Author: Μελίνα Χνούδι

  • Δάχτυλο στο μάτι

    Ήθελα να σου πω ότι πάλι πήρα τους δρόμους και δεν σε πρόφτασα.
    Αυστηρώς κατάλληλοι για νύχτα και σιωπή θυμάσαι; Φτιαγμένοι από παράξενο υλικό. Μη επεξεργάσιμο. Ξεχειλίζουμε και η καρδιά μας ακούγεται σαν να χτυπάει κάπου μακριά ένα μπεντίρ. Πάντα στα τέσσερα με προτεταμένο τον κόμπο στο λαιμό και να γρυλλίζουμε, κουρνιάζοντας στα πάθη. Στα μυστικά απωθημένα, στα θέλω και στους χρόνους που χτίζουνε σάρκινους τοίχους. Έξω από ξενυχτάδικα ή στο ορθάδικο του καντινιέρη, δίπλα σε πουκάμισα που βρωμάνε πνιγμένο αποσμητικό και τοξίνες αλκοόλης. Ψηφοφόροι, ψηφολέκτες, αναλυτές και τοκογλύφοι. Βδομαδιάτικοι λεκέδες σε λαμέ σαββατόβραδα που τις Κυριακές με βαρύ κεφάλι και ανάλαφρο το ένθετο της φυλλάδας μεταμορφώνονται σε Ευρωπαίους, λίγο πριν την μπάλα…Εξεζητημένες αστικές στιγμές. Η τσαλακωμένη ομορφιά τους λερώνει την παρόρμηση της μιας βραδιάς και την λύπη που νιώθει ο άλλος εαυτός όταν δεν μπορεί να ξανακολλήσει το ξερό φύλλο που έπεσε από το δέντρο. Σ’ αυτές τις σιωπές που κάνουν σαματά θα ήθελα να μπορώ να πω που βρίσκομαι. Να δώσω συντεταγμένες μήπως τρέξουν κατά πάνω μου. Να τους πω για τα φιλμ της ζωής μας που ποτέ δεν θα γίνουν υπερπαραγωγές , για τις πόρτες που κλείνουν με δύναμη, για το ασανσέρ που κατεβαίνει, για τα κλειδιά στην μίζα του αμαξιού, για τα απρογραμμάτιστα ταξίδια. Να τους πω ότι τώρα πια ξέρω πως οι πιο γενναίοι θάνατοι συμβαίνουν στη μέση του πουθενά και μας βρίσκουν ξαπλωμένους σε έναν έρημο παγωμένο δρόμο έξω από τη Γλασκώβη 4 το πρωί, πίνοντας γερές δόσεις αντρίκιου single malt, κουκουλωμένους μέσα μας να μην ακούμε όλα εκείνα που παλεύουμε να πούμε στους άλλους και στο τέλος σχεδόν πάντα και σχεδόν σαδιστικά τους τα στερούμε. Λένε πως δεν υπάρχει εγκεφαλική παράλυση, είπαν πως οι αναπνοές ταξιδεύουν σαν κυματομορφές, είπες πως δεν με είδες – καταδικασμένοι απέθαντοι σαν τα φρικιά του μαύρου μαργαριταριού- λέω πως θα σε συναντήσω στα άθικτα ηλιόλουστα στέκια μας τη μέρα που το μυαλό μου θα έχει γεμίσει θρόμβους. Μ’ αυτό τον τρόπο θέλω να την κάνω. Υπεργαμάτα. Από τη θάλασσα. Να ελευθερώσω όλους τους έγκλειστους που έχω στο κεφάλι μου και με μουσική υπόκρουση το Desamparado να βρεθώ στο μέρος που απαγορεύεται κάθε συνάθροιση άνω του ενός. Ευτυχία και συντριβή ξένε. Oμοούσια τριάς. Μαζί με εκείνες τις κάφτρες που φτάνουν μέχρι τον αγκώνα.

  • Μπορώ απόψε να κοιμηθώ εκεί;

    Ώρα που τρέχουμε πίσω από τον ίλιγγο του χρόνου να μην σκουριάσουν οι ευτυχίες , σε καλoκαιρινές κουζίνες, στα πάρκα , στις πλαστικές καρέκλες των σινεμά, στις βουβές διαδρομές, τις εξωφρενικές έσω πορείες διαμαρτυρίας μας, όλα πάντα εκεί, tribute στο άυλο της ύπαρξης. Σαν ηλιοτρόπια ακολουθούμε τους ήλιους του καλοκαιριού, πανηγυρικά μόνοι, με έντονη την παρήχηση του δ. Τώρα που το σκέφτομαι, το στόμα μας είναι ενας στρατός αρμάτων που παλεύει να νικήσει ένα λουλούδι, αλλά πως γίνεται να νοσταλγείς κάτι που ήδη έχεις λησμονήσει; Σε “συναντώ’ στις κυλιώμενες σκάλες μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, στα ξεχαρβαλωμένα σανίδια μιας υπό κατάρευση αποβάθρας, πάνω στις άσπρες διαχωριστικές γραμμές του δρόμου στο βλέμμα των φίλων μου που επιστρέφουν απ’τα ταξίδια τους πιο μόνοι από ποτέ και μετά τις οχτώ το βράδυ ή θα πίνουν καφέδες ή θα κάνουν ότι φιλιούνται μεταξύ τους κολακεύοντας ο ένας τον άλλο χαμερπώς.Θα κατέβω να πάρω τσιγάρα, θα ποτίσω με το σάλιο μου το χαμόγελο που κάποιος φύτεψε όπου βρήκε ελεύθερο χώρο πάνω μου, θα αποφύγω τα λεωφορεία, τους πυροσβεστικούς κρουνούς τις αποχετεύσεις των πολυκατοικιών, τα φρεάτια και τους υπαλλήλους του δήμου που τεμαχίζουν σωληνώσεις, θα καθαρίσω τα ρούχα μου από τον λιγοστό τους χειμώνα, θα πάρω αναπνοές , θα ονειρευτώ ότι είμαι η κοκκινόσκονη που έρχεται και ότι καλύπτω κεφάλια, σούρουπα και stands περιπτέρων (εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή, εκπνοή), θα ξεκολλήσω στα γρήγορα το χάδι σου απ’το κεφάλι μου γιατί ξέρω πως η ομορφιά εσένα σε τρομάζει (Γεια! Καλά; Νομίζω καλά. Κι εγώ καλά νομίζω), θα αλλάξω παράγραφο ακριβώς την στιγμή που ένα έντομο προσγειώνεται με εφεδρικές στην οθόνη, ο μοναδικός μου δαίμονας θα είναι ο άχρονος χρόνος (ποιος είν’ αυτός; τι λέει; γιατί;) και τα παράγωγά του και με συρρικνωμένη την συνείδηση θα επαναπροσδιοριστώ ως έμβιο ον (τι λέμε; Παρακαλώ παρακαλώ λέμε). Τίποτα δεν συμβαίνει που να μην χτίζει κι ένα μικρό σπίτι μέσα μου. Έχω γεμίσει από μικρά σπίτια κατοικημένα από ασήμαντους ήχους, σκέψεις, μνήμες κι οι άνθρωποι γίνονται τόσοι δα, χωράνε και δεν φεύγουν ποτέ. Το φευγιό είναι η εύκολη λύση καθώς κρύβεσαι σε κάτι σκοτεινά υπόγεια που έχουν θέα απόλυτα τετραγωνισμένους ακάλυπτους και πείθεις ή πείθεσαι πως υπάρχει θεία πρόνοια.Κάτι να συμβεί στα σύννεφα να αρρωστήσουν βαριά και να με συγχωρέσουν. Τα Σαββατοκύριακα ευνοούν τα παιχνίδια (αυτο)εντυπωσιασμού, εμένα όμως αυτή η υγρασία μου τσακίζει τα κόκαλα. Μου δίνω προθεσμία από 4 ώρες μέχρι 5 μέρες. Τόσο μπορώ να κάνω ότι δεν βλέπω το ραντάρ μου. Τόσο μπορώ να κάνω και ότι το βλέπω. Τόσο χρόνο μπορώ πλέον να μπορώ οτιδήποτε. Τόσο χρόνο μου επιτρέπεται πλέον να φοβάμαι. Μεταχειρισμένα χαμόγελα. Μεταχειρισμένες συνειδήσεις που εξαπλώνονται σαν καλπάζουσα μόλυνση. Ανέγγιχτοι στη χώρα των μην αγγίζεις εκεί. Ατρόμητοι δήθεν στην όχθη του ποταμού δεν μπορώ και δεν γίνεται, μέχρι να δούμε το άθαφτο κουφάρι της ψυχής μας να περνά. Όλα μπορώ να τα μπορέσω. Το μόνο που δεν αντέχω είναι η ομορφιά σου, και ναι. Είμαι τσογλάνι . Τολμώ και νοσταλγώ. Λοιπόν;

  • Imaginary enemies

    Δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια. Tο λίγο που κοιμάμαι μοιάζει με αιματηρό κινηματογραφικό αριστούργημα . Μπαρ στο Μετς. Ερωτικές φωτογραφίες σε φυσικό μέγεθος με μακριά νύχια και κολιέ από αυθεντικές πέρλες. Στην τηλεόραση μαθήματα της ελληνικής. Την πόρτα ή τη πόρτα; Ελάχιστα με αφορά. Περισσότερο δίνω βάση στις πόρτες. Ειδικά σε αυτές που δεν ανοίγουν. Οι συναισθηματικές εκρήξεις όλων όσων με περιβάλλουν είναι τόσο σουρεαλιστικές που θα τις ζήλευε ακόμα και ο Λιντς. Τα πρωινά φορούν τόσο βαριά ρούχα που κυρτώνουν οι ώμοι τους και μετά τις οχτώ το βράδυ ή θα πίνουν καφέδες ή θα φιλιούνται. Αυτός ο θόρυβος κρατάει μέρες. Μη! Μην αγγίζεις εκεί λέει το Κατερινάκι. Εκεί θα κολλήσω αυτό το ραδιενεργό που εκπέμπεις λέω εγώ. Στο κέντρο ετοιμάζουν προβολές μέχρι τις πέντε το πρωί. Στη Μαβίλη σερβίρουν λάθος ποτά. Το μέλλον μου ανήκει, χωρίς εκείνο να έχει τίποτα δικό μου. Αυτό εξ’αρχής καθιστά την σχέση μας μη ισορροπημένη.

    Ακούω soundτracks, καπνίζω και βλέπω το The Shawshank Redemption τρίτη συνεχόμενη φoρά ( Andy: Ξέρεις τι λένε οι Μεξικάνοι για τον Ειρηνικό; Red: Όχι .Andy: Λένε ότι δεν έχει μνήμη. Εκεί θέλω να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου. Σ’ ένα ζεστό μέρος χωρίς μνήμη). Ταλαντεύομαι μεταξύ cult ρομαντισμού και κυνισμού. Όταν αποφασίσω να τους θέσω σε λειτουργία αποτελούν την επιτομή του όρου. Θέλω να με πάρει ο ύπνος σε ένα λεωφορείο και χωρίς να το μάθω ποτέ, κάποιος να μου χαιδέψει τα μαλλιά.

    Οι μέρες που δεν έχω τίποτα να γράψω αρχίζουν και γίνονται επικίνδυνες. Σχεδιάζουν ταξίδια με τρένα, και όταν εξατμίζονται μυρίζουν κάτι ελάχιστο από υποχωρήσεις, παραχωρήσεις και ανακωχές .

    Θέλω να έρθεις ξαφνικά, χωρίς να το έχω ζητήσει. Ξενυχτισμένοι , διαολεμένες επιθυμίες να χτυπάνε με φόρα στον τοίχο, να ρίχνουν πράγματα κάτω, να δαγκώνουν λαιμούς λόγια, απέθαντα. Προχωρημένη νύχτα. Στήθος γυμνό, χωρίς ενοχές.

    Κάποτε φορούσα ένα μπλουζάκι με μια νυχτερίδα και περίμενα τον μπάτμαν να έρθει να με σώσει γιατί κάποτε είχα imaginary friends.Στην ενήλικη εκδοχή μου, έχω imaginary enemies.

     

  • Θα σφυρίζουν τα λόγια σαν το διάολο

    Θα σου μιλάω χυδαία. Θα κατασπαράζω τις σκέψεις σου. Θα χτυπάει το τηλέφωνο. Θα κάνει ζέστη. Θα βρέχει απ’τα μάτια. Θα υποφέρω απο μια χρόνια σφήνα στο στήθος. Θα με ξεκουφαίνει οποιοδήποτε άγγιγμα. Θα σου απαγγέλω ποιήματα όταν ξυπνάς. Θα ορκίζομαι πως δεν θα γίνεις κλάμα ποτέ. Θα παρεισφρέω απρόσκλητη στους νευρώνες σου. Θα σου δένω σπαγγάκια μνήμης στα δάχτυλα. Θα γδέρνω τα χέρια μου να σε σκαρφαλώνω.Θα σε γδέρνω. Θα σαλτάρω κάθε βράδυ στο φωταγωγό να δω το ηλιοβασίλεμα. Πάνω σου θα ανάβω. Φωτοβολίδα διάσωσης σε ναυάγιο. Θα σου ζωγραφίζω βρώμικες λέξεις στους τοίχους. Θα ξεβάφω τα καινούρια μου ρούχα με χλώριο να ασπρίσουν. Θα απαγορεύεται να με θέλεις. Θα γουστάρω που θα με θες. Θα σου εξιστορώ μεταθανάτιες εμπειρίες που ποτέ δεν είχα. Θα αναιρώ το μέλλον. Θα σου διαβάζω Τσέχωφ ανεβασμένη στο τραπέζι της κουζίνας. Θα κουρνιάζω στον λαιμό σου και θα σου λέω το ινδιάνικο ονομά μου (μη-διανοηθείς-πότε να-πιστέψεις-πως-μπορείς-να-με-κατέχεις). Θα δακρύζω στην πρώτη υποψία βροχής. Δεν θα κοιμάμαι ποτέ. Ποτέ δεν κοιμάμαι. Θα γράφω για σένα γονατιστή. Για σένα γράφω. Μουδιάζουν τα μάτια μου. Με τα μάτια μου σε θέλω τόσο. Και το ζεστό μου σώμα. Θα καταπίνω το σάλιο σου. Θα σου δαγκώνω το στόμα. Θα σου φτύνω αγάπες. Θα σκουπίζω το ιδρωμένο μου κεφάλι στην κοιλιά σου. Θα αντέχω χιλιοστά του δευτερολέπτου χωρίς εσένα . Ποτέ δεν θα στο πω με λέξεις. Ποτέ. Θα σφυρίζουν μόνο τα λόγια. Σαν τον διάολο. Θα είσαι μέσα μου, γύρω μου, παντού μου. Θα με περιλούσω με ένα μπιτόνι εσένα και θα ανατιναχτώ. Θα φτάνουν για να φύγεις ή όχι;

  • Είμαστε όλα όσα έχουμε. Χάσει. 

    Θέλω την πιο χυδαία καταιγίδα ,  ένα κασκόλ αγορασμένο από σταθμό ευπρεπούς Ευρωπαϊκού μετρό, και μια αφορμή που θα ψάχνω έναν χειμώνα ολόκληρο κι όταν τη βρω να το φορέσω. Θέλω και ένα τραγούδι που να μη μοιάζει με κανένα άλλο. Κι ενώ όλες οι μουσικές φτιάχνονται για να κλείνουν ουλές και τραύματα, αυτή να χώνει τα χέρια της και να ψάχνει μέσα στα άντερά μου ύπουλα , να βρίσκει το ωμό μου συναίσθημα άσχημο, ακατέργαστο και με δύναμη να το τραβά, να ξεκολλούν μαζί του τοιχώματα και να φεύγει προς τα έξω με πασαλείμματα και μισοτελειωμένες εκφράσεις. Θέλω το πιο γελοίο κοστούμι του κόσμου για δικό μου και παρέα με τον άδειο του καβάλο να παριστάνω δήθεν την καμπόση. Θέλω και ένα στίχο γραμμένο με τεράστια μαύρα γράμματα στον τοίχο της πιο κακόφημης συνοικίας . Έναν αργεντίνικο στίχο. Υπερβολικό. «Μαχαιρωμένο είναι το απόγευμα στο πόρτο. Στον λιμανίσιων γερανών τους γάντζους κρέμονται κάτι αγκαλιές και κάτι υποσχέσεις γυάλινες καθώς νυχτώνει». Να το διαβάζουν οι περαστικοί και να ακούν όλα όσα είναι κρυμμένα μέσα τους και άηχα στους άλλους. Οι δρόμοι να τρεκλίζουν ήρεμα μπροστά μου , χιλιοανοιγμένα πόδια , χλωμά φώτα , ταράτσες με ρούχα φθαρμένα, κίτρινα δόντια, κάποιοι που γαμιούνται, όχι από καύλα ή συνήθεια, αλλά από μια συντριπτική ανάγκη οικειότητας, κι η πόλη να γελάει γιατί ξέρει να φέρνει κοντά τους χαμένους . Θέλω και ένα όλοι είμαστε ξένοι μωρό μου να το ψιθυρίσω στο πιο οικείο αφτί , τώρα που αποφάσισα πως τελικά η λύπη δεν ξεκουρδίζεται από πουθενά, φαλτσάρει μόνο πάνω σε κάτι παύσεις ευτυχίας και οδηγεί σε ένα πολύ μεγάλο για τα κυβικά μου, πουθενά.
  • Αν μ’αγαπάς, μη μπεις στην κουζίνα. 

     

    Στην απέναντι πολυκατοικία μένει μία οικογένεια Γεωργιανών. Μιλούν τέλεια την ελληνική γλώσσα. Γονείς γύρω στα τριάντα και ούτε. Δύο παιδιά, το ένα μωρό το άλλο προσχολικής ηλικίας. Σε τακτά χρονικά διαστήματα φιλοξενούν τους γονείς τους. Οι πεθερές κυκλοφορούν με ρόμπες σατέν σε έντονο χρώμα, οι πεθεροί κάθονται στο ξύλινο σαλόνι βεράντας . Δίσκοι με καφέδες και φαγητά πηγαινοέρχονται κάθε μισή ώρα. Οι γυναίκες στην κουζίνα τους ανοιγοκλείνουν το ψυγείο. Το μεγαλύτερο παιδί γκρινιάζει και το μωρό ασφυκτιά είτε μέσα στις αγκαλιές τους , είτε στο καρεκλάκι του μπροστά από ένα μονίμως γεμάτο και απειλητικό κουτάλι φαγητού. Ο άντρας δεν ασχολείται ποτέ μαζί του. Οχτώ άνθρωποι σε ένα σχετικά μικρό σπίτι με την τηλεόραση μονίμως στο Nickelodeon.

     

    Κάθε πρωί στις έξι η νεαρή μαμά ξυπνάει νωρίτερα από όλους. Μία φορά τη βδομάδα καθαρίζει τα παντζούρια και δύο φορές τη τζαμαρία του σαλονιού. Σφουγγάρισμα κάθε μέρα. Όταν σπανίως λείπουν όλοι και κοιμάται το μωρό, κάθεται κάτω από τον απορροφητήρα και ανάβει τσιγάρο. Στέκεται εκεί ακίνητη ακόμα και όταν το τελειώνει. Χωρίς τις πεθερές στα πόδια της, χωρίς τους πεθερούς χωρίς τον πατριάρχη σύζυγο . Μπορεί παλαιότερα να είχε χρόνο και να διάβαζε. Ίσως να ξέρει τον Αργύρη Χιόνη. Μπορεί να απαγγέλει στο μπάνιο αποσπάσματα από το «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη» . Ίσως να εστιάζει καμιά φορά σε εκείνο το «Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει».

  • “Γαβ η αγάπη”*

    Μετά τις 2 τα ξημερώματα στα σκυλάδικα της Εθνικής Πύργου – Πατρών, Αθηνών – Λαμίας, γραβάτες λύνονται για να δεθούν μεγαλύτεροι κόμποι στο λαιμό και καλοχτενισμένες γυναίκες ρίχνουν την χάρτινη ηθική τους και τις χρυσές τους αλυσίδες στην τσάντα για να αντέξουν το βάρος πιο ασήκωτων, άλλων. Μετανάστες εργάτες μετρούν τα ψιλά τους να δουν αν φτάνουν να τη βγάλουν κι αυτή τη νύχτα , μπίζνες στα Βαλκάνια, πιτσιρίκες που ισορροπούν σε δωδεκάποντες ανασφάλειες, ψευτοροκάδες που βρέθηκαν εδώ στα κρυφά. Ποτήρια που αδειάζουν , χέρια με λογοδιάρροια, κάπνα , μεταχειρισμένα γαρύφαλλα, άλλοθι μπόμπες, παρελκόμενη μοναξιά. Φιλμ ακαλαίσθητα, βουτηγμένα στην αλήθεια του καλύτερου σκηνοθέτη, η ζωή μου απόψε ντύθηκε λουλουδού , ο τραγουδιστής να ασθμαίνει ανάμεσα στα κουπλέ, εγώ να νομίζω ότι θα ξεψυχήσει στην πίστα, να ζηλεύω τους μουσικούς που εκτελούν χρόνο και μέτρο στα δέκα βήματα γιατί εδώ , κάθε παραγγελιά είναι κι ένας θάνατος, κάθε στροφή μια καψούρα κάθε λουλούδι ένας αποχωρισμός. Και κάπου γύρω στις πεντέμισι, σ’ αυτό το σφαγείο του ήχου, έρχεται η ώρα που κανείς δεν το παίζει άτρωτος και όλοι πιωμένοι θυμούνται. Όλοι σιωπούν, ακόμα και η παραφωνία σωπαίνει, κι η κακογουστιά, κι οι χριστοπαναγίες και τα γαμιόλη ξέρεις ποιός είμαι’γω. Ρέει στυφό το κρασί σε γυαλί θολό, έτσι, για να λέμε ότι φταίει το ποτήρι, κι όλοι κάνουν χορεύοντας τους απουσιολόγους. Νύχτα βαριά, λαϊκή, στο απόλυτο τίποτα, “Γαβ η αγάπη, γαβ ο Iούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του, Γαβ του κόσμου όλου οι αποστάσεις”. Πόνος after, πρώτο τραπέζι πίστα

     

    *Aπο το “Άσημον” του Ελύτη

  • Η Πράγα δε σε αφήνει να φύγεις. Ούτε εσένα, ούτε εμένα.

    Ψάχνοντας τον χειμώνα στις όχθες του παγωμένου Μολδάβα, σκηνές σαν από φίλμ νουάρ χωρίς διαλόγους, μόνο με την φωνή της Μarianne που τραγουδά παραπονεμένα.

    Ώρα 1.30 δίπλα στο ποτάμι, το θερμόμετρο έξω από ένα παλιό εμπορικό δείχνει 4 βαθμούς Κελσίου και το κρύο σαλεύει ανάμεσα στο κασκόλ μου.

    Πετάω από την Γέφυρα του Καρόλου πάνω από την πιο όμορφη πόλη, τα μάτια μου θολώνουν, ισορροπώ στις κεραμιδένιες σκεπές και τα στενά δρομάκια της, διασχίζω την πλατεία Βεγκεσλάου, αιωρούμαι στον αέρα της Μικρής Βενετίας Mala Strana, βλέπω τις αντανακλάσεις της στα νερά και τις σκιές με ανθρώπινη μορφή που κινούνται νωχελικά στους δρόμους.

    Πίνω κρασί στο Karlovy Lazne ζητώ δεύτερο ποτήρι και μετά το τρίτο σκέφτομαι πως ίσως να μην μπορώ πια να αντέξω τίποτα ανθρώπινο από τότε που έχασα τη θάλασσα. Χαζεύω τα γοτθικά και Art nouveau κτίρια, δίνω ραντεβού με τους ατέλειωτους πύργους που πετάγονται μπροστά μου από τα πιο απίθανα μέρη, στην Starometske Namesti με τον ατμοσφαιρικό φωτισμό, τρώω σοκολάτα και παρακολουθώ το μεγάλο αστρονομικό ρολόι του Δημαρχείου που ”μετράει” την ώρα ξεκινώντας από το ηλιοβασίλεμα.

    Μια ολόκληρη παρέλαση λαμβάνει χώρα μπροστά μου. Οι Απόστολοι, ο Χάρος που χτυπάει την καμπάνα, κρατώντας μία κλεψύδρα και συμβολίζοντας το πέρασμα του χρόνου, ο Φιλάρεσκος, σύμβολο της ματαιοδοξίας, ο Τούρκος, ο Εβραίος.

    Ζωντανεύουν ξάφνου οι φιγούρες και χοροπηδάνε δίπλα μου, τραβώντας με να συμμετάσχω στην αέναη γιορτή τους. Ακολουθώ χωρίς δεύτερη σκέψη και οι ώρες παύουν να τρέχουν η μία πίσω από την άλλη, γελάμε στην μέση της πλατείας με την Αλεξάνδρα, βγάζοντας τα γάντια μας και πετώντας τα στον αέρα.

    Στο μετρό που τρέχει ιλιγγιωδώς ακούγεται μουσική από ακορντεόν. Τα πρόσωπα , οι άνθρωποι φαίνονται τόσο γνωστά και οικεία, χαμογελούν ή κρύβονται πίσω από κάποιο βιβλίο και απλά περιεργάζονται. Το καρφί μου με γδέρνει χωρίς να το θέλει καθώς το σιδερένιο τρένο ταξιδεύει κάτω από την άσφαλτο, μα τώρα πια μου είναι υποφερτό.

    Ψιχαλίζει στην παλιά πόλη. Πατάω πάνω στην βροχή και χαζεύω τις ξύλινες μαριονέτες ενώ ο κατασκευαστής τους «ανεβάζει» μικρές «θεατρικές» παραστάσεις στην αυτοσχέδια λιλιπούτεια σκηνή που έχει φτιάξει στον πεζόδρομο.

    Sad eyes μου λέει σε σπαστά Αγγλικά και μου χαρίζει μια μικρή κούκλα πριγκίπισσα, αφού πρώτα την ελευθερώνει από τα σκοινιά της.
    Τον κοιτάω βουβή, επειδή διάβασε την σκέψη μου και σκουπίζω με το μανίκι αυτό που πήγα να πω. Σφίγγω το ξύλινο δώρο μου και βυθίζομαι στο Στενό των Aλχημιστών.

    Την Πράγα την έχω μέσα μου, όπου και να βρεθώ. Κουβαλάω την ομίχλη της μαζί μου. Φεύγω για να ξαναγυρίσω, ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι στο τοιχάκι του κάστρου με τα σπίτια απλωμένα κάτω από το κεφάλι μου πολύχρωμο μαξιλάρι, παίζω μελωδίες του Ντβόρζακ με τα ροζιασμένα χέρια του βιολιστή της μεγάλης γέφυρας, συνομιλώ με τα παιδιά που τρέχουν στους δρόμους και φωνάζουν δυνατά το όνομά τους όταν τα ρωτάω πως τα λένε, την βλέπω με τα μάτια των γυναικών που ψωνίζουν στην παλιά αγορά της, την ακούω μέσα από τα κουαρτέτα που σπαρμένα εδώ κι εκεί πάνω στις γέφυρες παίζουν μεγάλους κλασικούς.

    Ένα κομμάτι της ψυχής μου δεν μου ανήκει πια και έχει παραμείνει να βολτάρει σε κάποιο από τα δεκαεφτά λιθόχτιστα γεφυράκια του ποταμού, γιατί αυτή η πόλη όνειρο, έχει κάτι που δεν έχουν οι άλλες και που οι κάτοικοί της το ονομάζουν «τα μάγια»
    Και είναι αλήθεια. Η Πράγα «Δεν σε αφήνει να φύγεις ποτέ», έχει προλάβει όμως να σου ψιθυρίσει στο αυτί ”you have been warned” πριν ακόμα φτάσεις εκεί.

     

     

    Ο τίτλος, και ό,τι είναι σε εισαγωγικά , λόγια του Φ. Κάφκα.