Για μια πολιτισμική οδό, όχι άγνωστης αφετηρίας, και ούτε άδηλου τέρματος.
Από το καραντουζένι (το μαύρο κούρδισμα), στην μαύρη Παρασκευή (black Friday), μας χωρίζουν μερικές δεκαετίες. Ο Μάρκος Βαμβακάρης έγραφε και ηχογραφούσε το ομώνυμο άσμα το ’33: «Νά `κουγες το αραμπιέν / και το καραντουζένι / και σε λιγάκι θά `λεγες / ο αργιλές θα γένει»
Αργότερα θα συνέθεταν, θα ερμήνευαν για τα καραντουζένια, οι Πρόδρομος Τσαουσάκης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Παντελής Αμπαζής, Γιάννης Λεμπέσης, Μιχάλης Μενιδιάτης και άλλοι. Ήταν ο σφυγμός μιας εποχής αλλά και μιας τάξης. Και τα δύο θα παρασύρονταν από την παλίρροια μιας μετάβασης, που κατέφθανε ως μια γοητευτική αποπλάνηση.
Έτσι, μέσα στον 21ο αιώνα, σε ένα κόσμο που το Καρτεσιανό «Cogito, ergo sum», μεταφράζεται σε «καταναλώνω άρα υπάρχω», από το μαύρο ντουζένι βαδίσαμε με χάρη και με φούρια στην μαύρη Παρασκευή. Εντάσσεται και αυτή, όπως π.χ. η 14η του Φεβρουαρίου, σε μια εισαγωγή εορτολογίας με σκοπό την τόνωση της αγοράς.
Εσάρωσαν τα εμπορικά οι συμπατριώτες μας, αν ακολουθήσουμε τα ρεπορτάζ για την περασμένη Παρασκευή. Το αναφέρω, δεν έχω στόχο να το κατακρίνω, το αντιμετωπίζω κάπως θλιμμένα, ως αποτέλεσμα μιας ολοένα και πιο διευρυμένης τάσης για κατανάλωση, ενίοτε με αντικείμενα που έχουμε ελάχιστα ανάγκη ή ο λόγος διασκέδασης/κόστους τους, είναι ασύμφορος, ή ακόμα πιο οδυνηρά, μας σπρώχνουν σε μια εκταμίευση που με ζόρι θα αντέξουμε.
Την ίδια Παρασκευή, μια υποχρέωση με έφερε προ των θυρών διοικητικού πρωτοδικείου. Έκανα τη δουλειά μου, εξυπηρετήθηκα γρήγορα και κατέβηκα στον ημιώροφο, σε αυτά τα μαγαζάκια των δυο τετραγωνικών που ασφαλίζονται με σιδερένιες πόρτες, να προμηθευτώ τα δέοντα μεγαρόσημα. Ο κύριος Μιχάλης, 40 χρόνια στο ίδιο πόστο μέσα στη στοά, μου έδωσε τα ένσημα, του έδωσα τα νομίσματα της αξίας τους, ανταλλάξαμε δυο κουβέντες και ξανανέβηκα πάνω για τα περαιτέρω.
Σαν τέλειωσε η δουλειά μου, τον επισκέφτηκα πάλι για να φωτοτυπήσω δυο υπηρεσιακά έγγραφα. Την ώρα που έφτανα, νεαρός άνδρας γύρω στα 30, επίσης ζητούσε μεγαρόσημα μα έθετε το ερώτημα αν μπορούσε να πληρώσει με κάρτα. Μιλάμε για λογαριασμό τεσσάρων (4) ευρώ. Ο Μιχάλης του απάντησε πως δεν είχε τέτοια δυνατότητα, και τον προέτρεψε να πάει σε παρακείμενο ΑΤΜ.
Λίγες στιγμές αργότερα, όταν το δίκυκλο διψούσε για υγρά καύσιμα, έπρεπε να περιμένω ένα πεντάλεπτο προκειμένου ο αυτοκινητιστής μπροστά μου να πληρώσει με κάρτα, να πληκτρολογήσει τους κωδικούς και να του πιστώσουν τους πόντους. Το ίδιο φαινόμενο μετά από λίγο στο φούρνο, όπου ένας συνταξιούχος αγόρασε μια φρατζόλα και μια γκοφρέτα με κάρτα, αλλά και στο μίνι μάρκετ, όπου μια κυρία έκανε λογαριασμό κάτι σε μονοψήφιο νούμερο.
Με φόντο μια οικονομία που στοχεύει να κινείται χωρίς μετρητά, στηριζόμενη σε ψηφιακές συναλλαγές, ο σύγχρονος Έλληνας μετατρέπεται σε έναν συλλέκτη ευκαιριών, σε ένα κυνηγό πόντων, ενός ολοένα και πιο επιταχυνόμενου καταναλωτικού παιχνιδιού.
Από το πήλινο γουρουνάκι που έσπαζε παραμονές εορτών και τα αγαθά της αποταμίευσης που για χάρη της είχαμε λιώσει άπειρα μολύβια στις εκθέσεις του Δημοτικού, πετάξαμε στα καταναλωτικά μπόνους, αφού σαρώσαμε κάθε έννοια απελευθέρωσης της τραπεζικής πίστης με κάθε υποπροϊόν που γεννήθηκε προς τέρψιν της καταναλωτικής θεάς.
Είναι μια πολιτισμική οδός, όχι άγνωστης αφετηρίας, και ούτε άδηλου τέρματος, η οποία από τα καραντουζένια, μας οδήγησε στις εισαγόμενες μαύρες Παρασκευές.
Σχόλιο για ένα κοινό στοιχείο δυο πολύ διαφορετικών αθλητών.
Ο ένας γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου του ’75, μέσα σε ένα καθεστώς φτώχιας με Φ κεφαλαίο, σε ένα γκέτο στα προάστια του Hampton της Virginia, από 15χρονη μάνα και απόντα πατέρα.Ο λόγος για τον AllenEzailIverson.
Ο άλλος σχεδόν 10 χρόνια αργότερα. Στις 7 του Γενάρη του ’85.Πατέρας μαύρος, μητέρα λευκή, αυτό που στα σπανιόλικα αποκαλείται Cholo ή στα Ελληνικά μιγάς.Ήταν ο Lewis Carl Davidson Hamilton.
Τι κοινό μπορεί να τους συνδέει;
Ο Allen είχε δυο επιλογές. Να περάσει μια σύντομη, έντονη ζωή ανάμεσα από ναρκωτικά, εγκληματικότητα και τα σωφρονιστικά ιδρύματα ή να προσπαθήσει να ξεφύγει κάνοντας οτιδήποτε άλλο. Μα δεν υπήρχαν πολλά άλλα. Μονάχα ο αθλητισμός.
Λιπόσαρκος, κάτι παραπάνω από 70 κιλά, 1,83 ύψος, λιλιπούτειος για τα μεγέθη του ΝΒΑ, έπαιξε 14 σεζόν επαγγελματικά και υπάρχει η ομολογία ότι αν είχε βρεθεί τρόπος να συμμαζευτεί ψυχολογικά θα ήταν κάτι περισσότερο από υποψήφιος για G.O.A.T.
Ο Allen κατάφερε να ξεφύγει από το γκέτο, αλλά το γκέτο δεν έφυγε από μέσα του. Κατατρεγμένος από τα 17 του, σε μια στημένη υπόθεση, γνώρισε το καθεστώς των φυλακών και το φυλετικό μίσος. Στηρίχτηκε, ευτυχώς, από λίγους ανθρώπους που τον πίστεψαν, επελέγη ως #1 του draft, έκανε μια σημαντική καριέρα με αντίστοιχες διακρίσεις, αλλά δακτυλίδι δεν κατάφερε να φορέσει.
Γνωστός στα εφηβικά του χρόνια με το παρανόμι «Bubba Chuck», αργότερα με το «The answer», που δεν υπονοεί μόνον την έννοια της απάντησης, αλλά και αυτή της λύσης, όλοι όσοι τον γνώριζαν παιδιόθεν, καταθέτουν ότι ήταν ψυχούλα και φρόντιζε τους αδύναμους, πράγμα όχι και τόσο εύκολο εκεί που μεγάλωνε.
Πριν καταδικαστεί έπαιξε ποδόσφαιρο και μπάσκετ σε πολιτειακό επίπεδο, και είχε γίνει πασιφανές ότι το παιδί αυτό είχε το χάρισμα. Σκοράριζε στο ποδόσφαιρο φεύγοντας σφαίρα, ενώ κάρφωνε στον αιφνιδιασμό, τρύπαγε κάθε συμπαγή άμυνα στο μπάσκετ. Όταν ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα, δείχνοντας τα μοναδικά του προσόντα, άλλαξε και εμφάνιση.
Αυτή ήταν η επίδραση που έφερε στο μεγαλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου. Πέρα από τα αθλητικά του προσόντα, που δεν θα μάθουμε ποτέ, πόσο υψηλότερα θα μπορούσαν να φτάσουν, έφερε το hip – hop look. H κόμμωση με τα πλεγμένα κοτσιδάκια, τα φαρδιά ρούχα, τα 21 τατού στο κορμί του, τα διαμαντένια σκουλαρίκια, τα χαϊμαλιά, οι σταυροί που κρέμονταν από τον λαιμό του και ένα CD που ποτέ δεν κυκλοφόρησε διότι είχε σφοδρές κριτικές.
Ήταν η κουλτούρα που κουβαλούσε από μικρός, η κουλτούρα του περιθωρίου, της φτώχειας, του γκέτο, της αδικίας. Ήταν η απάντηση μετά την επιτυχία και το γύρισμα της πλάτης σε ό,τι, αυτός θεωρούσε ως αντίπαλό του, ως υποκρισία, ως το στίγμα της άρχουσας τάξης.
Και αυτή η κουλτούρα, διαδόθηκε τόσο γρήγορα και τόσο πολύ στην κοινότητα των παικτών του ΝΒΑ, ώστε μετά από καιρό ο κομισάριος Stern έβγαλε οδηγία περί του καθώς πρέπει της δημόσιας εμφάνισης και ένδυσης των παικτών.
Θα τον θυμόμαστε, για την αντίδραση του στις ερωτήσεις δημοσιογράφων που τον πίεζαν: «we talkin’ about practice?» εννοώντας ότι προβάλουν το θέμα της ασυνέπειας του στις προπονήσεις, ενώ στους αγώνες έδινε τα πάντα. Θα τον θυμόμαστε για αυτή ακριβώς την ακραία ενεργητικότητα που τον διέκρινε στους αγώνες, να πέφτει, να κυνηγάει, να κλέβει, να ματώνει και ασφαλώς να σκοράρει με κάθε τρόπο.
Πώς να ξεχάσουμε τις σταυρωτές του, θύμα τους και ο M. Jordan, εκείνη η αστραπιαία κίνηση να ξεμαρκάρεται και να σουτάρει. Κοντά στα αθλητικά κατορθώματα δεν θα λησμονηθεί το στυλ που κόμισε και τόσο εξαπλώθηκε. Ήταν ένα είδος πρωτοπορίας, άσχετο με το αν αρέσει ή όχι, αδιάφορο ποιους εκφράζει.
Αν λοιπόν στο ΝΒΑ, ο Allen «Τhe answer» Iverson, έφερε τούτο το στυλ, σε έναν άλλον παγκόσμιο θεσμό, με λιγότερους πρωταγωνιστές, αλλά με εξίσου, αν όχι μεγαλύτερο κοινό ή εμπορικό κύκλο, την F1, η οποία πέρα από το πολυεθνικό της χαρακτήρα της, έχει πλέον Αμερικανική ιδιοκτησιακή ταυτότητα, ποιος έφερε κάτι παρόμοιο;
Η αυτού εξοχότης του, Μέλος του πιο εξαιρέτου τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ο Lewis Carl Davidson Hamilton. Πατέρας μαύρος, μητέρα λευκή, αυτό που στα σπανιόλικα αποκαλείται Cholo ή στα Ελληνικά μιγάς.
Γεννημένος τον Γενάρη του ’85, ένα πελώριο ταλέντο, που δούλεψε πολύ εξ απαλών ονύχων, ανθεκτικός στην πίεση, τον πήγε το βαγόνι της τύχης πολύ μακριά και αν συνεχίσει να είναι επιβάτης του, θα τον πάει ακόμα μακρύτερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν το αξίζει, αλλά το πρόσημο σε αυτό τον τομέα ήταν θετικό, σε αντίθεση με τον Allen.
To κοινό τους σημείο; H εμφάνιση. Σε ένα κόσμο, πολύ σοβαρό, ειδικά όπως θεσμοθετείται μετά το ’80, αυτόν της F1, τα τατού, τα χαϊμαλιά, οι σταυροί, τα σκουλαρίκια, τα διαμαντάκια στην μύτη, τα κοτσιδάκια είναι μια καινοτομία. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί έτσι έναν Clark, ή έναν Prost. Ούτε καν τον James “the shunt” Hunt, το πιο άτακτο πλάσμα του τσίρκου για τον προηγούμενο αιώνα.
Είναι και μια θέση, μια άποψη, μια στάση ζωής. Και η μεταμόρφωση βέβαια έγινε σταδιακά και παράλληλα με τις αγωνιστικές επιτυχίες. Με πέντε τίτλους, 71 νίκες, 81 poles, με νίκες σε 26 διαφορετικές πίστες μέχρι σήμερα, ο πρώτος μη λευκός πρωταθλητής, το παιδί που μεγάλωσε με αφίσα του Ayrton στο δωμάτιο του, αποτελεί και μια πολιτιστική εικόνα.
Ακριβώς όπως και ο Allen όταν διαμόρφωνε τον χαρακτήρα του μέσα στα γήπεδα του NBA, τότε που θα μπορούσε να είναι το πιο λαμπρό άστρο μιας ολόκληρης εποχής, τότε που ανέμιζε την σημαία της hip hop κουλτούρας με την ένταση που έπαιζε και σκοράριζε. Για τον Lewis πάντως, δεν μπορούμε ακόμα να γράψουμε γιατί θα τον θυμόμαστε, διότι είναι ακόμα εν ενεργεία. Δεν είναι απίθανο μετά από τρεις ή τέσσερις σεζόν να τον θυμόμαστε διότι θα έχει καταρρίψει κάθε υφιστάμενο ρεκόρ στην F1. Πράγμα που θα γίνει πιθανότερο αν συνεχίσει να οδηγεί για κορυφαίες ομάδες.
Πενηνταπέντε χρόνια από την δολοφονία του 35ου Αμερικάνου πρόεδρου οι απορίες παραμένουν μετέωρες και τα ερωτήματα αναπάντητα.
Στις 11.30 το πρωί της Παρασκευής 22 Νοεμβρίου 1963, το προεδρικό αεροσκάφος Air Force one προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Love Field του Dallas. Ο λόγος της επίσκεψης ήταν πολιτικός, για την ακρίβεια προεκλογικός. Στις εκλογές του΄60 ο J.F.K. είχε επικρατήσει του αντιπάλου του R.M.Nixon με την μικρότερη διαφορά που παρατηρήθηκε σε προεδρικές εκλογές των Η.Π.Α. Ο συντηρητικός νότος δεν συμπαθούσε τον Kennedy, έτσι με τις εκλογές του ’64 να πλησιάζουν ήταν επιτακτική η ανάγκη να κλείσει η ψαλίδα με τους Ρεπουμπλικάνους στη δύσκολη αυτή περιοχή. Με όπλο τη χαρισματική προσωπικότητα του, ο πρόεδρος πίστευε θα κέρδιζε τους πολίτες. Το επιτελείο του σχεδίαζε την επίσκεψη από την άνοιξη.
Τέσσερις μέρες πριν φθάσει, είχε δημοσιευτεί στον τοπικό τύπο η ακριβής πορεία που θα ακολουθούσε η προεδρική λιμουζίνα και η υπόλοιπη πομπή των αυτοκινήτων που την συνόδευαν, από το αεροδρόμιο προς το κέντρο της πόλης όπου θα εκφωνούσε λόγο. Φεύγοντας από το αεροδρόμιο μέσα στην ανοικτή Lincoln Continental του ’61 κάθισε το προεδρικό ζεύγος, ο κυβερνήτης John Connally και η σύζυγός του Nellie.
Ο πρόεδρος, λέγεται πως, αρνήθηκε την πρόταση των ανδρών της ασφαλείας του, να τοποθετηθεί στο ανοικτό όχημα μια αλεξίσφαιρη διάφανη προστατευτική προσθήκη. Με το πρόσχημα του καλού καιρού που επικρατούσε ήθελε να δείξει το προσιτό του πρόσωπο. Ένα μεγάλο πλήθος κατά μήκος των δρόμων τον καλωσόριζε θερμά. Σχεδόν στις 12.30 η Nellie Connelly στρέφεται προς τον J.F.K. και του λέει:«κύριε Πρόεδρε δεν μπορείτε να πείτε ότι το Dallas δεν σας αγαπά.»
Περνούν μερικά δευτερόλεπτα και ενώ η πομπή βρίσκεται στην οδό Elm ακούγονται τρεις πυροβολισμοί. Το περιστατικό, αποτυπώνεται στο ερασιτεχνικό φιλμ του Abraham Zapruder που τυχαία βρέθηκε στο σημείο.
Τμήμα του κρανίου του J.F.K. έχει αποκολληθεί, και ο 35οςπρόεδρος των Η.Π.Α. ήταν ήδη κλινικά νεκρός. Βλήματα έχουν χτυπήσει και τον κυβερνήτη ο οποίος θα τραυματισθεί σοβαρά. Ακολουθεί η απόπειρα της Jackie να κατέβει από το αυτοκίνητο, η άφιξη της πομπής στο νοσοκομείο Parkland Memorial, η επίσημη ανακοίνωση του θανάτου του προέδρου και όλο το δράμα που ξέσπασε στη χώρα.
Ένοχος της δολοφονίας θεωρείται ο Lee Harvey Oswald. Ένας μυστήριος, μονήρης, πρώην πεζοναύτης, που δήλωνε Μαρξιστής αλλά όχι κομμουνιστής, που είχε ταξιδέψει στην Ε.Σ.Σ.Δ. Συλλαμβάνεται λίγη ώρα μετά το μακελειό σε κινηματογραφική αίθουσα, όπου είχε καταφύγει. Το μεσημέρι της Κυριακής 24 Νοεμβρίου σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση ο φερόμενος ως δολοφόνος οδηγείται φρουρούμενος από το αρχηγείο της αστυνομίας του Dallas στις φυλακές.
Φανερά κακοποιημένος από την ανάκριση είναι δεμένος με χειροπέδες με τον μεγαλόσωμο ντετέκτιβ James Leavalle, όταν μέσα από το πλήθος που παρακολουθεί πετάγεται ο Jack Ruby και τον πυροβολεί στην κοιλιακή χώρα με ένα 38άρι Colt. Δυο ώρες αργότερα ο L.H. Oswald θα πεθάνει στο ίδιο νοσοκομείο όπου 48 ώρες νωρίτερα είχε ανακοινωθεί ο θάνατος του προέδρου. Ο J. Ruby, ένας επιχειρηματίας της νύκτας, θα δηλώσει ότι προέβη στην πράξη του, αναστατωμένος από την δολοφονία του προέδρου. Θα πεθάνει μετά από τρία χρόνια στη φυλακή από καρκίνο, παίρνοντας στο τάφο ότι ήξερε.
Η επιτροπή η οποία συστάθηκε υπό τον Earl Warren, εξέτασε εκατοντάδες μάρτυρες, χιλιάδες στοιχεία και μετά από 10 μήνες κατέληξε στο συμπέρασμα της θεωρίας του μοναδικού εκτελεστή, που ήταν ο Oswald. Το πώς κατάφερε ο δράστης μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 4,8 έως επτά δευτερολέπτων να οπλίσει, να στοχεύσει και να πυροβολήσει τρεις φορές, πετυχαίνοντας κινούμενο στόχο από τόσο μακριά μέσα από τη διόπτρα του Ιταλικού τυφεκίου Carcano είναι ένα σύνθετο, δυσεπίλυτο ερώτημα.
Έτσι ευθύς από την πρώτη στιγμή, αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες για τη δολοφονία. Οι πιο διακεκριμένες είναι:
– Δουλειά της Mafia που είχε ενοχληθεί από τις ενέργειες του προέδρου να κτυπήσει το οργανωμένο έγκλημα. Ο τρόπος εκτέλεσης του Oswald, ισχυρίζονται, συναινεί με μαφιόζικη μεθοδολογία.
– Η CIA οργάνωσε την εκτέλεση επειδή ο J.F.K. ήταν πολύ μαλακός, περισσότερο ήπιος απ’ ότι θα έπρεπε απέναντι στην ισχυρή κομμουνιστική πολιτική.
– Ήταν δουλειά της KGB που ήθελε να ξεπλύνει την ντροπή από την Κουβανική κρίση.
– Οι Κουβανοί τη σχεδίασαν. Είτε οι Καστρικοί για να τιμωρήσουν την Αμερικανική αλαζονεία για την επίθεση στον κόλπο των χοίρων, είτε οι αντι-Καστρικοί για να εκδικηθούν τον Kennedy που απέτυχε και δεν ξαναπροσπάθησε.
Όπως όλα τα πράγματα στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού έγιναν και λίγο show, έτσι και το κάθισμα που καθόταν ο Oswald όταν συνελήφθη στον κινηματογράφο, ντυμένο με ροζ ύφασμα επιδεικνύεται ως αξιοθέατο, με το όνομα του τυπωμένο πάνω του.
Ροζ ήταν και το χρώμα του ταγέρ που φορούσε η πρώτη κυρία. Με αυτό έφτασε στο Dallas και με αυτό η Jacqueline Lee Bouvier Kennedy στάθηκε όρθια δίπλα στον αντιπρόεδροLyndon Baines Johnson την ώρα που ορκιζόταν 36ος πρόεδρος των Η.Π.Α. στο ταξίδι επιστροφής από το Dallas πίσω στην Washington μέσα στο Air Force one. Μόνο που την δεύτερη φορά που μπήκε την ίδια μέρα μέσα στο προεδρικό αεροσκάφος, το ροζ ταγέρ της ήταν κατάστικτο από τους λεκέδες αίματος του συζύγου της. Είχε κατέβει στο Νότο πρώτη κυρία και γύριζε χήρα με το άψυχο κορμί του συζύγου της, σε φέρετρο .
Ο Kennedy ήταν ο τέταρτος πρόεδρος των Η.Π.Α. που δολοφονήθηκε. Είχαν προηγηθεί ο Abraham Lincoln στις 14 Απριλίου του 1865, ο James A. Galfield στις 2 Ιουλίου 1881 και ο William McKinlay στις 6 Σεπτεμβρίου 1901.
Σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Johnson κλιμάκωσε τον πόλεμο στη χερσόνησο της Ινδοκίνας, ενώ πέντε χρόνια αργότερα η Jacqueline προσέθετε και ένα ακόμα επώνυμο στο ήδη μακρύ όνομά της. Παντρευόταν στον Σκορπιό σε μια μάλλον μελαγχολική τελετή, κάτω από τον βροχερό ουρανό του Ιονίου πελάγους, τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Είχαν περάσει 15 χρόνια από το γάμο της με το γερουσιαστή J.F.K. Λίγες μέρες από αυτά ήταν ευτυχισμένες και ο γάμος με τον Έλληνα μεγιστάνα πέρα από ένα ισχυρό, προγαμιαίο συμβόλαιο δεν προσέφερε κάτι καλύτερο. Οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν της το συγχωρέσαν και σύμφωνα με τον βιογράφο του Αρίστου Peter Evans, ο Έλληνας κροίσος είχε εκφράσει την άποψη ότι: «Η Τζάκι πρέπει να μάθει να συμβιβάζεται με το γεγονός ότι είναι κα Αριστοτέλη Ωνάση, γιατί το μόνο μέρος που θα βρει τη συμπάθεια από δω και πέρα είναι στα λεξικά ανάμεσα στις λέξεις σκατά και σύφιλη».
H απορία, του πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος αν ο 35ος πρόεδρος δεν είχε αυτό το τέλος, θα παραμείνει εσαεί μετέωρη, όπως και αναπάντητο, ποιος ξέρει μέχρι πότε, το ερώτημα, ποιοι έδωσαν την εντολή εκτέλεσης και πώς στήθηκε το σκηνικό δολοφονίας.
Στα τελειώματα της προηγούμενης εβδομάδας, η Ελληνική εθνική ομάδα ποδοσφαίρου έδινε δυο κρίσιμα παιχνίδια, με σκοπό την διάκριση σε ένα καινούργιο θεσμό που μηχανεύτηκε η Ουέφα, ονόματι Nations League. To αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα παρατάχτηκε με νέο, Έλληνα προπονητή, στη θέση του αποπεμφθέντος Γερμανού, Michael Skibbe.
Υπό τις οδηγίες του Άγγελου Αναστασιάδη λοιπόν, η εθνική Ελλάδος, σοβαρότατη υποψήφια για το βραβείο της πιο μεγάλης έκπληξης, που συνέβη μέχρι σήμερα, στο Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, σε επίπεδο Εθνικών ομάδων, προσπάθησε να διαχειριστεί την επί μακρώ φθίνουσα πορεία της, με δυο παιχνίδια απέναντι σε Φιλανδία και Εσθονία.
Στο πρώτο παιχνίδι, την Πέμπτη 15/11ου, όπου έπρεπε αν ήθελε να ελπίζει σε πραγμάτωση του στόχου της, να επικρατήσει με δυο, τουλάχιστον, τεμάχια διαφορά, οι αντίπαλοι της έκαναν δώρο το πρώτο, με αυτογκόλ, αλλά οι Έλληνες δεν κατάφεραν να σκοράρουν το δεύτερο. Ακολούθησαν οι δηλώσεις του προπονητή:
«Δυστυχώς δεν βάλαμε δεύτερο γκολ. Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τον Θεό. Η Παναγιά έτσι ήθελε να γίνει. Ενώ δώσαμε τον καλύτερό μας εαυτό δεν σκοράραμε και άλλο».
Αναμενόμενο ήταν πως τέτοιο περιεχόμενο δηλώσεων, σε τέτοιο επίπεδο ποδοσφαίρου, θα γίνονταν αντικείμενο σχολιασμού από τους ημεδαπούς φιλάθλους. Σταχυολογώ λίγες από αυτές.
«Οι Φιλανδοί έχουν τον Άγιο Βασίλη. Αλλά απ’ ότι φαίνεται δεν πιάνει μπάζα μπροστά στην Παναγιά».
«η Παναγία το Ελλάδα Φιλανδία είχε καημό».
«Να μας πει απλά, τι προηγούμενα είχε με τους Φινλανδούς η Παναγία, και ήθελε να χάσουν».
«Ναι, η Παναγία το είχε παίξει under».
Την Κυριακή 18/11ου η Ελληνική ομάδα αντιμετώπισε την Εσθονία, σε ένα πένθιμο περιβάλλον ενός σχεδόν άδειου και βρεγμένου Ολυμπιακού σταδίου. H θεά τύχη και η στρογγυλή θεά, προφανώς συνωμότησαν και οι Έλληνες έχασαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κέρδισαν τους Φινλανδούς. Με αυτογκόλ, δικαιώνοντας, δια μια εισέτι φοράν, την περίφημη άποψη που είχε εκφράσει δημοσίως ο πληθωρικός ποδοσφαιρικός γνώστης Ivica Osim, ότι: «η μπάλα είναι πόρνη».
Για να το κλείνουμε σιγά – σιγά το θέμα. Αν υποτεθεί, ότι ο Marx, όχι ο Groucho, o άλλος με τα μούσια έχει δίκιο, λέγοντας ότι: «η θρησκεία είναι το όπιο των λαών», μια άποψη που διατυπώθηκε τον 19ο αιώνα, γιατί να μην υποστηριχτεί ότι τον 21ο αιώνα στη θέση της θρησκείας θα μπορούσε επίσης να τοποθετηθεί και η λέξη «μπάλα» ή η λέξη «ποδόσφαιρο».
Στον 21ο αιώνα, όπου ο παγκόσμιος οικονομικός κύκλος του ποδοσφαίρου, ο οποίος ξεκινά από το πλαστικό τόπι της αυλής δημοτικού σχολείου και δεν ολοκληρώνεται ούτε στον τελικό του παγκοσμίου του ’22 που θα διεξαχθεί σε κλιματιζόμενο γήπεδο, εκεί (για να δικαιωθεί και ο Γιώργος Μητσάκης) στην μαγεμένη αραπιά, πλησιάζει, αν δεν ξεπερνά τον αντίστοιχο θρησκευτικό τζίρο.
Αν μάλιστα θυμηθούμε και το γκράφιτι «τόση μπάλα ούτε στη χούντα δεν βλέπαμε», τότε εύκολα θα καταλήξουμε σε ομοειδή συμπεράσματα. Σκεπασμένο με το βαρύ πέπλο της στοιχηματικής, το αποτύπωμα του ποδοσφαίρου συναγωνίζεται το μέγεθος των θρησκειών, δίνοντας ένα κάποιο δίκιο στις απορίες του John Lennon που διερωτάτο τι θα εκπνεύσει πρώτα, ο Χριστιανισμός ή η ροκ μουσική σκηνή, εκφράζοντας μάλιστα την άποψη ότι εμείς (τα σκαθάρια δηλαδή), «είμαστε πιο δημοφιλείς από τον Ιησού».
Χωρίς να θέλω σε τίποτα να συναγωνιστώ την έπαρση της εκλιπούσης μουσικής ιδιοφυίας του Βρετανού, σεβόμενος, επίσης, κάθε πίστη είτε σε μονοθεϊστική εκδοχή, είτε σε οποιαδήποτε άλλη βερσιόν, δυσκολεύομαι να αντιληφθώ την εμπλοκή της θεομήτορος, εις τα ποδοσφαιρικά δρώμενα.
Και επειδή, ασφαλώς, κανείς μας δεν μπορεί να επιβάλει τρόπο έκφρασης στον ομοσπονδιακό εκλέκτορα, δεν θα ήταν καθόλου κακό να ξανασκεφτεί, ο ίδιος, τα δεδομένα, αν επιθυμεί να αποτελεί στον 21ο αιώνα, τον μάνατζερ μιας πρώην πρωταθλήτριας Ευρώπης. Πράγμα απ’ ότι φαίνεται όχι εύκολο, αλλά το ζητούμενο δεν είναι να απομακρυνθεί από την πίστη του. Είναι να μην συγχέει την θεϊκή βούληση με τα αποτελέσματα που παίρνει ως επαγγελματίας προπονητής εθνικού συγκροτήματος.
Σχόλιο πάνω σε δυο κινηματογραφικές παραγωγές που επιχειρούν να αφουγκραστούν το παρελθόν.
H κινηματογραφική αποτύπωση του παρελθόντος, είναι μια χρήσιμη και ενδιαφέρουσα δραστηριότητα. Είναι ένας πιο ευχάριστος, και σαφώς πιο εύκολος τρόπος να διδαχτεί το παρελθόν.
Ταυτόχρονα ο εξωραϊσμός ή η αλλαγή δεδομένων προς τέρψη της κινηματογραφικής Τέχνης και προσέλκυσης του κοινού, είναι το αρνητικό στοιχείο. Δυο παραγωγές με ιστορικό περιεχόμενο κυκλοφόρησαν πρόσφατα.
Η μία πραγματεύεται την πορεία του συγκροτήματος Queen, επικεντρωμένη στο δημοφιλέστερο μέλος τους και τραγουδιστή Freddy Mercury, ή Farrokh Bulsara, όπως ήταν το αληθινό όνομα, του γεννημένου στην Ζανζιβάρη καλλιτέχνη.
Η άλλη ερευνά την αλλόκοτη κλοπή 124 εκθεμάτων, ανυπολόγιστης αξίας από το Εθνικό ανθρωπολογικό μουσείο της πόλης του Μεξικό, την νύχτα των Χριστουγέννων, του 1985.
Είναι αποδεκτό, ότι από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και μετά, η σύγχρονη μουσική πέρα από το γεγονός ότι απέκτησε ένα πελώριο οικονομικό κύκλο, αποτέλεσε ένα άκρως μαζικό καλλιτεχνικό κίνημα με πολύ σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις.
Αν προσπαθήσουμε να το ορίσουμε χρονικά, η δήλωση του J. Lennon «ήμαστε δημοφιλέστεροι του Ιησού» (More popular than Jesus), που έγινε το ’66, πάνω στο ντελίριο για τα Σκαθάρια, έχει κάτι να μας πει. Η, εν πολλοίς, αδικαιολόγητη υστερία νέων ανθρώπων σε κάθε εμφάνιση των Beatles, έδωσε το δικαίωμα στον Βρετανό μουσικό να κάνει μια τέτοια κουβέντα, σε μια αναζήτηση του τι θα εκπνεύσει πρώτα. Ο Χριστιανισμός ή η ροκ σκηνή;
Ανάλογες, τέτοιες, συμπεριφορές ακροατών – θεατών προς τους καλλιτέχνες, καλλιεργήθηκαν στην πορεία του χρόνου είτε από άτεχνους, μουσικά, ερμηνευτές (βλέπε Stooges), είτε από πολύπλοκους εμπνευσμένους δημιουργούς (όρα Pink Floyd).
Oι Queen γέννημα των τελών της δεκαετίας του ’60 έκαναν την δική τους πορεία, έφεραν τις δικές τους καινοτομίες και ασφαλώς κέντρισαν το μαζικό ενδιαφέρον με την συμπεριφορά, το ταλέντο, τις ιδιοτροπίες, την διαφορετικότητα, αλλά και το τέλος του τραγουδιστή τους.
Αυτό το κομμάτι περιγράφει η ταινία του Bryan Singer, με πρωταγωνιστή έναν χαρισματικό Rami Malek, καλλιτέχνη γεννημένο στην δυτική ακτή των Η.Π.Α. από γονείς Αιγύπτιους, κόπτες Χριστιανούς, με κάποια ελληνική ρίζα. Το παρουσιαστικό του και το ταλέντο του αποτύπωσαν με πιστότητα τον F.M., παρά το γεγονός ότι ο ηθοποιός φέρει δυο ζωντανά γαλανούς οφθαλμούς σε αντίθεση με τον καλλιτέχνη που είχε σκούρους. Τούτη ήταν μια από τις λίγες ανακολουθίες που θα προσέξουν οι γνώστες των γεγονότων, οι μύστες των Queen.
Είτε για αυτούς, είτε για το ευρύτερο κοινό, το Bohemian rhapsody, είναι μια παραγωγή, που με την συνδρομή της ψηφιακής τεχνολογίας των σύγχρονων στούντιο, εντυπωσιάζει τον θεατή.
Άλλη μια πραγματική ιστορία, έρχεται να μας περιγράψει ο κινηματογραφικός φακός, με τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μεξικανού Alonso Ruizpalacios.
Στην πόλη του Μεξικό, τον Σεπτέμβριο του ’64 εγκαινιάστηκε το Εθνικό ανθρωπολογικό μουσείο, σε έναν τόπο με τόσες πολλές και τόσο διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις από τον Ευρωπαϊκό. Ένα τόπο ταλαιπωρημένο από την βίαιη Ισπανική επεκτατικότητα. Εκεί, πάνω σε σχεδόν 80.000 τετραγωνικά μέτρα συγκεντρώθηκαν χιλιάδες εκθέματα από ένα παρελθόν γεμάτο δημιουργία, μυστήριο, δοξασίες.
Κάτι περισσότερο από 21 χρόνια μετά τα εγκαίνια, τα Χριστούγεννα του ’85, δυο νέοι άνθρωποι, παραβιάζουν σχετικά εύκολα τους χώρους και αφαιρούν 124 κομμάτια ανυπολόγιστης ιστορικής αξίας. Το πρόβλημά τους ξεκινά μετά την πετυχημένη κλοπή, όταν αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι είναι αδύνατον να τα πουλήσουν, ενώ παράλληλα, και ακριβώς επειδή δεν είναι εγκληματίες, αρχίζουν να τους περιτριγυρίζουν οι τύψεις.
Το αδιέξοδο ολοένα και μεγαλώνει, μέχρι το αναμενόμενο τέλος και τη σύλληψη. Στο ερώτημα “τι είναι;” αφού δεν έχουν την στόφα και τις ιδιότητες του εγκληματία, η πιο γρήγορη απάντηση είναι: Βλάκες. Ή ακόμα πιο ισπανόφωνα, είναι το νόημα της λέξης που ακούγεται αρκετά συχνά στην εξέλιξη της πλοκής: carbόn. Τώρα πως δυο βλάκες κατάφεραν να χτυπήσουν το μουσείο είναι ένα άλλο ερώτημα του οποίου η απάντηση περιέχει και την σκανδαλώδη εύνοια της θεάς τύχης.
Γυρισμένη στο στυλ της λατινοαμερικάνικης συγγραφής, με αναφορές στον Herman Cortes, στον Carlos Castaneda, στην ατμόσφαιρα μυστηρίου που καλύπτει το παρελθόν του τόπου, φέρνει ερωτήματα, βάζει θέματα, κάνει μια απόπειρα διαχωρισμού της έντιμης συναλλαγής με την αρχαιοκαπηλία και παρά το γεγονός ότι διακρίνεται από κάποια χιουμοριστικά στοιχεία, αφήνει την πικρή γεύση του δράματος. Σαφώς πιο απαισιόδοξη από την, συγγενή θεματολογικά, «Μια Αμερικάνικη ληστεία».
Προσωπική μαρτυρία για μια εποχή περασμένη και αξεπέραστη.
Η 16η Νοεμβρίου του ’73 ήταν, όπως φέτος, μέρα Παρασκευή. Μαζί με τα περισσότερα δεκαεξάχρονα, εκείνη την εποχή, προετοιμαζόμουν για το «ακαδημαϊκό». Αυτό σήμαινε στην πράξη, ότι φεύγαμε από τις γειτονιές μας και κατεβαίναμε στο κέντρο. Σόλωνος, Θεμιστοκλέους, Εμμ. Μπενάκη, Κωλέττη, εκεί πέριξ του βαθέως κέντρου, που κάθε βράδυ έσφυζε από νεολαία.
Εκεί λοιπόν, για κάποιους πιο συγκεντρωμένους, μεταξύ 19.00 και 22.00 υπήρχαν τρεις ώρες προσοχής, ενώ για άλλους, τρεις ώρες μεγάλης φροντιστηριακής βαρεμάρας, που συμπλήρωναν το πρωινό επτάωρο, της ακόμα μεγαλύτερης σχολικής βαρεμάρας. Κρίνοντας εκ των υστέρων, οφείλω να πω ότι θα ήθελα να ανήκω στους πρώτους, αλλά κατοχυρώθηκα στους δεύτερους.
Δεν ήταν τόσο περίεργο, πως η εκπαίδευση μπορούσε να είναι τόσο αδιάφορη, τόσο μονότονη, τόσο απόμακρη. Άχαρο το έργο για τον έφηβο, τότε, ώστε να μπορέσει να ακολουθήσει το «πρέπει», για να γίνει «κάτι». Υποθέτω, ότι πάντοτε βαρύ θα ήταν και πιθανότατα έτσι θα παραμείνει.
Έκανα τούτη την αναφορά προκειμένου να συστήσω το πλαίσιο για όσους απέχουν αρκετά από το συγκεκριμένο ηλικιακό σκαλοπάτι αλλά και για όσους συνομήλικους, πιθανόν, διατηρούν άλλη εικόνα, άλλες μνήμες, επειδή προφανώς θα υπάρχουν και άλλες απόψεις και άλλες εμπειρίες.
Παρασκευή λοιπόν 16 Νοεμβρίου, το συνηθισμένο δρομολόγιο με τον «άσσο», το τρόλεϊ Καλλιθέα – Ομόνοια για το φροντιστήριο στη Θεμιστοκλέους. Η μικρή παρέα όμως, άλλα είχε κανονίσει. Ο Κώστας, ο Ανδρέας, η ταπεινότητά μου και δεν θυμάμαι ποιος άλλος, μάλλον υπήρχε και τέταρτο πρόσωπο, είχαμε ορίσει τόπο συνάντησης, μπροστά στο θέατρο «Κοτοπούλη».
Ο Κώστας ήταν παιδί μεγαλωμένο με πνεύμα ελευθερίας και εμπιστοσύνης από την μητέρα του, η οποία αντιμετώπιζε τις δυσκολίες της ζωής μόνη, καθότι είχε χάσει νωρίς το σύζυγό της και πατέρα του Κώστα. Ο Ανδρέας, ήταν σπάνια περίπτωση παιδιού. Οξύς, πολυμαθής, απόμακρος και συχνά απότομος, με γονείς καλλιεργημένους που τον είχαν πολύ λάσκα.
Περιμέναμε στα σκαλοπάτια μπροστά στο θέατρο οπότε εμφανίζεται αστυφύλακας και με το ανάλογο ύφος ρωτά: «Τι κάνετε εδώ ρε;» για να λάβει την απάντηση από τον Ανδρέα: «Περιμένουμε τις γκόμενές μας». Για όσους δεν έχουν εικόνες από επταετία, η απάντηση μοιάζει φυσιολογική, αλλά εκείνη την εποχή δεν ήταν. Φανέρωνε μεγάλη αναίδεια και αντίστοιχο θάρρος. Περιέργως, το όργανο έφυγε. Βγήκαμε στην Πατησίων και περπατώντας περάσαμε τη Βερανζέρου, την Καποδιστρίου και φτάνοντας στην Στουρνάρη το πράγμα έσφιγγε.
Από πολιτική συνείδηση, λίγα πράγματα και ακόμα λιγότερες γνώσεις, του Ανδρέα εξαιρούμενου ο οποίος μάλιστα μετά από 20 μήνες, επί μεταπολίτευσης, συνέταξε ένα περίφημο κείμενο, λίγο πριν την αποφοίτηση μας. Μια, ας την χαρακτηρίσω, ιδρυτική προκήρυξη, η οποία μάλιστα λίγο έλειψε να μας μας στοιχίσει, διότι το μοιράσαμε φανερά και ανενδοίαστα και ήταν αιχμηρό, μακρινό κείμενο για την εποχή του.
Μπορούσα να καταλάβω ότι οι οικογένειες των συμμαθητών μου ήταν περίπου σαν την δική μου. Αντιχουντική χωρίς καμιά δράση. Γελάγανε με τους βερμπαλισμούς του δικτάτορα, κορόιδευαν το ύφος των κυβερνώντων, αλλά έως εκεί. Δεν θίχτηκαν, δεν είχαν δικούς τους ανθρώπους στα κρατητήρια, δεν υπέφεραν, δεν καταστράφηκαν οι καριέρες και οι ζωές τους. Επίσης δεν εκδήλωναν τις απόψεις τους σε δημόσιους χώρους και πρόσεχαν τα λόγια τους σε κύκλους που δεν γνώριζαν. Ακούγαμε σχεδόν κάθε βράδυ «Ντόιτσε Βέλλε», σε μια απόπειρα να ξεπεράσουμε την λογοκρισία και αυτό ήταν. Έως εκεί. Θέλω να πω, ότι σε καμιά περίπτωση δεν συνέπλευσαν με την ιδεολογία ή ακόμα χειρότερα με τις όποιες ευκαιρίες πρόσφερε το καθεστώς, αλλά δεν έκαμαν και κάτι για την ανατροπή του.
Μια φορά μόνον θυμάμαι, πως ο πατέρας έκρυψε κάποιο βράδυ ένα καλό του φίλο και καλό άνθρωπο που τον έψαχνε η Ασφάλεια, προκειμένου να φτάσει στον καταζητούμενο αδελφό του φίλου του πατέρα. Αργότερα ο φίλος μας συνελήφθη, έπεσαν και κάτι «ψιλές», που όταν είσαι παντρεμένος και με παιδί είναι περισσότερο προσβλητικό να σε δέρνουν, να σε βρίζουν πιτσιρικάδες με στολή. Ο αδελφός του όμως, που ήταν ο κύριος στόχος, όταν συνελήφθη, ταλαιπωρήθηκε πολύ.
Οι γονείς μου, περισσότερο ο πατέρας μου, όπως οι περισσότεροι Έλληνες, είχαν περάσει πολύ δύσκολα, στα αποτρόπαια χρόνια της Κατοχής και του Διχασμού και είχαν καταφέρει να ξεγλιστρήσουν αφενός μεν ζωντανοί, αφετέρου δε ισορροπημένοι και όχι φανατικοί.
Με όλα αυτά, περιγράφω τόσο την προέλευση, όσο και την προσωπική μου θέση. Θέλω να πω πως, τότε ως έφηβος, ως υπό διαμόρφωση προσωπικότητα είχα κάποια γνώμη, ήδη είχα κάποιες εικόνες, κάποια δυσαρέσκεια για το καθεστώς, αλλά και φόβο με όλα όσα ακούγαμε, μα και κάποια επιθυμία αντίδρασης. Θολά και μπερδεμένα όλα, όπως σε κάθε εφηβική ψυχή. Σε καμία περίπτωση δεν καταχωρώ τον εαυτό μου, τότε, ως άτομο με συμπαγή πολιτική πεποίθηση και ιδεολογία.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, βρεθήκαμε εκείνο το βραδάκι της Παρασκευής, μπροστά στην κεντρική πύλη του Μετσόβιου μέσα σε αυτή την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, με τα συνθήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο και τις γροθιές να σηκώνονται ρυθμικά.
Η θρυαλλίδα είχε ανάψει:
«έξι χρόνια είναι αρκετά, δεν θα γίνουνε εφτά»,
«απόψε πεθαίνει ο φασισμός»,
«δεν σε θέλει ολαός πάρ’τη Δέσποινα και μπρος»,και βέβαια
«Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».
Δεν μπορώ να θυμηθώ αν ο ενθουσιασμός κάλυπτε την απειλή για την επικείμενη εξέλιξη, αλλά δεν φανταζόμουν ούτε τι θα μπορούσε να συμβεί, ούτε πόσο έτοιμος ήμουν για σύγκρουση. Τώρα που το εξετάζω προσεκτικότερα θαρρώ ότι τα κίνητρά μου ήταν ενστικτώδη. Ζούσαμε σε μια άλλη εποχή, πιο σκοτεινή, λόγω ηλικίας πιο ανεξερεύνητη και σαφώς πιο ελπιδοφόρα. Μπορεί κάποιοι να μπέρδευαν τον Άνθιμο Γαζή με τον Άνθιμο Καψή, αλλά η κυοφορούμενη ζύμωση ήταν πελώρια! Επίσης, έχω την εντύπωση ότι η κοινωνική παρακμή και τα μοντέλα ζωής που ήταν περίπου περιζήτητα, ήταν λιγότερο αντιαισθητικά, από τα σημερινά.
Αποτυπωμένη στη μνήμη μου ακόμα, η εικόνα του αδύνατου νέου με γαλάζιο ζιβάγκο, όρθιου στο δεξιό πυλώνα της κεντρικής πύλης που αναπαρήγαγε τα συνθήματα με πάθος, άσβεστο. Υπήρχε ένας απαράμιλλος ενθουσιασμός, μια πίστη για μια κερδισμένη μάχη, κι ένιωθα ότι το πράγμα ήταν τόσο αυτοσχέδιο, όσο και πηγαίο.
Δεν θυμάμαι πόσο χρόνο κράτησε. Λιγότερο από ώρα φαντάζομαι μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε ο βομβαρδισμός από δακρυγόνα. Πανικός. Ασυνήθιστο το μεγαλύτερο τμήμα του πλήθους έψαξε για οδούς διαφυγής, προσπαθώντας να αποφύγει και τις αστυνομικές δυνάμεις που είχαν πλέον αποχαλινωθεί. Η παρέα διαλύθηκε και μόνος πια, χαμένος, ανέβηκα τρέχοντας την Τοσίτσα με δάκρυα και πόνους στα μάτια, ανάμεσα σε βρισιές, βία και φόβο.
Πέρασα επίσης τρέχοντας, ο άσχετος, μπροστά από την υποδιεύθυνση Ασφαλείας στην Μπουμπουλίνας (αργότερα θα τα μαθαίναμε, από τον μελοποιημένο «Αντρέα»), ενώ ακούγονταν ήδη σποραδικοί πυροβολισμοί. Ανέβηκα τη Δεληγιάννη και από εκεί περνώντας κάτω από το λόφο Στρέφη, ολοένα απομακρυνόμουν από το φλεγόμενο κέντρο επιστρέφοντας στο πατρικό, ανάμεσα Κουκάκι και Καλλιθέα, περπατώντας, καθώς οι συγκοινωνίες, είχαν διακοπεί, στο κλεινόν άστυ.
Έφθασα σπίτι αργοπορημένος, ιδρωμένος, αλλά και ανακουφισμένος, από την ασφάλεια, τη γαλήνη του σπιτικού, προσφέροντας μεγαλύτερη ανακούφιση στους γονείς μου, που μοιραία είχαν ανησυχήσει, περισσότερο. Δεν το συζητήσαμε το θέμα, δεν είχα όρεξη για βραδινό και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα, συντροφιά με το τρανζιστοράκι. Ενώ συνήθως άκουγα από τα μεσαία, «Αμερικάνικο» και κυρίως την περίφημη μουσική εκπομπή του “Casey” Kasem, εκείνο το βράδυ συντονίστηκα με την συχνότητα του ραδιοφωνικού σταθμού του Μετσόβιου. Αργότερα θα μάθαινα ότι και η Μάνα μου έκανε το ίδιο, μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της, για ότι άκουγε, για ότι συνέβαινε.
Κι’ έτσι, με αυτές τις λέξεις, τις γεμάτες αγωνία, «Εδώ Πολυτεχνείο – εδώ Πολυτεχνείο» κατάφερα να αποκοιμηθώ όταν έπεσε η πύλη, όταν σώπασε η συχνότητα.
Την επόμενη μέρα, ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό Σάββατο, μέρα εργάσιμη εκείνη την εποχή, δεν πήγαμε σχολείο, αφού τα κράτησαν κλειστά. Έμεινα σπίτι, ακούγοντας από νωρίς σποραδικούς πυροβολισμούς, τους παιάνες από το καθεστωτικό ραδιόφωνο για την επιβολή του στρατιωτικού νόμου, προσπαθώντας να κάνω επαφές με την μικρή παρέα, όπου όλοι ήταν σώοι και ασφαλείς στα σπίτια τους.
Αργότερα στις μαυρόασπρες εικόνες της κρατικής τηλεόρασης, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ της, σύντομης θητείας, κυβέρνησης Μαρκεζίνη, ξεναγούσε τα τηλεοπτικά συνεργεία στο χώρο του Μετσόβιου, περιφερόμενος με άνεση στο ισοπεδωμένο σκηνικό, κρατώντας την πίπα του, κάμνοντας και την αντίστοιχη προπαγάνδα.
Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, εκείνες οι τρεiς μέρες του Νοέμβριου του ’73, στέκονται σαν ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι Ελληνικής ιστορίας. Σημαντικό διότι ακολουθώντας πιστά τις νόρμες της φυλής μας, είναι διχαστικό.
Υπάρχουν αυτοί που το υπερασπίζονται, υπάρχουν και αυτοί που το χλευάζουν. Υπάρχουν αυτοί που καταριόνται τη γενιά του Πολυτεχνείου, που κατά την κρίση τους, είναι υπεύθυνη για όλα τα μεταπολιτευτικά δεινά, υπάρχουν και εκείνοι που το τιμούν. Υπάρχουν ασφαλώς και εκείνοι που το χρησιμοποίησαν
Στη δική μου περίπτωση το Πολυτεχνείο ήταν και παραμένει ένα από τα γεγονότα συνειδητοποίησης της ζωής μου. Ισοπεδωτικό στην αρχή, διότι πώς αλλιώς θα τα θυμόμουν όλα μετά από τόσα χρόνια. Ελπιδοφόρο μετά το καλοκαίρι του ’74, διότι δεν ήταν κρυφή η ελπίδα, η προσμονή πως το μήνυμά του θα μπορούσε να προσφέρει στον τόπο, γαλήνη, συναδέλφωση.
Στην εξέλιξή του όμως, απογοητευτικό, διότι τίποτα από τα προσδοκώμενα δεν ήρθε. Ίσως και για αυτό να έχει γίνει ακόμα πιο σημαντικό. Διότι κατά τα φαινόμενα, κόμισε κάτι τόσο σπουδαίο όσο και μακρινό. Μια χίμαιρα.
Ένα χρόνο αργότερα, το ’74, η 17η Νοεμβρίου έπεσε Κυριακή. Θαυμαστή και τόσο βολική συγκυρία για εκλογές. Με μια αρχαία kodak με φυσούνα, ανέβηκα στην ταράτσα της πολυκατοικίας Πατησίων & Στουρνάρη, νωρίς το πρωί εκείνης της Κυριακής, και ιδού το αποτέλεσμα.
Το μήνυμα του Νοέμβρη, δεν κατάφερε να περάσει στην Ελληνική κοινωνία. Αυτό το απολύτως αποδεκτό «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», που ακολούθησε το ίδιο θαρραλέα τον τελευταίο στίχο του Θούριου, «κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη» δεν βρήκε την πραγμάτωσή του στη σύγχρονη Ελλάδα. Αργότερα ακούστηκε και το «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο», σαν μια ιστορική συνέχεια. Το υγιές κομμάτι ενός αριστερού κόσμου διψούσε για λίγη έστω δικαιοσύνη, για μια δικαίωση. Δυστυχώς δεν βρέθηκαν ούτε κι αυτά.
Από «ψωμί» οι περισσότεροι δεν είχαμε παράπονο, με την «Παιδεία» σπάνια συναντιόμαστε και σε ότι αφορά την «Ελευθερία» την κακοποιήσαμε όσο και τη «Δημοκρατία».
Τα συνθήματα λοιπόν του Πολυτεχνείου, παραμένουν στόχος, σκοπός, ποθούμενος όσο ποτέ, αν και ολοένα απομακρύνεται…
Η αντίληψη του χρόνου, η κουλτούρα του κομπολογιού και κάποιοι Klein.
Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του, «Ταξίδια με τον Επίκουρο», ο Daniel Martin Klein, τακτικός επισκέπτης και βαθύς μελετητής του τόπου μας, κάνει λόγο, ανάμεσα σε πολλά άλλα, για το κομπολόι.
«…ενώ παίζει με το κομπολόι του, έναν δακτύλιο από σχοινί στο οποίο είναι περασμένες τριάντα τρεις κεχριμπαρένιες χάντρες, γνωστό στα αγγλικά ως worrybeads». Σε υποσημείωση, ο μεταφραστής Πέτρος Γεωργίου, μας πληροφορεί πως: «Κυριολεκτικά σημαίνει οι χάντρες της ανησυχίας».
Ο Αμερικανός συγγραφέας, περιέγραφε μια εικόνα από την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ύδρα, την οποία έχει γνωρίσει από την δεκαετία του ’60, ενώ την αφήγησή του ακολουθεί η άποψή Υδραίου, που αφού ταξίδεψε στις θάλασσες και στα λιμάνια του κόσμου, γύρισε στο νησί, άνοιξε ταβέρνα, παντρεύτηκε και βιοπορίζεται. Του απαντά λοιπόν ο Δημήτρης:
«Καταρχάς, το worrybeads είναι άσχετη μετάφραση. Δείχνει βασικά πώς σκέφτονται οι Άγγλοι και όχι οι Έλληνες. Το κομπολόι δεν έχει καμιά σχέση με την ανησυχία… …το κομπολόι έχει σχέση με τον χρόνο, τον αραιώνει, τον κάνει να διαρκεί».
Μικρή, ταπεινή, παρέμβαση εδώ, προκειμένου να υποστηρίξω την άποψη ότι αφενός συμφωνώ με την τοποθέτηση του Υδραίου Δημήτρη, αφετέρου να καταθέσω ότι η ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση του κομπολογιού από την καθημερινότητά μας, υποδεικνύει την στροφή της λειτουργίας της κοινωνίας.
Εννοώ, ότι από τότε που οι μεσήλικες χτυπούσαν τις χάντρες στους καφενέδες της επαρχίας, ή περίστρεφαν με χάρη και ρυθμό το κομπολόι στις παλάμες τους, μονολογώντας «…και δεν περνάει κι η ώρα», μέχρι τις μέρες μας, όπου κυριαρχούν οι εκφράσεις «όχι τώρα πνίγομαι» ή «δεν προλαβαίνω», έχει κυλίσει κάποιος χρόνος, ας τον ορίσουμε σε 50 χρόνια, αλλά οι αλλαγές στην καθημερινότητα είναι κολοσσιαίες.
Στις επόμενες σελίδες ο Δημήτρης κάνει ένα μικρό μνημόσυνο του κομπολογιού, αποκαλύπτει ότι παίζει με το δικό του μόνον κατ΄ ιδίαν, ότι θα του λείψει όταν φύγει η γενιά του πατέρα του και το ξεχάσουν, αλλά:
«Αλλά μπορεί και να μην το ξεχάσουν. Έχει γίνει μια επιστροφή στο κομπολόι από μερικούς Αθηναίους γιάπηδες. Κατεβαίνουν από το δελφίνι με το κομπολόι στο ένα χέρι και με το iPhone στο άλλο».
Για να κλείσει την ενότητα ο D.M.K. σχολιάζοντας:
«Δεν μπορώ να μην γελάσω με αυτήν την εικόνα. Συνοψίζει τέλεια την αντιδιαστολή ανάμεσα στους δυο πόλους του βιωμένου χρόνου».
Συνεχίζω το σημείωμα με μια δικιά μου εικόνα. Πριν κάποιους χρόνους, σε επαγγελματικό αεροπορικό ταξίδι, βρισκόταν σε μπροστινό κάθισμα από αυτά που δεν έχουν δεξιά τους άλλο, καθότι είναι κοντά στην πόρτα διαφυγής, επιβάτης γνωστός μου, θεωρούμενος και ως συνάδελφος.
Το δεξί του χέρι ήταν κρεμασμένο έξω από τη θέση και μπεγλέριζε νωχελικά τις χάντρες ενός υπερμεγέθους κομπολογιού, που σχεδόν ακουμπούσε στο πάτωμα της ατράκτου. Δεν θα είχα κανένα λόγο να σχολιάσω και πολύ περισσότερο να κακολογήσω το θέαμα, αν, αν ο καρπός του εν λόγω παίχτη δεν κοσμείτο από ένα βαρύτιμο και αντίστοιχα ακριβό ωρολόγιον και αν η όλη εμφάνιση του δεν ήταν ο ορισμός ενός υβριδικού μοντέλου.
Εκείνου που αγωνίζεται να ισορροπήσει ανάμεσα στην περήφανη ελληνική επαρχία και την εναγώνια προσπάθεια να ξεπεραστούν, προς τα πάνω, πάση δυνάμει τα σύνορα της μικρομεσοαστικής καταγωγής. Με tuxedos δεν βάζουμε τσαρούχια και κάτω από τις φουστανέλες δεν φορούσαν βρακάκια Calvin Klein.
Για να τελειώσουμε με τους Klein, ας σημειωθεί, πως πέρα από το πετυχημένο συγγραφέα Daniel Martin Klein, γεννημένο στο Delaware το ’39, πέρα από τον κατά τρία χρόνια μικρότερό συμπατριώτη του, επίσης επιτυχημένο σχεδιαστή ρούχων Calvin Richard Klein, υπάρχουν και τα ωρολόγια Daniel Klein που δεν είναι παρά μια σειρά από φτηνά κινέζικα και υπερτιμολογημένα προϊόντα που, επί ματαίω, φιλοδοξούν να σταθούν δίπλα σε πιο γνωστές φίρμες.
Με τον ίδιο, πιθανότατα, τρόπο που επιχειρείται η συμβίωση της κεχριμπαρένιας χάντρας με τα apps των smartphones…
Για να τελειώσουμε και με την σχέση ρολόι – κομπολόι ας θυμηθούμε τους στίχους της Άννας Μπακιρτζή που μελοποίησε ο Άκης Πάνου, άλλο ένα πλαίσιο πονεμένης ερωτικής ιστορίας, ερμηνευμένο από τον sir Μπιθί.
«Θα το δώσω το ρολόι
και θα πάρω κομπολόι
να μετράω τους καημούς
και τους αναστεναγμούς»
Το στόρυ άλλης μιας φθίνουσας πορείας, ενός εμβληματικού γεγονότος που, κάποτε, ήταν πολύ περισσότερα από ένας διεθνής αγώνας αυτοκινήτου.
Σε μια ιστορία που ξεκίνησε σαν παραμύθι το 1952, μετρά δηλαδή μια παράδοση 67 ετών, μόλις δυο φορές σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν κατάφερε να αντεπεξέλθει. Το 1974 και το 2010. Είναι επιβεβαιωμένο ότι και την επόμενη χρονιά, το 2019, δεν θα τα καταφέρει.
Ο λόγος για το Διεθνές Ράλυ Ακρόπολις, που μετά τον υποβιβασμό του το 2014, από το παγκόσμιο στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, δέχεται άλλο ένα πλήγμα τιθέμενο και εκτός του ευρωπαϊκού. Σχετικό δελτίου Τύπου που εξέδωσε την Παρασκευή (9/11ου) η Ομοσπονδία αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, πως:
«Το 2019 θα είναι έτος ανασύνταξης για το Ράλλυ Ακρόπολις, καθώς η ΟΜΑΕ από κοινού με το Eurosport κατέληξαν στην απόφαση να μην διεξαχθεί ο αγώνας την επόμενη χρονιά.»
Για όσους έχουν παραστάσεις και βιώματα από το παρελθόν η απώλεια δεν είναι σημαντική. Κυρίως, διότι στον 21ο αιώνα είχαμε ολίγο από Δ.Ρ.Α., ότι είχε περισσέψει από αυτό, εννοώ ότι κατ ουσίαν ο αγώνας και το πνεύμα του είχε σβήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Αυτό που υπήρχε ήταν ένα καλό υποκατάστατο. Η τελευταία εξέλιξη όμως, είναι αρκούντως ενδεικτική για το πώς λειτουργεί το σύστημα. Όταν δηλαδή, βλέπεις τον Τούρκο πρόεδρο στις αλάνες του ράλυ της Μαρμαρίδας, ή όταν ο Ρώσος πρόεδρος αναμειγνύεται με τους πιλότους της F1 στο GP του Σότσι, δεν χρειάζεται πολύ φαντασία για να γίνει αντιληπτό πόσο πολύ έχει αλλάξει το παιχνίδι.
Αν ο στόχος είναι να μπει ή να κρατηθεί ένας αγώνας στο ανώτατο επίπεδο, απαιτείται πολιτική παρέμβαση και στήριξη. Από το κράτος και στο πιο υψηλό επίπεδο. Ως παρέμβαση εννοείται λόμπιν στην παγκόσμια ομοσπονδία και στους προμότερες και ως στήριξη εννοείται κρατικό χρήμα. Χρήμα στο οποίο πρέπει να προστεθεί και το αντίστοιχο από τον ιδιωτικό τομέα ως χορηγία. Τότε και έτσι, υπάρχουν πιθανότητες.
Η σημερινή Ελλάδα δεν είναι ικανή για τέτοιο. Κατ’ αρχάς διότι δεν ορίζει τις τύχες της ως αυτόνομη πολιτεία. Διότι, δεν είναι παρά ένα ρετάλι σε ένα παράταιρο καμβά. Ακολούθως διότι είναι οξύμωρο να απαιτήσεις, έστω και κατ’ ελάχιστον οτιδήποτε από τον προϋπολογισμό, ενός οικονομικά απελπισμένου κράτους την στιγμή που κατακρεουργούνται συντάξεις, η ανεργία ταξιδεύει στο κοινωνικό τραίνο με ποσοστό 20% και δεν συνάγεται από πουθενά, οποιαδήποτε ένδειξη αισιοδοξίας για τα επόμενα πολλά χρόνια.
Ας υποτεθεί όμως, ότι με ένα μαγικό ραβδί λύνονται όλα τα προβλήματα, ότι υπάρχει κοινωνική συναίνεση, ή έστω αλληθωρίζει το πόπολο, όπως π.χ. στραβώθηκε το δύο τέσσερα, και ο αγώνας, εν χορδαίς και οργάνοις ξαναγυρίζει στο παγκόσμιο. Και θα κατέβει ο πρίμος μινίστρος στην εκκίνηση, όπως τότε που μας ετίμησε ο διοπτροφόρος πρώην ο οποίος μετά την σημαία που κουνούσε στα πολιτικά νιάτα του στον Μελιγαλά, την κούνησε και στη ράμπα του Δ.Ρ.Α. και θα πραγματοποιηθεί η πανηγυρική τελετή της εκκινήσεως.
Έρχεται λοιπόν ο αιρετικός και ρωτά: – «Και λοιπόν ;» – «Εε να! η χώρα μας γίνεται γνωστή, αποκαλύπτονται οι καλλονές της, θα γίνει πόλος έλξης τουριστών, οι εικόνες θα μεταδοθούν στα πέρατα του κόσμου».
Μάλιστα. Μήπως όμως, να σκεφτούμε ότι ο τόπος δεν χρειάζεται περισσότερους τουρίστες, αλλά καλύτερους ταξιδιώτες. Σε ότι αφορά την παρουσία πολιτικού προσωπικού, ας θυμίσω ότι τις δεκαετίες του ’50, του ’60, του ΄70 και ο ανώτατος πολιτειακός άρχων του τόπου κοσμούσε με την παρουσία του τις απονομές, και ο πρωθυπουργός και αρκετοί υπουργοί. Για φόντο όμως είχαν τα προπύλαια, δεν είχαν παρδαλά χρώματα και αψίδες από ενεργειακά ποτά, πετρελαιοειδή και λοιπές χορηγικές δυνάμεις. Δεν είναι πλασιέδες οι πολιτικοί. Έστω, δεν θα έπρεπε να είναι.
– «Μα έτσι αδιαφορούμε για την ιστορία του αγώνα, το βαρύ του αποτύπωμα στο θεσμό, το θρυλικό ειδικό του βάρος, το όραμα για το μέλλον».
– «Τρίχες», απαντά προκλητικά ο αντιρρησίας για να συνεχίσει: «Όσοι έχουν οράματα να πάνε στο γιατρό, που έλεγε και ο σχωρεμένος HelmutSchmidt. Για τα αλλά δε, τα παρελθόντα, τα ηρωικά ας καταλάβετε ότι πέθαναν. Τα τέλειωσαν οι εκσυγχρονισμοί, η πρόοδος και η ανάπτυξη. Τα επικά με τα τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα, με τις 200 συμμετοχές, με τις 50τόσες ετάπ, τις δύσεις στην Ξηρονομή, τα ξημερώματα στον Όλυμπο και στην Νεμούτα, ξοδεύτηκαν στο βωμό της εξέλιξης.»
– «Έστω, έστω ότι είναι έτσι. Αλλά είναι καλό για το Ελληνικό μότορσπορ. Δεν είναι;»
– «Το αντίθετο. Χρόνια ολόκληρα οι ελπατζήδες θυσιάζανε στο βωμό του Δ.Ρ.Α. όλο, σχεδόν, το υπόλοιπο αγωνιστικό γίγνεσθαι. Αλλά και στις μέρες της Ομοσπονδίας, τότε που κληρονόμησε όλα τα γνωστά καλούδια, των «χρηστών χρήσεων» των προηγούμενων, μεταβλήθηκε σε ένα πρόβλημα, σε μια τροχοπέδη»
– «Εε…, αν είναι έτσι, τότε, τον αγώνα τον έθαψε η ΟΜΑΕ».
– «Συγνώμην, αλλά αυτή είναι τρίτης Δημοτικού επαγωγή. Του τύπου ο αστυνομικός είναι όργανο, το μπουζούκι είναι όργανο, άρα ο αστυνομικός είναι μπουζούκι. Η ΟΜΑΕ, ας θυμηθούμε, σε μια επίδειξη ανδρείας και ρίσκου, προκειμένου να σώσει την παρτίδα, κατέβαλε το χρέος της εταιρείας που είχε εμφανιστεί, επί ΕΛΠΑ, ως μεσσίας αναλαμβάνοντας την εμπορική εκμετάλλευση του αγώνα. Η εν λόγω εταιρεία άρχισε να παραπαίει όταν την εγκατέλειψε ο χρηματοδότης της, και κατέρρευσε όταν στηρίχτηκε σε κρατικό χρήμα, εν καιρώ Μνημονίων. Έκανε κάτι ηρωικά με προσωπικές επιταγές, πιθανότατα άνευ αντικρίσματος, αλλά αν η Ομοσπονδία δεν είχε δώσει τα ζεστά 170, το Δ.Ρ.Α. θα είχε σβήσει από το ’15. Ακολούθως την Ομοσπονδία την κορόιδεψε το Δημόσιο, το οποίο δεν πλήρωσε το ποσό και με έλλειμα 170 συν κάποια 70κατι από την περιφέρεια, τη σήμερον ημέρα είσαι τελειωμένος. Έτσι, η υπόθεση έσκασε στα χέρια της. Αλλά θα είναι ανέντιμο να ισχυριστούμε, ότι ευθύνεται.»
– «Και δηλαδή πού πάμε ;»
– «Μάλλον πουθενά. Μια πρώτη εκτίμηση είναι, πως δύσκολα θα γυρίσει στο Ευρωπαϊκό, για το WRC ούτε τίθεται θέμα, εκτός αν αύριο σηκώσει το τηλέφωνο ο Έλλην πρωθυπουργός και καλέσει τους Φιατζήδες και τα σαΐνια του εμπορικού τους και τους τα πει όπως θέλουν να τα ακούσουν. Και επειδή αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, ας ετοιμαστεί η Ομοσπονδία και για αποκρουστικά χαμηλή κριτική από, μερικά, ντόπια σαΐνια. Ειδικά αν αυτή η τρίτη φορά – χρονιά που δεν θα διοργανωθεί το Δ.Ρ.Α. θα είναι και φαρμακερή, θα σημάνει δηλαδή το τέλος του.»
Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, για όσους δε σήμερα, δακρύζουν με δάκρυα ενίοτε κροκοδείλια, περί του Δ.Ρ.Α., ας εννοήσουν ότι πρόκειται περί μνημόσυνου. Ο αγώνας είχε τελειώσει από τότε που η ράμπα της εκκίνησης και του τερματισμού στηνόταν στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, από τότε που οι κρύες ανοιξιάτικες νύχτες της Μακεδονικής γης προϋπολόγιζαν τον νικητή, από τότε που χάσαμε το πνεύμα του Φουρνά, της Αλωνίσταινας, της Μοσχοκαρυάς και της Δεσκάτης.
Κλείνοντας, ας επισημανθεί, πως δεν υπάρχουν ένοχοι για αυτό. Ήταν νομοτελειακό. Όπως η φυσική παρουσία των ανθρώπων. Γεννιούνται, μαθαίνουν, παλεύουν, φθάνουν σε μια ακμή και μέχρι να σβήσουν οδεύουν πάνω σε μια φθίνουσα τροχιά. Έτσι ακριβώς έγινε και με το Δ.Ρ.Α. Όσο και αν το θέλουμε να το δούμε διαφορετικά, δεν γίνεται, πρωτίστως διότι είναι το σκηνικό, το φόντο που δεν θα μας αφήσει. Τόσο η Ελλάδα του προηγούμενου αιώνα με όσα προτερήματα και άσχημα είχε, όσο και το μότορσπορ με τα χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής, είναι παρελθόν. Παρούσα είναι η Ελλάδα του 21ου αιώνα, και το αντίστοιχο μότορσπορ. Προσωπικά τα αποστρέφομαι, αλλά αντιλαμβάνομαι και αποδέχομαι ότι συγκινούν πολλούς.
Οι αρχές του Νοέμβρη αποτελούν το χρονικό μεσοδιάστημα ανάμεσα στην Πηγάδα και το Σύνταγμα.
Η αναφορά γίνεται για την μάχη του Μελιγαλά (13 – 15 Σεπτεμβρίου του ’44) και την μάχη του Συντάγματος Μακρυγιάννη (6- 18 Δεκεμβρίου ’44), που όχι απλώς σημάδεψαν την νεότερη ιστορία του τόπου αλλά υπήρξαν, ιδίως η δεύτερη, καθοριστικής σημασίας για τις εξελίξεις.
Έχουν κατατεθεί πολλές εκδοχές και περισσότερες ερμηνείες. Έχουν επίσης καταβληθεί προσπάθειες να επουλωθούν τα τραύματα. Έχει γίνει και το αντίθετο και μάλιστα από πολιτικούς. Ένας από αυτούς διεκδίκησε και έφθασε στο ανώτατο αξίωμα της εξουσίας.
Μπορεί να ήταν ένα είδος διαβατηρίου για την αναρρίχηση, ή ίσως ένα απαραίτητο σκαλοπάτι. Κι έτσι από την παρουσία του «στο Μνημόσυνο των σφαγιασθέντων από τους εαμοκομμουνιστάς», κάποια 35 χρόνια μετά, έκλεινε τον Δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα.
Τρία, σχεδόν, τέταρτα του αιώνα αργότερα, από εκείνα τα γεγονότα που μάτωσαν και δίχασαν βαθιά τον πληθυσμό, οι μνήμες εκείνες έχουν περιπέσει σε δυνάμεις που δεν θα θέλαμε να υπάρχουν. Το ότι υπάρχουν είναι άλλη μια απόδειξη σωρείας λαθών.
Ψάχνοντας το καλοκαίρι σε βιβλιοπωλείο μεταχειρισμένων βιβλίων, έπεσα, ανάμεσα σε άλλα, πάνω στο «Περισσότερο σεξ σε λίγο», του Φρέντυ Γερμανού, έκδοση του 1983 από τον Κάκτο.
Δύσκολο να αρέσει σήμερα σε έναν αναγνώστη που δεν έχει ζήσει εκείνες τις εποχές καθότι ο χρονογραφηματικός χαρακτήρας της αφήγησης απαιτεί καλή γνώση της εποχής που αναφέρεται.
Στην σελίδα 89 όμως ανακάλυψα ένα μικρό διαμάντι, που αναφέρεται στα προηγούμενα. Μας γράφει λοιπόν ο Φρέντυ(ς):
«Το Εθνικό σπορ της Ελλάδας είναι τα μνημόσυνα. Έχουμε το μνημόσυνο του Μελιγαλά, το μνημόσυνο του Μακρυγιάννη και άλλα μνημόσυνα βήτα κατηγορίας. Στα μνημόσυνα πηγαίνουμε για να δείχνουμε ότι αγαπάμε του νεκρούς και μισούμε τους ζωντανούς. Το μίσος μεταξύ Ελλήνων είναι το εθνικό χόμπυ της φυλής.
Χωρίς μίσος ο Έλληνας είναι μισός.
(Καθ’ όλους τους τρόπους…)»
Είπε με ένα τρόπο πιο ευχάριστο αυτό που ο A. Camus εξέφρασε πιο ωμά: «Η παγίδα του μίσους είναι ότι σε δένει με τον χειρότερο εχθρό σου».
Αν η εξέγερση του Πολυτεχνείου είχε μια θρυαλλίδα, αυτή, ήταν το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου.
Ο και «γέρος της Δημοκρατίας» αποκαλούμενος, ο πατέρας του «ανένδοτου», αλλά και πρωταγωνιστής στα γεγονότα του ζοφερού Δεκέμβρη του ‘44, εγκατέλειψε τα εγκόσμια, στην παντοκρατορία της junta, τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής πρώτης Νοεμβρίου του ‘68.
Πέντε χρόνια αργότερα, τελείται το μνημόσυνό του και εξελίσσεται σε μαζική αντιδικτατορική εκδήλωση. Δεν ήταν η πρώτη, αλλά ήταν η πιο φορτισμένη.
Ως πρώτη μπορούμε να καταχωρήσουμε την κηδεία του. Κυριακή ήταν πάλι 3 Νοεμβρίου του ‘68. Ακούστηκαν, ίσως όχι στεντόρεια, αλλά ακούστηκαν το «ένα ένα τέσσερα» και το «Τι τα κάνατε τα όχι μας», μια σαφής αναφορά της νοθείας του δημοψηφίσματος της 29ης Σεπτεμβρίου για το νέο Σύνταγμα.
Η δεύτερη μαζική συμμετοχή των πολιτών, ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς ήταν η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη. Ο διπλωμάτης ποιητής είχε προλάβει να τοποθετηθεί, λίγο μετά τα εβδομήντα του χρόνια με δήλωσή του, την Παρασκευή 28 Μαρτίου του 1969. Δεν είπε πολλά, αλλά δεν χρειαζόταν. Ο Σεφέρης μιλούσε: «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου».
Ο πρώτος Έλληνας νομπελίστας άφησε την τελευταία του πνοή την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου του 1971. Δυο μέρες αργότερα πραγματοποιείται η κηδεία του. Μεγάλο πλήθος πολιτών συνόδευσε τον ποιητή στην τελευταία του κατοικία. Στην πύλη του Αδριανού η πομπή σταμάτησε και σε κλίμα φορτισμένο τραγούδησε το «περιγιάλι του κρυφό».
Ελλαδάρα.
Και να σκεφτεί κανείς, ότι οι ποιητές δεν ήταν και πολύ πρόθυμοι να μελοποιηθούν τα κείμενά τους. Χρειάστηκε να πιέσει ως προς τούτο ο Μίκης.
Οι πρεσβύτεροι θυμήθηκαν την κηδεία του Κωστή Παλαμά, μέσα στο έρεβος της Γερμανικής Κατοχής. Δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια. Μόλις 28, όταν«Χλωμός, σχεδόν σαν δαιμονισμένος» ο Άγγελος Σικελιανός απήγγειλε το «Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές…» Και τότε μακελεμένο πλήθος, εκεί, μέσα στο πρώτο κοιμητήριο της πρωτεύουσας, έσυρε, το σε «γνωρίζω από την όψη…».
Μεγαλείο.
Έτσι το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου, καθώς οι συνθήκες είχαν ωριμάσει, με την κατάληψη της Νομικής τον Φλεβάρη του ‘73, εξελίσσεται σε καθαρή αντιστασιακή κίνηση. Με επεισόδια και συγκρούσεις. Τραυματίζονται 70 πολίτες, συλλαμβάνονται 37, οδηγούνται σε δίκη οι 17. Για τους 12 οι αποφάσεις είναι αθωωτικές, στους υπόλοιπους πέντε επιβάλλονται ποινές με ανασταλτικό χαρακτήρα.
Την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκαν γενικές συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων, για να συζητηθεί το φλέγον τότε, ζήτημα των φοιτητικών εκλογών που το καθεστώς ήθελε να μεταφέρει στο επόμενο έτος.
Η θρυαλλίδα είχε ανάψει.