Author: Sraosha

  • Homage to Catalonia

    Υπέρ της καταλανικής ανεξαρτησίας είναι δύο μεγάλες ομάδες μέσα στην καταλανική κοινωνία.

    Η μεν απαρτίζεται από αστούς της Βαρκελώνης, που παραδοσιακά κατοικούν βορείως της Diagonal, από πλούσιους Καταλανούς εθνικιστές, από νεοφιλελεύθερους μαθητευόμενους μάγους που ασπάζονται το δόγμα “δεν θα πληρώνουμε εμείς την κρίση των τεμπέληδων του Νότου” (του δικού τους Νότου), από Καταλανούς πατριώτες που δεν ξεχνούν τι έκανε ο Φράνκο στην καταλανική γλώσσα και κουλτούρα.

    Η δε συγκατελέγει αντιβασιλικούς, αριστερούς που θέλουν να έχουν περισσότερες πιθανότητες για μετασχηματισμό ή κι επανάσταση χωρίς το νεκρό βάρος συντηρητικών Καστιλιάνων κι Ανδαλουσιανών, αναρχικούς, νοσταλγούς της εποχής που η Καταλωνία πολέμησε τον Φράνκο και που η Βαρκελώνη ήταν ελεύθερη.

  • Ρα-Ρα-Ρασπουτίν

    https://youtu.be/kvDMlk3kSYg

    Πρόκειται βεβαίως για ένα κατά Αντόρνο ποπ σκουπίδι, για εμπορικό τραγουδάκι ντίσκο, η οποία βεβαίως επινοήθηκε για να μπορούν να κουνιούνται και οι λευκοί και αποτελεί το χορευτικό αντίστοιχο της white jazz. Βεβαίως το ίδιο το συγκρότημα ήτανε μια ψευτιά από την αρχή έως το τέλος: ποπ γερμαναράδες που έβαλαν κάτι τύπους να τραγουδάνε πλεϊμπάκ (και να χορεύουνε λάιβ) — κάτι που θα ήτανε π.χ. υπέροχη ιδέα στην περίπτωση των Oasis: να βάλουνε κάποιους άλλους να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους επί σκηνής. Αλλά ας μη μακρηγορώ.

    Το Rasputin είναι επίσης ένα καταπληκτικό έργο. Αφήνουμε κατά μέρος τη θεματική (η δολοφονία του Ρασπούτιν!), την ενορχήστρωση (ντίσκο χαρές και ποπ ποζεριές με σόουλ και μπλουζ πινελιές) και επικεντρώνουμε στη μορφολογία του:

    00:00 Βασικά ρυθμός
    00:20 Θέμα Α’ ως πρώτη εισαγωγή
    00:35 Ρυθμός ξανά
    00:52 Μπασογραμμή
    00:59 Θέμα Β’ ως δεύτερη εισαγωγή
    01:07 Κουπλέ Α’
    01:22 Κουπλέ Β’
    01:37 Ρεφραίν
    01:54 Θέμα Α’ ως γέφυρα
    02:03 Θέμα Β’ ως συνέχεια της γέφυρας
    02:09 Κουπλέ Α’
    02:24 Κουπλέ Β’
    02:39 Ρεφραίν
    02:57 Παρλάτα (!)
    03:12 Θέμα Α’ ως γέφυρα
    03:27 Θέμα Β’ ως συνέχεια της γέφυρας
    03:34 Κουπλέ Α’
    03:50 Κουπλέ Β’
    04:04 Ρεφραίν (διαφορετικοί στίχοι σε κάθε επανάληψη, ώστε να πουν όλη την ιστορία).

    Το πιο ενδιαφέρον είναι το εξής: η σύνθετη μορφολογία του τραγουδιού είναι καλά κρυμμένη και περνάει απαρατήρητη, αντίθετα με αναγνωρισμένα αριστουργήματα όπως το Happiness is a warm gun, το Good vibrations ή το χαριτωμένα υπερφίαλο Bohemian Rhapsody, τα οποία σου πετάνε στα μούτρα το πόσο σύνθετα και συνθετικά είναι καμωμένα και με τις εναλλαγές στο τέμπο κτλ. σου επιδεικνύουν την εσωτερική διάρθρωσή τους.

    Φρονώ ότι είναι μεγάλη τεχνική αρετή να καμουφλάρεις την πολύπλοκη φόρμα, σε οποιοδήποτε εκφραστικό μέσο. Βεβαίως η πολύπλοκη φόρμα δεν εγγυάται το υψηλό, το οποίο δεν το εγγυάται ούτε το να κρύβεις την πολύπλοκη φόρμα — αν και το να κρύβεις τις ιδέες σου, τα ελατήριά σου και το τι σε ώθησε να φτιάξεις το έργο πάντοτε βοηθάει. Αυτό το τελευταίο λένε πως το είπε ο Ένγκελς ή ο Μαρξ: “το έργο τέχνης έχει ελατήρια αλλά οφείλει να τα κρύβει όπως η καλή πολυθρόνα τα δικά της” — ή κάπως έτσι. Αλλά και πάλι μακρηγορώ.

    Ας πούμε λοιπόν ότι η κρυμμένη πολυπλοκότητα του Rasputin συνοψίζει κάτι που διάβαζα πρόσφατα: ότι η ζωή βρίσκεται κάπου μεταξύ πολύπλοκου έρωτα και απλοειδούς αγάπης — ή κάπως έτσι.

  • Αυτή δεν είναι η φωνή της Μάγδας Φύσσα

    Στη σελίδα left.gr αναρτήθηκε ένα κείμενο της Ελένης Μπέλλου, το οποίο αυτοχαρακτηρίζεται “υποθετικό” και είναι γραμμένο “σε α’ πρόσωπο, με στοιχεία από όσα η Μάγδα Καραϊσκάκη – Φύσσα έχει καταθέσει στον Τύπο και στη δίκη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του γιου της Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Γιώργο Ρουπακιά”.

    Πρώτον, υποθετικό κείμενο είναι ένα κείμενο που θα μπορούσε να γραφεί αλλά ακόμα δεν έχει γραφεί. Αλλά ας μη γίνομαι σχολαστικός.

    Δεύτερον, το συγκεκριμένο κείμενο είναι βαριά κακογραμμένο. Αλλά αυτή είναι η γνώμη μου και μόνο.

    Τρίτον, ένα κείμενο γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, και μάλιστα στο ίντερνετ, κραυγάζει και παρακαλάει να αποδοθεί αποκρύφως στον υποθετικό συντάκτη του. Αυτό ήδη συμβαίνει στα σχόλια ανάρτησεων που αναδημοσιεύουν το κείμενο, παρεμπιπτόντως. Κι εδώ ήδη υπάρχει τρομερό πρόβλημα.

    Τέταρτον, το να γράφεις ένα κείμενο (εύστοχο, φλύαρο, περιττό ή διδακτικό — αδιάφορο) με το οποίο οικειοποιείσαι τη φωνή της Μορφής του αντιφασιστικού αγώνα είναι επιεικώς ευτελές· θυμίζει κάτι ταλαίπωρους αρχαίους και βυζαντινούς που έγραφαν διάφορα και, για να τα απαθανατίσουν, ψευδεπιγράφως απέδιδαν την πατρότητά τους σε ποιητές, φιλοσόφους, ευαγγελιστές — μείζων των οποίων (εδώ και τώρα που βρισκόμαστε) η Μάγδα Φύσσα.

  • Η σωστή εποχή

    Κατά κάποιον τρόπο μεγάλωσα σε ενδιαφέρουσα εποχή.

    Όταν ήμουν πολύ παιδί, αναρωτιόντουσαν οι μεγάλοι τι επώνυμο θα παίρνουν τα παιδιά που γεννιούνται σε “ελεύθερες σχέσεις”, δηλαδή εκτός γάμου. Οι απαντήσεις σε τέτοια δυσεπίλυτα τότε ζητήματα δόθηκαν το 1982 με το νέο οικογενειακό δίκαιο.

    Μετά αναρωτιόντουσαν όταν έβλεπαν ζευγάρια αντρών “ποιος από τους δύο κάνει τη γυναίκα”. Εδώ οι απαντήσεις δόθηκαν παρακολουθώντας τα βάσανα του Στηβ Κάρινγκτον στη Δυναστεία — διότι μέγα το της ποπκουλτούρας κράτος.

    Κατόπιν αναρωτιόντουσαν πώς τη βγάζουν τα ζευγάρια γυναικών χωρίς φαλλό. Μάλλον ακόμα την ψάχνουν την απάντηση οι μεγάλοι, οι μεγάλες βεβαίως τη γνώριζαν ανέκαθεν.

    Τώρα που είμαι εγώ μεγάλος αναρωτιόμαστε πώς θα επιλύουν το θέμα της ζήλειας και της κτήσης όσοι συνάπτουν πολυσυντροφικές σχέσεις. Εκ πείρας όμως πλέον ψυλλιαζόμαστε ότι μάλλον ήδη γνωρίζουν την απάντηση οι ίδιοι.

  • Όπως εύστοχα επισήμανε φίλος, στην Ελλάδα το πολιτικό προσωπικό βεληνεκούς προέρχεται είτε από το Κολλέγιο είτε από την ΚΝΕ — κάτι που εξηγεί γιατί είναι προβληματικό.

    Ειδικά οι αριστεροί πολιτικοί που βγήκαν μέσα από τα σπλάχνα της ΚΝΕ (Άλιεν μού θυμίζει αυτό) είναι πρόβλημα: με δογματικές τάσεις, με τη λατρεία της γραμμής που άνωθεν κατεβαίνει και με την μπλαζέ κι εργαλειακή προσέγγισή τους προς ό,τι συλλογικό και αυτοοργανωμένο δεν ελέγχει η Οργάνωση.

  • Ταμπού, λογοκρισία και πολιτική ορθότητα

    Η πολιτική ορθότητα συγχέεται με τον ευφημισμό και με τη λογοκρισία (“να μη λέμε κακές λέξεις”) ή την κορρεκτίλα (“να μην προσβάλουμε κανέναν / να μην ενοχληθεί κανένας”).

    Η πολιτική ορθότητα, κατά τον ορισμό του Φ. Παναγιωτίδη, είναι η προσπάθεια να απαλλάξουμε “τον λόγο από λέξεις και εκφράσεις που φέρουνε το βάρος της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, του σεξισμού και, γενικότερα, ιδεολογιών που νομιμοποιούν τον αποκλεισμό, την εκμετάλλευση και την καταπίεση συνανθρώπων μας”.

    Με άλλα λόγια, η πολιτική ορθότητα έχει νόημα και σκοπό ως πολιτική στάση, στον βαθμό που, ονοματίζοντας τους άλλους και τις πράξεις τους, τους πατρονάρουμε, τους καθορίζουμε, ή ασκούμε πάνω τους αυταρχικά την εξουσία μας: την εξουσία της ελίτ που καμώνεται την πλειοψηφία.

    Πολιτική ορθότητα και ευφημισμός

    Η πολιτική ορθότητα είναι στάση και πράξη πολιτική και καθόλου καλολογική. Άρα δεν μπορεί να είναι απλός ευφημισμός. Όπως σημειώνεται στο παραπάνω απόσπασμα του Παναγιωτίδη, “ποικίλοι φορείς, με προφανέστερους αλλά όχι μοναδικούς την πολιτική εξουσία και τη διαφήμιση, καταχρώνται τον ευφημισμό ως μηχανισμό για να πουν μισές αλήθειες, δηλαδή ψέματα, αφού η απόκρυψη συναφούς μέρους της αλήθειας αποτελεί ψέμα”.

    Στην πραγματικότητα, ο ευφημισμός έχει σκοπούς πολύ διαφορετικούς από την πολιτική ορθότητα, αφού πασχίζει να ωραιοποιήσει μια πραγματικότητα αλλάζοντας τις λέξεις: ονοματίζει παράπλευρες απώλειες τους αμάχους νεκρούς, σωφρονιστικό κατάστημα τη φυλακή, κ.ο.κ. Είναι πάγια πρακτική του νεοφιλελεύθερου απολίτικου και ρηχού δικαιωματισμού να προσπαθεί να καταστήσει αόρατη κάποια αδικία ή κάποιο κοινωνικό πρόβλημα καταφεύγοντας στον ευφημισμό και στην καλολογία, ορμώμενος από έναν αφελή οργουελισμό, κατά τον οποίο εξαφανίζεις την έννοια άμα απαλείψεις τη λέξη. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, αν πάψω να λέω τους Τσιγγάνους Τσιγγάνους θα γίνουνε “Αθίγγανοι” (…) ή και Ρομά, άρα κανονικοί πολίτες και κανονικοί άνθρωποι και καθόλου θυματα αιώνων συνεχιζόμενου ρατσισμού.

    Ο ευφημισμός προσπαθεί να υποκαταστήσει πραγματικούς κοινωνικούς αγώνες και πραγματική κοινωνική δράση. Η πολιτική ορθότητα απεναντίας εντάσσεται σε αυτούς τους αγώνες. Ο ευφημισμός ενδεχομένως αναγνωρίζει σιωπηλά τις σχέσεις ηγεμονίας και εξουσίας στον λόγο αλλά πασχίζει να τις κουκουλώσει ή και να τις ωραιοποιήσει. Ένα έμφυλο παράδειγμα είναι και το εξής: αν πω την πόρνη “ιερόδουλη”, παριστάνω ότι οι γυναίκες με τη συγκεκριμένη εργασία, συνήθως συγκεκριμένα ταξικά χαρακτηριστικά και αποσκωρακισμένες (αλλά και αναγκαίες) από την πατριαρχία, επιτελούν ένα ιερό λειτούργημα, όπως οι γυναίκες των ναών της Αφροδίτης. Απεναντίας, η πολιτική ορθότητα προσπαθεί (αποτελεσματικά ή όχι) να κάνει φανερές τις ταξικές πραγματικότητες και να σταθεί απέναντι στις ετικέτες που κολλάει η πατριαρχία, προτείνοντας το “εργάτρια / εργάτης του σεξ” ή και την επαναοικειοποίηση του όρου “πουτάνα” — δεν έχουμε να κάνουμε με φιλολογίες εδώ, παρά με μια δυναμική διαδικασία (εκ νέου) αυτοπροσδιορισμού.

    Με δυο λόγια, η πολιτική ορθότητα αντιλαμβάνεται το πώς ασκούμε ηγεμονία πάνω στους αδύναμους και μη προνομιούχους ετεροκαθορίζοντάς τους και προσπαθεί να καταστήσει αυτή τη διαδικασία ορατή ή και να την ανατρέψει. Αντίθετα, ο ευφημισμός προσπαθεί να ωραιοποιήσει και να κουκουλώσει: είναι το γλωσσικό αντίστοιχο των ψεύτικων προσόψεων του Ποτέμκιν.

    Εδώ υπεισέρχεται το θέμα του ετεροκαθορισμού: κάθε κοινότητα δικαιούται να αποκαλείται όπως εκείνη επιθυμεί να αποκαλείται, ιδίως όταν υφίσταται καταπίεση ή διακρίσεις. Συνεπώς, η καούρα των Ελλήνων να αποκαλείται η χώρα μας Hellas (λες και φτάνει μέχρι τον Όλυμπο και τη Δωδώνη) είναι χαριτωμένος (;) ακκισμός, η απαίτηση όμως των τρανς να λέγονται τρανς είναι το λιγότερο στο οποίο μπορούμε να ανταποκριθούμε.

    Επίσης, το ζήτημα του ετεροκαθορισμού είναι και υπόθεση περικειμένου, κόντεξτ: ο Ρομ που επιθυμεί να αποκαλείται “Τσιγγάνος” (επανοικειοποιούμενος τον όρο) ή “Ρομ” έχει ως εναλλακτική ετικέτα το υβριστικό “Γύφτος” ή το πατερναλιστικό “Αθίγγανος”. Ο Έλληνας όμως που θέλει να λέγεται Hellene έχει ως εναλλακτικό ετικέτα το τιμημένο Greek. Επίσης, το Άτομο με (Ειδικές) Ανάγκες — όρος που υπογραμμίζει την ευθύνη της κοινωνίας απέναντι στις ανάγκες του και δεν αξιολογεί τις ανάγκες καθεαυτές — έχει ως εναλλακτικές ετικέτες τα “ανάπηρος”, “προβληματικός” και άλλα χειρότερα, ή το χυδαία ευφημιστικό ψεύδος του “Άτομο με Ειδικές Ικανότητες”…

    Πολιτική ορθότητα και κορρεκτίλα

    Η πολιτική ορθότητα δεν είναι υπόθεση ίσων αποστάσεων: ο λόγος ύπαρξής της είναι να χειραφετήσει όσους καταπιέζονται· μέρος του “καταπιέζω κάποιον” είναι και το “τον ονομάζω όπως θέλω κι όχι όπως θέλει” και το “οικειοποιούμαι τη φωνή του”. Συνεπώς, το να αποκαλείς τις γυναίκες συλλήβδην “μουνιά” δεν είναι το ίδιο με το να αποκαλείς συλλήβδην τους άντρες “ψωλές” — δείτε και μόνοι σας πόσο άκυρο είναι το δεύτερο ως απόπειρα προσβολής ή σβησίματος.

    Τα παραπάνω αποσιωπώνται συχνά κι έτσι καβάλα πάνω στο κίνημα της πολιτικής ορθότητας πάνε διάφορες καλολογίες. Άλλοτε αγνοούμε τη διάσταση της εξουσίας και της ανισότητας, άλλοτε (όπως είδαμε) καμωνόμαστε ότι μπορούμε να απαλείψουμε αυτή τη διάσταση αν δεν την κουβεντιάσουμε. Και στις δυο περιπτώσεις καταλήγουμε να καλολογούμε· από την πολιτική ορθότητα εκπίπτουμε στην κορρεκτίλα, στη λογοκρισία της καλολογίας.

    Κι έτσι φτάνουμε να προγράφουμε κάθε προσβολή και κάθε λέξη-ταμπού, κάθε “κακή λέξη”. Η “πολιτική ορθότητα” — που σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πια καθόλου political αλλά σκέτη correctness — καταντάει να ασχολείται με trigger, δηλαδή με όρους και αναπαραστάσεις ταμπού: με οτιδήποτε μπορεί να προσβάλει ή να αναστατώσει οποιονδήποτε. Δυστυχώς όμως, ό,τι και να πει και ό,τι και να δείξει κανείς θα προσβάλει τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Το ζήτημα δεν είναι να ειμαστε όλοι αγαπημένοι και να μη μαλώνουμε· ποσώς. Το ζήτημα είναι, επαναλαμβάνω, πολιτικό: να μην στοχοποιούνται με τον λόγο ομάδες και μέλη τους χωρίς φωνή και χωρίς εκπροσώπηση (ή, εννοείται, εξουσία).

    Η επέλαση της κορρεκτίλας έχει τρεις συνέπειες: μας εθίζει στο προφανές, νομιμοποιεί τη λογοκρισία και βλάπτει την ίδια την υπόθεση της πολιτικής ορθότητας.

    Το προφανές

    Η ερμηνεία στο αρχικό επίπεδο, στο προφανές κι επιδερμικό, γίνεται σταδιακά η νόρμα: “αυτό που βλέπω είναι αυτό που βλέπω και όλα τα υπόλοιπα είναι θεωρίες”. Αν μια φωτογραφία δείχνει κώλους είναι τσόντα, αν μιλάει για φτωχούς είναι αριστερή κλάψα, αν αφηγείται το 1922 είναι εθνικιστικό κήρυγμα. Και τέλος. Στην Ελλάδα το γύρισμα στην αποκλειστική κυριολεξία έγινε (ανεπαισθήτως) με τον Τελευταίο Πειρασμό του Σκορσέζε. Σιγά σιγά κάθε συζήτηση για οποιοδήποτε δημιούργημα δεν ήταν άνοστο, ανώδυνο κι ανεπαίσθητο, έπρεπε να διεξάγεται με όρους “ναι μεν αλλά”: από την παιδοκτονική Μήδεια μέχρι τους οριακά παιδοφιλικούς πίνακες του Μπαλτύς, από καρναβαλικά γαμοτράγουδα μέχρι το μπουρλέσκ, από τον χριστόληπτο Μπαχ και τους σατανολάτρες Σάμπαθ μέχρι τα γυμνά του Μανιερισμού και του Μπαρόκ.

    Η κορρεκτιλα παραγνωρίζει επίσης ότι όλοι οι όροι κι όλες οι αναπαραστάσεις λειτουργούνε μέσα σε συμφραζόμενα: τι λέει από πάνω και τι λέει μετά, και μέσα σε ποιο περικείμενο βρίσκεται. Η κορρεκτίλα δηλαδή αγνοεί μια θεμελιώδη διάσταση της επικοινωνίας: ποιος και πότε λέει τι και γιατί, ως τι και με ποιον σκοπό, από ποια θέση κτλ Η κορρεκτίλα αγνοεί τις διαφορές κυριολεξίας, χιούμορ, σάτιρας, παραθέματος, μεταφοράς, του να βάζεις λόγια στο στόμα άλλου κ.ο.κ. … Η αγνόηση των συμφραζομένων και του ευρύτερου περικειμένου οδηγεί π.χ. το ελεεινά πουριτανικό Facebook, το οποίο πασχίζει να μη δημιουργεί αντιπάθειες φιμώνοντας ό,τι δεν αφορά γάτες και καρδούλες, να μπλοκάρει κάθε ανάρτηση που περιέχει τη λέξη nigger, ακόμα και αν είναι το τραγούδι του Λέννον ή κάτι που ανεβάζει ένας μαύρος πιτσιρικάς στη Βαλτιμόρη…

    Λογοκρισία και προκατάληψη

    Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ του να μην ασκείς γλωσσική ηγεμονία και του να λογοκρίνεις “για χάρη” των μη προνομιούχων. Δυστυχώς για πολυ κόσμο, αυτή η διαφορά δεν είναι ευδιάκριτη: πολλοί λοιπόν λένε “χαλάλι η λογοκρισία άμα προστατεύει τους μη προνομιούχους”. Ωστόσο, όσο πεφωτισμένα και καλοπροαίρετα και να ασκείται η λογοκρισία (για μένα η πεφωτισμένη λογοκρισία είναι οξύμωρο), όσο και να γίνεται προς όφελος των αδύναμων και κατατρεγμένων, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι με το πέρασμα του χρόνου καταλήγει να γίνει ξανά όπλο στα χέρια της εξουσίας. Αν η λογοκρισία είναι λ.χ. DDT, καθόλου τυχαία επιλογή εντομοκτόνου, ενδεχομένως να σκοτώνει κουνούπια αλλά όχι όλα τα κουνούπια, ενώ στο μεταξύ σκοτώνει και πολλά άλλα…Συνεπώς, ενώ με ευκολία μπορούμε να λογοκρίνουμε κάποιον που είπε “αράπηδες βουλευτές” ή “πουτάνα δημαρχίνα”, σκεφτείτε ένα σεξιστικό “πρέπει να τη βάλουνε κάτω να τη γαμάνε δεκα με το στανιό” που απευθύνεται σε κάποια γυναίκα χωρίς εξουσία και άντε να αποδείξετε ό,τι θέλετε στα περισσότερα δικαστήρια αυτού του πλανήτη εν έτει 2017. Ταυτόχρονα, θα έχετε κανονικοποιήσει τη λογοκρισία προς όφελος και λευκών βουλευτών, ανδρών δημάρχων κ.ο.κ.

    Γενικότερα, όταν την πολιτική ορθότητα, την αναίρεση κακοδοξιών και τους αγώνες τούς υποκαθιστά η λογοκρισία και η κορρεκτίλα, έχουμε τέρατα. Δείτε για παράδειγμα την υπό θεσμοθέτηση σε πολλές χώρες ταύτιση του αντισημιτισμού με την κριτική στην ισραηλινή κυβέρνηση, δείτε επίσης σε συμβολικό επίπεδο την εξίσωση σφυροδρέπανου και σβάστικας ως απαγορευμένων εμβλημάτων στην Ουγγαρία και αλλού.
    Επί της ουσίας, όποιος θέλει να αγωνιστεί κατά του σεξισμού, του φασισμού, του αντισημιτισμού, της ισλαμοφοβίας, της ομοφοβίας, της τρανσφοβίας, κτλ. κτλ. καλό είναι να μη λησμονεί πως οι νόμοι και οι δίκες (πρέπει να) έπονται των κινητοποιήσεων και των αγώνων από κάτω: θυμηθείτε τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ του ’60 ή αναλογιστείτε γιατί χρονίζει η δίκη των ναζί δολοφόνων μας.

    Ανοίγοντας τη συζήτηση, είμαι υπέρ της απόλυτης ελευθερίας του λόγου όταν δεν υποκινεί ανοιχτά σε βιαιοπραγία κατά των μη προνομιούχων. Με άλλα λόγια: “φάτε τους πλουσίους”, οκέι. “Οι Εβραίοι είναι σατανικοί”, οκέι. “Φάτε τους Εβραίους”, μάντρωμα. Βεβαίως, η ελευθερία του λόγου δεν συνεπάγεται ανοχή ή συναίνεση: θα αντιτάξω τον δικό μου λόγο στο μιαρό “οι Εβραίοι είναι σατανικοί” και θα χλευάσω ακόμα και το “φάτε τους πλουσίους”, αφού δεν τρώγονται με τίποτα.

    Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι ούτε να λογοκρίνουμε ούτε να αυτολογοκριθούμε. Παράλληλα, πλανώμαστε αν πιστεύουμε ότι η διασφάλιση της ελευθερίας του λόγου συνεπάγεται ότι θα πούμε κάτι όμορφο, καλό και κόσμιο· τουναντίον. Η πλάνη μας όμως αυτή προκύπτει από την απολίτικη ταύτιση τριών παραγόντων: της ελευθερίας του λόγου, της πολιτικής ορθότητας (η επίκληση της οποίας εισάγει τον παράγοντα αυθεντία και εξουσία στη συζήτηση) και των “ανθρωπιστικών αξιών”, ιδίως όταν γίνονται αντιληπτές με το αίτημα να είμαστε όλοι καλά και να μη στενοχωριέται κανείς.

    Ως συνήθως, το βαθύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα ανθρώπινα πράγματα με τρόπο απολίτικο, αγνοώντας τους παράγοντες Εξουσία και Προνόμιο, αλλά και η απροθυμία μας να κάνουμε λεπτές μα αναγκαίες διακρίσεις.  Καταλήξαμε λοιπόν να ταυτίζουμε την πολιτική ορθότητα (μέθοδο πυρόσβεσης της γλωσσικής ηγεμονίας) με τη νεοσυντηρητική κορεκτίλα (που ενίοτε παριστάνει την αστική αβρότητα) ενώ καταντήσαμε να θεωρούμε την ανθρώπινη ευγένεια ομόλογη με εμμονικές απόπειρες να αποφύγουμε να προσβάλουμε οποιονδήποτε (ακόμα και τους φασίστες π.χ.).

    Κι αυτό τελικά βλάπτει την ίδια την υπόθεση της πολιτικής ορθότητας

    Όσο εθιζόμαστε στην κυριολεξία και στο αυτονόητο, όσο γινόμαστε πρόθυμοι να λογοκρίνουμε και να αυτολογοκριθούμε, τόσο περισσότερο καθίσταται αναγκαίο να κατανοήσουμε τι σημαίνει ανισότητα, καταπίεση, (γλωσσική) ηγεμονία. Ο αγώνας δεν είναι μεταξύ ελευθερίας του λόγου και πολιτικής ορθότητας, παρά μεταξύ νεοσυντηρητικής κορρεκτίλας από τη μία και κάθε μορφής καταπίεσης και ετεροκαθορισμού από την άλλη, εντός κι εκτός κειμένων, τέχνης και κουλτούρας.

    Η χονδροειδής ταύτιση πολιτικής ορθότητας, κορρεκτίλας και “ανθρωπιστικής καλοσύνης” σε συνδυασμό με την ανοχή μας στη λογοκρισία επιτείνει τον ηθικό πανικό που επικρατεί γύρω από την πολιτική ορθότητα. Για πολύ κόσμο το “PC” είναι πλέον συνώνυμο της (αυτο)λογοκρισίας και του ευφημισμού και από πολιτική στάση η πολιτική ορθότητα γίνεται αντιληπτή ως ηθική κορρεκτίλα: κωμικοί φοβούνται ότι δεν θα μπορούν να λένε χοντρά ανέκδοτα, γυναίκες αναρωτιούνται αν είναι πρέπον να κραυγάσουν “γάμα με!” και άντρες ορρωδούν μπροστά στη ροπή να ανακράξουν “καριόλα!”, ρέκτες του ύφους και της ακριβολογίας αγανακτούν με νεολογισμούς και άκομψες καινοτομίες, Εβραίοι καταλήγουν να αποκαλούνται “self-hating Jew”, λάτρεις της τέχνης βλέπουν να έρχονται παπικά βρακάκια και ετικετούλες Parental Advisory… Αυτοί και όλοι μας (θα έπρεπε να) μισούμε τη λογοκρισία.

    Άρα;

    Τι να κάνουμε λοιπόν; Νομίζω ότι υπάρχει μια απλή συνταγή: πρώτα σκέφτομαι τι σχέση προνομίων, ιεραρχίας ή κι εξουσίας έχω με εκείνον στον οποίο θα απευθυνθώ ή (χειρότερα) με εκείνον εξ ονόματος του οποίου θα μιλήσω. Αντιστρέφω αυτή τη σχέση. Αν στο ίδιο περικείμενο θα έλεγα τα ίδια ή παρόμοια (αστεία, σκωπτικά, χυδαία, διδακτικά, βαρύγδουπα, εξυπναδίστικα, ζουμερά, στεγνά, κτλ. κτλ.), είμαι μια χαρά και προχωρώ.

    Το ουσιώδες είναι να μη συγχέουμε τον νεοσυντηρητικό ηθικισμό (για την αναίρεση του οποίου απαιτούνται μεταμέλειες κι εξιλεώσεις κτλ.) με μια πολιτική στάση, η οποία υπόκειται σε κριτικό και διαλεκτικό έλεγχο μέσα στην κοινότητα και μέσα στην κοινωνία. Εκεί ακριβώς τελικά διαφέρει η πολιτική ορθότητα από τις ηθικιστικές και λογοκριτικές διαστρεβλώσεις της.

    Από το μπλογκ Sraosha.