Author: Νικόλας Σ. Ζαλμάς

  • Ο Γιώτης & ο δικός μου

    Τελευταία Παρασκευή του Οκτώβρη. Δυόμιση το μεσημέρι. Οι  καστανιές φυλλορροούσαν και στο βάθος, κάτω από έναν μεγαλοπρεπή ήλιο, λαμπύριζε αρυτίδωτο το πέλαγος. 

    Η δουλειά μας, η αιτία που βρεθήκαμε εκεί, είχε τελειώσει. Γύρισα να χαιρετήσω τον Γιώτη. Μου έδωσε μια ξέπνοη παλάμη στρέφοντας αλλού το κεφάλι, για να μην δω τα δάκρυα και να προλάβει τους λυγμούς του. Στα 60 ο Γιώτης, από παιδί στο μεροκάματο, δεν ήταν κανάς αδοκίμαστος.

    Από δίπλα και ο δικός μου, που με κοίταξε με μάτια βουρκωμένα. Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι στα 40τόσα χρόνια που γνωριζόμαστε. Μου έδωσε το κλειδί του αυτοκινήτου του, δείχνοντας τη θέση του οδηγού, κάθισε δίπλα, μουρμούρισε με ένα σπασμένο ψίθυρο: «γάμισέ με» και κοίταξε από την άλλη μπάντα για να μην εκθέσει κι άλλο τα δάκρυα του.

    Να το αποκωδικοποιήσω: Ο δικός μου πούλησε το εξοχικό του. Με τα έτοιμα σωσμένα, εδώ και καιρό, τα εισοδήματα πετσοκομμένα και τις υποχρεώσεις να καλπάζουν πάνω σε άυπνες νύχτες, τον είχαν, ήδη, φιλοδωρήσει με μια αγγειοπλαστική και μια γαστρορραγία ξεγυρισμένη. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Το σπίτι έπρεπε να βγει στην αγορά, δηλαδή υπό τις παρούσες συνθήκες να σκοτωθεί. Όπερ και εγένετο.

    Ο Γιώτης ήταν ο ντόπιος, αυτός που είχε το νου στο σπίτι του δικού μου. Άνθρωπος για όλα. Κουβαλήματα, υλικά, μερεμέτια, φροντίδα γενικώς. Στα 14 χρόνια που γνωρίζονταν με τον δικό  μου, δεν είχαν μια σχέση εργοδότη – εργαζόμενου. Ήταν κάτι, αρκετά, παραπάνω. Είχε αρκετή από εκείνη την χαμένη αμεσότητα, ευθύτητα των σχέσεων που βασίζονταν σε μια ματιά, σε μια χειραψία. Σε μια ειλικρινή, αμοιβαία σεμνότητα.

    Η δε δουλειά μας, ήταν να πάμε πάνω, να φορτώσουμε τα προσωπικά είδη του δικού μου. Διότι όλα τα  άλλα παρέμεναν εκεί. Ως είχε επιπλωμένο, έφυγε το σπίτι. Μάζεψε λοιπόν τις φωτογραφίες των παιδιών του, μια εργαλειοθήκη, ένα ζευγάρι παπούτσια και κάτι άλλα, λιμά.

    Το αυτοκίνητο είχε φορτωθεί, η τελετή τέλειωνε μέσα σε μια ήρεμη βουβαμάρα. Έτσι κανείς τους δεν άντεξε και όταν κοιτάχτηκαν, ο Γιώτης με τον δικό μου, με τις παλάμες τους ενωμένες, τα σούρωσαν. Ως μια κηδεία, που ακουγόταν η πρώτη φτυαριά πάνω στο φέρετρο.

    Καθώς φεύγαμε και αργοκύλισαν οι τροχοί πάνω στο χωματόδρομο, έριξα μια ματιά στη γωνιά της αυλής. Τότε που η οικοδομή είχε μεταμορφωθεί σε σπίτι, δεκατρία χρόνια νωρίτερα, τέλη του Νοέμβρη ήταν, εκεί ακριβώς, μια φωτιά έκαιγε υλικά συσκευασίας, από τα καλούδια του σπιτικού, στην τελευταία ανταύγεια της μέρας, κάτω από τις γυμνές καστανιές.

    O Γιώτης και ο δικός μου παράμερα, σιγομιλούσαν, κανονίζοντας κάτι εκκρεμότητες. Κανείς δεν φανταζόταν το φινάλε, που θα έδενε τις σχέσεις αυτών των δυο, τόσο διαφορετικών ανθρώπων, με φόντο το σπίτι.

    Προσπάθησα να συνοψίσω τι είχε συμβεί στο μεσοδιάστημα. Έμεινα σε πολύ λίγα. Όπως, ό,τι ο Τάσος, ο Άκης,  ο φτερωτός ιατρός, ο Θεόδωρος, και όλως προσφάτως ο Γιάννος, πολίτες με σοβαρές υπευθυνότητες και εξουσία, χρηματίστηκαν. Τα πήραν, κατά το κοινώς λεγόμενον. Τα πήραν εις βάρος του Κράτους, μα επειδή το κράτος δεν έχει πρόσωπο, ποδάρια, χέρια, στομάχι, τα πήραν εις βάρος των πολιτών. Που έχουν απ’ όλα.

    Τα πήραν όπως και κάποιοι άλλοι, σε άλλη κλίμακα, με άλλους τρόπους, αλλά φάνηκαν αρκετά ευφυείς, ή όχι τόσο άπληστοι, ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί. Ας μην λησμονούμε δε, ό,τι ο ευτραφής Ελευσίνιος, μας ετόνισε πως όλοι, στο τουγκέδερ τα εμασήσαμε.

    Ίσως θα ήταν χρήσιμο, να βρίσκονταν οι καταδικασθέντες, οι κατηγορούμενοι και οι κριτές, μπροστά στο περιστατικό μεταξύ του Γιώτη και του δικού μου, την ώρα που, από ανάγκη, μια περιουσία άλλαζε χέρια. Ωστόσο, είναι περίπου βέβαιο ότι, τίποτα δεν θα αντιλαμβάνονταν. Το προχωρημένο της ανίατης έπαρσης και της επάρατης απληστίας δεν θεραπεύεται γενικώς, πόσο μάλλον με δόσεις ανθρωπιάς.

    Για όσους μάλιστα πιστεύουν, ότι η μπουζού ή η διαπόμπευση θα συνετίσει τους παρανομίσαντες, ας αμφιβάλλουν. Το πιο πιθανό είναι πως, έχουν ήδη κατατάξει εαυτούς, στους διαδόχους του λοχαγού Ντρέιφους. Ένας ακόμα ορισμός του αμοραλισμού.

    Κι αν πλησιάζαμε έναν είρωνα φανατικό, τι θα κρυφακούγαμε άραγε να λέει; Μήπως ότι:

    «Ε! αφού πριν 75 χρόνια τα σπιτικά άλλαζαν χέρια για λίγους τενεκέδες λάδι, στις μέρες μας είναι καλύτερα, που ο πωλητής καρπούται μερικές χιλιάδες ευρώ, από το ισχυρό μας νόμισμα της Ευρωπαϊκής μας Ένωσης. Πρόοδος είναι και ανάπτυξη. Δεν είναι;
    Και τα θεμελιώδη συστατικά παραμένουν ίδια. Τενεκέδες & λαδώματα»

  • …για την μέρα τούτη

    Πριν έξι χρόνια ακριβώς, στην καρδιά της Ρουμανίας, το τελευταίο φως της πρώτης μέρας του Νοέμβρη, έφευγε κάτω από ένα βαρύ ουρανό. Φιλτραρισμένη από τη συννεφιά, μια βαθιά μπλε απόχρωση σκέπαζε την πόλη του Brasov.

    Άνεμος έδερνε την περιοχή με συχνές και ισχυρές ριπές, κάνοντας τα αμέτρητα πεσμένα κίτρινα φύλα στους δρόμους, ξέφρενα να χορεύουν. Στην λεωφόρο Ιuliu Maniu, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι βάδιζε αργά, κατέβηκε ένα σκαλοπάτι και βγήκε στο πεζοδρόμιο. Κοίταξα φευγαλέα, κάπως αδιάκριτα προς το εσωτερικό, πιστεύοντας ότι θα αντίκριζα μια αυλή.

    Ένας τοίχος κρατούσε αθέατο το περιορισμένης έκτασης κοιμητήριο. Μόνο από το άνοιγμα της μικρής του πόρτας, που δεν έφερε κανένα διακριτικό, καμία επιγραφή, μπορούσες να αντιληφθείς τι υπήρχε από πίσω. Ήταν ένα από τρία κοιμητήρια που βρίσκονται στην βόρεια περίμετρο της παραδοσιακής πόλης.

    Δρασκέλισα το κατώφλι αντικρύζοντας το χώρο γεμάτο πολίτες. Στο βάθος σε μια ξύλινη κατασκευή, που στα δικά μας πρότυπα δεν θύμιζε ναό, αλλά ήταν, μερικοί συγκεντρωμένοι άκουγαν κάτω από το λίγο φως μερικών λαμπτήρων τα λόγια του ιερέα.
    Περισσότεροι άνθρωποι, βρίσκονταν, διάσπαρτοι, ανάμεσα στους τάφους οι οποίοι ήταν στολισμένοι με κλαδιά, στεφάνια από έλατο, άνθη και αναμμένα κεριά. Νέα παιδιά, έχοντας αποθέσει αναμμένα κεριά πάνω σε ένα μνήμα, κάπνιζαν αμίλητα, κοιτώντας τις μικρές φλόγες που φρόντιζαν να προστατεύουν από τον αέρα. Ηλικιωμένοι με αργές κινήσεις άφηναν ευγενικά, τα λουλούδια πάνω στα μνήματα ψιθυρίζοντας κάποιες κουβέντες.

    Πολλά ονόματα ήταν ουγγρικά, απότοκο της Ουγγρικής παρουσίας εκεί και της αντιπαλότητας ανάμεσα στους Μαγυάρους και τους Ρουμάνους για την περιοχή της Τρανσυλβανίας.

    Η βουή της πόλης είχε απομακρυνθεί, σε εκείνο το μικρό κοιμητήριο όπου ακούγονταν μόνο τα λόγια του ιερέα καθώς τα αλλοίωνε ενίοτε, ο ισχυρός άνεμος. Κάθε μνήμα με τις χαραγμένες ημερομηνίες, έλεγε τη δική του ιστορία.

    Είναι παράξενη η επιμειξία των εθίμων, όπως αυτός, ο εορτασμός της ημέρας των νεκρών. Από τους ειδωλολάτρες Αζτέκους διασώθηκε στη θύελλα του καθολικισμού, πέρασε στους Μεξικάνους, διέπλευσε τον Ατλαντικό, ανακατεύτηκε στην Ευρώπη, έφθασε στη Βαλκανική και να που γιορτάζεται σε ένα ορθόδοξο κοιμητήριο στη Ρουμανία.

    Την ώρα που άφηνα πίσω μου αυτή την ασυνήθιστα κατανυκτική, λόγω της ώρας και του σιωπηλού πλήθους, εικόνα, άλλο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων αποχωρούσε αφήνοντας αναστεναγμούς.

    Η τελευταία ανταύγεια φωτός έφευγε πίσω από το απότομο ύψωμα στα νοτιοδυτικά, όπου δέσποζε η λευκή, φωτισμένη επιγραφή με το όνομα της πόλης γραμμένο με κεφαλαία γράμματα.

    Tρία χρόνια αργότερα ο Sam Mentes θα ξεκινούσε την τελευταία, μέχρι στιγμής, ταινία με κεντρικό ήρωα τον James Bond, στο Μεξικό, με καταιγιστική δράση, αυτή ακριβώς την μέρα. Dia de la Muertos. Η μέρα των νεκρών όπως γιορτάζεται στη Λατινική Αμερική. Με ένα ύφος ολότελα διαφορετικό, από το σιωπηλό, κατανυκτικό, Βαλκανικό.

  • Δευτέρα 28η Οκτωβρίου 1940

    Προσφάτως έχει έρθει η συζήτηση για το παράδοξο, όπου σε όλες τις άλλες χώρες γιορτάζουν το τέλος του πολέμου, ενώ εμείς, εδώ, στην Ελλάδα, γιορτάζουμε την έναρξη. Έχει λόγο ύπαρξης τούτο το παράδοξο. Από την άλλη πλευρά βέβαια, αυτό που γιορτάζεται δεν είναι μόνον η εμπλοκή.

    Ήταν η παράλογη εκείνη μέθη της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, να βρεθεί στο μέτωπο, να πολεμήσει, να νικήσει. Και βέβαια η εξέλιξη, όπου η απρόσμενη Ελληνική προέλαση, μετά την αμυντική επιτυχία, ήταν και η πρώτη συμμαχική νίκη κατά των δυνάμεων του άξονα.

    Ο πόλεμος είχε ξεκινήσει 14 μήνες νωρίτερα, η Πολωνία, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες είχαν καταληφθεί εύκολα, το Ηνωμένο Βασίλειο, σχεδόν ταχυδακτυλουργικά, με αρκετή τύχη, θάρρος και μια περίεργη αλληγορία από τις Γερμανικές δυνάμεις, μόλις που είχε καταφέρει να σώσει την αξιοπρέπεια και το αξιόμαχό του, αποσύροντας εκατοντάδες χιλιάδων οπλίτες από τις ακτές της Δουνκέρκης.

    Στο δεύτερο φθινόπωρο του πολέμου λοιπόν, εμφανίζεται μια μικρή χώρα της Βαλκανικής, που αναγκάζει μια αυτοκρατορία σε ήττα. Υποθέτω αυτό γιορτάζουμε. Την έναρξη μιας αναμέτρησης όπου ο βίαιος, άδικος, επεκτατικός πειρατής ντροπιάζεται από τον φτωχό και ταλαιπωρημένο παρία.

    Ξημέρωσε εκείνη η Δευτέρα 28 Οκτωβρίου του ’40 και όπως όλοι, που έζησαν εκείνες τις στιγμές, ομολογούν πως ήταν ένα πανηγύρι. Ο Γιώργος Θεοτοκάς θα το συνοψίσει στα Τετράδια ημερολογίου του: «Αξίζει να είναι κανείς Έλληνας τις μέρες αυτές»

    Είχε προηγηθεί νυχτιάτικα η επίσκεψη του Ιταλού Πρέσβη στην κατοικία του Έλληνα πρωθυπουργού, όπου ζητήθηκε η είσοδος Ιταλικών στρατευμάτων στο Ελληνικό έδαφος. Υποκριτικό, καθώς τα τύμπανα του πολέμου ηχούσαν ήδη στους παραμεθόριους βορειοδυτικούς ορεινούς όγκους της Ελλάδας.  Έτσι ξεκίνησε η αιματηρή περιπέτεια που θα τελείωνε τέσσερα χρόνια αργότερα.

    Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, το τέλος του πολέμου για την Ελλάδα, σήμανε την έναρξη μιας ακόμα πιο οδυνηρής σύρραξης. Συνεπώς εκείνη η Πέμπτη 12 Οκτωβρίου που αποχώρησαν οι Γερμανικές δυνάμεις Κατοχής από την Ελληνική πρωτεύουσα, ήταν η απαρχή άλλων δεινών και όχι λόγος εορτασμών.

    Τι ακριβώς να γιορτάσουμε;

    Τον Δεκέμβρη; την συμφορά του Εμφυλίου;

    Το Διχασμό που τα απόνερά του ακόμα μας ταλαιπωρούν;

    Ή μήπως το ατιμώρητο της Γερμανικής Κατοχής;

    Ή, το ελεύθερο των ταγματασφαλιτών και λοιπών συνεργατών;

  • …ας πούμε

    Ας υποθέσουμε ότι τον Οκτώβριο του ’81 είσαι 24 χρονών. Δηλαδή, η δικτατορία σε πήρε 10 χρονών παιδάκι και σε άφησε 17 χρονών έφηβο. Στο μεσοδιάστημα έζησες, από σπόντα, τον Νοέμβριο του ’73. Με φωνές, υψωμένες γροθιές,  δακρυγόνα, πολύ τρέξιμο και περισσότερο φόβο.

     

    Ας πούμε, πως έχεις μιλήσει με λίγους ανθρώπους που τους ξεφτίλισαν στα διάφορα κρατητήρια. Ας πούμε ότι ήρθε και ένας ασφαλίτης στο σπίτι σου, στη νέα γειτονιά που μόλις μετακόμισες το ΄74, μετά την μεταπολίτευση και ήθελε να μπουκάρει στο δωμάτιό σου να δει τι αφίσες το κοσμούσαν. Ήταν οι Led Zeppelin ή μήπως καμιά μαυρόασπρη με μουσάτο; Ήταν το σήμα της ειρήνης, ή εκείνο της Μερσεντέ.

    Περνούν οι μήνες και γίνεται η πορεία στην πρώτη μεταπριλιανή επέτειο (21/4ου/’75) και οι θερμόαιμοι του Ε.Κ.Κ.Ε. εκφράζοντας τον βαθύτερο αντιαμερικανικό πνεύμα της εποχής, μπουκάρουν σε εκείνη την πρεσβεία με σημαία την αστερόεσσα. Γίνεται το σώσε. Πάλι δακρυγόνα, ποδοβολητά, κάτι ψιλές, το γνωστό ρεπερτόριο.

    Ας πούμε, τέλος, ότι το καλοκαίρι του ’77 σου την έπεσε ένας ασφαλίτης ανοικτά, μέσα στο ίδιο σου το μαγαζί, με την προτροπή «να προσέχεις βρε παιδάκι μου μην σε βρούνε σε κανά χαντάκι». Στο ευγενικό, στο αβόζο όλο αυτό, όχι με αγριάδες και τσαμπουκάδες, έτσι;

    Κι έρχεται ο Οκτώβρης του ’81, όπου ένας στους δυο Έλληνες ψήφισε Πα.Σο.Κ. Και τι βασική συνθηματολογία είχε τότε το κίνημα; Να θυμίσω: «Έξω τώρα οι Αμερικάνοι» & «Ε.Ο.Κ. και Ν.Α.Τ.Ο. το ίδιο συνδικάτο».

    Έχει ορκιστεί η νέα κυβέρνηση, έρχονται κάτι τύποι άγνωστοι στο πλατύ κοινό, κάτι μουστακαλήδες και η κρέμα της αστικής τάξης αναριγεί, αναρωτιέται και ανησυχεί: τι θα γενεί με αυτούς τους κατσιαπλιάδες που μας κουβάλησε ο Παπατζής;

    Πάνω στη βδομάδα, Οκτώβριος στα τέλη του ήταν, καλή ώρα, βγαίνει ο πρωθυπουργός στο τιβί όπου ανακρίνεται από δημοσιογράφο του Αμερικανικού δικτύου Α.Β.C. Ξεκινά η κουβέντα, η εικόνα μαυρόασπρη, τα έγχρωμα τιβι σετ δεν ήταν διαδεδομένα, ούτε η γλυκιά μακαριότητα που κόμιζε η τηλεόραση.  Ο Αμερικάνος είναι οξύς, αλλά ο Ανδρέας, ο Ανδρέας μας, ο πρωθυπουργός μας δηλαδή, στέκεται.

    Και όχι μόνον στέκεται αλλά ελέγχει. Ήρεμος, με επιχειρήματα και με τα σωστά αγγλικά του, τι δηλαδή στις αίθουσες διδασκαλίας του Harvard και του Berkeley πώς τα έβγαζε πέρα; Και όχι μόνον ελέγχει, αλλά ντριμπλάρει κιόλας. Όταν οι ερωτήσεις συνοψίζονται στην έννοια του:  «…όλα αυτά που λέγατε προεκλογικά θα τα πραγματοποιήσετε;» δεν απαντά ούτε ναι ούτε όχι, ούτε κάτι του τύπου «θα σας απαυτώσω το ταμ τιριριμ». Αλλά τι λέει ο Μέγας μέσα από πολύ ωραίες κουβέντες;  «δεν θα προχωρήσω σε μονομερείς ενέργειες».

    Επειδή τότε (και τώρα δηλαδή) ήμαστε αφελείς, εκτιμήσαμε ότι τους είχε πάρει μαρς την παρτίδα και τα σώβρακα μαζί. Σε κάποιο βαθμό ήταν και έτσι. Ολοκληρώθηκε το τηλεοπτικό σόου και φουσκώναμε από περηφάνεια. Είχαμε για κουμανταδόρο έναν ωραίο τύπο που άλλαζε τα δεδομένα. Δεν είναι μπανανία κύριοι εδώ πια. Δεν θα στήνετε πραξικοπήματα όποτε σας βολεύει. Τέλος. Οι Βανφλήτηδες, οι Πιουριφόηδες, κι όλα τα πρακτοριλίκια που ξέρατε, τελειώσανε.  Αυτό, ας πούμε, καταλαβαίναμε. Οι μισοί, όχι όλοι, ε;

    Βέβαια οι πονηροί και οι περπατημένοι εννόησαν ότι δεν είχαν αλλάξει πολλά. Ούτε θα άλλαζαν. Ωστόσο, η ιστορία της αλλαγής είναι μια άλλη υπόθεση. Τότε όμως, με το ωραίο του το σπρέχεν ο Ανδρέας μας σαγήνεψε. Τέλη Οκτώβρη ήταν και τότε, με πιο κοφτή ματιά, μπόλικα όνειρα και σερφάραμε μέσα στις πρώτες ψύχρες με αντιανεμικά. Αυτά είχαμε. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

    Το πώς, ας πούμε, κατέληξε αυτή η πορεία για τον άνθρωπο Ανδρέα, το πώς έσβηνε γύρω από μια γαμήλια τούρτα ενός ηλικιωμένου ασθενή, το πως αποκλείστηκε μέσα στους τέσσερις ροζ τείχους ενός «κωλόσπιτου», όπως το χαρακτήρισε και ο της Δικαιοσύνης, Βαγγέλας, το πως αυτός, ο μαγευτικός λαοπλάνος, αυτός ο γοητευτικός συζητητής κατέληξε σε έναν παρία της ζωής, διότι για την πολιτική του πορεία πάμε σε μια άλλη κουβέντα, είναι μια θλιβερή ιστορία.

    Το ίδιο θλιβερή, με το πώς τα όνειρα της νιότης, μετατρέπονται σε πικρές, θολές αναμνήσεις από εικόνες μαυρόασπρης τιβί. Πώς το λέγαμε να δεις; α! ναι  ιστορικό προτσές, …ας πούμε.

  • Πρώτη νύχτα ομηρίας

    O Δημήτρης Μπάτσης, είναι ένα θύμα μιας παράφορης κρατικής αδικίας, και της αντίστοιχης καταστολής.

    Στις 8 Οκτωβρίου του 1951, τελεί τον δεύτερο του γάμο. Είναι τότε 35 ετών, έχει ένα διαζύγιο και μια θυγατέρα, την Ελένη, από τον πρώτο του γάμο με την Λίνα Αιλιανού. Η δεύτερη σύζυγός του ονομάζεται Λίλιαν Καλαμάρο, είναι 12 χρόνια νεότερη και κόρη εύπορου Εβραίου βιομήχανου.

    Το νεόνυμφο ζευγάρι, θα περάσει μαζί μόλις 15 νύχτες. Την Τρίτη 23 Οκτωβρίου ο Δ. Μπάτσης συλλαμβάνεται από την ασφάλεια Πειραιώς και δεν θα ξαναγυρίσει σπίτι του. Παρέμεινε έγκλειστος μέχρι τη στιγμή που τουφεκίστηκε, δίπλα στους Νικ. Μπελογιάννη, Ηλ. Αργυριάδη, Νικ. Καλούμενο. Σε αυτά τα τελευταία 159 μερόνυχτα της ζωής του, ξετυλίγεται ένα άνευ προηγουμένου δράμα που θα ισοπέδωνε τον οποιοδήποτε.

    Ενώ ο ίδιος ανακρινόταν σε απόλυτη απομόνωση, η σύλληψή του ανακοινώθηκε από τον Τύπο, τρεις μέρες αργότερα, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής. Ανεγράφη μάλιστα, πως κατευθυνόταν προς τα σύνορα σε μια απόπειρα να εγκαταλείψει  τη χώρα. Ήταν το πρώτο από τα ψεύδη, που συνέρρεαν έκτοτε ως πλημμυρίδα.

    Η κατηγορία ήταν διενέργεια κατασκοπείας, με τον διαβόητο αναγκαστικό Νόμο 375 που θεσπίστηκε τον Δεκέμβριο του ’36, επί Μεταξά, «περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας».

    Συμπεριελήφθη στους 29 συνολικά υπόδικους της γνωστής και ως δεύτερης δίκης Μπελογιάννη, που δίκασε το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών. Το κατηγορητήριο ανέφερε μεταξύ άλλων: «ότι έλαβε από την ηγεσίαν του Κ.Κ.Ε. λίρας Αγγλίας και δολλάρια αντιπροσωπεύοντα το ποσόν των 450 εκατομμυρίων δρ. άτινα παρέδωσεν εις τον Ν. Πλουμπίδην δια την συντήρησιν του δικτύου κατασκοπείας και μισθοδοσίαν προσωπικού».

    Είναι μια περίοδος όπου ο τόπος έχει μια παραπαίουσα κυβέρνηση υπό την προεδρία του Ν. Πλαστήρα ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, Ο πλανήτης ζει μια ακόμα κορύφωση του ψυχρού πολέμου, μετά τον αποκλεισμό του Βερολίνου. Ο λόγος για τον πόλεμο της Κορέας με την συμμετοχή μάλιστα Ελληνικού εκστρατευτικού σώματος.

    Ταυτόχρονα είναι σαφές ότι ανεξάρτητη ελληνική πολιτική δεν νοείται. Αμερικάνος πρεσβευτής εκείνη την εποχή είναι ο περιβόητος John Emil Peurifoy, με αποδεδειγμένη την έντονη και άμεση μη διπλωματική του ανάμειξη στις εσωτερικές Ελληνικές υποθέσεις. Την ίδια περίοδο στην Αμερική ο γερουσιαστής McCarthy, έχει ανοίξει τους ασκούς του αντικομμουνισμού καταστρέφοντας ομαδόν καριέρες και ζωές.

    Καταλυτικό στις εξελίξεις, ήταν το γεγονός της ανακάλυψης των ασυρμάτων της Καλλιθέας και της Γλυφάδας, τον Νοέμβριο του 1951. Το σκηνικό έχει στηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Ο Δημ. Μπάτσης ήταν αστός, γιος του ναυάρχου Αντωνίου Μπάτση, ανθρώπου με βασιλικές θέσεις, γεγονός για το οποίο μάλιστα είχε εξορισθεί στο ενεργό παρελθόν του. Ο γιος του ήταν δικηγόρος στο επάγγελμα, με πολλές μαρτυρίες για την υψηλή επιστημονική του κατάρτιση.

    Ωστόσο, ενοχλούσε. Εν αρχή ήταν ιδρυτικό μέλος της επιστημονικής  εταιρείας «Επιστήμη- Ανοικοδόμηση» και μόλις ένα χρόνο μετά τα Δεκεμβριανά έχει διευθυντικό ρόλο στο περιοδικό «Ανταίος» το οποίο κυκλοφορεί για πρώτη φορά την 1η Δεκεμβρίου του ’45. Και τι διακηρύσσει ευθύς αμέσως αυτό η δεκαπενθήμερη έκδοση για την μελέτη των προβλημάτων της ανασυγκρότησης;

    Πως τρεις είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της χώρας, η οικονομική της αυτοτέλεια και η λαϊκή κυριαρχία. Συνεργάτες του εντύπου, είναι Μηχανικοί, Αρχιτέκτονες, καθηγητές Πανεπιστημίων, Ιατροί, Γεωλόγοι, Γεωπόνοι, κάθε είδους επιστήμονες μα ταυτόχρονα και κομμάτια του αστικού ιστού της χώρας. Να θυμηθούμε βέβαια, ότι ταυτόσημη συνθηματολογία ενοχλούσε ακόμα και τριάντα, σχεδόν, χρόνια αργότερα, στα πρώτα βήματα, εκείνου του ονειροπόλου ή έστω έντιμου Πα.Σο.Κ. Πόσο μάλλον, σε εκείνα τα χρόνια της αμείλικτης αντιπαλότητας.

    Ο Μπάτσης έρχεται να μας τονίσει ότι οι φυσικοί πόροι της χώρας κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητοι είναι και επιχειρεί την πλήρη ανατροπή του μύθου περί φτώχιας. Τον Μάρτιο δε του ’47, όταν δημοσιεύεται ο λόγος του Τρούμαν που αφορά την εφαρμογή του αντίστοιχου δόγματος, ενώ γίνεται δεκτός με χειροκροτήματα και υποκλίσεις από τον δεξιό Τύπο, ο Δ.Μ. δηλώνει ξεκάθαρα πως: «οι όροι με τους οποίους θα δοθεί η βοήθεια την μετατρέπουν σε ένα τρόπο πολιτικής και στρατιωτικής χρηματοδότησης υποτελούς χώρας και θέτουν την χώρα κάτω από μια καινούργια απροκάλυπτη  αναγκαστική κηδεμονία κι από ένα ολοκληρωτικό οικονομικό, διοικητικό και στρατιωτικό έλεγχο».

    Λίγους μήνες αργότερα, ακολουθεί η έκδοση και κυκλοφορία του μνημειώδους έργου του «Η Βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα», όπου μέσα σε 600 σελίδες, χιλιάδες επιστημονικών υπολογισμών και επιχειρημάτων δομούνται συγκεκριμένες προτάσεις για την ανασυγκρότηση.

    Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το σοκ ήταν πελώριο. Δεν είναι κάποιος κατσαπλιάς που έθαψε τις ματωμένες λεπίδες του στα βουνά και κατέβηκε στην πόλη, ούτε ένας φανατικός που ζητούσε εκδίκηση και πετούσε τστιτάτα. Ήταν ένας νέος επιστήμονας, παιδί αστικής τάξης και «καθώς πρέπει οικογενείας» που μαζί με άλλους παρόμοιους, συγκρότησαν μια παρέμβαση απολύτως ανατρεπτική. Κι όλα αυτά όταν το φυτίλι του Εμφυλίου είχε  ανάψει καίγοντας και τις τελευταίες ελπίδες συμφιλίωσης. Ο Δημήτρης Μπάτσης είχε υπογράψει την θανατική καταδίκη του. Αλλά δεν το ήξερε.

    Αρχίζει να το υποπτεύεται το ξημέρωμα της 24ης Οκτωβρίου του ’51, αφού είχε περάσει την πρώτη του νύχτα στο κρατητήριο της Ασφάλειας Πειραιώς. Οι επόμενες 158 μέρες του, θα κυλήσουν μέσα σε ένα ζοφερό κλίμα που θα προσέφερε το καλύτερο υλικό για το Καφκικό πλαίσιο της Δίκης.

    Το επίσημο κράτος, κατεβαίνει στα πιο χαμηλά, σκοτεινά σκαλιά της ηθικής, η εξουσία εξευτελίζει κατά το χειρότερο τρόπο την έννοια της δικαιοσύνης και οι κρατικοί λειτουργοί, έχουν συστήσει ένα κυνικό μηχανισμό υποταγής σε αλλότριες εντολές, πιστεύοντας ότι σώζουν την πατρίδα.

    Εκβιασμοί, πιέσεις αφόρητες, περιουσίες που ξοδεύτηκαν, υποσχέσεις, ψέματα, σεξ που ζητήθηκε, κάθε απάνθρωπη δραστηριότητα στρατεύτηκε για να τελειώνουν με αυτούς που είχαν το θάρρος να  πουν και να στηρίξουν κάτι εναλλακτικό, σε εποχές που η αμφισβήτηση ήταν αμάρτημα. Θανάσιμο. Σε ένα τόπο που είχε διάφορα κέντρα εξουσίας. Για να τεθεί έτσι πολύ διακριτικά.

    Βαθιά μεσάνυκτα, ανήμερα Κυριακής 30 Μαρτίου του ‘52, γεγονός ανήκουστο ακόμα και για τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής, που είχαν αποχωρήσει πριν από επτάμισι μόλις χρόνια, τους πήραν από τις φυλακές Καλλιθέας και πριν αντικρίσουν το φως εκείνης της ανοιξιάτικης Κυριακής, πέρασαν στην αιωνιότητα.

    «Να μου προσέχεις την Ελένη» ήταν τα τελευταία λόγια του Δημήτρη Μπάτση προς την Έλλη Παππά, μέσα από παραθυράκι της πόρτας του κελιού της. «Αν ζήσω» αποκρίθηκε εκείνη. Το νήμα της ζωής του κοβόταν, στα 36 του χρόνια μετά από 159 νύχτες ομηρίας. Μέσα στο σκοτάδι.

    Για την ιστορία, ο αναγκαστικός νόμος 375/1936, καταργήθηκε 46 χρόνια μετά την θέσπισή του, και σαράντα μετά την εκτέλεση του Μπάτση, τον Αύγουστο του ’82, επί υπουργίας στο Δικαιοσύνης, Γεωργίου Μαγκάκη.

  • αργότερα κατάλαβα ότι…

    Ανέγνωσα το πόνημα του Πετεφρή «Η μούσα». Καθότι σκάλισε το παρελθόν, καταθέτω τούτο το μικρό σημείωμα.

    Χειμώνας ‘82 – ‘83 υπηρετώ την μητέρα πατρίδα στην βόρεια Ελλάδα. Πρώτα στο 72ο Σύνταγμα πεζικού στο Κιλκίς, μετά σε μηχανοκίνητο τάγμα στη Νέα Σάντα. Κάποιες Κυριακές του καιρού επιτρέποντος και άλλων παραμέτρων συνοδοιπορούντων κατέβαινα με το υπεραστικό, στην Θεσσαλονίκη. Γνωστή και ως νύμφη του Θερμαϊκού ή με το άλλο, το καθ’ όλα άστοχο «συμπρωτεύουσα».

    Άγνωστος, μεταξύ αγνώστων, μοιραία εντρύφησα στους κινηματογράφους και στα γήπεδα. Και Καυτατζόγλειο και Χαριλάου και Τούμπα. Εθαύμασα από κοντά τους άσσους των γηπέδων και ως ξεχωριστή ανάμνηση αναφέρω ένα παιγνίδι στην Τούμπα, όπου πήγα συνοδευόμενος από σειρά μου, άνθρωπο ήρεμο και πράο, στην καθημερινή του συμπεριφορά. Σαλονικιός, κατεβήκαμε παρέα από το στρατόπεδο και πήγαμε κατευθείαν στο γήπεδο.

    Κοίταξα την πύλη πάνω. Είδα το νούμερο τέσσερα. Μόλις βημάτισε πάνω στις κερκίδες, οι κυνόδοντες  του μεγάλωσαν, το βλέμμα του άστραψε. Για τις επόμενες δυο ώρες, ο στόμας του άφριζε και η γλώσσα του χρησιμοποίησε κάθε γενετήσια λέξη σε κάθε κλίση, αριθμό, πτώση, με μεγάλη άνεση και μπρίο, ομολογώ.

    Όταν η σεμνή τελετή ολοκληρώθηκε με θρίαμβο του μαυρόασπρου δικεφάλου, και περάσαμε την πύλη με αντίθετη φορά, οι κυνόδοντες του πήραν τις φυσιολογικές διαστάσεις τους, το βλέμμα του απόκτησε την συνηθισμένη του πραότητα.

    Εκείνος πήγε σπίτι του, αφού είχε διανυκτέρευση, η ταπεινότητά μου έσερνε τα βήματα της πίσω στο στρατόπεδο. Την άλλη μέρα επιχείρησα να ρωτήσω κάτι για την μεταμόρφωση. Ή δεν κατάλαβε την ερώτηση. Ή δεν εννόησα την απάντηση.

    Αργότερα κατάλαβα ότι η Τούμπα δεν ήταν, μόνον, ένα γήπεδο, ούτε μια ακόμα έδρα. Για τότε, όλα αυτά. Για τώρα δεν γνωρίζω.

  • Από τα καφετιά, στην κάρτα

    Δεν χρειάζεται να πάμε πολλά χρόνια πίσω. Ας πούμε καμμιά εικοσαριά.

     

    Αν και τριάντα θα ήταν καλύτερα. Τότε λοιπόν, κάθε είδος επιτηδευματία, ευγενή και αγενή, ικανού ή όχι, δραστήριου ή τεμπέλη, έντιμου και όχι, όπως καταστηματάρχη κάθε είδους, ηλεκτρολόγου, υδραυλικού, ταξιτζή, ξυλά και σιδερά, είχε  στην τσέπη του, ένα πάκο.

    Ένα πάκο με χαρτονομίσματα. Τα καφέ με τον Δία, τα πράσινα με τον Καποδίστρια, για να μην λησμονούμε τα ταπεινά κόκκινα κατοστάρικα, ή τα ταπεινότερα μπλε πενηντάρικα. Αλλά και τα μπλε με τον Κολοκοτρώνη, πολλά τραγουδημένα από την Γλυκερία: «Ωχ αμάν, γιατί τα πεντοχίλιαρα
    δεν είναι πετσετάκια».
    Προς το τέλος και τα μωβ με τον Παπανικολάου.

    Διπλωμένα στην μέση από τα μικρά προς τα μεγάλα, και σφηνωμένα στο βάθος της τσέπης. Αρκετά χοντρό πάκο για να χωρέσει στο πορτοφόλι, αλλά και τόσο συχνά χρησιμοποιούμενο μέσα στην ημέρα, ώστε να είναι μόνο του.

    Ακόμα και έτσι όμως, η ουσία έμενε ίδια όπως την τραγουδούσει ο Μάρκος από τον μεσοπόλεμο: «Η δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι, στον κόσμο τον σημερινό, αυτό το ξέρουν όλοι». Βεβαίως, αυτοί που είχαν κάθε μέρα νταραβέρι με χρήμα δεν ήσαν όλοι επιδειξίες και φαμφαρόνοι, ενώ οι συνετοί καταλάβαιναν, ότι μικρό μόνον τμήμα από το μετρητό που είχαν στην τσέπη, ήταν δικό τους.

    Επλήρωναν προμηθευτές, έδιναν ρέστα, κερνούσαν, πλήρωναν, άφηναν φιλοδωρήματα, έτσι όπως μας τα είπε και η Ρίτα Αμπατζή: «Τότε κι αυτοί μου δίνουν πουρμπουάρ, τους λέγω ορεβουάρ και φεύγουνε στουπί».

    Χρήμα λοιπόν, ζεστό ζωντανό, να κυλάει στους δρόμους, όπως το αίμα στις φλέβες. Cash is King όπως λένε στην κοιτίδα του καπιταλισμού στο Αμέρικα. Το θυμάμαι κάθε φορά που παρατηρώ την μετάβαση αυτής της κοινωνίας από το χρήμα στην κάρτα.

    Κάθε φορά που στο περίπτερο, στο βενζινάδικο, στο μίνι μάρκετ, οπουδήποτε πρέπει να περιμένουμε διπλάσιο ή και περισσότερο χρόνο από το συνηθισμένο προκειμένου να βγει η κάρτα, να πληκτρολογούνται οι κωδικοί, να τυπωθούν τα χαρτάκια. Κι όλα αυτά, για ευτελή ποσά.

    Ήταν νόστιμη η δική μας μετάβαση. Πρώτα ο πιθηκισμός με τη δύση, έπειτα η «ασφάλεια» του πλαστικού χρήματος, μα και το χαϊλίκι των χρυσών καρτών (άλλα της) και τέλος η κατραπακιά των capital control(s), που σχεδόν επέβαλε τις κάρτες. Έπεσε και η σχετική προπαγάνδα της εγχώριας τάχα αριστερής και δήθεν ενωτικής Ευρωπαϊκής πολιτικής για το κυνήγι της φοροδιαφυγής και της διαφάνειας.

    Είναι κάποιοι μήνες που ρωτώ βενζινάδες, περιπτεράδες, μικροκαταστηματάρχες και οι απαντήσεις είναι όμοιες. Συνεχής αύξηση του ποσοστού των πελατών τους, που χρησιμοποιούν πλαστικό χρήμα στις συναλλαγές.

    Και γιατί να είναι να ενοχλητικό αυτό;

    Αυτό καθ΄αυτό, δεν είναι ενοχλητικό ή κατακριτέο, αν βεβαίως εξαιρεθεί ο χρόνος εξυπηρέτησης και το κόστος που μετακυλίεται στον πραγματευτή. Είναι όμως ένα κομμάτι του συνόλου, που έχει να κάνει με το ενιαίο νόμισμα, τον ουσιαστικό έλεγχο της τοπικής οικονομίας από άλλα κέντρα, το βαθύ χρέος του Δημοσίου και το μεγάλο χρέος του πληθυσμού προς το Δημόσιο.

    Είναι ότι ο ρόλος των τραπεζών γίνεται κυρίαρχος, είναι που οι ανακεφαλαιώσεις τους, ματώνουν τους πολίτες. Είναι επίσης πως το χρήμα είναι το επόμενο καλύτερο σκαλοπάτι από την ανταλλακτική οικονομία. Και επειδή είναι πολύ ρομαντικό να φτιάξεις μια βρύση για να πάρεις τέσσερα αυγά, ή ακούγεται κάπως γραφικό να πας μια γεμιστή τομάτα με πατατούλες ζουμάκι και μια φέτα ψωμί για να πάρεις δυο λίτρα αμόλυβδη, το εθνικό νόμισμα μαζί με τις διολισθήσεις του, τις υποτιμησάρες του και όλα τα άσχημά του, σαν να φαίνεται καλύτερο από όλα όσα συμβαίνουν, από τον Φλεβάρη του ’02 που δεν φαίνονταν έως σήμερα που τα βλέπουν σχεδόν όλοι.

    Τα λέω όλα αυτά με τη λογική ότι ο πληθωρισμός ίσως να είναι καλύτερος από την ανεργία και τέλος πάντων είναι καλύτερα να χρεώνεσαι τα δικά σου σφάλματα παρά των άλλων. Ιδέ τας τελευταίας δηλώσεις Ντάιζενμπλουμ και ας θυμηθούμε τις ημεδαπές απόψεις περί «Γερά Γερούν».

    Στο φινάλε δεν είναι καλύτερα να βλέπεις τον Δία και τον Κολοκοτρώνη, τον Καποδίστρια και τον Παπανικολάου παρά κάτι πόρτες και πύλες πάνω στα ευρώ που δεν ήξερες που θα σε οδηγούσαν;

    Ε;

    Ως μια απάντηση, αφήνω την εικόνα του πραγματευτή, που έβγαζε το πάκο με τα καφετιά και τα άλλα, και με ένα φτου μετρούσε τα ρέστα, σε ένα κόσμο πολύ πιο απλό, πιο άμεσο και πιο κατανοητό.

    Ως άλλη απάντηση, βλέπω καμιά δεκαπενταριά γερόντια πίσω από ένα μηχάνημα έξω από μια τράπεζα, μα και κάποιους άλλους στο εσωτερικό να υπογράφουν σε οθόνες, μέσα σε ένα κόσμο που δεν είναι ούτε δικός τους, ούτε δικός σου.

  • Peter Norman

    Τούτη η εικόνα, αποτελεί ένα ακόμα σύμβολο της ιστορίας του 20ου αιώνα.

     

    Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 1968. Είναι οι νικητές του δρόμου των 200 μέτρων των 19ων θερινών Ολυμπιακών αγώνων, που τελούνται στο Μεξικό. O χρυσός Αφροαμερικανός Tommie Smith κάνει παγκόσμιο ρεκόρ με 19:83, ενώ ο δεύτερος Peter Norman, σημειώνει ρεκόρ Αυστραλίας.

    Πάνω στο βάθρο της απονομής των μεταλλίων, ο χρυσός ολυμπιονίκης και ο Αφροαμερικανός τρίτος John Carlos, έσκυψαν το κεφάλι, ύψωσαν την δεξιά  και την αριστερή, αντίστοιχα, μαυρογαντοφορεμένη γροθιά τους. Όλα αυτά, την ώρα που ακουγόταν ο αμερικάνικος εθνικός ύμνος και οι ίδιοι βρίσκονταν ανυπόδητοι φορώντας μαύρες κάλτσες. Το μήνυμα ήταν σαφές. Υποστήριξη της συνθηματολογίας και της πρακτικής του κινήματος «Μαύρη Δύναμη».

    Εκδιώχτηκαν άμεσα από το Ολυμπιακό χωριό. Η Αμερικανική αποστολή και η Διεθνής Ολυμπιακή επιτροπή καταδίκασαν την διαμαρτυρία, με διάφορες τυπικές όσο και υποκριτικές κουβέντες. Εννοείται πως έκτοτε κυνηγήθηκαν, αντιμετωπίζοντας μύρια προβλήματα και βαθιά εχθρότητα στην πατρίδα τους.

    Ο Peter Norman, ανέβηκε στο βάθρο φέροντας ένα σήμα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ενώ παρότρυνε τους Αμερικανούς να φορέσουν από ένα γάντι. Οι ενέργειές του είχαν ως αποτέλεσμα την αποκλεισμό του από τα μέσα ενημέρωσης της Αυστραλίας και την επίπληξη από τις Ολυμπιακές Αρχές της χώρας του.

    Στους επόμενους Ολυμπιακού αγώνες, το ’72, η Αυστραλία δεν έστειλε κανέναν άρρενα σπρίντερ, ενώ  όταν φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000, ο Norman δεν προσκλήθηκε να συμμετάσχει μαζί με τους άλλους Αυστραλούς Ολυμπιονίκες στην τελετή έναρξης. Το 2006 όμως, όταν ο Norman εγκατέλειψε τον μάταιο κόσμο μας, από καρδιακή προσβολή, ο Smith και ο Carlos όχι μόνον βρέθηκαν στην κηδεία του, αλλά ήταν από εκείνους που τον συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία, κρατώντας το φέρετρό του.

    Έξι χρόνια μετά τον θάνατο του, το 2012, η αυστραλιανή κυβέρνηση αναγνώρισε την γενναιότητα του Peter Norman για την πραγματοποίηση Ολυμπιακού Σχεδίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όπως επίσης τον ισχυρό ρόλο που διαδραμάτισε στην προώθηση της φυλετικής ισότητας.

    Ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά της απέναντι στον αθλητή κατά την επιστροφή του στην Αυστραλία μετά τους Ολυμπιακούς του Μεξικό και για το γεγονός ότι δεν τον άφησε να διαγωνισθεί στους επόμενους Ολυμπιακούς το 1972, στο Μόναχο και τέλος επισήμανε την αδυναμία της να αναγνωρίσει πλήρως τον εμπνευσμένο ρόλο του, πριν από τον πρόωρο θάνατό του το 2006.

    Λεπτομέρεια: Αν υποτεθεί ότι τα ανακλαστικά της Αυστραλίας χρειάστηκαν 44 χρόνια να πράξει τα δέοντα, η επίδοση που πέτυχε ο  Peter Norman στους Ολυμπιακούς του Μεξικό, 20΄΄:06, αποτελεί ακόμα ρεκόρ Αυστραλίας. Κι ας έχει περάσει ακριβώς μισός αιώνας.

  • Περί Αυγούστου

    Και τώρα, που άλλος ένας Αύγουστος πέρασε στις σκιές του παρελθόντος, ας θυμηθούμε τι ξακουστό συνέβη, σε κάποιους άλλους που χάθηκαν στο παρελθόν νωρίτερα.

    Μόλις πέντε αιώνες νωρίτερα από σήμερα, στις 3 Αυγούστου του 1492, ο ούριος άνεμος φούσκωσε τα πανιά στις τρεις καραβέλες του Χριστόφορου Κολόμβου. Τότε ξεκινούσε το ταξίδι του προς το άγνωστο, από το Πάλος της Ανδαλουσίας. Είχε αποφασίσει να πλεύσει δυτικά, ώστε να βρει σύντομο ναυτικό δρόμο για τις Ινδίες. Οι κάτοικοι της Ευρώπης αγνοούσαν μέχρι τότε την ύπαρξη της Αμερικής. Οι αυτόχθονες της Αμερικής αγνοούσαν ακόμα περισσότερα.

     

    Δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατό του Γενοβέζου εξερευνητή, στις 10 Αυγούστου του 1519, ο Πορτογάλος θαλασσοπόρος Φερδινάνδος Μαγγελάνος αποπλέει από την Σεβίλλη και πορεύεται προς δυσμάς, για να πραγματοποιήσει τον περίπλου της γης.  Από τα 5 πλοία και τους 270 ναυτικούς των πληρωμάτων, μόλις ένα πλοίο, το 85 τόνων Βικτόρια, με 18 μόνον άνδρες κατάφερε να επιστρέψει στην Ισπανία το 1522. Επικεφαλής της ολιγομελούς ομάδας που διεσώθη, ήταν ο Ισπανός Χουάν Σεμπάστιαν Ελκάνο. Είχε αναλάβει τη διοίκηση, μετά το θάνατο του Μαγγελάνου, τον Απρίλιο του 1521 στις Φιλιππίνες.

     

    Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Μαγγελάνου, στις 13 Αυγούστου του 1521, ο Ερμάνο Κορτέζ, αφήνει μια ακόμα μεγάλη κηλίδα, έναν λεκέ πάνω στον καμβά της ιστορίας του δυτικού πολιτισμού. Σκορπώντας ωμή βία, εξαφανίζει την αυτοκρατορία των Αζτέκων, καταλαμβάνει την πρωτεύουσα, αιχμαλωτίζει τον ηγέτη τους.

     

    Στις 25 Αυγούστου του 1609 ο Γαλιλαίος, προσφέρει το δικαίωμα στην ανθρωπότητα να αντικρίσει πράγματα που μέχρι τότε δεν μπορούσε να δει. Ο Ιταλός φυσικός, αστρονόμος, μαθηματικός, επιδεικνύει το δικής του κατασκευής τηλεσκόπιο σε επιφανείς Βενετούς. Εννέα χρόνια νωρίτερα η Καθολική εκκλησία είχε στείλει στην πυρά τον Τζιορντάνο Μπρούνο, διότι αμφισβήτησε την γεωκεντρική θεωρία που προωθούσε η θρησκεία.

     

    Η πρώτη απογραφή στις Η.Π.Α., διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 1790. Μετρήθηκαν  3.929.214 πολίτες. Δυο αιώνες και κάτι αργότερα, στις μέρες μας, οι κάτοικοι είναι εκατό, περίπου, φορές περισσότεροι.

     

    Αύγουστος 1936. Ολυμπιακοί αγώνες Βερολίνου. Από τις 3 έως τις 9 του μηνός, ο  Αφροαμερικανός Τζέσυ Οουενς, κερδίζει τέσσερα χρυσά μετάλλια. Στα 100, στα 200 μέτρα, στο μήκος και στην σκυταλοδρομία 4Χ100. Η θεωρία περί της ανωτερότητας της Αρίας φυλής κλονίζεται, προ του μύστακος του Φύρερ.

     

    Το πρωινό της 6ης Αυγούστου του ’45, πάνω από την πόλη Χιροσίμα της Ιαπωνίας, ανοίγουν οι πύλες της κολάσεως. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί για πρώτη φορά την ατομική βόμβα εναντίον άλλων ανθρώπων. Μέσα σε δευτερόλεπτα εξαφανίζεται η πόλη και δεκάδες χιλιάδων κατοίκων. Για αρκετούς άλλους πολίτες, το μέλλον θα είναι χειρότερο.

     

    Στις 7 Αυγούστου του ’55, η Tόκιο Tελεκομιουνικέισονς, που αργότερα μετονομάστηκε σε Σόνυ, κυκλοφορεί τα πρώτα φορητά τρανζίστορ στην Ιαπωνική αγορά. Ο κόσμος αλλάζει. Θα μπορεί πλέον να ακούει τα αγαπημένα του ραδιοφωνικά προγράμματα παντού.

     

    Την νύχτα ανάμεσα στις 12 και 13 Αυγούστου του ’61, ξεκίνησε η οικοδόμηση του τείχους του Βερολίνου. Απότοκο και αυτό του Ψυχρού Πολέμου, ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις θα διχοτομούσε μια ήδη ταλαιπωρημένη πόλη. Θα χρειάζονταν κάτι περισσότερα από 28 χρόνια, προκειμένου να κατεδαφιστεί.

     

    Απόγευμα της 15ης Αυγούστου ήταν, όταν μισό εκατομμύριο νέοι άνθρωποι γύρισαν μια νέα σελίδα στην μουσική, στην ιστορία και στην έκφραση, σε μια κορυφαία στιγμή της αποκαλούμενης αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60. Τότε ξεκίνησε το διαβόητο φεστιβάλ του Γούντστοκ. Ολοκληρώθηκε τέσσερις μέρες αργότερα, γιγαντώνοντας ένα κίνημα, που ίσως δεν έφθασε πουθενά. Αλλά, τουλάχιστον, προσπάθησε για Ειρήνη και Αγάπη.

     

    Στις 9 Αυγούστου του ’74, ο Ρ. Νίξον γίνεται ο πρώτος και, μέχρι στιγμής, ο τελευταίος πρόεδρος των Η.Π.Α. που αναγκάζεται να παραιτηθεί. Αν και ταπεινωμένος, αποχωρεί από τον Λευκό Οίκο, με μια θριαμβευτική χειρονομία στην πόρτα του ελικοπτέρου. Αποφεύγει τα χειρότερα καθώς ο διάδοχός του, ο μη αιρετός, Τζ. Φορντ του δίδει χάρη.

     

    Λιγότερο από μια εβδομάδα αργότερα, στις 14 Αυγούστου του ΄74, οι συνομιλίες της Γενεύης, ανάμεσα σε Μ. Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία, για την κατάσταση στην Κύπρο καταρρέουν.  Η Τουρκία του Μπ. Ετσεβίτ, επελαύνει με τον  «Αττίλα ΙΙ», καταλαμβάνει το 36,2% του νησιού και εκτοπίζει 120.000 κατοίκους. Άλλες 20.000 παρέμειναν εγκλωβισμένοι στα κατεχόμενα, ενώ έχασαν τη ζωή τους 3.000 Ελληνοκύπριοι. Άλλοι 1.619 έκτοτε αγνοούνται. Η Λευκωσία παραμένει 44 για χρόνια, μια διχοτομημένη πόλη.

  • Άχνα μην βγάλεις

    Την Μάνα μου την βάφτισαν Ζωή. Γιορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής, την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα. Μολοντούτο ποτέ δεν την φώναξαν Ζωή. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις όπου το παιδί βαφτίζεται σύμφωνα με τα έθιμα, με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς, αλλά σε όλη τη ζωή του το ακολουθεί κάποιο άλλο όνομα.

    Έτσι λοιπόν η Μάνα μου ήταν Τζούλια. Προς τιμήν της Ιουλίας, αδελφής της μητέρας της Μάνας μου (και γιαγιάς μου). Η Ιουλία που είχε πεθάνει από φυματίωση, δεν ήταν η μόνη απώλεια που είχε βιώσει η γιαγιά μου, η Μαρίνα, αφού μέχρι να γεννηθεί η Μάνα μου, είχε θάψει τρία παιδιά. Ένα αγόρι, τον Κώστα, από φυματίωση και ένα ζευγάρι διδύμων πάνω στη γέννα. Τα γράφω όλα τούτα για να υπενθυμίσω ότι στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα, οι ζωές των ανθρώπων έκρυβαν πολύ θάνατο και αντίστοιχο πόνο.

    Οι γονείς της μάνας μου, ο παππούς μου ο Ανδρέας (που δεν γνώρισα καθότι πέθανε το ’49, στα 49 του χρόνια, καρκίνο του στομάχου, είπαν οι γιατροί) και η γιαγιά μου η Μαρίνα, την οποία την έζησα μέχρι τα 27 μου, διατηρούσαν παντοπωλείο απέναντι από το λόφο της Σικελίας, έναν μεγάλο βράχο που υπάρχει ακόμα ανάμεσα στο Κουκάκι και στη Χαροκόπου. Σήμερα λέγεται και «Ελ Πάσο», εκεί βρίσκεται η έδρα της ποδοσφαιρικής ομάδας της Καλλιθέας. Τότε η περιοχή είχε το όχι και τόσο σαγηνευτικό όνομα: Παλαιά σφαγεία.

    Πίσω από το μπακάλικο και το σπίτι τους, έρεε ο Ιλισός και στην απέναντι όχθη βρισκόταν ο Συνοικισμός. Άλλη μια εστία ξεριζωμένων Μικρασιατών, που είχαν αφήσει τα πάντα στην ανατολική ακτή του Αιγαίου και ήρθαν πένητες και επαίτες στην «πατρίδα» για έναν σκληρό, αδυσώπητο αγώνα επιβίωσης. Ζούσαν εκεί πεταμένοι στην παραγκούπολη, στις φαβέλες του Ελληνικού μεσοπολέμου.

    Ο παππούς και η γιαγιά μου, δεν είχαν ούτε προοδευτικές ρίζες, ούτε ηρωικές προδιαγραφές. Ένα απολύτως συνηθισμένο, καθημερινό ζευγάρι βιοπαλαιστών ήταν, που προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Έτσι τους βρήκε ο Απρίλης του ’41 και η Γερμανική κατοχή.

    Πώς τώρα αυτοί οι φιλήσυχοι, απολιτικοί, φτωχοί άνθρωποι, βρήκαν κίνητρο και κουράγιο να κρύψουν ξεχασμένους Άγγλους φαντάρους μέχρι να διαφύγουν, Εβραίους κυνηγημένους, Αρμένιους κατατρεγμένους και Έλληνες χαρακτηρισμένους κομμουνιστές, είναι ένα ερώτημα. Το ότι έβρισκε όλη γειτονιά καταφύγιο στην υπόγειό τους, στη διάρκεια των βομβαρδισμών δεν ήταν και τόσο σημαντικό. Ανθρώπινο ήταν.

    Κάπως έτσι έφτασε εκείνη η Δευτέρα 28 Αυγούστου του ’44.

    Το διαβόητο μπλόκο της Καλλιθέας. Μόλις έντεκα μέρες μετά το μακελειό στο μπλόκο της Κοκκινιάς, όπου εκτελέστηκαν 148 άοπλοι πολίτες και μερικές χιλιάδες μεταφέρθηκαν στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής μπλόκαραν και την Καλλιθέα. Λαϊκή συνοικία, με έντονο αντιστασιακό ρεύμα, δυναμική παρουσία κομμουνιστών, ήταν στόχος.

    Είχαν προηγηθεί τον προηγούμενο μήνα, μάχες κανονικές, οδομαχίες και το επικό τέλος δέκα Επονιτών στο σπίτι της οδού Μπιζανίου 10, όπου μετά από πεντάωρη πολιορκία, φύλαξαν, oι πολιορκημένοι, το τελευταίο βλήμα για τον κρόταφο τους. Ο τελευταίος Αύγουστος της Γερμανικής Κατοχής, ήταν αδυσώπητος.

    Με τη συνηθισμένη τους τακτική, οι Γερμανοί περικύκλωσαν από τα ξημερώματα όλη τη συνοικία και με τη συνδρομή των Ελλήνων ταγματασφαλιτών, απαίτησαν με τα χωνιά από όλους τους άρρενες από 15 χρονών και πάνω, να συγκεντρωθούν στο γήπεδο.

    Για όσους κρύβονταν και τους ανακάλυπταν οι Γερμανικές δυνάμεις, η ποινή ήταν μια. Αδιαπραγμάτευτη. Εκτέλεση επί τόπου. Η γιαγιά μου άνοιξε την κρύπτη κάτω από τα κεραμίδια και με την εξουσία της Μάνας, της Συζύγου της Αδελφής, με την εξουσία της Γυναίκας δηλαδή, ανάγκασε τα αδέλφια της Θανάση (πατέρα έξι παιδιών), τον άκληρο Γιώργο και το σύζυγό της Ανδρέα, να κρυφτούν. Τα χωνιά από κάτω συνέχιζαν να απειλούν και να τρομοκρατούν.

    Στη σκηνή ήταν παρούσα και η Μάνα μου. Όταν σφράγισε η κρύπτη, η γιαγιά μου, 46 χρονών γυναίκα τότε, με τρία παιδιά  και μια αδελφή χαμένα και, λόγω Κατοχής, περισσότερα από τρία χρόνια πείνας και κακουχίας στράφηκε στη θυγατέρα της και με ένταση, με προτεταμένο το δείκτη και βλέμμα πύρινο της είπε: “Άχνα μην βγάλεις. Άχνα! τ’ ακούς;”.

    Αρκετές ώρες αργότερα, οι κουκουλοφόροι βάδιζαν ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος και δείχνοντας, μοίραζαν θανατικές ποινές. Εικοσιδύο άνδρες εκτελέστηκαν Δοϊράνης και Μαντζαγριωτάκη γωνία. Άλλοι οκτώ σε διάφορα, αλλά σημεία. Σύνολο τριάντα. Ο όλεθρος ολοκληρώθηκε με πλιάτσικο και εμπρησμούς.

    Η Κατοχή παρέλαβε την Μάνα μου χρονών πέντε. Την άφησε ετών εννέα, 45 μόλις μέρες μετά το μπλόκο της Καλλιθέας. Τα γράφω τώρα, στην επέτειο των 74 χρόνων. Με την πίκρα ενός πολίτη για ό,τι έχει γίνει, για ό,τι γίνεται, για ό,τι θα γίνει.