Author: Νικόλας Σ. Ζαλμάς

  • Πεταλούδες και αετοί

    Θα ήταν ανακριβές αν έλεγα ότι ενοχλήθηκα από το χθεσινό αποτέλεσμα στην Καζάν Αρένα.

    Αντιθέτως το εξέλαβα ως μια αποκατάσταση, σαν ένα είδος δικαιοσύνης. Δεν ήταν μόνο που έχασαν οι Γερμανοί, ήταν που αποκλείστηκαν και από την συνέχεια του τουρνουά. Ήταν επίσης που τερμάτισαν τελευταίοι και που σκόραραν μονάχα δυο φορές, ενώ εισέπραξαν τεμάχια τέσσερα, σε τρία ματσάκια. Διότι δεν είχαν απέναντί τους τίποτα υπερομάδες.

    Πανωλεθρία και καταστροφή για την Nationalmanschaft που πήγε στη Ρωσία με ηθικό και ελπίδες να διατηρήσει το στέμμα. Αν όμως χάνεις από το Μεξικό, κερδίζεις με ανατροπή στα βαθιά καθυστέρια την Σουηδία και πας στον κρίσιμο τελευταίο αγώνα με την Κορέα η οποία σκοράρει μετά το 90’ και στην συνέχεια άλλη μια φορά, όταν ο τερματζής σου τη βλέπει μπακότερμα φουνταριστό, φεύγεις από το Καζάν ντροπιασμένος.

    Έτσι συμβαίνει βαθιά στην Ρωσία, όπου οι Τεντέσκοι δεν τα καταφέρνουν. Όσο Τεντέσκικη ομάδα είναι τέλος πάντων τούτη. Διότι το Mario Gómez García ακούγεται Ισπανικό, το İlkay Gündoğan Τούρκικο όπως και το Mesut Özil, οι οποίοι  παρεμπιπτόντως φωτογραφήθηκαν και οι δυο με τον νικητή των πρόσφατων Τουρκικών προεδρικών εκλογών. Για δε τον Jérôme Agyenim Boateng η Γκανέζικη καταγωγή του είναι σαφώς πιο προφανής, από ότι η Τυνησιακή του Sami Khedira.

    Ενοχλεί κάποιους αυτό το εθνικό μωσαϊκό, καθώς ενισχύει ολοένα τους ισχυρούς και αποδυναμώνει τους αδύνατους, ενώ μπορεί να πάρει και άλλες διαστάσεις. Διότι δεν φαντάζομαι ότι γηγενής Ελβετός θα κάνει πεταλούδες και αετούς με τις παλάμες του σαν σκοράρει απέναντι στη Σερβία. Ε;

  • …περί (κομματικής) αποκαταστάσεως

    Δομνίστα Ιούνιος 1942, Μεσούντα Ιούνιος 1945, Περισσός Ιούνιος 2018.

     

    Πόσοι Έλληνες να γεννήθηκαν τον Ιούνιο του ’45; Όσες, περίπου, Ελληνίδες γονιμοποιήθηκαν περί τον Οκτώβριο του ’44. Τότε που οι Γερμανοί αφήσαν πίσω τους ερείπια, θάνατο, απόγνωση και έσερναν τα βήματά τους προς την ολοκλήρωση της καταστροφής που είχαν φέρει στην Ευρώπη.

    Έτσι λένε οι αριθμοί. Εννιά μήνες βαστά η κύηση στο ανθρώπινο είδος. Εκείνοι οι συγκεκριμένοι εννιά μήνες, που ξεκίνησαν με την απελευθέρωση, ήταν και οι τελευταίοι του Θανάση Κλάρα. Γνωστότερου και ως Άρη Βελουχιώτη.

    Χρονικό διάστημα αρκετό, ώστε να γίνει από πολέμαρχος, δηλωσίας, να μετατραπεί από ηγέτης σε  μιζέρια, από καπετάνιος σε τυχοδιώκτη. Και από το μπαλκονάκι της Λαμίας που τόσα πρόβλεψε εκείνη την μέρα της χαράς, να καταλήξει σε ενέδρα δίπλα στο Αχελώο.

    Ακολούθως η κεφαλή του αναρτήθηκε σε φανοστάτη των Τρικάλων, ενδεικτικό της αγριότητας της εποχής. Έκλεινε έτσι μια εποχή. Και άνοιγε μια άλλη. Στο ίδιο πλαίσιο βίας, με τον ίδιο τρόπο. Με αίμα, με βαθύ διχασμό.

    Λίγο πριν τα σαράντα του χρόνια, ο Θανάσης Κλάρας περνούσε στην Ιστορία, ως μια ακόμα σφόδρα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα μέσα σε ένα ισχυρό στρόβιλο εξελίξεων.

    Τον φετινό Ιούνιο, το Κ.Κ.Ε. με μια αράδα, τον αποκατέστησε, κομματικά, μετά από 73 χρόνια. Το 2011, τον είχε αποκαταστήσει ιστορικά. Για όσους αναρωτηθούν ποια η διαφορά των αποκαταστάσεων η απάντηση έρχεται μέσα από τους μηχανισμούς και τα ανακλαστικά του κόμματος.

    Έτσι από εκεί που η επίσημη θέση ήταν: «…ούτε μπουκιά ψωμί, ούτε γουλιά νερό στο δηλωσία Άρη Βελουχιώτη», περνάμε μετά από 73 τέρμινα και στην πολιτική αποκατάσταση. Με μια αράδα. Είναι να αναρωτιέται κανείς αν ο πολέμαρχος θα την επιθυμούσε.

    Στη Μεσούντα, τον Ιούνιο του ’45, του ‘ρθαν, όπως λέγεται, τα μαντάτα της καταδικαστικής απόφασης και από το κόμμα. Διότι οι «άλλοι», τον είχαν καταδικάσει από τον Ιούνιο του ’42, τότε, που σήκωσε το λάβαρο στη Δομνίστα.

    Δομνίστα Ιούνιος 1942, Μεσούντα Ιούνιος 1945, Περισσός Ιούνιος 2018. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν νικητές. Μονάχα ζωντανοί, νεκροί και ηττημένοι.

  • …και χωρίς να το ζητήσει

    Από τους λίγους που μπορώ να συνεννοηθώ, από τους ελάχιστους που καταλαβαινόμαστε, ήρθε με ανάμεικτα συναισθήματα, ακροβατώντας ανάμεσα στη χαρά και στη λύπη. Τον ένιωσα, καθώς κοιτιόμασταν κατάματα.

    Και τι μου εδήλωσε;

    Πως ένα από τα βλαστάρια του, το μεσαίο, θήλυ το φύλον, νόστιμον ήμαρ και με μια αλλόκοτη, απόμακρη γοητεία, καθότι πλάσμα ολίγον μυστηριώδες, εργαζόμενο εις την μνημονιακήν Ελλάδα, έτυχεν αυξήσεως του μισθού του.

    -«…και χωρίς να το ζητήσει» κατέληξε εμφατικά ο δικός μου.

    -«να κάτι ευχάριστο» μουρμούρισα

    -«έτσι το αντιμετώπισα κι εγώ στην αρχή» ψέλλισε

    -«και τι άλλαξε στη συνέχεια;»

    -«Κοίτα, για να είμαστε όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικοί, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι πρώτον εργάζεται, δεύτερον, αμείβεται, τρίτον αμείβεται στην ώρα της, τέταρτον επαγγελματικώς κάνει αυτό που ήθελε, αυτό που σπούδασε και πέμπτο ότι εδώ και ένα χρόνο έχει απολύτως αυτονομηθεί. Συνεπώς στην δίνη που ζούμε όλα τούτα συνιστούν γκραν σουξέ. Στα καπάκια έρχεται και η επιβράβευση του εργοδότη, οπότε μιλάμε για ευτυχία. Ε;»

    -«καλά τα λες»

    -«υπάρχουν όμως και αλλά»

    -«για, πέστα»

    -«Εργάζεται ένα δεκάωρο την ημέρα, εργάζεται αρκετά Σαββατοκύριακα, έχει αποτελματωθεί σε ένα καθεστώς έλλειψης προσωπικής ζωής και κυρίως απομακρύνεται από ένα χρονικό πλαίσιο που η προηγούμενη γενιά έσιαχνε. Και δεν εννοώ κεραμίδια και περιουσίες. Εννοώ ουσιαστικά στηρίγματα. Τον άνθρωπό σου, ή έστω αυτόν που θαρρείς ως άνθρωπό σου. Δεν μιλώ για στεφανοσύμφωνα, παππά και κουμπάρο. Κάνω λόγο για κάτι ουσιαστικότερο από όρκους και χαρτιά. Μα να, από την μια είμαστε ευγνώμονες που δεν μαραζώνει τα νιάτα της στην ανεργία, και από την άλλη ποιος θα της πεί “τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα”; μέσα στον χρόνο που την καταπίνει; Για να στο κάνω λιανά, αυτό που καταλαβαίνω, είναι πως ολάκερη η γενιά της, χάνεται. Χάνεται απομονωμένη, μοναχική σε ένα όργιο επικοινωνίας»

    -«…ρε δικέ μου, δεν κάνεις το σταυρό σου που το κορίτσι έχει την υγειά του, τη δουλειά του και τη σειρά του ενώ ολόγυρα, υφαίνεται μια ολοένα κλιμακούμενη κοινωνική πολεμική;»

    -«Συνεννοηθήκαμε θαρρώ, σαν να λέμε τα ίδια, με άλλους τρόπους» μουρμούρισα, καθάρισα το ξυράφι, έριξα μια τελευταία ματιά στο είδωλο του καθρέφτη και έσβησα το φως.

    Έξω ξημέρωνε.

  • O λύκος και ο κόκκινος Πωλ

    Πώς μια σθεναρή άρνηση μπορεί να γίνει πιο σημαντική από μια μεγάλη διάκριση

     

    Απαιτούνται τεράστια αποθέματα θάρρους και αντίστοιχη αυτοκυριαρχία για να παραιτηθείς, στα 29 σου χρόνια από αρχηγός της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου λόγω πολιτικών διαφωνιών. Ειδικά όταν απέναντί σου στέκεται  το τέρας της στρατιωτικής δικτατορίας του Jorge Rafael Videla.

    Σχεδόν ένα χρόνο πριν το εναρκτήριο σφύριγμα του παγκοσμίου κυπέλλου Ποδοσφαίρου του ’78, του επονομαζόμενου και ως κυπέλου της ντροπής, ο Capitán της Αργεντινής, Jorge Carrascosa, εγκαταλείπει την εθνική ομάδα, εκφράζοντας τη αντίθεσή στη χούντα της χώρας του.

    Στις 25 Ιουνίου του ’78 ο διάδοχός του, o επόμενος αρχηγός της Αργεντίνικης ομάδας, Ο Daniel Passarella στα 25 του χρόνια, σήκωσε το βαρύτιμο κύπελλο ενώπιον 71.483 αλαλαζόντων συμπατριωτών του. Ανάμεσα τους ήταν και ο στρατηγός Videla.

    Μόλις ένα χιλιόμετρο μακριά, σε ευθεία γραμμή από το στάδιο  Μονουμεντάλ που διεξήχθη ο τελικός, βρισκόταν η ESMA, η σχολή μηχανικών του στρατού, η οποία μετά το πραξικόπημα ήταν ένα από τα κολαστήρια, όπου βασανίζονταν ή κατά προτίμηση εξαφανίζονταν πολίτες αντίθετοι με το καθεστώς. Οι κρατούμενοι υποχρεώθηκαν να ζητωκραυγάσουν για την νίκη της albiceleste.

    Χρόνια αργότερα ο El Gran Capitán, ο μεγάλος αρχηγός όπως απεκλήθη ο Passarella, φέρεται δηλώσας πως: «Αν ήξερα πραγματικά τι συνέβαινε στη χώρα μου, ούτε εγώ θα είχα φορέσει την φανέλα της εθνικής ομάδας». Οκτώ χρόνια αργότερα πάντως στο Μεξικό, και ενώ η συνταγματική τάξη στην Αργεντινή είχε αποκατασταθεί ήταν παρών αν και αγωνιστικά παραγκωνισμένος από τον προπονητή Carlos Bilardo. Παρόλα αυτά, έγινε ο μόνος παίκτης που συμμετείχε και στις δύο ομάδες της Αργεντινής που κέρδισαν το Παγκόσμιο Κύπελλο.

    Μια διάκριση που ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει ο Jorge Carrascosa, ο βραχύσωμος σκληροτράχηλος αμυντικός γνωστός και με το παρονόμι el lobo. O λύκος. Απέκτησε όμως ένα πολύ σπάνιο είδος σεβασμού και μια μοναδική αξιοπρέπεια.

    Δεν ήταν όμως τόσο μοναχική η εμβληματική μορφή του Carrascosa που αρνήθηκε να παίξει σε εκείνο το Μουντιάλ. Ήταν και ο Paul Breitner o επιτελικός μέσος της Nationalmanschaft. Παίκτης με περγαμηνές και διαφορετικός. Σε μια Ευρώπη που από το τέλος της δεκαετίας του ’60 φούντωνε η αμφισβήτηση, ο Γερμανός παίκτης της Bayern πήγαινε στις προπονήσεις έχοντας υπό μάλης το κόκκινο βιβλιαράκι του μεγάλου τιμονιέρη. «Όταν ήμουν 16 χρονών ο θάνατος του Che είχε τεράστια επίδραση πάνω μου», είχε πει.

    Πόστερ του μεγάλου τιμονιέρη, στο φόντο, τα νέα του Πεκίνου και το τετράποδο boxer παρά πόδα. Paul ο κόκκινος Breitner.

    Αρνήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία και για ένα χρόνο καθάριζε στρατιωτικές  τουαλέτες όταν η γενιά του έκτιζε εμπειρίες στα γήπεδα. Φωτογραφήθηκε μπροστά από πόστερ του Μάο και δήλωσε: «δεν αισθάνομαι Γερμανός, δεν αισθάνομαι καν Βαυαρός». Δεν άργησαν να του προσάψουν το: «κόκκινος Πωλ». Κι όλα τούτα σε μια Δυτική Γερμανία που τότε έβραζε από τις ενέργειες της Φράξιας Κόκκινος Στρατός.

    Περιέγραψε την Bayern ως μια «νέα πλούσια αριστοκρατία» και συνέχισε λέγοντας: «Η Bundesliga είναι μεγάλη επιχείρηση. Σχεδόν όλα περιστρέφονται γύρω από τα χρήματα. Δεν υπάρχει χώρος για σοσιαλισμό. Η όλη δραστηριότητα των μεταγραφών είναι παράνομη, αντίθετη με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βασική ανθρώπινη αξιοπρέπεια ».

    Μετά από όλα αυτά, θα ήταν κάπως δύσκολο να ακολουθήσει την αποστολή της χώρας του στο Μουντιάλ του ’78. Αν και τέσσερα χρόνια νωρίτερα στο Ολυμπιακό στάδιο του Μονάχου είχε στεφθεί  παγκόσμιος πρωταθλητής, αρνήθηκε να παίξει στα γήπεδα της Αργεντινής για λόγους πολιτικούς και ηθικής τάξεως.

    Βέβαια, παραμένει ακόμα ανερμήνευτο, πως μια τέτοια προσωπικότητα δέχτηκε να μεταγραφεί και να παίξει για την Ρεάλ, ειδικά εκείνη τη χρονική περίοδο, μεσούντος του καθεστώτος του Καουντίγιο.

    Για να κλείσουμε το θέμα, περί του ηθικού πλαισίου και των πολιτικών ευαισθησιών του  Μουντιάλ  του ’78, σε μας τουλάχιστον, που το ζήσαμε πολύ νέοι με τις μαυρόασπρες τηλεοπτικές εικόνες του Mario Kempes, να θυμηθούμε και τη δήλωση του Ricardo Villa που είχε δυο συμμετοχές ως αναπληρωματικός σε εκείνο το τουρνουά:  «Ήμουν ένα μαλακισμένο που δεν έβλεπε πιο μακριά από την μπάλα».

    Πλην όμως και εκείνες οι εμφανίσεις του βοήθησαν ώστε να πάρει μεταγραφή, να βρεθεί στο Λονδίνο, να παίξει για την Totenham μαζί με τον συμπατριώτη του Osvaldo Ardiles. Εκεί θα βιώσουν μια πολύ περίεργη συνθήκη μετά την έναρξη του πολέμου των Falkland ή Malvinas κατά τους Αργεντινούς.

    Δύσκολο, πολύ δύσκολο να μείνουν τα σπορ εκτός πολιτικής, όσο βολικό και αν φαίνεται όταν απομακρύνονται.

  • Αίας & Αργώ

    Φλεβάρης του ’73. Η καλύτερη ποδοσφαιρική ομάδα της Ευρώπης εκείνης της εποχής, ο Άγιαξ από το Άμστερνταμ της Ολλανδίας, έρχεται για δυο φιλικά παιχνίδια στην Ελλάδα.

    Στις 14 στην Τούμπα απέναντι στον Π.Α.Ο.Κ. και στις 16 στο Καραϊσκάκη με αντίπαλο τον Ολυμπιακό. Η Ολλανδική ομάδα, έχει δυο συνεχείς κατακτήσεις του κυπέλλου Πρωταθλητριών, που σήμερα αποκαλείται Champions League. Την πρώτη στις 2 Ιουνίου του ’71 με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό του Φέρεντς Πούσκας στο παλιό Wembley των δυο πύργων και την δεύτερη, την τελευταία μέρα του Μαΐου του ΄72, που φιλοδώρησε επίσης με δυο τεμάχια την Ίντερ στο Ρότερνταμ. Στον πάγκο των Ολλανδών κάθεται ο Στέφαν Κόβατς, ο οποίος  συνεχίζει και αξιοποιεί το δόγμα του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου που έφερε στο σύγχρονο ποδόσφαιρο ο Ρίνους Μίχελς.

    Στο πρώτο παιχνίδι μέσα στην κατάμεστη Τούμπα οι δυο ομάδες έρχονται ισόπαλες, αλλά είναι γενική η εντύπωση πως ο Άγιαξ παίζει σε αυτό που περιγράφουμε στις μέρες μας ως σέιφ μόουντ. Μολοντούτο γεμίζει και το Καραϊσκάκη, όπου ο Ολυμπιακός θα γνωρίσει την ήττα με 2 – 1. Πελώριο αστέρι των Ολλανδών ο Johan Kruyff, ο οποίος θα αποχωρήσει και στα δύο παιχνίδια στο πρώτο ημίωρο.

    Πριν την έναρξη του αγώνα, οι δύο αρχηγοί θα φωτογραφηθούν ανάμεσα στο διαιτητικό τρίο με φόντο τις γεμάτες κόσμο κερκίδες. Ο Ολλανδός τρεισήμισι μήνες αργότερα θα σηκώσει και το τρίτο του Πρωταθλητριών στο Βελιγράδι κόντρα στις ασπόμαυρες φανέλες της Vecchia Signora.  Στο τέλος της σεζόν, στα 26 του χρόνια  θα αφήσει το νεφοσκεπές Άμστερνταμ για την ηλιόλουστη Βερκελώνη, συνεχίζοντας μια μοναδική καριέρα, με το 14 στην πλάτη.

    Ο Έλληνας πριν κλείσει τα 22 του χρόνια, έχει τη βαριά ερυθρόλευκη φανέλα με το 10, είναι αρχηγός στην ομάδα του λιμανιού και όλα προμηνύουν μια λαμπρή καριέρα. Στο ελληνικό πλαίσιο το κατάφερε. Τρία πρωταθλήματα και τρία κύπελλα με την ομάδα του Πειραιά είναι σπουδαία συγκομιδή.

    Θεωρείται βέβαιο όμως, ότι μπορούσε πολύ περισσότερα. Το πλούσιο ταλέντο που τον προίκισε η φύση θα είχε ευδοκιμήσει σε πολύ ανώτερα επίπεδα αν είχε καλλιεργηθεί σε χώρα με άλλη ποδοσφαιρική κουλτούρα. Ίσως και στο επίπεδο του εικονιζόμενου δεξιά του εκείνo το απόγευμα του Φλεβάρη. Ίδιας περίπου σωματοδομής, αδύνατοι, ταχείς, με απρόσμενη ντρίπλα, έφερναν στο γήπεδο το θέαμα και την μαγεία που ποθούσε ο θεατής. Ήταν ο λόγος να αγοράσεις εισιτήριο, ήταν η αιτία να κάτσεις στις παγωμένες τσιμεντένιες κερκίδες.

    Ο Κρόιφ ξεκίνησε και διέπρεψε σε μια ομάδα που έφερε ως όνομα τον Έλληνα μυθικό ήρωα, Αίαντα τον Τελαμώνιο, ο οποίος ύφανε τον μύθο του στην εκστρατεία της Τροίας. Ο Δεληκάρης ξεκίνησε την καριέρα του στον Αργοναύτη Πειραιά, που ως έμβλημα είχε την Αργώ, άλλο ένα λαμπρό και αλληγορικό κομμάτι της πλούσιας ελληνικής μυθολογίας.

    Ο Κρόιφ έκλεισε τον κύκλο του ως ποδοσφαιριστής το ’84 στα 37 του χρόνια, στην μεγάλη αντίπαλο του Άγιαξ, την Φέγιενορντ. Ο Δεληκάρης το ’82 στα 30 του, ενώ ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου που πήρε μεταγραφή από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό. Δεν αποκάλυψε ποτέ γιατί σταμάτησε τόσο νωρίς.

    Ο Κρόιφ συνέχισε στο χώρο ως προπονητής, δρέποντας διακρίσεις στο ανώτατο επίπεδο, ζώντας μια ανάλογη ζωή. Ο Δεληκάρης εξαφανίστηκε από το ποδόσφαιρο, από τα φώτα της δημοσιότητας, βιώνοντας και μεγάλα προβλήματα οικονομικού περιεχομένου.

    Εκείνη την Παρασκευή της 16ης του Φεβρουαρίου του ’73, οι δυο νέοι ποδοσφαιριστές, βρέθηκαν για πρώτη και τελευταία φορά αντίπαλοι έστω και σε φιλικό παιχνίδι. Το μέλλον ήταν δικό τους γεμάτο από υποσχέσεις που σπανίως μοιράζονται από την τράπουλα της τύχης.

    Ο Κρόιφ θα εγκαταλείψει τα εγκόσμια τον Μάρτιο του ’16, στα 68 του μετά από αρκετές περιπέτειες με την υγεία του. Ο Δεληκάρης λέγεται ότι μετά τα οικονομικά πλήγματα που δέχτηκε οδηγούσε ταξί για να εξασφαλίσει τον επιούσιο. Στην μοναδική του δημόσια εμφάνιση το ‘05, δήλωσε πως ήταν λάθος κίνηση η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό.

    Πέντε μέρες μετά το παιχνίδι, την 21η Φεβρουαρίου, άρχιζε στην Ελλάδα, η πιο μαζική και έντονη αμφισβήτηση του καθεστώτος, με την πρώτη κατάληψη της Νομικής σχολής.

    Τέλος, 44 χρόνια μετά από εκείνο το φιλικό, Φλεβάρης ήταν πάλι, έχασε την μάχη με τον καρκίνο, στα 73 του, ο Πητ Κάιζερ, αρχηγός στον Άγιαξ, μετά την αποχώρηση του Κρόιφ  για την Βαρκελώνη. Παρών σε όλους τους τελικούς στο Πρωταθλητριών, παρών και στο Καραϊσκάκη όπου σκοράρισε στο 5′ το 0 -1. Αριστερό εξτρέμ που αρκετοί τον θεωρούσαν ισάξιας ποδοσφαιρικής αξίας με τον Κρόιφ.

  • 21η Ιουνίου

    Γύριζε η μπίλια πάνω στη ρουλέτα του χρόνου. Τέσσερις φορές την 21η Ιουνίου ήρθε και κάθισε  σε ονοματεπώνυμα και γεγονότα που αξίζει να θυμηθούμε.

     

    Την Τετάρτη 21η Ιουνίου του 1905, έρχεται στη ζωή, στο Παρίσι ο Jean-Paul Sartre. Μεγαλώνει ορφανός από πατέρα, σπουδάζει φιλοσοφία και έκτοτε θα κάνει τα πάντα για να προσφέρει στη λέξη αμφισβήτηση, νέα σημασία. Ζει και εργάζεται με πολλές, ενδιαφέρουσες ιδιότητες. Καθηγητής, συγγραφέας, σεναριογράφος, ακτιβιστής, διανοούμενος, υπαρξιστής, αντιστασιακός.

    Ήταν εκείνος που είπε: «Κόλαση είναι οι άλλοι»

    Θα αρνηθεί την παρασημοφόρηση από τo γαλλικό Τάγμα της τιμής, καθώς και το βραβείο Νομπέλ λογοτεχνίας. Θα σταθεί απέναντι στους πολέμους της Ινδοκίνας, της Αλγερίας, στον ιμπεριαλισμό των Η.Π.Α. Θα υποστηρίξει την επανάσταση στην Kούβα και τον Παρισινό Μάη, θα δικαιολογήσει την Παλαιστιανιακή βία,  θα επισκεφτεί τον A. Baader, ηγετικό στέλεχος της ενόπλου κινήματος R.A.F. Πενήντα χιλιάδες πολίτες θα τον συνοδεύσουν τον Απρίλιο του ’80 στο κοιμητήριο του Montparnasse.

    Παρασκευή 21η Ιουνίου του ‘35 γεννιέται η Francoise Quoirez. Θα γίνει ευρύτερα γνωστή ως Φρανσουάζ Σαγκάν. Το λογοτεχνικό της επώνυμο, επειδή ο πατέρας της δεν επιθυμούσε να δει το Quoirez πάνω στα βιβλία της, το δανείστηκε από τον δανδή πρίγκιπα Σαγκάν ήρωα του Προυστ, στο «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Ήταν κορίτσι με αστική καταγωγή και σχολική, φοιτητική πορεία ανάμεσα σε αποβολές και αποτυχίες.

    Λέγεται πως όταν οι φοιτητές στον Παρισινό Μάη, την κατηγόρησαν ότι έκανε ένα πέρασμα από το Οντεόν, με Μαζεράτι, εκείνη απάντησε: «Λάθος κάνετε, Φεράρι, ήταν»

    Όλα τούτα, σε τίποτα δεν την εμπόδισαν να διαγράψει μια ξεχωριστή λογοτεχνική καριέρα, ξεκινώντας με το «Καλημέρα Θλίψη» στα 19 της μόλις χρόνια. Την περιέγραψαν με διάφορους τρόπους. «Ένα γοητευτικό μικρό τέρας», «Η Κοκό Σανέλ της λογοτεχνίας», «σεξ, ναρκωτικά και λογοτεχνία». Δεν θα προσέξει ιδιαίτερα τη δημόσια εικόνα της. Θα ζήσει ασύμβατα, θα συγγράψει τρεις δεκάδες μυθιστορημάτων στο ίδιο, περίπου, μοτίβο. Το τέλος της δεν είχε τίποτα από την λαμπρότητα των νιάτων της.

     

    Το απόγευμα της  Κυριακής 21η Ιουνίου 1942, ο επικεφαλής των Γερμανικών δυνάμεων στο μέτωπο της Αφρικής, Erwin Rommel εισέρχεται στο Τομπρούκ. Αιχμαλωτίζει 32.000 βρετανικά στρατεύματα και ένα τεράστιο όγκο από προμήθειες. Το παρανόμι που του αποδόθηκε, «η αλεπού της ερήμου» ήταν απολύτως περιγραφικό.  Την επόμενη μέρα ο Α. Χίτλερ τον προβιβάζει σε στρατάρχη.

    Στην πρώτη γραμμή του πεδίου μάχης.

    Μόλις 28 μήνες αργότερα, ο Χίτλερ έχοντας γλυτώσει ως εκ θαύματος της απόπειρα δολοφονίας από τον φον Στάουφενμπεργκ  θα στείλει στον Ρόμμελ δυο στρατηγούς με  μια επιστολή, ένα χάπι υδροκυανίου και τρεις επιλογές. Ο στρατάρχης, ανάμεσα στα λαϊκά δικαστήρια και τον απαγχονισμό από χορδές πιάνου, προτίμησε το χάπι. Ετάφη με τιμές, κανείς δεν πείραξε την οικογένειά του, στην οποία δόθηκε και σύνταξη.

     

    Κυριακή 21 Ιουνίου 1970. Μπροστά σε 107.412 θεατές που είχαν καταλάβει κάθε γωνιά στο στάδιο των Αζτέκων στην πόλη του Μεξικό και πολλά εκατομμύρια τηλεθεατών, ο Giacinto Facchetti στα 28 του χρόνια καπιτάνο της Σκουάντρα Αντζούρα και ο 26χρονος Carlos Alberto Torres ο «Capitão do Tri», ο αρχηγός των Βραζιλιάνων ανταλλάσσουν χειραψία λίγα λεπτά πριν αρχίσει ο τελικός του 9ου Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου.

    Η στιγμή.

    Ενενήντα λεπτά αργότερα, το jogo bonito, το όμορφο παιχνίδι των Βραζιλιάνων θα έχει κερδίσει κατά κράτος το κατενάτσιο και το παιχνίδι σκοπιμότητας των Ιταλών. Το έπαθλο Ζυλ Ριμέ θα πάει για πάντα στην τροπαιοθήκη της Βραζιλιάνικης Ομοσπονδίας. Εκείνος ο τελικός αποθεώθηκε ως μια από τις πιο λαμπρές στιγμές του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Και το τέταρτο γκολ των Βραζιλιάνων, ήταν ένα αριστούργημα δύναμης και τεχνικής που πέτυχε ο αρχηγός.

  • Ο τελευταίος Μάης

    Σε ένα κάποιο σημείωμά μου, ανάμεσα σε εκείνους που εκδήλωσαν την άποψή τους ότι τους άρεσε εντόπισα και το όνομα Αχιλλέας Σωτηρέλλος. «Ρε, ο Αχιλλέας»! μουρμούρισα.

    Ω της μεγάλης συμπτώσεως δε, λίγες ώρες αργότερα, επεστράφησαν σπίτι λίγα δανεισμένα βιβλία, και μαζί τους κάποια άλλα προς ανάγνωση. Ένα από αυτά είχε τίτλο «Ο τελευταίος Μάης», υπότιτλο Αστυνομικό μυθιστόρημα και συγγραφέας ήταν, ο Αχιλλέας Σωτηρέλλος.

    Ούτως ή άλλως θα το διάβαζα, αλλά οι δυο απανωτές αναφορές του ονοματεπώνυμου, μετά από τόσα χρόνια, επέβαλαν σχεδόν την ανάγνωση

    Ήξερα και εκτιμούσα τα αρκετά μεγαλύτερα, ηλικιακά, αδέλφια του, με τα οποία χαθήκαμε στην δύνη της καθημερινότητας, αλλά με τον ίδιο δεν κάναμε ποτέ παρέα. Τον θυμάμαι νήπιο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, και ‘γω στα 25μου.

    Να, λοιπόν, ο τελευταίος Μάης του, που μου κράτησε συντροφιά 2- 3 εικοσιτετράωρα, και για μην μακρηγορούμε για την ετυμηγορία, το φχαριστήθηκα.

    Κατ’ αρχάς δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι ο χαρακτηρισμός αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ακριβής. Και για τις δυο λέξεις. Ναι έχει κεντρικό πρόσωπο αστυνόμο, ναι είναι φιξιόν ιστορία, αλλά γρήγορα πάει αλλού. Είναι ευθύς αμέσως αντιληπτό, ότι χρησιμοποιεί το φιξιόν στοιχείο για να περάσει τα μηνύματα για την εποχή του, να κάνει τις κρίσεις του για όσα ζούμε.

    Όπως και να έχει, με τα αστυνομικά δεν με διακρίνει σφικτή σχέση. Είχα ενδώσει σε αυτά μέσω Τζέιμς Τσέηζ, στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και στις αρχές της επόμενης. Έρχονταν μέσω των εκδόσεων Βίπερ και τότε έκρινα πως ήταν πιο ενδιαφέροντα από αυτά που έπρεπε να διαβάζω, για τις σχολικές υποχρεώσεις. Όχι πως δεν ήταν, δηλαδή.

    Ακολούθως ελάχιστα από Γιάννη Μαρή, ακόμα λιγότερα από Τζίμυ Κορίνη, ένα μικρό δείγμα από Αγκάθα Κρίστι και προσφάτως μια ελάχιστη δόση από τον επιθεωρητή Σάλβο Μολνταμίνι, κεντρικό ήρωα του Aντρέα Καμιλέρι. Λίγα διαβάσματα, συνεπώς και λίγες παραστάσεις περί αστυνομικών.

    Στο προκείμενο, ο Αχιλλέας, στήνει την πλοκή του, πάνω στην σύγχρονη, μνημονιακή Ελλάδα. Αντλεί το σύνολο των στοιχείων του από την επικαιρότητα.

    Μοιραία η δημιουργία του έχει πολλά πρόσωπα, από όλον τον καμβά της κοινωνίας. Ανοίγει το σενάριό του σε κάθε σχεδόν κοινωνική  πτυχή. Παρελαύνουν εύποροι και πένητες, αντικαθεστωτικοί και περιθωριακοί, αστυνόμοι και μπάτσοι, δημοσιογράφοι και φοιτητές, νυχτόβιοι και συνηθισμένοι.

    Αφήνει συνειδητά την πραγματικότητα να αποκαλύπτεται, μέσα από ένα φανταστικό σενάριο, με πιστότητα, και έντεχνα κάνει τις παρατηρήσεις του για αυτό που ζούμε. Αναγκαστικά στηρίζεται και στο φιξιόν στοιχείο του, κρατώντας το ρυθμό του μυθιστορήματός. Σφυροκοπά όμως όλο το χαμηλό επίπεδο της πραγματικής σκηνής όπου ο καθένας μας παίζει το ρόλο του, είτε συνειδητά, είτε διότι μόνον αυτό μπορεί, διότι μόνον αυτό αντέχει. Περιγράφει παραβολικά και τολμηρά.

    Πολύ, ίσως, επιτηδευμένη και ραφιναρισμένη η παρουσία, του αστυνόμου, του κεντρικού του ήρωα, με την έννοια ότι προφανώς αυτή η πολυσύνθετη, ευφυής, τολμηρή, ευαίσθητη, αλλά ταυτόχρονα και υπηρεσιακή μορφή του, είναι δύσκολο να την συναντήσουμε, για το θέσω έτσι διακριτικά.

    Τούτο δεν αποτελεί μομφή για την αφήγηση, εξάλλου η παγκόσμια αντίστοιχη βιβλιογραφία βρίθει τέτοιων χαρακτήρων.

    Λιτό και όμορφο, αιχμηρό και όχι εύπεπτο το σύνολο του δημιουργού, ό,τι πρέπει για θερινό ανάγνωσμα, θα κρατήσει συντροφιά τόσο με την πλοκή του όσο και με τις ενδοσκοπικές παρατηρήσεις του δημιουργού του, για όσα ζούμε στην εποχή μας.

  • Τράπεζες

    …σου φυλάν τις καταθέσεις, σου δίνουν κάτι για αυτές, στην ανάγκη σου, πάνω, σε δανειοδοτούν

     

    Στην δεκαετία του ’60, δεν γνωρίζω για αργότερα ή για νωρίτερα, οι μαθητές των Δημοτικών είχαν λιώσει πολλά μολύβια ώστε να γράφουν εκθέσεις με τίτλο: «Τα αγαθά της αποταμιεύσεως». Κάθε 31η Οκτωβρίου, αυτό, που ήταν η παγκόσμια μέρα της Αποταμίευσης. Και δώστου κουμπαράδες και γουρουνάκια και τα εργατικά μυρμήγκια και τους τεμπέληδες τραγουδιάρηδες τζίτζικες, να κοσμούν τις παραστάσεις των νεοεισαχθέντων στο σχολικό κουβάρι και στο ανηφόρι της ζωής.

    Ήταν το σμίλευμα μιας συνείδησης και πιο πίσω, στο φόντο, ήταν η Τράπεζα. Το ίδρυμα που σου φυλάει τις καταθέσεις, που σου δίνει κάτι για αυτές, που στην ανάγκη σου, πάνω, σε δανειοδοτεί. Για να σπείρεις το χωράφι σου, για να βοηθήσεις το μαγαζί σου, να φτιάξεις το σπίτι σου. Έτσι καταλαβαίναμε τότε, διότι αυτά μας έλεγαν.

    Oι τράπεζες στεγάζονται σε επιβλητικά ή σε μοδάτα κτίρια. Εκεί εργάζονται τραπεζικοί. Διοικούνται από τους τραπεζίτες. Κι όπως έχουν γνωμοδοτήσει πιο ανοιχτομάτηδες από μας: «Ο τραπεζίτης, είναι ένας τύπος που σας δανείζει την ομπρέλα του όταν ο ήλιος λάμπει, αλλά τη θέλει πίσω, το λεπτό που αρχίζει να βρέχει».
    Κάποιος άλλος το είδε ακόμα πιο επιθετικά: «Ο καλός τραπεζίτης είναι σαν το καλό τσάι. Μπορεί να εκτιμηθεί μόνον μέσα στο καυτό νερό». 
    Ακόμα πιο  αιχμηρός στο θέμα εμφανίζεται ο Bertolt Brecht καθώς διερωτάται: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας, μπροστά στην ίδρυσή της;»

    Όποια και να είναι η απάντηση, απ’ όσα μας λένε οι Ιστορικοί, οι Τράπεζες, με την ευρύτερη έννοια του όρου υπήρχαν, παρείχαν υπηρεσίες παλαιόθεν. Στην ερώτηση πόσο παλαιόθεν, η απάντηση είναι ότι έχουμε μαρτυρία, πως από το 3400 π.Χ. ο Ερυθρός Ναός στην Ουρούκ της Χαλδαίας στην Μεσοποταμία, λειτουργούσε και ως τράπεζα. Στην αρχαία Ελλάδα επίσης οι ναοί εκτελούσαν χρέη τραπεζών, όπως ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών και του Απόλλωνος στους Δελφούς. Με τόσο παλιές ρίζες το τραπεζικό σύστημα είναι προφανές ότι αποτελεί ένα πολύ ισχυρό στοιχείο κάθε, σχεδόν, κοινωνίας.

    Σε μια σφικτή οικονομία, όπως ήταν η ελληνική μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, το να δανειοδοτηθείς από μια τράπεζα ήταν μια Οδύσσεια σαν την επιθυμία να αποκτήσεις τηλεφωνική γραμμή από τον  κρατικό πάροχο.
    Μα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η υπόθεση πήγε στο άλλο άκρο. Σε παρακαλούσαν ώστε να σου χορηγήσουν δάνειο. Κι όχι για σοβαρούς σκοπούς. Για απολύτως καταναλωτικούς. Για να πας διακοπές, για να ψωνίσεις στις γιορτές, για να τζογάρεις στο πάρτυ του Χ.Α.Α. Ο Έλληνας ανακάλυπτε με ορμή, το πλαστικό χρήμα, την πίστωση και την άνεση.

    Η νέα αυτή συνήθεια, που την χρεώνουμε σε ένα συνδυασμό πολιτικών βουλήσεων, στα τραπεζικά ιδρύματα και σε ένα οικονομικό μοντέλο που σχεδόν εξισώνει την ανάπτυξη με την κατανάλωση, ανέθρεψε γενιές και μαζί με τον πολλαπλασιασμό των τραπεζικών προϊόντων που εφευρίσκονταν, οδήγησε σε μοιραίες εξελίξεις.

    Στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή, η φούσκα ακόμα φούσκωνε, όταν άρχισαν να έρχονται οι πρώτες πληροφορίες για τοξικά προϊόντα.  Αργότερα έσκασε και στην Ελλάδα. Κάτι το Χ.Α.Α., κάτι οι Ολυμπιακοί αγώνες, κάτι το ενιαίο νόμισμα, κάτι οι κυβερνήσεις που είχαν μετατραπεί σε κομματικά γραφεία, ο μηχανισμός έφθασε στο τέλος του.

    Κι έτσι, κατά πως φαίνεται, η κεντρική διοίκηση των Βρυξελλών, ανάμεσα στα άλλα, προτίμησε να θυσιάσει ένα κράτος-μέλος παρά δυο – τρεις ευρωπαϊκές τράπεζες που διατηρούσαν ελληνικά τοξικά απόβλητα. Ακολούθως, οι ημεδαπές τράπεζες δεν είχαν πρόβλημα στο να  απορροφήσουν μερικές δεκάδες δισεκατομμυρίων ως ανακεφαλαίωση και ταυτόχρονα, υποχρεωμένες από την Ελληνική υποδιοίκηση, να δεσμεύουν καθημερινώς δεκάδες λογαριασμών πολιτών που αδυνατούσαν να καταβάλουν φόρους, εισφορές, χαράτσια, έκτακτες εισφορές, που δεν ήταν καθόλου έκτακτες κλπ.

    Οι τράπεζες είναι οι ναοί της οικονομίας. Θρησκεία τους είναι το χρήμα. Οι τράπεζες δεν υφίστανται για να υπηρετήσουν το Δημόσιο καλό. Κι εμείς, χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, θα είμαστε ακόμα πιο εξαρτημένοι από αυτές. Μερικοί το αντιλαμβάνονται αλλά αδυνατούν να αντιδράσουν. Οι περισσότεροι ούτε το καταλαβαίνουν. Οι τράπεζες και τα υποσυστήματά τους, διοικούν, ορίζουν, κατευθύνουν. Ενίοτε καταπίνουν και ρεζιλεύουν. Όπως, π.χ., την «πρώτη φορά αριστερά».

    Κάτι τέτοιες εμπειρίες με κάνουν να νοσταλγώ τα γουρουνάκια με τα φραγκοδίφραγκα και τις εκθέσεις περί των αγαθών της αποταμιεύσεως. Κι ας έπρεπε να περιμένουμε δυο χρόνια για τηλεφωνική γραμμή.

  • Κορτέζ ο φονιάς

    (καλλιτεχνική προσέγγιση για μια αντίληψη του γιατί συμβαίνει, ό,τι συμβαίνει στη Συρία, στην Υεμένη, στο Αφγανιστάν και όπου ηχούν τύμπανα πολέμων και ρέει αίμα αθώων)

    Το 1975 ο Καναδός μουσουργός Neil Young είναι 30 χρονών. Έχει από το ’66, και τα 21 του χρόνια μετακομίσει  στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α., από την πατρίδα του τον Καναδά. Ζει ακόμα στην Αμερική, αν και ποτέ δεν απόκτησε ή αιτήθηκε Αμερικανική υπηκοότητα.

    Είναι ήδη φτασμένος, αναγνωρισμένος καλλιτέχνης με πολύ υψηλά ποιοτικά κριτήρια. Μετά την συνεργασία του με τους  Buffalo Springfield, συμπράττει με τους Crosby Stills Nash, κυκλοφορούν το βαρύτιμο Déjà vu και ανεβαίνουν μαζί στην σκηνή του Woodstock τον Αύγουστο του 1969.

    Την δεκαετία του ’70 ξεκινά σόλο καριέρα, κυκλοφορεί το ξεχωριστό Harvest και τον Νοέμβριο του ΄75 έρχεται το άλμπουμ Zuma σε συνεργασία με την μπάντα Crazy Horse.

    Εκεί φιλοξενείται το κομμάτι Cortez the killer όπου ο Καναδός με ποίηση, νότες και μαεστρία στην ηλεκτρική κιθάρα μάς δίνει μια θλιβερή άποψη για τις βίαιες, κατακτητικές πρακτικές. Προφανώς δεν είναι ένα κομμάτι που ακούγεται οποιαδήποτε ώρα, ή με οποιαδήποτε διάθεση, όπως πολλές από τις δημιουργίες του.

    Πλέκει την ιστορία του, με κεντρικό ήρωα τον Ισπανό κονκισταδόρες Herman Cortes. Προσωπικότητα σφόδρα αμφιλεγόμενη και αναμφίβολα βουτηγμένη στη βία.

    «Ήρθε χορεύοντας διασχίζοντας το νερό
    με τα γαλιόνια και τα όπλα του 
    Ψάχνοντας για τον νέο Κόσμο
    Σε αυτό το παλάτι μέσα στον ήλιο».

    Έτσι ξεκινά ο Young, μετά από μια μακρά και περίτεχνα μελαγχολική εισαγωγή. Αφού περιγράφει την άφιξη του Ισπανού, τον τρόπο που ζούσαν οι ιθαγενείς, μας δίνει και το μέτρο της διαφορετικότητάς τους σε σχέση με τον «πολιτισμένο» και θρησκευόμενο  Ευρωπαίο.

    «Το μίσος ήταν μύθος 
    Ο πόλεμος  κάτι άγνωστο 
    Οι άνθρωποι εργάζονταν μαζί 
    Και σήκωναν πέτρες πολλές. »

    Ακολούθως περνά τα μηνύματά του, για το βίαιο τρόπο που ξεριζώνεται ο ντόπιος πολιτισμός. Δύσκολο να αποδοθεί στο σύνολό του, από έναν μη ειδικευμένο και όχι σε βάθος γνώστη της δουλειάς του Καναδού. Στο φινάλε, ανακατεύει το τρίτο πρόσωπο αφήγησης με το πρώτο, πιθανόν λόγω μιας προσωπικής ερωτικής ιστορίας και φθάνει το τελευταίο ρεφρέν μονολογώντας:

    «Ήρθε χορεύοντας πάνω στο νερό 
    Cortez, Cortez
    Τι φονιάς.»

    Τον 16ο αιώνα που έδρασε ο Herman Cortes ήταν οι μοναρχίες και η αποικιοκρατία. Ήταν ο πυρετός του χρυσού και το άλλοθι του εκπολιτισμού και του εκχριστιανισμού.

    Στο 21ο αιώνα, που δρουν παραπλήσιες δυνάμεις, είναι το πετρέλαιο και η εξουσία της οικονομικής ισχύος. Ως άλλοθι προβάλει το κουρελιασμένο και τέρμα κακοποιημένο ιδανικό του ελεύθερου κόσμου.

    Και ο θάνατος κυκλοφορεί ασταμάτητος, όπως και η φτώχεια, εξολοθρεύοντας ασταμάτητα, ταλαίπωρες και αθώες ψυχές.

    (για την ιστορία, ας κατατεθεί, ότι το κομμάτι Cortez the Killer” βρίσκεται στη θέση 39 των 100 καλύτερων σόλο με κιθάρα και στην 329η των καλύτερων τραγουδιών όλων των εποχών, σύμφωνα με το περιοδικό Rolling Stone)

    για ένα άκουσμα εδώ:

  • Άννα

    Αρχές Ιουνίου του ’29. Τέσσερις μήνες πριν προκύψει το κραχ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ο πλανήτης ζούσε στην φαινομενική ησυχία του μεσοπολέμου. Ένα χρόνο νωρίτερα, το Ναζιστικό κόμμα στη Γερμανία, στις εκλογές του Μαίου του ’28, είχε αποσπάσει το 2,6% του εκλογικού σώματος (810.000 ψήφους) και 12 έδρες στη  Βουλή.

    Εκείνη την Τετάρτη, λοιπόν, στις 12 Ιουνίου του ’29, γεννιέται στην  Φρανκφούρτη ένα μικρό κορίτσι. Η Άννα.

    Ο πατέρας της, Όττο, ήταν τότε σαράντα χρονών, μέτοχος μαζί με τα αδέλφια του σε μια μικρή τράπεζα που είχαν βρει από τον πατέρα τους, η οποία κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετία του ’30, στα απόνερα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

    Έχοντας υπηρετήσει κατά τη διάρκεια του Α’ μεγάλου πολέμου με τον Γερμανικό αυτοκρατορικό  στρατό, στο δυτικό μέτωπο στις μάχες του Σομ και του Καμπραί είχε προαχθεί σε υπολοχαγό στο πεδίο της μάχης.

    Η μητέρα της Εντίθ, είχε κληρονομήσει μια επιχείρηση προμηθείας βιομηχανικού σιδήρου. Το 1926, είχε προηγηθεί το πρώτο τους παιδί, η Μάργκοτ. Η οικογένεια είχε εβραϊκή καταγωγή.

    Καθώς οι μήνες περνούσαν και ο ναζισμός πλημμύριζε με βία όλη τη Γερμανία, το ’33 η οικογένεια, καταλαβαίνοντας το ζοφερό μέλλον, μετακόμισε στο Άμστερνταμ μέσω του Άαχεν. Για κάποια χρόνια έζησαν ειρηνικά. Κάτι που τελείωσε μόλις οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ολλανδία, τον Μάιο του ’40.

    Όταν το καλοκαίρι του ’42 το κυνήγι των Εβραίων εντάθηκε, αποφάσισαν ότι για να γλιτώσουν τα στρατόπεδα εξόντωσης έπρεπε να κρυφτούν. Για δυο χρόνια περιορίστηκαν σε κρυφά δωμάτια πίσω από τα γραφεία του Όττο. Την τροφοδοσία τους φρόντιζαν έμπιστοι συνεργάτες του.

    Το πρωί της 4ης (!) Αυγούστου του ’44, τότε που η Γερμανική θηριωδία γνώριζε τις υψηλότερες τιμές της, είτε στην εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας, είτε στο Δίστομο ή στην Κοκκινιά, είτε οπουδήποτε αλλού στην κατεχόμενη Ευρώπη, οι Γερμανικές δυνάμεις Κατοχής ανακαλύπτουν την κρυψώνα. Τότε φιλοξενούσε οκτώ συνολικά Εβραίους, μέλη των οικογενειών, Φρανκ, Πέλ, και Πφέφερ.

    Μετά την εκτόπισή τους στα στρατόπεδα Άουσβιτς και Μπέργκεν Μπέλσεν, μόνον ο Όττο επιβίωσε. Η Άννα εγκατέλειψε τα εγκόσμια, τον Μάρτιο του ’45 πιθανότατα λόγω τύφου τρεις εβδομάδες πριν τα βρετανικά στρατεύματα αντικρίσουν την κόλαση επί τη γης, μετά την υποχώρηση των Γερμανών. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε θρηνήσει την απώλεια της αδελφής της Μάργκοτ.

    Το ημερολόγιό της, το οποίο συνέγραψε κατά τη διάρκεια της διετίας που κρυβόταν, από την 12η Ιουνίου του ’42 όταν το έλαβε ως δώρο των 13ων γενεθλίων της, έως την 1η Αυγούστου του ’44, δόθηκε στον πατέρα της μετά την απελευθέρωσή του, από δυο συνομήλικές της που το είχαν ανακαλύψει μέσα στην αναστατωμένη, από τους Γερμανούς, κρυψώνα της, όταν συνελήφθη η οικογένεια.

    Όταν ο Όττο το πήρε στα χέρια του και το διάβασε, επιμελήθηκε την έκδοσή του. Θεωρείται ένα από τα πλέον πολυδιαβασμένα βιβλία της ανθρωπότητας. Με πρώτο τίτλο Het Achterhuis (μυστικό καταφύγιο) μεταφράστηκε σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Εννοείται ότι κάποιοι αμφιβάλλουν για την γνησιότητά του. Όπως αμφιβάλλουν και για το ολοκαύτωμα. Εκδόθηκε το 1947, μεταφράστηκε στα αγγλικά το ’52, και στα ελληνικά το ’56 με τίτλο: «Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ».

    Αν η Άννα Φρανκ επιβίωνε της Γερμανικής λαίλαπας, της κόλασης του Μπέργκεν Μπέλσεν και ζούσε σήμερα, θα γιόρταζε τα 89α γενέθλιά της. Ο πατέρας της, Όττο, εγκατέλειψε τα εγκόσμια τον Αύγουστο του ’89, στα 91 του.