Author: Μελίνα Χνούδι

  • Nτεμί σεζόν

    Στα καλάθια της Πατησίων κοντομάνικα ξεχειλωμένα. Ανακατεμένα, αποφάγια σε προσφορά. Θέλω να τα λυπηθώ όλα. Να τα φορέσω ένα ένα πριν χειμωνιάσει.

    Στο δοκιμαστήριο η πωλήτρια δεν με ρωτά αν χρειάζομαι βοήθεια. Ευτυχώς. Αν το έκανε θα έβαζα τα κλάματα.

    Κάνει ζέστη. Κάποιος έχει αφήσει στην κρεμάστρα τα ρούχα που τελικά δεν αγόρασε. Πλησιάζω και τα παίρνω αγκαλιά. Σαν να πήρα, τον άνθρωπο που τα δοκίμασε και που μύριζε όμορφα.

    Γυρίζω σπίτι πάντα πριν από μένα. Πάλι κρικ κρικ κάνει το στομάχι μου. Όλο κρικ κρικ κάνει όταν κάποιος φεύγει. Ανοίγω θερμοσίφωνο, θα βγω, θα συναντήσω γνωστούς και αγνώστους, θα πιω μαύρο νεσκαφέ. Πρέπει να μείνω έξω. Τέλος Αυγούστου έχει το καλύτερο φως. Πρέπει να γράψω, με μπουκώνουν οι ερασιτεχνικές μου λέξεις, πρέπει να μιλήσω, να τραγουδήσω, να γελάσω.  Χοχοχο. Όταν γελάω ξαφνικά όλο το σώμα μου συσπάται και πονάω. Λες και το γέλιο είναι ένας τεράστιος αγύμναστος μυς που θέλει ζέσταμα.

    Πρέπει να βρω μια απάντηση για αυτό το απάνθρωπο «τι κάνεις» που να μοιάζει αληθινή. Να μοιάζει ότι λέω την αλήθεια. Παναντόλ αναβράζον, ακούω τι λένε μέσα στο κεφάλι τους. Θέλω να τους αγαπήσω όλους. Θέλω να γίνω αόρατη. Να κάνω τη νεκρή μια τελευταία φορά για φέτος μέσα στη θάλασσα. Να πω αστεία, να γελάσουν, να βάλω το κεφάλι μου μέσα στο στόμα τους να δω πως είναι. Να ξαναμπώ στο μικρό μου υποβρύχιο και να επιστρέψω. Όσο μεγαλώνω, οι αποστάσεις φαίνονται μικρότερες μα οι αντοχές λιγοστεύουν. Μου είναι δύσκολο να διανύσω, διασχίσω, φτάσω, κάνω, οποιαδήποτε. Βρήκα μια όμορφη διαδρομή σήμερα στο λεξικό. Έξι ολόκληρα γράμματα σαν αμερικάνικη λεωφόρος μεγάλη.  Φευγιώ. Με ωμέγα γράφεται. Ρήμα θα είναι.

  • Δεν μπορείς να κλωτσήσεις τους απόντες, το ξέρεις

    Ντάρλινγκ; Με πήρε ο ύπνος αγκαλιά με την κούρασή σου, αφού γύρισα όλο το σπίτι ξυπόλητη σέρνοντας πίσω μου μια κουβέρτα. Χοροπηδούσα προσεχτικά στο σκοτάδι. Αν σκοντάψω πάνω σου θα μοιάζεις με ανατιναγμένο μπαλκόνι. Μονόπλευρες στοργές και πολύπλευρα ψεύδη. Φιγούρες όλοι σε τούρτα, προσπαθούμε να ισορροπήσουμε στην ίδια φέτα καθώς το μαχαίρι των καλεσμένων πέφτει, λίγο πριν φαγωθούμε.
    Ένα ξεχασμένο πουκάμισο βρήκα στον ύπνο μου. Δεν το φορούσε κανένας. Κάνω πως είναι δικό σου. Τέτοια φοράς όταν πεθαίνεις χίλιους θανάτους να φτάσεις στ’ απόγευμα. Κοίτα μια νύχτα που κάνει έξω του είπα και άρχισα να φτιάχνω αντιπλημμυρικά φράγματα στην κόχη του πρώτου κουμπιού του να στα χαρίσω να αντέχεις. Nα γιατί καταχωνιάζω ονόματα κάτω από την γλώσσα κι εκείνα γίνονται αίμα κι αναστεναγμοί που μετά φτύνω σε αγνώστους. Τους γνωρίζω στις τελευταίες βάρδιες των λεωφορείων την ώρα που κοιμάμαι και μου χαϊδεύουν στα κρυφά τα μαλλιά. Απλώς πονάω σα να μου λένε και ταΐζω με τα σώψυχά μου τις γάτες. Η χυδαία τελειότητά των δίπλα μου, σπάει κλειδώσεις. Καπνός τυλιγμένος, δυνατός, placebos. Εξακριβώσεις στοιχείων – τι θες να ξέρεις για μένα;- συζητήσεις, συναλλαγές. Εκείνη την λύπη σου την χρεώθηκα. Σχεδόν με έπνιξε. Να προσέχεις έβηξα μόνο . Ήθελα να μπορέσω να βήξω μια έγχρωμη συλλαβή.
    Η ζωή είναι φοβιστική. Κάποια στιγμή θα την περπατήσουμε από εκεί που την άφησαμε. “Quiero escοpar de aqui,» είπα στο κενό σπίτι. Οι πλαισιωμένες οικογενειακές φωτογραφίες χαμογέρασαν περιπαικτικά, και δεν έπρεπε απολύτως πουθενά να πάω. Μισοσκαμένα ορυχεία εντός. Mετά τις δώδεκα βγάζω ιεροτελεστικά τα ρούχα μου και με ανταλλάσω. Εσύ γυρίζεις σπίτι σου, καρφώνεις τα μαχαίρια της κουζίνας στον όμορφο οισοφάγο σου και όσιες φωνές δολοφονείς. Ο θεός σου λίγο πιο πέρα γελάει και δεν υπάρχει ούτε ένας πεινασμένος λύκος εκεί κοντά να του δαγκώσει το λαιμό να πάψει. Μετά χαμογελάς πληρώνοντας ακριβά απ’την δική σου τσέπη. Και δεν είναι αυτό που οι άλλοι λένε χαμόγελο, μια χαρακιά στις πέτρινες στιγμές της μέρας σου είναι. Ξέρεις πόσες ώρες, πόση ζωή θέλει να χαράξει αυτή τη γαμημένη πέτρα η ψυχή; Ξέρεις.
    Όταν σε σκέφτομαι έχω έντονους πόνους στο υπογάστριο. Άδολους, μα με δόλο μετά, φονεύω πορτοκάλια και τα χώνω στο στομάχι μου. Ασχημονώ και εκπίπτω αλλά κυρίως είμαι ανεπίδεκτη μαθήσεως αναφορικά με αυτό το ”αντέχειν”. Γιατί και την πτώση μου χειροκροτώ και την έκπτωσή μου ενίοτε. Ύστερα οι μέρες απ’την νύχτα κλέβουν φως και επιταχύνουν στις κατηφόρες της γειτονιάς. Η αδιαφορία παίρνει τα μιλούμενα και τα καταβροχθίζει για πρωινό το ξημέρωμα, μετά από μεγάλα μεθύσια. Στο πίσω μέρος του μαγαζιού αυτοί που λείπουν πλένουν ποτήρια και μουρμουρίζουν ασυναρτησίες. Μόλις τους πω σας χρειάζομαι τους χάνω. Δεν το ξεστόμιζω ούτε μισή φορά, μα αυτή η μουγγαμάρα μου τσακίζει τα δόντια.
    Θα κατέβεις; Θα κατέβεις να με δεις; Πάρε το πρώτο υποβρύχιο που θα περάσει και έλα. Αυτός ο θόρυβος κρατάει μέρες, μα βρήκα ποια είναι η πιο βουβή λέξη του κόσμου. Κλείδα. Λίγο πιο κάτω από τον λαιμό. Εκεί που λουφάζουν οι λησμονιές όταν ξεχνιούνται, αλλά μην αγγίζεις εκεί. Εκεί φοβάμαι. Εκεί, θα κολλήσω το ραδιενεργό που εκπέμπεις, γι’αυτό. Δεν μπορώ να κλωτσήσω τους απόντες, το ξέρω.

  • Εγώ λίγο και λήγεις κι εσύ

    Μετρό 10:46 (Μουτζούρα να ξαναδώ αν γράφει το στυλό). Τρέμω για εκείνους που πάνε με αιμόφυρτη την καρδιά στην κουζίνα και φτιάχνουν καφέδες, κοιτάζοντας αμίλητοι έξω από το παράθυρο. Τυλίγουν σφιχτά το ρούχο τους και μυρίζουν το υγραέριο από το γκαζάκι ενώ στο βάθος ακούγονται οι ειδήσεις των οχτώ. Αυτοί οι άνθρωποι όνομα έχουν; Αγαπώ χωρίς να γνωρίζω ούτε τη σημασία της λέξης ούτε τις βλάβες που προκαλεί. 24ωρα βενζινάδικα, χρωματιστά φώτα, χωρίς εσένα δεν υπάρχει χώρος να κρυφτώ, με τσούζουν τα μάτια μου από την κάπνα μ’ακούς; Δεν χρειάζομαι καμία ιδανική συνθήκη. Θα σε αφήνω να γαμήσεις επαναλαμβανόμενα έστω και μία ανάμνηση μου που θα σε αφορά. Μπορείς; Μικρά, καθημερινά πράγματα. Είμαι σχεδόν πεντάχρονο. Πρόσφατα πέθανα. Έχω σύμβαση αορίστου χρόνου με το μαύρο κι έναν λαμπτήρα στον λαιμό για να μην περνάω απαρατήρητη. Μπορείς; Αλλαγή σελίδας. Στην χειρολαβή κρεμόταν πριν λίγο ένας άντρας πουλί. Θεέ τους, τι παράξενοι που είναι οι άνθρωποι. Δεν έχουν μάτια, μύτη, στόμα. Μια πληγή καλύπτει το μέρος. Με αυτή την πληγή γελάνε, μιλάνε, κλαίνε, μισούν. Κι όσοι γεννήθηκαν να μην σέρνονται, να μην υποκύπτουν στο τραύμα ποτέ, πεθαίνουν με όλα τα χαρακτηριστικά τους. Ξημέρωμα κάπου στον Λυκαβηττό, βυθίζομαι στα ατάραχα νερά των υδρατμών σου. Όλες οι Κυριακές είναι μέρες ανεφοδιασμού και μορφασμών παράξενης διάθεσης την ώρα που φωτογραφίζω μπουκάλια πορτοκαλάδας. Τις Κυριακές σχεδόν με κλωτσάω μέσα μου. Σαβουριάζομαι στα σκαλιά μου και αιμορραγώ καφέδες και φτηνούς υπαινιγμούς. Οι Κυριακές ευνοούν τις κινήσεις εντυπωσιασμού. Ναι. Η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση. Στα είκοσι, τέτοιου τύπου beat λογοτεχνίες σε απογειώνουν. Χρόνια μετά, κοιτάς τα αδέσποτα καχύποπτα και σχεδόν όλα κουτσαίνουν. Στην πόρτα πια χάσκει μια αλήθεια που θα ‘ναι πάντα μισή κι ένα πιτσιρίκι που γατζώνεται πάνω μου να κοιμηθεί και δεν βγάζει ποτέ τα παπούτσια του. Εγώ θα το θυμάμαι το άουτς. Εσύ ;

  • Άφεση αμαρτιών

    Ακόμα αγωνίζομαι να γράψω το όνομά σου με κεφαλαίο. Κάθε φορά που ξεκινούσα να φτιάξω το θήτα μεγάλο, εκεί κάπου στη μέση του ημικύκλιου πριν κύκλος γίνει, αμέσως το μετάνιωνα και το έγραφα ψείρα. Τόσο δα. Θυμωμένο, που μου πήρες τη θάλασσα. Εσύ έφταιγες και πήγαινα για χρόνια στο ίδιο σημείο, σήκωνα τον δείκτη και τον μεγάλο σαν τουφέκι και πυροβολούσα τον δρόμο σαν μαλακισμένο. Ακριβώς όπως έκανε ο Μπράντ Πιτ στο Seven. Mπανκ! Μπανκ! Και δεν χρειαζόμουν κανέναν Μόργκαν Φρίμαν να με χτυπά στην πλάτη παρηγορητικά. Ήθελα μόνη μου να ανοίγω κάθε βράδυ το πακέτο. Κάθε βράδυ. Μέχρι χτες. Γιατί χτες πρώτη φορά κάθησα απλώς στο πεζοδρόμιο και χάζευα τα αυτοκίνητα που περνούσαν.Τα μέτρησα κιόλας. Σαρανταεφτά ήτανε. Μεταξύ εικοστού πέμπτου και εικοστού έκτου αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να σου δώσω άφεση αμαρτιών. Κι ότι τα μεγάλα αντίο δεν τα φτιάχνεις εσύ, ούτε τα καταστρώνεις ύπουλα τις νύχτες όπως νόμιζα. Δεν παίρνεις εσύ τηλέφωνο στα ανυποψίαστα σπίτια, δεν οδηγείς εσύ ασθενοφόρα. Άλλοι τηλεφωνούν κι άλλοι αλλάζουν ταχύτητες. Δεν μικραίνεις εσύ αποστάσεις, εμείς μεγαλώνουμε και χάνουμε αντοχές. Δεν σκονίζεις εσύ τζαμάκια με μνήμες. Δεν κάνεις εσύ την φαντασία να προσπερνά τη ζωή με χίλια. Θα γράψω το όνομά σου με κεφαλαίο, πρώτη φορά, αλλά δεν μπορώ το θήτα ακόμα. Θα γράψω Σόεθ κι είσαι υποχρεωμένος να με συγχωρέσεις κι εσύ. Τι θα γίνει δηλαδή αν εκεί που μετρώ αυτοκίνητα πω Εεθ μου βοήθα με. Δεν θα καταλάβεις;

  • Χέρια δεμένα

    Μεγάλωσα μέσα σε μία απόχη, σκυφτά και βιαστικά. Μίλαγα δύσκολα, συνήθως με χώματα, που ίσως και να είχα καταπιεί. Για ό,τι με λερώνει βουβάθηκα κι έγινα δράκος, κόκκινο φίδι και πριγκηπέσσα μαζί. Τότε σταμάτησα να τρέχω και πετροβολούσα τα πλοία επειδή έφευγαν. Κι έλεγα πάντα, νομίζω πως σ’αγαπώ, ακόμα κι όταν ήμουν σίγουρη. Σχεδόν τα κατάφερα να συρθώ από μέσα μου, συντρίμμι σχεδόν από το μεγαλείο όλων όσων δεν έπραξα. Κι ο κόμπος στα χέρια να μη φεύγει. Να δένεται τριγύρω τους και να συνθλίβει κάθε φωνή. Ποτέ δεν έμαθα να γράφω. Μόνο να διαβάζω  ξέρω. Μέχρι να με αποτελειώσουν οι λέξεις. Πριν, τελειώσουν, κι αυτές.

  • Κόμπος στην καρδιά

    23 χρονών. Από τη Συρία. Έφυγε στα δεκαέξι μαζί με τον μικρότερο αδελφό του. Είναι από τους “τυχερούς” και εργάζεται για πεντακόσια ευρώ το μήνα, χωρίς ασφάλιση σε βιοτεχνία ενδυμάτων. Οι δικοί του βρίσκονται στο Χαλέπι και τα βράδια δεν κοιμάται. Όταν έρχεται σπίτι μας, φέρνει πάντα παστάκια και κοιτάει το πάτωμα. Είναι φίλος της κόρης μου. Σταμάτησε το σχολείο για να φύγει και διαβάζει μαζί της Φιλοσοφία. Δεν δέχτηκε ούτε μία φορά να τον κεράσει έναν καφέ έστω. Ούτε δέχτηκε να έρθει μαζί μας για φαγητό, όσες φορές κι αν του το έχουμε προτείνει, με το φόβο των εξόδων που θα κάνουμε γι’ αυτόν. Χτες μας έδειχνε την πόλη του όπως ήταν πριν τον πόλεμο. Όμορφη πόλη, πλούσια, μου θύμισε την Πλάκα. Σήμερα το μεσημέρι φοβάται ξανά. Γαζώνει και σκέφτεται τον τρίτο αδελφό του που χρειάζεται 700 ευρώ για να τον φυγαδέψει κάποιος στην Τουρκία. Σχεδιάζει να ζητήσει προκαταβολή. Δεν γελάει σχεδόν ποτέ, νομίζω πως ούτε κλαίει. Μας λέει ότι τον πονάει η καρδιά του και το στομάχι του.  Όταν ξαπλώνω τις νύχτες αναρωτιέμαι, πώς είναι να τηλεφωνείς στο σπίτι σου και να μην το σηκώνει κανένας.

  • Φεγγάρι λερωμένο

    Τις νύχτες που προσπαθούσαμε να πεθάνουμε έβγαινε ένα φεγγάρι λερωμένο, ίδιο με τα παιδιά στα φανάρια που σε φτύνουν και φεύγουν. Τρεκλίζοντας σκαρφάλωνε στις πιο παράξενες στέγες της πόλης και λίγο πριν κοιμηθεί μας χάζευε, με τα πόδια του κρεμασμένα στο κενό, παντιέρες. Εμείς ξεκινούσαμε να μαζεύουμε τα κλάματα χρόνια πριν κυλήσουν, ποιοι είναι αυτοί που μας παριστάνουν ρωτούσαμε κι εκείνο πεταγόταν τρομαγμένο μέσα στον ύπνο του, από τη φασαρία που έκανε η ψυχή μας.

  • Περήφανα αντίο

    Τα λες ανάμεσα σε δυο τζούρες και μια γουλιά από σάλιο, κοιτώντας τα νύχια σου, τον ορίζοντα ή τις άκρες των παπουτσιών σου. Δικαιολογείσαι για τα θολωμένα σου μάτια αμήχανα, σχεδόν αστεία. Μήπως πάντα μα πάντα η διαολεμένη κάπνα ή εκείνο το γαμημένο μικρό σκουπιδάκι δεν είναι οι φταίχτες; Φοβάσαι λες και δεν τα έχεις πει άλλη φορά, λες και δεν ξέρεις πως όσες κι αν τα επαναλάβεις θα μουδιάζεις το ίδιο με την πρώτη. Τα αρθρώνεις καθαρά, σχεδόν θέλεις να τα φωνάξεις και γεμίζει το στόμα σου με μια στυφή μεταλλική γεύση. Σκέφτεσαι πως μακάρι να ήσουν πλάσμα της φαντασίας ή ήρωας κάποιου βιβλίου παρά άνθρωπος με γόνατα που ματώνουν. Μακάρι το μέρος να μη θύμιζε άδεια σκηνή σκονισμένη με ένα μόνο τραπέζι. Μακάρι να μην χρειαζότανε να προσποιείσαι πως δεν υπάρχει άκρη στον κόσμο που να μπορεί να σε κρύψει. Μακάρι εκεί που τα είπες, να μην είχες ευκαιρία ούτε αφορμή για να συνομιλήσεις βράδια ολόκληρα με τα άντερά σου. Μακάρι να μην είχες την ικανότητα να χωράς τόσα πολλά σε τόσα λίγα. Μακάρι η τρύπα που γράφεις κάποτε να έθρεφε και να μην έμενε κενή να θυμίζει την απώλεια της συνέχειας. Μακάρι να μην ήξερες πώς είναι να ξέρεις.

  • Oh Mama, ain’t no time to fall to pieces

    Έχωσε βαθειά το χέρι στο εσώρουχό του. Εφτά λεπτά του πήρε να τελειώσει αγχωμένος για τα σεντόνια, μη λερωθούν. Από την κουζίνα λίγο πριν ακούγονταν ήχοι πιάτων κι εκείνη που ετοίμαζε τα παιδιά για το σχολείο. Θα αγοράσω σπίτι μονολόγησε γυρισμένος στο αριστερό του πλευρό , σκουπίζοντας το χέρι του στην πιτζάμα. Τρία υπνοδωμάτια, σαλόνι, τραπεζαρία από μασίφ καρυδιά, μεγάλα μπάνια , parking για δύο, αυτοκίνητο οικογενειακό. Θα αλλάξω τα ρούχα μου να ταιριάζουν μεταξύ τους και θα τηρώ πιστά την πυραμίδα μεσογειακής διατροφής. Στέλεχος πολυεθνικής , δεν θα πειράζει πια που θα ξέρω ότι με διάλεξες από το πλήθος για να σε γονιμοποιήσω. Θα περάσουμε μια συνταρακτική ζωή με super market κάθε δεκαπέντε, επισκέψεις στα πεθερικά και Κυριακάτικα Real life βράδια. Με εξοχικό 70 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα για να ξεσκάνε τα παιδιά πριν μεγαλώσουν και φύγουν. Πριν μείνουμε μόνοι , πριν απλωθεί η ησυχία σπίτι μας σαν καλπάζουσα μόλυνση, πριν δούμε μέσα μας αυτό που τόσα χρόνια έβλεπαν έξω μας οι άλλοι. Καμιά φορά μπορεί και να με θαυμάζεις. Για τις λέξεις που ποτέ δεν είπα , για τις εξηγήσεις που δεν έδωσα ποτέ και γιατί θα πιστεύεις πως δεν έχω πια αφορμή καμία για δάκρυα. Εγώ όμως θα κλαίω σαν κοινός εγκληματίας πολέμου μόνος, όπως τώρα – το γαλάζιο πουκάμισο ή το λευκό; – και θα σκέφτομαι πάντα όσους αγάπησα – την μπλε ή την κίτρινη γραβάτα – ακόμα κι όταν πια δεν θα τους αγαπώ. Mε θυμάμαι;

    Tελικά ίσως είναι πιο δύσκολο να είσαι άντρας σκέφτηκε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας ακούγοντας το πνιγμένο του βογγητό. Ίσως είναι πιο οδυνηρό – Το φόρεμα με τις ρίγες ή καλύτερα το μαύρο -. Mας θυμάμαι. Σαν νερό. Καμιά φορά και σαν σωπαίνω.

  • Φτου και φεύγω!

    Πανεπιστημίου, Βιβλιοθήκη, στάση μετρό. Λευκό χρώμα, ύπουλο. Αυτοεξόριστοι στην κεντρική λεωφόρο. Αν υπάρχει κάτι λογικό στη μέρα είναι η νύχτα της. Τώρα ζούμε συνειδητοποιημένα παριστάνοντας τους ασυμβίβαστους. Τους αμφισβητίες. Τους υπερασπιστές της κουλτούρας. Διαβάζουμε για μας λίγο πριν τον ύπνο, «Δεν είμαι συγγραφέας. Είμαι ένας τύπος που γράφει» λέει ο Philippe Djian. Τα βιβλία του μιλούν για κάτι “περιθωριακά στοιχεία” που δεν βρίσκουν δουλειά, που δεν κοιμούνται και βλέπουν ασταμάτητα underground ταινίες. Εγώ τον φαντάζομαι άλουστο για μέρες, βρώμικο, με άδεια μπουκάλια πάνω στο κρεβάτι του και μπαγιάτικο καπνό στο στόμα να σκαλίζει μικρά χαρτάκια με σκέψεις, να τις βάζει επίτηδες σε λάθος σειρά και να τις στέλνει ταχυδρομικώς και ανώνυμα στον εκδότη του. Οι δικοί μου ήρωες ονειρεύονται παλιά σπίτια και άδεια εφηβικά δωμάτια . Μεγάλωσαν σε κρεματόρια σκέψεων και μια ζωή σκόνταφταν πάνω σε παλιομοδίτικα μυαλά. Φορούσαν το παλτό της μητέρας τους και διάβαζαν στα κρυφά την ατζέντα με τα τηλέφωνά της. Καμιά φορά τους ζητώ να μου το δανείσουν να δω επιτέλους πως μυρίζουν αυτά τα παλτά. Το φορώ και ύστερα κάθομαι ήσυχα μέσα μου και παγώνω. Δίπλα ακούγεται κάτι σαν βόμβες που σκάνε ή αν είμαι τυχερή τίποτα. Ο χρόνος κυλάει και ξεχάστηκα. Σου κάνω χώρο για εκείνους τους μεγάλους και έρημους αντίλαλους των γιατί που κανείς δεν αντέχει να ακούει, για τα θέλω, τα είναι και τα δεν πρόφτασα. Μεσάνυχτα κάπου, βλέμματα που συναντώ και πίνω μπύρες μαζί τους, δεν ξέρουν πως βλέπω τις γρατζουνιές στην πλάτη τους, δεν ξέρουν πως εκείνη η πρώτη φορά που οι αφηγήσεις μας διασταυρώνονται από κοντά σε μια τρελή ανταλλαγή εγκεφαλικών κυττάρων ίσως να είναι και η τελευταία, δεν ξέρουν πως καρδιοχτυπώ σαν κουτάβι γι’αυτό ψάχνω την τσέπη τους, χώνομαι εκεί και τους σφίγγω τα δάχτυλα, συνομιλώ με την παλάμη τους, τους λέω τέλος ή έστω παύση σε εκείνη την μακράς διαρκείας οικειοθελή απομόνωση. Καιρό πριν μέσα σε ένα αυτοκίνητο που έφτασε σ’ έναν τόπο στρωμένο με κρύο κατακαλόκαιρο και δεν ήταν κανείς, πήδηξα πάνω από όλα όσα μέχρι τώρα σκόνταφτα και άρχισα να χαρτογραφώ εξόδους από το μακελειό. Πάντα σκοτεινά είναι, επισκευάζομαι όμως να μη φοβάσαι τα ανακατωμένα σωθικά. Γίνομαι ατρόμητη. Φορώντας μαύρα και με μια καρδιά να στέλνει ανυπόφορα αίμα στο κεφάλι μου έρχομαι να σε ψάξω. Δεν θέλω να ξαναπαίξω φτου και φεύγω! Δεν θέλω!