Author: Γεωργία Βαλωμένου

  • Οι νεόπλουτοι της μάθησης και η «αριστεία»

    Η κυβέρνηση που εκλέχτηκε με σημαία της την αριστεία, και που πολύ γρήγορα φάνηκε πως αντί για κυβέρνηση αρίστων είναι κυβέρνηση ημετέρων, κάτι που υψηλόβαθμα στελέχη της παραδέχονται ανερυθρίαστα, εχει προτεραιότητά της όσον αφορά την εκπαίδευση, τι άλλο; την «αριστεία».

    Έχοντας προφανώς λυμένα τα κρίσιμα και βασικά της προβλήματα όπως, για παράδειγμα, την υποχρηματοδότηση που μέσα στα χρόνια της κρίσης (αλλά και πιο πριν) έχει αφήσει τα σχολεία χωρίς υποδομές, χωρίς εξοπλισμό, με σχολικά κτίρια ασυντήρητα, και κυρίως χωρίς καθηγητές , ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε το υπουργείο παιδείας της κυβέρνησης των αρίστων ηταν η κατάργηση της κλήρωσης για την επιλογή σημαιοφόρου στα δημοτικά. Στην εκπαιδευτική βαθμίδα που αμφισβητείται από πολλούς ειδικούς η ανάγκη ύπαρξης βαθμολόγησης, που στο πρότυπο για πολλούς φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν υπάρχει βαθμολόγηση, που στην πράξη πάνω από το 70% των μαθητών παίρνει 10, προτεραιότητα του υπουργείου δεν ήταν τα τόσα προβλήματα που υπάρχουν αλλά το να μην συμμετέχει εκείνο το 30% των μικρών μαθητών που παίρνει 9 ή 8 στην κλήρωση. Αυτό το 30% που πολύ πιθανά αποτελείται από παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, με οικογενειακά, οικονομικά ή κοινωνικά προβλήματα, με προβλήματα γλώσσας, αυτό το 30% που πολύ πιθανά ξεκινάει το άκρως ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό του ταξίδι από μειονεκτική θέση, δεν πρέπει να κρατήσει τη σημαία της αριστείας. Τα ΜΜΕ τους έσπευσαν να χειροκροτήσουν το μέτρο και να το παρουσιάσουν σαν θέμα υψίστης σημασίας, με παραπλανητικά ρεπορταζ  στα οποία ρωτούσαν μαθητές λυκείου (βαθμίδας όπου τίποτα δεν άλλαξε) πως νιώθουν που επιτέλους επιβραβεύεται η αριστεία τους με την τιμητική θέση του σημαιοφόρου.

    Χθες ανακοινώθηκε πως «Η ανησυχία που επικρατεί στην πολιτική ηγεσία (του υπουργείου παιδείας ) είναι ότι: Α. Στα Δημοτικά δεν τηρείται η κλίμακα βαθμολογίας από 5 έως 10. Και Β. Στα Γυμνάσια και Λύκεια τα “άριστα” δίνονται με το “τσουβάλι” , καθώς 1 στους  4 μαθητές έχει Μέσο Όρο Βαθμολογίας από 18,5 έως 20.». Και μάλιστα, η αντικειμενική βαθμολόγηση των μαθητών θα αποτελέσει κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Αν δηλαδή ο εκπαιδευτικός βαθμολογεί λαμβάνοντας υπόψη του ευρύτερα παιδαγωγικά κριτήρια, δεδομένου ότι γνωρίζει τους μαθητές του προσωπικά, γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες τους, γνωρίζει το αν και πόσο προσπαθούν, το αν έχουν υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον και μια σειρά άλλων παραμέτρων, αντί να αξιολογεί ξερά και αντικειμενικά την σχολική επίδοση, αυτό τον καθιστά κακό εκπαιδευτικό και πρέπει κάποιος να τον μαλώσει. Αυτόν τον εκπαιδευτικό τον υποαμοιβόμενο, τον επιφορτισμένο με διάφορες εξωδιδακτικές υποχρεώσεις, που εκτός από την κούρασή του έχει να αντιμετωπίσει την ολοένα αυξανόμενη απαξίωσή του , την υποβάθμιση του ρόλου του και του θεσμού τον οποίο υπηρετεί, αυτόν θα τον αξιολογήσει το υπουργείο των αρίστων και στην περίπτωση που τα καταφέρνει να κάνει το σωστό, να βαθμολογεί δηλαδή ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες που βιώνει ο κάθε μαθητής του, «θα τον παραπέμπει σε συγκεκριμένη επιμόρφωση» (βλ προηγούμενο λινκ).

    Έχεις, λοιπόν, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εδώ και δεκαετίες έχει ανάγκη επικαιροποίησης, που στα χρόνια της κρίσης ειδικά πάσχει όσο ποτέ από την υποχρηματοδότηση, με χιλιάδες ελλείψεις και χιλιάδες κενά, έχεις την διαπιστωμένη απαξίωση αυτού του συστήματος από τους πάντες και ειδικά από τους μαθητές, έχεις εκπαιδευτικούς υποαμοιβόμενους και κουρασμένους, και αντί να αναζητάς λύσεις σε όλα αυτά τα προβλήματα, αντί να αναζητάς «πολιτικές εμβάθυνσης στη δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση, επιδίδεσαι σε ακραίες ταξικές διευθετήσεις που βαθαίνουν τις κοινωνικές διακρίσεις και αποκλεισμούς» (Γ.Μαυρογιώργος, καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων).

    Λίγες μέρες πριν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση, δηλαδή του PISA 2018, όπου η Ελλάδα «πάτωσε».

    «Μεταξύ των 37 χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι μόνιμα ουραγός: στην 34η θέση. Μεταξύ των 79 χωρών που μετείχαν στον διαγωνισμό, η Ελλάδα βρέθηκε στην 43η/44η θέση. Μάλιστα, η ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού καταδεικνύει την αδυναμία του ελληνικού σχολείου να αμβλύνει τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες. Οι μαθητές από ευνοϊκό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις στην κατανόηση κειμένου από όσους προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, με διαφορά 84 μονάδων.» γράφει ο Α.Λακασάς, και είναι αυτονόητο.

    Η εκπαιδευτικός Μάρθα Πασχαλίδου συνδέει τα δύο θέματα: «Πρέπει να είναι κανείς εντελώς κοντόθωρος για να μην συνδέσει τη χαμηλή θέση της Ελλάδας στον διαγωνισμό με τη γενικότερη δυσπραγία που βιώνουμε στην εκπαίδευση και την κοινωνία από την κρίση και μετά. Το ήδη εξαιρετικά μικρό ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται από τη χώρα μας για την παιδεία, συρρικνώθηκε έτι περαιτέρω (μαζί με το ΑΕΠ φυσικά), ενώ παράλληλα η εκπαίδευση πρέπει να είναι ο μόνος τομέας του δημοσίου όπου οι προσλήψεις πάγωσαν εντελώς εδώ και δέκα (10) χρόνια.

    Όποιος δοκιμάσει να απαντήσει σε ένα τεστ PISA, μπορεί πολύ εύκολα να αντιληφθεί γιατί πατώνουν οι μαθητές μας. Οι ερωτήσεις δεν βασίζονται στην αποστήθιση αλλά στην κρίση, στις γενικές γνώσεις για τον κόσμο, στη δημιουργικότητα και στη σύνδεση της γνώσης με την πραγματική ζωή, όλα αυτά δηλαδή που το ελληνικό σχολείο (αλλά και όχι μόνο, αν δούμε τι “διδάσκονται” από ΜΜΕ και κοινωνία τα παιδιά) αποστρέφεται μετά μανίας.

    Σε όλα αυτά το Υπουργείο αποφάσισε να απαντήσει όχι με προσλήψεις καθηγητών, όχι με ενίσχυση υποδομών (αλήθεια, τι περίεργο που στην ενότητα “science” οι μαθητές μας, που από φυσική και χημεία ξέρουν μόνο να λύνουν τυποποιημένα προβλήματα, δεν τα πηγαίνουν καλά, τι να φταίει άραγε), όχι με επιμορφώσεις, αλλαγή στοχοθεσίας αναλυτικών προγραμμάτων ή έστω μείωση της θηριώδους και ανεδαφικής ύλης ώστε να μπορούν να εμπεδωθούν τα βασικά, αλλά με έναν νέο καταιγισμό εξετάσεων ολούθε, που θα στηρίζονται όπως πάντα στην αποστήθιση, με εμμονή στην “αντικειμενική βαθμολογία” – (ανησυχούν λέει που στο δημοτικό δεν μπαίνουν βαθμοί από το 5 και πάνω, αλλά “χαϊδεύουν” τους μαθητές με δεκάρια), με τράπεζα θεμάτων – που θα ισοπεδώσει ό,τι απέμεινε από δημιουργική διδασκαλία σε λογοτεχνία και λοιπά μαθήματα ανθρωπιστικών επιστημών, και φυσικά σε “αξιολόγηση” των εκπαιδευτικών, διότι αυτοί εννοείται φταίνε για τις επιδόσεις των παιδιών. Πάντα.»

    Οι επιδόσεις των μαθητών μας στο διαγωνισμό του ΟΟΣΑ δεν είναι το κύριο ζήτημα για μας. Δεν ξεχνάμε αυτό που λέει και πάλι ο Γ.Μαυρογιώργος, ότι «Το Project PISA είναι μια μονοπωλιακή νεοφιλελεύθερης σύλληψης γενικευμένη εφαρμογή ανταγωνιστικής συγκριτικής αξιολόγησης, σε παγκόσμια κλίμακα. (…) Μια τέτοια διερεύνηση μας βοηθάει να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους εκπαιδευτικοί  και μαθητές καλούνται να γίνουν πιο αποτελεσματικοί φορείς πολιτιστικής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Επιλέξαμε να σκιαγραφήσουμε το «αφήγημα ΟΟΣΑ/PISA», από την πλευρά αυτών που υφίστανται τη βία των κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων στην εκπαίδευση και που αντιμετωπίζουν τον διεθνή ανταγωνιστικό διασυρμό τους, καθώς η χώρα κατατάσσεται σε όλες τις εφαρμογές PISA μιας δεκαπενταετίας (2000-2015) στην τρίτη  ομάδα των χωρών της «ουράς». Οι συγκεκριμένοι «ουραγοί», όπως και οι «άριστοι», είναι κατασκευή του ΟΟΣΑ/PISA, με τις περίτεχνες αλλά αναξιόπιστες επινοήσεις συγκριτικής αξιολόγησης των επιδόσεων, τις μετρήσεις, τις στατιστικές αναλύσεις και τις κατατάξεις (Grek, 2009). Δεν έχει τόση σημασία, ποιος κατατάσσεται σε ποια κατηγορία, όσο το ότι υποστηρίζεται ένας ανταγωνισμός πάνω σε ένα δραματικά αναπροσδιορισμένο περιεχόμενο «εκπαίδευσης δια βίου», με επίκεντρο δεξιότητες και ικανότητες που καλύπτουν τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς.»

    Για μας το σημαντικό είναι αυτό που βιώνουμε καθημερινά μέσα στην τάξη: η αδιαφορία και η απαξίωση των μαθητών μας για ένα σχολείο που δεν τους παρέχει αυτό που έχουν ανάγκη σήμερα, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης όσο και σε επίπεδο περιεχομένου, ένα σχολείο παρωχημένο. Η αδιαφορία, η βαρεμάρα, η πλήξη που τους οδηγούν να εξαντλούν το όριο των απουσιών και που συχνά μας δημιουργούν την αίσθηση ότι ματαιοπονούμε.

    Εμάς μας καίει και μας πονάει αυτό που λέει ο Σεφέρης: «Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του και μια κακή παιδεία εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος».

  • Επιβάτης στην υποψία αυτή του πλήθους*

    Δυο τρία πράγματα που ξέρω για τους έφηβους και τις έφηβες:

    Βιάζονται να μεγαλώσουν, θέλουν να αντιμετωπίζονται ως μεγάλοι, αλλά παραμένουν παιδιά, ιδίως όταν φοβούνται και όταν πληγώνονται.

    Είναι απόλυτοι/ες στις απόψεις τους επειδή βρίσκονται σε διαδικασία χτισίματος μιας ταυτότητας και συχνά ετεροπροσδιορίζονται.

    Είναι παθιασμένοι και απερίσκεπτοι και έχουν άγνοια κινδύνου.

    Μπορούν να γίνουν απίστευτα εκνευριστικοί την μία στιγμή και απολύτως αξιολάτρευτοι την άλλη.

    Σε ένα μεγάλο, συντριπτικό ποσοστό οι σημερινοί έφηβοι σιχαίνονται την πολιτική και την ενασχόληση με τα κοινά, έχουν αλλεργία σε –ισμούς και απορρίπτουν τις προηγούμενες γενιές που τις θεωρούν –και σωστά– υπεύθυνες όχι μόνο για τα χάλια της χώρας και του πλανήτη αλλά και για την επικράτηση της υποκρισίας και της διαφθοράς στην κοινωνία.

    Οι περισσότεροι από αυτούς νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους και προσανατολίζονται στο να βρουν τρόπους να την βολέψουν, να βγάλουν λεφτά, να πετύχουν στη ζωή, ότι κι αν σημαίνει αυτό.

    Ένα μικρότερο ποσοστό εφήβων, έχουν όραμα και έχουν διάθεση να αγωνιστούν για να αλλάξουν τον κόσμο και αναζητούν νέα μέσα και νέα γλώσσα για να το πετύχουν αυτό. Άλλοι αγωνίζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, άλλοι για την προστασία του πλανήτη, άλλοι ενάντια στην εξουσία, ή και όλα αυτά μαζί. Ή είναι απλά πάρα πολύ θυμωμένοι.

    ΑΥΤΟΙ, οι λίγοι (;) είναι η μοναδική μας ελπίδα.

    ΑΥΤΟΙ είναι ο στόχος της εξουσίας «ενός κράτους που τα κάγκελα του χτίζει υπογράφοντας θανάτους» και πρέπει είτε να ενσωματωθούν και να χρησιμοποιηθούν από το ίδιο το σύστημα στο οποίο εναντιώνονται είτε να συλληφθούν για να  τρομοκρατηθούν για να κλείσουν το στόμα τους, για να μείνουν στα σπίτια τους**. Πρέπει να τσακιστούν τα όνειρά τους με κάθε τρόπο.

    Κι εμείς πρέπει να διαλέξουμε πλευρά. Ναι, είναι τόσο απλό.

    Να γίνουμε Επιβάτες στην υποψία αυτή του πλήθους που ζωές υποστηρίζει ανατρέποντας τους μύθους*, ή να συνταχθούμε με αυτούς που λένε “δεν έχουν γονείς να τα μαζέψουν;”

    *στίχος του Κώστα Τριπολίτη από το τραγούδι Ο Επιβάτης σε μουσική Μίκυ Θεοδωράκη

    **αφορμή γι αυτό το κείμενο είναι η σύλληψη δύο ανήλικων κοριτσιών τα οποία μπήκαν ειρηνικά και χωρίς χρήση βίας, μαζί με άλλους, στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9,84 για να διαβάσουν ένα ψήφισμα υπέρ των δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών.

     

  • Με αφορμή μια δολοφονία

    Κάποιες σκέψεις
    1. Η περιοχή Ομόνοια – Κάνιγγος, μια περιοχή όμορη των Εξαρχείων, είναι μια περιοχή που όλοι μας την διασχίζουμε αλλά λίγοι την ξέρουν και ακόμα λιγότεροι μπορούν να την θεωρούν δική τους ή να θεωρούνται δικοί της. Ενας από αυτούς, ο Γιώργος Ιωάννου, στο βιβλίο του Ομόνοια 1980, περιγράφει εύστοχα τον ιδιαίτερο αυτό βιότοπο και την πανίδα του.

    «Στην Ομόνοια συχνάζουν υποψιασμένα κορμιά. Αυτά που είτε με το μυαλό είτε με τα κύτταρα έχουν συλλάβει κάτι από το πραγματικό μυστήριο και μαρτύριο. Και δεν πολυλογαριάζουν. Έχουν χίλιες εκφράσεις για να το πούνε αυτό και χίλιες χειρονομίες για να το εξεικονίσουν. Είναι πολλές οι ποικιλίες των ανθρώπων εκεί και ξέρω πώς τους ονομάζουν, πώς τους κοιτάζουν, πώς τους συμπεριφέρονται, πώς τους φακελώνουν και πώς τους κυνηγούν. Ακόμα, ξέρω, πώς φαγώνονται και μεταξύ τους, πώς αλληλοεκβιάζονται, πώς αλληλοκαρφώνονται και πώς αλληλοαποκαλούνται. Δεν θα κάτσω να ασχοληθώ μ’ αυτές τις γνωστές ή αυτονόητες, και οπωσδήποτε κολαστικές λεπτομέρειες, ούτε θα περιγράψω τα όσα συχνοβλέπω ο ίδιος, καθώς είμαι κι εγώ ένας θαμώνας και εραστής της Ομόνοιας, όχι ταχτικός της ακόμα»

    Ο Ζακ σύχναζε στην Ομόνοια, οι δολοφόνοι του επίσης, οι αστυνομικοί που τον «συνέλαβαν» ήταν κι αυτοί του οικείου αστυνομικού τμήματος (του γνωστού από πολλές μαρτυρίες αστυνομικής βίας). Δεν είναι ένα περιβάλλον μικροαστικό, ένα περιβάλλον νοικοκυραίων, δεν είναι το Γαλάτσι ή το Χαλάνδρι ή η Νέα Σμύρνη. Είναι ένα περιβάλλον λούμπεν και περιθωριακό, μέσα στο οποίο ευδοκιμεί η βία.

    2. Η ανάγνωση του συμβάντος ως μια δολοφονία που διέπραξαν και επικρότησαν οι νοικοκυραίοι, δηλαδή το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας που βάζει πάνω απ όλα την ασφάλειά του και την διατήρηση του στάτους κβο του, που μισεί κάθε τι διαφορετικό, επικράτησε σε ένα μεγάλο μέρος των άρθρων και των αναρτήσεων της «από δω» πλευράς, της πλευράς δηλαδή που τάχτηκε εξ αρχής με το μέρος του πραγματικού θύματος, του Ζακ, και ακόμα παλεύει να ακουστεί και να αποδειχθεί η αλήθεια μέσα σε ένα τρομακτικό μπαραζ παραπληροφόρησης που επιχειρεί η «από κει» πλευρά.

    Η ταξική ανάγνωση, που πάντα έχει νόημα, και που έχει διατυπώσει έξοχα η Πάολα Ρεβενιώτη, είναι πολύ σημαντική και εξηγεί εν πολλοίς την αντίδραση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας, αυτού του κομματιού της κοινωνίας που λέμε νοικοκυραίους, απέναντι στο συμβάν αυτό και σε άλλα παρόμοια.

     

    Η ταξική ανάγνωση όμως που παρουσιάζεται στις δυο αυτές αφίσες είναι, κατά τη γνώμη μου,  λανθασμένη

    Ποια είναι η τάξη μας; Ποιοι είμαστε εμείς; Το να είσαι γκέι, κουήρ, αναρχικός, αριστερός, είναι ταξικό χαρακτηριστικό; Το να είσαι μικροαστός αριστερός, αναρχικός, γκέι, κουήρ, σε κατατάσσει στους δολοφόνους; Οκ, υπάρχουν για όλα αυτά αναλύσεις που μπορεί να γίνουν και να τα καταστήσουν κατανοητά,  και μπορούμε να τις φανταστούμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό που διαβάζουμε εδώ δεν είναι άστοχο και αφελές.

    3. Από την άλλη, έχουμε την φωνή της «οικογένειας» της Zackie Oh! , όπως εκφράστηκε στην εκδήλωση στο Bequeer  .  Οι άνθρωποι που όπως λέει η από πάνω αφίσα «λόγω της κοινωνικής, έμφυλης και ταξικής τους θέσης βιώνουν βία, εκμετάλλευση και αποκλεισμό κι όμως δεν έγιναν σαν τα μούτρα τους», δεν βουτήχτηκαν, δηλαδή, στο μίσος, αν μου επιτρέπεται η ερμηνεία. Αντιστέκονται στο μίσος, αντιστέκονται και αμύνονται με γκλίτερ και με χιούμορ.

    Να μην ξεχαστεί, να μην μείνει αναπάντητη. Να κρατήσουμε ψηλά τους τόνους, να απαιτήσουμε δικαιοσύνη. Μαζί με όποιον άλλον συμφωνεί μαζί μας, χωρίς ταμπέλες, υψωμένα δάχτυλα, ελιτισμό. Ο μικροαστός μαγαζάτορας που στην θέση του Ζακ μπορεί να δει το παιδί του, δεν είναι ο εχθρός.

    Αντιγράφω από το φυλλάδιο της Συνέλευσης για την δολοφονία της Ζακ/Zackie Oh!:

    «Ο θάνατος του Ζακ, όλα όσα ήταν η Zackie Oh!, συνιστά για εμάς ένα σκληρό μάθημα. Ένα βίαιο ταρακούνημα για τις βεβαιότητες των κόσμων μας. Μια υπενθύμιση για εκείνες τις ζωές και εκείνους τους θανάτους που (βολικά) αφήνουμε έξω από το βλέμμα μας, μια υπενθύμιση για όσα έχουμε να μάθουμε απ όσα βρίσκονται έξω από μας. Ο θάνατος και η ζωή της Zackie Oh! Είναι ένα κάλεσμα για ζωή κόντρα στην εξουσία, ένα κάλεσμα για αντίσταση στο θάνατο. Ένα κάλεσμα για αντίσταση στο φασισμό σε όλες του τις εκφάνσεις.Η φρίκη εξαπλώνεται, δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν χρειάζεται πια να καταγγείλουμε τα φαινόμενά της. Δεν πρόκειται να σταματήσει από μόνη της και δεν μπορούμε να την σταματήσουμε μόνες και μόνοι μας. Χρειαζόμαστε ο ένας την άλλη, χρειαζόμαστε συντροφικές σχέσεις, χρειαζόμαστε πείσμα, αγάπη και οργή για να πολεμήσουμε το τέρας μέσα μας και γύρω μας»

    Για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε συλλογικότητες και ίσως ακόμα και πλειοψηφίες, ώστε να πετύχουμε πραγματικές νίκες ενάντια στην αστυνομική και κρατική βία και τον εκφασισμό της κοινωνίας. Και γιατί η  διατήρηση της ανθρωπιάς είναι, πλέον, ένα επαναστατικό καθήκον.

  • Αντιφάσεις

    Τα τελευταία χρόνια μου συμβαίνει συχνά να κουβεντιάζω με ανθρώπους που πέφτουν διαρκώς σε απίθανες αντιφάσεις, που βρίσκονται δηλαδή σε μια πνευματική σύγχυση η οποία εκτιμώ ότι έχει επιδεινωθεί (γιατί μάλλον προϋπήρχε) από την ιστορική συγκυρία αλλά και από την εκτεταμένη παραπληροφόρηση.

    Συμβαίνει, δηλαδή, ο ίδιος άνθρωπος, στην ίδια συζήτηση, να επιδίδεται σε εθνικιστικές κορώνες και στο πόσο ανώτερη φυλή είμαστε, κυρίως συγκρινόμενοι με τις σκουρότερες φυλές τις προερχόμενες από φτωχότερα κράτη, και λίγο μετά να ισχυρίζεται πως ευτυχώς που ήρθαν εδώ οι ευρωπαίοι εταίροι μας να μας εποπτεύσουν γιατί είμαστε ανάξιοι να ταχτοποιήσουμε τα του οίκου μας, καθότι έχουμε σκάρτο dna, επιρρεπές στην διαπλοκή. Αν σε αυτό το διπλά ρατσιστικό ιδεολόγημα προσπαθήσεις να απαντήσεις κάπως ταξικά, ρίχνοντας το βάρος σε αυτούς που επίσημα ή ανεπίσημα κυβερνούν, δεν αποκλείεται να πάρεις ως απάντηση ότι δεν κυβερνούν αυτοί αλλά οι αμερικάνοι, τα μεγάλα λόμπι, εβραίοι, μασόνοι, νεφελίμ και ελοχίμ. Σε κάθε περίπτωση το συμπέρασμα (του) είναι ότι δεν έχει νόημα κανένας συλλογικός αγώνας που έχει στόχο την αλλαγή αυτού του σάπιου κόσμου, αφού όλα δοκιμάστηκαν και απέτυχαν και όλα ρυθμίζονται από σκοτεινές δυνάμεις μακρινές και άπιαστες. Συχνά όλο αυτό καταλήγει στο ότι η μόνη αλλαγή που έχει νόημα να προσπαθήσει κανείς είναι η αυτοβελτίωση, το «γίνε η αλλαγή που θες να φέρεις στον κόσμο», όταν όμως επιχειρήσεις να ορίσεις κάπως τι εννοούμε λέγοντάς το αυτό ξεδιπλώνεται μια ακόμα αντίφαση: οι αυτονόητες αξίες της εντιμότητας, της καλοσύνης, του σεβασμού στο περιβάλλον και την κοινωνία είναι οι πρώτες που αναφέρονται για να υπονομευτούν στη συνέχεια της συζήτησης από αντιθετικές «αξίες» όπως το βόλεμα, το κυνήγι το χρήματος και της εξουσίας και η ανάγκη για ασφάλεια που αυτονόητα έχει ως αντίτιμο τον περιορισμό της ελευθερίας, κυρίως των άλλων. Με τον ίδιο τρόπο που η αλληλεγγύη είναι καλή και άγια στα λόγια ή όταν γίνεται με δηλώσεις στα σόσιαλ και συλλογή υπογραφών αλλά στην πράξη, πού να τρέχεις, έχουμε τόσα προβλήματα, άσε που πάν εκεί οι ΜΚΟ και κερδοσκοπούν στις πλάτες των εθελοντών, που είναι και κορόιδα είναι και αναρχοάπλυτοι. Με τον ίδιο τρόπο που η θρησκεία είναι καλή και άγια όταν χρησιμοποιείται ως προκάλυμμα για ακραίο συντηρητισμό και μισάνθρωπο ηθικισμό αλλά τα επαναστατικά διδάγματά της για αγάπη στον κάθε πλησίον αντιμετωπίζονται ως γραφικότητες. Όσο για την αριστερά, ορίζεται ταυτόχρονα ως το απόλυτο κακό αλλά και ως μια σέχτα φιλάνθρωπων ιδεαλιστών.

    Είναι αλήθεια πως αυτός ο τρόπος σκέψης μας φέρνει κυρίως στο νου έναν τύπο ανθρώπου που αυτοπροσδιορίζεται ως δεξιός. Όμως θα ήταν λάθος, νομίζω, να θεωρήσουμε η σύγχυση αυτού του είδους είναι προνόμιο μιας ομάδας ανθρώπων. Τώρα που η πόλωση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς μεγαλώνει τεχνητά, μολονότι μόνο μια πολιτική πρόταση προκρίνεται, και την ώρα που οι ίδιες οι λέξεις χρήζουν επανανοηματοδότησης, καλύτερα να αναρωτηθούμε ο καθένας για τις αντιφάσεις του.

  • Πλήρεις ημερών

    Όταν κηδεύεται ένα άνθρωπος πλήρης ημερών, ή, έστω, σε μια ηλικία πάνω από το προσδόκιμο ζωής, γιατί αυτό το «πλήρης ημερών» λίγο διφορούμενο ακούγεται, οι κηδείες δεν έχουν οδύνη.  Έχουν, ίσως, για τους πιο τυχερούς εκλιπόντες, μέχρι και κάτι γιορτινό.

    Κηδείες ωραίες, με λουλούδια και κόσμο πολύ και τιμητικούς επικήδειους, όπου οι άνθρωποι λένε μεταξύ τους «δεν έχω τίποτα κακό να θυμηθώ γι’ αυτόν τον άνθρωπο».

    Αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι πάντα κάθε κηδεία μια υπενθύμιση της θνητότητας όλων μας. Που είναι δυσβάσταχτη.

    Πέρα από αυτό, για τα παιδιά του εκλιπόντος, αν υπάρχουν, όποια κι αν είναι η ηλικία τους, είναι η αρχή της ορφάνιας τους. Μιας ορφάνιας που μεταφράζεται σε μια (πιο) απόλυτη και αποκλειστική ανάληψη ευθύνης για την ζωή τους και για την ύπαρξή τους, για το αποτύπωμά τους στον κόσμο.

    Και, βέβαια, αν κάποιος βιώνει οδύνη, είναι ο/η σύντροφος, αν υπάρχει. Αυτός, και πιο συχνά αυτή. Αυτή που για δεκαετίες ολόκληρες συνέδεσε τη ζωή της με έναν άλλο άνθρωπο, μοιράστηκε το κρεβάτι και το κορμί της, στην κλινοπάλη και στην αρρώστια. Αυτή που του μαγείρεψε, τον φρόντισε, τον χάιδεψε, τον μάλωσε, τον μίσησε, τον σιχάθηκε και τον ξαναγάπησε, ξανά και ξανά. Αυτή που τώρα, σε μια ηλικία που τίποτα πια δεν θέλει και δεν μπορεί να μάθει, θα μάθει να ζει μόνη.

    Τυχεροί όσοι αξιώνονται τέτοιες κηδείες, γιορτινές και πένθιμες.

  • Φιλία, η νέα οικογένεια

    Στην Μορφή του Νερού, την νέα ταινία του Ντελ Τόρο, η πρωταγωνίστρια ερωτεύεται ένα αμφίβιο ανθρωπόμορφο πλάσμα και αποφασίζει να το σώσει από την αιχμαλωσία. Η γυναίκα αυτή, που ζει μόνη, έχει δυο καλούς φίλους. Κανένας από τους δύο δεν κατανοεί και δεν εγκρίνει την απόφασή της αυτή, και οι δύο όμως την αποδέχονται και καταλήγουν να την βοηθούν παίρνοντας μεγάλο προσωπικό ρίσκο. Αυτό είναι η φιλία.

    Η φιλία είναι πρωτίστως αποδοχή του άλλου με όλες του τις ιδιαιτερότητες, ακόμα και με αυτές που δεν συμφωνούμε. Η φιλία δοκιμάζει την ικανότητά μας να μπαίνουμε στην θέση του άλλου και να κατανοούμε αντί να κρίνουμε και να απορρίπτουμε.

    Φυσικά, δεν μπορούμε να αποδεχόμαστε ή να ανεχόμαστε τα πάντα, ούτε γίνεται να είμαστε όλοι φίλοι με όλους. Η φιλία, όπως κάθε σχέση, απαιτεί κόπο και προσπάθεια και κάποιες φορές τελειώνει και ο χωρισμός είναι επώδυνος.

    Κάποιος μου είπε πρόσφατα πως «λίγα πράγματα περιποιούν αληθινή τιμή σε έναν άνθρωπο όπως το να έχει υπάρξει φίλος». Είναι τιμή, είναι δώρο, αλλά στην εποχή μας, που ο θεσμός της οικογένειας αλλάζει και οι οικογενειακοί δεσμοί χαλαρώνουν, είναι και κάτι περισσότερο: οι φίλοι είναι η νέα οικογένεια . Η οικογένεια που διαλέγουμε.

    Στο βιβλίο  “A Little Life” (Λίγη Ζωη) της Hanya Yanagihara συναντάμε αυτόν τον  τρόπο ζωής και το είδος σχέσεων που μοιάζει να εξαπλώνεται στον δυτικό κόσμο, ένα νέο εντελώς ανοιχτό τύπο “οικογένειας” που καθορίζεται από τα συναισθήματα και τις επιλογές των ανθρώπων, την οικογένεια των φίλων. Εκεί διαβάζουμε: «Why wasn’t friendship as good as a relationship? Why wasn’t it even better? It was two people who remained together, day after day, bound not by sex or physical attraction or money or children or property, but only by the shared agreement to keep going, the mutual dedication to a union that could never be codified.»

  • Υπάρχει γυναικείο σινεμά;

    Μιλούσα τις προάλλες με μια φίλη μου για την ταινία «Η ψυχή και το σώμα» της Ιλντικο Ενιεντι, και μου είπε πως, μη γνωρίζοντας ότι ο σκηνοθέτης ήταν γυναίκα, είχε παραξενευτεί που ένας άντρας έκανε μια τέτοια ταινία, και όταν έμαθε, βγαίνοντας από το σινεμά, πως είναι γυναίκα, σχεδόν απογοητεύτηκε. Τι να εννοούσε λέγοντας «μια τέτοια ταινία»; Αντίστοιχα κι εγώ, όταν έμαθα πως είναι γυναίκα η σκηνοθέτης σκέφτηκα πως, έτσι εξηγείται. Τι εξηγείται έτσι όμως;

    Διαπιστώνω πως η ταινία άρεσε περισσότερο στις γυναίκες φίλες μου απ΄ ότι στους άντρες. Και, κατά κάποιο τρόπο, έγινε και κριτήριο αξιολόγησης των συντρόφων μας: «άρεσε στον δικό σου;», ρωτάμε, «ναι, ευτυχώς, πολύ» απαντάμε.

    Μπορούμε να μιλάμε για γυναικείο σινεμά ή γυναικεία λογοτεχνία ή γυναικεία τέχνη χωρίς να εννοούμε κάτι συναισθηματικούλι, γλυκούλι, ελαφρύ και ροζ; Ή, στον αντίποδα, κάτι φεμινιστικό, κάτι που καταπιάνεται με το ζήτημα της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία, κάτι που μιλάει για τις γυναίκες και απευθύνεται πρωτίστως σ’ αυτές;

    Νομίζω πως ναι. Μπορούμε να μιλάμε για γυναικείο σινεμά και να εννοούμε κάτι που αφορά όλους, κάτι  που είναι ταυτόχρονα λιτό, στιβαρό, δομημένο, καλλιτεχνικά άρτιο, πάρα πολύ δυνατό, και ταυτόχρονα ευαίσθητο αλλά και βαθύ, κάτι που διεισδύει μέσα στο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης με την σιγουριά και την θέρμη, την απαλότητα και την ποιότητα που έχει το μητρικό χάδι.

    Είναι εντυπωσιακά μικρό το ποσοστό γυναικών σκηνοθετών στον κινηματογράφο – για να μην πιάσουμε και τις άλλες τέχνες. Και θεωρώ πως χρειαζόμαστε, όλοι μας, περισσότερο τέτοιο σινεμά, σαν αυτό της Ιλντικο Ενιεντι. Όχι γιατί είναι γυναικείο, αλλά γιατί είναι εξαιρετικό.

  • Η ζωή και ο θάνατος στα σόσιαλ

    Παλιότερα λέγαμε διαδικτυακή ζωή και πραγματική ζωή, ως δυο διαφορετικά, ενίοτε και αντίθετα πράγματα. Ίσως ακόμα το λέμε καμιά φορά. Όμως η αλήθεια είναι πως τα όρια του πραγματικού και του διαδικτυακού έχουν καιρό τώρα γίνει ασαφή έως δυσκολοδιάκριτα. Όσον αφορά τη ζωή. Αλλά και το θάνατο.

    Μέσα στα social media γνωρίσαμε ανθρώπους που δεν μας έφερε κοντά ούτε η παιδική ηλικία, ούτε η δουλειά, ούτε τα παιδιά, ούτε οι κοινές δραστηριότητες, όπως συνήθως συμβαίνει με τις κοινωνικές μας σχέσεις. Μας έφερε κοντά η αυθεντική συμπάθεια μεταξύ προφίλ. Η συμπάθεια που δημιουργήθηκε από την έκθεση σε αυτά των απόψεών μας, των σκέψεών μας , των εμπειριών μας και των φωτογραφιών μας ακόμη. Και μετά όλο αυτό βγήκε από το cyber και έγινε real. ‘Η έμεινε cyber χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν λιγότερο real. Ενίοτε, άνθρωποι που γνωρίζαμε στην πραγματική ζωή μας έγιναν πολύ πιο γνώριμοι και αγαπητοί μέσα από τοα social, ενώ άλλες τόσες φορές έγινε το αντίθετο. Μια νέα μορφή σχέσης δημιουργήθηκε, μια μορφή σχέσης που μας δίνει πραγματική χαρά και πραγματική λύπη, πραγματική συγκίνηση και πραγματικό θυμό, καμιά φορά και πραγματική αγάπη.

    Και μετά, αναπόφευκτα, κάποιοι φίλοι πέθαναν. Το σώμα τους έπαψε να ζει και το προφίλ τους σίγησε. Κι ενώ η απουσία του σώματός τους μπορεί να μην μας αφορά, γιατί δεν το είχαμε δει και αγγίξει, τα προφίλ τους μας λείπουν κι αυτό μας πονάει πραγματικά. Και, παράλληλα, τα προφίλ τους είναι εκεί, όλα αυτά που μας άρεσαν και μας συγκινούσαν είναι εκεί και είναι εκεί και οι συνομιλίες μας, τα σοβαρά και τα αστεία και τα τρυφερά που είπαμε, κι είναι αυτό μια μορφή αθανασίας όχι για λίγους αλλά για όλους.

    Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι το ίντερνετ ως επικοινωνία και δικτύωση, με αποκορύφωμα τα κοινωνικά δίκτυα, έχει κάνει περισσότερο καλό παρά κακό στη ζωή μας. Η δημιουργία ενός αποτυπώματος που είναι μια εικόνα μας, περισσότερο ή λιγότερο αντιπροσωπευτική του ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια αλλά πάντως εντελώς πραγματική, είναι ένα από αυτά. Η δυνατότητα να εκφράσουμε την θλίψη και το πένθος μας σε έναν φίλο που σίγησε το προφίλ του για πάντα, επίσης. Μια κηδεία όπου εκτός από συγγενείς και φίλους και συναδέλφους παρευρίσκονται και άνθρωποι που ο εκλιπών άγγιξε με την διαδικτυακή του παρουσία, τόσο ώστε να θέλουν να τον αποχαιρετήσουν από κοντά ακόμα κι αν ποτέ δεν τον συνάντησαν, έχει κάτι το ποιητικό. Έχει κάτι το συνταρακτικό.

    Το ζήσαμε πριν λίγα χρόνια κάποιοι όταν πέθανε o Πάνος Οικονόμου, «ένας άνθρωπος που απέδειξε με κάθε τρόπο που φαντάζεται ο νους, πως αγαπάς το Άλλο, τι θα πει οργανικότητα και συμμετοχή σε μια κοινότητα ετερόκλητη, τι θα πει συμμερίζομαι και συνδέομαι, συναισθάνομαι και αντιλαμβάνομαι, συμπονώ και συμπάσχω, τι θα πει καταλύω αποστάσεις και υπερβαίνω αντιλήψεις προκειμένου να κατανοήσω, τι θα πει συνδιαλέγομαι και συγκροτώ αυτό το παράξενο και άμορφο σώμα των λέξεων που ανταλλάσουμε και στο οποίο όλοι ανήκουμε, διδάσκοντας μας με αστείρευτο χιούμορ και ταπεινότητα ότι η ενεργή συνύπαρξη ξεκινά από αυτή εδώ τη συμμετοχή, από την οργανικότητα του Σώματος που ο θάνατος του ακρωτηρίασε, και πως το ήθος είναι μια υπόθεση όλων μας» όπως έγραψε ο mao. H κηδεία του, όπου υπήρχε «τέτοιας ποιότητας σιωπή και τόσης αλήθειας πόνος» είχε αυτό το ποιητικό και συνταρακτικό για το οποίο προσπαθώ να μιλήσω.

    Πρόσφατα πέθανε η Βασιλική Δήμου, ηθοποιός, συγγραφέας, αγαπημένη φίλη και σύντροφος, και ένα πολύ ιδιαίτερο, καλλιτεχνικό, τολμηρό, επιδραστικό προφίλ, ένα προφίλ όπου έγραφε κείμενα εκπληκτικής ομορφιάς και αλήθειας, ένα προφίλ – περφόρμανς. Μέσα στο facebook εκφράστηκε η θλίψη και το πένθος των φίλων και του συντρόφου της, μέσα το messenger ανταλλάχτηκαν μηνύματα συμπαράστασης, μέσα από το cyber ένα βαθειά συγκινητικό και αληθινό και βαθύ πράγμα συντελέστηκε, το διαδικτυακό χωριό πένθησε όπως τα πραγματικά χωριά κάποτε, σε μια πόλη που αυτό έχει προ πολλού χαθεί. Στην κηδεία της συναντηθήκαμε για πρώτη φορά άνθρωποι που γνωριστήκαμε πρώτα διαδικτυακά και αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε και μοιραστήκαμε αναμνήσεις και σκέψεις.

    Ίσως είναι νωρίς για αποτιμήσεις αλλά η γενιά μας ζει μια τεράστια, ανατρεπτική αλλαγή σε αυτό που λέμε σχέσεις, σε αυτό που θεωρούμε πραγματικό, σε μια απίστευτα δυναμική δυνατότητα επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης, έκφρασης, δημιουργίας. Και μέσα σε όλο αυτό, ο ίδιος ο θάνατος αλλάζει, ο τρόπος που τον βιώνουμε αλλάζει, τα ήθη κι έθιμα που σχετίζονται με αυτό αλλάζουν, η έννοια της κοινότητας που στηρίζει τους πιο κοντινούς ανθρώπους στο πένθος τους και που έχει κάπως χαθεί στην σύγχρονη κοινωνία, κάπως ξαναδημιουργείται.

    Ο πόνος είναι πάντα πόνος, η απώλεια είναι πάντα απώλεια, αλλά γίνεται κάπως πιο υποφερτή όταν την μοιράζεσαι.

     

  • Λίγη μαγεία

    Θα ήταν αυτονόητο, και γι’ αυτό κοινότοπο και βαρετό, να πει κανείς ότι το μήνυμα των Χριστουγέννων είναι η αγάπη προς τον πλησίον και ειδικά τον κατατρεγμένο πλησίον, ένα μήνυμα σαφώς αντιρατσιστικό, ένα μήνυμα αλληλεγγύης. Δεν είναι όμως καθόλου αυτονόητο.

    «Εμείς, πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αλλάξουμε πορεία στη ζωή μας; Πόσο αποφασισμένοι είμαστε να υποστηρίξουμε το δικαίωμα στη ζωή και στην οικογενειακή θαλπωρή, κυρίως των μικρών παιδιών, παρακάμπτοντας τα όποια εμπόδια της εποχής μας; Βαθαίνει, άραγε, μέσα μας η ανθρωπιά και η συμπόνοια; Συλλογιζόμαστε τους αρρώστους, που μετρούν ατέλειωτες ώρες μονοτονίας και θλίψης πάνω στο κρεββάτι του πόνου; Σκεπτόμαστε τους φυλακισμένους, που κολλάνε το αυτί τους στο κάγκελο της φυλακής, με την ελπίδα να ακούσουν ένα χαρμόσυνο μήνυμα; Μήπως προσπερνάμε αδιάφορα όσους τις κρύες νύχτες του χειμώνα τους πληγώνει η προσφυγιά, η ορφάνεια και η ανέχεια;» διαβάστηκε στους ναούς της Μαγνησίας, στην Χριστουγεννιάτικη λειτουργία, και παρεμφερή μηνύματα διαβάστηκαν πιθανώς σε όλους τους ναούς της χώρας. Μετά την λειτουργία, στον Βόλο, είπα σε συγγενικό μου πρόσωπο ότι ήταν ωραίο το μήνυμα του Ιγνάτιου, συμφώνησε σ’ αυτό, μετά το ρώτησα αν έχει δει αυτές τις εικόνες που κυκλοφορούν με τις προσφυγοπούλες που γεννάνε σε σκηνές, σε σύγχρονες φάτνες της Βηθλεέμ, για να πάρω την απάντηση:  «καλά, αυτές ξεκινάνε επίτηδες έγκυες από την πατρίδα τους για να γεννήσουν εδώ και να πάρουν τα παιδιά τους ελληνική υπηκοότητα». Και μετά μας παίρνουν τις δουλειές και μετά μας παίρνουν τα κοινωνικά μερίσματα και αυτοί ευθύνονται για όλα μας τα δεινά, έτσι υπαγορεύει η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα. Καθόλου αυτονόητο λοιπόν.

    Φέτος τα Χριστούγεννα πέρασα πολλές ώρες μέσα σε ένα νοσοκομείο, συνοδεύοντας αγαπημένο μου πρόσωπο. Και διαπίστωσα πως εκεί, λίγο έξω από το εορταστικό κλίμα των ημερών, εκεί που οι νοσοκόμες είναι σαν άγγελοι, εκεί που η αγάπη φωτίζει τα πρόσωπα, εκεί που συμβαίνουν μικρά θαύματα, εκεί τα Χριστούγεννα αποκτούν κάτι περισσότερο από το αληθινό τους νόημα: αποκτούν λίγη αληθινή μαγεία.

    Πηγή φωτογραφίας: www.theatlantic.com

  • O συντηρητισμός ταιριάζει στην αριστερά (?)

    Συνηθίζεται  να αποδίδεται στην δεξιά ο χαρακτηρισμός της συντηρητικής παράταξης τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.  Έχει όμως και η αριστερά τον δικό της συντηρητισμό, που είναι άλλου τύπου και άλλης τάξης από αυτόν της δεξιάς. Και δεν αναφέρομαι στον συντηρητισμό της κυβερνώσας «αριστεράς» η οποία ακολούθησε, όπως όλοι πια ξέρουμε, τους προκατόχους της, όχι μόνο στην πολιτική που εφαρμόζει αλλά ακόμα και στον τρόπο συγκρότησης του κράτους, στον τρόπο συνδιαλλαγής με τους θεσμούς (βλ. εκκλησία) και στον τρόπο καταστολής των όποιων αντιστάσεων έχει να αντιμετωπίσει. Όχι. Αναφέρομαι στον συντηρητισμό της εκτός κυβέρνησης αριστεράς, αυτής που φιλοδοξεί  (ή θα έπρεπε να φιλοδοξεί) να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη και να προασπίσει τα λαϊκά συμφέροντα.

    Γιατί, συντηρητισμός είναι πρωτίστως η αδυναμία να προσαρμοστείς, να αλλάξεις, να εμπλουτιστείς. Συντηρητισμός είναι να μην μπορείς να δεις ότι απέναντι σε μια πρωτοφανή επίθεση οφείλεις να οργανώσεις μια πρωτοφανή άμυνα, ακόμα καλύτερα μια πρωτοφανή αντεπίθεση, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ακριβώς έτσι, κάτι  ηρωικό. Συντηρητισμός είναι να θεωρείς πως έχεις όλες τις σωστές απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα και αν η κοινωνία δεν μπορεί να αναγνωρίσει την ορθότητα των απαντήσεών σου τόσο το χειρότερο για την κοινωνία.

    Συντηρητισμός και Θάνατος, γιατί ό,τι είναι ζωντανό κινείται και αλλάζει .