Author: Θωμάς Ξωμερίτης

  • Εωσφόρος

    Πάντα ο κόσμος έδειχνε μεγάλος, ικανός για παρηγοριά και διαφυγή από την ανία και την ανθρώπινη φθορά. Μα μίκρυνε και στένεψε άσχημα και φέτος κλείδωσε πάνω μας. Αποπνικτικά θερμός, αυτανάφλεξη, τώρα μόλυνση. Δίχως προοπτική και πλάνη διαφυγής. Δεν έχει να πάμε.

    Σήμερα μια χαραμάδα στον τοίχο, ανάσα ζωής, η καλή είδηση της ημέρας: Η ανίχνευση αερίου, τοξικότατου, στην ατμόσφαιρα της Αφροδίτης, της φωσφίνης. Στη Γη η φωσφίνη απαντάται σε χαμηλές ποσότητες, σε συνθήκες αναερόβιες, παράγωγο του βιοχημικού κύκλου του φωσφόρου. Breaking bad, life breaking.

    Το γειτονικό πλανήτη τον είχαμε παρατημένο στην αναζήτησή μας πιο πέρα ιχνών ζωής. Κοιτάζαμε αλλού στο ηλιακό σύστημα και πιο μακριά, και η Αφροδίτη σε τυφλό σημείο, κοινοτοπία. Ανοησία μας όντας αδελφός πλανήτης, με ανάλογες τεκτονικές συνθήκες, ενεργός, ρήγματα, πτυχώσεις, με ηφαιστειότητα. Αλλά η κόλαση. Δίχως ωκεανό, θερμοκηπιακός.

    Τις πλέον ανθεκτικές ζωές στη Γη τις βρίσκεις στις πλέον εφιαλτικές, οριακές συνθήκες – πιέσεις αβύσσου και καζάνια θερμοπιδάκων.

    Δυστυχώς δεν είναι η Αφροδίτη για ταξίδια. Εδώ το ταξίδι που χάνουμε.

  • Mycena lucentipes

    Στο ράφι δίπλα στην εξώπορτα κρατώ τη φωτογραφία από την πρώτη επίσκεψη στις Μυκήνες, μικρή φωτογραφία σε καδράκι, ασπρόμαυρη. Ο πατέρας μου, η αδερφή μου κι εγώ, πίσω ο Θησαυρός του Ατρέα. Έκανε ζέστη, ο πατέρας είχε βγάλει το πουκάμισο, άσπρη η φανέλα του. Με μάγεψε αυτή η πρώτη επίσκεψη, επιστρέφω συχνά, μια Ακρόπολη όπου βρίσκομαι συχνότερα από αυτή των Αθηνών. Πάντα ζεσταίνομαι, ακόμα κι αν βρεθώ με ήλιο του χειμώνα. Λυτρωτική η δροσιά στο μισοσκόταδο του τάφου ύστερα από τον όγκο της πέτρας των τειχών.

    Ο Περσέας ίδρυσε τις Μυκήνες στη θέση ενός μανιταριού. Έκανε ζέστη και τότε, διψούσε σαν είδε μπροστά του ξαφνικά το μανιτάρι. Το ξερίζωσε κι άρχισε ν’ αναβλύζει νερό, πολύ, κάτω από ‘κει που βρίσκονται τώρα τα κυκλώπεια τείχη. Ο Παυσανίας πίστευε ότι το σημείο που ίδρυσε ο ήρωας την πόλη είναι εκεί που έπεσε η θήκη του ξίφους του, ο «μύκης»: του ξίφους γαρ ενταύθα εξέπεσεν ο μύκης αυτώ. Ανοησίες, εκεί που ξεδιψάς χτίζεις θεμέλια. Ίσως ο Περσέας να είχε δει μανιτάρι από ’κείνα που λάμπουν στο σκοτάδι, που έχουν βιοφωταύγεια σαν φλεγόμενη βάτος. Τα αναφέρουν εξάλλου ο Αριστοτέλης και ο Πλίνιος. Όπως αυτό που βρέθηκε πρόσφατα στη Βραζιλία – Mycena lucentipes.

    Άφαντη η φλεγόμενη βάτος, άφαντο το τρεχούμενο νερό για την Υπουργό. She just lives her myth in Greece. Χαμένο το κλειδί του Γκάτσου που βρήκε το παιδί στο δρόμο για τις Μυκήνες, θαμμένο στις στάχτες των κυπαρισσιών του νοτιά.

    Εντάξει, δεν είναι και κάτι τρομερό.

    Στεγνώσαμε.

  • familiaris

    26/8/2020, σκυλίσια μέρα

    Τα σκυλιά διαβάζουν τους ανθρώπους, παρατηρούν συνδυάζοντας δυσδιάκριτα στοιχεία στη συμπεριφορά μας, λεπτομέρειες από τη γλώσσα του σώματός μας και τον τόνο της φωνής μας. Κρίνουν κι αποφασίζουν ανάλογα πως θα πράξουν. Αναβάλλουν συμπεριφορές για τις οποίες διαπίστωσαν δυσαρέσκεια σε κάποιον άνθρωπο κι όταν αυτός δεν παρακολουθεί, συνεχίζουν. Ικανότητα που έχει παρατηρηθεί και στους λύκους, που μπορεί να καλλιεργηθεί. Σε σκυλιά που ζουν σε καταφύγια αδέσποτων δεν είναι αναπτυγμένη. Αποτελεί τη βάση της κοινωνικότητας των σκύλων και φανερώνει θέληση να συμβιβαστούν, να παλέψουν με την παρόρμηση ώστε να γίνουν αποδεχτοί από τους ανθρώπους.

    Μερικές φορές όταν με νιώθει χαλαρωμένο στη βεράντα, έρχεται και ξαπλώνει δίπλα μου αφήνοντας αναστεναγμό πριν ξεραθεί στον ύπνο. Είναι και η φάτσα της σαν με δει να οδηγώ, ασχημόφατσα. Πετάγεται στο παράθυρο με αγχωμένη χαρά, θυμίζει τον Cujo, η ένταση αποτυπωμένη στο πρόσωπό της. Αν ανοίξω την πόρτα χώνει μέσα τη μούρη, τρίβεται πάνω μου και γλείφει γρυλίζοντας, σα να κλαίει.

    Την περασμένη βδομάδα έπαθε κρίση ζήλιας με το νέο γατί που κουβαλήθηκε σπίτι. Όταν χάιδευα τον παλιό το γάτο, ερχόταν ν’ απαιτήσει αναγνωρίζοντας δικαίωμα σε αυτόν, ξέροντας ότι ήταν μαζί μου πριν από αυτή. Τώρα με το νέο γάτο δεν μπορούσε να το “χειριστεί”, σηκωνόταν κι έφευγε. Κοίταζε πίσω για λίγο, άφηνε ένα βογγητό και λάκιζε.

    Ούτε κι εγώ μπόρεσα να χειριστώ αυτή τη συμπεριφορά της.

  • Αύγουστος 2020

    – Εμ ο Θεριστής, ο Αλωνιστής κι ο Αύγουστος πως σας φαίνονται;
    Κ’ η φτωχιά αποκρίθηκε:
    – Και γι αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κ’ οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους. Και μάλιστα οι φτωχοί πολύ είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτούς τους μήνες γιατί δεν χρειάζονται πολλά κι ακριβά ρούχα.

    (“Οι Δώδεκα Μήνες” από τη συλλογή παραμυθιών του Γ. Α. Μέγα, εκδόσεις Εστίας)

    Η φωτογραφία από την κυδωνιά στην άκρη του κήπου μου, ανήμερα του δεκαπενταύγουστου. Γράφει το εικονογραφημένο Βοτανικό – Φυτολογικό Λεξικό του Δ. Σ. Καββαδά: παρά τη μεγάλη χρήση του κυδωνιού στη ζαχαροπλαστική, η καλλιέργεια της κυδωνιάς είναι δευτερευούσης εις τον τόπον μας σημασίας και λίαν περιορισμένη, συνισταμένη εκ κατεσπαρμένων ως επί το πλείστον ατόμων εις τα όρια των οπωροκήπων…

    Επιβεβαιώνω. Ποτέ το δέντρο αυτό να με κουράσει, ποτέ να απαιτήσει ιδιαίτερη φροντίδα. Μόνο μια φορά, σαν αποφάσισα να το παίξω μάστερ σεφ με τη βοήθεια του διαδικτύου, ένα Σάββατο το φθινόπωρο που μου χάρισε τους πρώτους καρπούς, μια και μοναδική φορά όταν αποφάσισα να φτιάξω μαρμελάδα. Καλή βγήκε αλλά ο μπελάς και η φασαρία στην κουζίνα δεν ήταν για μένα. Συνέχισε η μητέρα μου που φτιάχνει καλύτερο πελτέ και παστοκύδωνο και προτίθεται να συνεχίσει όσο ζει. Έτσι μου έχει πει.

    Στη συνέχεια, εφόσον τα πράγματα ακολουθήσουν την αναμενόμενη τάξη και ροή – μήνα με το μήνα – θα δούμε τί θα κάνω με τα κυδώνια.

    Ίσως να τα χαρίζω δίχως αντάλλαγμα. Δεν μπορείς να τα κρατάς όλα για τον εαυτό σου. Στο κάτω κάτω οι μήνες δωρεάν τα έδωσαν.

  • Ο Αλέξης Τσίπρας διαβάζει Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί. Σήμερα με το Τηλέραμα.

  • Deepwater horizon

    Όλη μου η ανησυχία για την τουρκική προκλητικότητα, για την αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας, όλη η ανασφάλειά μου με την αφασία των Αμερικανών, η καχυποψία μου απέναντι στο διαμεσολαβητικό ρόλο της Γερμανίας, το εθνικό μου δικαίωμα να βλέπω υπεράκτιες εξέδρες στα ανοικτά – εκεί που φανταζόμουν την κορυφή της Αίτνας

    Όλα αυτά ώστε να ασκήσω κάποτε το δικαίωμα να αγωνιστώ με μένος εναντίον των γεωτρήσεων. Τότε που ο κίνδυνος σοβαρού ατυχήματος θα παραμένει.

    You’ve got to get in to get out λέει ένα αγαπημένο τραγούδι, πάντα έτσι.

  • Οι όρθιοι / το σπόιλερ

    Πιτσιρίκι, κάθε Σάββατο είχε σινεμά. Άγριος χαμός, τσιρίδες αν δεν με πήγαιναν. Μεγάλωσα στην επαρχία και τους κινηματογράφους τους γέμιζαν οι ελληνικές ταινίες. Δεν ήμουν της Βουγιουκλάκη, ήταν γατούλα, ήμουν ερωτευμένος με τη Χρονοπούλου. Γοργόνα μεν, αλλά μαγκιόρισσα. Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται.

    Τέλη δεκαετίας του 60, πλήθος και στρίμωγμα έξω από το ταμείο. Έβγαινε η ταξιθέτρια, με ποδιά, και φώναζε με βραχνή φωνή «μόνο όρθιοι!». Κι ο κόσμος συνέχιζε να μπαίνει και την έβγαζε όπου μπορούσε, καθιστός στο διάδρομο ή με την πλάτη στον τοίχο. Αρκετοί άναβαν τσιγάρο, λίγοι έφερναν σουβλάκι κι άπλωναν στα μπούτια την κόλλα.

    Κάποιοι, τουλάχιστον στην επαρχία, είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν σινεμά ό, τι ώρα τους κάπνιζε. Μετά το τέλος κάθονταν κι έβλεπαν την ταινία απ’ την αρχή μέχρι το σημείο που είχαν μπει. Εδώ ήρθαμε, εδώ ήρθαμε – σκούνταγε ο ένας τον άλλο να ξεκουμπιστούν.

    Έτσι, για τους όρθιους υπήρχε η ελπίδα ότι θα τους έφεγγε και θα ‘βρισκαν να καθίσουν όταν κάποιοι θα την έκαναν στη μέση της ταινίας. Η φύση απεχθάνεται το κενό.

    Για όσους απεχθάνονται τα σπόιλερ, παραμένει από τα μεγαλύτερα να δεις το «Τόσα καλοκαίρια» πριν απ’ το «Άνοιξε πέτρα».

  • Το πλήρωμα ενός χρόνου

    Πριν ένα χρόνο, στα μέσα του Αυγούστου του ’19, αναφέρθηκα στη δήλωση του Χρυσοχοΐδη για την Ευρώπη που θέλουμε, για τη συνεργασία της, υστέρα από την πυρκαγιά στην Εύβοια. Τεράστια η καταστροφή στο φυσικό περιβάλλον από τη φωτιά και ενοχλητική η πανηγυρική διάθεση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, ενδεικτική της ξιπασιάς του(ς). Έγραψα – παγίδα να συγκρίνουμε τις οικολογικές καταστροφές που συνέβησαν ή θα συμβούν μετά το 2018 με το θανατικό στο Μάτι. Με διαφορετικό μέτρο προσμετρούνται αυτές.

    Τη δήλωση του Υπουργού θυμήθηκα πριν δεκαπέντε μέρες με τη μεγάλη φετινή πυρκαγιά στην Κορινθία.

    Τρεις και η κακή του(ς) μέρα, με το πλήρωμα του ενός χρόνου την ανασύρω άλλη μια φορά, ύστερα από τις σημερινές πλημμύρες και το θανατικό στη Εύβοια. Πλημμύρες που έχουν να κάνουν με την πυρκαγιά πέρσι, πλημμύρες που όπως και η περσινή πυρκαγιά έχουν να κάνουν με στοχαστικά μοντέλα που τις συνδέουν με την κλιματική αλλαγή, πλημμύρες που όπως άκουσα είχαν καταστροφικότερα αποτελέσματα εξαιτίας των περσινών καμμένων, των προσχωμένων σε κοίτες χειμάρρων.

    Δεν είναι αποκλειστικά η κλιματική αλλαγή, το στοχαστικό, είναι και ο ανθρώπινος παράγοντας, στον τόπο της καταστροφής. Συμφωνήσαμε όλοι εδώ κι αυτό είναι που μας βασανίζει επιπλέον και μας πονά με το Μάτι, κι έτσι πρέπει κι έτσι οφείλουμε. Να γνωρίζουμε ώστε να βρούμε κάποια γαλήνη.

    Απαράδεκτη λοιπόν η δήλωση Χαρδαλιά, του Υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας κάτω από τον Χρυσοχοΐδη: Αν λειτουργούσε το 112 θα είχαμε εκατόμβη, έχουμε 5 νεκρούς τρεις πνίγηκαν στην προσπάθεια τους να φύγουν.

    Ο πλέον ανυποψίαστος γνωρίζει ότι σε έντονα πλημμυρικά φαινόμενα αυτό που δεν πρέπει να κάνει κάποιος είναι να οδηγήσει. Έστω όμως κι ένας ανυποψίαστος να υπάρχει, γι’ αυτό το λόγο φτιάχτηκε το 112. Τα μετεωρολογικά δεδομένα της νεροποντής ήταν άμεσα προσβάσιμα, το ύψος της αναμενόμενο σε περιοχή που είχε πληγεί από την τεράστια πυρκαγιά πριν ένα χρόνο. Έπρεπε να υπήρχε η επίγνωση ότι ο κίνδυνος για μεγάλη πλημμύρα ήταν άμεσος. Και άμεσα έπρεπε να είχε φύγει μήνυμα από το 112 ώστε να αποτραπούν οι μετακινήσεις, ιδιαίτερα με αυτοκίνητα. Και αν ήταν δυνατόν οι κάτοικοι να μετακινηθούν από τα ισόγεια των κτισμάτων όπου βρίσκονταν σε ψηλότερους ορόφους.

    Γιατί αν αποδειχτεί ότι έστω κι ένας από τους πέντε νεκρούς πνίγηκε στο αυτοκίνητό του, ανυποψίαστος για το μέγεθος της καταστροφής γύρω, τότε όπως εκείνος ο στίχος με τη μία σταγόνα που σκότωσε το καλοκαίρι, αν υπάρχει τσίπα, ο ένας νεκρός θα πρέπει να σκοτώσει το θέρος της αυταρέσκειάς του(ς) που βιώνουμε ένα χρόνο τώρα. Και οφείλει να το σκοτώσει γιατί γίνεται επικίνδυνο.

    Οι ανήσυχες μέρες του Αυγούστου, ο ένας νεκρός, η πρώτη σταγόνα, τα 300 χιλιοστά βροχής σε 8 ώρες στη Στενή Ευβοίας.

  • Δύο, τρία πράγματα που θυμάμαι από ΄κει

    Στο Λίβανο βρέθηκα δύο συνεχόμενες χρονιές, επαγγελματικοί λόγοι, το ’98 και το ’99.

    Θυμάμαι τις χριστιανικές συνοικίες της Βηρυτού στην πλαγιά, τις στροφές της λεωφόρου ανάμεσα σε πολυκατοικίες με κήπους που θύμιζαν Αθήνα – περισσότερο από κάθε άλλη πόλη που έχω επισκεφτεί στο εξωτερικό. Στο κέντρο κοντά στο λιμάνι, εμφανή τα σημάδια του εμφυλίου σε τοίχους και σε οικόπεδα με μπάζα. Στο νότιο μέρος της πόλης, ένα μεγάλο στάδιο κτισμένο κοντά εκεί που υπήρχαν τα προσφυγικά στρατόπεδα στη Σάμπρα και στη Σατίλα.

    (Θυμάται κανείς μαζί μου την εικόνα της Δεμίρη, παρουσιάστριας ειδήσεων στο κρατικό κανάλι, να κρατάει σταυρό και να κλαίει το φθινόπωρο του 1982 μετά τη σφαγή των προσφύγων από παραστρατιωτικούς Χριστιανούς Φαλαγγίτες; Νομίζω ότι ο σύζυγός της ήταν Παλαιστίνιος. Αλλά έχουν περάσει χρόνια ώστε να παίρνω τοις μετρητοίς ότι ανασύρει συνειρμικά η μνήμη μου. Πάντως για το κλάμα και για ‘κείνο το σταυρό είμαι σίγουρος).

    Ανέβηκα στο Aλ Σουφ, το καταφύγιο με τους κέδρους, για κάποιο σεμινάριο με το αυτοκίνητο ενός ντόπιου συνεργάτη. Νεαρός αυτός μαζί και η έγκυος σύζυγος. Χίσαμ το όνομά του. Τα βουνά στιγματισμένα από οικισμούς όπου φύτρωναν πολυκατοικίες, πενταώροφες, επταώροφες. Στους Λιβανέζους αρέσει να χτίζουν δίχως αναστολές, τουλάχιστον εκείνον τον καιρό.

    Θυμάμαι το γέλιο του Χίσαμ, τρανταχτό, κάθε φορά που περνούσαμε κάποιο χωριό και μου μιλούσε για τη μειονότητα που το κατοικούσε, για το πόσοι νεκροί υπήρξαν στο τάδε γεγονός, την τάδε ημερομηνία με τον εμφύλιο.

    Ίσως γελούσε από νευρικότητα, μάλλον το έκανε για να εμπεδώσω τον εκφυλισμό του βάρους του θανάτου που είχε συμβεί στην ψυχή του Λιβάνου, το βύθισμα.

    Διάβαζα τις ειδήσεις διαδικτυακά μέσα στη βδομάδα και μπαφιασμένος από τις περιγραφές, έπρεπε να σκεφτώ για λίγο αν διάβαζα διήγηση μαρτύρων από τη Χιροσίμα ή από τη Βηρυτό.

    Η ταχύτατα διογκούμενη σφαίρα από τη συμπύκνωση υδρατμών μπροστά από το ωστικό κύμα, το μανιτάρι που ακολουθεί.

    Η πιο χαρακτηριστική εικόνα που έχω από το Λίβανο, κρατημένη στο μυαλό μου και σε φιλμ μέσα από το φακό μου, ήταν οι κουκουναριές μέσα στην ομίχλη πάνω σε πλαγιά, ανεβαίνοντας για την κορφή με τους κέδρους.

  • Το πλήρωμα του χρόνου

    Παιδί, όρθιος σε παραλία στο νησί ή ψηλά από το λόφο που βρίσκεται το χωριό μου, κοίταζα δυτικά κι έπειθα τον εαυτό μου ότι μπορούσα να δω την κορυφή της Αίτνας. Ένιωσα δικαιωμένος διαβάζοντας το Slouching Towards Bethlehem της Joan Didion όπου έγραψε: Καθόμουν παιδί στις παραλίες της Καλιφόρνιας και φανταζόμουν ότι έβλεπα τη Χαβάη, ένα λαμπύρισμα στο ηλιοβασίλεμα, μια μόλις διακριτή ασυνέχεια του ορίζοντα που φαινόταν στιγμές μέσα από μισόκλειστα μάτια.

    Σε πείσμα αυτού που μου είχε μάθει η μητέρα μου κι αργότερα στο σχολείο, για την καμπυλότητα της επιφάνειας της Γης, για το κατάρτι που πρωτοφαίνεται στον ορίζοντα από το υπόλοιπο σκαρί σαν το πλοίο πλησιάζει, απαιτούσα να μπορώ ν’ απλώνω το χέρι και ν’ αγγίζω τον υπόλοιπο κόσμο.

    Δεν νοσταλγώ τα παιδικά καλοκαίρια. Όχι ότι δεν ήταν καλά τα χρόνια που πέρασα ως παιδί. Είναι ότι είχα επίγνωση του προστατευτικού κουκουλιού που ήταν η οικογένειά μου, όπως άλλωστε οι περισσότερες οικογένειες, η κάθε μία με τον τρόπο της. Κι αυτό με έπνιγε. Ήθελα τη ζωή των μεγάλων, την ανεξαρτησία που πίστευα ότι είχαν, όσο αμείλικτος κι αν έδειχνε ο κόσμος όπως τον διάβαζα στα περιοδικά της μητέρας μου.

    Τώρα είναι που νιώθω ότι περνώ ανέμελα καλοκαίρια – κι αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι δεν έχω παιδιά ώστε ν’ αγωνιώ με ευθύνες. Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα και το απολαμβάνω. Όχι ότι ζω το χειμώνα νοσταλγώντας μια παραλία του καλοκαιριού. Αλλά το καλοκαίρι, σαν βρεθώ σε παραλία, τώρα είναι που έφτασε ο καιρός να ζω τη στιγμή, που την απολαμβάνω δίχως προσδοκία για τίποτα καλύτερο σ’ έναν κόσμο που εξακολουθεί να παραμένει σκληρός, δίχως προσδοκία ότι ο κόσμος θα καλυτερέψει.

    Μόνο φοβάμαι πια το μέλλον, όταν δεν θα υπάρχει κάτι στο μέλλον μου για να ζηλεύω και να διεκδικώ. Τη στιγμή που θα νοσταλγώ την ουσιαστική ανεμελιά των τωρινών καιρών, όταν θα έχω ανάγκη αυτό το προστατευτικό περίβλημα που τόσο μίσησα στα παιδικά χρόνια.

    Έτσι θα έχουν τα πράγματα.