Ακούω ξανά και ξανά τον δεύτερο δίσκο των Ντάντι Ουόρχολς, και σιχτιρίζω γιατί α. είναι ο καλύτερός τους, με διαφορά, β. είχε πιάσει (και διαμορφώσει, για εμένα) ακριβώς το πνεύμα της εποχής του, δηλ. καλοκαίρι 1997, δηλ. είκοσι χρόνια και κάτι ψιλά. Διπλοσιχτιρίζω και το ξανακούω σε έναν φαύλο κύκλο που θα κρατήσει όσο κρατάει η μπαταρία. Πάμε μαέστρο.
Προχτές, μιλώντας για μελίρρυτους τραγουδιστές, θυμήθηκα τον Μάρβιν Γκέι, που τον σκότωσε ο πατέρας του επειδή δεν έβγαζε έξω τα σκουπίδια. (Προφανώς και σας τρολάρω, δεν μπορώ να συνοψίσω σε μια φράση το μέγεθος και τη σημασία του.)
https://www.youtube.com/watch?v=OyjB_0s5wPI
Θυμήθηκα και τον Σμόκι Ρόμπινσον, που αρχικά ήταν επικεφαλής των Μίρακλς και μετά αυτονομήθηκε, κι άλλους πολλούς, λιγότερο σημαντικούς, λευκούς και μαύρους, που υπηρέτησαν πιστά τον εκάστοτε ρόλο και το είδος του τραγουδιού.
Θυμήθηκα και τον Μπομπ Μάρλεϊ, που πέθανε το 1981 στα 36 του χρόνια, έχοντας κατακτήσει τον κόσμο. Πού να τον εξηγώ τώρα αυτόν και τη μουσική του και την παρουσία του στους πιτσιρικάδες που δεν τον ζήσανε, και ακούνε καμιά φορά ανυποψίαστοι τα τραγούδια του στα μπιτσόμπαρα. Ας μείνουν έτσι.
Κι όμως, κάθε φορά που παίζεται ένα από αυτά τα παλιά τραγούδια, αισθάνομαι ότι κερδίζουμε μια νίκη σε βάρος των δυνάμεων του κακού. Όπως και το ορίσουμε αυτό.
Κι ακόμα δεν έσφιξαν οι ζέστες!
News Update:Το κακό έχει πολλές μορφές. Αυτή είναι η πιο πρόσφατη που βρήκα.