Author: Θωμάς Ξωμερίτης

  • Τηθύος μικρογραφία

    Στα βορειοδυτικά της χερσονήσου των Μεθάνων υπάρχει μια απομονωμένη παραλία. Ακόμα και μεσοκαλόκαιρο να πας, το πιθανότερο να βρεθείς εκεί μόνος. Αφιλόξενο ακρογιάλι, δύσκολο στο περπάτημα και άβολο στο ξάπλωμα, στρωμένο με κροκάλες από το ηφαιστειακό πέτρωμα. Ελάχιστοι απ’ όσους το επισκέφτηκαν το αγάπησαν.

    Πριν δύο χρόνια, στην ξερολιθιά που χωρίζει το γιαλό από καλαμιές και χέρσα χωράφια, έφτιαξαν εικονοστάσι στη μνήμη ενός νέου άντρα που πνίγηκε το καλοκαίρι του ‘16. Ψάρευε στα βαθιά με τον αδελφό του. Ίσως κάποιο ψάρι, μου είπαν, κάτι μεγάλο θα τον τράβηξε σε μακριά επικίνδυνη κατάδυση.

    Στα ανοιχτά της περιοχής βρίσκονται τα βαθύτερα νερά στο Σαρωνικό. Εκεί κι ο Παυσανίας, ο υποθαλάσσιος κρατήρας τον οποίο ανακάλυψε το ‘87 το ωκεανογραφικό σκάφος Αιγαίο. Η κορφή του στα 143 μέτρα κάτω από την επιφάνεια. Ο κώνος, διαμέτρου τριών χιλιομέτρων, υψώνεται τετρακόσια μέτρα πάνω από το βυθό.

    Εκρηξιγενής η άγνωστη ταυτότητα του δυτικού Σαρωνικού. Από το βορρά, απ’ το Σουσάκι στην Αττική ως τα Μέθανα της Τροιζηνίας, στο νότο. Στα ενδιάμεσα ηφαιστειακοί σχηματισμοί βυθισμένοι, ενεργοί. Προβλέψιμη ταυτότητα, στα νερά του κόλπου η αναμενόμενη έκρηξη: βορειοδυτικά των Μεθάνων, δυτικά απ’ το Αγκίστρι.

    Μια στενή φλούδα απομένει από τον ωκεανό της Τηθύος που χώριζε τη Λαυρασία του βορρά από τη νότια υπερήπειρο της Γκοντβάνας. Το αφρικανικό θραύσμα της Γκοντβάνας, κινούμενο αργά και αενάως, πιέζει και διπλώνει στα δύο το υπόλειμμα του ωκεάνιου φλοιού, σπρώχνοντάς το στο μανδύα. Σεισμοί και ηφαίστεια, τα ηφαίστεια στοιχισμένα σε δύο καμπύλες. Ιταλία και Ελλάδα. Το υποβυθιζόμενο ίζημα κι ο βράχος λιώνουν στις αβυσσαλέες θερμοκρασίες κι εκεί αναδύεται μάγμα. Γιγάντιες σταγόνες, όπως vintage lava-lamps σε super slow-mo. Η αχανής Τηθύς σμίκρυνε, αυτοεξημερώθηκε σε κλειστή Μεσόγειο, επιτρέποντας στον άνθρωπο να μετρά τον κόσμο με μέτρο ανθρώπινο, να μην πελαγώνει.

    Πάντα μια ακτή στον ορίζοντα.

    Τόξο τα ελληνικά ηφαίστεια, αλυσίδα, πρώτος κρίκος ο γέρος στο Σουσάκι. Στη σειρά, Μέθανα, Πόρος, Αντίμηλος, Μήλος, Σαντορίνη, Νίσυρος, Γυαλί και Κως – αυτά ξεμύτισαν. Δίπλα τους, στα σκοτεινά των νερών, ντροπαλά αδέλφια. Τα μέτρησε και κατέγραψε το βαθυσκάφος Θέτις στις εξορμήσεις με το ωκεανογραφικό Αιγαίο.

    Ψηφιδωτό τα Μέθανα, ενάμισι εκατομμύριο χρόνια ιστορίας, γεωλογικής. Τριάντα δύο ηφαίστεια, κρατήρες, θόλοι, γλώσσες λάβας, τόφφοι και σκουριά. Τα θεμέλια σε μεσοζωικό ασβεστόλιθο. Η Μαύρη Πέτρα, η νεότερη των ενοτήτων που χτίζουν την χερσόνησο, γεννήθηκε σε πρόσφατη έκρηξη, μόλις το 238 π.Χ. Υψώθηκε βουνό ψηλό, γράφει ο Στράβωνας, απλησίαστο τη μέρα από τη ζέστη και τη μυρωδιά θειαφιού που έλαμπε τη νύκτα από μακριά, τόσο καυτό που έβραζε η θάλασσα. Και ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις λέει για το πλατύ λιβάδι που υπήρχε κάποτε αλλά τώρα στέκεται εκεί το βουνό κι από κάτω άνεμοι στην Άβυσσο κλειδωμένοι.

    Πρόσφατα το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου ανακοίνωσε ότι ξεκινά τη συστηματική παρακολούθηση του ηφαιστείου των Μεθάνων. Τρεις σταθμοί είναι στημένοι στους οικισμούς των Αγίων Θεοδώρων, της Άνω Μούσκας και του Μεγαλοχωρίου. Αναμένεται εγκατάσταση άλλων τριών στην Καμένη Χώρα, στα πόδια της Μαύρης Πέτρας, στην πόλη των Μεθάνων και στο Άνω Φανάρι Αργολίδας ή στο Αγκίστρι. Σύστημα GPS θα δέσει την περιοχή για να μετρά παραμορφώσεις του εδάφους, τις πλέον ελάχιστες. Ταυτόχρονα, παρακολούθηση του Παυσανία που σύμφωνα με μαρτυρίες εξερράγη πριν 300 χρόνια.

    Ο Παυσανίας στα «Κορινθιακά» σημειώνει ότι στην Τροιζηνία υπάρχει χερσόνησος που διεισδύει μακριά στη θάλασσα. Στα παράλια είναι χτισμένος οικισμός με τ’ όνομα Μέθανα. Εκεί βρίσκεται ιερό της Ίσιδας και στην αγορά αγάλματα, ένα του Ερμή και το άλλο του Ηρακλή. Σε απόσταση τριάντα σταδίων περίπου υπάρχουν θερμά λουτρά. Λένε ότι το νερό πρωτοεμφανίστηκε όταν ήταν βασιλιάς των Μακεδόνων ο Αντίγονος, ο γιος του Δημητρίου. Δεν φάνηκε αρχικά νερό αλλά μεγάλη φωτιά που ξεχύθηκε μαζικά από τη γη και σαν έσβησε κύλησε νερό που κυλά μέχρι σήμερα, ζεστό και πολύ αρμυρό. Ο λουόμενος δεν θα βρει κοντά κρύο νερό και δεν θα βουτήξει να κολυμπήσει στη θάλασσα δίχως κίνδυνο, καθώς υπάρχουν πολλά άλλα θηρία και πλήθος σκυλόψαρα…

    …θηρία γάρ καί άλλα καί κύνας παρέχεται πλείστους…

    Ανατολικά του Αγίου Νικολάου, μονοπάτι φέρνει από τον παραλιακό δρόμο σε απότομη βραχώδη πλαγιά. Στην άκρη του σκαλιά κατεβάζουν στη θάλασσα. Εκεί, εντός μικρού χτίσματος, υπάρχει γούρνα με ζεστό νερό. Στις αρχές Αυγούστου του 2009 βρέθηκαν μέσα νεκροί ένας 79χρονος με την 76χρονη σύζυγό του, ξαπλωμένοι. Οι συγγενείς ανήσυχοι είχαν ειδοποιήσει το Αστυνομικό Τμήμα Μεθάνων.

    Αγαπημένο ζευγάρι σε γλυκιά νύστα αναθυμιάσεων.

    Περπατώντας τη συνηθισμένη διαδρομή για τη μακρινή παραλία, λίγες μέρες αργότερα, κατέβηκα τα σκαλιά. Δίπλα στην κλεισμένη γούρνα είδα ένα κερί. Παραδόξως, έκαιγε η φλόγα.

    Ευθεία το μάτι από την ακτή της χερσονήσου, λάμπουν τη νύχτα τα φώτα της Μότορ Όιλ και του αυτοκινητόδρομου. Οδηγώντας στην Εθνική για Κόρινθο, στα διυλιστήρια, δεξιά οι πρόποδες των Γερανείων. Μια πινακίδα γράφει “Volcano land”, σχολή εκπαίδευσης σκύλων. Εκεί ο  Μαθουσάλας, το Σουσάκι, ο χαμηλός λόφος με τα ανοιχτά τα σωθικά, μέσα του μικρή κοιλάδα. Λείψανο ηφαιστείου, δίχως μεγαλείο, μη προσδοκάτε Φουτζιγιάμα, Αίτνα ή Ποποκατέπετλ. Ενδιαφέρουσα η ιστορία του. Μια μεγάλη λίμνη πριν πέντε εκατομμύρια χρόνια στο Σουσάκι και στα τέσσερα ξεκίνησε το πανηγύρι, γέμισε τέφρα και λάβα η λίμνη, μισό εκατομμύριο χρόνια γλέντι. Ύστερα διακοπή, ηρεμία. Και πριν 2,7 εκατομμύρια, νέα δραστηριότητα που βάσταξε τετρακόσιες χιλιάδες.

    Τι ύψη να έπιασε το ηφαίστειο πριν σβήσει ο κύκλος που κάποτε ήταν αιωνιότητα, πριν διαβρωθούν πλαγιές και στεγνώσει η λίμνη;

    Στο Σουσάκι ψυχεδέλεια πετρωμάτων από τη δράση των ατμίδων, αλλοιωμένο το χρώμα του χώματος. Ένας παρατεταμένος ρόγχος, βρωμερή η ανάσα του.

    Η σκυτάλη στο νότο, στα Μέθανα.

    Μην επιχειρήσετε επίσκεψη το καλοκαίρι, ακόμα και με γερούς πνεύμονες. Πηχτός καύσωνας μέσα στο κάτοπτρο της κοιλάδας. Τα μάτια των ατμίδων ξερνούν υδρατμούς, διοξείδιο άνθρακα και θείου, υδρόθειο και υδροχλώριο.

    Να επιχειρήσετε πισίνα σε ξενοδοχείο της πόλης των Μεθάνων. Δίπλα σε βράχο που βγάζει νερό – γαλακτώδες, πυκνό, αλμυρό και θείο. Μισή ώρα ο κανόνας, το κεφάλι έξω, γύρω – γύρω και αργά, μαυρισμένα χέρια από τον ήλιο κόντρα σε ασπρογάλαζη υγρή θολούρα. Τραχιά αρμύρα στραγγίζει το δέρμα, καυστική. Στη συνέχεια θάλασσα και χάδι ξέπλυμα στο ντους. Μα η μυρωδιά παραμένει στο δέρμα, στη μύτη βούρκος κι απόχρωση σκουριάς, για μέρες. Μνήμη νερών της σπηλιάς του Καϊάφα ή αργίλου σε ινδιάνικα σχήματα, ζωγραφισμένα σε παιδικό κορμί σε κεφαλονίτικη παραλία.

    Βαθιά τα νερά στα βορειοδυτικά της χερσονήσου. Μακρινή, δύσκολη η παραλία. Γουλί, βράχος και αχινός φρουρούν την είσοδο στη θάλασσα. Αλλά σα γλιστρήσεις απόλαυση, αγκαλιά του κορμιού από υγρή ελαφράδα. Από κάτω απότομη η κλίση του βυθού, λωρίδα άμμου, γαλανό που σκουραίνει και σύντομα σκοτεινιάζει. Μακροβούτι σε παραβολική τροχιά, πασχίζεις με κατεύθυνση προς τα ανοικτά και προς τα κάτω, παλεύεις με την άνωση, το μάτι ολάνοιχτο προς τα βαθιά, πόνος στο αυτί και κρύο στο πρόσωπο, διεγερτικό. Δεν αντέχεις, σύντομη η κατάδυση, χτύποι αδρεναλίνης στην καρδιά, επιστροφή στην επιφάνεια για βίαιη, δυνατή εισπνοή.

    Deep dive. Έτσι ονομάζεται η σπάνια συμπεριφορά της δερματοχελώνας όταν βουτά σε βάθη 1.300 μέτρων και χάνεται για περισσότερο από μια ώρα. Κρυφός παίκτης, γεροί πνεύμονες μια άλλης ζωής, δύναμη.

    Άλλο θηρίο, ίσως σε μια άλλη ζωή. Ποιος ξέρει, ύστερα από ποια αφασική αιωνιότητα κι αν θα θυμόμαστε να μετράμε ανθρώπινα;

  • David Bowman – 2001 / Katie Bouman – 2019

    The Eye of Japetus had blinked, as if to remove an irritating speck of dust. David Bowman had time for just one broken sentence which the waiting men in Mission Control, nine hundred million miles away and eighty minutes in the future, were never to forget:

    “The thing’s hollow – it goes on forever – and – oh my God! – it’s full of stars!

    2001: a Space Odyssey – Arthur C. Clarke (1968)

  • Νομάδες

    Τα καλοκαιρινά βράδια, κοντά σε σουβλατζίδικο της γειτονιάς πουλάνε καρπούζια από ένα ημιφορτηγό. Συχνά ένα κοριτσάκι έρχεται να ζητιανέψει λεφτά από τους θαμώνες, να πάρει κάτι να φάει. Ίσως η ίδια η οικογένεια στέλνει την κοπέλα – πατέρας, μητέρα, αδέλφια – ίσως από μόνη της. Δίχως λόγο η επαιτεία, με την επίγνωση και ανοχή της οικογένειας. Ούτε πεινασμένο, ούτε κακοζωισμένο δείχνει το κορίτσι.

    Εύκολο το συμπέρασμα ότι οι Ρομά χαρακτηρίζονται από ελαστική ανοχή στη ζητιανιά, σε σύγκριση τουλάχιστον με άλλα μέρη της όχι ιδιαίτερα πολυπολιτισμικής ελληνικής κοινωνίας. Ανοχή όχι μόνο στη ζητιανιά αλλά και στην μικροπαραβατικότητα, σε ό, τι θεωρούμε μικροπαραβατικότητα. Τα μιμίδια του Richard Dawkins (πριν την κατάχρηση στο διαδίκτυο του όρου). Αναφέρομαι σε βασικούς τρόπους συμπεριφοράς, νοοτροπίες, αντιλήψεις που προσαρμόζονται στο κοινωνικό (και φυσικό) περιβάλλον, πολλαπλασιάζονται, μεταδίδονται κι αλλάζουν, παρόμοια με τα βιολογικά γονίδια. Αν και αμφιλεγόμενη για πολλούς η προσέγγιση, είναι σημαντική η αποδέσμευση από τη συσχέτιση που υπάρχει στα μυαλά πολλών της κουλτούρας με τα γονίδια – θεμέλιο αυτό του ρατσισμού. Ας σκεφτούμε την ευκολία με την οποία δεχόμαστε στη συζήτηση και στο γραπτό λόγο, αυτό το «έχει περάσει στο DNA των Νεοελλήνων» ως σχήμα λόγου, κάτι επί της ουσίας ρατσιστικό, που πολλοί προσλαμβάνουν κυριολεκτικά.

    Αναφερόμαστε σε συμπεριφορές. ΟΚ λοιπόν, δεν τις αντιμετωπίζουμε με ρατσισμό, πιστεύουμε ότι δεν είναι κωδικοποιημένες στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Παρόλα αυτά προκαταλήψεις υπάρχουν στην αντιμετώπιση συμπεριφορών με γενίκευση, απλούστευση, παρερμηνεία και άγνοια, στη σύγκριση και εξαγωγή συμπερασμάτων, στη σιγουριά για δικές μας ηθικές υπεροχές.

    Όπως το δικό μου συμπέρασμα για την επαιτεία του κοριτσιού.

    Τα γράφω αυτά με αφορμή την παγκόσμια ημέρα Ρομά στις 8 του Απρίλη, μέρα εορτασμού για τους Τσιγγάνους του κόσμου. Θυμήθηκα με την ευκαιρία τον «ξανθό άγγελο» το 2013, τη μαζική αντίδραση στην ελληνική κοινωνία που δεν ήταν ένδειξη μόνο προκατάληψης. Παραλήρημα εκείνο το φθινόπωρο.

    Ίσως προκατάληψή μου να μην αμφισβητήσω το εμπόριο οργάνων, τα χαμένα παιδιά, τους γάμους ανηλίκων, τις μη νόμιμες τεκνοθεσίες, τα κυκλώματα, τη συλλογή επιδομάτων. Ότι δεν αμφισβήτησα το γεγονός ότι η μικρή Μαρία υπήρξε «θύμα» μιας «υιοθεσίας» που δεν ακολούθησε νομότυπη διαδικασία.

    Ίσως οι πρακτικές αυτές ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μέρους της κοινότητας των Ρομά.

    Για μένα όμως ήταν ολοφάνερο ότι τη μικρή Μαρία, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, τη φρόντιζαν οι θετοί της γονείς. Και το ότι οι δύο αυτοί άνθρωποι υπέστησαν το χειρότερο δημόσιο εξευτελισμό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με το σιγοντάρισμα της τότε πολιτικής ηγεσίας που έχει βγει σε αναξιοπρεπή ζητιανιά ευσήμων από τη διεθνή κοινότητα, ποδοπατώντας αξιοπρέπεια ανήμπορων.

    Δεν ήταν μόνο ο εξευτελισμός που υπέστη η θετή οικογένεια της Μαρίας. Περισσότερο εξοργιστικό το γεγονός ότι ενώ το παιδί δεν έδειχνε κακοποιημένο, ενώ φαινόταν να ζει σε ικανοποιητικές συνθήκες, δεν δίστασαν να το ξεριζώσουν από το σπίτι που ζούσε, αυτό που γνώριζε για σπίτι. Όλα αυτά με βάση προκαταλήψεις για πρακτικές και συνήθειες των γύφτων. Κυρίως το γεγονός ότι ένα ξανθό παιδί δεν μπορεί να διαβιώνει, να συνυπάρχει με σκουρόχρωμους κακομούτσουνους, ότι το παιδί ήταν σίγουρα κλεμμένο γιατί όπως ξέρουμε οι Γύφτοι κλέβουν παιδιά. Λίγα μπορούμε να κάνουμε για τα μελαμψά παιδάκια. Αλλά ένα ξανθό παιδί, όπως και να το κάνουμε, είναι ένα ξανθό παιδί, πάντα ένας ξανθός άγγελος. Ένας άγγελος δεν μπορεί να συμβιώνει με την ατυχία των σκουρόχρωμων παιδιών, είτε γεννημένα σκουρόχρωμα, είτε κλεμμένα σκουρόχρωμα, με τα μαυρούλικα, τους πάντα διαβόλους. Τα μαυριδερά παιδάκια δεν θα γίνουν ποτέ άγγελοι, παιδάκι άγγελος πάντα ξανθό.

    Εκεί βρίσκεται η ουσία της ρατσιστικής αντιμετώπισης του ζητήματος, που σάρωσε όλους τους Ρομά, εδώ κι έξι χρόνια.

    Μέσα μαζικής ενημέρωσης (όχι αποκλειστικά στην Ελλάδα), αστοιχείωτοι συντάκτες με υποτελή και υπολειπόμενα γονίδια ευφυΐας, δίχως να νοιαστούν να ψάξουν, να κατανοήσουν και να συνδέσουν με τα γεγονότα τις στοιχειώδεις, απαραίτητες για την αντικειμενικότητα, πληροφορίες. Κανένας δεν υποψιάστηκε τότε την πιθανότητα ο ξανθός άγγελος να μην ήταν Σκανδιναβός, Γερμανός, γενικά ουράνιος Υπερβόρειος, αλλά γόνος γύφτων με υπολειπόμενο γονίδιο αλμπινισμού, λευκοπάθειας, όπως χιλιάδες άλλοι, παντού, ιδιαίτερα στα αφρικανικά πλάτη (εκεί θύματα του χειρότερου ρατσισμού). Μαζική αμάθεια που έβγαλε τρυφερά συμπεράσματα ελπίδας για ξανθούς αγγέλους, ταΐζοντας με μαύρη ευσπλαχνία τις καρδιές, παίζοντας και πουλώντας φτήνια συμπάθειας, οργής και δικαίωσης.

    Μεγάλη η εκμετάλλευση των παιδιών μέσω χειραγώγησης από εξουσίες και κατεστημένα, με το πούλημα και τον εκβιασμό δακρύων στο όνομά τους.

    Άλυτα τα ζητήματα με τον τρόπο που ενσωματώθηκαν κοινωνίες της διασποράς στον κατασταλαγμένο εικοστό πρώτο αιώνα. Παλιές οι ανάγκες επιλογής μιμιδίων συνεχούς μετακίνησης και αλλαγής, η επιβίωση των παλιών νομάδων. Οι Ρομά της διασποράς, παιδιά της Ινδίας όπως τους αποκαλεί η ινδική κυβέρνηση. Ο τρόπος τους σε σύγκρουση με τον αποκρυσταλλωμένο τρόπο των σύγχρονων κρατών (κι αυτός σε μιμίδια βασισμένος), οι συμπεριφορές τους επέζησαν σε συγκεκριμένους πολιτισμικούς θώκους οι οποίοι έχουν σμικρυνθεί, λιγοστέψει ή εξαφανιστεί. Η ομογενοποίηση του κόσμου, η επικράτηση λίγων κανονικοτήτων περιθωριοποιεί όσες συμπεριφορές στο παρελθόν επιβίωναν επειδή δεν ρίζωναν. Αυτός ο λόγος της αντίθεσης με τις δικές μας αξίες. Τους θεωρούμε παραβατικούς, σπρώχνοντάς τους εσαεί σε νέες παραβατικότητες. Ατέλειωτο αίνιγμα η στάση που θα κρατήσουμε απέναντί τους, πασχίζουμε να τα καταφέρουμε επενδύοντας σε πλήθος μεταπτυχιακών διπλωμάτων. Θέλουμε να αντικρύσουμε το ζήτημα δίχως προκατάληψη, χρυσώνοντας τελικά το χάπι της επιδίωξής μας για εγκατάλειψη του δικού τους τρόπου προς υιοθέτηση της δικής μας νόρμας.

    Χαρακτηριστικό το μίσος των Χόπι (εθνότητα των Πουέμπλο στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ, καλλιεργητών της γης για χιλιετίες) για τους νομάδες Ναβάχο (εθνότητα κυνηγών και τροφοσυλλεκτών της γλωσσικής οικογένεια Αθαμπάσκα). Οι Ναβάχο έφτασαν πριν εξακόσια χρόνια από τα βορειοδυτικά στην επικράτεια των Χόπι, αρχίζοντας με επιδρομές πριν εγκατασταθούν οριστικά. Έμαθαν να καλλιεργούν με τον τρόπο των Πουέμπλο, ενσωματώνοντας δοξασίες τους στη δική τους κοσμοθεώρηση ώστε να αποκτήσουν πρωτότοκο σύνδεσμο, μύθο και δικαίωμα στη νέα γη.

    Έτσι φέρνουν τα πράγματα οι ανάγκες του χρόνου, κανείς δεν φταίει, αλέθουν οι τροχοί σε μετωπικές συγκρούσεις τις μοίρες λαών και ανθρώπων.

    Υπάρχει προκατάληψη. Είναι παιδιά μιας διαφορετικής πορείας στην ιστορία, ηττημένης εδώ και αιώνες. Καχύποπτοι απέναντί τους, η καχυποψία μας φέρνει περισσότερη περιθωριοποίηση, αυτοτροφοδοτούμενη λούπα ανέχειας, φτώχιας για πολλούς και νέας παραβατικότητας. Εκτός αν ενσωματωθούν, γίνουν όπως κι εμείς.

    Είμαι ειλικρινής. Δεν θα ήθελα να ζουν δίπλα μου κάποιοι για τους οποίους έχουν την υποψία ότι, ενώ έχουν, ανέχονται ή παροτρύνουν το παιδί τους να ζητιανεύει για ένα τυλιχτό. Η καχυποψία είναι όψη της προκατάληψης, ενισχυμένης από περιφρόνηση για κάτι που θεωρώ αναξιοπρεπές.

    Μόνη επιλογή που τους δίνω είναι η ενσωμάτωση, να γίνουν σαν και μένα. Ουσιαστικά πλήρη απόρριψη αυτού που είναι.

    Αυτό είναι η μέγιστη των προκαταλήψεων.

    Θυμάμαι συζήτηση μεταξύ Ελλήνων μεταπτυχιακών. Δεκαετία του ‘80 στις ΗΠΑ. Ο ένας αποκαλούσε τους Αμερικανούς ρατσιστές για τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τους Αφροαμερικανούς. Επισήμανα τα δικά μας, το πώς αντιμετωπίζουμε τους γύφτους. «Δεν θα μιλήσουμε τώρα για τους γύφτους», η απάντησή του.

    Νομάδες περιπλανώμενοι στο λίμπο ενός πουθενά παρελθόντος.

  • η θάλασσα κρασί και τα βουνά μεζέδες

    Ο ήχος της πανηγυρικής εκδήλωσης στο Γαλάτσι για μια νέα προοδευτική συμμαχία το περασμένο Σάββατο, 6 του μήνα, κάλυψε τη σιγή ιχθύος και τη βουβαμάρα με την οποία κατατέθηκαν εκ νέου στη Βουλή, την προηγούμενη μέρα, ρυθμίσεις για τον αιγιαλό, καμουφλαρισμένες στο νομοσχέδιο που κυρώνει την ένταξη της χώρας στην Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών. Με το νομοσχέδιο αυτό νομιμοποιούνται παρανομίες και σε παράκτια ζώνη και σε θάλασσα.

    Με το νομοσχέδιο το Υπουργείο Οικονομικών θα μπορέσει να φροντίσει την τακτοποίηση υφιστάμενων δημόσιων και ιδιωτικών αυθαιρεσιών. Θα μπορεί επίσης να προβαίνει σε συνεχείς ανάλογες τακτοποιήσεις και σε παραχωρήσεις για έρευνες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου.

    Το 2014 η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεσηκωθεί με την κατάθεση του νομοσχεδίου για τον αιγιαλό. Το 2019 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμη να θυσιάσει σιωπηρά το φυσικό περιβάλλον της χώρας. Την ώρα που βροντοφωνάζει για τη σωτηρία της ελληνικής κεντροαριστεράς, η οποία φιλοδοξεί να δώσει και παγκόσμιο παράδειγμα.

    Το 2014 είχε ξεσηκωθεί κόσμος μαζί με το ΣΥΡΙΖΑ.

    Το 2019 χορεύουν αγορές και πετάνε γαϊδούρια.

  • Ανθρωπογεωγραφία

    Άντρας στη Μουσκάτ του Ομάν. Τριπλό σύστημα φαραγγιών στο κούτελο, σκαμμένο στο δέρμα από τον ήλιο, ομόκεντρα πάνω από τις ελλείψεις των βαμμένων ματιών. Η γυναίκα την οποία συνόδευε ήταν από τις λίγες που είδα να έχουν καλυμμένο πρόσωπο, αυτή όχι με νικάμπ αλλά με μάσκα. Μου θύμισε Βενετία. Περισσότερο μου θύμισε τη σκηνή του οργίου από το Eyes Wide Shut. Ανυποψίαστοι και οι δύο τους για την πιθανότητα του συγκεκριμένου συνειρμού, ήταν εντυπωσιακά και ιδιαίτερα ντυμένοι, ο τρόπος τους φανέρωνε κύρος. Έδειχναν επισκέπτες στην πρωτεύουσα από κάποια κωμόπολη στα βουνά ή στην έρημο. Ή από κάποια άλλη χώρα.

  • Τζιτζελόνια

    …τα τσοπανάκια ρώτησε, που ‘χουν τρανζιστοράκι… Σωκράτης Μάλαμας

    Στο ξεκίνημα παλιού καλοκαιριού, βρεθήκαμε παρέα τεσσάρων για να κατασκηνώσουμε μερικές μέρες στη Ροδόπη. Πρώτη θέση στο Καράντερε, κοντά στο δασικό χωριό της Ελατιάς. Διαλέξαμε μια μικρή κοιλάδα, στο ρέμα της χαμηλά, λιβάδι. Κατηφορίζοντας προσέξαμε μια πρόχειρη τέντα, από κάτω καθόταν ένας νέος άντρας. Στην άκρη του λιβαδιού ένα κοπάδι αγελάδες.

    Στο σύθαμπο, όταν στήσαμε τις σκηνές και φτιάξαμε φωτιά για δείπνο, ο νεαρός βοσκός μας κοιτούσε από την πλαγιά. Βαθύς αργότερα ο ύπνος μας στη νυχτερινή ψύχρα. Το πρωί ξύπνημα από μουγκρητά και αναταραχή. Η φωνή του τσοπάνη έστειλε το κοπάδι πέρα από την κατασκήνωσή μας.

    Προγευματίσαμε και γεμίσαμε τα παγούρια στο ρέμα, σε σημείο ψηλότερα από το λιβάδι. Πεζοπορία μέσα από ρουμάνια ως τα βουλγαρικά σύνορα. Τσελιγκάτα Σαρακατσαναίων, ερειπιώνες αγροικιών, πλατώματα τυρφώνων. Ερυθρελάτη, οξιά, έλατο, δασική πεύκη και συστάδες σημύδας. Βρυχηθμοί αγριογούρουνων γύρω, κάπου παραπέρα. Αναγέννηση στα ξέφωτα που διέγραφε τα ανθρώπινα ίχνη. Βορειοευρωπαϊκό δάσος, λίγα χιλιόμετρα από τη Μεσόγειο, κλιματικό πόρταλ.

    Στη λωρίδα των συνόρων, ζώνη άδενδρη. Αντίκρυ στο βάθος, το βουλγάρικο κομμάτι της οροσειράς, ασυνέχεια από καλλιεργημένες εκτάσεις.

    Κολατσιό σε άνοιγμα με χαμηλούς αρκεύθους. Ένα δυνατό τίναγμα πίσω μου, μέσα από την πρασινάδα – φφφρρρουτ … φλαπ φλαπ! Βαρύ φτερούγισμα πριν κρυφτεί στα δέντρα πιο μακριά. Αγριόκουρκος, το σκιάξιμό μου η χαρά του δασολόγου.

    Στην επιστροφή, κατηφορίζοντας, το τρανζιστοράκι του τσοπάνου – με τι καρδιά τον κόσμο ν’ αρνηθώ. Χαμογελαστός, μπρούμυτα κάτω από το μουσαμά. Μνήμη Ακρόπολης και ζέστης μεσημεριού και στη Ροδόπη βράδιαζε, συννέφιαζε κι εγώ τουρτούριζα. Του γνέψαμε, μας χαιρέτισε. Ήμουν κουρασμένος αλλά δεν πεινούσα. Μόνο κρύωνα. Πήγα στη σκηνή μου. Ο ύπνος άσχημος. Το πρωί μουδιασμένος με κεφάλι και κορμί να πονούν.

    Στο νερό για να πλυθώ, η μυρωδιά: κοπάδι, νωπό χώμα, γρασίδι, σβουνιά. Αρρώστια η μυρωδιά. Το πλάνο είχε μετακίνηση, δύο νύχτες σ’ άλλο σημείο κι επιστροφή στο Καράντερε. Δεν ακολούθησα, αποφάσισα να μείνω. Κράτησα τρόφιμα. Ξάπλωσα για ώρες, πυρετός και αφασία, σφυρί στο μηνίγγι το κουδούνισμα, τρυπάνι στο ρουθούνι η μυρωδιά. Με χαλάρωσε η αναπνοή μου.

    Το απομεσήμερο βροντές. Άνοιξα το φερμουάρ, τον είδα καθισμένο στο σωρό ξύλα, λίγα μέτρα πιο πέρα. Με κοίταξε αμίλητος.  Έκλεισα αμήχανος, ξαναξάπλωσα αδύναμος. Στο επόμενο μπουμπουνητό τινάχτηκα έξω, λίγα μέτρα πριν ξεράσω.

    «Άρρωστος;» τον άκουσα. Ανάσανα, πήρα χαρτί να καθαριστώ, πλησίασα, έγνεψα ναι.

    «Να βγάλεις νερό, φωτιά για νερό!», συνέχισε, «…εδώ», έσυρε την παλάμη στο μέτωπο. «Το βράδυ εγώ, για σένα».

    Τον κοίταξα. Συμφώνησα.

    Γύρισε στη τέντα του. Παντελόνι παραλλαγής, μπουφάν, αθλητικό παπούτσι. Κοντοστάθηκε, «Νίκος εγώ, Βίκτορ αλβανικά», φώναξε.

    Τον άκουσα με τα ξύλα, πριν σκοτεινιάσει. Βγήκα, άναβε προσάναμμα. Κάθισα αποχαυνωμένος, η φλόγα φούντωσε, μου έκανε νόημα να σηκωθώ, πήρε το σκαμνί, το έφερε κοντά στη φωτιά. Έδειξε να κάτσω, να βγάλω νερό. Η φλόγα χάδι στο πρόσωπό μου. Αυτός όρθιος και του ζήτησα να κάτσει. Κάθισε οκλαδόν, παραδίπλα.

    «Ιδρώνω, λέμε». Έτριψα το κούτελο κι έδειξα την παλάμη μου. «Ιδρώτας».

    Κάθε άνοιξη, για τέσσερα χρόνια, πεζός από Αλβανία. Περνούσαν τα σύνορα παρέα, πορεία αυτός ανατολικά. Μερικές φορές με αυτοκίνητο, Έλληνες που βοηθούσαν. Του είχαν πει για αφεντικό στο χωριό, το καλοκαίρι, για τις αγελάδες. Καλό το αφεντικό, κάθε βδομάδα του έφερνε φαγητό και μπαταρίες. Πολλά χρόνια όμως βουνό, ήθελε Αθήνα, να ζήσει στην Αθήνα, δεν την είχε δει. Κι ένας φίλος είχε δουλειά στη Μύκονο, κηπουρός. Κι αυτό καλό. Με ρώτησε για τη Μύκονο. Μιλούσε, ρωτούσε – συνεχώς. Ναι είχα πάει Μύκονο. Απαντούσα με κεφάλι στις παλάμες, αγκώνες στα γόνατα, δάχτυλα στους κροτάφους. Καλή ζωή έλεγε στη Μύκονο, όχι βουνό, κήποι. Καλό το αφεντικό, αλλά στο βουνό δύσκολα.

    Μου άρεσε στη Μύκονο; Όχι – απάντησα. Έχει βίλες στη Μύκονο, εδώ πολύ βουνό – επέμεινε. Ζέστη πολλή, κόσμος πολύς, ψήνονται στον ήλιο – πείσμωσα. Κι εσύ ψήνεσαι! – γέλασε. Κεφάλι κοντά στη φωτιά! – πρόσταξε.

    Ήθελε και Αμερική. Λος Άντζελες και Χόλιγουντ.

    Ναι είχα πάει στο Χόλιγουντ.

    Ήθελε να μιλήσει και στη Σάρον Στόουν. Ήξερα τη Σάρον Στόουν, μου άρεσε, ήθελα να της μιλήσω;

    Ανασήκωσα τους ώμους αδιάφορα.

    «Πιο καλά Μύκονος ή Λος Άντζελες»;

    Σκέφτηκα. «Λος Άντζελες. Περισσότερο αληθινή ζωή από Μύκονο».

    Απόρησε.

    «Καλύτεροι κήποι στο Λος Άντζελες από Μύκονο», εξήγησα.

    Ικανοποιητική η απάντησή μου, επιτέλους. Τελειωμό όμως δεν είχε, θα το ξενυχτούσαμε.

    «Γιατί δεν παντρεύτηκες στην Αμερική όμορφη γυναίκα;»

    Ανασηκώθηκα να ρίξω ξύλο. Στοπ έκανε, πήρε ξύλο, το πέταξε στη φωτιά. Τινάχτηκαν σπίθες πάνω, στρόβιλοι πριν χαθούν σε άναστρη νύχτα.

    «Πυγολαμπίδες», έδειξα. «Μύγες, σκοτάδι, φως». Φλικ, φλικ! τα δάχτυλά μου.

    «Τζιτζελόνια! Είναι τραγούδι, με Αλβανίδα».

    «Τζιτζελόνια…», συμφώνησα.

    Μου άρεσε.

    «Ιδρώνεις;» ρώτησε.

    Μοιράστηκα να φάει κάτι. Καληνύχτισε, κοίταζα το φως του κλεφτοφάναρου να απομακρύνεται. Κοιμήθηκα με λίγο πονοκέφαλο και ξύπνησα καλύτερα. Πεθύμησα τη μαρμελάδα που είχαν πάρει. Κατέβηκε και τον φίλεψα μπισκότα. Με ακολούθησε στο ρυάκι. Στον ώμο πετσέτα, στο χέρι σαπούνι να πλυθώ. Με παρατηρούσε όρθιος. Τελειώνοντας το βούρτσισμα ρώτησε γιατί πέρασα στα δόντια σπάγκο. Τα δόντια τα έπλενε κάπου – κάπου. Χαμογέλασε όπως άτακτο παιδί.

    Περάσαμε τη μέρα μαζί, είχα δυναμώσει. Με πήγε παρακάτω να γεμίσω το παγούρι. Σε πηγή, το ρυάκι είχε απότομη κλίση προς το κύριο ρέμα. Είχε στεριώσει φλοιό δέντρου να συγκεντρώνει καθαρή ροή. Με μάλωσε, δεν ήταν καλό το νερό εκεί που πίναμε είπε, υπήρχε άλλη βοσκή ψηλότερα.

    Το μεσημέρι διάβασα έξω από τη σκηνή, στη λιακάδα. Εκείνος κάτω στο νερό με το κοπάδι. Σφύριζε στιγμές, δυνατά, μου έκανε σήμα. Σήκωνα το χέρι να με βλέπει.

    Το σούρουπο χρύσισε την κατάφυτη πλαγιά ανατολικά.

    Το βράδυ ανάψαμε πάλι φωτιά και μασουλίσαμε ό, τι υπήρχε.

    Κεφάτος το πρωί, είχα όρεξη για περπάτημα. Τον ρώτησα αν περίσσευε κόκα κόλα – όχι – πρότεινα να περπατήσουμε στο χωριό, εφόσον μπορούσε να αφήσει το κοπάδι για λίγο. Κερνούσα παγωτό, ό, τι γλυκό θα βρίσκαμε, κι ό, τι άλλο. Πολλές ώρες όμως κατέβα – ανέβα, δεν θ’ άφηνε το κοπάδι αλλά ούτε το αφεντικό τον ήθελε στο δρόμο. Του έλεγε να κόβει απ’ το δάσος, στην ανάγκη.

    Στο δρόμο από Αλβανία, γκάζωναν κάποιοι ολοταχώς πάνω τους πριν φρενάρουν απότομα, την τελευταία στιγμή.

    Περπατήσαμε σε πλαγιές και σε ξέφωτα, κοντά. Σε γωνιές που του άρεσαν, εκεί που είδε την αρκούδα. Μπροστά αυτός, στο τέλος δίπλα – δίπλα, αμίλητοι

    Το απόγευμα επέστρεψαν οι φίλοι μου, με προμήθειες. Ψήσαμε, φάγαμε όλοι μαζί. Τράκα τα τσιγάρα απ’ τους άλλους, άκουγε, δεν πολυμιλούσε, χαιρόταν.

    Χαιρετώντας την επομένη, έγραψα το τηλέφωνό μου για όταν ερχόταν Αθήνα. Αργότερα σε καφενείο κάποιου χωριού, έπινα κόκα κόλα και στην τηλεόραση ο θάνατος του Παπανδρέου. Η Μύκονος, ο γάμος Κωστόπουλου – Μπαλατσινού στην εφημερίδα. Δυο γεγονότα back to back, χέρι – χέρι. Από τους μέγιστους των Ελλήνων, καθείς στο είδος του, με τον τρόπο του. Η Ελλάδα ολοταχώς προς τα χρυσά χρόνια της premillenium δεκαετίας.

    Στη Ροδόπη αισθάνθηκα πως είμαι Έλληνας και πως είμαι εντάξει σαν Έλληνας.

    Ξαναχαθήκαμε μέσα στο βουνό, Φρακτό, Χαϊντού. Τρυπώσαμε στα στενά του Νέστου.

    Στη Ροδόπη, η ασπράδα της σημύδας στα σκιερά του Φρακτού, η πάλη δύο αρσενικών ελαφοκάνθαρων, σφιχταγκαλιασμένων, στον καταρράκτη του Λειβαδίτη. Τα τζιτζελόνια του Νίκου-Βίκτορα στο Καράντερε.

    Δεν τηλεφώνησε.

    Δυσκολεύομαι να θυμηθώ πρόσωπο, εκτός αν κοιτάξω τις φωτογραφίες. Όταν σε Αλβανό αθροίζουν χρόνια και χαρακτηριστικά, τυλίγω το νήμα της μνήμης πίσω σε καιρούς υποσιτισμένους. Μπας και…

    Την ανάμνηση θολώνει το πρόσωπο μιας νέας γενιάς, που συγκλίνει σε ελληνικό. Χαμογελαστής γενιάς, μια σειρά από γερά και πυκνά δόντια.

  • Πεύκη η πίτυς

    Θυμήθηκα μια πληροφορία. Μάλλον, η άχρηστη πλέον της ημέρας. Το δάσος της Στροφυλιάς συνιστούσε το 80% της έκτασης του συνόλου των φυσικών δασών κουκουναριάς στην Ελλάδα.

    Ο κουκουναρόσπορος, με τα δύο τρίτα σε πρωτεΐνη ίσης ποσότητας άπαχου βόειου κρέατος, έχει αφροδισιακές ιδιότητες. Το ήξεραν στην εποχή του Οβιδίου και του Γαληνού.

    Στο σούπερ μάρκετ βρίσκω κινέζικο κουκουναρόσπορο. Πεύκο της COSCO. Όχι από pini di Roma, Pinus pinea της Μεσογείου.

    ‘Ο, τι αφήνεις σε αφήνει.

  • Ο θεριστής

    As long as the roots are not severed, all is well. And all will be well in the garden. – Chance the Gardener

    Βραχύς ο βίος των δέντρα που σπεύδουν να ψηλώσουν, που μακραίνουν γοργά τα κλαδιά τους και δίνουν καρπό δίχως να φτιάχνουν γερή ρίζα, χωρίς να δυναμώνουν το μέρος του κορμιού που τα δένει στη γη. Αδύναμο και φιλάσθενο το ξύλο τους. Γερά τα δέντρα, όπως η ελιά, που σφικταγκαλιάζουν τραχιά και βραχώδη εδάφη και δεν χαλαρώνουν. Μπορούν και βαστούν αιώνες.

    Το φθινόπωρο του ’11 φύτεψα μια βερικοκιά. Δε γνώριζα πόσο ευπαθές και ευαίσθητο δέντρο είναι, ούτε για το ρίσκο να ξεραθεί σε λίγα χρόνια. Όταν έγειρε από τον αέρα στα δύο χρόνια τη φρόντισα και την έφερα στα ίσα. Την επόμενη άνοιξη θέριεψε, τρία μέτρα μπόι και κάρπισε απλόχερα. Αύγουστο του ’15, με τις ζέστες, αρρώστησε από μύκητες, έτρεξε γόμα, δάκρυζε σε κορμό και στα χοντρά κλαριά. Αντιδρώντας άμεσα την ασβέστωσα με μείγμα γαλαζόπετρας και τον επόμενο χειμώνα της έριξα στρατιωτικό κλάδεμα να την δυναμώσω. Το φθινόπωρο του ‘16 άνεμοι την έσπρωξαν ξανά και την άφησαν να γέρνει στο πεζούλι, ευτυχώς για το πεζούλι που είχα κτίσει, το οποίο κράτησε το δέντρο να μη ξεριζωθεί από το πέσιμο.

    Μου αρέσει να καταγράφω την ανάπτυξη των δέντρων μου, κάπως σχολαστικά ομολογώ. Κάποιες φορές περνούσα κάποιες πληροφορίες σε ιστολόγιο, με φωτογραφίες. Μέσα από το ιστολόγιο γνώρισα το Νίκο, ένα βιοκαλλιεργητή, αρχικά από τα σχόλια και στη συνέχεια ήρθαμε σε επικοινωνία. Πήρα το θάρρος και τον ρωτούσα για πρακτικά θέματα φροντίδας των δέντρων. Μου απαντούσε άμεσα, με λεπτομέρεια και χαρά. Επικοινωνία την οποία κρατήσαμε μέσα από το Facebook.

    Όπως έκανα και αρχές Οκτώβρη του ‘16 με το προβληματικό και ξεγραμμένο πλέον για μένα δέντρο που με ταλαιπωρούσε.

    Του έστειλα φωτογραφίες της βερικοκιάς που έγερνε επικίνδυνα. Επιβεβαίωσε τους φόβους μου ότι η θέση ήταν επισφαλής και ότι ίσως είχε πειραχτεί το ριζικό σύστημα. Έτσι καλό ήταν να έδενα το δέντρο και να φρόντιζα το σκασμένο χώμα προσθέτοντας κοπριά. Συμβούλεψε να συνεχίσω να ποτίζω παρά το γεγονός ότι ήταν φθινόπωρο, να μη στερηθεί το νερό πριν τη χειμέρια νάρκη ώστε να αποκατασταθεί δίχως κόπο η όποια ζημιά στη ρίζα. Και το χειμώνα, πριν την ανθοφορία, μου ζήτησε να ξαναμιλήσουμε πριν επιχειρήσω να το κλαδέψω.

    Ο Νίκος είχε μιλήσει διαδικτυακά για την κατάσταση της υγείας του ύστερα από διάγνωση καρκίνου. Αυτά που έγραφε τα έγραφε σε ήπιο τόνο. Καταλαβαίνω την ανάγκη να μοιραστείς με άλλους το βάρος μιας κατάστασης που μπορεί να αποδειχτεί μοιραία, ότι είναι δύσκολο να το κρατάς πάνω σου διαρκώς, ύστερα από συνεχείς και κουραστικές θεραπείες. Ήρεμο το γράψιμό του, φορές όμως γινόταν κατανοητό ότι η κατάσταση ήταν ανησυχητική.

    Αποτυπωμένη στο Messenger τη ροή των συνομιλιών μας. Μετά το δέντρο η συζήτηση στράφηκε στον καρκίνο. Ανέφερε ότι σε γενικές γραμμές ήταν καλά από υγεία με μόνο δύο χημειοθεραπείες να απομένουν. Οι γιατροί μιλούσαν ξεκάθαρα πλέον για ίαση, «Τυχερός ήμουν», επισήμανε. Μου ευχήθηκε να είμαι πάντα καλά και ότι ήταν διαθέσιμος για οτιδήποτε χρειαστώ.

    Ένα μήνα αργότερα, που είχε τελειώσει με τις θεραπείες, έστειλα μήνυμα και τον ρώτησα. Επιβεβαίωσε ότι οι γιατροί εξακολουθούσαν να είναι αισιόδοξοι σημειώνοντας ότι ο καρκινικός δείκτης στις εξετάσεις αίματος πριν την θεραπεία ήταν στα κανονικά πλαίσια.

    Αρχές Δεκέμβρη, σαν του ευχήθηκα στη γιορτή του ομολόγησε ότι δεν ήταν καλά, αλλά έβλεπε γύρω ότι υπήρχαν χειρότερα και, έλεγε, δόξα τω Θεώ. Τον χαλούσε η ρευστότητα των επιβαλλομένων προληπτικών θεραπειών. «Να έχεις κι εσύ καλές γιορτές. Κοντά σε ανθρώπους που αγαπάς και σε αγαπούν», μου ευχήθηκε.

    Τον επόμενο Μάρτη του έστειλα φωτογραφία με την ανθοφορία του δέντρου κι ένα μεγάλο ευχαριστώ για τη βοήθειά του να το σώσω. Παρακολουθούσα το Facebook του κι έτσι πρόσθεσα ότι έβλεπα ότι ήταν καλά. «Όλα θα πάνε καλά Νίκο!», βεβαίωσα.

    Ευχές και στη γιορτή μου και στα γενέθλια μου και σταθερή επικοινωνία με ερωτήσεις για τα δέντρα. Δεν φανέρωνε παράπονο.

    «Μια χαρά. Στην ανάρρωση είμαι. Οι εξετάσεις που με βάζουν να κάνω συνέχεια αυτό δείχνουν. Ευχαριστώ», έγραψε.

    Του Αγίου Νικολάου, το ‘17, «Πολύχρονος Νίκο! Πάντα γερός!», η ευχή μου. «Σε ευχαριστώ πολύ και εσύ ότι επιθυμείς», η απάντησή του.

    Ο Νίκος πέθανε πέρσι στις αρχές του καλοκαιριού. Διαπίστωσα την απουσία του με τη ζημιά στον κήπο που μου άφησε ο αέρας του κυκλώνα στα τέλη του Σεπτέμβρη. Σκέφτηκα ότι είχε μήνες να περάσει κάτι δικό του στο συχνά αφηρημένο κύλισμα της οθόνης κάτω από το δάχτυλό μου. Έψαξα με το όνομά του. Πέθανε στις 27 του Ιουνίου. Διαπίστωσα, συνειδητοποίησα μάλλον, ότι όλο αυτό τον καιρό μου ήταν άγνωστο το πρόσωπό του. Το αντίκρισα σε συνδέσμους προς την τοπική εφημερίδα με την είδηση της απώλειάς του και σε φωτογραφία που ανάρτησε στο τοίχο του μια φίλη την επομένη του θανάτου του.

    Αδέξια τα μνήματα της ψηφιακής ζωής μας. Μένει μια ηχώ σε σχόλια φίλων που αραιώνουν και απομακρύνονται άγαρμπα. Δουλεύουμε εδώ και χιλιετίες πρωτόκολλα αποχωρισμού ζωής από σάρκα και αίμα. Αν και δεν προσπερνιέται η μέγιστη δυσκολία, η απώλεια προσφιλών προσώπων κι ο πόνος εξακολουθεί, μάθαμε κάπως να το κλείνουμε και να προχωρούμε. Κάποια στιγμή θα αναγκαστούμε να δημιουργήσουμε και πρωτόκολλα αποχωρισμού των ηλεκτρονικών μας υπάρξεων, των φωτεινών εικόνων και των μουσικών φαντασμάτων που παραμένουν σε τοίχους, επαναλήψεις μονόλογων σε βρόχους. Για τους ανθρώπους που χάσαμε και είχαμε αγγίξει παλάμη με παλάμη, η απώλεια ακολουθεί την πεπατημένη του πόνου. Έχασα κι άλλο φίλο, Νίκος και αυτός, την περασμένη χρονιά επίσης, μίλησα για το θάνατό του με φίλους και γνωστούς, η επικοινωνία μας μέσα από το Facebook ήταν άνευ σημασίας στο δικό μου βίωμα του θανάτου του. Με το Νίκο για τον οποίο γράφω σήμερα, που επικοινωνήσαμε ξανά και ξανά αλλά πληκτρολόγιο με πληκτρολόγιο, δίχως να έχω ακούσει τη φωνή του και με το πρόσωπό του άγνωστο στη διάρκεια των συνομιλιών μας, η παρουσία του στη ζωή μου ήταν αποκλειστικά ψηφιακή. Διαφορετικό το βάρος, πρωτόγνωρη πρόκληση το «κλείσιμό» της.

    Δεν κλάδεψα τη βερικοκιά φέτος. Κάπου από πείσμα και από θυμό για τις προβλέψεις διάρκειας του βίου της. Την άφησα ελεύθερη, να φτάσει εκεί όπως το νιώθει. Αυτή φούντωσε, θέριεψε κι άνθισε αψηφώντας με άγρια χαρά και ορμή τα προγνωστικά. Το λιγότερο που μπόρεσα να κάνω ήταν να αφήσω τα bytes της σχέσης μου με το Νίκο να γίνουν κύτταρα και ιστός, με τον τρόπο που αντλούσε αυτός χαρά από ζωή για τη ζωή του.

    Στη «Θυσία» του Ταρκόφσκι, ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας αφηγείται το πόσο άσχημα ένιωσε αφού περιποιήθηκε τον άγριο κήπο του σπιτιού της μητέρας του, κλαδεύοντας και ξεχορταριάζοντας: Πού είχε πάει η ομορφιά; Πού είχε πάει η ειλικρίνεια; Φρικιαστικά τα ολοφάνερα σημάδια της βίας.

    As long as there are roots, seasons don’t fear the reaper –

    Prunus armeniaca. Armenica vulgaris γράφει το «Φυτολογικόν Λεξικόν» του Π. Γ. Γενναδίου. Και συνεχίζει: οικογένεια Αμυγδαλοειδών, δένδρον φυλλοβόλον, οπορωφόρον, ιθαγενές της Σινικής. Εις τας βρεχομένας υπό της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου χώρας, το δένδρον τούτο φαίνεται να εισήχθη κατ’ αρχάς περί τον πρώτον μ. Χ. αιώνα, πιθανώς δέ δια μέσου της Αρμενίας, διότι αρμενικά μήλα ονομάζει τα βερίκοκκα ο Διοσκορίδης, όστις λέγει ότι ρωμαϊστί ωνομάζοντο πρεκόκια… ζέρδελα, χρυσόμηλα…Καϊσί ή Ζερνταλί ενιαχού δέ καί Μισμίς.

  • Βιρακότσα

    Στα μεγάλα υψόμετρα το νερό βράζει χαμηλότερα των 100 Κελσίου. Έτσι, η καθημερινή ανάγκη και συνήθεια για ζεστό πρωινό καφέ μου έφερε την εκδίκηση του Μοντεζούμα. Ορθότερα, την εκδίκηση του Αταχουάλπα. Και στα 3.820 μέτρα η διάρροια των ταξιδιωτών μου επιτέθηκε από κοινού με τον πονοκέφαλο, τη δύσπνοια και την κόπωση της νόσου των ορέων. Παρά τις συστάσεις των ντόπιων και έμπειρων, δεν υπήρξε γοργή βελτίωση της κατάστασης, δεν στάνιαρα πιπιλώντας και μασώντας φύλλα κόκας μαζί με στάχτη.

    Στο Πούνο του Περού, στις όχθες της λίμνης Τιτικάκα, κοντά στα σύνορα και το σχέδιο να επισκεφτώ τη Βολιβία έτοιμο να ναυαγήσει. Ο χρόνος λιγόστευε, υπήρχαν και άλλοι προορισμοί και πάντα η ημερομηνία επιστροφής στο αεροπορικό εισιτήριο. Έπρεπε να περιμένω να ξαναβρεί ενέργεια και δύναμη το κορμί. Αποφάσισα με το σύντροφό μου να ακυρώσουμε την ολιγοήμερη επίσκεψη στην πρωτεύουσα Λα Παζ και να αρκεστούμε στη μια μέρα στο Τιαουανάκο.

    Τιαουανάκο, η αρχαία πόλη στο Αλτιπλάνο, αυτή στα παλιά βιβλία και στις ταινίες του τσαρλατάνου Ντένικεν. Ελάχιστους έπεισε η εμμονή του να βλέπει σε αρχαίες βραχογραφίες (και παντού) αστροναύτες και προηγμένες τεχνολογίες. Αλλά μια γενιά του οφείλει για την ομορφιά των εικόνων μακρινών πολιτισμών – εικόνες που σνόμπαρε η ελληνική παιδεία που σε άλλους αναγνωρίζει όσα θεωρεί χρωστούμενα. Φανταστικά όντα, ανάγλυφα ή ζωγραφισμένα με ώχρα, ανθρωπόμορφα ζώα, ταξίδευαν αιχμάλωτο τον εφηβικό νου μου.

    Στο πρακτορείο για τα εισιτήρια λεωφορείου μας συμβούλεψαν, καθώς ταξιδεύαμε μόνοι, να χρησιμοποιήσουμε υπηρεσίες ξεναγού ώστε να μας βοηθήσει με τη γραφειοκρατία των διαβατηρίων στα σύνορα και ταυτόχρονα, γνώστης, να μας ξεναγήσει στο χώρο. Ελάχιστο το κόστος. Και ο Μανουέλ συμπαθής, λιγομίλητος και γλυκομίλητος. Μεστίζο, μικτής καταγωγής, ινδιάνικο και ευρωπαϊκό αίμα στις φλέβες του.

    Άθλιο κτίριο ο μεθοριακός σταθμός στο Ντεσαγουαντέρο. Μετά τον έλεγχο των Περουβιανών διασχίσαμε το διάδρομο από τσιμεντότουβλα, γουρούνια ανάμεσα στα πόδια που έβοσκαν στη λάσπη, και περάσαμε στη βολιβιανή μεριά. Αχρείαστος ο Μανουέλ, εύκολες οι σφραγίδες και τα τέλη. Συνεχίσαμε με το λεωφορείο για Λα Παζ και, ύστερα από ώρα, κατεβήκαμε, οι τρεις μας, σε μια διασταύρωση στο πουθενά περιμένοντας το λεωφορείο από Λα Παζ για Τιαουανάκο.

    Επιτέλους, η Πύλη του Ήλιου, γυμνό το βλέμμα πάνω στο σμιλεμένο σε πέτρα θεό. Απρίλης του 1999 στο κέντρο προϊστορικού πολιτισμού που προηγήθηκε των Ίνκας της ιστορικής περιόδου. Επτά οι αιώνες της ακμής, από το 300 έως το 1.000 μ.Χ.  Αρχετυπική και πανάρχαια η φιγούρα στην πύλη. Ο «θεός με το σκήπτρο», απεικόνιση όπως και από προγενέστερες κουλτούρες στις Άνδεις, χιλιετίες πριν το Τιαουανάκο. Πολλές οι ερμηνείες για τα «σκήπτρα» που κρατούσε για αιώνες ο θεός. Η εύρεση στην περιοχή αντικειμένων ηλικίας 1.500 χρόνων για χρήση φυτικών παρασκευασμάτων, ψυχεδελικών ουσιών, ερμηνεύει τα δόντια και τα νύχια αίλουρου σε αναπαραστάσεις του, όπως στο Τσαβίν ντε Χουαντάρ του Περού. Συχνή και η απεικόνισή του με φίδια, ανάλογα με μινωική γυναικεία θεότητα.

    Σαμάνες οι αρχαίοι κοσμοναύτες του Ντένικεν, ενθεογόνες ουσίες η βενζίνα των διαστημοπλοίων στο ταξίδι να βρουν το θεό, να του μιλήσουν για να τους ρίξει μια γλυκιά ματιά. Ταξίδι σαν ανέλπιδο τραγούδι. Διαχρονική η λατρεία του, ουράνιος της βροχής, της βροντής και της πλημμύρας. Τον συνάντησαν, τελικά, οι Ισπανοί κατακτητές με το όνομα Βιρακότσα των Ίνκας. Κόρη του η Πατσαμάμα, χθόνια και γόνιμη, που βλασταίνει κρυμμένη σε ιερές πέτρες, σε φυτά, στα δέντρα. Δοξασίες πλούσιες και γενναιόδωρες, ταυτόχρονα σκληρές και βίαιες. Άγιοι αλλά όχι πανάγιοι, ανθρωποθυσία συχνά το αμείλικτο σύμπαν των Άνδεων. Γενηθήτω το θέλημά τους.

    Με εκδικήθηκε ο Αταχουάλπα, μας μίσησε ο Βιρακότσα.

    Καθώς είμαστε χαμένοι στις πλατφόρμες και στα βυθισμένα γήπεδα, στα πέτρινα πρόσωπα που πρόβαλαν από τοίχους, με το Μανουέλ να εξηγεί, πλησίασε αστυνόμος μαζί με άλλον, με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Ο αστυνόμος συνέλαβε το Μανουέλ. Όπως είπε ο άλλος, επίσημος ξεναγός, έρχονται οι Περουβιανοί να τους πάρουν τη δουλειά. Στο πνεύμα του Σιμόν Μπολίβαρ. Αρνήθηκα να δώσω διαβατήρια που ζήτησαν και είπαν ότι θα κρατούσαν το Μανουέλ, ο οποίος δεν μιλούσε και κοίταζε φοβισμένος. Τους παρακάλεσα να μη το κάνουν και ζήτησαν 100 δολάρια. Τους τα δώσαμε και μας άφησαν. Ο Μανουέλ ζητούσε συγγνώμη και υποσχέθηκε να επιστρέψει τα λεφτά. Του είπα να μη στενοχωριέται αλλά ζήτησα να στέκεται μακριά από μας. Αφού απολαύσαμε, εκνευρισμένοι, το εξαιρετικό μουσείο επιστρέψαμε με το λεωφορείο στο σταυροδρόμι για να πάρουμε το λεωφορείο από το Λα Παζ προς τα σύνορα. Νύχτωνε και περνά πεζή στην ερημιά παρέα πλανόδιων μουσικών με χάλκινα, όπως μαριάτσι. Γκρίνγκος ρώτησαν, Γριέγος απάντησα. Και ο ένας αρπάζει την κρεμασμένη στον ώμο μου μηχανή, τραβώντας το λουρί. Αντιστάθηκα. Κοίταξα τον Μανουέλ που κοίταζε πάλι φοβισμένος. Κι εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ταξί, από μηχανής θεός, οι μουσικοί μας ξέχασαν ως δια μαγείας, μπούκαραν στο ταξί κι έφυγαν.

    Κυκλοθυμικός ο Βιρακότσα.

    Το λεωφορείο γεμάτο από ινδιάνους Αϊμάρα, οι μόνοι «δυτικοί» στο λεωφορείο οι Γριέγος κι ένας μεστίζο, ο Μανουέλ. Στα μεθοριακό σταθμό κατεβήκαμε όλοι, πίσω στο λασπερό διάδρομο νύχτα με προβολείς, για τον έλεγχο. Περιμένοντας, μαζεύτηκε κύκλος γύρω μας, μπροστά περίεργοι οι άντρες, σκουφί και τζιν, πιο πίσω οι γυναίκες, καπελάκι, φούστα και γυαλιστερή πλεξούδα. Γκρίνγκος είπε ένας χαμογελαστά, Γριέγος ανταπέδωσα. Γκρίνγκος επανέλαβε αργόσυρτα, με σιγουριά και ειρωνεία. Πλησίασε κοιτάζοντάς με στα μάτια, έβγαλε έξω το πουλί του κι άρχισε να κατουρά μπροστά στα πόδια μας. Ξεκαρδίστηκαν όλοι τους, ιδιαίτερα οι γυναίκες. Εμείς ακίνητοι, όρθιοι. Ο σύντροφός μου ρώτησε χαμηλόφωνα τί κάνουμε, χαμογελάμε ψιθύρισα. Κοίταξα το Μανουέλ, με κοίταζε ουδέτερα. Γκρίνγκος ξαναδήλωσε ο επικεφαλής του χορού, συνεχίζοντας το κατούρημα.

    Χαμήλωσα το βλέμμα. Έληξε.

    Οι Γκρίνγκος κάθισαν γαλαρία στο λεωφορείο. Χαμηλό προφίλ, να μη μας βλέπουν. Εξαντλημένος, προσπαθούσα να κοιμηθώ, περασμένα μεσάνυχτα. «Δεν είναι ο Βιρακότσα που μας έχει άχτι, είναι ένας Γκρίνγκο, ο John Wayne», είπα με τα μάτια κλειστά. Δεν κατάλαβε τι εννοούσα, θα του έδειχνα στην Αθήνα.

    Την επομένη ήρθε αργά το πρωί στο ξενοδοχείο ο Μανουέλ, με 100 δολάρια στο χέρι, από το πρακτορείο. Ζήτησε πάλι συγγνώμη, πήρα τα λεφτά, του είπα πάλι να μη στενοχωριέται.

    Μετά από βδομάδες στο Παγκράτι, στο σπίτι μας, έπιασα σαν θυμήθηκα, το “Sexual Personae” της Camille Paglia απ’ το ράφι. Διάβασα:

    …Η ανδρική ούρηση αποτελεί τύπο σχολιασμού. Μπορεί να έχει φιλική χροιά, αν πραγματοποιείται ταυτόχρονα, αλλά συχνά είναι επιθετικός όπως η βεβήλωση δημοσίων μνημείων από rock stars στη δεκαετία του ’60. Να κατουράς σημαίνει να κριτικάρεις. Ο John Wayne κατούρησε στα παπούτσια ενός δύστροπου σκηνοθέτη μπροστά σε ηθοποιούς και συνεργείο…

    Έχουν περάσει 20 χρόνια. Κοιτούσα πρόσφατα τη φωτογραφία του Μοράλες στην επίσκεψή του εδώ. Δύσκολο να διακρίνεις ηλικία, νεοτενικό χαρακτηριστικό όσων προέρχονται από κεντρο-ασιατικό γενετικό στοκ. Δείχνοντας τη φωτογραφία σε μια συνάδελφο, αναρωτήθηκα αν είναι η πρώτη φορά που καθαρόαιμος Ινδιάνος αναδεικνύεται ηγέτης σε χώρα των δύο ηπείρων.

    Είναι περιπτώσεις, όπως αυτή, που η ταυτότητα έχει ουσιαστική σημασία.

    Ανέφερα την ιστορία με το Γριέγος, και τους Αϊμάρα  – ότι δεν είχαν ιδέα για τί πράγμα μιλούσα.

    Η συνάδελφος εξέφρασε σιγουριά ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα με τον Μοράλες καθώς έχει παλέψει για να βελτιώσει την κατάσταση αναφορικά με τον αναλφαβητισμό και την παιδεία στη χώρα του.

    Το ελπίζω και, περισσότερο, το πιστεύω.

    Δεν είναι δα μικρή αλλαγή εντός δύο δεκαετιών να φτάσεις από τους δύο Γριέγος, τους κανένα (και στην τελική Γκρίνγκος) στη χώρα των Αϊμάρα, στην επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα ιθαγενούς Αϊμάρα, ηγέτη χώρας.

  • Δικαίωση

    Στην αρχή του βίντεο, απεικονίζεται ο πολίτης Νίκος Γεωργιάδης ξαπλωμένος. Αργότερα, ο ανήλικος [1] εμφανίζεται να έχει ξαπλώσει δίπλα στον Νίκο Γεωργιάδη. (…) Αργότερα, ο ανήλικος [2] εμφανίζεται στο κρεβάτι, δίπλα στον Νίκο Γεωργιάδη, να συζητά μαζί του ήσυχα. Τότε, ο Γεωργιάδης με το αριστερό του χέρι χαϊδεύει λάγνα το σώμα του ανήλικου αγοριού, το γδύνει και βγάζει και ο ίδιος το εσώρουχό του. Έπειτα, ο Ν. Γεωργιάδης χαϊδεύει τον ανήλικο λάγνα διεγείροντας το πέος του με το αριστερό του χέρι. Μετά διεγείρει στοματικά το πέος του ανηλίκου. Ενώ συνεχίζει τις πράξεις αυτές, βάζει δάχτυλο στον πρωκτό του ενώ ο [2] ερεθίζει περισσότερο το πέος του. Μετά, ο Γεωργιάδης ερεθίζει το πέος του ανηλίκου, όπως και ο ανήλικος το πέος του Γεωργιάδη, φιλώντας ο ένας τον άλλον. Συνεχίζουν μέχρι να εκσπερματώσουν.

    Το απόσπασμα από άρθρο που είχε υποβληθεί μέσω συνδέσμου προς σχολιασμό ανάρτησης στο Facebook σχετικής με την υπόθεση Γεωργιάδη. Αντικατέστησα τα ονόματα των ανηλίκων στο απόσπασμα με αριθμούς. Η ανάρτηση εξέφραζε αποτροπιασμό για τη συνεύρεση Γεωργιάδη με ανήλικους και έγινε από άτομο που στο παρελθόν είχε τοποθετηθεί υπέρ λοαδ διεκδικήσεων. Αποτροπιασμό εξέφραζε και η σχολιάστρια. Οι δικές μου επιφυλάξεις αναφορικά με την επιλογή του συγκεκριμένου συνδέσμου, ειδικότερα με το λόγο της λεπτομερούς περιγραφής και την προσθήκη αναφοράς για το «τί τράβηξαν τα παιδιά».

    Διαβάζοντας την περιγραφή αναρωτιέμαι αν το αρνητικό πρόσημο προσδίδεται αποκλειστικά από το «ανήλικος», το αναμενόμενο, ή και από κάτι πρόσθετο. Παραβλέπω το παρωχημένο «λάγνα» που παραπέμπει σε Ελλάδα του 60, Λάσκαρη και «Στεφανία». Αν μιλούσαμε για 15χρονη σε συνεύρεση με ενήλικο άντρα θα είχε θεωρηθεί αναγκαία ή γίνει ανεκτή αντίστοιχη λεπτομερής περιγραφή στην οποία θα είχε προστεθεί το «ανήλικη»; Πιστεύω όχι. Η καθαυτή πράξη θα εθεωρείτο κοινότοπη, δεν θα συνέτρεχε λόγος για αποκαλύψεις λεπτομερειών, το αρνητικό πρόσημο θα το έφερε από μόνη της μια αναφορά: «ανήλικη». Επίσης, πιθανότατα, λεπτομέρειες δεν θα ήσαν ανεκτές για λόγους προστασίας της κοπέλας. Στην περίπτωση Γεωργιάδη είναι και η ομοφυλόφιλη συνεύρεση που βαραίνει αρνητικά πολλούς, εκεί βρίσκει κυρίως πάτημα το «τί τράβηξαν τα παιδιά». Το «ανήλικος» προσθέτει βάρος σε θεμελιωμένη προκατάληψη. Πόσο άραγε θα ενίσχυε την επιχειρηματολογία το «…χαϊδεύει την ανήλικη διεγείροντας το αιδοίο της με το αριστερό του χέρι. Μετά διεγείρει στοματικά το αιδοίο της ανήλικης για αρκετή ώρα και συνεχίζουν, φιλώντας ο ένας τον άλλον μέχρι να ολοκληρώσουν, φτάνοντας σε οργασμό…», πέρα του γεγονότος ότι αφορά σε ανήλικη;

    Αφαιρώ την αναφορά στον πρωκτό, ανοίγοντας μικρή παρένθεση. Σίγουρα μέρος της ομοερωτικής πρακτικής αλλά η σύνδεση της ομοφυλοφιλίας αποκλειστικά με τον πρωκτό είναι περισσότερο εμμονική και μονοδιάστατη αντίληψη της ομοφυλοφιλίας από αρκετούς ετεροφυλόφιλους, παρά των ίδιων των ομοφυλόφιλων. Ζήτημα άλλης συζήτησης, την οποία δεν βρίσκω ενδιαφέρουσα. Ίσως φταίει ο Ginsberg, η κραυγή χαράς θεϊκών μοτοσικλετιστών. Αλλά μάλλον η πλειοψηφία των Ελλήνων ετεροφυλόφιλων δεν έχουν διαβάσει το Howl.

    Αυτό που με εντυπωσιάζει με το ζήτημα Γεωργιάδη είναι μια λανθάνουσα και συνεχιζόμενη διασύνδεση πολλών, συμπεριλαμβανομένων προοδευτικών, της ομοφυλοφιλίας με την παιδοφιλία.

    Επιμένω. Αν επρόκειτο για 15χρονη θα έπρεπε να ήταν ηχηρότερο το «ανήλικη» για να δοθεί η δέουσα προσοχή.

    Οι ομοφυλόφιλοι αποτελούν σεξουαλική μειονότητα. Έτσι, η ουσιαστική αποδοχή τους συνίσταται στην αποδοχή παρεκκλίνουσας από τη νόρμα ερωτικής επιθυμίας και πρακτικής. Ιδιαίτερα δύσκολο σε σύγκριση με άλλες μειονότητες.  Δύσκολη υπόθεση η σεξουαλικότητα για τους περισσότερους, η αντιμετώπιση της εικόνας του σεξουαλικού εαυτού μας, πόσο μάλιστα του ιδιαίτερου. Ευκολότερη η ενηλικίωση αν δεν είχαμε να παλέψουμε με σεξουαλικά σκιρτήματα και ξυπνήματα (αλλά φτωχότερος στην τελική ο κόσμος). Άβολη για όλους η αλήθεια ότι οι ομοφυλόφιλοι έγιναν μαζικά αποδεκτοί αφού νερώθηκε το κρασί, όταν τα αιτήματά τους απο-σεξουαλικοποιήθηκαν και η επιθυμία τους ντύθηκε καθημερινότητα. Και πολύ συναισθηματισμό – ο δραματικός λόγος για «ομοφυλόφιλα» αγόρια θύματα bullying σε σχολικά προαύλια, η γλυκερή εικόνα δύο μπαμπάδων με το παιδάκι τους στο ίδιο προαύλιο. Δεν απαξιώνω τα αιτήματα του κινήματος. Απλά αρνούμαι να είμαι η μονοδιάστατη ύπαρξη που απαιτεί η εκάστοτε περίσταση.

    Σημειώνω εδώ την αντίφαση όταν μιλάμε για «ομοφυλόφιλα» παιδάκια, κάτι για το οποίο ασφαλή συμπεράσματα βγαίνουν εφόσον το άτομο πλοηγηθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες της εφηβείας.

    Ξεκαθαρίζω ότι δεν με αφορά η στάση της Νέας Δημοκρατίας στην υπόθεση Γεωργιάδη, ούτε ότι υπήρξε στέλεχός της. Το ίδιο δεν με αφορούν τα απαράδεκτα και βλακώδη δημοσιεύματα, τα φιλικά προκείμενα στην αντιπολίτευση, τα οποία την έφεραν σε δυσκολότερη θέση. Με αφορά να τονίσω το γεγονός ότι στην περίπτωση του Γεωργιάδη η χρήση παιδικής ή ανήλικης αθωότητας χρησιμοποιήθηκε ως αλτήρας από φιλοκυβερνητικό τύπο ώστε να ασκηθεί κριτική (επιεικώς ο όρος κριτική) στην Νέα Δημοκρατία. Δίχως μέριμνα ή έστω προσοχή στο να μην αφυπνιστούν ύπουλες ομοφοβικές αντιλήψεις. Το πλέον ομοφοβικό, το κλασσικό στερεότυπο του ενήλικου άντρα, του ανώμαλου, που δελεάζει με καραμέλες αθώα δεκαπεντάχρονα. Προκειμένου να ζημιωθεί η Νέα Δημοκρατία – ο σκοπός αγιάζει τα μέσα – πολλοί αριστεροί έπαιξαν δίχως περίσκεψη (ή ύστερα από σκέψη) χαρτί με φοβίες που εξακολουθούν να διαπερνούν οριζόντια την κοινωνία. Προφανώς όχι μόνο τη δεξιά μερίδα της. Φοβίες που εξακολουθούν να είναι εύφλεκτες, με καύσιμο το συναισθηματισμό, ώστε να χειραγωγούνται για μικροπολιτικό σκοπό. Γιατί πολιτική κριτική με αιχμή τον Γεωργιάδη συνιστά μικροπολιτική, καθώς είναι βαθιά αφέλεια να πιστεύει κάποιος ότι κάτι ανάλογο δεν θα μπορούσε να συμβεί με στέλεχος αριστερής παράταξης. Δείτε τι γίνεται με τους καθολικούς ιερείς. Θα γελάσω αν μου πείτε ότι ο όρκος αγαμίας των κληρικών είναι που δίνει το ηθικό προβάδισμα σε εγκρατείς αριστερούς.

    Όσο για τη δεξιά, αναδείχτηκε περίτρανα η ηλιθιότητα των φιλικών μέσων ενημέρωσης με τη σιγή τους ή τις αξιοθρήνητες και κατάπτυστες προσπάθειες συγκάλυψης και εκλογίκευσης. Κατάπτυστοι όμως και αυτοί που υποκίνησαν την υπόθεση με την απερίσκεπτη ή συνειδητή επιλογή συγκεκριμένων μέσων για ιδιοτελή σκοπό. Σίγουρα όχι για να πολεμήσουν το trafficking.

    Αν πραγματικά θεωρούσαμε ότι ο νόμος είναι ανεπαρκής στην προστασία ανηλίκων από τις σεξουαλικές ορέξεις ενηλίκων, ας συζητούσαμε για αύξηση της ηλικίας συναίνεσης. Ή/και για αυστηρότερη ποινές στην περίπτωση που χρησιμοποιείται δέλεαρ πληρωμής από ενήλικο προς ανήλικο ώστε να υποκύψει σε σεξουαλικές πιέσεις. Γιατί ο Γεωργιάδης κρίθηκε πρωτόδικα ένοχος, όπως προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία, για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων καθώς υπήρξε χρηματικό δέλεαρ. Θα ήταν μια συζήτηση αποχρωματισμένη από προκαταλήψεις για σεξουαλικό προσανατολισμό και από πολιτικές εμπάθειες, με νηφαλιότητα, επιχειρήματα και γνήσιο μέλημα. Το ζητούμενο όμως ήταν αλλού και προς επίτευξή του χρησιμοποιήθηκε προσάναμμα συναισθηματισμού, η αγωνία για αθώα ανήλικα θύματα. Όπως έγραψα πριν μερικές μέρες, λίγοι από τους συμμετέχοντες στη δημόσια συζήτηση κατάφεραν μέσα στον ανεμοστρόβιλο φοβίας, ηθικολογίας και συναισθηματισμού να επικεντρωθούν στον πυρήνα της υπόθεσης, το trafficking, τη σωματεμπορία αθώων – ανηλίκων και ενηλίκων – το οποίο έπρεπε να απασχολεί σοβαρά την ελληνική κοινή γνώμη, εδώ και δεκαετίες. Και ένοχοι μέσω συμμετοχής είναι ενήλικοι Έλληνες, ομοφυλόφιλοι άντρες και ως επί το πλείστον ετεροφυλόφιλοι.

    Όταν έβγαιναν εκθέσεις από το State Department (και αν θυμάμαι καλά και από την Αμερικανή Πρεσβεία) είχαμε το αντιιμπεριαλιστικό ανακλαστικό και τους λέγαμε να κοιτάξουν τα χάλια τους. Καλά κάναμε. Περιμέναμε την κατάλληλη στιγμή, με σύστημα. Εξάλλου η δεξιά τα διεφθαρμένα καπιταλιστικά, ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των Αμερικανών εξυπηρετεί.

    Ο αγώνας τώρα δικαιώθηκε. Με δικό μας τρόπο και μέσα, έπιασε στόχο και τόπο.