Author: Νικόλας Σ. Ζαλμάς

  • Pos γίνεται;

    …ας σταθούμε στην εικόνα του λογαριασμού πάνω στη λαδόκολλα

     

    Ψάχνοντας κάτι άσχετο, έπεσα σε μια εικόνα. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από το κλικ. Μοιραία θυμήθηκα το σενάριο πίσω από αυτή.

    Είχαμε, με τον παραπονιάρη, πάει το βραδάκι σε κουτούκι. Από ‘κείνα που συγκεντρώνουν κάθε λογής κόσμο.

    Παραδοσιακούς μα και αδιάφορους.

    Κοσμικούς αλλά και νεόπλουτους που επιζητούν να κολλήσουν τα απαραίτητα ένσημα της λαϊκότητας.

    Τροτσκιστές και πρώην Κενταύρους.

    Καλλιτέχνες αλλά και παιδιά της πιάτσας.

    Βάζελους και Πάνθηρες.

    Κούκλες και παρτάλια.

    Οι περισσότερες ψηφίδες της σύγχρονης ελληνικής ανθρωπογεωγραφίας παρελαύνουν, ανενόχλητες, δεκαετίες από εκεί.

    Μαζί με τις συζητήσεις τους.

    Αφού περιδρομιάσαμε, ζητήσαμε τo λογαριασμό. Ήδη μια ντουζίνα χρόνια, τότε, στο ενιαίο νόμισμα, τέσσερα στην ύφεση και κανα δυό στη συγκυβέρνηση. Η λυπητερή, για το δείπνο δυο ατόμων, ήταν μια ντουζίνα ευρώ.

    Τουτέστιν, που θα έλεγε και ο Γιάννης Βογιατζής στο Γοργόνες και μάγκες, 4.089 δραχμές.

    Ξεπερνούμε γρήγορα το τι θα έκανες με 4.089 δραχμούλες πριν την έλευση του ενιαίου νομίσματος και ας σταθούμε στην εικόνα του λογαριασμού πάνω στη λαδόκολλα. Ανάμεσα από ψίχουλα, σερβίτσια με πλαστική λαβή και τα ίχνη της μάχης για την τέρψη του ουρανίσκου.

    Ας την κοιτάξουμε λίγο. Ολοένα και θα σπανίζει. Έως ότου εξαφανιστεί. Από την πλημμυρίδα που θα πνίξει κάθε γοητευτική νησίδα του παρελθόντος. Για να το χοντρύνω λίγο το παιχνίδι, κάποτε θα κοιτούν τέτοιου είδους εικόνες με την ίδια νοσταλγία που ατενίζουν τα καλλιτεχνήματα του Θεόφιλου.

    Τα PΟS είναι εδώ. Για μια οικονομία κρυστάλλινη. Θα μας απαλλάξουν από την φοροδιαφυγή των ταβερνιάρηδων, των μπογιατζήδων, των υδραυλικών, των ψιλικατζήδων και των πάσης φύσεως μπαταχτσήδων που οδήγησαν την Ελλάδα μας, αυτό το πρότυπο χρηστής τε και ανεξάρτητης διακυβέρνησης, στην άβυσσο.

    Υπάρχουν βέβαια και κάποιες μικρολεπτομέρειες όπως π.χ. πως θα καταβάλλονται τα κόστη για γραμμές, βίζιτες, σιδερικά και τα παρεμφερή αλλά και ‘κει θα βρεθεί η λύση.

    Το ποτάμι δεν γυρνάει πίσω. Για όσους τυχόν διατηρούν αμφιβολίες αυτός ο Einstein το έχει διαλαλήσει:

    «Η τεχνολογική πρόοδος είναι σαν ένα τσεκούρι, στα χέρια ενός παθολογικού εγκληματία».

  • Η ψηφιακή εποχή της φωτογραφίας

    Άποψη για τον θαυμαστό, καινούργιο, ψηφιακό κόσμο 

     

    Ας ξεκινήσουμε με έναν ορισμό. Δεν είμαι φωτογράφος. Το ότι εμφάνιζα και τύπωνα μαυρόασπρα από τα 16 μου δεν με καθιστά φωτογράφο. Ούτε με βαφτίζει φωτογράφο, το γεγονός ότι πολλές φωτογραφίες μου, έχουν δημοσιευτεί σε βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, διαδίκτυα.

    Ξεκινώ έτσι επειδή σέβομαι, για να μην πω θαυμάζω όλους όσοι στριμώχνονται, σπρώχνονται, για να αποτυπώσουν μια στιγμή, της καθημερινότητας, της πολιτικής, του αθλητισμού. Κι επειδή το έχω παίξει για λίγο αυτό το ρολάκι, ομολογώ ότι είναι σκληρό. Και γίνεται σκληρότερο όταν από αυτό πρέπει να μεγαλώσεις τα παιδιά σου. Γίνεται δε απάνθρωπο, όταν πρέπει να θρέψεις και ένα κάποιο αδικαιολόγητα πεινασμένο εγώ. Όπως, εξάλλου συμβαίνει, σε όλες τις επαγγελματικές δραστηριότητες.

    Ακόμα σκληρότερο είναι, να θες να μπεις στη ζωή του άλλου με αγένεια και αναίδεια και να σηκώσεις το φακό, όταν τρώει, όταν κολυμπάει, όταν οδηγεί. Έχει και όνομα αυτή η σκληρότητα: paparazzo. Η σχωρεμένη lady D το ένιωσε καλύτερα απ’ όλους. Βεβαίως έχει και ακροατήριο αυτού του είδους η σκληρότητα. Τους κανίβαλους των ταμπλόιντ. Του δημιουργούς της και τους πελάτες της.

    Και τώρα που τα είπαμε αυτά, να σημειώσω ότι την πρώτη μου DSLR την απόκτησα τον Φεβρουάριο του 2000. Κόστισε το δυσθεώρητο ποσό των 2.500.000 δρχ. Το σώμα μόνον. Το επαναλαμβάνω: Δυο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές.  Για να θυμίσω σε όσους έχουν λησμονήσει τιμές και ισοτιμίες, τόσο στοίχιζε τότε ένα Renault Twingo καινουργές και αμεταχείριστον που λένε.

    Σεπτέμβριος 2000. Νοτιοδυτικό Αιγαίο. Τα τηγανάκια, κρατούσαν ακόμα μια εικόνα επίγειου παράδεισου. (μπορεί στα κόντρα οι πρώτες DSLR να είχαν πρόβλημα, αλλά πρίμα έκαναν καλή δουλειά. Αντίστοιχου, πάντως, επιπέδου εικόνα, μπορεί σήμερα να υποσχεθεί και ένα κινητό τηλέφωνο με καλό φωτογραφικό εξοπλισμό)

    Δεν έχει σημασία τι μάρκα ήταν, η DSLR, σημασία έχει ότι ήταν κορυφαίο μοντέλο. Πρώτη αποστολή, τον Μάρτη, στην Πορτογαλία. Δυο Ελληνικά πληρώματα δίπλα – δίπλα  στην υπερειδική. Έγιναν τα κλικ και μια ώρα αργότερα, οι εικόνες, έφταναν  στην Ελλάδα, χωρίς χημικά, χωρίς χαρτιά, χωρίς καθυστερήσεις.

    Έτσι κύλησαν τα τρία επόμενα χρόνια. Ταξίδεψε πολύ, φωτογράφησε περισσότερο. Η εποχή άλλαζε. Τα αρχεία περνούσαν στον φορητό τα έβλεπες τα διόρθωνες. Πράματα που άγγιζαν την μαγεία. Δεκάδες αποστολές σε επίπεδο G.P., W.R.C., ποδόσφαιρα, στούντια, οικογένεια τα σάρωνε όλα. Με βροχές, με χιόνια, σκόνες, κρύα και ζέστες. Ακλόνητη. Το ’03 πουλήθηκε 2.500 ευρώ (δυο χιλιάδες πεντακόσια), καθώς είχε έρθει το ενιαίο νόμισμα αντάμα με τα Μάαστριχτ και τις Σένγκεν. Τουτέστιν 850.000 (οκτακόσιες πενήντα χιλιάδες) δραχμές, δηλαδή στο ένα τρίτο της αξίας που αγοράστηκε.

    Σε άλλα έξι χρόνια, αργότερα, ο νέος ιδιοκτήτης της την πούλησε 250 ευρώ, στο ένα δέκαγτο της τιμής που την πλήρωσε και στο 3,4% από την ημερομνία της πρώτης αγοράς. Είχε χάσει μέσα σε ενnιά χρόνια το 96,6% της αξίας της. Τσοντάρισα κάτι τότε, το ’03, που δεν θυμάμαι πόσο ακριβώς κάτι αρκετό πάντως, και προμηθεύτηκα την διάδοχο, επίσης κορυφαίο μοντέλο. Καλύτερη, γρηγορότερη κλπ.  Έκτοτε όμως, ας μην ερωτηθώ πώς, διότι δεν το ξέρω, υποθέτω από μια σωρεία σφαλμάτων, ενώ όλοι πλούτιζαν, η ταπεινότητα μου φτώχαινε. Σε οικονομικό επίπεδο. Διότι σε επίπεδο εμπειριών, γινόταν ζάμπλουτη. Έτσι ξέμεινα με εκείνο το σώμα.

    Όχι ότι μου κόστισε. Εξ άλλου αγαπιόμαστε. Αφενός.
    Αφετέρου με τις φωτογραφικές μηχανές, συμβαίνει ότι και με τα αυτοκίνητα, τις μοτοσυκλέτες, τα κινητά, κάθε σχεδόν, συσκευή. Χωρίς να έχεις εξαντλήσεις το εργαλείο, χωρίς να έχεις καν φτάσει στο 60%, θες, το επόμενο, το πλουσιότερο. Αυτή η συμπεριφορά δεν είναι παρά συνδυασμός φθηνού καταναλωτισμού, φθηνότερου μιμητισμού και ολίγον από ανασφάλεια. Και εφήμερων σχέσεων, ωσαύτως.

    Το Νοέμβριο του ’09, μια ευχάριστη συγκυρία με βρήκε με ένα σύγχρονο σώμα, όχι κορυφαίου επιπέδου, αλλά τεχνολογικά έδινε περισσότερα (μανία με τα μεγκαπίξελ), απ’ ότι ο αρχαίος πρόγονός του, οποίος όμως δούλευε και τον χρησιμοποιούσα σαν δεύτερο σώμα. Λίγο οι μπαταρίες είχαν ατονήσει, η δουλειά όμως γινόταν μια χαρά.

    Μια χαρά, έως κάποια στιγμή, που έβγαλε στο ντισπλέϋ την ένδειξη card και ξεράθηκε. Την έδωσα στον Τασούλη την κατέβασε στο επίσημο σέρβις, και η απάντηση ήταν ότι θέλει ανταλλακτικό που πάει μαζί με κάτι άλλο και αν βρεθεί, που δεν θα βρεθεί, θα κάνει μια περιουσία και δεν αξίζει. Μάλιστα. Την πήρα πίσω την πάρκαρα και προσπάθησα να το ξεχάσω.

    Μέχρι που ‘ρθε ο Νικολής, φέτος τον Απρίλη και μου πέταξε την πληροφορία ότι έχουν κάργα ανταλλακτικό στο επίσημο σέρβις, αλλά πνίγονται και δεν δύνανται να ψάξουν, μα αν είχα κάποια άκρη να το πάλευα πάλι.

    Οπότε πήρα τηλέφωνο τον Πετράν, που είναι κολλητός με τον εισαγωγέα του εξηγώ το στόρυ, μου λέει πήγαινε τη κάτω και θα συνεννοηθώ. «Μα να μην σου πω πρώτα τον τύπο και το s.n. για να δούμε αν αξίζει τον κόπο»; Ερωτώ. «Όχι πήγαινε την κάτω και κάτι τι θα γίνει», απαντά.

    Διασχίζω, γεμάτος αισιοδοξία, την Αττική μια όμορφη μέρα ανοιξιάτικη, την αφήνω αφού πληροφορούμε από υπεύθυνα χείλη ότι δεν υπάρχουν ανταλλακτικά, από το ’10, προπληρώνω 20 ευρώ, δια τον έλεγχον, ως ελέχθη και φεύγω αισιόδοξος.

    Πέρασε μήνας ένας, δεν έγινε τίποτα, δεν βρέθηκε κάτι, μου είπαν πάλι τα ίδια. Ότι έχει μεγάλο φούιτ, ανταλλακτικό γιοκ, και ελάτε πάρτε τη. Οπότε έστειλα τον Πανούλη να την παραλάβει, για μην κροσάρω πάλι όλη την πόλη και μάλιστα απογοητευμένος, με την όλη έκβαση. Και εκεί που ήμανα έτοιμος να εκδώσω κηδειόσημο, να ο Νικολής, που μου λέει να ψάξουμε στο e-bay να βρούμε μια φτηνή να πάρουμε το ανταλλακτικό και να το φορέσουμε στη δικιά σου. «Μέσα προχώρα», αποκρίνομαι. Σε δυο μέρες τηλέφωνο. Είχε βρεί μια στην Αγγλία με 40 έουρος, τα 15 ήταν για την αποστολή. Αξία μηχανής 25 έουρος. «Τι να κάνω»; ρωτά. «Νάρθει»απαντώ. Και σε δυο εβδομάδες έφτασε.

    Πάω να αναστήσω τις μπαταρίες που είχαν να φορτιστούν μια διετία ενώ δούλευαν από τότε που πρωθυπουργός στην Ηνγκλαντέρα ήταν ο Tony Blair. Σήκωσαν λίγο τάση, την βάζω στην «Αγγλική» και ω, ω, ω! της ατυχίας βγάζει το ίδιο πρόβλημα, την ίδια ένδειξη. Card και δεν δουλεύει τίποτα. Bingo!

    Περίμενε στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ο Νικολής, όλος αγωνία. Του αναφέρω τα καθέκαστα. «Δεν μπορεί», αποκρίνεται. «Άσε με να το ψάξω λιγάκι». Σε λίγα λεπτά επανέρχεται: «Κάνε ένα φορμά σε κάρτα μικρής χωρητικότητας,  παλιά όσο το μοντέλο, τόσο στην μια όσο και στην άλλη» διατάζει.

    Εκτελώ και ως δια μαγείας, τόσο η δική μου, όσο και η Αγγλική παίζουν μια χαρά. Τραβάω αβέρτα καρέ και ανταποκρίνονται. Σε λίγο ξελιγώνονται οι μπαταρίες.  Σιγά μην βρούμε, σκέφτομαι. Άσε που όσοι τις διέθεταν, ζητούσαν και μια δόση μνημονίου. Αλλά και εκεί βρέθηκε λύση.

    Τεχνήτης επιδέξιος, με 35 έουρος, πήρε την θήκη, την έλυσε, άδειασε κάτι περίεργα στοιχεία πιο κοντά από τις 3Α, έβαλε καινούργια τα κόλλησε, μοντάρισε και την παρέδωσε. Ο νέος συνδυασμός, έκανε τρεις ώρες να φορτίσει, ζεστάθηκε, πήγα να κλονιστώ αλλά όταν κούμπωσε στο μηχανάκι τράβηξε καμιά 150αριά καρέ με την παλιά,  κάτι λιγότερα με την Αγγλική και δεν κουνήθηκε καθόλου, η ένδειξη της πληρότητας των στοιχείων.

    Λαζάρους πρέπει να ονομάσουμε τα μοδέλα αυτά πια. Δεν μπορώ να ξέρω τι προβλήματα θα βγάλουν στο μέλλον, αν θα συνεχίσουν να εργάζονται, πόσα κλικ ακόμα θα αντέξουν, αν οι μπαταρίες θα έχουν πολλούς κύκλους, αλλά εδώ μιλάμε για νεκρανάσταση κόντρα σε όλες τις προβλέψεις αλλά και ας μην λησμονήσουμε, ενάντια  στις τόσες λανθασμένες διαπιστώσεις και διαγνώσεις των ειδικών. Αυτό το τελευταίο, ας το περιγράψουμε ως ανησυχητικό.

    Έτσι είναι κυρίες και κύριοι. Ζούμε την εποχή όπου κάτι που στοίχιζε πριν 18 χρόνια, ως καινούργιο  2.500.000 δρχ. ή ένα Renault twingo ή 7.336 έουρος,  να κοστολογείται σήμερα, ως μεταχειρισμένο μεν, λειτουργικό δε, 25 έουρος. Και μην ακούσω ότι ένα καθ’ όλα λειτουργικό και εμφανίσιμο twingo μοδέλον του 2000, κοστίζει σήμερις 25 έουρος.

    Σεπτέμβριος 2001. Ο  Jacques Villeneuve στην bus stop στα δάση των Αρδενών με την B.A.R. Τότε που τα προϊόντα καπνού φιγουράριζαν ακόμα πάνω σε μονοθέσια. (με 300άρη 2,8 ακόμα και εκείνες οι πρώτες DSLR έκαναν ωραία πράγματα, ενώ λίγα λεπτά μετά το κλικ τις έστελνες στην άλλη άκρη του κόσμου)

    Είναι η ίδια εποχή που οι φωτογράφοι σπαταλούν περισσότερο χρόνο πίσω από μια οθόνη, είτε υπολογιστή είτε μόνιτορ μηχανής και λιγότερο πίσω από την ίδια την μηχανή. Και όλη η κόκκινη μαγεία του σκοτεινού θαλάμου, έχει αντικατασταθεί από την πολύφερνη μαγεία των πίξελς, των φωτοσόπ και των τζέιπεγκ.

    Ως εκ τούτου νοσταλγώ εκείνους τους γραβατοφορεμένους κυρίους που κοιτούσαν από πάνω, τα είδωλα των Rollei και έκαναν μαυρόασπρα αριστουργήματα. Στο ερώτημα πάντως, γιατί δεν φωτογραφίζω με μια Rollei ή έστω με μια Leica δεν έχω εύκολη, γρήγορη απάντηση.

    Όλα αυτά βέβαια μπορεί να τα αφηγηθεί καλύτερα ένας φωτογράφος, διότι όπως είπαμε εγώ δεν είμαι. Φωτογραφίζω μόνον.

  • Ανάμεσα σε υπερβολή και υποκρισία

    Από τον Pertini στον Macron

     

    Η απονομή του 21ου παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου, ήρθε να προσθέσει ένα ακόμα στοιχείο σε μια θεωρία που θέλει τα σπορ, αφενός να δέχονται μια υπερέκθεση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, της τηλεόρασης προεξάρχουσας, αφετέρου να γίνονται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.

    Από την εποχή που οι ποδοσφαιριστές στέκονταν στο περιθώρια της κοινωνικής ροής, μέχρι πριν λίγες ώρες που οι επικεφαλής τριών κρατών, στέκονταν όρθιοι για να χαιρετήσουν και να χαριεντιστούν με τους παίκτες έχει περάσει πολύς χρόνος. Και πολλά έχουν ανατραπεί.

    Κι αυτή η σκηνή, όπου ο πρόεδρος της χώρας η οποία φιλοξένησε το Μουντιάλ, ο τόσο δύσκολος στο χαμόγελο Ρώσος, μαζί με τον τόσο χαρούμενο Γάλλο πρόεδρο και η διαχυτική, ενδεδυμένη με τα ερυθρόλευκα καρώ χρώματα της χώρας της, Κροάτισσα πρόεδρος εναγκαλίζονταν με τόση άνεση τους φιναλίστ του τουρνουά, κάτω από έναν Μοσχοβίτικο ουρανό που άδειαζε τόνους νερού, λέει κάτι.

    Ομολογεί ότι το ποδόσφαιρο και η προβολή του, είναι τόσο μεγάλα μεγέθη, ώστε οι ηγέτες να ποντάρουν πάνω τους για λίγη ακόμα προβολή, ή προκειμένου να υπενθυμίσουν στο πόπολο την λαϊκή τους υπόσταση. Αν έπρεπε να διαλέξω δυο λέξεις, ώστε να περιγράψω τις βρεγμένες αυτές εικόνες, θα τις τοποθετούσα ανάμεσα στην υπερβολή και την υποκρισία.

    Για κάτι πιο ισόρροπο ας θυμηθούμε την φιγούρα του Sandro Pertini, στον τελικό του 12ου Π.Κ.Π. το ’82, στο στάδιο Santiago Bernabéu στην Μαδρίτη. Τότε, στο 80φεύγα, μόλις ο Alessandro Altobelli έκανε το τρία μηδέν απέναντι στην Δυτική Γερμανία, ο πρόεδρος σηκώθηκε χαμογελώντας και κούνησε το δάχτυλο προς κάθε ενδιαφερόμενο εννοώντας κάτι σαν:  «αυτό ήταν τελείωσε, νικήσαμε».

    Ο Pertini! Πασιφιστής, υπηρέτησε όμως στον Α’ Π.Π. και παρασημοφορήθηκε για πράξεις ανδρείας. Αντιφασίστας, παρτιζάνος στα χρόνια του πολέμου, με δεκαετή ποινή φυλάκισης από το καθεστώς του Μπενίτο και αργότερα με καταδίκη σε θάνατο από τους Γερμανούς. Ενάντια στην βία, όπως και σε κάθε δικτατορικό καθεστώς, ο μικρός το δέμας Ιταλός είχε δηλώσει όταν υποδέχτηκε τους παίκτες στο Προεδρικό Μέγαρο μετά τη νίκη: «Αυτή είναι η καλύτερη μέρα μου ως Πρόεδρος».

    Στις δικές μας μέρες μας, το ποδόσφαιρο δείχνει να είναι λιγότερο ελεύθερο από ποτέ. Ποδηγετείται από την τηλεόραση, χειραγωγείται  από το χρήμα, χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς. Στο περιθώριο των γεγονότων δε, μας έφθασαν και από την πρωτεύουσα της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας οι ειδήσεις ότι στο πλαίσιο των πανηγυρισμών, υπήρξαν δύο νεκροί, αρκετοί τραυματίες, ενώ σημειώθηκαν και περιστατικά λεηλασιών.

    Ιούλιος 1982. Από αριστερά, Dino Zoff, έγινε στα 40 του παγκόσμιος πρωταθλητής, Franco Causio, Sandro Pertini και ο προπονητής Enzo Bearzot. Πρώτο πλάνο το κύπελο. Επιστροφή στην πατρίδα μετά τον τελικό της Μαδρίτης.

  • …και το μισό, κανένα

    Όσο πικρό και να ήταν, ήταν και εξίσου αναμενόμενο

     

    Είχε καλλιεργηθεί η εντύπωση, διά να μην είπω η βεβαιότης,  πως μέσα στον Ιούνιο, του τρέχοντος έτους, η πρώην εργοδοσία του τέως Πήγασου, θα προχωρούσε εις μίαν ακόμα καταβολήν χρεωστούμενου μισθού προς τους πρώην εργαζομένους του τέως συγκροτήματος.

    Είχαν προηγηθεί άλλες δύο μέσα στους τελευταίους 12 μήνες από τότε που τόσο ήσυχα κατέρρευσε η εκδοτική επιχείρηση. Θα ήτο ψεύδος ασύστολον αν έστω και εις (1), πρώην χρηματοδότης – δανειστής – εργαζόμενος του συγκροτήματος, κατέθετε πως δεν ανέμενε με θέρμη, τούτη την χειρονομία η οποία εν πολλοίς ομοιάζει με φιλοδώρημα και συγγενεύει με την επαιτεία.

    Γράφω χρηματοδότης- δανειστής, διότι αν υποτεθεί ότι τετρακόσιοι τόσοι νομάτοι επί μήνους επτά δεν επληρώθησαν, εν ποσό το οποίον ορίζεται προχείρως και επιπολαίως περί τα δυο εκατομμύρια γιούρος τουλάχιστον, το ποσόν τούτο, έχει δανειστεί εις την εργοδοσία, από το σύνολον των εργαζομένων. Ή μήπως όχι;

    Αργότερον κυκλοφόρησεν η φήμη ότι δεν θα είναι εις μισθός, θα είναι ήμισυς, ο Ιούνιος όμως επέρασεν βροχερός και δροσερός και έγινε το μισό, κανένα.

    Πάει ένας χρόνος από τότε που το μαγαζί έκλεισε. Κατ΄ουσίαν ξέφτισε. Ξηλώθηκε. Για τους εργαζόμενους ήταν πικρό και σκληρό, ενώ κάποιοι λένε όχι και τόσο άδικο. Κρύβει πολλά αυτή η τολμηρή όσο και ολίγον προβοκατόρικη άποψη. Εννοώ ότι:

    α: όταν ο ιδιωτικός τομέας κακοδημοσιοποιείται θα έχει την μοίρα του κακού δημοσίου,
    β: η εισαγωγή της επιχείρησης στο χρηματιστήριο προσέφερε, τότε, άφθονο χρήμα πλην όμως, όπως αποδείχτηκε άλλαξε το χαρακτήρα της
    γ: αυτός ο συγκεκριμένος χαρακτήρας αποδείχτηκε μεσοβραχυπρόθεσμα, ένα υβρίδιο δημόσιου – ιδιωτικού τομέα με πολιτικά ανταλλάγματα, κυβερνητικό – τραπεζικό χρήμα και ημερομηνία λήξεως.
    Υποθέτω συνεννοηθήκαμε.

    Αναρωτιέμαι όλα τούτα, στο θυμικό του Φ. τι διαστάσεις να παίρνουν. Αλλά και πώς ο πατριάρχης εβίωσε αυτή την παταγώδη αποτυχία, η οποία συνοδεύεται με σφοδρή (λαϊκιά) αγανάκτηση, για την οποία η ταπεινότητά μου υποπτεύεται ότι με τίποτα δεν ήθελε το μακρινό, επονίτικο παρελθόν του. Άλλο θέμα, βεβαίως, ότι ορισμένοι από τους αγανακτούντες εισέπρατταν περισσότερα από όσα παρήγαγαν ή δικαιούνταν.

    Ήταν και θα παραμείνει εις το διηνεκές ένα ναυάγιο, που τόσο απέχει από εκείνα τα καλπάζοντα έτη της δεκαετίας του ’80.

    Ατυχώς, τα στερνά τιμούν τα πρώτα.

  • O Σκάϊλος Ντάνυ

    Κατέφθασε πριν ένα χρόνο, φουντωτός, μεγάλος σε διαστάσεις, μικρός σε ηλικία, ήσυχος. Και απρόσκλητος.

    Από πιαρατζίδικη χειρονομία, γλυκιά μεν, μαζική δε. Αν η ερώτηση ήταν περί ράτσας, η απάντηση θα πλησίαζε περισσότερο σε αυτή του αγίου Βερνάδρου. Απευθύνθηκα προς μια ευαίσθητη ψυχή μήπως τον ήθελε, πλην όμως τον αρνήθηκε.

    Το καλοκαίρι δεν πέρασε άσχημα, αν και αποκλειστικά ανάμεσα σε ενήλικες, η χνουδωτή ζωή του, ήταν κάπως αδιάφορη, εκεί στα θερινά ανάκτορα του οίκου μας. Ακολούθησε όμως ένας ολόκερος χειμώνας δίχως καμιά συντροφιά. Η μοναξιά σημάδεψε με μελαγχολία την απορημένη ματιά του.

    Ακινητοποιημένος, χωρίς παρέα, στην υγρασία και το κρύο, χωρίς κανένα χάδι σε εκείνες τις ατέλειωτες νύχτες. Κάτι μισόλογα μόνον, αραιά και που, στις σπάνιες επισκέψεις μου. Δεν ήταν αρκετά ούτε να αποσύρουν τις τύψεις μου για την μοναχική του τύχη, ούτε πολύ περισσότερο να του αφαιρέσουν την πικρή αίσθηση της εγκατάλειψης.

    Πέρασαν οι μήνες με τις μεγάλες νύχτες και ήρθαν, πάλι, οι μέρες με τις μεγάλες ζέστες. Εκείνος μόνος ακόμα, ανένταχτος και κατσούφης. Χωρίς όνομα. Σκάϊλο τον αποκαλούσα, έφερνε λίγο και σε αρκούδι. Μέχρι που, …μέχρι που κατέφθασε ανθρωπάκι ετών δύο, γένους θηλυκού, βουτηγμένο εκ γενετής στην νοστιμιά, αλλά με χαρακτηριστικά οδοστρωτήρα και φωνή στεντόρεια.  Και τότε, πάνω στα πρώτα του γενέθλια πήρε, ο Σκάϊλος, το πιο λαμπρό του δώρο, καθώς αλλάξαν όλα. Για την ακρίβεια τα βρήκε όλα. Προσοχή, χάδια, βόλτες, αγκαλιές.

    Κι έτσι, έφυγε. Άφησε την περίεργη ησυχία μιας θερινής κατοικίας, την μοναχική υγρασία του χειμώνα και το μονότονο καλοκαιρινό ήχο από τα τζιτζίκια, περνώντας σε ένα πολύβουο διαμέρισμα της πόλης με την μικρή Μαρία να του μιλά, να τον τραβά, να τον ζουπά.

    – «Θα στον επιστρέψω μόλις αποκτήσεις εγγόνια»
    είπε εκείνος που η μικρή Μαρία φωνάζει με δόσεις άπειρης σαγήνης «…μπαμπακάαα».

    Το μέλλον δεν το γνωρίζω, νομίζω όμως ότι δεν έχει λόγους να επιστρέψει. Θαρρώ ότι θα ήταν πιο γοητευτικό αν περνούσε το υπόλοιπο της απαλής ζωής του, δίπλα στην μικρή Μαρία. Η οποία αμέσως τον βάφτισε Ντάνυ Σκυλάκη, ήρωα κινουμένων σχεδίων, παντελώς άγνωστο εις εμέ, μα κολλητός της Πέππα της γουρουνίτσας, όπως εδιδάχθην.

    Κι έτσι τώρα πια, με όνομα, με στέγη, με παρέα και προσοχή ο πρώην Σκάϊλος και νυν Ντάνυ Σκυλάκης, θα περάσει ζωή χαρισάμενη. Μέχρι που η μικρή Μαρία θα πάψει να είναι μικρή, θα του δίνει ολοένα και λιγότερη σημασία, καθώς θα αρχίσει να κυνηγά όνειρα, να σιάχνει τη ζωή της, όλο και πιο μακριά από χαρούμενα παιχνίδια, ολοένα και πιο κοντά σε προβλήματα που θα ζητούν λύση.

    Μα τότε, μετά από εκείνο το μεγάλο διάλειμμα, ξεχασμένος ίσως πάλι σε κάποια θερινή κατοικία, ο Ντάνυ ο Σκυλάκης θα βρει μπροστά στο απορημένο βλέμμα του, μια άλλη μικρή, ας την πούμε Μελπομένη που θα έρθει για να συνεχίσει το παραμύθι της ζωής μας. Κι εκείνη θα του δώσει, μαζί με ένα νέο όνομα, ξανά την δέουσα προσοχή.

  • …μέχρι δυο, πριν από εμάς

    … σκάβοντας την μνήμη, όχι  μόνο με ολέθρια και θανατερά μα και με άλλα ευχάριστα αφηγήματα, από καθαρότερες εποχές

     

    Απόμακρη γνωριμία ήταν. Και καθώς είχε γεννηθεί πριν  τον πατέρα μου, υπήρχε και ο δέον σεβασμός. Μιλήσαμε, λοιπόν, τηλεφωνικώς προ εβδομάδων. Είχε κάποιο υλικό που, καθώς μετακόμιζε, ξαναβρέθηκε μπροστά του. Εκτίμησε ότι θα μου ήταν χρήσιμο, έτσι με κάλεσε να περάσω από το σπίτι του.

    Κούτες με πακεταρισμένα πράγματα παντού, χώρος λίγος. Στεκόμαστε όρθιοι κοιτώντας φωτογραφίες, ξεφυλλίζοντας έντυπα, συζητώντας. Όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις η κουβέντα πάει στο παρελθόν. Γεννημένος στη Σαλονίκη στο μεσοπόλεμο, εβραϊκής καταγωγής, η Κατοχή τον βρήκε 16 χρονών παλικαράκι, στην Αθήνα.

    Κατάφερε όλη η οικογένεια να αποκρύψει την καταγωγή, με ψεύτικες ταυτότητες που μπόρεσαν να αποκτήσουν με την συνδρομή φίλων και την ανοχή των Ελληνικών αρχών. Εφοδιασμένοι με τις νέες ταυτότητες επιχειρούν να διαφύγουν οικογενειακώς από την Ελλάδα με καΐκι από την Ραφήνα. Γίνονται αντιληπτοί και συλλαμβάνονται μαζί με άλλους, από τις Γερμανικές δυνάμεις Κατοχής.

    Απομακρύνουν τις γυναίκες. Οι άνδρες, καμιά τριανταριά στήνονται στο τοίχο, ανάμεσά τους ο συνομιλητής μου και ο πατέρας του. Έρχεται φορτηγό παρκάρει με την όπισθεν, ανοίγει τον μουσαμά που κάλυπτε την καρότσα και οπλοπολυβόλο με δυο χειριστές ανοίγει πυρ. Θερίζει καμπόσους και «…σταματά δυο πριν από εμάς, η ριπή σταμάτησε μέχρι δυο πριν από εμάς. Το καταλαβαίνεις;»

    «Ακολούθως μας πήραν για ανάκριση. Ξεχωριστή ανάκριση, πρώτα ο πατέρας μου με το ψεύτικο ονοματεπώνυμο Γεώργιος Αδραλής, μετά εγώ ως Δημήτριος Αδραλής.

    Προσπάθησαν να με κάνουν να ομολογήσω την καταγωγή μου, μπλοφάροντας ότι τους το έχει ομολογήσει ο πατέρας μου. Τα αρνήθηκα όλα και απάντησα με θράσος ότι όσο Εβραίος είναι ο ανακριτής ο λοχαγός άλλο τόσο είμαι και εγώ. Έξαλλος εκείνος, μόλις άκουσε την μετάφραση με κάρφωσε με την ξιφολόγχη στο κουτουπιέ.  Μου πέταξε την ταυτότητα στο πρόσωπο και με έδιωξε βρίζοντας, ουρλιάζοντας.»

    Βρήκαμε την μητέρα μου και επιστρέψαμε περπατώντας από την Ραφήνα στη Αγ. Παρασκευή.  Στο δρόμο  συναντήσαμε τρεις κρεμασμένους από τα δένδρα».

    Είπαμε και άλλα, ένιωσα ότι το σήμερα δεν προσφέρει και πολλά στον συνομιλητή μου, μολοντούτο γύρισε και μου είπε, έτσι, ως απόσταγμα:

    Δυο πράγματα έχω μόνον να πω για την ζωή τούτη. Μακριά από φανατισμούς και εσείς οι νεότεροι  να μην χάνετε ποτέ την ελπίδα»

    Στεκόμαστε όρθιοι ίσως και περισσότερο από μισή ώρα, εκείνος στα 94 του, γεμάτος παρελθόν και διαύγεια σκάβοντας την μνήμη, όχι  μόνο με ολέθρια και θανατερά μα και με άλλα ευχάριστα αφηγήματα, από καθαρότερες εποχές. Συντροφιά με μαυρόασπρες εικόνες και με μορφές που δεν υπήρχαν πια ανάμεσά μας.

  • Από τον CR7 στον Mane

    Λίγα λόγια για το χρονικό μιας αλλαγής με πολύ χρήμα, περισσότερη προβολή και λίγο από ποδόσφαιρο

     

    Σε αυτή τη θεαματική δύνη της γιγάντιας αγοράς με την ετικέτα ποδόσφαιρο, που ο τζίρος του παίρνει τις μεγαλύτερες τιμές του στο πιο προβεβλημένο τμήμα του, το παγκόσμιο κύπελλο, δεν μπορούμε να μην σταθούμε σε λίγα, κάπως, εξωαγωνιστικά θέματα.

    Πέρα από τις συνέχειες του show ενός πρώην κορυφαίου ποδοσφαιριστή που το εγώ του καταστρέφει, έτι περαιτέρω, την δημόσια εικόνα του, τα μήντια πρόβαλαν με τη γνωστή ηδονοβλεπτκή τους διάθεση, την σύντροφο του C. Ronaldo να επιδεικνύει δακτυλίδι κόστους 700 χιλιάδων ευρώ, ένδειξη ίσως αρραβώνα με τον ποδοσφαιριστή.

    Αρκετούς μήνες νωρίτερα, άλλη είδηση ανέφερε πως ο ίδιος ποδοσφαιριστής έκανε γαμήλιο δώρο στον μάνατζέρ του, Jorge Mendes, ένα νησί. Τέτοια άνεση. Μετά τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, νησιά αγόραζαν οι πλούσιοι, δηλαδή οι πραγματικά πλούσιοι. Για την πάρτη τους, όχι για να τα κάνουν δώρα. Αγόρασε ο Αρίστος τον Σπορπιό, του έκανε ρελάνς ο Νιάρχος με τη Σπετσοπούλα. Είχε ο Σμυρνιός τη Χριστίνα, τον κοντράριζε  ο «μυλωνάς» την Κρεολή.

    Ήταν όμως εφοπλιστές, επιχειρηματίες, πανούργοι, αδίστακτοι, κορόιδευαν το FBI, παντρεύονταν την πιο διάσημη χήρα του κόσμου ή την αδελφή της δολοφονημένης γυναίκας τους, ενώ είχαν παιδί σε διγαμία με απόγονη Ford, ή παράταγαν Την Ντίβα. Έκαναν ό,τι ήθελαν. Αγόραζαν και ένα νησί.

    Δεν είναι όμως μόνον τα μυθικά συμβόλαια που κάνουν οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές. Είναι η προβολή τους, τα δεκάδες εκατομμύρια ακολούθων στα μέσα κοινωνικής διαδικτύωσης, είναι ότι κέρινο ομοίωμα του CR7 βρίσκεται ήδη από το ‘10 στο μουσείο της Marie Tussaud στο Λονδίνο, ότι από το ’13 έχει ανοίξει μουσείο με το όνομά του, στη γενέτειρά του, είναι επίσης ότι από το ‘14 του αποδόθηκε το μετάλλιο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος, τιμή  που δίνεται σε όσους έχουν μεταφέρει τον πορτογαλικό πολιτισμό εκτός συνόρων.

    Έτσι ο πλούτος δεν φτάνει μόνον στα γραφεία των απρόσιτων εφοπλιστών, αλλά πέρα από τα όνειρα, παραμονεύει και στα φτωχόσπιτα ταλαντούχων νέων. Αυτό είναι το επιμύθιο.

    Τώρα γιατί ο Μανέ Γκαρίντσα πέθανε στην ψάθα στα 49 του χρόνια από κίρρωση του ήπατος, είναι ένα άλλο ερώτημα. Εκείνος ο σακάτης άνθρωπος, που το δεξί του πόδι ήταν έξι πόντους κοντύτερο από το αριστερό, που έκανε αδιανόητα πράγματα πάνω στο χορτάρι, που έχει γραφτεί στον τάφο του: «Εδώ αναπαύεται εν ειρήνη, αυτός που ήταν η χαρά του ανθρώπου».

    Ίσως διότι δεν ήξερε να διαβάζει και δεν κατάλαβε τι συμβόλαια υπέγραφε, ίσως διότι μίλησε η κληρονομικότητα του αλκοολισμού του πατέρα του, ίσως διότι ήταν ποδοσφαιριστής και τίποτα άλλο.

    Σίγουρα όμως διότι το ποδόσφαιρο τότε, ήταν περισσότερο άθλημα και λιγότερο επιχείρηση, jogo bonito που θα έλεγαν στην γλώσσα του Μανέ και του CR7, όμορφο παιχνίδι δηλαδή. Όχι νησί δεν μπορούσε να αγοράσει ο Γκαρίντσα, ως γαμήλιο δώρο για τον μάνατζερ που (δεν) είχε, αλλά ούτε την τελευταία γουλιά αλκοόλ που τον έστειλε στον τάφο.

    A! Και κάτι τελευταίο. Ο Mane ήταν δυο φορές παγκόσμιος πρωταθλητής, το ’58 και το ’62. Ο Πορτογάλος, γεννημένος 23 χρόνια μετά τον δεύτερο τίτλο του Mane, καμιά. Εκτός αν θα καταφέρει κάτι τέτοιο στα 37 του, στο επόμενο παγκόσμιο.

  • Νεφελώδης & Βροχερός

    Έτσι αποχωρεί ο φετινός Ιούνιος. Νεφελώδης, βροχερός, δροσερός. Τουλάχιστον στην Αττική και στην Ηπειρωτική Ελλάδα.

     

    Όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο τούτη την εποχή, ειδικά σε τόση μεγάλη χρονική γεωγραφική έκταση και με τόσο έντονα φαινόμενα.

    Δυσκόλεψε την κυκλοφορία στις πόλεις

    Μας χάρισε εικόνες αισθητικής τύπου Terrence Malick

    Έφερε τα γαλάζια της θάλασσας και του ορίζοντα κοντά στο γκρι

    Και καθώς η βροχή απέτρεψε τους τουρίστες από την Ακρόπολη και τα υπόλοιπα τουριστικά, κάποιοι από αυτούς, προτίμησαν τον προσομοιωτή της F1 στο μουσείο αυτοκινήτου. Η σύντροφος απαθανάτισε τη στιγμή. Δεν μπορώ να ερμηνεύσω την μελαγχολία που (μου) βγάζει τούτη η εικόνα.

     

    Στον σταθμό της Βικτώριας πάντως, η βροχή δεν είχε λόγο. Και το βατραχί πλακάκι στους τοίχους, αισθητικά ίσως όχι ιδιαίτερα αποδεκτό, αλλά ιστορικά και νοσταλγικά τόσο επιθυμητό, καθώς για κάποιους είναι ένα από τα στοιχεία που συγκροτούν τον ομφάλιο λώρο με το παρελθόν αυτής της πόλης. Της πιο ανοικτής πόλης του κόσμου, όπως την περιέγραψε πριν μισό αιώνα ο Στρατής Τσίρκας στην Χαμένη του Άνοιξη.

  • «Όμορφη Ελλάς» 2/2

    Ιστορίες για την κιβωτό, που κουβαλούσε έναν μυθικό καμβά χαρακτήρων.

    Στο μεταξύ άλλαζαν οι καπεταναίοι. Είχαν έρθει εγκσυγχρονιστές καθηγητάδες. Μετά κατέφθασαν οι επανιδρυτές του κράτους. Μα στο δρόμο κουράστηκαν. Μέχρι που μας προέκυψε ένας εγγονός και γιός καπετάνιου να αναλάβει τα κουμάντα.  Μας διαβεβαίωσε πως έχουμε και καύσιμα και τρόφιμα. Μετά από λίγο κατέβασε το βαπόρι στο ακρονήσι μας, εκεί στο μοιχό της Τουρκιάς και έβγαλε φετφά. Με μωβ γραβάτα. Τα κατάφερε, εκφώνησε στην ντόπια γλώσσα δυο προτάσεις αντιληπτές, χωρίς σαρδάμ, και τι μας είπε; Ό,τι και η φωνάρα του καλλιτέχνη πριν χρόνια: «μ’ αφήσανε μάνες σε κάποιο χορό, στα βράχια του Ζάλογγου, στον Ευρογκρεμό».

    Αυτό ήταν. Το βαπόρι μας ήταν ακυβέρνητο. Δεν χρειαζόταν πια να κάνουν ρεσάλτο οι Τεντέσκοι πειρατές, όπως εκείνον τον Απρίλη που μπουκάραν σιδερόφρακτοι «στης γης τη διαμαντόπετρα». Τώρα ήταν  ένα καρυδότσουφλο στις άγριες θάλασσες των αγορών, όπου με τέχνη μας είχαν σπρώξει. Αλλάζαν οι καπεταναίοι, έρχονταν διάφοροι και αδιάφοροι, σκληροί και όμορφοι Μεσσήνιοι, μαζί με εύγλωττους καθηγητάδες και από κοντά, άλλοι υπηρεσιακοί. Έτσι χωρίς πετρέλαια για τα μασίνια, δίχως τρόφιμα για τους επιβάτες, για το πλήρωμα όλο και κάτι υπήρχε, μοιραία έτειναν ως επαίτες το χέρι για βοήθεια.

    Ένας ψηλόλιγνος καπετάνιος, του μεγαλύτερου του ισχυρότερου καραβιού του κόσμου του χρηματοκίνητου «Εντερπράιζ» μας ήρθε άμοιρος πια, αφού είχε παραδώσει την διακυβέρνηση στον πορτοκαλί παράγοντα. Περπάτησε πάνω στα κόκκινα χαλιά μας, τον φιλοξενήσαμε στα ιερά κειμήλια, στα μάρμαρα που φυλάγαμε από τους παππούδες μας, αλλά από χελπ, τίποτις.  Κρίμα τα παλικάρια που χάσαμε στου Μακρυγιάννη και στο Βίτσι, ψέλλισαν οι γαλανόλευκοι. Κρίμα τις ναπάλμ που δοκιμάσατε στα ορύγματα του Γράμμου στις κουρούπες των ανταρτοσυμμοριτών, μουρμούρισε ένας πιο δυναμικός, κάπως πιο σκούρος. Απομακρύνθηκε το «Εντερπράιζ», άλλο θέμα αν μετά έστειλε προσκλητήριο. Ήθελε ο νέος του κάπτεν να μας πουλήσει υγρόν πυρ.

    Ο άλλος, ο σπουδαίος ο κάπτεν, ο του ξανθού του γένους, του ομόθρησκου, που κουμαντάριζε τον αεριοκίνητο, επιβλητικό, «Κόκκινο Οχτώβρη», που δεν ήταν και τόσο κόκκινος, μας μέτρησε με την κοφτερή του ματιά και απεφάνθη: «Ρούβλια δεν δίδομεν». Στο μεταξύ οι λογιστάδες μέτραγαν στις αποθήκες του «Όμορφη Ελλάς» τα τελευταία σπυριά σιτηρών. Οι επιβάτες σώπαιναν. Το πλήρωμα έδειχνε τρομοκρατημένο. Ο καιρός αγρίευε. Ο ρόχθος της καταιγίδας κατέφθανε.

    Και τότε φάνηκαν κάπου μέσα στην άγρια νύκτα των αγορών, τα φώτα του ρυμουλκού GrossDeutschland με μια σημαία μπλε που έφερε και αστέρια κυκλικά. Αλλιώς την θυμόμαστε τη σημαία τους. «Σωθήκαμε»! ανέκραξαν άπαντες. Προκειμένου όμως να μας προσδέσει το δυνατό ρυμουλκό, ζήτησε εγγυήσεις. Βγήκε ο νεαρός, νέος, κάπτεν μας από την αριστερή βαρδιόλα και μας είπε πως το θέμα είναι σοβαρόν. Ζήτησε τη γνώμη μας. Εσείς θα αποφασίσετε για την τύχη σας, είπε δημοκρατικότατα. Και αποφασίσαμε να τους πούμε, παρά το πρωτόγνωρο στρίμωγμα, να πάνε στο καλό. Αντέστε  η ρυμούλκα σας και σεις και όπου βγει, ήταν, περίπου, η ετυμηγορία από το πόπολο, μετά από μια διαδικασία που ξαναχώριζε στα δυο του επιβάτες.

    Αλλά ο κάπτεν μας δεν άκουσε την απάντηση, είχε πάει τρέχοντας στη δεξιά βαρδιόλα, είχε πολλές δουλειές δεν προλάβαινε, έβγαζε και άφτρες. Ποιος ξέρει τι συνέβη σε εκείνα τα 17ωρα που πέρασε ο δύσμοιρος αλάργα από μας, στα τσαρτ ρουμ του GrossDeutschland;  Γιουροτράπ τα λέγανε και μας φωνάζανε και μας σφαλαιρίζανε. Κι έτσι τους τα δώσαμε όλα. Όλα όμως. Αεροδρόμια, λιμάνια, κτίρια, αξιοπρέπεια, μέλλον, ακόμα και τις ξαπλώστρες της Ψαρρούς. Ανήκουστο, τουλάχιστον, για τις τελευταίες. Πλάκωσαν και άλλοι, από τας άπω ανατολάς, τις μέσες ανατολάς, από παντού. Το χρήμα επέλαυνε με μεγαλύτερη ταχύτητα από τις στρατιές του Αδόλφου και αγόραζε στο εν τρίτο της τιμής ότι κουνιόταν. «Τούτος είναι μπλιτς κριγκ» είπε ένας γέρων από τους επιβάτες, που τα μάτια του είχανε δει και είχανε δει.

    Κανείς μας όμως δεν έκαμε κάτι. Ούτε οι 60τόσοι στους 100 που είπαν δεν θέλουμε τους κάβους σας. Που ανέκραξαν: «Όμορφη Ελλάς και ας τρώγωμεν πέτρας». Την ώρα τη δύσκολη, εκεί που ο καπιτάνο μας έκανε το άσπρο μαύρο, εκωλώσαμεν. Μας κάρφωσε και ένας Ρωμαίος ντράγκον που έκανε τον κεντρικό τραπεζίτη, διότι οι πολιτικές εξουσίες και οι τράπεζες ήταν, σαν να είχαν γίνει ένα πράμα.

    «Εντάξει, εντάξει, τουλάχιστον υπάρχουμε, πλέουμε», ακούγεται μια συνετή φωνή. «Δεν πλέουμε, μας ρυμουλκούν, μας ταΐζουν όσο για να τους πληρώνουμε», αντιπροτείνει ο πραγματιστής. «Ναι αλλά σύντομα θα πιάσουμε λιμάνι, θα επισκευαστούμε, θα ανθρακεύσουμε και θα συνεχίσουμε το αιώνιο ταξίδι μας», επιμένει ο αιθεροβάμων.

    Στο μεταξύ στη γέφυρα του ρυμουλκού, είχαν απλώσει τους χάρτες, είχαν βγάλει το διπαράλληλο και χάραζαν πορεία. Μυστικά οδηγούσαν το «Όμορφη Ελλάς» σε απόμακρο σκραπατζίδικο. Το γέρικο σκαρί, δεν έπιανε τίποτα πια, έλεγαν. Να το εκποιούσαν, να έβγαζαν κάτι και από εκεί, σκέφτηκαν.

    Στο ερώτημα τι θα γίνει με το πλήρωμα και τους επιβάτες, ο καπιτέν του  GrossDeutschland, απάντησε:
    -«Και ποιος νομίζετε ότι θα διαλύσει το βαπόρι; Εκείνοι θα το κάνουν. Εμείς έχουμε άλλες ρυμουλκήσεις» .
    – «Και μετά  τι θα απογίνουν»; ερώτησε κάποιος ουμανιστής, απόγονος του Ρίλκε, ολοφάνερη μειοψηφία ανάμεσα στους χαρακτήρες του GrossDeutschland.
    – «Αυτό δεν είναι δική μας ανησυχία», απάντησε ο δεύτερος και κατέβηκε στον λογιστή να μετρήσει τα κέρδη της εβδομάδας για να στείλει (φ)ραπόρτο στην όμπερ κομμάντ.

    Την άλλη μέρα όμως, έφθασε διαταγή. Και όλα άλλαξαν. Η κεντρική διοίκηση αποφάσισε ότι ήταν πολύ πιο συμφέρον να κάνουν μια ανακαίνιση στο «Όμορφη Ελλάς», και να το αξιοποιούσαν για την ανάπαυση των πολιτών άλλων καραβιών, που έκαναν δρομολόγια στις βόρειες θάλασσες. Ετούτο το σκαρί ναυτολογημένο στο ζεστό αρχιπέλαγος ήταν ό,τι έπρεπε. Στρίμωξαν το πόπολο στα χαμηλά και κάθε σεζόν ξεφόρτωναν στις πάνω κουβέρτες, εκατομμύρια Τουρίστες.

    Τα ‘χαν έτσι κανονίσει να μένουν λίγα ψίχουλα για τους πολλούς, και κάποια φιλέτα για τους λίγους ντόπιους ώστε η δουλειά να προχωρά. Είχαν αφήσει και τοποτηρητές απάνω στη γέφυρα. Τα έβλεπε όλα ο ντόπιος κεντρικός τραπεζίτης. Τα λέγανε με τον Ρωμαίο Ντράγκον, τον προϊστάμενό του. Έτσι το βαπόρι έγινε ποστάλι. Δεχόταν κάθε σεζόν, δυο και τρείς φορές τον πληθυσμό των επιβατών. Του έδιναν τα δρομολόγια, τα εκτελούσε. Κι ήταν όλοι χάπυ. Οου γιε!

    Μα όλα όσα ήξεραν οι επιβάτες του, ήταν παρελθόν. Οι μνήμες συντηρούνταν όπως παλιά. Με αφηγήσεις από γενιά σε γενιά. Σαν ένα κρυφό σκολιό, που πολέμαγε να ανασάνει κάτω από τη θηριωδία της τεχνοκυριαρχίας. Κι όταν κάποιο βραδάκι, ένα παιδικό μουτράκι, χαμηλά στο πλωριό του «Όμορφη Ελλάς», ρωτούσε τον παππού του, να του ‘ρμηνέψει τι ήταν αυτοί οι στίχοι που σιγά ετραγουδούσε με τόση τέχνη και ομορφιά:

    «Και στ’ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
    θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
    πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
    και γύρισε καπάκι η ζωή
    πώς το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια
    να μην ακούσεις έναν ποιητή»

    Ο παππούς δεν είπε λέξη. Μόνο έκλαψε. Και έτσι κουφοί σε ποιητές, τυφλοί στις εξελίξεις, βολεμένοι σε οδηγίες, οι επιβάτες ανεβοκατέβαιναν τα καταστρώματα ξεσκόνιζαν τα αφεντικά και εξυπηρετούσαν τους πελάτες. Πλήρωναν τα δανεικά με άλλα δανεικά, κατέβαλαν και ενοίκιο για τις καμπίνες, που κάποτε τους ανήκαν. Από ναυτικάρες του θαλασσοδαρμένου «Όμορφη Ελλάς» είχαν καταλήξει καμαρωτάκια στο ποστάλι, που από κοντά επέβλεπε το GrossDeutschland, με την γαλάζια σημαία και τα κίτρινα αστέρια.

  • «Όμορφη Ελλάς» 1/2

    Ιστορίες για την κιβωτό, που κουβαλούσε έναν μυθικό καμβά χαρακτήρων.

    Ήταν ένα μικρό καράβι, αλλά καθόλου αταξίδευτο. «Όμορφη Ελλάς» έγραφε πάνω στο ελλειπτικό πλωριό του. Παλιό, πολύ παλιό, αλλά αξιόπλοο. Μερικές στιγμές, δεν ήταν τόσο όμορφο. Κάποιες άλλες δεν ήταν και τόσο «Ελλάς». Αλλά όλο και κρατούσε, με μια περίεργη συνθήκη κρυμμένα, αυτά τα δυο συστατικά, κάπου στα τρίσβαθα των αμπαριών του.

    Και εκεί που πήγαιναν να σβήσουν, εκεί που ήταν όλα σχεδόν χαμένα, κάτι γινόταν, αναπάντεχο θα ‘λεγες και ερχόταν μια πνοή, ένας άνεμος και τα ξαναζωντάνευε. Είχε καταλήξει το αξιοπερίεργο της Ιστορίας. Δεν ήταν τυχαίο, που ακόμα πιο παλιά, σπουδαίοι καλλιτέχνες, οι εικονολήπτες εκείνης της εποχής, ζωγράφιζαν τις ηρωικές παραστάσεις του και στας Ευρώπας. Όπως: «Στα ερείπια του Μεσολογγίου», «Σφαγή της Χίου», «Σουλιώτισσες».

    Το βαπόρι «όμορφη Ελλάς», ήταν σαν μια κιβωτός. Στα καταστρώματα του κουβαλούσε κάθε πλάσμα. Κάθε ψυχή. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά μέσα από τις ατελείωτες διασταυρώσεις, μα και από τα καλά ή κακά συναπαντήματα στις θάλασσες του κόσμου όλου, είχε αποκτήσει έναν μυθικό πλούτο χαρακτήρων.

    Δεν κουβαλούσε μόνον ανθρώπους, μετέφερε και αγαθά. Ιδέες. Λέξεις που ‘χαν μείνει καρφωμένες με γράμματα ανεξίτηλα στις λαμαρίνες του. Κάτι ακαταλαβίστικα του τύπου: «χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν», κάτι «δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς, που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς»

    Κάποιοι χορταίναν μόνο που τις ψιθύριζαν, οι πολλοί αδιαφορούσαν γιατί πεινούσαν για άλλα βρώσιμα και πόσιμα. Μα οι λίγοι πέθαιναν για αυτές τις λέξεις. Και το βαπόρι όλο και πήγαινε. Ταξίδευε. Είχε κυβερνήτες, μηχανικούς, ύπαρχους, και πλήρωμα. Μα και αυτοί συχνά δεν ήταν ούτε όμορφοι ούτε τόσο «Ελλάς». Πολλές φορές, σαν είχε καιρό, ούτε στη γέφυρα δεν ανεβαίνανε.

    Κρύφτηκαν και τότες που σάλπαρε για τελευταία φορά από τα ανατολικά παράλια. Τότε που η περηφάνια έγινε ντροπή. Τότε που ήρθαν τα ξαδέλφια από τ’ απέναντι, που τα βάφτισαν τουρκόσπορους και τα περισσότερα έζησαν στις παράγκες. Τότε που από την Ιωνία, ξεριζώθηκε κάθε τι ελληνικό μετά από 25 αιώνες.

    Χάθηκαν, κρυφτήκαν και 14 Αύγουστους αργότερα που υποταχτήκαμε στα μαύρα χιτώνια. Τότε που σάπιζαν στην τελευταία θέση οι ονειροπόλοι. Αργότερα το πράγμα θα πήγαινε χειρότερα. Όχι μόνον ήρθαν πειρατές και κούρσεψαν το βαπόρι, όχι μόνον έσβησαν το όνομά του από το πλωριό, όχι μόνον κόψανε το σιτηρέσιο και πέθαινε ο κοσμάκης χειμώνα καιρό, αλλά στο πρώτο κατάστρωμα βολτάραν  οι ντόπιοι συνεργάτες τους, ενώ άλλοι έκαμαν περιουσίες. Είχε παραφρονήσει ο μπούσουλας της ιστορίας. Είχε έρθει σκοτάδι ανυπόφορο, θανατηφόρο.

    Τότε εμφανίστηκαν από τα απόμακρα, θυμωμένοι κάτι αξύριστοι, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν τους barbudos της Καραϊβικής και εκατόν είκοσι μετά το κλεφτουριό. Κάτι αλύγιστοι, ανυπότακτοι. Το βαπόρι χώρισε στα δυο. Και έπλεε έτσι χρόνια, πολλά. Ακούγονταν τουφεκιές, το αίμα έρρεε από τα αποσπάσματα στα σκοτεινά καταγώγια, οι πληγές δεν έκλειναν και ο διχασμός καλά κρατούσε.

    Μα οι λέξεις, λέξεις καρφωμένες, στους μπουλμέδες για να τις διαβάζουν με δυσκολία: «Οι φίλοι μας που ζουν στις φυλακές για εγκλήματα που δεν μπορούν να κάνουν». Πράγματα που είχε προφητεύσει ο αγριωπός πολέμαρχος μια φθινοπωρινή μέρα πάνω στο μπαλκονάκι στην Λαμία. Αυτόν κι αν το πρόδωσαν όλοι. Όλοι όμως. Δεν τον άκουσαν και ακόμα πολεμάμε να καταλάβουμε, αν έκαναν καλά που δεν τον άκουσαν.

    Ήταν απίθανο, πώς άντεχε τούτο το σκαρί, καθώς χτυπιόταν συνέχεια στα όρτσα όταν: «Έβραζε το κύμα του γαρμπή». Υπόμενε ηρωικά, δεχόταν και τις θωπείες από τους συμμάχους του, που με τέχνη έσπερναν τον διχασμό. Το ‘φερε ο καιρός, πέρναγαν σιγά – σιγά τα πολύ πονεμένα χρόνια, κι εκεί που φάνηκε ότι πήγαιναν να κοπάσουν οι θύελλες, να κλείσουν οι πληγές, εκεί που πήγαινε να πάρει μια ρότα της προκοπής, άνοιξαν κάτι ξεχασμένα καπόνια, κάτω από τα ακροδέξια φανάρια στο starboard, πρόβαλαν τα όπλα και το ακομοδέσιο πλημμύρησε από χακί στολές, αποφάσεις, διαταγές και παραποιημένη γλώσσα.

    Ευτυχώς που το δικό μας χακί δεν είχε και πολλά κοινά με όσα κυρίεψαν άλλα βαπόρια νότια από τον πορθμό του Παναμά. Φτηνά, σχετικά, την εγλυτώσαμε. Άλλο θέμα αν την κρίσιμη στιγμή οι στραταίοι άφηκαν τον τόπο χωρίς προστασία, ρεζιλεμένο. Όλα έχουν ένα κόστος. Επέστρεψε έτσι, μετά από έντεκα τέρμινα και ο παλιός καπετάνιος που μετά από τόσους μήνους στας Ευρώπας, όπου εμορφώθη και εστιλβώθη,  ήρθε να βάνει το βαπόρι στη ρότα τη σωστή. Να το οδηγήσει στα απάγκια, σε νερά ήρεμα, σε λιμάνια ασφαλή.  Έγραψε στο πλωριό με γράμματα ζωντανά «Όμορφη Ελλάς» και συμπλήρωσε από κάτω «ανήκεις εις τη δύσιν».

    Το κατάφερε, το έκαμε αφού έπεισε τους συμμάχους ότι θα ήμαστε φρόνιμοι και αξίζαμε να πλέουμε μαζί τους, στην μεγάλη αγκαλιά του πολιτισμένου στόλου τους. Την ίδια ώρα, ο δεύτερος σχημάτιζε στο μηχανοστάσιο με πράσινη μπογιά το σύνθημα «Ε.Ο.Κ. και Ν.Α.Τ.Ο. το ίδιο συνδικάτο». Σαν ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου και ο δεύτερος έγινε πρώτος, βγήκε κι αυτός στη βαρδιόλα κυβερνήτης πια, μα  η μπογιά του έγινε μπλε και πέρα από κάτι συντάξεις και λοιπά δανικά στους επιβάτες της τρίτης θέσης, δεν άλλαξε κάτι η δική του αλλαγή. Είχε όμως, με μαεστρία, κουρσέψει όλα τα συνθήματα της τρίτης θέσης. Τους άφησε άοπλους από λέξεις. Ούτε οι μαυροχίτωνοι δεν είχαν καταφέρει κάτι παρόμοιο.

    Όλο το βαπόρι πια, έβλεπε τυράκια μόνον. Έβλεπε τα μεγαλεία, αγνοώντας τις φάκες. Είχαν ανοίξει όλα τα σαλόνια, κατάφορτα με πλούσια τα ελέη του Κυρίου. Μπερεκέτια. Χοροί, ανάπτυξη. Τα αμπάρια ήταν γεμάτα, τα μασίνια καλολαδωμένα, εργάζονταν στου φούλ. Φτιάξαμε και ένα πετούμενο, ναι βέβαια.

    Ένα ωραίο αεροπλανάκι, που στο ρύγχος του έγραφε Χ.Α.Α. και είχε τις ευχές της εξουσίας. Το πατρονάριζαν κάργα, ο Γιάννος και ο προϊστάμενός του. Τι Γιορτάδες μέρες! Η φτώχια εξαφανίσθηκε. Και πέταγε το αερόπλανο, ψηλά και γρήγορα. Η ζωή κυλούσε ανάμεσα στο «πούλα» και στο «αγόρασε». Από τηλεφώνου. Τα σκαλιά της Σοφοκλέους έβγαζαν σπίθες. Και νέες εγγραφές και άλλα «κέρδη» στη χαρτούρα, την άυλη, όχι στις τσέπες μέχρι που… Μέχρι που το αεροπλανάκι έπεσε. Τότε πονέσανε πολλοί, χαρήκαν ελάχιστοι. Εμ δεν βγαίνεις κερδισμένος από καζίνο. Το εμπεδώσαμε κι αυτό.

    Μετά, γίναμε πλήρες μέλος του μεγάλου πολιτισμένου στόλου, με τα νεότευκτα, πλούσια βαπόρια. Δεν ήταν εύκολο αλλά μας βοήθησαν επαγγελματίες, που ξέραν του «μάρκετινγκ τα κόλπα και τα χούγια που μετατρέπει τις πατάτες σε αγγούρια». Έτσι τώρα πια στα λιμάνια που πιάναμε δεν χρειαζόταν να έχωμεν συνάλλαγμα. Είχαμε ενιαίο νόμισμα. Χαρές και πανηγύρια. Κανένας δεν πρόσεχε ότι η ίσαλος είχε φτάσει ίσα με τα όκια.

    Πάνω στην ακράτητη ευφορία, προσκαλέσαμε και ένα τσίρκο, το οποίο μας τίμησε. Το δεξιωθήκαμε και γίναμε το πιο όμορφο βαπόρι του κόσμου για δεκαπέντε μέρες του Αυγούστου, του δύο τέσσερα. Φώτα, κακό, μουσικές, παρλάτες, ντόπες, ατυχήματα με μoτοσυκλέτες, τελετές, σκετσάκια μυστηρίου, αποδοκιμασίες στο στολίδι με τις σιδεριές του Κάλα Τράβα που πλερώσαμε μερικές δεκάδες φορές περισσότερο. Όλα τα είχε το σόου. Ο παράδεισος του προμηθευτή ήταν. Μπερδευτήκαμε λίγο, νομίζαμε ότι αγαπήσανε το ένδοξο παρελθόν μας, αλλά δεν ήταν έτσι. Όταν ξεφούσκωσε το στήθος η φούσκα της περηφάνειας, αρχίσαμε τους  λογαριασμούς, ανάμεσα σε επιβλητικές εγκαταστάσεις που χάνονταν. Πόσο  να κόστισε άραγε;