Author: Θωμάς Ξωμερίτης

  • Αλκυονίδες Μέρες

    Όχι από πετυχημένη αγάπη μόνο,
    Ούτε από πλούτο, από τιμημένη μέση ηλικία, από πολιτικές νίκες ή του πολέμου·
    Αλλά καθώς η ζωή λιγοστεύει, και όλα τα πολυτάραχα πάθη γαληνεύουν,
    Καθώς υπέροχες, με το θάμπος του ατμού, σιωπηρές αποχρώσεις σκεπάζουν το βραδινό ουρανό,
    Καθώς απαλότητα, πληρότητα, ανάπαυση απλώνουν στην κορμοστασιά, όπως δροσερότερος αέρας, όπως βάλσαμο,
    Καθώς οι μέρες αποκτούν ένα γλυκό φως, και το μήλο επιτέλους στέκεται,
    αληθώς τέλειο και νωθρά ώριμο στο δέντρο,
    Εμπρός για τις με αφθονία γαληνότατες, τις ευτυχέστερες ημέρες όλων!
    Τις γόνιμες και μακάριες αλκυονίδες μέρες!

    Halcyon Days – Walt Whitman / 29 Ιανουαρίου 1888

  • Κι εχάθης του Μάη, στις 18 του μηνός

    Την Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019 και περί ώρας 10:00, στο πλαίσιο τελετής παράδοσης-παραλαβής καθηκόντων ΥΕΘΑ, ζεύγος μαχητικών αεροσκαφών θα πραγματοποιήσει πτήση άνωθεν Στρατοπέδου Παπάγου.

    Αυτό γράφει η ανακοίνωση. Πάνω από την Αθήνα, το λεκανοπέδιο.

    Δεν θυμάμαι αν είχα διαβάσει πριν 19 χρόνια την τότε ανακοίνωση του ΥΕΘΑ. Επί Τσοχατζόπουλου, 18 Μαΐου του 2000.

    Πριν από τις πανελλήνιες, κοπάνα απ’ το σχολείο για διάβασμα στο σπίτι. Νεκρές οι Ειρήνη Κόλλια και η εξαδέλφη της Αργυρώ Παπαχαραλάμπους.

    Νεκροί οι δύο υποσμηναγοί της πολεμικής αεροπορίας: ο πιλότος του Φάντομ Κωνσταντίνος Αλεξανδράκης κι ο συγκυβερνήτης Πολύκαρπος Μουχτούρης.

    Πτήση προσομοίωσης αποστολής μάχης. Χαμηλή, ανάμεσα στα «Δύο βουνά» κοντά στην Αντίκυρα Βοιωτίας.

    Το πόρισμα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης: «Η πτώση του αεροσκάφους F-4E με S/N 511 πρέπει να αποδοθεί σε ανθρώπινο λάθος».

    Η σημερινή πτήση δεν ήταν χαμηλή. Δεν ήταν πτήση προσομοίωσης αποστολής μάχης. Ήταν υψηλή, αναγκαία πτήση παραλαβής Αποστολάκη.

    Καθησυχάζομαι – ολοφάνερα σε αυτή την κατηγορία πτήσεων μαχητικών αεροσκαφών αποκλείεται το ανθρώπινο λάθος. Και το ατύχημα.

  • Αλυτρωτισμός / επεκτατισμός

    Τζαμί στους Άγιους Σαράντα. Η διείσδυση της Τουρκίας είναι φανερή στους δρόμους των Αλβανικών πόλεων. Οικονομική, πολιτιστική. Όπως σ’ όλα τα δυτικά Βαλκάνια. Οι Τούρκοι τα θεωρούν φυσικό τους χώρο και στα δυτικά παίζουν ελεύθεροι μπάλα. «Η ΕΕ πρέπει να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα ότι δεν μπορεί να αποτρέψει την επιρροή της Τουρκίας», έχει δηλώσει Τούρκος διπλωμάτης.

    Περισσότερο από τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων (για τον οποίο μπήκαν περιοριστικές εγγυήσεις με τις προσθήκες στο Σύνταγμα), φοβάμαι τον Τουρκικό επεκτατισμό, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιεί δεσμούς, εθνικισμό και θρησκεία ως εργαλεία διείσδυσης.

    Παρ’ όλα αυτά οι εξηγήσεις ότι το μακεδονική δεν αναφέρεται σε εθνικότητα αλλά σε ιθαγένεια με μπερδεύουν. Όπως σκάλα σε ζωγραφιά του Escher. Άλλα βλέπω και άλλα μου λένε ότι πρέπει να βλέπω.

    Όσο για την αντιμετώπιση και τους χειρισμούς της Κυβέρνησης στο σκοπιανό, δεν ήταν οι πρέποντες σε ζήτημα εθνικού συμφέροντος. Δεν υπήρχε η αναγκαία συνεννόηση, ήθελε να παίξει μόνη της. Εδώ είναι μεγάλο το θέμα. Αλλά δεν είναι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ . Παρά την ομοφωνία που υπάρχει στο σκοπιανό μετά το 2008, παρά την αποτύπωση του ζητήματος στη συνείδηση των περισσοτέρων μας όταν πριν τρεις δεκαετίες ήρθε μπροστά μας, ήταν το μόνο από τα εθνικά ζητήματα το οποίο προσεγγίστηκε από την αρχή με λογική ψηφοθηρίας και επικράτησης σε εσωκομματικές διαμάχες.

    Οι δυο τους χώρισαν φίλοι. Ο ομορφάντρας έχει εξασφαλισμένους τους 151. Πιστεύω ότι το βιογραφικό του Ναύαρχου Αποστολάκη του δίνει και δικλείδα ασφαλείας. Αποτελεί το άλλοθι και τη σοβαρότητα που χρειάζεται να πουλήσει ο Τσίπρας για τη σημασία που δίνει σε εθνικά θέματα.

  • Νοσταλγία

    … Russians love their children too – Sting

    Πέρασε ενάμιση χρόνος από τις αντιδράσεις σαν ήρθαν στη δημοσιότητα τα σχέδια για ανέγερση έξι ουρανοξυστών το Ελληνικό. Θυμάμαι υπερβολή, την επίκληση του «Γαίας ατίμωσις» του Πικιώνη, το φαρισαϊσμό μπροστά στα «φαραωνικά» σχέδια. Σεβαστή η άρνηση αναφορικά με κτίρια μεγαθήρια στο κέντρο της Αθήνας. Θα ακύρωναν το τοπίο, φυσικό και πολιτισμικό, των διάσπαρτων λόφων εκεί. Άλλη όμως η κλίμακα του βράχου της Ακρόπολης, άλλη η κλίμακα του λεκανοπεδίου. Προφανές, το οποίο διαφεύγει σ’ όσους έβλεπαν καταστροφή του αστικού τοπίου από τους ουρανοξύστες και που επί της ουσίας επικύρωναν την πολυκατοικία, τη «μισητή» μονάδα του. Πρώτη η πολυκατοικία, επαναλαμβανόμενη σε τείχη, μπλοκάροντας τον ορίζοντα, ακύρωσε και ατίμωσε το αττικό τοπίο. Το λεκανοπέδιο μοιάζει, στο σύνολό του, καλλιέργεια βακτηρίων απλωμένη σε πιατάκι εργαστηρίου – αυτό είναι το αττικό τοπίο στην Αθήνα. Μόνο οι προνομιούχοι, κάποιοι από τύχη, κάποιοι υπό αίρεση, έχουν θέα τον Παρθενώνα.

    Και αν το σκεφτεί κανείς, το πραγματικό μπόι του Υμηττού, μισο-κρυμμένο κάτω από τον τσιμεντένιο αφρό, θα αναδειχτεί εκ νέου αν αναμετρηθεί με γίγαντες, θεμελιωμένους στο υψόμετρο της θάλασσας.

    Με ενδιαφέρει η αντίφαση σε όλη εκείνη την υπερβολή: προεξοφλούσε μια μελλοντική μεταμοντέρνα νοσταλγία για την πολυκατοικία, σε εποχή που βιώνουμε ακόμα, δεκαετίες τώρα, νοσταλγία για το νεοκλασσικό.

    Δύσκολη η σχέση μας με την Αθήνα, όλο γκρίνια και νοσταλγία. Μεγάλες οι επιφυλάξεις μου όσον αφορά στη νοσταλγία. Όσο για τη γκρίνια, είμαι εντάξει και με το παρόν και με τις πολυκατοικίες.

    Το γράφω αυτό με αφορμή το αξιόλογο (το εννοώ) βιβλίο «η Παλιά Γειτονιά», στο οποίο ο Κώστας Χατζιώτης καταγράφει λεπτομερώς την ιστορία της περιοχής της Πλατείας Βάθης, του Αγίου Παύλου και των Σιδηροδρομικών Σταθμών. Αρχή γίνεται από εξοχικά τοπωνύμια χειμάρρων για να προχωρήσει στον οικοδομικό και στον οικονομικό χαρακτήρα της γειτονιάς, με καταλόγους επιχειρήσεων, καταστημάτων και κατοίκων (ηθοποιών, δικηγόρων…). Αναδεικνύεται η χαμένη μεσοαστικότητα της περιοχής, κάτι που ο συγγραφέας υπογραμμίζει στην εισαγωγή με διάχυτη λύπη. Όπως για χαμένη πατρίδα.

    Τη γειτονιά τη γνώρισα έφηβος, τη δεκαετία του 70, σε βόλτες με την κοπέλα μου από την πλατεία Βικτωρίας ως τον Άγιο Παύλο και το σταθμό των τραίνων, τότε που παρά την έξοδο προς τα προάστια είχε ακόμα μεσοαστική ταυτότητα. Την επισκέφτηκα εκ νέου, («)υποβαθμισμένη(»), ύστερα από παρότρυνση φίλου στις αρχές της νέας χιλιετίας, όταν έψαχνα να αγοράσω διαμέρισμα. Διαπίστωσα ότι σε πολυκατοικία στο Παγκράτι το τετραγωνικό πουλιόταν σε τιμή κατά 70% περισσότερο απ’ ότι στον Άγιο Παύλο. Πολυκατοικία ίδιας χρονιάς και ιδίου κατασκευαστή. Αγνοώντας την προειδοποίηση ότι πάω να ζήσω «εκτός των τειχών», προχώρησα σε αγορά. Ανακάλυψα την περιοχή εκ νέου κι έμαθα να την αγαπώ όπως είχε διαμορφωθεί μετά το αρχικό μεταναστευτικό κύμα στην Ελλάδα. Έφυγα στη συνέχεια στο εξωτερικό για να επιστρέψω με το ξέσπασμα της κρίσης. Το «εκτός των πυλών» στοίχειωσε στην αντίληψη της πλειοψηφίας των μεσοαστών Αθηναίων ως τόπος εξορίας και κατάρας. Όταν παραπονέθηκα σε υδραυλικό για εγκατάλειψη στο στενό που μένω, πρότεινε ν’ απευθυνθώ στη Χρυσή Αυγή (όχι στο Δήμο). Ο φόνος του Καντάρη στην Ηπείρου το 2011, από αλλοδαπούς, έφερε τις μέρες των σπασμένων τζαμιών σε μικρομάγαζα που σύχναζαν αλλοδαποί και άλλο φόνο. Και μια νύχτα, πριν το χάραμα, άκουσα παρέλαση, χτύπημα μπότας με παλμό, σύνθημα και βοή, να περνάει από τη μεριά της Ηπείρου, ν’ απομακρύνεται και να χάνεται στη σιωπή. Όχι αόρατος καβαφικός θίασος που θα με τραβήξει στο παράθυρο να δω, αλλά να με σπρώξει να κρυφτώ κάτω από το σκέπασμα.

    Σε πείσμα αυτού που βίωνα ως κατάρρευση της ασφαλούς καθημερινότητας, σε πείσμα του φόβου, του θυμού και της έντασης, εξακολούθησα να αγαπώ τη γειτονιά μου. Τα παλιά νεοκλασικά (ερείπια ή αναπαλαιωμένα), τις πολυκατοικίες. Τα καλοκαίρια στην πλατεία. Τους δυνατούς άντρες με τις γυναίκες, θηλυκές και σκληρές, στα γύρω εστιατόρια και στις καφετέριες. Ή στα παγκάκια με πασατέμπο, να προσέχουν τα παιδιά με τη μπάλα και τις βοηθητικές. Τη λαλιά τους, γλώσσες βαλκανικές και της Μαύρης Θάλασσας, ακατανόητες αλλά ολοένα πιο οικείες στο αυτί μου. Τη χροιά της στο σβέρκο μου. Τους Έλληνες που ζουν στη γειτονιά, που μου διηγούνται στο καφενείο παλιές ιστορίες.

    Εκτρέπομαι όμως.

    Η γειτονιά κράτησε. Με αυξανόμενες αντοχές καλυτερεύει η κατάσταση. Στα πέριξ η Ομόνοια κερδήθηκε και η πλατεία Καραϊσκάκη ανέλαμψε, στα ξενοδοχεία επισκέπτες απ’ την επαρχία και ξένοι τουρίστες. Δυστυχώς όμως η προκατάληψη και η παρερμηνεία παρέμειναν. Γνωστή μου πήρε τις κορούλες της στο Εθνικό, σε παιδική παράσταση και ομολόγησε ότι τις προειδοποίησε να μην πιάνουν «δεξιά και αριστερά» και κολλήσουν κάτι. Προκατάληψη που συντηρεί η νοσταλγία, η αντίληψη ότι όλα είναι χαμένα, ότι η γειτονιά δεν είναι αυτό που ήταν, εφόσον καταστράφηκε η αρχιτεκτονική της ταυτότητα (από την πολυκατοικία), στη συνέχεια μεταβλήθηκε η δημογραφία της απ’ τους αλλοδαπούς και παραδόθηκε στην παραβατικότητα.

    Στο όντως (επαναλαμβάνω) αξιόλογο ως ιστορική καταγραφή βιβλίο του Χατζιώτη, η κατακλείδα αποτελεί θρήνο μπροστά σε ταφόπλακα (μεσοαστικής και νεοκλασσικής) ελληνικότητας. Αντιγράφω: «…είδαν ξαφνικά να κατοικούν δίπλα τους κάποιοι ξένοι, που όπως λέει και το σοφό λαϊκό ρητό δεν γνώριζαν ούτε από που κρατάει η σκούφια τους» και «…Κυριακή πρωί, 28 Μαΐου 2016. Αντικρίζω ένα κόσμο άγνωστο. Καθώς μάλιστα φαίνεται ότι σήμερα έχουν εκλογές οι Πακιστανοί (;) και το εκλογικό τους κέντρο βρίσκεται στην οδό Ψαρών, η εικόνα που βλέπω παραπέμπει σε μνήμες κάποιων χωρών της Ανατολής…». Το ερωτηματικό μετά το Πακιστανοί του συγγραφέα.

    Τώρα οι αλλοδαποί, εφόσον ψηφίζουν σε δικό τους εκλογικό κέντρο, ξέρουν προφανώς από που κρατάει η σκούφια τους. Ο συγγραφέας είναι που αδιαφορεί να μάθει, που σνομπάρει. Επίσης, όσο γνωρίζω, η γειτονιά διοικητικά ανήκει ακόμα στην Ελλάδα.

    Επικίνδυνο πράμα η άκριτη νοσταλγία. Ύπουλο.

    Αυτό που συντηρεί τους φασίστες δεν είναι η από σπόντα εμφάνιση χρυσαυγίτη μαζί με υποψήφιο δήμαρχο της Αθήνας. Εύκολα το στοχεύεις κι εύκολα δικαιολογείται. Είναι η παραίτηση, η ταφόπλακα που έβαλες σε γειτονιές της Αθήνας, εφόσον δεν μπορούν να είναι πλέον «η παλιά γειτονιά». Η μεσοαστική προειδοποίηση στα παιδιά σου, στην Αγίου Κωνσταντίνου (έναν πανέμορφο δρόμο), για άγνωστες (ξένες) ασθένειες. Η συστηματική διακριτική αδιαφορία του Δήμου που έχει τη διοικητική αρμοδιότητα και την ευθύνη.

    Οι ενταγμένοι μετανάστες είναι αυτοί που βάσταξαν τις τελευταίες δεκαετίες τη γειτονιά, ειδικά τα χρόνια της κρίσης. Είναι αυτοί που αγόρασαν σπίτια σε πολυκατοικίες, έκαναν νοικοκυριά και βγάζουν τα παιδιά τους στην πλατεία να παίξουν. Αυτό που συντηρεί και ενδυναμώνει την Χρυσή Αυγή είναι η πεποίθηση για άβατα, για εστίες μόλυνσης, για χαμένες πατρίδες. Η αντίληψη ότι χρειάζεται ανατροπή στο τωρινό αν είναι να επανακτηθούν.

    Όσο για τη μάχη κατά του καπιταλισμού, ας την έδιναν η Κινέζοι όταν σήκωναν skyline στη Σαγκάη. Όχι εμείς με τις υπερβολές για έξι ουρανοξύστες, χιλιόμετρα μακριά από τον Παρθενώνα. Τους Κινέζους (κι όχι μόνο) δεν τους φοβάμαι στο Ελληνικό αλλά στις μαζικές αγορές διαμερισμάτων στο κέντρο της Αθήνας, με τη διαχείριση της πόλης μέσω τηλεχειριστηρίου από ζώνες ώρες μακριά. Η μισή γειτονιά στην Κίνα (κι αλλού) θα βρίσκεται.

    Μεσοαστοί κυρίως, Έλληνες, πουλάνε τα διαμερίσματα του κέντρου. Όχι αλλοδαποί.

  • Me! I disconnect from you

    To rainbow flag που θυμάμαι ν’ ανεμίζει κάτω από μπαλκόνι όπου στέκονταν Τσίπρας – Καμμένος ήταν αληθινό ή εμφυτευμένη μνήμη;

    Ώρα για αποσύνδεση.

  • Χρόνια και χιόνια

    Ο όρος Γη-χιονόμπαλα αναφέρεται σε δύο ακραίες περιόδους στο παρελθόν (μεταξύ 2,4 δισεκατομμυρίων έως και 580 εκατομμυρίων χρόνων πριν), για τις οποίες εικάζεται ότι το σύνολο της επιφάνειας του πλανήτη είχε καλυφθεί από πάγους. Πιθανή αιτία η έντονη αποσάθρωση των πετρωμάτων των ηπείρων, ιδιαίτερα σε θερμά γεωγραφικά πλάτη, σε συνδυασμό με έξαρση της παραγωγικότητας φωτοσυνθετικών φυκών στους ωκεανούς – διαδικασίες που δέσμευαν διοξείδιο του άνθρακα απ’ την ατμόσφαιρα, μειώνοντάς το. Πιθανός τρόπος επιβίωσης της ζωής στις αντίξοες συνθήκες: κρυμμένη στο σκοτάδι σε υδροθερμικές αναβλύσεις σε ωκεάνιους βυθούς ή λιγοστή, σε λίμνες-καταφύγια στην επιφάνεια του πάγου, δίπλα σε ηφαίστεια. Πιθανός λόγος απεμπλοκής από τη ζοφερή πραγματικότητα: μια περίοδος παγκόσμιας ηφαιστειακής έξαρσης που τάισε με βία και υπερβολικά την ατμόσφαιρα με διοξείδιο του άνθρακα. Το παγωμένο κάλυμμα είχε ουσιαστικά μπλοκάρει και αποσάθρωση και φωτοσύνθεση. Έτσι, οι συγκεντρώσεις του αερίου έφτασαν σε επίπεδα εκατοντάδες φορές ψηλότερα απ’ όσο στις μέρες μας. Το λευκό κουκούλι έσπασε κι έλιωσε.

    Winter in July: η υπόθεση της Γης-χιονόμπαλας ήρθε στο προσκήνιο από την ομάδα του γεωλόγου Paul Hoffman ύστερα από δημοσίευση στο περιοδικό Science το καλοκαίρι 1998. Η ομάδα μελέτησε πετρώματα στη Ναμίμπια προερχόμενα από παγετώδεις αποθέσεις και που έφεραν μαγνητικό αποτύπωμα σχηματισμού τους σε τροπικούς παραλλήλους.

  • Papillon

    Γιορτινοί τοίχοι όμορφων φίλων γέμισαν φέτος με φωτογραφίες όπου ποζάρουν κουστουμαρισμένοι με παπιγιόν. Πίστεψαν ατυχώς ότι προσδίδει class και κύρος.

    Κακή η σχέση μου με το παπιγιόν. Κόπηκε όταν, για πρώτη και τελευταία φορά, είχε η μητέρα μου τη φαεινή ιδέα να μου το φορέσει σε προνηπιακή ηλικία, κάτω από το θερμό πασχαλινό ήλιο της Κύπρου. Στη γκρίνια μου εξαιτίας της αποπνικτικής δυσφορίας απάντησε με χαστούκι που μου έριξε αναμένοντας το κλικ του φακού. Την εκδικήθηκα και της χάλασα δια παντός τη φωτογραφία (από τον επαγγελματία φωτογράφο της γιορτής), με επιτυχημένο προσποιητό μορφασμό κλάματος, ο οποίος ακύρωσε το πηγαίο κοτσιδωτό χαμόγελο της αδελφούλας μου.

    Ανανέωσα την απέχθειά μου για τα παπιγιόν σαν ξαναήρθαν στη μόδα στα μισητά 80ς, φορεμένα από ανέραστη τηλεπερσόνα με καριέρα που είχε άδοξο (και πράγματι ανέραστο) τέλος. Pee-wee Herman Hell.

    Οριστική η προτίμησή μου για τα με διακριτικότητα ξεκούμπωτα πουκάμισα. Τα φορεμένα από αγαπημένους κοινούς θνητούς όταν βγαίνουν από τη διπλανή πόρτα και καλημερίζουν.

    Πολλά, αυθόρμητα likes.

    Για τους υπόλοιπους, τους λίγους και θρυλικούς, συγχωρεμένη η όποια επιτήδευση.

  • Νέφη Ελλήνων

    Πέμπτη, 3 Ιανουαρίου 2019: Χειμερινοί ουρανοί, υψηλών πτήσεων οιωνοσκόπων. Κι ας πατήθηκαν από αναγνωριστικά U2. Κι ας έγιναν οι χαμηλού κόστους friendly skies της Zooropa.

  • Διορθώσεις

    Στο Fearless, μια από τις ξεχασμένες ταινίες του Αυστραλού Peter Weir, ο Μαξ (Jeff Bridges) έχει επιζήσει με άλλους λίγους συνεπιβάτες αεροπορικού ατυχήματος. Μαζί του και η Κάρλα (Rosie Perez) που έχασε το γιό της, ένα μωρό το οποίο κρατούσε σφικτά την ώρα της πρόσκρουσης και που τινάχτηκε από την αγκαλιά της. Η Κάρλα πνίγεται από ενοχή, δεν μπορεί να συγχωρήσει τον εαυτό της. Ο τρελαμένος, υπερβολικά άφοβος και αποξενωμένος από τους οικείους του ύστερα από το ατύχημα Μαξ, νιώθει πλέον άνετα μόνο ανάμεσα στους επιζήσαντες. Βάζει την απελπισμένη Κάρλα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του, δίνοντάς της να βαστήξει γερά το κουτί με τα εργαλεία – το αγοράκι σου, της λέει -, γκαζώνει και στουκάρει σε μαντρότοιχο. Το κουτί ξεφεύγει από το αγκάλιασμα της μητέρας και ο Μαξ τραυματίζεται.

    Στις 22 Ιουλίου της περασμένης χρονιάς, έφυγα για δουλειά στην επαρχία μέσω της Αθηνών – Κορίνθου. Τα μαντάτα της φωτιάς με βρήκαν βρόμικο και κουρασμένο σε μικρό γιαπί, στο πόδι όλη μέρα με μαστόρους. Φίλη έστειλε μήνυμα, έλεγε για καπνό και δυνατό αέρα στη Αθήνα. Λαγοκοιμήθηκα και σηκώθηκα χαράματα, ανήσυχος, με την έννοια. Σε καφενείο διάβασα για νεκρούς που βρήκαν τη νύκτα. Ήξερα, όπως όλοι, ότι το φως της μέρας θα φανέρωνε πολλαπλάσιους.

    Παρηγοριά το διαδίκτυο, να συζητάς, να μαθαίνεις. Και πλάνη, εκείνη η αίσθηση ότι γνωρίζοντας περισσότερα θα καταφέρεις να σπρώξεις προς τα πίσω το λίγο χρόνο που μεσολάβησε από το πριν να φτάσει το κακό. Ότι τα πράγματα θα γυρίσουν στο ίσο τους, ότι δεν θα προλάβει ο χρόνος να πετρώσει το απρόσμενο τσιμέντο της ανατροπής.

    Το ψηφιδωτό της καταστροφής ξεδίπλωνε, γραφικές λεπτομέρειες το συμπλήρωναν. Εικόνες και ιστορίες οι οποίες αντί ν’ απαντούν εξαγρίωναν. Ο θυμός μοναδική, κόκκινη, συνιστώσα στη δημόσια έκφραση του πόνου. Θυμός που εκφυλίστηκε στη μέσω κατηγοριών εκλογίκευση, που μπορούσε να ηρεμήσει μόνο με την εδώ και τώρα ευθύνη, με την απλούστευση, με το συγκεκριμένο – το Υπουργείο, η Περιφέρεια, τα δασαρχεία, η πυροσβεστική, το «όλοι μαζί» τα καταπατήσαμε, το «όχι, το Μάτι ήταν παλιά χαρακτηρισμένο αγροτική περιοχή», οι οικοπεδούχοι που έφραξαν την πρόσβαση στη θάλασσα. Το συρματόπλεγμα. Έβγαινα τρελαμένος στο στενό να πιάσω δεδομένα στο τηλέφωνο, οι εικόνες και οι ιστορίες με αποτέλειωναν. Αγχωμένος, είχα πέντε μέρες να ολοκληρώσω τη δουλειά και Τετάρτη μεσημέρι, σαν ήρθε η σύνδεση με το ηλεκτρικό, άρπαξα την καφετιέρα να φτιάξω καφέ, άγρυπνος όλη τη νύχτα. Μου γλίστρησε από τα χέρια κι έσπασε. Τα έχωσα στο σύντροφό μου, ο οποίος το μόνο που έκανε εκείνες τις μέρες, ήταν να βοηθάει, ουσιαστικά και πρακτικά.

    Το βράδυ του κράτησα το χέρι και δίχως να μιλώ, με βρήκε ο ύπνος.

    Βδομάδες έκανε να περάσει η στενοχώρια. Ίσως τώρα που γράφω, με την αλλαγή της χρονιάς, η ύπουλη θλίψη είναι ακόμα μαζί μου. Με βάρυνε πολύ το θανατικό. Αλλά Αττική και ο σεισμός το 1999. Στο κατώφλι μας και το Σάμινα. Και οι πυρκαγιές του 2007, με το ολοκαύτωμα στην Αρτέμιδα. Τότε είχα αντιδράσει διαφορετικά. Το φθινόπωρο, μετά το σεισμό, βοήθησα μέσω μιας ΜΚΟ, να γίνουν έλεγχοι στατικότητας σε σπίτια της Αθήνας, ύστερα από κάλεσμα της Πολεοδομίας. Το 2007, τις μέρες της χριστουγεννιάτικης άδειας επέστρεψα στην Ελλάδα (ζούσα τότε στο εξωτερικό) και κατέβηκα την Ηλεία, στην παρέα κι ένας δασολόγος. Είδαμε τη ζημιά, έμαθα για προοπτικές αποκατάστασης. Είχα χαρεί σαν έγινα μάρτυρας της φυσικής αναγέννησης. Μωράκια χαλεπίου πεύκης να ξεπετάγονται βλασταράκια απ’ το χώμα.

    Αυτόν τον καιρό, η σκέψη να περάσω από το Μάτι δεν παλεύεται. Ίσως βάρυνα,  βαρύ και το αποτύπωμα των 11 χρόνων από ‘κείνη τη χριστουγεννιάτικη εκδρομή στην Ηλεία. Οι αντοχές και η διάθεση λιγόστεψαν. Δυσκολεύεται τη φετινή χρονιά η μηχανή να τρέξει ηλεκτρισμένη απ’ τα περσινά, τις αρρώστιες και τα θανατικά. Αγκομαχεί – δεν κρατούν τα χέρια. (Ποιους θα έπειθε ο γερο-Σαββόπουλος αν τραγουδούσε αυτούς τους στίχους φέτος;)

    Δεν δίνω συγχωροχάρτι με αυτά που γράφω, ευθύνες υπάρχουν. Ύβρη και ασέβεια στους νεκρούς η βεβαιότητά σου ότι έκανες αυτό που ακριβώς έπρεπε να κάνεις,. Οι παραιτήσεις των όποιων αρμοδίων είναι αναμενόμενες σε τέτοιες καταστροφές. Το μόνο βέβαιο είναι ότι κάτι παραπάνω θα μπορούσε να έχει γίνει, κάποιος άλλος – απ’ όλους τους υπόλοιπους – θα μπορούσε να δράσει αποτελεσματικότερα από σένα. Κι εσύ απαλλάσσεις αυτόματα τον εαυτό σου, χρησιμοποιώντας για δικαιολογία το μέγεθος της καταστροφής. Ανάμεσα στη (μπλαζέ) έπαρση και την παραίτηση, δε χωρά επιλογή. Ή θα χαρακτηριστείς από ξιπασιά ή θα αποχωρήσεις (και θα σε θυμούνται για αξιοπρέπεια κι όχι για αποτυχία).

    Είναι και οι άλλοι. Τη νοημοσύνη του υποτίμησε κι όχι τη δική μας δασολόγος, ο οποίος προσκολλημένος σε μικροπολιτικές εμμονές, απαξίωσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναφορές που συνέδεαν τις πυρκαγιές με την κλιματική αλλαγή (όπως θα έκαναν όχι αριστεροί αλλά εξ ίσου σπουδαγμένοι σύμβουλοι του Τραμπ), ώστε ν’ αναδείξει, καθαρά για αντιπολίτευση, το ζήτημα της ελλιπούς διαχείρισης της πυρκαγιάς ως το μόνο άξιο συζήτησης. Πεισματικά, αδιαφορώντας για τις ακραίες μετεωρολογικές συνθήκες που όρισαν την εξέλιξη της φωτιάς και το γεγονός ότι τις μέρες εκείνες πρωτόγνωρου μεγέθους δασικές πυρκαγιές έκαιγαν στη Σουηδία (και όχι μόνο), ύστερα από πρωτόγνωρη ξηρασία.

    Στην εθνική προς Κόρινθο, στην έξοδο της τρίτης σήραγγας, εκεί που ξεδιπλώνει μπροστά ο δρόμος για Κινέττα, ανοίγει σινεμασκόπ η εικόνα της περσινής δίδυμης φωτιάς στην Αττική. Δεξιά στα Γεράνεια, σκόρπια αποκαΐδια λυόμενων σπιτιών και το πευκόδασος που σκαρφαλώνει το γκρεμό, καμένο, σε σημεία καψαλισμένο, μαρτυρία του γεγονότος ότι η φωτιά κατηφόρισε τρέχοντας με δρασκελιές την πλαγιά. Αριστερά η θάλασσα και η απότομη κορδέλα ξηράς που χωρίζει την εθνική απ’ την ακτή. Στην ευθεία, οι τρεις λωρίδες ανά κατεύθυνση, οι δύο βοηθητικές και το φαρδύ διαχωριστικό. Στις 23 Ιουλίου η φλόγα πήδησε όλο το πλάτος του οδοστρώματος και με ευκολία πέρασε στην κάτω μεριά, προς τη θάλασσα.

    Υπάρχουν ευθύνες. Αλλά και μεγάλη αφέλεια σα ρωτάς, όσο κι αν πονάς ή θυμώνεις, πώς άφησαν να περάσει η φωτιά τη Μαραθώνος.

    Μπορεί το Μάτι να είναι τόπος ταμπού στο χάρτη μου, αλλά τη διαδρομή στην εθνική την κάνω συχνά. Βγαίνοντας απ’ το τούνελ, θυμάμαι την προσευχούλα που μου έμαθε πριν πολλά χρόνια φίλος καλός που είχε κάποια ζητήματα με χρήση ουσιών: Θεέ, δώσε μου τη γαλήνη να δεχτώ αυτά που δεν μπορώ ν’ αλλάξω, το κουράγιο αλλάξω εκείνα που μπορώ και τη σοφία να γνωρίζω τη διαφορά. Καιρός να δεχτώ ότι μια εποχή στην κόλαση δεν την ακολουθεί απαραιτήτως δημιουργική φλασιά ούτε ηρωικό σάλπισμα ξεσηκωμού, αλλά η σοφία ενός σκαντζόχοιρου, η αξιοπρέπειά του στο κουλούριασμα. Καιρός να δεχτώ ότι αν στουκάρεις σε τοίχο λαβώνεσαι και σημαδεύει, ότι κάποια πολύτιμα θα χαθούν απ’ τα χέρια σου.

    Υπόσχεση, διόρθωση, στον εαυτό μου για τη νέα χρονιά. Εγώ που έχω την πολυτέλεια (και την τεμπελιά) να εμπνέομαι απ’ το σκαντζόχοιρο, να με συγχωρώ: κρατώ στα χέρια μου μόνο το δικό μου μέλλον, όσο κι αν αυτό είναι. Μία η διαφορά, η τεράστια: αν κρατούσα το μέλλον των παιδιών μου, θα έσφιγγα μ’ όλη τη δύναμη, με νύχια και δόντια. Όπως η Κάρλα.

    Εύχομαι να τα καταφέρετε. Προϋπόθεση να κατανοήσετε και να διορθώσετε κι εσείς τις μελλοντικές προτεραιότητες. Το αεροπλάνο ακόμα πετάει.

  • “Σπίθες τρεμόσβηστες στις υγρές μας παλάμες”

    Την παραμονή ξυπνήσαμε με βροχή. Συνέχισα τις προσπάθειες να επικοινωνήσω με τη μάντρα απ’ όπου αγοράζουμε ξύλα. Μας είχαν λιγοστέψει ανησυχητικά και αμέλησα, όσο ήμουν Αθήνα, να τηλεφωνήσω να παραγγείλω. Εξακολουθούσαν να μην απαντούν κι αποφασίσαμε να κατέβουμε οι ίδιοι εκεί, κάτω στον κάμπο, μπας κι είχαν αλλάξει αριθμό. Οδηγώντας, είδαμε τις κουρτίνες νερού πάνω απ’ το νότο. Φτάσαμε και την ώρα που κοιτάζαμε το κλειστό τροχόσπιτο της μάντρας και τους βρεγμένους σωρούς με τα ξύλα έριχνε καρέκλες. Γύρω λάσπη και νερολακκούβες. Τηλεφώνησα ξανά κι αυτή τη φορά απάντησαν. Καψόνι, έπρεπε να έρθουμε 40 λεπτά να τους βρούμε κλειστούς, ώστε τελικά να παραγγείλουμε τηλεφωνικά.

    Στο Σκλαβενίτη αγοράσαμε εφεδρική σόμπα αλογόνου. Πήραμε και μπισκότα, είχαν λιγοστέψει κι αυτά. Φάγαμε σε μαγέρικο που πάντα τρώμε όποτε κατεβούμε για προμήθειες.

    Πίσω, το χωριό έρημο. Το σκυλί μας περίμενε προφυλαγμένο απ’ τη βροχή έξω από το άδειο σπίτι του γείτονα. Το μπάσαμε μέσα και την άραξε για το υπόλοιπο της μέρας στο χαλί μπροστά απ’ τη σόμπα. Βρήκα κατεβασμένη σ’ ένα ξεχασμένο στικάκι τη «Μια Πορνογραφική Σχέση», ταινία γαλλική και την παρακολουθήσαμε.

    Κοιμηθήκαμε από τις 10 το βράδυ. Με ξύπνησε το τράνταγμα του κρεβατιού, όταν σηκώθηκε νύχτα. Σαν τον ρώτησα αν είναι καλά μου απάντησε ότι πάει προς νερού του. Κτύπησα δίπλα την οθόνη του κινητού, με το δάχτυλο, και με μισό μάτι είδα την ένδειξη: 12:04. Παρατήρησα ότι μόλις είχε αλλάξει ο χρόνος κι ευχήθηκα καλή χρονιά. Αντευχήθηκε. Ρώτησα αν το σκυλί κοιμόταν ακόμα στο χαλί και του ζήτησα να το βγάλει έξω. Κατέβηκε μουρμουρίζοντας και σα γύρισε γκρίνιαξε ότι το σκυλί δεν το κουνάει. Μουρμούρισα κι εγώ ότι έδωσα 30 ευρώ να καθαρίσουν το χαλί στην Αθήνα. Σκέφτηκα, πρώτο πράγμα το πρωί, να βγάλω το ζωντανό έξω να κατουρήσει.

    Συμφωνήσαμε να μαγειρέψουμε το σολομό για Πρωτοχρονιά. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Πρέπει να με ξαναπήρε ο ύπνος αμέσως.