως δυσερμήνευτο, ενίοτε και παρεξηγήσιμο:«… ή όλοι μας ή κανείς μας»
Η αριστερά (μου) έχει και μοναξιά.
Μέλλον, δεν βλέπω, να έχει, σε τούτη τη φάση του ανθρώπινου πολιτισμού.
Στα χίλια μέτρα υψόμετρο, κτηνοτροφικό χωριό που πριν μια πενταετία υμνήθηκε από το διαδίκτυο με λόγια παχιά, όσο και άστοχα.
Φιλόξενο και ευγενές το ηλικιωμένο ζευγάρι που συντηρεί το «Κρεοπωλείον – Ψησταριά». Δίπλα από την είσοδο του WC, έτσι έγραφε στην πόρτα, αναρτημένη μαυρόασπρη εικόνα, διαστάσεων 17 επί 24 εκατοστών, σε κάδρο παλιό. Εικονίζονται ένοπλοι πολίτες και χωροφύλακες. Άλλοι συνοφρυωμένοι, άλλοι αυστηροί, όλοι αγέλαστοι. Τα όπλα αναδεικνύονται, προτεταμένα και δηλωτικά.
Είναι σαφές, πως η εικόνα μας έρχεται από τα εμφυλιακά ή τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Σε εκείνη την δίνη των γεγονότων της ζοφερής σύγκρουσης που χώρισε τον τόπο. Είναι «Μάυδες» ή άνδρες των Ταγμάτων Εθνοφυλακής Αμύνης. Σε μια πολύ – πολύ διακριτική ερώτηση που έκανα, δεν πήρα ουσιαστική απάντηση.
Δίπλα από αυτή την χαρακτηριστική των παθών εικόνα, βρισκόταν το ρούτερ του καταστήματος, και πάνω σε ράφι, κολλημένο με σελοτέιπ, πολυκαιρισμένο σημείωμα: «κωδικός wi – fi: 5602860». Τι μετάβαση! Από την κλαγγή των όπλων του Εμφυλίου και τις αποφασιστικές πόζες των νικητών, στους κωδικούς της επικοινωνίας. Έτσι για να μην ξεχνάμε ως προς τι, εκείνα τα σημάδια που κατατρέχουν κατά τον διαμήκη άξονα τις άκρες των επαρχιακών δρόμων. Περασμένες μέσα τους, οι οπτικές ίνες. Σημείον προκοπής και πολιτισμού, κατά πως λέγεται.
Κι ενώ η άνοιξη θεριεύει και φέρνει στο χωριό κάθε είδους μοσχοβόλημα, πίσω από τον πλάτανο με τα τραπεζάκια, μια άλλη εικόνα, πραγματική, έγχρωμη, έξω από κάδρο, αφηγείται περισσότερα από όσα εικονίζει.
Εγκαταλελειμμένη πλινθόκτιστη κατοικία, με σπασμένα τζάμια, τσακισμένα παντζούρια, χορταριασμένη στέγη, κάτι σαν το αποτύπωμα των αδιεξόδων της επαρχίας, δίπλα στην πλούσια ανθοφορία της εποχής και στο μικρό έλατο. Στο βάθος άλλη μια «απόδειξις της προόδου». Σκαρφαλωμένες πάνω στην κορυφογραμμή, οι δεκάδες προπέλες της καθαρής ενέργειας, το προμήνυμα της αγνής, πολύτιμης ανάπτυξης, μόλις ξεχωρίζουν μέσα στον νεφελώδη ορίζοντα.
Μια άλλη ερμηνεία, τους αντιμετωπίζει ως γιγάντιους σταυρούς, όπου πάνω τους σταυρώνεται η ελληνική επαρχία με μεγαλύτερη επιτυχία, με περισσότερη τέχνη από την μακρινή και αιματηρή εποχή, που δρούσαν οι πρωταγωνιστές της άλλης, της μαυρόασπρης εικόνας.
Ποιος ξέρει αν διαφωνούν ή συμφωνούν με αυτή την άποψη, τα παιδιά του ηλικιωμένου ζεύγους του «Κρεοπωλείον – Ψησταριά». Νοσηλεύτρια η μία στο Ιασώ, υπάλληλος στην κρατική τηλεόραση ο άλλος. Τους κατάπιε η αστυφιλία όπως ο Κρόνος τα παιδιά του. Τους ξερίζωσε από το χωριό τους, που ερημώνει χωρίς προοπτικές. Όπως το εσωτερικό της εγκαταλελειμένης κατοικίας.
Εμπιστευμένες σε έναν φίλα προσκείμενο λειτουργό του Τύπου, θα αποτελούσε το καλύτερο διαβατήριο για το καθαρτήριο μιας μακράς, πολύ μακράς και πολύ ταραχώδους πολιτικής πορείας. Ένα συμπαγές θεμέλιο για την κατασκευή της υστεροφημίας. Κτίσμα, σφόδρα επιθυμητό για κάθε πολιτικό καριέρας.
Από την άλλη, σκάρτα είκοσι έουρος δεν ήταν τόσο πρόθυμα να εγκαταλείψουν για τον συγκεκριμένο αυτό σκοπό, το ούτως ή άλλως ισχνό πορτοφόλι μου. Το παράθυρο άνοιξε όταν μου δώρισαν μια έκδοση από εκείνα τα ογκώδη μυθιστορήματα άγνωστων και επιτυχημένων αλλοδαπών που δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να γυρίσω ούτε την πρώτη σελίδα. Έτσι κατέβηκα μέχρι την Πανεπιστημίου και μία η άλλη ο πρώτος τόμος του πονήματος των Α.Π – Κ.Μ. (1942 – 1974) βρέθηκε σπίτι, αποτελώντας το τελευταίο χρονικά ανάγνωσμα της ημέρας.
Εννοείται ότι όταν ξεκινάς ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα, πολιτικού τινός που έχεις ζήσει, κάθε άλλο παρά tabula rasa είσαι. Ο αυτοβιογραφούμενος έχει κάπου καταχωρηθεί στο όποιο αξιακό σου σύστημα και δεν είναι εύκολο να μετακινηθεί από εκεί. Θεαματικά τουλάχιστον. Μπορεί, βέβαια, μέσα από τις πληροφορίες που σου παρέχει να δικαιολογήσεις πράγματα, να αμβλυνθούν γεγονότα, αλλά να κάνεις ήρωα έναν εφιάλτη, ή να περιθωριοποιήσεις έναν επίτιμο δεν γίνεται.
Λογικά λοιπόν, υπάρχει η εκτίμηση ότι ο Κ.Μ. και ο Α.Π. δεν μπήκαν στον κόπο για να μας αλλάξουν ό,τι πιστεύουμε για το παρελθόν. Στόχος τους ήταν, κυρίως, ο αναγνώστης του μέλλοντος και η καθαρή θέση του επίτιμου. Ανθρώπινο, κατανοητό.
Η αφήγηση είναι ενδιαφέρουσα, καθώς δεν παραθέτει απλώς γεγονότα τα οποία ή ζήσαμε ή διαβάσαμε πολύ νωρίτερα, αλλά προχωρεί στην αξιολόγηση των χαρακτήρων που είχαν σημαντικούς ρόλους. Ταυτόχρονα ανακαλεί χωρίς προσχήματα διάφορα πεπραγμένα, όπως την αμεσότητα της αμερικανικής παρέμβασης:
«Οι εκλογές του 1951 είχαν γίνει με ενισχυμένη αναλογική. Οι Αμερικανοί όμως πίεζαν για την καθιέρωση πλειοψηφικού συστήματος, προκειμένου να υπάρξει μονοκομματική κυβέρνηση». (σ. 49)
«…διότι προφανώς ο Βασιλεύς Παύλος ενεργούσε πάντοτε με την παρότρυνση των Αμερικανών». (σ.91)
«Η συμφωνία αυτή, ανάμεσα στον Π. Κανελλόπουλο, τον Γ. Παπανδρέου και τον βασιλιά, με την συγκατάθεση του Αμερικανού πρεσβευτή Φ. Τάλμποτ, προέβλεπε…»(σ. 274)
Αναμενόμενο ασφαλώς το ότι ο Ανδρέας θα συγκέντρωνε πολλά από τα πυρά του:
«Ο Ανδρέας στο βάθος δεν ήταν τίποτα, διότι ο Ανδρέας ιδεολογία δεν είχε» (σ.158)
«Ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κουτσόγιωργας κατήργησαν την ιεραρχία και την αξιοκρατία και φτάσαμε σήμερα να μην υπάρχει κράτος». (σ.161)
«…δεν ενδιαφερόταν για τίποτα, απλώς ήθελε πάντοτε να είναι και αυτός από τη δική του πλευρά ευχάριστος». (σ.164)
«υπήρξε απερίγραπτος» (σ.165)
«Ο Ανδρέας τον εξεβίαζε συναισθηματικά, χωρίς καμιά αμφιβολία».(εννοεί τον πατέρα του σ.167)
«Εγώ δεν πιστεύω ότι ο Ανδρέας είχε ύποπτους δεσμούς με την Αμερική, είχε όμως σίγουρα την αμερικάνικη υπηκοότητα και είχε την αμέριστη υποστήριξη των Αμερικανών, μιας μερίδας των Αμερικανών». (σ.180)
«Δεν παίρναμε σοβαρά τον Ανδρέα».(σ.184)
«αν δεν είχε εμφανιστεί ο Ανδρέας, δεν θα είχαμε την κρίση του ‘65». (σ.247)
«οι χυδαιότερες ύβρεις που διατυπώθηκαν για τον πατέρα του, διετυπώθησαν από τον ίδιο» (τον Ανδρέα) (σ.280)
«Ήρθε ο Ανδρέας, ήταν συμπαθέστατος, γλυκύτατος, συμφώνησε σε όλα, ό,τι του είπαμε συμφώνησε και την επομένη το πρωί έκανε τα ακριβώς αντίθετα». (σ.310)
Δεν κρύβει τις απόψεις του για τον Καραμανλή:
«ήταν και λιγάκι τσαντίλας. Δύσκολος άνθρωπος» (σ.65)
«μέσα του ήταν σοσιαλιστής, με την έννοια ότι τον ενοχλούσε το κεφάλαιο και είχε πάντοτε ένα κόμπλεξ ακόμα και εναντίον των ιδιαίτερα μορφωμένων, των καθηγητάδων κλπ.». (σ.65)
«Ο Ανδρέας και εγώ γίναμε πρωθυπουργοί μόνοι μας. Κανείς δεν μας έκανε πρωθυπουργούς. Τον Καραμανλή τον έκανε το παλάτι». (σ. 66)
«Ο Καραμανλής έγινε πρωθυπουργός μειοψηφίας. … άρχισε την καριέρα του με εύνοια και με μειοψηφία και είναι θαυμαστό το ότι κατάφερε με όλα αυτά να σταθεί. Αλλά το κατάφερε διότι απέναντί του είχε μια διαλυμένη πολιτική παράταξη». (σ.79)
«Ούτε χιούμορ είχε, ούτε εύκολα ανεχόταν κριτική. Δε του άρεσε να του κάνεις αντιπολίτευση»(σ.118)
«Δεν έχω δει άνθρωπο στη ζωή μου να έχει λιγότερο χιούμορ από τον Καραμανλή. … δεν είχε ψυχικά περιθώρια … κανένα ψυχικό περιθώριο». (σ.127)
«…ήταν κακομαθημένος, γιατί δεν ξεκίνησε από την βάση, δεν πέρασε δια πυρός και σιδήρου όπως επεράσαμε όλοι οι υπόλοιποι». (σ.139)
«Ο Καραμανλής ήταν όλη του τη ζωή ένας άνθρωπος που, αν δεν είχε άμεσο όφελος ο ίδιος, δεν έκανε τίποτε»(σ.267)
Στέκεται επικριτικός απέναντι στο συγκρότημα Λαμπράκη με βολές τόσο προς τον Μήτσο όσο και προς τον Χρήστο:
«Του το έχω θυμίσει ότι την περίοδο της γερμανικής κατοχής συνηλλάγη με τον Georring, συνέστησε εταιρεία μαζί του και έβγαλε από κοινού εφημερίδα».(σ.34)
«Το φαινόμενο το δικό μου όμως, που ήλθα σε ανοιχτή ρήξη με τον Λαμπράκη, δεν νομίζω να το έχει επαναλάβει κανείς ποτέ στην Ιστορία» (σ.35)
«ο Λαμπράκης τα είχε ετοιμάσει όλα. Ο Στέφανος Στεφανόπουλος ήταν έτοιμος εγκεκριμένος από τον Λαμπράκη, άνθρωπος του Λαμπράκη ο οποίος θα έκανε αυτή τη δουλειά. Και ο Λαμπράκης ήταν τελείως έτοιμος, δεν υπάρχει αμφιβολία». σ.198.
«Η Ελευθερία έμεινε σταθερή μέχρι τέλους. Δεν έκαμε αυτό που έκαμε αργότερα ο Λαμπράκης» (σ.225)
«…είναι κατεξοχήν η περίπτωση του ανθρώπου ο οποίος απλούστατα φοβήθηκε και έκανε πίσω» (σ.234)
«ο μικρός (αναφέρεται στον Χρήστο Λαμπράκη ως γιού του Μήτσου), πηγαίνει με το ρεύμα. Δεν έκανε τίποτα το γενναίο. Βολευόταν πάντα» (σ.235)
Καταγράφει την άποψή του για τις σχέσεις με την Τουρκία και το ρόλο της δικτατορίας πάνω σε αυτές:
«η δικτατορία ήταν η αιτία που εξασθένισε η Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία» (σ. 269)
Μιλώντας για δικτατορία ιδού και η θέση του για ένα πρωταγωνιστή της:
«Πολύ μεγάλο λάθος ο Σπαντιδάκης. Λάθος γιατί ήταν άχρηστος» (σ.270) «Ο Σπαντιδάκης ήταν άσχετος» (σ.271)
Σε ότι φορά το μέγα θέμα της αποστασίας, προσφέρει την δική του εκδοχή με πλήθος στοιχείων, επιχειρεί όχι απλά την αθώωσή του αλλά και την επιβράβευση των ενεργειών του. Ταπεινή εκτίμηση: Θα πείσει τους ψηφοφόρους του, θα αγνοηθεί από τους αντιπάλους του.
Θα αναφερθεί και στις γαργαλιστικές λεπτομέρειες των γεγονότων του Ιουλίου του ’65, και είναι αλήθεια πως εκεί, πολύ μας μπερδεύει:
«Ότι διετέθησαν χρήματα για αυτή τη δουλειά και ότι τα χρήματα αυτά τα διέθεσε κυρίως ο Νιάρχος είναι βέβαιο. Αλλά τα χρήματα αυτά δεν σημαίνει ότι ήσαν χρήματα με τα οποία εξηγοράσθη ο βουλευτής ο οποίος εψήφισε». (σ.237)
Μας αποκαλύπτει και μια περίεργη συνήθειά του:
«…δεν είναι στις συνήθειές μου, εγώ δεν γράφω χαρτιά ποτέ». (σ.202)
Προασπιζόμενος πάντα την κεντρώα του καταβολή θα ξεκινήσει την αφήγησή του λέγοντας: «Είμαι ο μόνος Έλληνας πολιτικός που ξεκίνησε την καριέρα του φιλελεύθερος και τελειώνω, δόξα τω θεώ, φιλελεύθερος. Δεν έχω αλλάξει σε τίποτα». (σ.21)
Τέλος, η έκδοση έχοντας μπει γρήγορα στην 15η χιλιάδα, αποτελεί μια επιτυχία. Εμπορική και εκδοτική. Τι γνώμη άραγε θα εκφράζουν, για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, οι νηφάλιοι και ενημερωμένοι πολίτες μετά από μισό αιώνα;
Αυτή η λέξη, καθώς προφέρεται ως ευγενική εντολή, έχει καταχωρηθεί στην συνείδησή μου είτε σαν μια ελάχιστη χρονική παρένθεση εν μέσω μιας οδυνηρής δοκιμασίας, είτε επειδή σηματοδοτεί το τέλος αυτής της οδύνης. Είναι η συνήθης κουβέντα που λέγεται από τον οδοντογιατρό, όταν θέλει να καθαριστεί η στοματική κοιλότητα του ασθενούς από το περιρρέον αίμα που εμποδίζει το γιατρό να συνεχίσει τη δουλειά του.
Δεν μπορώ να θυμηθώ έναν οδοντίατρο που να κάθισα άνετα στην πολυθρόνα του. Μπορώ όμως να θυμηθώ αρκετούς που μου προσέφεραν μια λαμπρή συλλογή από τους χειρότερους πόνους της ζωής μου. Για μην περάσει η ιδέα μιας ατραυμάτιστης ζωής μπορώ να ανακαλέσω μερικά κατάγματα στα πάνω και στα κάτω άκρα, μια σειρά ραμμάτων στο τριχωτό της κεφαλής, στο δεξί αγκώνα, στο αριστερό καλάμι, κάτι ξεγυρισμένα λουμπάγκα, για να μην κάνω λόγο για τις χαίνουσες πληγές της καρδιάς μου, που διάφορες δεσποινίδες, ωσαύτως και κυρίες έστερξαν να με φιλοδωρήσουν.
Αλλά έτσι είναι η ζωή των αγοριών. Τα τραύματά τους είναι παράσημα σε αυτήν την ακήρυχτη και μόνιμη πολεμική της ζωής.
Μην χανόμαστε όμως. Ξεπλύντε! Αυτό είναι το θέμα μας. Δεκέμβριος του ’66. Ετών εννέα. Κρύο και των γονέων. Στο τραπεζάκι του φτωχικού, ισόγειου γωνιακού οδοντιατρείου σε πάροδο της λεωφόρου Θησέως λίγο πριν τη Χαροκόπειο σχολή, η «Απογευματινή» με το ρεπορτάζ από τη βύθιση του Ο/Γ. «Ηράκλειο» στη Φαλκονέρα. Δράμα. Σε δέκα λεπτά χάθηκαν 277 ψυχές. Κοιτάω μια την εφημερίδα και μια τη Ζωίτσα και η παιδική ζωή μου είναι άραχλη. Η Ζωίτσα είναι το δικό μου πρόβλημα. Μελαχρινή, ψηλή, ογκώδης, με επιβλητικό μπούστο και γιγάντιο κότσο, λευκή ρόμπα, χαρμόσυνο χαμόγελο, αλλά κυρίαρχη. Ανύπαντρη σαρανταφεύγα, πολύ φοβούμαι και αειπάρθενος, με την μαμά της πανταχού παρούσα και το ιατρείο της, του οποίου οι πόρτες έκλειναν με ρολά, γεμάτο από εικόνες Αγίων.
Δεν μπορώ να επικαλεστώ ούτε το Θεό. Για μένα ήταν πανταχού Απών.
Εξαγωγή, η δουλειά. Φαίνεται πως ο σχωρεμένος ο γέρος μου, είχε βάλει τα καλύτερα υλικά και τα νεογιλά δεν έλεγαν να αποχωρήσουν. Στο μεταξύ πίεζαν να βγούν τα μόνιμα. Έπρεπε λοιπόν να αφαιρεθούν. Πόνος και ζόρι. Δηλαδή εγώ πονούσα, η Ζωίτσα ζοριζόταν. Και καθώς πονούσα και τραβιόμουν, έχανε την υπομονή της, ξέχναγε τα χαμόγελα, έβαζε τις φωνές και με κοίταζε με τα μαύρα μάτια της, αυστηρά και θυμωμένα ως μη συνεργάσιμο παλιόπαιδο. Πρόβαλε και η μαμά της από το παραβάν, έμπηγε και εκείνη καμιά φωνή. Γύριζαν και οι άγιοι μπροστά μου, με τα λιβάνια τους αναμεμειγμένα με τις φαρμακευτικές μυρουδιές. Σουρεάλ και Δράμα ομού.
Για κακή μου τύχη, το έργο συνεχιζόταν και στα πρώτα μετεφηβικά χρόνια και μάλιστα στο δωμάτιο που μεγάλωσα. Αλλάξαμε σπίτι και νοικιάσαμε το δικό μας στη Ζωίτσα. Τι κέντα ήταν αυτή! Και που έβαλε το ιατρείο της η σαδίστρια; Στο δωμάτιο μου. Ήταν και γωνιακό, όπως το προηγούμενο. Είχα πια μεγαλώσει, έτσι τουλάχιστον νόμιζα και νόμιζαν. Μπορεί να ήταν και έτσι αλλά ο φόβος, φόβος. Αποφάσισα να πηγαίνω εκεί σουρωμένος. Έπινα κάνα κιλό ρετσίνα κατέβαζα και κάτι Μαυροδάφνες, σε ποσότητες που μπορούσαν να ρίξουν στο καναβάτσο σοβαρούς πότες όχι παιδαρέλια σαν κι εμένα, αλλά παρέμενα πιο νηφάλιος και συγκεντρωμένος από τον Neil Armstrong όταν πατούσε την μπότα του στη θάλασσα της Γαλήνης. Μόλις περνούσα το κατώφλι του πατρικού και ανέβαινα τα σκαλιά, ένα ποτάμι να είχα πιει, έβλεπα τον κότσο, την άσπρη ρόμπα, την μαμά και συνερχόμουν.
Είχα ξεκινήσει άσχημα, πολύ άσχημα με τους οδοντογιατρούς και δεν κατάφερνα να ισιώσω. Πόσους και πόσες δεν άλλαξα. Πουθενά δεν ένιωσα άνετα. Σκέφτηκα ότι δεν μπορεί να ήταν όλοι αλμπάνηδες. Άρα εγώ ήμουν το πρόβλημα. Και πάντα η ίδια λέξη. Από το: «ξέπλυνε Νικολάκι», χρόνο με το χρόνο πήγαμε στο: «Ξεπλύντε», αλλά το νόημα και ο φόβος παρέμεναν όμοια και απαράλαχτα.
Το ’76 – ’77 είχα δει και μάλιστα δυο φορές, το Marathon man με τον sir L. Olivier, τον D. Hoffman και την Μ. Keller, την οποία θα εκτιμούσα ακόμα πιο πολύ, ένα χρόνο αργότερα, στο Bobby Deerfield. Ο κακός ναζί, λοιπόν, βασανίζει τον καλό αμερικανό κακοποιώντας του τα δόντια. Δεν μπορούσα να το υποφέρω. Σπάστου το χέρι, πυροβόλησε τον στο γόνατο, όπως τα παλικάρια στην Ιρλανδία, αλλά όχι και τα δόντια.
Και οι οδοντογιατροί πύκνωναν στη ζωή μου. Όπως ο Χρήστος, καλός γιατρός πρέπει να ήταν, παρά το γεγονός ότι η παλάμη του ήταν λίγο μεγαλύτερη από την παλάμη του George Foreman και η Γερμανίδα καλή θα ήταν, αν και ποτέ δεν ταιριάξαμε, καθότι με Αλεμάννικη παιδεία. Κι ο Αλέξης ευγενέστατος, κύριος και με τα Πορταχέλια του και τις αρμάτες του και ελαφροχέρης πάνω από την πολυθρόνα. Δια να μην αναφέρω εκείνον με το Μεξικάνικο επώνυμο που αφαίρεσε 50 έουρος από το πορτοφόλι μου πιο αριστοτεχνικά από ότι ο Harry Houdini έλυνε στον πάτο της θάλασσας, τις βαριές καδένες γύρω από το λαιμό του, στο μισό χρόνο απ’ αυτόν που ανέβαινε ο Μάκης Σαλιάρης στη Ριτσώνα με το Chevron.
Να μην λησμονήσω και τον Τάκη. Άρχων, προς το στρουμπουλό και το ιατρείο του σαν συνεργείο. Όχι δεν εννοώ ότι δεν πληρούσε τους κανόνες υγιεινής. Τουναντίον μάλιστα. Εννοώ ότι όπως τα δυνατά συνεργεία αυτοκινήτων, έχουν δέκα ανυψωτικά αριστερά και δέκα δεξιά έτσι και το ιατρείο του, είχε δέκα πολυθρόνες αριστερά και άλλες τόσες δεξιά. Βιομηχανία. Ερχόταν και στο τέλος η γιατρέσσα με μπλοκάκι και ρωτούσε τον ασθενή: «Με ή χωρίς απόδειξη;» Ωραίος ο Τάκης με τα 911 και τα Beneteau του. Πετυχημένος αναμφίβολα.
Και πάντα η ίδια λέξη: Ξεπλύντε. Το ίδιο νόημα.
Έκανα και κάτι αποχές, πιο μακρές από τους πιο συνεπείς απεργούς. Ένα χρόνο απεργούσαν οι Ινδοί κλωστοϋφαντουργοί από τα εργοστάσια. Αμετακίνητοι αυτοί, αμετάπειστη και η Ιντίρα. Το έκλεισαν το μαγαζί. Έτσι κι εγώ, κι ακόμα περισσότερο. Είχα αποκλείσει το στόμα μου από τα οδοντιατρεία και την στοματική υγιεινή. Δεν μας βγήκε σε καλό.
Κοντά στο φόβο είχα και κάτι άλλο. Αισθανόμουν ευάλωτος, πολύ ευάλωτος στα χέρια τους. Έβαζαν τα δάκτυλα τους στο στόμα μου, πίεζαν τα ούλα, οι λιγότερο δεξιοτέχνες συνέθλιβαν τα χείλη μου με τα μεταλλικά εργαλεία τους. Ένοιωθα σαν ζώο, που το ψαχούλευαν να διαπιστώσουν αν είναι ικανό να κάμει τη δουλειά.
Οι δεκαετίες να περνούσαν αλλά τα αισθήματα και οι φόβοι μου παρέμεναν ακλόνητοι. Και τώρα; Τώρα πως είμαι; Έχω την ατυχία να έχω καλό άνθρωπο για οδοντίατρο. Έχω την ατυχία να με έχει καταλάβει και να μου συμπεριφέρεται όπως ακριβώς πρέπει ώστε να με καθίζει σε αυτή τη ριμάδα την πολυθρόνα του πόνου. Φοράει και τα γυαλάκια της, μεγάλωσε και αυτή, άλλο αν παραμένει φυσικά ατσαλάκωτη.
Βέβαια. Η Κατερίνα. Με τα κάτοπτρα και τις λαβές, τα ξέστρα, τις φρέζες και τα βουρτσάκια και με άπειρη υπομονή για ένα τόσο ταλαιπωρημένο, ίσως και κάπως στριμμένο ασθενή.
Και τι άλλαξε; Να: εκείνο το «Ξεπλύντε» που από ευγενική εντολή, μεταμορφώθηκε στο σχεδόν φιλικά παρακλητικό: «Νικόλα ξέπλυνε». Έχει μαλακώσει μέσα μου ο φόβος. Αλλά είναι παρών.
Ένα μικρό αφήγημα για τη ζωή ενός μέλους των Ε.T., ως βοήθημα για την αντίληψη των γεγονότων, κλείνει το φετινό, άτυπο, αφιέρωμα της υπόθεσης Aldo Moro.
Η μαυρόασπρη εικόνα του ταλαιπωρημένου Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη Aldo Moro, με φόντο το αστέρι ανάμεσα στις λέξεις Brigate Rosse ήταν αναμφίβολα η πιο εντυπωσιακή αποτύπωση των πράξεων, του ένοπλου επαναστατικού κινήματος που συνέβη μεταπολεμικά στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο που έλαβε χώρα στην Ιταλία. Δεν ήταν τυχαίο που έγινε τότε.
Aldo Moro
Ένας από αυτούς που συμμετείχε στην οργάνωση της απαγωγής ήταν ο Prospero Gallinari. Είχε γεννηθεί στη Reggio Emilia την πρωτοχρονιά του ’51 από γονείς αγρότες. Λόγω οικογενειακής παράδοσης, εγγράφηκε νεότατος στην νεολαία του Κομμουνιστικού κόμματος και πριν τα είκοσί του χρόνια μετακόμισε στο Μιλάνο. Νοιώθοντας ότι το Κόμμα δεν μπορούσε να καλύψει τις πολιτικές του ανησυχίες, κάνει το τραχύ, ανεπίστροφο βήμα προς στις «Ερυθρές Ταξιαρχίες».
Σύντομα περνά στην παρανομία και στα 23 του χρόνια, στις 18 Απριλίου του ’74, συμμετέχει στην απαγωγή του εισαγγελέα της Γένοβας, Mario Sossi. Ο δικαστικός αφέθηκε ελεύθερος κατόπιν συμφωνίας των Ε.Τ. με τον εισαγγελέα, Fransesco Coco, να απελευθερωθούν δυο μέλη των Ε.Τ. που βρίσκονταν υπό κράτηση. Ο Coco δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να εκτελέσει την συμφωνία και δυο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του ’76 θα πέσει νεκρός όπως και οι δύο σωματοφύλακές του από τα πυρά της οργάνωσης. Το αίμα είχε αρχίσει να ρέει, καθώς το ταμπού της ανθρωποκτονίας, σαν μέθοδος δράσης, είχε ήδη ξεπεραστεί.
Όπως επεξηγεί ο Antonio Negri στο βιβλίο: “Du retour, Abecedaire biopolitique” (στα Ελληνικά: Τόνι Νέκγρι. Η ζωή μου από το Άλφα ως το Ωμέγα), «…η πρώτη δολοφονία των Ε.Τ. ήταν ατύχημα. Συνέβη στο πανεπιστήμιο της Πάδουα όπου και δίδασκα. Επιτέθηκαν στα γραφεία του φασιστικού κόμματος και ένας αστυνομικός άνοιξε πυρ οπότε τον σκότωσαν για λόγους αυτοάμυνας, χωρίς να προϋπάρχει η πρόθεση να κτυπηθεί. Η ηγεσία των Ε. Τ. όμως, θεώρησε σκόπιμο να επεξηγήσει αυτή την ενέργεια και με ένα θεωρητικό υπόβαθρο.»
Τα πρώτα έτη της δραστηριότητας της οργάνωσης, οι απαγωγές περιορίζονταν σε ανακρίσεις, συλλογή πληροφοριών και ευτελισμό των απαχθέντων, όπως του Bruno Labate γραμματέα ακροδεξιού συνδικάτου, τον Φεβρουάριο του 1973. Ο Labate αφού απαχθεί και ανακριθεί, θα εγκαταλειφθεί τον Φεβρουάριο του ’73, σιδηροδέσμιος, κεκαρμένος εν χρω, σε εργοστάσιο της FIAT, την ώρα που αποχωρούσε η βάρδια εργασίας, εισπράττοντας την χλεύη μερίδας εργαζομένων.
Μπαίνοντας όμως στο ’74, γίνεται το μοιραίο βήμα. Ήταν η τακτική της «επίθεσης στην καρδιά του κράτους», όπως την περιέγραψε ο εκ των ιδρυτών, Renato Curcio και ο κύκλος αίματος ανοίγει αμετάκλητα. Την ίδια χρονιά συλλαμβάνεται ο Gallinari στο Τορίνο. Το ’76 θα αποδράσει από φυλακή του Τρεβίζο περνώντας πια, στην βαθιά παρανομία.
Δυο χρόνια αργότερα συμμετέχει στο μεγαλύτερο χτύπημα. Μαζί με τους Valerio Morucci, Raffaele Fiore, και Franco Bonisoli ανοίγει καταιγιστικό πυρ, στη συνοδεία του Moro στις 16 Μαρτίου του ’78 στη via Fani, στην ενέδρα της επιχείρησης απαγωγής του. Μετρήθηκαν 91 βολίδες, 45 από αυτές έπληξαν τους σωματοφύλακες, τέσσερις εκ των οποίων έχασαν τις ζωή τους επί τόπου (είναι χαρακτηριστικό ότι τους δόθηκαν και οι, εξ επαφής, χαριστικές βολές) ενώ ο πέμπτος ξεψύχησε λίγη ώρα αργότερα.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη είχε αρχίσει καθώς έμπαινε στην περίοδο των τελευταίων 55 ημερών της ζωής του, τις οποίες πέρασε στο διαμέρισμα, της οδού Μονταλτσίνι «στη φυλακή του λαού» που ανήκε στην Anna Laura Braghetti. Το δράμα της περίπτωσης Μorο αποκαλύπτεται στις σπαραξικάρδιες σελίδες του βιβλίου της Braghetti, «Ομηρία» το οποίο συνέγραψε με τη δημοσιογράφο Paola Tavella, μετά από 15 χρόνια φυλάκισης.
Το «στήσιμο» της «φυλακής του λαού» μέσα στο διαμέρισμα, είχε αρχίσει μήνες νωρίτερα από τους Moretti, Gallinari τους οποίους η συγγραφέας περιγράφει σαν ιδιαίτερα ικανούς, πολυτεχνίτες, «χρυσοχέρηδες». Ειδικά για τον Gallinari θα γράψει: «Ήταν ζεστός άνθρωπος, έλεγχε τα νεύρα του ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις. Για αυτό το λόγο έπαθε αργότερα πολλά εμφράγματα. Το άγχος τον χτύπησε στην καρδιά. Ήταν ευγενικός και πρόθυμος αν και αδιάλλακτος πολιτικά. Αντιλαμβάνομαι πόσο αυτή η κρίση μου μπορεί να φανεί παράλογη και προσβλητική, αλλά αντιστοιχεί σε μια πραγματικότητα που πρέπει να συλλάβει κανείς για να καταλάβει την ιστορία μας.»
Για το πόσο η πολιτική του πίστη και η απόφαση να «περάσει απέναντι» επηρέασαν τη ζωή του, γράφει αναφερόμενη σε μια εποχή που κατοικούσαν κοντά στο Κολοσσαίο: «Δεν είχε νοιώσει ποτέ πριν θαυμασμό για την Ρώμη, την ομορφιά των μνημείων, την έκταση της μητρόπολης. Τον πήγαινα βόλτα και χαιρόμουν για τις αντιδράσεις του. Νομίζω ότι μαζί μου, του δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει λίγο την νεότητα. Δούλευε από παιδί και δεν ήξερε τι σημαίνει να διασκεδάζεις, να πηγαίνεις σινεμά, να ακούς μουσική, να ξαπλώνεις στον καναπέ, να διαβάζεις μυθιστορήματα. Συμπεριφερόταν και ντυνόταν σαν μεσήλικας και ήταν μόνον 26 χρονών».
Παράλληλα καταθέτει και το πολιτικό ιδεολογικό στίγμα των συντρόφων της:
«..Ο Πρόσπερο και ο Μάριο (Moretti), ενδιαφέρονταν μόνο για το εργατικό κίνημα. Θεωρούσαν τους σπουδαστές, τους άνεργους και το προλεταριάτο των νέων, ανθρώπους που γέμιζαν το στόμα τους με διανοουμενίστικα σχόλια, ανίκανους να αντιδράσουν».
Σε εκείνο το διαμέρισμα, στο νούμερο 8 της οδού Μονταλτσίνι, ο Μorο έζησε τις τελευταίες μέρες της ζωής του μαζί την Braghetti, τον Mario Moretti, τον Prospero Gallinari και τον Germano Maccari. Διάβαζε, έγραφε τις επιστολές του προς την οικογένειά του και τους κομματικούς του συνοδοιπόρους, βιώνοντας την προδοσία και την υποκρισία του συστήματος που πιστά υπηρέτησε. Επίσης «ανακρινόταν» από τους Moretti και Gallinari σε μια σειρά εξαντλητικών, περισσότερο για τους απαγωγείς του, συζητήσεων.
Ήταν σχεδόν σχιζοφρενικό. Το σύνολο των αστυνομικών δυνάμεων της Ιταλίας αναζητούσε τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη και εκείνος ήταν όμηρος σε ένα διαμέρισμα μιας 23χρονης κοπέλας με διπλή ζωή όπου συγκατοικούσαν τρία καταζητούμενα μέλη των Ε.Τ. Και τι συνέβαινε εκεί μέσα; «Ο Μόρο ήταν ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης ενός λεξιλογίου που μας έβρισκε θριαμβευτικά αναλφάβητους. Ο χώρος στον οποίο αυτός ήταν κυρίαρχος μας ήταν τελείως άγνωστος…» «…Είχαμε επιτέλους φτάσει στην καρδιά του κράτους και δεν καταλαβαίναμε τίποτα». Όπως εξομολογήθηκε η Braghetti!
Ο παραλογισμός έπαιρνε τις μεγαλύτερες τιμές του, μέσα στη «φυλακή του λαού», όπου σε μια επικοινωνία που όχι μόνον δεν περιείχε βία αλλά ήταν σεβάσμια, οι απαγωγείς προσπαθούσαν να αποσπάσουν από τον απαχθέντα, ομολογία πολιτικής ενοχής για τα πεπραγμένα των τελευταίων ετών. Παράλληλα του μαγείρευαν, έπλεναν και σιδέρωναν τα ρούχα του, φρόντιζαν για την φαρμακευτική του αγωγή, και έπρεπε να κρατούν ανοικτούς τους επικίνδυνους, για τον εντοπισμό τους, διαύλους επικοινωνίας με τον Τύπο, το κράτος και την οικογένεια του.
Η απαγωγή, η ομηρία, η ανάκριση, η «καταδίκη» και η εκτέλεση του Ιταλού πολιτικού που έγινε στο πλαίσιο της «εκστρατείας της άνοιξης» των Ε.Τ., ανάγκασε την οργάνωση σε μια σοβαρή κρίση ιδεών, μέσων και ανθρώπων. Σε ότι αφορά το τίμημα που έπρεπε να καταβληθεί σε προσωπικό επίπεδο η Braghetti καταθέτει:
«Μίλησα και με τον Πρόσπερο. Ήταν τρυφερός μαζί μου, αλλά το ίδιο αμετακίνητος. Με παρηγόρησε λέγοντάς μου ότι δεν είχα ιδέα πόσο ακριβό μπορεί να είναι το τίμημα για όποιον ακολουθεί τη δική μας πορεία. Να αγνοούμε τα ανθρώπινα συναισθήματα όπως τη συμπόνια, είναι αυτό που πρέπει να πληρώσουμε».
Για την ίδια περίπτωση, εξ ίσου σπαραξικάρδια είναι και η αφήγηση, του πώς έγινε η επικοινωνία των Ε.Τ. με τον καθηγητή Franko Tritto, οικογενειακό φίλο της οικογένειας Moro το πρωί της 9ης Μαΐου, για να του αναφερθεί πού θα βρουν το πτώμα, του μόλις δολοφονηθέντος ηγέτη.
Η οργάνωση επιθυμούσε να γνωστοποιήσει σε αυτόν, το σημείο που είχαν παρκάρει το κόκκινο 4L μέσα στο οποίο βρισκόταν σκεπασμένο το άψυχο κορμί του. Το γράφει και το αναλύει ο Leonardo Sciascia στο βιβλίο του: «Η υπόθεση Μόρο». Στην μαγνητοφωνημένη, από τις αστυνομικές αρχές, συνομιλία ο Μoro αποκαλείται από τον Ταξιαρχίτη τέσσερις φορές ως «onorevole» δηλαδή αξιότιμος – έντιμος, δυο φορές ως πρόεδρος και ο συγγραφέας αποδίδει στο λόγο του Ταξιαρχίτη σεβασμό και οίκτο.
Όπως και να είχε, δεκαεπτά μήνες μετά την εκτέλεση του Moro, στις 24 Σεπτεμβρίου του ’79, ο Gallinari συλλαμβάνεται την ώρα που προσπαθούσε να αλλάξει πινακίδες κυκλοφορίας σε ένα όχημα. Δέχεται πυρά στο κεφάλι από τις αστυνομικές δυνάμεις και κρατιέται στη ζωή μετά από πεντάωρη χειρουργική επέμβαση. Θα κατηγορηθεί ότι μαζί με την Braghetti, τον Moretti και τον Germano Maccari κρατούσαν τον Μoro, στο διαμέρισμα της Braghetti.
Ιούνιος 1986. Francesco Piccioni (αριστερά) & Prospero Gallinari
Θα κατηγορηθεί επίσης ότι ήταν εκείνος που τον εκτέλεσε, αλλά αργότερα οι κατηγορίες αυτές θα βαρύνουν τον Maccari. Ο Gallinari δεν συνεργάστηκε με τις διωκτικές και εισαγγελικές αρχές, με την προοπτική μιας μικρότερης ποινής. Συνέχισε μάλιστα να έχει κάποιες επαφές με ελεύθερα μέλη της οργάνωσης για πολιτικούς και ιδεολογικούς σκοπούς.
Τον Οκτώβριο του ’88, προσυπέγραψε τη δήλωση του τέλους των δραστηριοτήτων των Ε.Τ. Αργότερα θα απολάμβανε ένα καθεστώς μερικής ελευθερίας καθώς αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, συνεπεία καρδιακής δυσλειτουργίας αλλά και των τραυματισμών από τη σύλληψή του. Το 2006 θα εκδώσει βιβλίο με τίτλο «Ένας επαρχιώτης στη Μητρόπολη» όπου δίνει τη δική του ερμηνεία για τα πεπραγμένα των Ε.Τ.
Ιούνιος 1997. Francesco Piccioni (αριστερά) & Prospero Gallinari
Στις 14 Ιανουαρίου του ’13, εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο, στα 62 του, έχοντας περάσει από τα 44 ενήλικα χρόνια του, δώδεκα σε σωφρονιστικά ιδρύματα και άλλα έξι στο κόσμο της παρανομίας.
Θα αποτελεί εις στο διηνεκές, μια ακόμα ένδειξη για το πόσο δαιδαλώδης είναι η Ιταλική πολιτική σκηνή. Ο Leonardo Sciascia περιγράφει μια ανατριχιαστική στιγμή, όταν τέσσερις μέρες μετά την απαγωγή του Moro και ενώ το σύνολο των διωκτικών αρχών σαρώνουν τη χώρα για τον βρουν, κατά τη διάρκεια της δίκης του Renato Curcio που εκτυλίσσεται με τρόπο δραματικό σε δικαστήριο του Τορίνο, ακούγονται οι φωνές των κατηγορουμένων γεμάτες ένταση από το εδώλιο: «Ο Μόρο βρίσκεται στα χέρια μας».
Αυτή η φράση και μόνο, αρκεί για να δώσει το μέτρο της σκληρότητας, της αντιπαλότητας και τελικά το μέγεθος του πειράματος που συνετελέσθη στην Ιταλία. Μια χώρα που χρειάστηκε μισό αιώνα για να περάσει από τον Benito στον Silvio. Στο μεταξύ είδε το P.C.I. να συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό ευρωπαϊκού κομμουνιστικού κόμματος, βίωσε την αποτυχία του Ιστορικού συμβιβασμού, την έννοια της κρατικής σφαγής, μπέρδεψε την ανθρωποκτονία με την επανάσταση, ενεπλάκη στα σκοτεινά μονοπάτια της στοάς Ρ2, της Ordine Nuovo και της οργάνωσης Gladio.
Δεν έχει καμία άλλη Ευρωπαϊκή χώρα να παρατάξει πιο δαιδαλώδη, δυσερμήνευτη, συντηρητική αλλά και επαναστατική μεταπολεμική πρακτική, αν εξαιρεθεί, ίσως, η πατρίδα μας.
«..κάνω δυο επαγγέλματα, υπάλληλος τη μέρα και επαναστάτρια τη νύχτα, δολοφόνος, βασίλισσα στο σπίτι του τρόμου»
Το βιβλίο της Anna Laura Braghetti, για την συμβίωσή της επί 55 μέρες με τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη, την παρουσία της στην εκτέλεσή του, αλλά και την δολοφονία του καθηγητή VittorioBachelet, είναι μια ώριμη, εκ βαθέων, συναισθηματική αλλά και ουσιαστική ματιά, σε ένα απάνθρωπο πολιτικό πλαίσιο.
Τέλος καλοκαιριού του ’99 το είχα διαβάσει για πρώτη φορά. Εικοσιένα χρόνια νωρίτερα είχα παρακολουθήσει στενά την υπόθεση καθώς ήταν τμήμα της δουλειάς μου, τότε, στο εξωτερικό δελτίο της εφημερίδας «Καθημερινή».
Στην πρώτη ανάγνωση το βιβλίο της Braghetti που συνέγραψε με την βοήθεια της δημοσιογράφου Paola Tavella, με είχε εντυπωσιάσει. Γραμμένο απλά, αλλά άμεσα σε αιχμαλωτίζει από την πρώτη αράδα. Σαράντα χρόνια από το τέλος του Aldo Moro το θυμόμαστε, διότι αποτελεί ένα άριστο αποκωδικοποιητή του τι και γιατί συνέβη.
Οι Brigatte Rosse (Ερυθρές Ταξιαρχίες) γεννήθηκαν το θέρος του ’70 με ξεκάθαρες θέσεις. Ένοπλο κίνημα ενάντια στο Ν.Α.Τ.Ο., στον ιμπεριαλισμό, στον καπιταλισμό και αργότερα, ενάντια στον Compromesso Storico, στον διαβόητο Ιστορικό συμβιβασμό που πρότειναν Χριστιανοδημοκρατία και το Κομμουνιστικό κόμμα, ως μια λύση για τα προβλήματα που ταλάνιζαν την Ιταλία.
Στις 16 Μαρτίου του ’78 η Ρωμαϊκή φάλαγγα της οργάνωσης, προχωρά στην πιο εντυπωσιακή της ενέργεια. Αφήνοντας στη via Fani πέντε πτώματα των σωματοφυλάκων του Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη, διάτρητα από δεκάδες βολίδες, τον απαγάγουν.Ήταν μια από τις προγραμματισμένες ενέργειες της «Εαρινής επίθεσης» ενάντια στην «καρδιά του κράτους». Ανάμεσα στα επιτελικά σχέδια ήταν η απαγωγή του Leopoldo Pirelli και η απελευθέρωση φυλακισμένων συντρόφων τους από φυλακή της Σικελίας.
Την ίδια μέρα επρόκειτο να ψηφισθεί στη Βουλή η πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών και Κομμουνιστών. Δεν ψηφίστηκε ποτέ. Την ίδια μέρα ξεκίνησαν οι 55 μέρες ομηρίας για τον Aldo Moro στο νούμερο 8 Via Camillo Montalcini. Ήταν το διαμέρισμα της Anna Laura Braghetti «καθαρού» μέλους των B.R. Μαζί της θα περνούσαν εκείνες τις 55 μέρες ο Germano Maccari, ο Prospero Gallinari και ο θεωρούμενος εκείνη την εποχή επικεφαλής της οργάνωσης Mario Moretti. Oι εκ των ιδρυτών θεωρούμενοι, Renato Curcio, Alberto Franceschini ήταν φυλακισμένοι, ενώ η Margherita Cagol νεκρή από το θέρος του ’75 μετά από ανταλλαγή πυρών με αστυνομικούς.
Η αφήγηση της Braghetti, ξεκινά από εκείνη την μέρα, την μέρα του χάους για την Ιταλική πρωτεύουσα. Το πιο σημαντικό πολιτικό πρόσωπο της χώρας είχε απαχθεί. Πέντε αστυνομικοί κείτονταν νεκροί στη via Fani και ένα ολόκληρο κράτος, έψαχνε τους απαγωγείς και τον απαχθέντα. Το πράγμα δεν αργεί να φθάσει στα άκρα. Η πολιτεία στέκει πεισματικά αρνητική να διαπραγματευτεί οτιδήποτε για να σώσει τον Moro, ενώ η ανάκριση του στη «φυλακή του λαού» δεν κομίζει απολύτως καμιά ομολογία.
Γίνεται σαφές ότι όλο το πολιτικό κατεστημένο, του σοσιαλιστή Bettino Craxi εξαιρουμένου, εγκαταλείπει τον Moro. Έντονα επικριτική, απέναντι στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα και στην κυβέρνηση του J. Andreotti στέκεται η οικογένεια του Moro.
«Κρατούσαμε έναν από τους ανθρώπους κλειδιά, σε εκείνην την πολιτική φάση και οι συνεργάτες του συμπεριφέρονταν σαν να επρόκειτο για δείγμα άνευ αξίας.» (σ.72)
Διαφωνίες, όταν τα πράγματα φθάνουν στα άκρα, υπάρχουν και στις B.R. Στελέχη όπως η Adriana Faranda, επιμένουν να αφεθεί ελεύθερος, έστω και χωρίς ανταλλάγματα, άλλοι, όπως ο Mario Moretti τον θέλουν νεκρό.
Στο επίκεντρο η Braghetti που ζει μια διπλή ζωή, στα όρια της τρέλας. Το πρωί συνεπής ιδιωτικός υπάλληλος, να συμμετέχει στα σχόλια για την απαγωγή που γίνονται στο γραφείο και το απόγευμα αφενός να συγκατοικεί επισήμως με τον υποτιθέμενο αρραβωνιαστικό της, αφετέρου να φιλοξενεί δυο μέλη των Ε.Τ. βαθιά στην παρανομία και στο ίδιο διαμέρισμα να βρίσκεται στην ειδικά κατασκευασμένη και ηχομονωμένη «φυλακή του λαού», ανακρινόμενος, ο Moro. Περιγράφει τις συνθήκες ένταξής της, το αδιάλλακτο της οργάνωσης για μια σειρά από θέματα που είχαν να κάνουν με την ασφάλεια, τους φόβους αλλά και την ευκολία αποχώρησης.
«..κάνω δυο επαγγέλματα, υπάλληλος τη μέρα και επαναστάτρια τη νύχτα, δολοφόνος, βασίλισσα στο σπίτι του τρόμου» (σ.29).
Μας δίνει την εικόνα του Moro:«Ο Μόρο ήταν ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης ενός λεξιλογίου που μας εύρισκε θριαμβευτικά αναλφάβητους». (σ.43)
Διαβάζουμε έτσι, μια γκροτέσκο κατάσταση για τη δυσκολία να συνεννοηθούν. Απαγωγείς και απαχθείς ανταλλάσσουν βιβλία, ώστε να διαμορφώσουν κοινή πλατφόρμα επικοινωνίας. Ο μεν Χριστιανοδημοκράτης όταν του πέρασαν τα κλασσικά του Μαρξισμού Λενινισμού είπε ότι τα είχε μελετήσει και ζήτησε τη Βίβλο, οι δε ερυθροταξιαρχήτες έπεσαν με τα μούτρα στην μελέτη αντίστοιχων δοκιμίων της Χριστιανοδημοκρατίας.
«Ο Prospero καθόταν με τις ώρες στο τραπέζι και κρατώντας το κεφάλι με τα χέρια, μελετούσε για τη Χριστιανική Δημοκρατία. Στις Ε.Τ. τον θεωρούσαν ειδικό σε ότι αφορούσε το “κόμμα – τέρας”» (σ.57).
Η Braghetti ομολογεί με παρρησία: «Είχαμε φτάσει επιτέλους στην καρδιά του κράτους και δεν καταλαβαίναμε τίποτα.»( σ.43)
Μαζί με την τεράστια κινητοποίηση των διωκτικών αρχών να εντοπίσουν τον απαχθέντα, συγκροτούνται εκδηλώσεις συμπαράστασης από σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα. Τα έβλεπαν όλα τούτα οι απαγωγείς στην τηλεόραση και σκέφτονταν πως:«Το προλεταριάτο ήταν κάτω από τον ζυγό των αφεντικών του κομμουνιστικό κόμματος» (σ.44). Πλην όμως: «Δεν αντιλαμβανόμασταν ότι σε εκείνες τις πλατείες υπήρχαν χιλιάδες άτομα που απεχθάνονταν την πολιτική βία.» (σ.44).
Μας αποκαλύπτει τα ιδιαίτερα συναισθήματα που γεννούσε η περίεργη συμβίωση απαγωγέων και Moro (σ.61), όπου ο Χριστιανοδημοκράτης ανησυχούσε για τον εγγονό του τον Λούκα. Ήταν μια κουβέντα που έκανε τον Moretti να σκεφτεί το γιό του, τον οποίον είχε εγκαταλείψει μικρό, για να ενταχθεί στην οργάνωση. Ψυχογραφεί τον Prospero, αυτόν τον σκληρό επαναστάτη, που την μία μέρα αντάλλασσε πυρά με την αστυνομία και την άλλη στέγνωνε με σεσουάρ, τα καναρίνια του διαμερίσματος της οδού Mοntelcini για να μην κρυώσουν. «Δούλευε από παιδί, δεν ήξερε τι σημαίνει να διασκεδάζεις. Συμπεριφερόταν σαν ενήλικας και ήταν μόνον 26 ετών.» (σ.79)
Όταν, μάλιστα ο Prospero τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και διακομίστηκε σε νοσοκομείο της Ρώμης, η οργάνωση βρήκε τον γιατρό που τον κουράριζε και τον απείλησε ανοικτά, πως αν δεν φρόντιζε τον τραυματία σαν το παιδί του θα τον εκτελούσαν (σ.81).
Το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων οδήγησε την ομηρία σε ακόμα πιο δύσκολο επίπεδο. Ο Moro άρχισε να γράφει επιστολές, στο κόμμα, στην οικογένεια, στους συνεργάτες του. Είχε καταλάβει την αδιαλλαξία διαβάζοντας τα αποκόμματα των εφημερίδων που του έδιναν προς ανάγνωση. Το πράγμα δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο όταν ενορχηστρωμένο όλο το πολιτικό φάσμα ακούμπησε στη θεωρία ότι, τάχα, ο όμηρος βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ή φαρμάκων, άρα όσα έγραφε ήταν άνευ συνείδησης.
Η ομολογία του δικαστή Mario Sossi, που ήταν και αυτός θύμα απαγωγής το ’74, ότι οι Β.R.:«…δεν χορηγούν στους κρατουμένους τους ναρκωτικά, δεν τους βασανίζουν, δεν εκβιάζουν μηνύματα»(σ.86), δεν εισακούστηκε.
Το κατεστημένο είχε πάρει τις αποφάσεις του και θα θυσίαζε τον Moro. Όταν αυτό έγινε κατανοητό, ο Moretti μπήκε στο κελί του κρατούμενου και του διηγήθηκε τα όσα συνέβαιναν: «.. ο Moro θύμωσε. Ήταν ο αρχηγός όλων εκείνων που τώρα τον περιφρονούσαν, τον απέρριπταν, δεν τον άκουγαν.» (σ.123). Ο πρώην πρωθυπουργός είχε μείνει μόνος. Μόνον η οικογένειά του τον στήριζε. Σε μια από τις επιστολές του, στην πολυαγαπημένη του σύζυγο Eleonora θα γράψει: «Μια λέξη του (γραμματέα του κόμματος),Benigno Zaccagniniθα αρκούσε. Το αίμα μου θα πέσει πάνω τους…»
Η απόφαση είχε βγει. Ο όμηρος είχε κριθεί ένοχος. Το ξημέρωμα της 9η Μαίου εκτελέστηκε από τον Moretti στο γκαράζ της οδού Montelcini, μετά από 55 μέρες ομηρίας.
Η συνέχεια υπήρξε περίπου η προβλεπόμενη. Το αίμα έρεε, οι «βάσεις» της οργάνωσης έπεφταν η μία μετά την άλλη και ο Moretti ρωτούσε αυτούς που ήθελαν να περάσουν το κατώφλι της φυσιολογικής ζωής και να στρατευθούν, αν είχαν συνειδητοποιήσει πως σε έξι μήνες θα ήταν ή νεκροί ή στην φυλακή.
Με τον θάνατο του Moro να σημαδεύει την πορεία της οργάνωσης, το πλέον σπαραξικάρδιο τμήμα του βιβλίου είναι εκείνο όπου η συγγραφέας διηγείται πως σκότωσε τον καθηγητή VittorioBachelet, στις 12 Φεβρουαρίου του 1980.
«Μετά το εγχείρημα είχα την αίσθηση του απόλυτου κενού. …τον ξαναβλέπω εκεί που τον άφησα. Ξαπλωμένο κάτω. Η τιμωρία μου δεν είναι η φυλακή αλλά εκείνη η εικόνα. Είμαι καταδικασμένη να την έχω για πάντα μπροστά στα μάτια μου και να μην μπορώ να την διώξω» (σ.131)
Εκεί ξετυλίγεται, μετά από τόση και βία και πόνο, η ανθρωπιά. Ο αδελφός του δολοφονηθέντος, Adolfo, άρχισε να επισκέπτεται και να συμπαραστέκεται στην Braghetti στις φυλακές της Rebibia. Κι όταν ήταν στα τελευταία του, της δήλωσε ότι δεν θα την άφηνε μόνη. Υπήρχε και τρίτος αδελφός ο don Paolo, εφημέριος στο παρεκκλήσι της Πανεπιστημιούπολης. Αργότερα γνώρισε και το γιό του θύματος ο οποίος της είπε ότι πρέπει να ξέρουμε να ξαναδεχόμαστε όποιον έσφαλε, για να καταλήξει σπαρακτικά η συγγραφέας: «Τους έβλαψα ανεπανόρθωτα και πήρα μόνον καλό σε αντάλλαγμα» (σ.134)
Δεν παραλείπει να αναφερθεί στις συνθήκες της κράτησής της στην Voghera, την πιο «θλιβερά διάσημη φυλακή» της Ιταλίας, όπου οι συνθήκες ήταν τρομακτικές. «κάτι από την Voghera, με συντροφεύει ακόμα κι έχει σχέση με τον ύπνο» (σ.69)
Όπως επίσης ότι όταν συνελήφθη και την πήγαν στο αστυνομικό τμήμα της οδού Corsini της σκέπασαν το πρόσωπο της αφαίρεσαν καρφίτσα, σκουλαρίκια δαχτυλίδι, ρολόι. Δεν τα ξαναείδε ποτέ. Ταυτόχρονα όμως ομολογεί και τις ανθρώπινες συμπεριφορές των αστυνομικών στην περίοδο της κράτησής της, να της προσφέρουν, βιβλία, τρόφιμα, μπύρα, να προθυμοποιηθούν ώστε να πλυθεί.
Η Anna Laura Braghetti έμεινε στις Ερυθρές ταξιαρχίες κάτι λιγότερο από τέσσερα χρόνια. Ακολούθως, παρέμεινε 15 χρόνια, έγκλειστη, τέσσερα από αυτά υπό πολύ οδυνηρές συνθήκες στη Voghera. To ’94 της δόθηκε άδεια να εργάζεται τα πρωινά και το βράδυ να επιστρέφει στο κελί της. Αποκήρυξε την οργάνωση, δεν κατέδωσε κανένα πρώην σύντροφο, ώστε να τύχει των ευεργετικών διατάξεων για τους ανανήψαντες και παρέχοντες πληροφορίες. Το βιβλίο της, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ιστορίας της νεότερης Ιταλίας και δείγμα για τις ακρότητες που μπορεί να πράξει ο άνθρωπος, ως πολιτικό ζώο. Είτε ως τμήμα της εξουσίας, είτε ως εχθρός της.