τον μαλάκα ουδείς εζήλεψε.
αλλά πολλοί ακολούθησαν το παράδειγμά του.
τον μαλάκα ουδείς εζήλεψε.
αλλά πολλοί ακολούθησαν το παράδειγμά του.
ο καψούρης είναι σαν τον δημοσιογράφο
στην αρχή σου τα λέει ωραία
και στο τέλος δεν ξέρεις πώς να τον ξεφορτωθείς
ο καψούρης είναι σαν τον δημοσιογράφο
στην αρχή σου τα λέει ωραία
και στο τέλος δεν ξέρεις πώς να τον ξεφορτωθείς
ο καψούρης είναι σαν τον δημοσιογράφο
στην αρχή σου τα λέει ωραία
και στο τέλος δεν ξέρεις πώς να τον ξεφορτωθείς
όλοι φοβόμαστε.
μα πιο πολύ φοβούνται
αυτοί που δεν το παραδέχονται.
όλοι φοβόμαστε.
μα πιο πολύ φοβούνται
αυτοί που δεν το παραδέχονται.
όλοι φοβόμαστε.
μα πιο πολύ φοβούνται
αυτοί που δεν το παραδέχονται.
Ερχόμαστε από τα κωλόμπαρα
της εθνικής οδού
και τα τσίγκινα σκυλάδικα
στη μέση του κάμπου
Ερχόμαστε από το ντεθάδικο, το γκοθάδικο
το μεταλλάδικο κλαμπ
από το αυτόφωρο για τη μοτόρα
Ψυχές τυφλές και αόμματες
που ψαχουλεύουν τους τοίχους στο κλιμακοστάσιο
υπάλληλοι της μοίρας
που μας έστειλε στην εντατική
Δεν είμαστε κούφιοι, ο πόνος μας γέμισε
και οι κοροϊδευτικές χειρονομίες
των οργάνων της τάξεως
Είμαστε το ένα τοις εκατό
είμαστε τα παιδιά του ένα τοις εκατό
παιδιά των παιδιών του ένα τοις εκατό
Ερχόμαστε με νυσταγμένες νταλίκες
που παλινδρομούν στο ολισθηρό οδόστρωμα
Ερχόμαστε με παπιά που βήχουν
και ποδήλατα με ξεφούσκωτες σαμπρέλες
φώτα βαριά, φώτα νυσταγμένα
δε βγαίνει ο ανήφορος
και η κόρνα σαν τροχός οδοντογιατρού
Είμαστε το ένα τοις εκατό
είμαστε τα παλικάρια του ένα τοις εκατό
παλικάρια των παλικαριών του ένα τοις εκατό
Ψυχές στεγνές από δάκρυα
πλημμυρισμένες από συναισθήματα
ψυχές κινηματογραφικές
παρατημένες στις σκοτεινές αίθουσες
σάπιες καρέκλες, κανείς δε βολεύεται
σκοτεινές ψυχές, ο Εωσφόρος
θα γέλαγε μαζί μας
με τη μικρή μας ιδιωτική κόλαση
πολύ μικρή, το ένα τοις εκατό
στο ένα τοις εκατό κι αυτός
των Σεραφείμ, των Χερουβείμ
και των Αγγέλων
δικός μας παιδί, αν εξαιρέσεις τα κέρατα
Δικό μας ατύχημα, δικό μας δυστύχημα
δικό μας το πρόβλημα
ερχότανε μπουσουλώντας στα σκαλοπάτια
ερχότανε ψάχνοντας το διακόπτη και το φως
σε μια λίμνη αίματος, σπέρματος και ξερατού
στο βασίλειο του ενός τοις εκατό
χωρίς αναισθητικές ενέσεις ή ξυλοκαΐνη
ερχότανε από την αρχή
στο τέλος του κόσμου
να συναντήσει του ενός τοις εκατό τα πλάσματα
των πλασμάτων τα πλάσματα
του ενός τοις εκατό το ένα
μη μ’ αξιώσει ο Θεός
να βάψω μαλλί
και ν’ ακούσω Χαρούλη
Όταν πήρε φόρα ο Μπόμπαν κι έτρεξε
κι έσκασε με το κεφάλι στη μπασκέτα
όλο το γήπεδο κράτησε την αναπνοή του
και ξέχασε ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του
το γήπεδο του Πανιωνίου, στη Νέα Σμύρνη
οι θεατές δηλαδή
άνδρες, γυναίκες, νομίζω ότι είχε και μικρά παιδιά
που ανέβασαν σφυγμούς βλέποντας τον Μπόμπαν να τρέχει
και να σκάει με δύναμη στη μπασκέτα με το κεφάλι
η αναπνοή τους έμεινε στα στήθη τους
δεν το πίστευαν, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν
στα μάτια τους δεν πίστευαν
όταν τον είδαν στο παρκέ πεσμένο
δεν μπορούσε ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του
αμφιβάλλω αν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια του
κι όσο για τα πόδια του δεν τα ξανακούνησε ποτέ
καθισμένος στην αναπηρική πολυθρόνα
για πάντα μετά απ’ το μοιραίο σφύριγμα
και μετά απ’ το μοιραίο σπριντ
προς τη μπασκέτα
με το κεφάλι στη μπασκέτα σαν ταύρος προς ταυρομάχο
σε μια αρένα φτιαγμένη από τσιμεντόπλακες
δίχως άμμο, μόνο αίμα
και την αναπνοή παγιδευμένη στο λαρύγγι
πεσμένος ο Μπόμπαν στο παρκέ για ένα γαμώτο
αλλά για τι άλλο δηλαδή αξίζει να ξαπλώσεις
ή να σε ξαπλώσουνε
ένα γαμώτο είναι, ένα γαμώτο είναι όλα
όπως παίρνεις φόρα και χαμηλώνεις το σβέρκο
σημαδεύοντας τη μπασκέτα
ο Μπόμπαν τα άφησε όλα στο παρκέ
εκτός απ’ το γαμώτο
αυτό το πήρε μαζί του στον τάφο του
το τελευταίο του ταύρου παράσημο
η τελευταία του αναπνοή και η καρδιά του