Author: Thas

  • Να αγαπηθεί

    Κατ’ αρχάς, όπως ωραία έχει εξηγήσει ο αντιπρόεδρος, η Κοινωνιολογία κάνει τα παιδιά αριστερά, οπότε ευλόγως φεύγει (ως εξεταζόμενο, αρχικά), με συνοπτικές. Φεύγει επίσης ένα άλλο άχρηστο μάθημα που λέγεται “Σύγχρονος κόσμος” και ασχολείται με προβληματικές έννοιες όπως δημοκρατία, μετανάστευση, ρατσισμός κλπ, δίωρο μάθημα της Β΄ Λυκείου το οποίο εννοείται πως στο τέλος σε κάνει αλληλέγγυο κινηματία. Καταργείται βέβαια η θεματική εβδομάδα, η οποία διατάρασσε το φύλο των παιδιών. Έφυγαν και τα ελευθεριάζοντα θρησκευτικά που ουσιαστικά σε μετέτρεπαν σε μουσουλμάνο ή και ινδουϊστή γιόγκι, πράγμα ακόμα χειρότερο ― επέστρεψε η παλαιά, ωραία κατήχηση. Φεύγουν ευτυχώς τώρα και τα αποπροσανατολιστικά εικαστικά (Α΄ Λυκείου) που σ΄έκαναν απένταρο εγκαταστασία / βιντεοάρτιστ και τα συναφή, φεύγει το γραμμικό και ελεύθερο (Γ΄ Λυκείου) που σε έκαναν άνεργο αρχιτέκτονα με ενδιαφέρουσες απόψεις και φουλάρια.

    [Σοβαρά τώρα, δεν είναι λιγάκι προκλητικό και προσβλητικό, ενώ κάνεις ό,τι μπορείς για να στεγνώσεις το σχολείο από ιδέες και αξίες, από κάθε είδους ελεύθερο πνεύμα και αναζήτηση και δημιουργικότητα, εξορίζοντας ουσιαστικά την ποίηση (δηλαδή το κέντρο και τον πυρήνα της, τη λοξή, ανατρεπτική της ματιά στον κόσμο) να ρωτάς, λοιπόν, παιδιά ξέπνοα από την προσπάθεια των πανελληνίων, σχετικά με τη θέση του βιβλίου και της ποίησης στη ζωή τους; Να τα αναγκάζεις να υποθέσουν ποιο καλλωπισμένο ψέμα ψάχνει ο διορθωτής κι εκείνος με τη σειρά του να κάνει πως πιστεύει όσα εμφανώς ψευδή και ανυπόστατα ο μαθητής υποστηρίζει; Τι ωραία διαστροφούλα εξεταστή-εξεταζόμενου είναι αυτή;]

    Το νέο πρόγραμμα συντάσσεται σχεδόν κυνικά στη λογική της αποτελεσματικότητας, της συγκέντρωσης στον «σοβαρό» στόχο, έχοντας, ασαφώς και αορίστως, σαν πρότυπο το φροντιστήριο. Το οποίο βεβαίως δεν είναι σχολείο, τόπος δηλαδή στον οποίο προάγεται η γνώση και η ευρύτερη καλλιέργεια, αλλά μια κλινική συνθήκη εξαντλητικής προετοιμασίας για εξετάσεις, χωρίς αξιακό κέντρο, χωρίς αναζήτηση και μοίρασμα, χωρίς πραγματική (μαθητική) ζωή. Όσο το Λύκειο εγκλωβίζεται στη λογική της προπαρασκευής για εξετάσεις, τόσο θα καταργείται κάθε έννοια εμβάθυνσης και δημιουργικής σχέσης με τη γνώση. Τα παιδιά πνίγονται καθημερινά μέσα σε ένα σχολείο μονοθεματικό, βαθιά εγκεφαλικό, που τα καθηλώνει σε ρόλους: ο άχρηστος κι ο άριστος, ο αδιάφορος κι ο άπαιχτος, το τζιμάνι, η ευφυία. Ουσιαστικά παρακολουθούν αμήχανα, σαστισμένα και μαραμένα μια εκπαίδευση που δεν τα αφορά και δεν τα συγκινεί καθόλου, με ανενεργό το πραγματικό δυναμικό τους, δυναμικό που κάθε άνθρωπος διαθέτει και ζητάει διέξοδο. Όσοι μπαίνουμε σε τάξεις, ξέρουμε τι σημαίνει να βλέπεις το πρόσωπο πίσω από τον μαθητικό ρόλο, να εξατομικεύεις, να βρίσκεις πότε-πότε έναν λόγο ενθάρρυνσης που πιστεύεις πραγματικά: για το χιούμορ ενός παιδιού ή τις θεατρικές του δυνατότητες, τις αθλητικές του επιδόσεις ή το ταλέντο του στο σχέδιο (στεκόμενος, για παράδειγμα, θαυμαστικά σ’ ένα πρόχειρο σκίτσο που φτιάχνεται την ώρα του μαθήματος και σε εκπλήσσει με τη δύναμή του). Το σχολείο δεν μπορεί και δεν πρέπει να προσφέρει μόνο δυστυχία, δεν είναι μόνον αυτός ο ρόλος του, δεν απευθύνεται μόνο σε μελλοντικούς γιατρούς και δικηγόρους, απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας και πρέπει στον χρόνο που έχει στη διάθεσή του να καλλιεργήσει ό,τι καλλιεργείται, να διορθώσει (στο μέτρο του δυνατού) ό,τι έχει καταστραφεί, να αφυπνίσει κρυμμένες δυνατότητες και ταλέντα ενθαρρύνοντας την αυτοέκφραση και την εναλλακτική σκέψη, να συγκροτήσει την έννοια του συνειδητού πολίτη ο οποίος έχει άποψη και κρίση και συμμετοχή στα κοινά. Στόχος του σχολείου δεν είναι μόνο να ελέγξει και να βαθμολογήσει, αλλά και να εμπνεύσει, να τονώσει, να ενδυναμώσει, να συγχωρήσει, να αγαπήσει κάθε παιδί όπως του αξίζει. Γιατί σε κάθε παιδί, σε κάθε πρόσωπο υπάρχει ένας πυρήνας που πραγματικά ζητάει να αγαπηθεί και να εκτιμηθεί, για να ανθίσει.

  • Ο εύλογος χρόνος

    Μια ατμόσφαιρα γενικής καταστροφής πάντα ελαφραίνει κάπως τις ατομικές καταστροφές, λέει ο τελευταίος αντιήρωας του Ουελμπέκ, στη Σεροτονίνη του. Το σκέφτομαι ― πρέπει κάπως να απειληθεί η ζωή για να βγεις να τραγουδήσεις στο μπαλκόνι χωρίς ντροπή. Κι ίσως πρέπει να απειληθεί η συγκεκριμένη, δική σου ζωή αφού δυο εβδομάδες πριν, με τους χιλιάδες ήδη νεκρούς, το εγχώριο fb είχε άλλη εικόνα. Σε ελάχιστο χρόνο μειώθηκε η ανάγκη μας για ραφιναρισμένη απελπισία, για εκείνη την ποιητική, μελαγχολική ενατένιση του παντός που μας προσδίδει βάθος και γοητεία, τρομάρα μας. Κάπως φαίνεται να αλλάζει και το είδος της (φροϋδικής) δυσφορίας μας στον πολιτισμό· οι πολλές μάσκες και η σκηνοθεσία του εαυτού υποχωρούν κι αρχίζεις ασυνείδητα να κινείσαι προς τους άλλους, ξένους και δικούς. Και είναι οξύμωρο το γεγονός πως αυτή η υπόγεια σύνδεση με τους άλλους δεν μπορεί να εκφραστεί σωματικά ― όμως όλα θα περάσουν, λέμε, και θα συναντηθούμε στο μεγάλο πάρτι και θα κάνουμε την πιο μεγάλη αγκαλιά, θα πνιγούμε στα φιλιά: δυστυχώς η φαντασίωση δουλεύει τώρα, στην ανασφάλεια, αργότερα θα επιστρέψουμε στις φυσικές μας πόζες.

    Προς το παρόν, αυτό το «μένουμε σπίτι», έτσι γενικόλογο και συνθηματικό και χρυσωμένο με τα κλιπάκια τα σούπερ κουλ (ο Σπύρος Παπαδόπουλος, η Εύα Αντωνοπούλου που μαγειρεύει χορεύοντας στην κουζίνα), μοιάζει ενοχλητικό και αλλού ξημερωμένο, καθώς υπονοεί ένα επίπεδο ζωής που θεωρείται αυτονόητο: αυτονόητο και το σπίτι και η υποδομή του και οι σχέσεις των μελών του και οι υποχρεώσεις του καθενός μας και οι υλικοί μας πόροι. Ενήλικη μαθήτριά μου ζει σε σπίτι χωρίς νερό ― τους δίνει, λέει, η γειτόνισσα. Μαθητής μου κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο μαζί με άλλους εφτά: τους θείους και τα αδέρφια του ― η μαμά και η αδερφή, κοιμούνται στην κουζίνα. Είναι ζήτημα αν κάποιος από όλους αυτούς κάνει ένα μεροκάματο εδώ κι εκεί, το οποίο τώρα φυσικά δεν υπάρχει, ζουν αποκλειστικά από την πρόνοια. Μιλάω για ελληνάκια. Για τη διαβίωση χιλιάδων μεταναστών σε καταυλισμούς και κοντέινερ και ερείπια πάσης φύσεως, τι ακριβώς να πούμε; Ξέρουμε πως αυτό που έρχεται είναι εφιαλτικό αλλά, αορίστως πώς, θα ξεπεραστεί κι αυτό, όπως ξεπερνιούνται όλα, γιατί δεν μπορεί, στο τέλος η ζωή θα νικήσει.

    Είναι αληθινό δώρο ότι δεν απειλούνται τόσο τα παιδιά ― στο σπίτι ζουν με τον ενθουσιασμό του έκτακτου γεγονότος ― μπαμπά, μαμά, τα κρούσματα είναι 418! Επιτραπέζια, ταινίες, ποπκόρν, μεταμφιέσεις, αυτοσχέδια θεατρικά, μια κατάσταση κόντρα σε κάθε δυστοπία ― δεν ξέρεις πώς ακριβώς να νιώσεις, σε ποιο ακριβώς σημείο να σταθείς. Για να πάω στη μάνα μου κάνω μια σειρά από γελοιότητες, πλένω κάθε συσκευασία, φοράω μάσκα και γάντια, παιδάκι μου τι έχεις, είσαι άρρωστος; με ρωτάει. Της εξηγώ, σοκάρεται για είκοσι δευτερόλεπτα, μετά με ξαναρωτάει: γιατί φοράς αυτό το πράγμα; Τρώμε σιωπηλά στο τραπέζι και ύστερα καθόμαστε στη μία άκρη του καναπέ εγώ στην άλλη εκείνη, παρακολουθούμε ειδήσεις και περιμένω να περάσει ο εύλογος χρόνος τον οποίο αποφάσισα πως μπορώ να διαθέτω καθημερινά για εκείνη.

  • Red shoes: ένα ζευγάρι ακόμα

    Με έχει αρρωστήσει αυτή η ιστορία στην Κρήτη, δεν μπορώ να το χωνέψω. Να ζήσεις τέτοιο μαρτυρικό θάνατο, οι λεπτομέρειες της φρίκης να είναι παντού στο ίντερνετ και να μένουν εκεί για πάντα ώστε ο άντρας σου, τα δυο σου παιδιά, η αδερφή σου, να μην απαλλαγούν ποτέ από τους εφιάλτες.

    Φέτος στη θεματική εβδομάδα, ανέλαβα μια παρουσίαση για το ζήτημα της έμφυλης βίας, με κέντρο τις πρόσφατες δολοφονίες γυναικών στην Ελλάδα. Αν εξαιρέσεις δυο περιπτώσεις μαθητών που σηκώθηκαν κι έφυγαν γιατί δεν άντεξαν τόση μεροληψία κατά των αντρών, η συμμετοχή ήταν πολύ μεγάλη και πολύ ενθαρρυντική. Ήταν από τις λίγες φορές που αισθάνθηκα πως μεσολαβώ μ’ έναν χρήσιμο τρόπο και δεν το λέω ψευτοταπεινά. Από τα διάφορα επαγγέλματα, αυτό του εκπαιδευτικού διακατέχεται από τον ναρκισσισμό της προσφοράς, του λειτουργήματος. Ειλικρινά δεν αντέχω να ακούω από φίλους και φίλες συναδέλφους ότι δίνουμε την ψυχή μας στις τάξεις – άσε να το πει κανένας άλλος αυτό για μας αν ισχύει, δεν γίνεται να μιλάς έτσι, ιδίως όταν έχεις από κάτω ανθρώπους εξαθλιωμένους, που στερούνται τα βασικά (η περίπτωση του δικού μας σχολείου).

    Πέρα απ’ αυτό όμως, το σχολείο έχει ανάγκη να συνδεθεί και με την κοινωνία, να μιλήσει με έναν σχετικά αξιόπιστο τρόπο για όσα συμβαίνουν γύρω μας τώρα, όχι μόνο δουλεύοντας κλινικά με το υλικό κειμένων μιας εικοσαετίας και βάλε. Λέω να μιλήσει με αξιόπιστο τρόπο, έστω και «σχετικά», γιατί το ίντερνετ είναι ένα πηγάδι απ’ όπου τραβάει ο καθένας ό,τι θέλει και οι έφηβοι (όπως και οι μεγαλύτεροι) βρίσκονται σε σχετικό χάος. Θα μου πεις, αν ο τύπος εκεί είχε συμμετάσχει σε μια τέτοια κουβέντα, θα είχε άλλη πορεία; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, εξαρτάται. Θεωρητικά, όταν αυξάνεις την ευαισθησία γύρω από το ζήτημα, συγκροτείς ένα προστατευτικό πλέγμα ιδεών που ελπίζεις να λειτουργήσει αποτρεπτικά – το βλέπουμε να δουλεύει για τόσα ζητήματα, ο κόσμος φαίνεται να αλλάζει αργά, πάντως αλλάζει. Κι έχει σημασία να ακούς συμμαθητές σου να μιλάνε γι’ αυτό και να το καταδικάζουν, να μην έρχεται μόνο από καθέδρας η άποψη, να προβάλλεις τη δική σου γνώμη στον δημόσιο χώρο, να βλέπεις τι αντέχει και τι όχι.

    Η θεματική εβδομάδα είναι κατά τη γνώμη μου σημαντική – δεν είναι όλα ζαίϊκες μπούρδες και λαϊκισμοί. Το λέω γιατί από το κλίμα που πιάνω με τους ιεροδιδασκάλους και τα σχετικά αλλά και με τις αντιδράσεις που είχε όταν προτάθηκε, τη βλέπω να ξηλώνεται γρήγορα. Μακάρι να πέφτω έξω.