Author: Νικόλας Σ. Ζαλμάς

  • O ελληνικός κόσμος του ’88

    Μια γενιά νωρίτερα, τότε που έφευγε το 1988, η Ελλάδα ήταν ένας άλλος τόπος. Με Εθνικό νόμισμα, καθώς η συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν τέσσερα χρόνια μακριά, με εθνικά προβλήματα όπως Νταβός και Mea culpa, με εθνικά σκάνδαλα τύπου Τράπεζα Κρήτης, άλλους πολιτικούς ηγέτες, άλλες ελπίδες καθώς και άλλες φοβίες.

    Τριάντα χρόνια είναι ταυτόχρονα πολλά και λίγα. Λίγα για να τα ξεχάσουμε, ή να μην μάθουμε τι έχει συμβεί, πολλά για να μην αντιληφθούμε τα διδάγματα. Λίγο φως, πολύ συνοπτικά, σε λίγα από αυτά που συνέβησαν, μέσα στα σύνορά μας.

    Κορυφαίο γεγονός το σκάνδαλο της Τράπεζας Κρήτης με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Κοσκωτά. Τον Νοέμβριο μετά από εξονυχιστικό έλεγχο, στην Τράπεζα, διαπιστώνεται άνοιγμα 30,3 δις. δραχμών. Μόνον τα 19,562 καλύπτονται με κάποια παραστατικά τα οποία αφορούν κυρίως αμοιβές στελεχών της Γραμμής και του Ολυμπιακού, μέσα από κάποιον εικονικό λογαριασμό του Κοσκωτά. Για τα υπόλοιπα 10,8 κυριαρχεί σκοτάδι. Επί της ουσίας αποκαλύπτεται ένα όργιο πλαστογραφήσεων, εικονικών καταθέσεων και πειραγμένων λογιστικών.

    Για να μην έχουμε απορία το πώς γεννιούνται ορισμένες συνθήκες, τον Οκτώβριο οπαδοί του Ολυμπιακού κάνουν πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο της Αθήνας με συνθήματα «κράτος είναι ο Ολυμπιακός»«Κάτω τα χέρια από τον Κοσκωτά». Ο τραπεζίτης εγκαταλείπει την Ελλάδα, με το ιδιωτικό αεροσκάφους του, και βασιλιά των ρουμπινιών αποκαλούμενου, Αργ. Σαλιαρέλη, στις 7 Νοεμβρίου, παρά την αυστηρή φρούρησή του από δεκάδες άνδρες της ασφαλείας.

    Μετά από περιπλάνηση, συλλαμβάνεται στην Μασαχουσέτη, ενώ έχει ήδη εξαπολύσει τις τελευταίες του επιθέσεις με πληροφορίες στις οποίες εμπλέκει για χρηματισμό κυβερνητικούς και κομματικούς παράγοντες του κυβερνώντος Πα.Σο.Κ.

    Είναι ένα πολύ μπερδεμένο σενάριο, που θα απασχολήσει την πολιτική σκηνή μέχρι τον Γενάρη του ’92 οπότε και λήγει η δίκη του αιώνα, χωρίς κατ’ ουσίαν την τιμωρία κάποιου. Ένα μήνα μετά την έναρξη της δίκης τον Απρίλιο του ’91, θα καταρρεύσει μέσα στη δικαστική αίθουσα ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας συνεπεία εγκεφαλικού επεισοδίου και θα καταλήξει ένα μήνα αργότερα.

    Σε όλο αυτόν τον κυκεώνα και ειδικά στην κορύφωσή του, το φθινόπωρο, του ’88, ο Έλληνας πρωθυπουργός βρίσκεται στη Μ. Βρετανία αντιμετωπίζοντας σοβαρότατο πρόβλημα με την υγεία του. Αναχώρησε στις 25 Αυγούστου, ακολούθησε αγωγή και στις 30 Σεπτεμβρίου περνάει την πόρτα του χειρουργείου.

    Εγχειρίζεται επί έξι ώρες από τον παγκοσμίου φήμης καρδιοχειρουργό Μαγκντί Γιαγκούμπ και την ομάδα του μέσα στην οποία περιλαμβάνεται και ο Έλληνας Στέργιος Θεοδωρόπουλος. Επιστρέφει στο Ελληνικό, στις 22 Οκτωβρίου, οπότε πάνω από μια παλλόμενη λαοθάλασσα που κινεί τις γαλανόλευκες της πατρίδας και τις πράσινες του κινήματος, κοντοστέκεται στη σκάλα του Οδυσσέα της Ολυμπιακής και κάνει το περίφημο νεύμα, σε μια γυναίκα, που αργότερα θα γινόταν η τρίτη σύζυγός του.

    Πέρα από την απόρριψή του, είτε από δεξιά για την περιθωριοποίηση της Ελλάδας, τις λανθασμένες κρατικοποιήσεις, τα οικονομικά σκάνδαλα, τον μηχανισμό προσλήψεων για την δημιουργία πράσινου κράτους, είτε από αριστερά, για την λεηλασία των συνθημάτων, την «Αλλαγή», που δεν έγινε, τις βάσεις που δεν έφυγαν και την Ε.Ο.Κ. που μπορεί να ήταν το ίδιο συνδικάτο με το Ν.Α.Τ.Ο., αλλά τα πακέτα Ντελόρ ήταν άλλο πράγμα, θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε, το πως στάθηκε όρθιος εκείνο το Φθινόπωρο.

    Στα 69 του χρόνια, έχοντας οριακά διαφύγει το μοιραίο, ταλαιπωρημένος και αδυνατισμένος, απών για δυο σχεδόν μήνες από τα καθήκοντά του, έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα τεράστιο σκάνδαλο για το οποίο σαφώς υπήρχαν κυβερνητικές ευθύνες, την αντιπολίτευση που για πρώτη φορά ερχόταν ενωμένη, δικαίως απαιτώντας κάθαρση, την ψήφιση του προϋπολογισμού, έναν σαρωτικό ανασχηματισμό,  έντονες εσωκομματικές αντιδράσεις και πιθανότατα τις παραινέσεις των γιων του να παραιτηθεί προκειμένου να μην θέσει σε δοκιμασία την εύθραυστη υγεία του.

    Σε όλα αυτά απαντά: «Υπάρχει μια κυβέρνηση, μια γραμμή, ένα Κίνημα, ένας αρχηγός», παραμένει στη θέση του, αγνοεί επιδεικτικά την κλήτευση στο ειδικό δικαστήριο, αθωώνεται με μια μόλις ψήφο, στέκεται για λίγο στην αντιπολίτευση, πράγμα που δεν έκανε ποτέ ο Κων/νος Καραμανλής και επιστρέφει στην εξουσία το ’93. Ο Ανδρέας. Ο Αντρέας μας. Μπορεί να μην είχε τίποτα κοινό με την μορφή του 70κάτι, που κρατούσε ένα τσιγάρο με το δεξί του χέρι, μέσα στο κοντομάνικο σαφάρι λουκ πουκάμισο, μια ενόραση ίσως ενός ευρωπαϊκού Φιδέλ, μπορεί να μας παραμύθιασε όσο δεν πήγαινε, αλλά ήταν ηγέτης. Εξάλλου ηγεσία και παραμύθι είναι πρωτοξάδελφα, αν όχι ετεροθαλή αδέλφια.

    Νωρίτερα, τέλη του Γενάρη και πρώτη του Φλεβάρη του ’88, συναντήθηκε στο Νταβός με τον Τούρκο ομόλογο του Τουργκούτ Οζάλ, σε μια εφ’ όλης της ύλης συνάντηση κορυφής την πρώτη από τότε που το Πα.Σο.Κ. ανήλθε στην εξουσία τον Οκτώβριο του ’81.

    Από αυτήν δεν προέκυψαν λύσεις, αλλά το ρητορικό σχήμα «μη πόλεμος». Αργότερα ο Έλληνας πρωθυπουργός, θα χαρακτηρίσει την συνάντηση ως «mea culpa», δηλαδή «λάθος μου». Το λάθος ήταν πως εγκατέλειψε την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ως μόνης «νομικής» διαφοράς και της παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, καθώς συμφώνησε  να επανεξετασθούν όλα τα θέματα.

    Στα υπόλοιπα, η χρονιά είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον με το κλίμα που δημιουργήθηκε περί τηλεφωνικών υποκλοπών, με κεντρικό πρόσωπο τον Θεοφάνη Τόμπρα, πρώην αξιωματικό Διαβιβάσεων του Ελληνικού Στρατού και γενικό διευθυντή του Ο.Τ.Ε., από το ’81 έως την εκλογική ήττα του Πα.Σο.Κ. το ’89.

    Αίσθηση έκανε και η παραίτηση του Αντώνη Τρίτση από το Παιδείας μετά την άκαμπτη θέση του στις οικονομικές απαιτήσεις των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης, αφού είχε συγκρουστεί και με την Εκκλησία με αντικείμενο την εκκλησιαστική περιουσία.  Ομοίως και ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας, Στάθης Γιώτας, που παραιτείται και από το βουλευτικό του αξίωμα και από την Κεντρική Επιτροπή του Κινήματος καταγγέλλοντας σκάνδαλα και χρηματισμούς στην πολεμική βιομηχανία.

    Τον Ιούλιο, ομάδα αλλοδαπών τρομοκρατών ανοίγει αδιακρίτως πυρ με αυτόματα όπλα και χειροβομβίδες στο ελληνικό κρουαζιερόπλοιο Σίτυ οφ Πόρος, που επιστρέφει στον Φαληρικό όρμο. Λίγες ώρες νωρίτερα, ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο τινάζεται στον αέρα από ισχυρά εκρηκτικά στην Φαληρική ακτή, με τους επιβαίνοντες να διαμελίζονται. Σύνολο 11 νεκροί, 15 βαριά τραυματίες  και 60 ελαφρότερα. Το γιατί συνέβη, παραμένει άγνωστο.

    Δεκατρείς μέρες νωρίτερα, το πρωί της Τρίτης 28 Ιουνίου, ο Αμερικανός ακόλουθος Άμυνας William Nordeen, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ξεκινά το καθημερινό του δρομολόγιο από το σπίτι του στην οδό Δεληγιάννη στην Κηφισιά για την Αμερικάνικη πρεσβεία. Λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από την κατοικία του, ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο παγιδευμένο με ισχυρά εκρηκτικά, πυροδοτείται με τηλεχειρισμό μην αφήνοντας κανένα περιθώριο επιβίωσης. Την ευθύνη αναλαμβάνει η 17η Ν. και η Αμερικανική κυβέρνηση επικηρύσσει τους δράστες με 500.000 δολάρια.

    Τέλος τον Απρίλιο, η «Αλλαγή», δέχεται ένα ακόμα πλήγμα. Αποστρατεύεται ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αντιστράτηγος Νίκων Αρκουδέας, αφήνοντας χωρίς νόημα το περίφημο σαρκαστικό σύνθημα της εποχής:  «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς τον Αρκουδέα».

    Τριάντα χρόνια είναι αρκετά ώστε η μνήμη να γίνει ανάμνηση, η ανάμνηση κληρονομιά, και η κληρονομιά βάρος. Ασήκωτο.

    Καλή χρονιά.

  • O κόσμος του ΄88

    Τριάντα χρόνια νωρίτερα, όσοι ζούσαμε, βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό κόσμο. Η Σοβιετική Ένωση ήταν ακόμα, έστω και στα τελευταία της, το αντίπαλον δέος της Δυτικής αυτοκρατορίας, οι πολίτες δεν δαπανούσαν τόσο χρόνο πίσω από οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι διαφημίσεις προϊόντων καπνού και αλκοόλ κάλυπταν εκατοντάδες σελίδων των εντύπων, το AIDS ήταν ακόμα ένα τέρας που δεν αντιμετωπιζόταν, το crack ξεκινούσε την πορεία του στα φτωχά πληθυσμιακά στρώματα, η βία πρωτοστατούσε, και τα σημάδια της κλιματικής αλλαγής πύκνωναν.

    Το πρώτο άνοιγμα του Life, για το επετειακό τεύχος με τα σημαντικότερα γεγονότα του 1988, φιλοξενούσε μια σπάνιας ομορφιάς εικόνα του Daedalus 88, πάνω από το νότιο Αιγαίο. Στην contre-jour λήψη, φαίνονταν τα πόδια του Έλληνα πρωταθλητή ποδηλασίας, Κανέλλου Κανελλόπουλου, μέσα στο στενό κόκπιτ του ποδοκίνητου αεροπλάνου, μπροστά από τον πύρινο δίσκο του ήλιου.

    Σαββάτο ήταν η 23η Απριλίου εκείνης της χρονιάς, όταν ο Πατρινός ποδηλάτης απογειώθηκε από το αεροδρόμιο του Ηρακλείου, Νίκος Καζαντζάκης, και μετά από 3 ώρες και 54 λεπτά έφτασε στην παραλία Περίσσα στα νοτιοδυτικά της Σαντορίνης, καλύπτοντας 115 χιλιόμετρα, με μοναδική κινητήρια δύναμη τα πετάλ του, μόλις 32 κιλών, αεροσκάφους του.

    Ήταν ένα τεχνολογικό θαύμα της εποχής, κατασκευασμένο από ομάδα προπτυχιακών φοιτητών, καθηγητών και πρόσφατων πτυχιούχων του MIT.

    Για το κατόρθωμα απαιτήθηκαν 15.000 εργατοώρες, το όνομα Δαίδαλος ξαναγεννιόταν από το μύθο και ξαναρχόταν στην επικαιρότητα καθώς σημείωσε και ακόμα κρατά, τα επίσημα παγκόσμια ρεκόρ για τη συνολική απόσταση και τη διάρκεια πτήσης για αεροσκάφη που κινούνται με ανθρώπινη δύναμη.

    Στο εξώφυλλο της έκδοσης το μεγαλύτερο τμήμα από τις άλλες επτά εικόνες, κατελάμβανε, ανάμεσα στα δυο οκτάρια του ’88, το αθλητικό κορμί της Florence Delorez Griffith–Joyner, που λίγους μήνες νωρίτερα είχε σαρώσει στους Ολυμπιακούς αγώνες της Σεούλ.

    Έχοντας βελτιώσει μέσα σε ένα 12μηνο τους χρόνους της κατά 0.47 δεύτερα στα 100 μέτρα και 0.62 στα 200, πετυχαίνει δύο παγκόσμια ρεκόρ μέσα σε δυο μήνες και αποσπά τρία χρυσά και ένα αργυρό μετάλλιο στη Σεούλ.

    Λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του ’89, στα 29 της χρόνια, ανακοινώνει την αποχώρησή της από την ενεργό αθλητική δράση.

    Το κορίτσι από την Καλιφόρνια με το παρανόμι “Flo-Jo”, το ιδιαίτερο στυλ, τις τολμηρές ενδυματολογικές προτιμήσεις, τα μακριά νύχια, τα παρδαλά χρώματα και το μακρύ μαλλί, εγκατέλειψε τον μάταιο κόσμο μας τον Σεπτέμβριο του ’98, στα 38 της χρόνια, από ασφυξία κατά τη διάρκεια μιας σοβαρής επιληπτικής κρίσης, αφήνοντας την οκτάχρονη θυγατέρα της ορφανή.

    Υπάρχει η πληροφορία ότι, από το ’90 έως το ’96, είχε υποστεί  τρία εγκεφαλικά και ένα καρδιακό επεισόδιο. Τα ρεκόρ της παραμένουν ακατάρριπτα έως τις μέρες μας, για περισσότερο από 30 χρόνια, με 10:49 και 21,34 για τα 100 και τα 200 μέτρα αντίστοιχα.

    Ταυτόχρονα της ανήκει ακόμα, η δεύτερη και η τρίτη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών στα 100 μέτρα με 10:71 και 10:72 καθώς και η δεύτερη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών στα 200 μέτρα με 21:56.

    Ακολούθως, ένα αφιέρωμα για τους μεγιστάνες, αναφέρει: «Σε ένα έτος οικονομικών υπερβολών και κυριαρχίας της ανοικοδόμησης σε παγκόσμιο επίπεδο, το βραβείο των διαπραγματευτικών συμφωνιών παίρνει ο Donald Trump».

    Ήταν η εποχή που ήταν ακόμα νυμφευμένος με την Ivana και κανένας στον πλανήτη δεν φανταζόταν ότι θα ορκιζόταν 45ος πρόεδρος των Η.Π.Α.

    Αν ξέραμε βέβαια ότι στο αξίωμα θα έφτανε νωρίτερα από αυτόν και για δυο μάλιστα θητείες ο G.W. Bush, θα ήταν λιγότερο δύσκολη η πρόβλεψη.

    Ανάμεσα στα πρόσωπα που εγκατέλειψαν τον μάταιο κόσμο μας εκείνη τη χρονιά, ας αναφερθούν η Χριστίνα Ωνάση στα 37 της, που άφησε την τρίχρονη Αθηνά, στα χέρια ενός άπληστου, και αδίστακτου play boy και ο Roy Orbinson  στα 52 του, μετά από μια ζωή, όπου γνώρισε μεγάλες επιτυχίες αλλά και ακραία δράματα.

    H Imelda Marcos, σύζυγος του δικτάτορα των Φιλιππίνων Ferdinand, θα συλληφθεί στα 59 της χρόνια, στην Ν. Υόρκη με τις κατηγορίες της υπεξαίρεσης και της τραπεζικής απάτης.

    Έχει υπολογισθεί ότι στο χρονικό διάστημα της εξουσίας του συζύγου της είχαν συγκεντρώσει περιουσιακά στοιχεία μεταξύ 5 και 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιγραφές των ημερών της, μας ήρθε το ΄96, από το άλμπουμ Golden Heart του Mark Knopfler και το περιγραφικότατο κομμάτι Imelda.

    Το κεντρικό θέμα με τέσσερα εντυπωσιακά σαλόνια και τίτλο «Ο πλανήτης αντεπιτίθεται» γίνεται λόγος για τις κλιματολογικές αλλαγές που παρατηρήθηκαν. Παρουσιάζονται οι πυρκαγιές, η ξηρασία, η αύξηση της θερμοκρασίας, οι τυφώνες που έπληξαν τη Γη και γίνεται τίθεται το ερώτημα, μήπως έχουμε αργήσει να ξυπνήσουμε; Παράλληλα και η τοποθέτηση, πως αν οι οικολόγοι έχουν δίκιο, η ανθρώπινη επίθεση στο περιβάλλον έχει ήδη ενεργοποιήσει μη αναστρέψιμες συνέπειες.

    Μερικά από τα δυσάρεστα ή και αποτρόπαια άλλα γεγονότα της χρονιάς, είναι η κατάρριψη του Ιρανικού Airbus A300 από το Αμερικανικό καταδρομικό  Vincennes τον Ιούλιο στον Περσικό κόλπο και πάνω από τα χωρικά ύδατα του Ιράν. Τραγικό από τη φύση του συμβάν, καθώς 290 απολύτως αθώοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ έγινε τραγικότερο από τις Αμερικανικές αιτιολογίες. Οι Η.Π.Α. ουδέποτε αναγνώρισαν το λάθος τους, ουδέποτε αιτήθηκαν συγνώμης. Προσέθεσαν οικειοθελώς άλλα 211.000 δολάρια στα 213.000 δολάρια που είχαν συμφωνηθεί ως αποζημίωση  στις οικογένειες, ενός εκάστου των θυμάτων.

    Τον Δεκέμβριο, άλλοι 259 επίσης απολύτως αθώοι ταξιδιώτες, θα βρουν το θάνατο στην πτήση της Pan Am 103 από το Λονδίνο στην Ν. Υόρκη. Στους 259 νεκρούς επιβάτες του 747, οι οποίοι προέρχονταν από 21 διαφορετικά κράτη, ας προστεθούν και οι 11 κάτοικοι του Σκωτσέζικου χωριού Lockerbie  όπου κατέπεσαν τα συντρίμμια του αεροσκάφους. Το συμβάν ερευνάται επί τριετία, εμφανίζονται διάφορες θεωρίες, με τελική την εμπλοκή του Λίβυου ηγέτη Μ. Καντάφι. Το 2003 αποδέχεται την ευθύνη, αποζημιώνει τα θύματα αλλά αρνείται ότι έδωσε ο ίδιος την εντολή.

    Με κύριο λόγο των διαμαρτυριών την παρουσία ισχυρής στρατιωτικής Αμερικανικής δύναμης, αλλά και πυρηνικών κεφαλών στην χώρας τους, ξεσπούν βίαιες φοιτητικές ταραχές στην Ν. Κορέα, μεγάλης έντασης και διάρκειας. Σε συνεννόηση με τους φοιτητές της Β. Κορέας επιχειρείται μια απόπειρα συνεννόησης για επανένωση, ωστόσο καταστέλλεται.

    Στις Αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ο ρεπουμπλικάνος G. Bush επικρατεί άνετα του ελληνικής καταγωγής δημοκρατικού Μ. Doukakis. Πλην όμως, ο προεκλογικός αγώνας, καταγράφεται ως η πλέον λασπολογική εκστρατεία στην ιστορία της αμερικανικής δημοκρατίας. Έτσι παρά τις αρχικές δημοσκοπήσεις περί της υπεροχής του δημοκρατικού υποψήφιου, μέσα από μια ακολουθία ψευδών, ανακριβειών και ασύστολης συκοφαντίας, οι Η.Π.Α. χάνουν ακόμα μια φιλελεύθερη προοπτική, μετά την, περίπου με τον ίδιο τρόπο, αποπομπή του Gary Hart.

    Τον Μάρτιο, 8 νεκροί και 68 τραυματίες έρχονται να προστεθούν στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων στο πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό ηφαίστειο της Ιρλανδίας. Εκτελέσεις εν ψυχρώ από τους Βρετανούς πράκτορες, επίθεση μέσα σε νεκροταφείο με χειροβομβίδες και προκλητική εμφάνιση ένοπλων Βρετανών πρακτόρων στην επόμενη κηδεία Ιρλανδών, όπου θα εκτελεσθούν με τα ίδια τους όπλα από τους μαινόμενους συγγενείς των θυμάτων. «Πράξη ανατριχιαστικής αγριότητας» χαρακτηρίζει το συμβάν η Maggie, διαβάζοντας τις μισές σελίδες των γεγονότων.

    Την κορυφαία θέση από το πλήθος και τον πλούτο των διαφημίσεων την έχει η αυτοκινητοβιομηχανία με 12 σελίδες, για να ακολουθήσουν τα τσιγάρα με επτά, οι φωτογραφικές κάμερες με 4 και τα αλκοολούχα ποτά με 3. Στις μέρες μας οι ρεκλάμες τόσο για τα προϊόντα καπνού, όσο και για το αλκοόλ είναι απαγορευμένες.

    Απομένει η απάντηση σε ένα άβολο, ίσως και άτοπο ερώτημα, για το πότε ήταν «καλύτερα», ή έστω αν οι ελπίδες του τότε ευοδώθηκαν, αν οι απειλές του τότε απομακρύνθηκαν, αν τέλος πάντων έχουμε λόγους να αισιοδοξούμε για το μέλλον ή νοσταλγούμε το παρελθόν.

  • Η αρρώστια που ‘ρχεται από μακριά

    Η λέξη κατάθλιψη, ακούγεται συχνά στην Ελλάδα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Είναι οι οικονομικές συνθήκες, η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η αίσθηση της ήττας, της αδυναμίας αντίστασης, της αποτυχίας που μπορούν να σπρώξουν ακόμα και ρωμαλέους χαρακτήρες προς αυτήν.

    Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου μυαλά λαμπρά και φυσιογνωμίες καλλιεργημένες, σπρώχτηκαν στην άβυσσο της κατάθλιψης και από εκεί ακόμα πιο μακριά και ανεπίστροφα, στην αυτοχειρία, όχι μόνον από τις προσωπικές απογοητεύσεις, αλλά από μια βαθιά οικουμενική αίσθηση απώλειας, ή ακόμα από μια στοχευμένη άρνηση επερχόμενων απογοητεύσεων.

    Ιδού μερικά παραδείγματα, σε χρονική σειρά :

    Ο Paul Lafargue ήταν μια ιδιότυπη μορφή. Γεννημένος στην Κούβα, επιμειξία πολλών εθνοτήτων – πολιτισμών λίγο Κρεολός, λιγότερο Τζαμαϊκανός, περισσότερο Γάλλος, επέλεξε μια ζωή με επαναστατικότητα. Σπούδασε ιατρική, ήταν παρών στο ξέσπασμα της Παρισινής Κομμούνας, διέφυγε στην Ισπανία, συνελήφθη, φυλακίστηκε, έζησε και στο Λονδίνο, συνεδέθη με τον K. Marx, τον Fr. Engels, συγκρούστηκε ιδεολογικά με τον M. Bakunin, παντρεύτηκε την δευτερότοκη κόρη του K. Marx, Laura, έκανε παρέα με τον Lenin.

    Εργάστηκε σε ασφαλιστική εταιρεία, άνοιξε εργαστήριο φωτολιθογραφίας και χαρακτικής, υπήρξε εκδότης της εφημερίδας «L’Egalité», συνέγραψε το οικονομικό πρόγραμμα του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος, στο οποίο συγκροτούνται οι πρώτες απόπειρες προστασίας των εργαζομένων.

    Στις 26 Νοεμβρίου του 1911, στα 69 του χρόνια, αποφάσισε μαζί με την κατά τρία έτη νεότερη σύζυγό του να αυτοκτονήσουν με ενέσεις υδροκυανίου. Στο ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε, έγραψε τα εξής:

    «Υγιής στο σώμα και το πνεύμα, αυτοκτονώ, πριν τα ανελέητα γεράματα, που θα μου αφαιρέσουν μία – μία όλες τις ηδονές και τις χαρές της ύπαρξης και θα μ’ απογυμνώσουν απ’ τις φυσικές και πνευματικές μου δυνάμεις, παραλύσουν την αποφασιστικότητα, καταστρέψουν τη θέλησή μου και με κάνουν βάρος για μένα τον ίδιο και για τους άλλους».

    Ως σημαντικό έργο του θεωρείται το «Δικαίωμα στην τεμπελιά», πρωτότυπος τίτλος: «Le droit a la paresse maitrier». Στα 100 χρόνια από την αυτοκτονία του, κυκλοφόρησε άλλη μια ελληνική έκδοσή του χορηγημένη, τι ειρωνεία!, από συστημική τράπεζα.

    Δεκαεννέα χρόνια αργότερα, από το τέλος του ζευγαριού Lafargue – Marx, στη δίνη του Μεσοπολέμου, στην έξαψη της Οκτωβριανής επανάστασης,  στις 14 Απριλίου του 1930, ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, αυτοπυροβολήθηκε θέτοντας τέρμα στην φυσική παρουσία του στον μάταιο κόσμο μας.

    Παραδομένος στις δύνες άναρχων ερώτων, πάνω στην ορμή μιας πρωτοποριακής καλλιτεχνικής δημιουργίας και με ισχυρά τα σημάδια αμφισβήτησης της επανάστασης, ο πολυταξιδεμένος ποιητής δεν άντεξε.

    Άφησε πίσω του ένα ημιτελές ποίημα, κάτι σαν τελευταία δήλωση

    «Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών.»

    Σε μερικούς μήνες θα συμπλήρωνε τα 37 του έτη.

    Μεσούντος του δεύτερου παγκοσμίου  Πολέμου, τον Φεβρουάριο του 1942, ενώ η βία κυριαρχεί και στο μέτωπο του Ειρηνικού, ένα πολυτάλαντο πρόσωπο με πολλές ιδιότητες όπως δημοσιογράφος, ιστορικός, συγγραφέας, μεταφραστής,  ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας,  βιογράφος, μυθιστοριογράφος και αντίστοιχα μεγάλο έργο, αποφασίζει να θέσει τέρμα στη ζωή του. Ήταν ο Stefan Zweig, γεννημένος στην Βιέννη, με καταγωγή εβραϊκή, αν και όπως έγραψε «οι γονείς μου ήταν εβραϊκής καταγωγής μόνο στα χαρτιά».

    Η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού στην Γερμανία, τον έδιωξε από την πατρογονική γη, το 1934, πολύ πριν αντιληφθεί ο πολιτισμένος κόσμος τι πρόκειται να συμβεί. Πρώτος σταθμός στην Αγγλία, ενώ νωρίς  το 1940 φθάνει στις  Η.Π.Α., για να τους βρει μαζί με την δεύτερη σύζυγό του, το καλοκαίρι του της ίδιας χρονιάς στη Βραζιλία.

    Εκεί τον Φεβρουάριο του ΄42, σε ένα κρεσέντο απογοήτευσης για την τύχη της Ευρώπης και του πολιτισμού της, παίρνουν με την σύζυγό του Charlotte, μια θανατηφόρο δόση βαρβιτουρικών. Τους βρίσκουν αγκαλιασμένους στο κρεβάτι. Λίγο πριν είχε σημειώσει: «Νομίζω ότι είναι καλύτερο να ολοκληρώσω σε εύθετο χρόνο και σε όρθια στάση, μια ζωή στην οποία η πνευματική εργασία σήμαινε την αγνότερη χαρά και την προσωπική ελευθερία, ως το υψηλότερο καλό στη Γη».

    Δυο, σχεδόν, χρόνια αργότερα από τότε που το ζεύγος Zweig έθετε τέλος στη ζωή του, ο Ernest Hemingway, έφευγε από την Κούβα με προορισμό την Ευρώπη, προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον δεύτερο Π.Π. Με συμμετοχή και παράσημο ανδρείας στα 19 του χρόνια, στον πρώτο, Μεγάλο Πόλεμο του 20ου αιώνα, με την κάλυψη της καταστροφής της Σμύρνης, του Ισπανικού Εμφύλιου, απ’ όπου γεννήθηκε και το εμβληματικό «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα», ο Αμερικανός συγγραφέας ήταν ήδη ένα ισχυρό λογοτεχνικό όνομα.

    7th October 1939: EXCLUSIVE American writer Ernest Hemingway (1899 – 1961) works at his typewriter while sitting outdoors, Idaho. Hemingway disapproved of this photograph saying, ‘I don’t work like this.’ (Photo by Lloyd Arnold/Hulton Archive/Getty Images)

     

    Είχε βιώσει επίσης την αυτοκτονία του γιατρού πατέρα του, είχε ζήσει στο Παρίσι, στη Φλόριδα, στην Κούβα, στην Αφρική, είχε παντρευτεί τέσσερις φορές, είχε ζήσει σε σπάνια κλίμακα. Ένα βραβείο Πούλιτζερ το ’53 και ένα Νομπέλ λογοτεχνίας την επόμενη χρονιά εδραίωσαν το όνομα του, σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά δεν τον απομάκρυναν  από τους εφιάλτες του.

    Η θεραπεία με ηλεκτροσόκ δεν βελτίωσε την κατάσταση της υγείας του, τουναντίον μάλιστα την επιδείνωσε, αφού  επιπροσθέτως είχε δοκιμαστεί από δυο αεροπορικά ατυχήματα. Η κατάθλιψη που τον συνόδευε και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ,  στάθηκαν ανίκητοι αντίπαλοι.

    Στις 2 Ιουλίου του ’61, μόλις 19 μέρες πριν τα 62 γενέθλιά του, αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι στο σπίτι του στο Κέτσαμ του Αϊντάχο, με την αγαπημένη του δίκαννη καραμπίνα. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του είχε τα ίδια συμπτώματα με τον πατέρα του. Επτά συνολικά αυτοκτονίες θα σημάδευαν την ευρύτερη οικογένεια Hemingway.

    Το ’32, όταν ο Duce και η ιδεολογία του σάρωναν την Ιταλία, γεννήθηκε  στην Ferrara ο  Lucio Magri. Μεγάλωσε στο Bergamo όπου ο καθολικισμός ήταν ισχυρός και γρήγορα ενεπλάκη, στην πολιτική με τους Χριστιανοδημοκράτες.

    Το 1958, ήταν ένας από του διανοούμενους καθολικούς που εισχώρησαν στο κομμουνιστικό κόμμα, αλλά το ’69 συνίδρυσε  την μηνιαίας έκδοσης εφημερίδα  της Aριστεράς Il manifesto που δυο χρόνια αργότερα έγινε ημερήσια.

    Με την κριτική που ασκεί στο κόμμα, διαγράφεται και ιδρύει ένα νέο αριστερό πολιτικό σχήμα, το  Partito di Unità Proletaria, για να ακολουθήσει αργότερα μια παλινδρομική πορεία, πάντα μέσα σε σχηματισμούς της Αριστεράς.

    Ήταν μια εποχή καλπασμού ιδεών μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο όπου η σκέψη συγκρουόταν με την πράξη, ενώ ο καταναλωτισμός επέδραμε. Στοχαστές με όνειρα, αγωνιστές με στόχους, χάνονταν σε μια κοινωνία που έβραζε και όλα όσα ονειρεύονταν, ολοένα και απομακρύνονταν.  Το 2008, χάνει τη σύζυγό του Μάρα και το φλέρτ με την κατάθλιψη θα γίνει μια ισχυρή σχέση. «Ήταν αδύνατον να γιατρευτεί. Μια αργή ολίσθηση στο μαύρο εξαιτίας ενός συνδυασμού από δημόσιους και ιδιωτικούς λόγους», έγραψε η «Ρεπούμπλικα».

    Έτσι στα 79 του χρόνια, χωρίς στήριγμα, δίχως ελπίδα, έγραψε τους τίτλους του τέλους του, σε κλινική υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, στην γειτονική Ελβετία.

    Αυτά για τους γνωστούς, ας τους χαρακτηρίσουμε και «επώνυμους» της εποχής τους. Αν ερευνήσουμε στην ειδησεογραφία, των ελληνικών εφημερίδων, της Πέμπτης 3 Μαρτίου του ’88, θα βρεθούμε μπροστά σε μια είδηση που δεν αναφέρεται σε κανένα διάσημο, αλλά είναι αφόρητα στενάχωρη. «Τα τέσσερα αδέλφια Κεφαλίδη ηλικίας από 67 έως 84 ετών, αυτοκτονούν ομαδικά με υγραέριο στο σπίτι τους στη Ραφήνα δηλώνοντας ότι δεν αντέχουν τα γηρατειά».

  • Για τον Ζοζέ

    Για κάπως αδιευκρίνιστους λόγους, ανήκα στο σύνολο εκείνων που δεν συμπαθούσαν τον Ζοζέ Μουρίνιο. Η μία από τις δυο κυρίαρχες αιτίες, ήταν η αγκαλιά που είχε δώσει στον Marco Materrazi μετά το νικηφόρο τελικό του C.L. με την Ιντερ, έξω από το γήπεδο σε ένα σκοτεινό πλάνο.

    Τώρα γιατί με ενόχλησε αυτό, είναι άλλη μια συναισθηματική ιστορία. Διότι ο Ιταλός αμυντικός ήταν η ενσάρκωση ενός χρήσιμου, σκληρού άμπαλου, που έστειλε με δόλιο τρόπο στην εξέδρα έναν καλλιτέχνη, έναν αρτίστα του ποδοσφαίρου, τον Αλγερινής καταγωγής Γάλλο μάγιστρο Ζιζού και μάλιστα στον μεγαλύτερο όλων των τελικών.

    Ένας άλλος λόγος που δεν τον εχώνευα ήταν, διότι είναι μαέστρος χωρίς να έχει μάθει κανένα όργανο. Δεν έπαιξε ποτέ μπάλα επαγγελματικά και όμως είναι επαγγελματίας προπονητής. Από μεταφραστής του sir B. Robson ξεκίνησε και έφτασε όπου έφτασε. Περισσότερο μάνατζερ και λιγότερο κόουτς. Πολύ τεχνοκρατικό, καθόλου ποδοσφαιρικό.

    Τέλος πάντων θεωρείται και είναι επιτυχημένος. Διότι με δύο C.L., ένα E.L., με  πρωταθλήματα και κύπελλα σε τέσσερις διαφορετικές χώρες έχει πολλά παράσημα. Έχει και κάποια έπαρση. Εντάξει.

    Ε!, λοιπόν ενώ δεν τον συμπαθούσα, στεναχωρήθηκα που η Γιουνάιτεντ τον απέλυσε. Αλλά έτσι συμβαίνει. Ούτε τον Σούμι χώνευα όταν σάρωνε τους τίτλους με τη Σκουντερία, αλλά τον συμπάθησα όταν επέστρεψε με την Merc και είχε γίνει σάκος του μποξ στις διαθέσεις του νεαρού Νico.

    Ούτε καλόβλεπα την κυριαρχία του Loeb όταν πατούσε πάνω στην Citroen αλλά όταν φέτος τους ξεπουπούλιασε στην Καταλονία στα 44φεύγα του, ο θαυμασμός και η συμπάθειά μου απογειώθηκε.

    Τον συμπάθησα τώρα τον Ζοζέ που τον απέπεμψαν, αλλά τα 22,6 μίλιονς οφ γιούρος που λέγεται ότι θα εισπράξει ως αποζημίωση, ακούγεται ως άριστο φάρμακο για την στεναχώρια μια απόρριψης.

  • …είναι και γιορτάδες μέρες

    Με τα γνωστά και τετριμμένα θα ξεκινήσω. Με την πρόταση που λέει πώς:  «Ο τραπεζίτης, είναι ένας τύπος που σας δανείζει την ομπρέλα του όταν ο ήλιος λάμπει, αλλά τη θέλει πίσω, το λεπτό που αρχίζει να βρέχει». Δευτέρα πρωί, βρέθηκα με δυο λογαριασμούς της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρικού στο χέρι, λίγο μετά την μία την μεσημβρία. Επιστρέφοντας από τα Ίσθμια, δίτροχος, στην παλιά Ε.Ο. με έναν καιρό που από μουντό πρωινό πάλευε να το γυρίσει σε ένα διαυγές Δεκεμβριανό  μεσημέρι.

    Πριν λίγα χρόνια, τόσο στα Μέγαρα, όσο και στην Ελευσίνα, υπήρχαν ταμεία και άλλες υπηρεσίες της Δ.Ε.Η.  όπως, υποθέτω και αλλαχού. Τώρα όχι. Έτσι, για τις εξοφλήσεις έχουν περισσέψει, πέρα από τις διαδικτυακές πληρωμές, τα Ελληνικά  Ταχυδρομεία, οι τράπεζες, και κάποια εμπορικά καταστήματα. Με τα ΕΛ.ΤΑ. είχε πρόσφατα προκύψει ένα θέμα μη ενημέρωσης, για να τεθεί, έτσι διακριτικά, όπως επίσης ότι υπήρχε η απειλή να χαθεί η έκπτωση της έγκυρης εξόφλησης.

    Σταματώ λοιπόν, σε υποκατάστημα συστημικής Τράπεζα, στον κεντρικό δρόμο της Ελευσίνας, Ηρώων Πολυτεχνείου. Λίγος κόσμος μέσα, δυο ταμεία τον εξυπηρετούν. Έρχεται η σειρά μου, οπότε μου ανακοινώνει ο ελαφρά αρπαγμένος teller, από το προηγούμενο κάπως δυσνόητο ζευγάρι πελατών, ότι μπορεί να δεχτεί εξοφλήσεις λογαριασμών μόνον με κάρτα. Όχι με μετρητά. Για μετρητά στα μηχανήματα και μου δείχνει τις παραπλεύρως ορθωμένες ιερότητες δυο μηχανημάτων. Δίπλα τους μια εξυπηρετική τω όντι εργαζομένη, που βοηθούσε τον κόσμο.

    «Ελάτε, να περιμένουμε, πρώτα τον κύριο» μου λέει. «Γιατί δεν πάμε δίπλα στο άλλο;» Ερωτώ, ο ανυπόμονος. «Αα είναι χαλασμένο» αποκρίνεται. Σύντομα έρχεται η σειρά μας και αρχίζει τη διαδικασία. «RF πως εξυπηρετούμε;» ρωτά τον άλλο teller; «Ααα ναι έτσι..» μουρμουρά και συνεχίζουμε να πληκτρολογούμε νούμερα, ονοματεπώνυμα, τηλέφωνα, ποσά χρημάτων, και πάμε να επαναλάβουμε για τον δεύτερο λογαριασμό, αλλά το εργαλείο δεν ανταποκρίνεται και ξανά μανά από την αρχή.

    Ολοκληρώνεται η διαδικασία, αρχίζω να ταΐζω το μηχάνημα μετρητό χρήμα, αδηφάγο εκείνο τα τραβά με τέχνη στο εσωτερικό του, μέχρι που στο τέταρτο βαράει tilt και μας λέει ότι είναι πλαστό. Συναγερμός. Σηκώνεται ελαφρά εκνευρισμένος ο παρακείμενος teller, ανοίγει τα έγκατα του άσπλαχνου μηχανήματος, βγάζει ένα χαρτονόμισμα, το κοιτά, το ερευνά και ρωτά με έκσταση: «Πού το βρήκατε αυτό; Ποιος σας το έδωσε;» Δηλαδή πιο κουτές ερωτήσεις δύσκολα θα μπορούσαν να είχαν ερωτηθεί. Λες και μαρκάρουμε τα χαρτονομίσματα με τα ονόματα όσων μας τα δίνουν. Σταγόνες κρύου ιδρώτα σχηματίζονται στο μέχρι προ λεπτού πεντακάθαρο μέτωπό μου, την ώρα που κραδαίνοντας υψώνει το πλαστό, αναφωνεί: «Μα φαίνεται είναι πλαστό». Ρίχνω μια ματιά πίσω μου και διακρίνω βλέμματα που μαρτυρούσαν τα εξής:

    – «Ρε τον κακομοίρη! »
    – «Καλά, σε μας έτυχε, που περιμένουμε»
    – «’Έλα φίλε τελείωνε έχουμε να πάρουμε το παιδί από το σχολείο».
    – «Ρε μπας και είναι μπλεγμένος και τούτος και το έφερε εδώ για μπουγάδα και την πάτησε; »

    Το αρπάζει ο teller Κλουζώ και μπουκάρει όλο φούρια στο ταμείο του. Το περνά από το μηχάνημα μια φορά. Ο Θρίαμβος αρχίζει να υποχωρεί στα χείλη του. Το περνά, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και ψελλίζει: «…όχι καλό είναι …εντάξει είναι». Το βάζει στην μπάντα και μου δίνει ένα άλλο. Ξανά μανά όλη η διαδικασία τα κωδικά, οι διευθύνσεις, τα τηλέφωνα, το ποσό που είχε μείνει, αφού κάνουμε την αφαίρεση από το συνολικό ποσό πλην αυτό που είχε πληρωθεί μέχρι να βαρέσει tilt το εργαλείο.

    Δεν γνωρίζω αν οι παριστάμενοι αντελήφθησαν ότι τελικά δεν ήμουν ένας σεσημασμένος παραχαράκτης, ένα απόβρασμα που απειλεί τα θεμέλια της ανθούσης οικονομίας της σεπτής κοινωνίας. Άντε και πάλι ένα ρεπετισιόν για τον άλλο λογαριασμό, όπου έπρεπε απαραίτητα να έχω ένα 20άρι, διότι δεν δίνει ρέστα από 50άρι. Μετά από παρέλευση χρόνου η περιπέτεια είχε λάβει τέλος, ένιωθα σαν είχα κουρσέψει την Τροία, σαν να είχα κατακτήσει την Κ2 στο Έβερεστ. Το μεθύσι της νίκης διέκοψε η κυρία δίπλα μου.

    – «Τελειώσαμε, πώς σας φάνηκε;»
    – «Για πρώτη φορά καλά ήταν, για τελευταία πολύ καλύτερα. Ευχαριστώ».

    Μάζευα κράνος, γάντια και λοιπά κομμάτια μου από το πάτωμα και βημάτιζα προς τις θύρες ασφαλείας της εξόδου.

    Μου έλειπαν τόσο πολύ τα κορίτσια από την Γορτυνία και τα αγόρια από την Νέα Καρβάλη που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και ήρθαν στον άσχημο γίγαντα για ένα όμορφο μέλλον. Έκαναν την απαιτητική δουλειά του teller την δεκαετία του ’80, στα τραπεζικά καταστήματα που συνεργαζόμουν τότε. Τα έβλεπα δυο και τρεις φορές την ημέρα, ακούμπαγα πάνω στα μάρμαρα τους, δεκάδες εκατομμυρίων δραχμών που φυσικά δεν ήταν δικά μου, και ευτυχώς δεν πίστεψα ποτέ τι ωραία που θα ήταν, αν δικά μου ήταν.

    Σκεφτόμουν πόσο πιο καθαρό ήταν το βρώμικό ’89, νάχαμε άλλον έναν Τάμπυ να βούλωνε με άλλα 30τόσα δις δραχμούλες την Κρήτης. Καλύτερα θα ήταν. Νάχαμε και τον Μάκη czar της οικονομίας. Να έλεγε ότι δεν υπάρχει περίπτωση υποτίμησης και το βράδυ της Παρασκευής να μας κόλλαγε άλλο ένα 15% στην τρελή διολίσθηση. Και τον Ανδρέα τον Δήμαρχο στα μπαλκόνια του Πειραιά στη φιέστα Λάγιος ο Θεός, Λάγιος ο ισχυρός.  Ακόμα και τον Άρτζυ να μπουκάρει στου Καραϊσκάκη να πλακώνει στις μάπες τον καμέραμαν της Ε.Ρ.Τ., έτσι, γιατί γούσταρε. Και τον Κάπτεν βέβαια με τα κουμπούρια στο χορτάρι της Λεωφόρου.

    Καθαρά πράγματα τότε. Ημεδαπά, ντόπια, μεγαλωμένα με φροντίδα. Καλύτερα τα πάμπερς  με τούβλα από Κολοκοτρώνηδες, παρά οι τριγωνικές συναλλαγές και οι offshore, προτιμότερος ο Μένιος που έλιωσε μέσα στο Δικαστήριο αφήνοντας στα έδρανα έξι λέξεις:  «Κύριε Πρόεδρε…Δεν δύναμαι…να συνεχίσω…», χίλιες φορές τα καουμπολίκια του Αντρέα, παρά αυτός ο ξεπεσμός, με τις κάρτες, και το ευρώ που κουνούσε ο εκσυγχρονιστής, με το αγέλαστο χαμόγελο του, δίπλα στον τραπεζίτη.

    Ακόμα και ο Επίτιμος χίλιες φόρες προτιμότερος ήταν παρά τούτη η γαλαζομαύρη παρακμή τους. Για να μην μιλήσουμε σε επίπεδο αντιπροέδρων και στελεχών τους, διότι πρέπει να πάνε στρέιτ για βαριά αντικαταθλιπτικά. Εκεί και αν συμβαίνει μακελειό.

    Για μην καταρρεύσουν δυο – τρεις γαλλογερμανικές τράπεζες, οι συνέταιροι, οι αδελφοί Ευρωπαίοι προτίμησαν να στείλουν ένα ολάκερο κράτος στο πυρ το εξώτερο. Έστω, αυτό το κράτος, το πελατειακό, το πελώριο, με τους πράσινους και γαλάζιους πεθαμένους τομείς, εσχάτως δε και με ολίγους ξεβαμμένους pink. Αφού το φορτώσαν με δάνεια και το τάισαν με οράματα. Αυτή ακριβώς την διεθνιστική συμπαράσταση δεν θα περίμενε από τους απόγονους του Καρλομάγνου ο εθνάρχης από το Κιουπκόι, όταν έβανε την πατρίδα στας Ευρώπας. Έχει και την μακάβρια πλάκα του το θέμα, καθώς όταν οι ρυθμιστές κατεβαίνουν από τις καρέκλες τους, ομονοούν ότι ήταν λάθος αυτά που έκαναν στο πειραματόζωο Ελλάς. Όπως το παλικαρόπουλο από την Χολάντα με τους περιποιημένους, από στάιλιν πρόντακτς, βοστρύχους, τον οποίο ενεθάρρυναν οι ημεδαποί σοφοί πατριώτες με την κραυγή «Γερά Γερούν». Αξέχαστοι! Όλοι τους.

    Στο ίδιο ύφος και η άποψη δημοσιογράφου τινός που ανάρτησε σε σοβαρό σάιτ άποψη,  όπου με λίγα λόγια μας προειδοποίησε πως επειδή το ’17, ήταν η πρώτη χρονιά όπου οι Ελληνικές διαδικτυακές τραπεζικές συναλλαγές ήταν περισσότερες από εκείνες που έγιναν στα υποκαταστήματα, ένα στέλεχος του είπε, πως άντε πέντε έως οκτώ το πολύ χρόνια. Μετά, τέλος τα υποκαταστήματα. Επίσης τέλος και οι ταρίφες αφού τα οχήματα, τότε, θα είναι αυτόνομα. Άρα, καταλήγει ο γράφων, να γίνετε γκαρσόνια. Και καλά γκαρσόνια, διότι τα κακά γκαρσόνια δεν έχουν μέλλον.

    Μας ξεδοντιάσανε, για όσους δεν αντελήφθησαν.
    Στερέψαμε, πάνω στα μηχανήματα, στα κινητά, στις κάρτες, στις τεχνολογίες, στις αναπτύξεις. Αποβλακωθήκαμε πίσω από φωτεινές οθόνες.
    «…κι η παπα-Λάμπραινα γυμνή, χαϊδεύει δώρο συσκευή σε ένα τηλεπαιχνίδι πουλημένο».

    Είναι και γιορτάδες μέρες,  …την τρέλα μου.
    «…κι η Ελλάδα ν’ αρμενίζει με μιαν ελπίδα κόσκινο».

  • Guns without Roses

    Όπλα και παράνοια

    Η περίφημη δεύτερη τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος, προστατεύει, από τον Δεκέμβρη του 1791, το δικαίωμα της οπλοκατοχής των πολιτών, για λόγους αυτοάμυνας. Συνήθως την θυμόμαστε κάθε φορά που ξεσπά κάποιο μακελειό και μερικές δεκάδες θύματα κείτονται αιμόφυρτα από τα πυρά κάποιου ψυχικά διαταραγμένου.

    Καθώς συμπληρώθηκαν 227 χρόνια από τότε που εγκρίθηκε, ο κόσμος είναι σαφώς πιο βίαιος από τότε στην μαζικότητα, και στην εξάπλωση των πυροβόλων όπλων σε κάθε γωνιά του πλανήτη και σε όλη σχεδόν την κοινωνική διαστρωμάτωση.

    Στη Δύση υπάρχει και η Εθνική Ένωση Τυφεκίου της Αμερικής. Ιδρύθηκε το 1871, μέλη της υπήρξαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας, όπως ο πιλότος θρύλος της πολεμικής αεροπορίας  Charles «Chuck»Yeager, ή ο καλοθοσφαιριστής Karl Malone. Πρόεδροί της επίσης γνωστοί παγκοσμίως όπως ο κινηματογραφικός αστέρας Charlton Heston. Την τρέχουσα χρονιά μάλιστα, στον προεδρικό θώκο ανήλθε ο από τριακονταετίας γνωστός μας, παρασημοφορημένος αντισυνταγματάρχης των Πεζοναυτών, Oliver North. Ξεχασμένες πια οι κατηγορίες για το ρόλο του στην παράνομη πώληση όπλων στο Ιράν, τα έσοδα των οποίων προσφέρονταν για την ανατροπή των Σαντινίστας.

    Ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις των πολιτικών σχετικά με τα όπλα. Όπως αυτή του 36ου προέδρου των Η.Π.Α. Lyndon Baines Johnson,: «Τα όπλα, οι βόμβες, οι ρουκέτες και τα πολεμικά πλοία είναι όλα σύμβολα της ανθρώπινης αποτυχίας». Κι όμως αυτός ο άνθρωπος, διέταξε την κλιμάκωση του πολέμου στην Ινδοκίνα και την περίφημη εκστρατεία Rolling Thunder τους μαζικούς βομβαρδισμούς στο βόρειο Βιετνάμ, που κόστισε τις ζωές δεκάδων χιλιάδων αμάχων.

    Ο Shimon Peres, πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ, τιμημένος με Νομπέλ ειρήνης, τελευταίος ηγέτης του που γεννήθηκε στην Διασπορά, και επιπροσθέτως πρωτοξάδελφος της Lauren Bacall υπήρξε πιο συνετός με τη δήλωσή του: «Αφήστε μας να πάμε από τις σφαίρες στα ψηφοδέλτια και από τα όπλα στα φτυάρια».

    Με διαφορετικό τρόπο, πλησιάζει το θέμα ο John Fogerty, κιθαρίστας, ερμηνευτής και τραγουδοποιός των περίφημων Creedence Clearwater Revival με το κομμάτι του run through the jungle. To 1970, στα 25 του χρόνια, στο πέμπτο άλμπουμ των G.C.R. κάνει μια ανατριχιαστική αναφορά για την οπλοκατοχή στην πατρίδα του καθώς στολίζει το ρεφρέν του τραγουδώντας: Two hundred million guns are loaded, Satan cries “take aim”.  (διακόσια εκατομμύρια όπλα είναι γεμάτα και ο Σατανάς προστάζει σημαδέψτε). Στις μέρες μας, που ο πληθυσμός των Η.Π.Α. έχει ξεπεράσει τα 325 εκατομμύρια, τίθεται το ερώτημα, αν τα όπλα που ανήκουν σε πολίτες είναι περισσότερα ή λιγότερα από τον πλήθος των πολιτών.

    Ένα συγκινητικό σημείωμα, σχετικά με την οπλοκατοχή κάνει ο Lawrence Durrell στο πόνημά του Bitter Lemons (Πικρολέμονα). Όταν λοιπόν στην Κύπρο του ΄56 σφίγγει η καθημερινότητα και ο Βρετανός συγγραφέας νιώθει ότι πιθανόν να απειλείται, καθώς υπηρετεί στις δημόσιες σχέσεις του Βρετανικού κυβερνείου, αναγκάζεται να δανειστεί ένα πιστόλι από Σκώτο ταγματάρχη και σημειώνει: «Ήταν παρηγοριά και αίσχος συνάμα».

    Ατυχώς όμως, για κάθε Lawrence Durrell του παρελθόντος, θα αναδύεται και μια Tomi Lahren του παρόντος. Αμερικανίδα, νέα, όμορφη, συνταγματικώς συντηρητική, όπως αυτοπροσδιορίστηκε μας είπε δίχως αναστολές: «Οι πόρτες έχουν κλειδαριές, οι πολίτες όπλα και οι χώρες σύνορα».

  • Δεν είναι αυτή η Αμερική

    Οι κυβερνήτες να κρίνονται από τη συμβολή τους στο να γονατίσουν τη φτώχια, να μορφώσουν τον κόσμο, να απομακρύνουν τη βία, να δώσουν προοπτικές κοινωνικής ειρήνης.

     

    Στην πρώτη παράσταση, της πρώτης μέρας την είδα. Στην αίθουσα μετά βίας βρισκόταν διψήφιος αριθμός θεατών. Άδεια η πλατεία, δυστυχώς για τον αιθουσάρχη, όχι και τόσο άσχημα για την άνεση των παρισταμένων, εκείνο το κρύο βράδυ της πρώτης Πέμπτης του φετινού Δεκέμβρη. Μια ακόμα κινηματογραφική παραγωγή, που αποτυπώνει πραγματικά γεγονότα. The Front Runner ο πρωτότυπος τίτλος, Ο υποψήφιος στα Ελληνικά. Αναφέρεται στην προσπάθεια του γερουσιαστή του Colorado, Gary Hart, τριάντα ένα χρόνια νωρίτερα, για το χρίσμα των Δημοκρατικών.

    Ευφυής, εργατικός, με σύγχρονες ιδέες, μακριά από αγκυλώσεις των πολιτικών της σειράς, έβλεπε το μέλλον με οξύνοια και αντίστοιχη αισιοδοξία. Φάνταζε ως ο ιδανικός Δημοκρατικός που θα τέλειωνε την οκταετή περίοδο Reagan και των Ρεπουμπλικάνων. Κι όμως, κόντρα στις προβλέψεις, ενάντια σε ένα πολύ ισχυρό λαϊκό πρόταγμα, όπως τουλάχιστον κατέγραφε το σύνολο των δημοσκοπήσεων, ο υποψήφιος δεν έφτασε ούτε καν στις προεδρικές εκλογές. Δεν κατάφερε να αποσπάσει το χρίσμα των Δημοκρατικών, λόγω ενός «ερωτικού σκανδάλου».

    Ο Gary Hart σαραντάρης

    Αυτή ακριβώς τη συντριβή, περιγράφει με τρόπο γλαφυρό και έντονο η ταινία του  Αμερικανοκαναδού Jason Reitman (Up in the air), με ποιο τρόπο καταστράφηκε η πολιτική καριέρα του Gary Hart, πάνω στον καλπασμό για τον λευκό Οίκο. Το θέμα είναι ευρύτερο, δεν είναι μόνον η δίκαια ή άδικη αποκαθήλωση ενός υποψήφιου. Είναι κατ’ αρχάς, η λειτουργία του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και σε δεύτερο χρόνο, η μορφή που θα είχε ο πλανήτης, αν στη  θέση του 41ου προέδρου των Η.Π.Α., δεν ήταν ο προσφάτως αποθανών, George H. W. Bush, αλλά ο Gary Hart.

    Χωρίς καμιά απόπειρα, ηρωοποίησης ή αγιοποίησης του Δημοκρατικού υποψήφιου, ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι σταυρώθηκε. Το ολίσθημά του ήταν, ότι, πιθανότατα, είχε ερωτική σχέση με την Dona Rice, μια ξανθή, νόστιμη Αμερικανίδα στα 29 της τότε, κατά 22 χρόνια νεότερη του. Προκειμένου να συγκροτηθεί το κατηγορητήριο, κινήθηκε ένας μηχανισμός από ρεπόρτερς της Miami Herald που εισέβαλαν στην προσωπική του ζωή.

    Σε μια Αμερική που εκείνη τη χρονιά συγκλονιζόταν από την παράνομη διακίνηση οπλικών συστημάτων, την οποία συντόνιζε ο παρασημοφορημένος αντισυνταγματάρχης των πεζοναυτών, Oliver North, αλλά και από την περίφημη μαύρη Δευτέρα, της 19ης Οκτωβρίου, τότε που βούτηξε ο δείκτης Dow Jones κατά 508 μονάδες με χαμένα κάποια 500 δις δολάρια του επενδυτικού κοινού, και σε έναν κόσμο που οι τριγμοί της αστάθειας της Ρωσικής αρκούδας ακούγονταν μέχρι την Αμερικάνικη πρωτεύουσα, τα σαΐνια της δημοσιογραφίας πρόταξαν στο σόου της εκλογής του Δημοκράτη υποψήφιου, μια πιθανή εξωσυζυγική περιπέτεια.

    Μοιραία υπήρξε και η αντίστοιχη κριτική. Ότι δεν αγαπά τις γυναίκες, ότι δεν σέβεται τους θεσμούς, ότι είναι ένας άπιστος, ένας μοιχός. Στην αγγλική γλώσσα περιγράφεται με το ρήμα cheat, που είναι συνώνυμο του κλέβω. Ένας κλέφτης ήταν, ένας τιποτένιος. Αυτό ήταν το συμπέρασμα. Για να πάμε όμως το θέμα, στη σωστή του διάσταση, στην ενδεχόμενη ερωτική απιστία ενός νυμφευμένου πενηντάρη, πολύ πιθανού μελλοντικού πρόεδρου των Η.Π.Α. ας ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν.

    Ο F.D. Roosevelt  είχε ερωμένες πριν και κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο J.F.K. επίσης, με πιο διαλεκτή την Marilyn, ο L.B. Johnson το ίδιο, χωρίς φυσικά την Marilyn. Υπάρχει και η μαρτυρία του βιογράφου του Α. Ωνάση, Francois Forestier, όπου ο Bobby Kennedy, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Jack και όντας υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του αδελφού του, ενοχλημένος από την συμπεριφορά του Έλληνα μεγιστάνα, τηλεφωνεί στον Αρίστο με την προτροπή να απομακρυνθεί από τη Lee, σύζυγο Πολωνού πρίγκηπα και αδελφή της Jackie. Ο Σμυρνιός μετά από μια παύση απαντά: «Άκου Bobby, εσύ και ο Jack μπορείτε να γαμάτε την ηθοποιό σας όσο γουστάρετε, και εγώ θα γαμώ την πριγκίπισσά μου όσο γουστάρω».

    Σε κάθε περίπτωση, ήταν γνωστό σε πλειάδα δημοσιογράφων και παροικούντων  τον λευκό οίκο, ότι αυτά, δηλαδή οι ερωτικές παρεκτροπές συνέβαιναν.  Κανείς όμως δεν σκέφτηκε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ήταν επίπεδο πολιτικής είδησης ή αντιπαράθεσης. Στο απομνημόνευμά του, ο Theodore White, ένας από τους πιο σημαντικούς δημοσιογράφους του προεδρικού ρεπορτάζ στο τελευταίο μισό του 20ού αιώνα, έγραψε ότι ήταν «αρκετά σίγουρος» ότι από όλους τους υποψήφιους την πορεία των οποίων είχε καλύψει, μόνο τρεις, ο Harry Truman, ο George Romney και ο Jimmy Carter, δεν είχαν απολαύσει τη χαρά των περιστασιακών σχέσεων. Αλλά τόσο ο White, όσο και οι συνάδελφοί του, θεωρούσαν αυτές τις υποθέσεις άσχετες με την άσκηση της πολιτικής, ανεξάρτητα με το τι πίστευαν περί σωστού ή λάθους, σε ηθικό επίπεδο.

    Όλα τούτα δεν σημαίνουν ότι ο λευκός Οίκος ή όποιο άλλο κυβερνητικό κτίριο θα πρέπει να μεταλλαχτούν σε οίκους ανοχής, διότι ενοχής είναι ήδη από την εποχή του Watergate, όπου οι εξουσιαστές θα απαυτώνουν αμόλυντες δέσποινες, αλλά ότι οι κυβερνήτες θα πρέπει να κρίνονται από τη δυνατότητά τους να καθοδηγούν ένα έθνος, από τη συμβολή τους στο να γονατίσουν τη φτώχεια, να μορφώσουν τον κόσμο, να απομακρύνουν τη βία, να δώσουν προοπτικές κοινωνικής ειρήνης. Το αν βρίσκονται, οι κυβερνήτες, σε εξωσυζυγική σχέση και μιλάμε πάντα για συναινετικές σχέσεις, αφορά τους ίδιους, την οικογένειά τους και την ερωμένη τους. Κανέναν άλλον.

    Όπως πολύ εύστοχα διατυπώνεται και μέσα από τους διαλόγους της ταινίας, το περιστατικό Hart – Rice, δεν συνέβη ούτε το ’72, ούτε το ’82. Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας, οι συνθήκες έχουν αλλάξει, τη δημοσιογραφία την κερδίζουν οι ματιές στην κλειδαρότρυπα των υπνοδωματίων και την πολιτική την καταβάλουν τα προσωπικά των υποψηφίων. Μερικά από τα πιο αποκρουστικά πλάνα και ακολούθως της αντίληψης περί καταγραφής των ειδήσεων, είναι η στρατοπέδευση της ορδής των τεχνικών και του αγενούς μοντέλου δημοσιογράφου – γύπα γύρω από την κατοικία των Hart, όπου βρίσκεται η οικογένειά του. Που παρεμπιπτόντως όταν λύσουν την πολιορκία αφήνουν πίσω τα σκουπίδια τους.

    Στο βαθμό που αποδίδονται επακριβώς τα γεγονότα, η ταινία σε θυμώνει. Υπάρχει και η ειρωνεία ότι η Dona Rice στις προεδρικές εκλογές του ’16, σχεδόν εξηντάχρονη πια, ψήφισε Trump. Είναι κάπως αδιανόητη η πορεία, από το επιτελείο, ή ακόμα περισσότερο από την αγκαλιά του Gary Hart να πέσεις στην ψήφο του λιγότερο εμπνευσμένου, για να τεθεί πολύ κομψά, Αμερικανού προέδρου.

    Στις μέρες μας, στις μέρες του Trump, ο πρώην γερουσιαστής Garry Hart, είναι ακόμα νυμφευμένος με τη σύζυγό του Lee, έκλεισαν 50 χρόνια γάμου και κανείς μας δεν μπορεί να μαντέψει πώς θα ήταν ο κόσμος μας, αν τα ταμπλόιντ, και η πολιτική της ευτέλειας δεν έκαιγαν την υποψηφιότητά του.

    Ο Gary Hart στις μέρες μας

    Δεν είναι αυτή η Αμερική (This is not America), όπως θα αναφωνούσε και ο Βρετανός D. Bowie, ή έστω, δεν θα έπρεπε να είναι.

  • Περισσότερο ανησυχητική παρά δυσάρεστη

    Μια είδηση όχι από τις ευχάριστες, πράγμα συνηθισμένο εξάλλου, αν και είναι περισσότερο ανησυχητική παρά δυσάρεστη. Την πρωτάκουσα από το euronews και την διασταύρωσα στην ηλεκτρονική έκδοση του Gurdian.

    Το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπισθεί στην Βρετανική πρωτεύουσα, από τις αρχές του ’17, ήταν η ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας από δράστες με δίκυκλα, που στόχευαν στην κλοπή κινητών τηλεφώνων των πολιτών. Τα iphone και τα galaxy είναι στην κορφή της λίστας, τα οποία μεταπωλούν σε κλεπταποδόχους  για 200, περίπου, ευρώ κατ’ ανώτατη τιμή. Τι τακτικές σκέφτηκαν λοιπόν, και εφάρμοσαν οι κεφαλές της Μητροπολιτικής Αστυνομίας καθώς πιστεύουν πως βρίσκονται προ ενός οργανωμένου σχεδίου;

    Κατ’ αρχάς, παρέχουν στους αστυνομικούς ένα ειδικό σπρέι σήμανσης που εκτοξεύουν σε ύποπτους. Έτσι τους μαρκάρουν, ακολούθως χρησιμοποιούν, με τηλεχειριζόμενη εντολή, ταινίες με καρφιά για να σκάσουν τα ελαστικά των μοτοσυκλετών των υπόπτων  και τέλος, εδώ είναι το επίμαχο στοιχείο, δόθηκε το ελεύθερο στα αστυνομικά αυτοκίνητα που καταδιώκουν ύποπτους με δίκυκλα, να συγκρούονται επίτηδες και να πετάνε στο έδαφος τους καταδιωκόμενους.

    Είναι κάτι που εφαρμόζεται σχεδόν ένα χρόνο, και οι επίσημες αναφορές, κάνουν λόγο πως με αυτή την τακτική υπάρχει μείωση της συγκεκριμένης εγκληματικότητας, που αφορά την δραστηριότητα κλοπών από χειριστές δίκυκλων κατά 36%.

    Η αντίδραση των αναβατών – υπόπτων, υπήρξε ευφυής και άμεση. Μερικοί από αυτούς, κατά τη διάρκεια της καταδίωξης έβγαλαν και πέταξαν το κράνος τους, σε μια κίνηση που δήλωνε την αυξημένη επικινδυνότητα στην περίπτωση της πτώσης τους, ώστε να αποφύγουν την σύγκρουση από το αστυνομικό αυτοκίνητο.  Πλην όμως, ο επιθεωρητής Jim Corbett δήλωσε: «Είναι μεγάλος μύθος να νομίζουν πως αν απομακρύνουν τα κράνη τους, θα σταματήσει η καταδίωξη».

    Για όλα αυτά, συστήθηκε και εκπαιδεύτηκε μια ειδική ομάδα με την ονομασία Scorpion. Οι πολιτικές καταρτίστηκαν με τη συμβουλή νομικών εμπειρογνωμόνων ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες διώξεων των αξιωματικών για τη χρήση της τεχνικής, η οποία άρχισε να εφαρμόζετε από τον Οκτώβριο του 2017. Μέχρι στιγμής οι αξιωματικοί έχουν χτυπήσει υπόπτους με δίκυκλα 63 φορές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είχαν αφαιρέσει τα κράνη τους.

    Το ρεπορτάζ του euronews.com, περιλάμβανε βίντεο που είχαν τραβηχτεί από το εσωτερικό των αστυνομικών οχημάτων και έδειχναν, την καταδίωξη, τη σύγκρουση και την πτώση του καταδιωκομένου αναβάτη. Οι σκηνές είναι βίαιες, δείχνοντας τα αστυνομικά οχήματα να τους γκρεμίζουν χωρίς δισταγμούς.

    Η εγκληματικότητα είναι ένα πρόβλημα, η αστυνομική τακτική είναι ένα άλλο. Αν π.χ. ένα αστυνομικό όχημα αφήσει παράλυτο έναν ύποπτο αναβάτη, τι θα συμβεί; Και τι θα γίνει αν επιπλέον αποδειχτεί ότι ο παράλυτος, φερόμενος ως ύποπτος, δεν είχε διαπράξει αδίκημα;

    Και τι θα συμβεί αν το δίκυκλο του ύποπτου που έπεσε, μετά την επαφή με το αστυνομικό όχημα, ανεξέλεγκτο πια, τραυματίσει ανύποπτο πολίτη;

    Ας εκφράσουμε και την ανησυχία που υπάρχει από συστάσεως των αστυνομικών δυνάμεων, για τις όποιες αυθαιρεσίες συμβαίνουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, καθώς και την λήψη αποφάσεων που είναι περισσότερο δικαστικού παρά αστυνομικού περιεχομένου.

    Αφήνω  ασχολίαστη τη σύγκριση ότι όταν εμείς είχαμε τους τσαντάκηδες, οι καποτήδες (εκ του cup of tea), τα έπιναν ανυποψίαστοι στις παμπ, όπως επίσης πως ένας καλός αναβάτης με ένα καλό δίτροχο στις αστικές συνθήκες είναι άπιαστος από οποιοδήποτε τετράτροχο με οποιοδήποτε οδηγό.

    Το 10% του συγχωρεμένου συμπατριώτη τους Barry Sheene να είχαν οι καταδιωκόμενοι, ή έστω κάτι από το capacite του άλλου συμπατριώτη τους Damon Hill, ο οποίος πριν κατακτήσει τον τίτλο της F1, έβγαζε τον επιούσιο στα δύσκολα χρόνια του ως courier στην Βρετανική πρωτεύουσα, ούτε θα τους έβλεπαν οι εποχούμενοι μπόμπυδες. Ειδικά με αυτές τις touring μπι εμ τάμπλιγια που επιχειρούν…

  • Αγοραί – πωλήσεις & Πικρολέμονα

    Είναι να αναρωτιέσαι: ποιος να είναι ο xenos?

    Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Τζέρυ(ς) είχε συμπληρώσει δεκαπέντε, σχεδόν, καλοκαίρια στο νησί αλλά ήταν ένας ξένος. Όπως xenos ήταν και το όνομα ενός μικρού Bertram που είχε και το έδενε σε φουντάγιο, στα υπήνεμα του Γροίκου. Τότε που ο Γροίκος δεν είχε ούτε υποψία κατοικίας.

    Αμερικάνος, ψηλός, ξερακιανός, ευφυής, ευγενής, ευχάριστος και γάτος, εικάζω, περί των χρηματοοικονομικών, τον είχε φέρει στα Δωδεκάνησα, η Ελληνίς σύζυγός του. Το ζευγάρι είχε γνωριστεί στην Ελλάδα, αλλά ζούσε στο Λονδίνο. Έτσι, περνούσε το βίο του, ανάμεσα στο δίπολο της φρενίτιδας των οικονομικών του City και του λαμπρού φωτός, του Ελληνικού αρχιπελάγους. Παρέμενεν όμως xenos.

    Αυτός μου ήρθε στο νου, κάπως άναρχα είναι η αλήθεια, ξεφυλλίζοντας τα Πικρολέμονα του  L. Durrell. Ο πολυγραφότατος και κοσμογυρισμένος Βρετανός συγγραφέας, Laurence George Durrell, έχοντας ήδη ζήσει, στην Κέρκυρα, στο Παρίσι, στη Ρόδο, στην Κόρντομπα, στο Κάιρο και στο Βελιγράδι, εγκαθίσταται το 1953, στην Κύπρο.

    Με την ιδιότητα του  δάσκαλου της Αγγλικής λογοτεχνίας, δίδαξε στο Πανκυπριακό Γυμνάσιο, ενώ αργότερα ανέλαβε τις δημόσιες σχέσεις της Βρετανικής κυβέρνησης. Αποχώρησε από το νησί το 1956,  ενώ κορυφώνονταν τόσο οι προσπάθειες για Ένωση με την Ελλάδα, όσο και ο ένοπλος αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. Οι εποχές σκλήραιναν και οι απώλειες έδειχναν το μέτρο της σύγκρουσης, σε ένα ευαίσθητο σημείο της Ανατολικής Μεσογείου.

    Όταν ολοκληρώθηκε ο επαγγελματικός του κύκλος στο νησί, έγραψε το Bitter Lemons, (Πικρολέμονα), με το οποίο μάλιστα κέρδισε το ’57, το λογοτεχνικό βραβείο Daff Cooper. Εκεί καταγράφει τις εμπειρίες του, τις εντυπώσεις του από την σχεδόν τετραετή παραμονή του στην Κύπρο. Δυο χρόνια μετά την βράβευσή του, το ’59, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε  μετάφραση Αιμίλιου Χουρμούζη.

    Στη σελίδα 51 της Ελληνικής έκδοσης, στο κεφάλαιο με τίτλο: «Πώς αγοράζεις ένα σπίτι», αφηγείται την διαδικασία της απόκτησης της κατοικίας  του στην Κύπρο.

    Πρωταγωνιστές στην αγοραπωλησία είναι ο Durrell που καταλαβαίνει και μιλά Ελληνικά, ο Τούρκος μεσίτης Σαμπρί Ταχήρ και η Ελληνοκύπρια, σύζυγος μπαλωματή που της ανήκει το σπίτι και το διαπραγματεύεται.

    Η αφήγηση έχει χιουμοριστικά στοιχεία, βαλμένα με τέχνη από την γραφίδα του Durrell, όπου περιγράφονται οι ιδιότυπες σχέσεις οικογένειας – ιδιοκτησίας. Ακολούθως, περνά στην εξέλιξη του παζαριού όπου ο μεσίτης αποδεικνύεται μέγας στρατηλάτης, διπλωμάτης, ηθοποιός, αλλά και πιεστικός στα όρια του εκβιασμού. Σε κάθε περίπτωση έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.

    Η συνάντηση εξελίσσεται σε οπερέτα, όπου κάποια στιγμή η πωλήτρια φωνάζει «Χριστέ μου τι μου κάνουνε;» ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει και η συνέχεια έχει στοιχεία που άλλοτε γέρνουν στο ύφος της φάρσας, άλλα συνορεύουν με το δράμα. Υπάρχει αυτοκινητική καταδίωξη, μαζί με άλλα κλάματα στο κτηματολόγιο, υπάρχει και μια υποθήκη που γρήγορα γίνεται άλλος ένας μοχλός πίεσης.

    Όταν υπογράφεται το πωλητήριο, πληρώνεται το τίμημα και το σπίτι αλλάζει χέρια, οι δυο πλευρές τείνουν να συμφωνήσουν στο: «ήταν μια κανονική τιμή» και αυτό ακούγεται με ανακούφιση. Ο συγγραφέας κλείνει το κεφάλαιο αριστοτεχνικά με μια πολύ ανθρώπινη, φιλική ματιά για το νησί και τους κατοίκους του.

    Μου ήρθε λοιπόν στο μυαλό ο Τζέρυ(ς), όχι διότι γνωρίζω ή υποπτεύομαι ότι υπάρχει κάποια σχέση στον τρόπο που απόκτησε το σπίτι στο νησί, τουναντίον μάλιστα, μα για τις σχέσεις που διέπουν αγοραστή – πωλητή, όταν ο αγοραστής δεν είναι ντόπιος και όταν ο πωλητής πουλά από ανάγκη. Ανάγκη, είτε διότι έχει μια υποθήκη, όπως η γυναίκα του μπαλωματή, που ξέρει πως ποτέ δεν θα καταφέρει να πληρώσει, είτε διότι έχει χρέη που ποτέ δεν θα καταφέρει να εξυπηρετήσει.

    Είτε, για να έρθουμε στις μέρες μας, διότι τα εκ των υστέρων χαράτσια κατοχής, τύπου ΕΝΦΙΑ, αδυνατεί να τα καταθέσει, ειδικά αν έχει περάσει στην ανεργία, ή αν ο μισθός ή η σύνταξη έχουν κοπεί σχεδόν στην μέση. Ειδικότερα δε, αν οι αγοραστές – κόρακες περιβάλλονται με τον χαρακτηρισμό επενδυτές, η πώληση βαπτίζεται ανάπτυξη και η αγοραπωλησία business.

    Ειρήσθω εν παρόδω, η ωραιότατη Ελληνίς σύζυγος του Τζέρυ, εγκατέλειψεν τον μάταιο κόσμο μας. Χρόνους μετά, από αυτό το δυσάρεστο συμβάν, ο Τζέρυ(ς) ενυμφεύφθη και πάλιν. Στο νησί βρίσκεται κάθε καλοκαίρι ανελλιπώς, ευδοκίμως συμπληρώσας πεντηκονταετίαν, το Bertram που μεγάλωσε ολίγον, το δένει πάντα στου Γροίκου, μα το πρυμνιό του αναγράφει ακόμα xenos και μετά από τόσους χρόνους στον τόπο,  παραμένει xenos και ο ίδιος, παρά το γεγονός ότι αγαπά το νησί όσο και οι γηγενείς.

    Ενδιαφέρον θα έχει, πενήντα χρόνια μετά την λαίλαπα που πλήττει στις μέρες μας τον τόπο, καθώς περιουσίες, ακίνητα και αγαθά θα έχουν περάσει σε χέρια αλλότρια και αλλοδαπά, πώς θα αντιμετωπίζουν οι γηγενείς τους «επενδυτές», που τώρα φαίνεται να  τους σώζουν από μεγαλύτερες περιπέτειες, δεσμεύσεις και κατασχέσεις. Περιπέτειες τις οποίες οργάνωσαν με μαεστρία και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη  οι ημεδαπές κυβερνήσεις, προερχόμενες από όλο, σχεδόν, το πολιτικό φάσμα, τα τελευταία εννέα έτη.

    Είναι να αναρωτιέσαι: ποιος να είναι ο xenos?

  • Καθημερινή & Δ.Ρ.Α.

    Σαράντα χρόνια, τα αλλάζουν όλα.

    Τον Μάιο του ’78, η εφημερίδα «Καθημερινή» αφιέρωνε πεντάστηλο στην πρώτη σελίδα της, προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά, τις εξελίξεις της πρώτης μέρας του Δ.Ρ.Α. Ο αγώνας γιόρταζε το αργυρό του Ιωβηλαίο του. Την  Κυριακή 25 Νοεμβρίου ’18, σαράντα χρόνια και έξι μήνες από τότε, η εφημερίδα επανήλθε με τετράστηλο, πάλι στην πρώτη της σελίδα, προκειμένου να ενημερώσει για τις τελευταίες εξελίξεις και την πιθανή πια, ένταξη του αγώνα στις δέλτους της ιστορίας.

    Λίγες μέρες νωρίτερα, είχε κατατεθεί επερώτηση στο Κοινοβούλιο των Ελλήνων, το οποίο ο Ρένος Αποστολίδης το έγραφε με ύψιλον, από βουλευτή παράταξης, που δεν πιστεύει στις δημοκρατικές διαδικασίες, για να το θέσω έτσι πολύ κομψά, για το ίδιο θέμα. Δεν χρειάζεται να είσαι πολιτική ιδιοφυία για να καταλάβεις ότι ακόμα και το Δ.Ρ.Α. έγινε, γίνεται πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης σε ένα ήδη πολύ φορτισμένο προεκλογικό κλίμα.

    Ανέγνωσα το δημοσίευμα της εφημερίδας, που καταλαμβάνει σχεδόν την μισή 33η σελίδα, με τη δέουσα προσοχή. Θα ήταν πολύ εύκολο να σταχυολογηθεί μια ακολουθία από ανακρίβειες. Όπως π.χ. ότι δεν ισχύει πως: «θα είναι η πρώτη φορά που μετά  67  χρόνια το 2019 ο διάσημος αυτός παγκόσμιος αγώνας αυτοκινήτου δεν θα πραγματοποιηθεί». Τόσο το 1974, όσο και το 2010 ο αγώνας δεν διοργανώθηκε. Αναγράφεται επίσης, ότι ξεκίνησε το ΄51, ότι έγινε διεθνής το ΄53, ότι μπήκε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα το ’93. Όλα τούτα είναι εσφαλμένα, αλλά ας χαρακτηρισθούν ιστορικές λεπτομέρειες.  Όπως επίσης ότι αποτελεί ιστορική ακροβασία να συγκρίνεται η θέση του στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα ράλυ, με τη θέση του Μονακό στο πρωτάθλημα της F1.

    Πρέπει όμως να σταθούμε στον υπότιτλο, που αναφέρει: «Ύστερα από 67 χρόνια η Ελλάδα κατόρθωσε – για ασήμαντα ποσά- να χάσει μια διοργάνωση με παγκόσμια φήμη» ακολούθως έχει και χτύπημα μέσα στο κείμενο όπου: «Το συνολικό κόστος του Ράλι ανέρχεται μόλις στο 1 εκατ. ευρώ για το παγκόσμιο πρωτάθλημα..»

    Για να ξεκινήσουμε με νούμερα, διότι αργά ή γρήγορα εκεί θα γυρίσουμε πάλι, το κόστος του παράβολου που απαιτεί η διεθνής Ομοσπονδία προκειμένου να εντάξει στο καλεντάρι του Παγκοσμίου αγώνα, που τελείται σε Ευρωπαϊκό έδαφος, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι δύσκολο, να κατέβει κάτω από 1,5 εκατ. ευρώ. Εννοείται πως απαιτείται, ως προς τούτο, εγγυητική επιστολή. Ας τεθεί υπ’ όψιν ότι η F.I.A. δεν επιθυμεί άλλους ευρωπαϊκούς αγώνες, αλλά την εξάπλωση του προγράμματος σε άλλες ηπείρους. Μικρή εξαίρεση επ’ αυτού, η παραμονή της Κορσικής, στο καλεντάρι παρά την σοβαρή επιμονή της Ιαπωνίας για επανένταξή της στο θεσμό, αλλά αν θυμηθούμε την πατρίδα του προέδρου της F.I.A., η όποια απορία λύνεται.

    Στο 1,5   εκατ. ευρώ του παράβολου, δέον να προστεθεί κατ’ ελάχιστον άλλο ένα εκατομμύριο ως διοργανωτικά έξοδα του αγώνα, έτσι  ώστε να ανταποκρίνεται στις νόρμες του θεσμού. Θα είναι ένα οικονομικό θαύμα αν δεν ξεπεράσει τα 2,5 εκατ. ευρώ στο σύνολο. Αν ένα τέτοιο ποσό, για ένα τέτοιο σκοπό, στην Ελλάδα των Μνημονίων θεωρείται ασήμαντο είναι ένα ερώτημα. Στην περίπτωση βέβαια που, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας αποφασίσουν ότι αξίζει να επενδύσουν, καλώς να ορίσουν. Αυτά για το οικονομικό κομμάτι.

    Για τα υπόλοιπα, τα ιδεολογικά, η κουβέντα πάει αλλού και απαιτούνται άλλες βάσεις για να γίνει κατ’ αρχάς μια επικοινωνία και ακολούθως ένας εποικοδομητικός διάλογος. Τα δυο δημοσιεύματα της ίδιας εφημερίδας, τα χωρίζουν όπως προαναφέρθηκε 40 χρόνια και έξι μήνες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα οι αλλαγές ήταν θεμελιώδεις. Η κ. Ελένη μαγεύτηκε, λαϊκώς παραμυθιάστηκε, πούλησε το μαγαζί στον Τάμπυ.  Δεν πέρασε πολύ καιρός που το περιέγραψε ως «λαχείο ατυχίας». Από αυτό το λαχείο, μαζί με τις φιέστες «Λάγιος ο θεός, Λάγιος ο ισχυρός» του δημάρχου Πειραιώς, κατέρρευσε το σύμπαν και η εφημερίδα κατέληξε σε ισχυρή οικογένεια.

    Ήταν και το τέλος της ιδιότητας του καθαρού εκδότη. Το μοντέλο έχω βαπόρια, έχω ποδοσφαιρική ομάδα, έχω εφημερίδα, έχω και τηλεοπτικό σταθμό, δεν συνιστά, σε καμιά περίπτωση ανεξάρτητη, τολμηρή ενημέρωση. Ίσως για αυτό να «σκοτώθηκαν» στο παρελθόν ο Αριστείδης με τον Κώστα. Πάνω απ’ όλα όμως business και οι απόγονοι το πάνε στο αβόζο.

    Είχε όλα τα περίεργα η κ. Ελένη, λάτρευε τον Αρχοντοχωριάτη της, δεν έκρυψε ποτέ τον έρωτά της για το παλάτι, περιφρόνησε φανερά κάθε τι αντιαστικό, αλλά η μοναδική φορά που έκλεισε την πόρτα του γραφείου της, ήταν, όταν τα είπανε με τον Χρόνη Μίσσιο. Κάτι λέει αυτό. Είχε όλα τα περίεργα η κ. Ελένη, αλλά ήταν άνθρωπος του Τύπου. Χωρίς Π.Α.Ο. & Ο.Σ.Φ.Π., χωρίς σχέσεις με βαπόρια, αν εξαιρεθεί η θητεία του «Κωστάκη της», ως κυβερνήτης στον «Πιπίνο» εν καιρώ πολέμου, μάλιστα.

    Έκτοτε άλλαξαν τα πράγματα. Ειδικά στα χρόνια των Μνημονίων που συμπλέουν με τα χρόνια της πτώσης των εφημερίδων και της ανόδου του διαδικτύου. Έτσι δεν υπάρχουν καθαρόαιμοι εκδότες. Είναι αδύνατον κάτι τέτοιο να μην επηρεάσει τον Τύπο.

    Όπως άλλαξαν τα πράγματα και στο Δ.Ρ.Α. Άλλη μια φορά λοιπόν, να επαναλάβω ότι «ράλυ Ακρόπολις» δεν υφίσταται πλέον, διότι εκλείπουν, εδώ και εικοσαετία, όλα όσα το δημιούργησαν. Τα κατάπιε ο χρόνος. Αν όμως υπάρχει η βούληση,  από όσους ασκούν κριτική και επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν, ας μαζευτούν, ας βρουν τα 2,5 μύρια, ας αιτηθούν μια παράσταση στον J. Todt, να κομίσουν την εγγυητική επιστολή, να του αποκαλύψουν τις προθέσεις τους και ας φέρουν εν χορδαίς και οργάνοις, αυτό το ersatz του αγώνα, πίσω. Ας σπάσουν και οι αγκυλώσεις που δεν θέλουν εκκίνηση από την Διον. Αρεοπαγίτου και το Πανελλήνιο θα τους ευγνωμονεί.

    Να το κλείσουμε όμως, με ένα μνημόσυνο άλλων εποχών. Εφημερίδα Καθημερινή, αρ. φύλλου 17.866 της Τρίτης, 30ης Μαίου 1978. Τότε που μπροστά από τα ονόματα των συντακτών, των απεσταλμένων, των χρονογράφων έμπαινε ένα πεζό κάπα και μια τελεία.