Είπε “ειρήσθω εν παρόδω”, και είπα “να χαρείς! Από ισπανικά ξέρω ελάχιστα.”
Author: Ελένη Σούμμα
-
-
Mε έχεις δει να σκάβω;
― Mε έχεις δει να σκάβω; Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Μπήκα σφήνα ανάμεσα σε δυο παρέες. Από τη μια δυο ζουμερές, από την άλλη ένα ζευγάρι παντρεμένο. Απέναντί μου το navagososti σε φάση ανεμιστήρα δεξιά-αριστερά. Η ατάκα “με έχεις δει να σκάβω;” ακούγεται συνέχεια από το στόμα της γεματούλας, και η παρέα της γελάει. Εμένα με βασάνιζαν τα δικά μου. Η ξαπλώστρα να έχει ακριβώς κλίση 10% (ιδανική για φλατ κοιλιά), το λάστιχο από το μαγιό να σκάει ακριβώς στην καισαρική, το τρίγωνο να πατάει ακριβώς στα προηγούμενα λευκά σημάδια. Ήρθε η παραγγελία των δίπλα. Ένα κλαμπ σάντουιτς με στήθος κοτόπουλο. Αν έβλεπες τα κομμάτια, η κότα σίγουρα είχε μεγαλύτερα στήθια από τα δικά μου. Πήρε μπροστά της το πιάτο. Οι σκέψεις της βγήκαν απο το μιούτ. Φώναζαν σκά-βε σκά-βε! Κοίταξε και ο παντρεμένος, άνοιξε την βιοδιασπώμενη τσάντα ΑΒ Βασιλόπουλος, έβγαλε από το αλουμινόχαρτο ένα μερεμέτι και τρώγοντας χάζευε έναν αδιανόητο κώλο μπροστά στα μάτια του. Οι σκέψεις του βγήκαν από το μιούτ και φώναζαν σκύ-βε σκύ-βε. Το navagososti έσκαβε ένα λάκκο να χώσει τα πόδια του που καιγόντουσαν, ενώ φίλος τον έκραζε Μιτς Μπιουκάναν. Οι σκέψεις του βγήκαν από το μιούτ και φώναζαν στρί-βε στρί-βε. Είχα κι εγώ κάτι γερμάδες. Έσκαβα. Το ζευγάρι δίπλα μου μάλωσε. Ενώ αυτός χαζεμένος της είπε “γυναίκα γεια στα χέρια σου” ακούστηκε σαν “ο κώλος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο!” Το navagososti ανέβηκε σαν κοάλα και λούφαξε στο θεωρείο του. Οι τσαχπίνες φωνάζουν, γελάνε, κουνάνε ένα 50άρι στο μπιτς μπόι και ξεφωνίζουν ότι δεν θέλουν ρέστα. Μάζεψα και εγώ μπαγκάζια…
Λάθος τίτλος. ― Με έχεις δει να θάβω;
-
Γάμοι(σέ τα)
Τα παιδιά μας παίζουν μαζί. Ο Β. είναι δεν είναι 45. Κοιλίτσα, μέτριο ανάστημα, ντροπαλός, μαζεμένος, κρατάει πάντα ένα σάκο. Μέρα με τη μέρα αυτό αλλάζει. Ρουφάει κοιλιά, ανοίγει πλάτες, γελάει με αυτοπεποίθηση, αδειάζει το σάκο κάτω. Είμαι κι εγώ αγόρι με τα αγόρια, του πετάω την μπάλα, τον λέω Σκότι Πίπεν. Εκείνος την κάνει σβούρα με το δάχτυλο, πηδάει, κάνει τρίπλες, πάσες στον αέρα. Ανέκδοτα παλιά, πατατάκια στο παγκάκι, απλές καθημερινές χαζομάρες. Ξαφνικά το γέλιο σβήνει. Βάζει τα πράγματα βιαστικά στο σάκο. Πάει μακριά. Είναι μια κυρία. Μάλλον η γυναίκα του. Βλέπω από απόσταση. Χωρίς ήχο. Κάτι σαν το 2 του Παπαϊωάννου. Αυτός νευρικός κουνάει χέρια, εξηγεί, φωνάζει. Αυτή σηκώνεται, αυτός κάθεται. Ο Β. θάμπωσε. Βλέπω ένα κουβάρι. Από παιχνιδιάρικο κουτάβι, έγινε γέρικο σκυλί, που τη βγάζει δεν τη βγάζει…
-
Βάσανα/σάβανα
Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Η γιαγιά ακίνητη στο διπλό κρεβάτι, ενώ η μαμά κρατούσε από πάνω της ένα λευκό σεντόνι. Τη σκέπασε. Πάγωσα. Πριν καν βουρκώσω, η γιαγιά πετάχτηκε ζωηρή. Δείχνει με το μπαστούνι: “Να, μέχρι εδώ θα το γαζώσεις! Δεν τα θέλω χαχόλικα. Από μέσα, εσώρουχα βαμβακερά, όχι το κομπινεζόν που έχει η βαλίτσα!” (Η μαμά κλαίει) “Α, ρε μάνα, κάθε χρόνο τα ίδια”. (Εγώ γελάω) “Τι έγινε, τα βγάλατε τα καλοκαιρινά;”
Αυτή η βαλίτσα είναι έτοιμη για το ταξίδι εδώ και χρόνια. Αθήνα-χωριό, “μην ξεχάσετε τη βαλίτσα!” Πολλά μέτρα ύφασμα. Μια κουλούρα από φυσικό κερί. Εσώρουχα. Μια καλή αλλαξιά και παπούτσια. Κάθε πέντε χρόνια την άνοιγε και κάναμε τις απαραίτητες βελτιώσεις. “Άμα φύγω καλοκαίρι, να μη μου βάλετε την χοντρή τη ζακέτα και μας κοροϊδεύει ο κόσμος, αν φύγω χειμώνα μην ξεχάσετε τις ζεστές τις κάλτσες”.
Τον έχει φίλο το θάνατο. Προετοιμάζεται για τη μεγάλη στιγμή καιρό. “Πριν κλείσω τα μάτια θέλω να με αξιώσει ο Θεός να παω στα Ιεροσόλυμα”. Και στο άκουσμα του φευγιού….
― Γιαγιά, πέθανε η Αρίθα Φράνκλιν.
― Πόσο χρόνων ήτανε;
― 76!
― Α, ρε Θεέ, παίρνεις τους νέους και αφήνεις εμάς πίσω να τυρρανιόμαστε!Τα πρώτα σάβανα ήταν στο χρώμα της ώχρας. Έμοιαζαν ήδη πολυκαιρισμένα και δεν της γέμιζαν το μάτι. Ήθελε λευκά. Η μαμά πήρε το κιτρινιάρικο πανί και γάζωσε κουρτίνες για την κουζίνα. Στην αδερφή μου δεν το είπαμε ποτέ αυτό, γιατί το έτρεμε το περιεχόμενο της βαλίτσας. Εμένα πάλι με συγκινούσε πολύ ο συμβολισμός. Το φως του ήλιου ακόμα και σήμερα μας το κρύβουν αυτά τα σάβανα.
“Τα έφαγα τα ψωμιά μου Λενίτσα”. Κάθισε στο τραπεζάκι. Καθάρισε τα βραστά αυγά σιωπηλή. “Tο Kυνήγι του Eλαφιού, το καλό το κέντημα, θέλω να το πάρεις εσύ”, είπε. “Είναι κάτω από το κρεβάτι, δίπλα στη μαύρη βαλίτσα”.
-
Βρακί με βρακί
Ξαπλωμένοι βρακί με βρακί, το μόνο που να μας απασχολεί, μια μεγάλη μύγα που χτυπάει με δύναμη στην μπαλκονόπορτα. Ανεμιστήρας δεκαετίας. Πιο πολύ κάνει θόρυβο παρά μας δροσίζει. Λέγαμε ότι είμαστε του καλοκαιριού αλλά μετά τα σαράντα, μάς πάει πιο πολύ το φθινόπωρο. Και το κρεβάτι μάς πάει. Υπάρχει ακόμα πάθος. Όχι κινηματογραφικά γαμήσια με ηχητικά εφέ και μορφασμούς πόνου. Τα άλλα, τα νηφάλια, που συμμετέχει σώμα και μυαλό αλλά τις εντυπώσεις κλέβει η ψυχή. Είναι μέσα σου χορταίνεις κορμί, φεύγουν χαμόγελα πονηρά και τα χέρια ζωγραφίζουν χάδια. Έλα τώρα, σοβαρά, πονάει το σεξ; Προικισμένοι άντρες, με πολλά εκατοστά ψέμα. Δεν κρατάς μεζούρα. Δεν κοιτάς το ρολόι. Τελειώσαμε γρήγορα πάνω μας. Καμιά βιασύνη για μπάνιο. Ανάσκελα. Πόδια μπλεγμένα. Κεράσια. Κοίτα να δεις που ο ανεμιστήρας κάνει δουλειά. Χτυπάει το κινητό σου; Όχι. Τι είναι αυτό το μπζζζζ; Πάλι αυτή η κωλόμυγα.
-
120 δόσεις
120 δόσεις. Και δεν τρέχει κάστανο. 30 ευρώ το μήνα. Τι μας λες! Αυτά αν είσαι νοικοκύρης. Αν τα έπαιξες όλα για όλα, χρωστάς στην εφορία της γειτονιάς, σε μια εφορία στα β.π. και στη ΔΟΥ Αθηνών.
Εγώ τα έπαιξα όλα για όλα. Τα μέτρια για τους μέτριους έλεγα. Ή όλα ή τίποτα. Έζησα με το όλα. Ζω και με το τίποτα. Και βρέθηκαν προτάσεις.
―Να σε στείλω εγώ Καναδά, να δουλέψεις δυο χρόνια για κάμποσα χιλιάρικα το μήνα; Σίγουρα θα ισιώσεις. Θα έχεις και στέγη και διατροφή.
―Τι θα κάνω εγώ εκεί; (Δεν στο κρύβω ότι πέρασε από το μυαλό μου το brazzers.com και τα αψεγάδιαστα κορμιά βαμμένα με αερογράφο.)
―Είναι μια φάρμα, εκτρέφουν σκουλήκια για καλλυντικά. Πρέπει να τα τοποθετείς ζωντανά σε κουτάκια ανά είκοσι.
Κοιταξα τα χέρια μου. Που εχουν καταπιαστεί με τόσα. Οι δείκτες κουνιούνται, μου λένε μην. Χαϊδεύει το ένα το άλλο. Το στόμα είπε τσου.
Που λες στη ρύθμιση, δεν θα μπει μια δόση για την εφορία. Αλλά μια δόση για κάθε εφορία. Δηλαδή μάνι-μάνι 90 ευρώ τον μήνα. Μόνο για ένα δημόσιο χρέος. Αν έχεις και χρέη σε ασφαλιστικά ταμεία, συν 30 ευρώ το μήνα. Και επειδή είσαι γατόνι. Μπήκες και στο νόμο Κατσέλη “και θα πάρετε τα αρχίδια μου μαλάκες”. Το δικαστήριο φτάνει. Ένα 150άρι και καθάρισες. Αν δεν είσαι τυπικός στις δόσεις. Άμεση κατάσχεση. Εννοείται ότι πληρώνεις τα τρέχοντα. Φως. Νερό. Τηλέφωνο. Διατροφή. Διαστροφή (ναι, και αυτή κοστίζει). Έξοδα παιδιού. Θέατρο. Μια μουσική σκηνή. Θάλασσα. Martini bianco. Τα περσινά είναι χιλιοφορεμένα. Τα μαλλιά θέλουν βαφή κάθε 15. Τα νύχια κάθε δέκα. Δεν μετανιώνω.
Όχι ρε σκουλήκια.
-
Ίσως η πιο δύσκολη πίστα
Περπατάω στο διάδρομο μόνη. Είναι σκοτάδι. Εκεί που δεν το περιμένω μπροστά μου εμφανίζεται η μαμά. Περπατάει γρήγορα και νευρικά, μαζεύει ρούχα πεταμένα, μπουκάλια με κρέμες, αντικουνουπικά, τις σαγιονάρες μου, βούρτσες. Αφήνει πίσω της κενό διάδρομο, πλησιάζει πολύ, εγώ σε σταθερή πορεία καταπάνω της, στο τσακ γυρίζω πλάτη και φεύγω, σχεδόν τρέχω και εκεί στο χολ βλέπω το παιδί να μαζεύει κομμάτια από χαμένα παζλ, λέγκο, φτυαράκια, μια κούκλα, πάνω στο τζάκι ο μπαμπάς από τη φωτογραφία τρώει στραγάλια αφράτα, δεν με πλησιάζει υπάρχουν καλώδια με ρεύμα ανάμεσα μας. Βγαίνω από τη μπαλκονόπορτα, ανεμίζουν λευκά μαλλιά, είναι η γιαγιά, έρχεται αργά προς το μέρος μου, αλλάζει χρώματα, ανοιγοκλείνει στόμα. Δεν τη γλιτώνω, λίγα τα ψωμιά μου. Αδύνατον να προσπεράσω είναι στενά, περπατάει αργά, φτάνει, φτάνει, κλείνω μάτια. Μετωπική. Ωχ. Δεν υπήρξε σύγκρουση. Απλά πέρασα από μέσα της. Πώς έγινε αυτό; Το φαντασματάκι πάντα σε τρώει. Α. Ξέρω. Η μασέλα της ήταν στην καφέ την κούπα του μπάνιου.
Με χτυπάει αέρας. Δεν υπάρχει ψυχή. Πηγαίνω γύρω-γύρω στο σπίτι. Η πόρτα τρίζει. Βγήκε η έξω και η μαμά. Κρατάει τσουγκράνα, μαζεύει πέτρες, ξερά λουλούδια, ένα τεράστιο βατράχι, αλλάζει και αυτή χρώματα. Μπαινοβγαίνει στο σπίτι. Κοιτάζω στο πλάϊ. Πάω τοίχο-τοίχο. Δεν με βλέπει. Κρύβομαι κάτω από τη σκάλα. Να δεις θα κουραστούν. Θα πέσουν για ύπνο. Η γιαγιά σέρνει παντόφλες. Καταπίνει χάπια. Πίεση, χοληστερίνη, ηρεμιστικό, σταγόνες για την δυσκοιλιότητα, θέλει νερό. Βγαίνει το παιδάκι. Κρατάει το ποτήρι. Πηγαίνει μπρος. Η γιαγιά πίσω, ακολουθεί η κορνίζα με τον μπαμπά. Το παράθυρο ανοιχτό. Πηδάω. Το σπίτι γυαλί. Ο κήπος το ίδιο. Η μαμά δεν έχει αφήσει τίποτα. Ουφ. Πηγαίνω όπου θέλω. Κουράστηκαν. Τρώω μηχανικά, φρουτάκια, κρακεράκια ό,τι βρεθεί στο δρόμο μου. Σε λίγο τελειώνει και αυτό. Θα ακουστεί το τραγουδάκι της νίκης. Βγαίνω στο ντουζ. Στάση. Πλένομαι χωρίς ρούχα. Να μην ξεχάσω να μαζέψω το σαμπουάν. Μέσα στο σκοτάδι μάτια γυαλίζουν. Η κυρά Τούλα. Την έχω πλάτη. Είπε “Το έχεις παρακάνει!” Έπεσε πάνω μου. Αναβοσβήσαμε. Εγώ προσπαθώ να ξεφύγω. Γλιστράω σε σαπούνια και νερά. Δεν έχω άλλη ζωή. Πάντα εδώ πεθαίνω. Στο σπίτι.
Ίσως η πιο δύσκολη πίστα.
-
Να πω και κάτι για τον “Αστέρα”. Εμείς με τόσο νερό, κάνουμε πεντικιούρ στο Καματερό.
-
Η Γεννήτρια
Nα κοιμηθείς νωρίς, το πρωί έχει εκκλησία.
Φτάσαμε με ένα αγροτικό. Περιπέτεια. Μέσα στα πλατάνια και τα πεύκα ένα μικρό ξωκκλήσι. Όταν έφτανα εκεί μικρή ήμουν στην καρότσα ενός τρακτέρ, φορούσα τα καλά μου, κοτσιδάκια και λουστρίνια. Στην τσέπη κέρματα για κερί. Στην ουρά για να κοινωνήσω. “Μην τυχόν και έφαγες εχθές κακομοίρα μου, θα στον κάψει το λαιμό η μεταλαβιά.” Είχα κάνει όμως τα κουμάντα μου και πήγαινα εκεί χωρίς φόβο. Το τεστ ήταν της πλάκας. Ένα σοκολατάκι στο στόμα μου λίγο πριν πλύνω τα δόντια μου. Μόνο την πρώτη φορά ψάρωσα. Που το κρασί της κοινωνίας μάλλον είχε λίγο ξινίσει και όντως με έκαψε στο λαιμό. Την επομένη φορά δοκίμασα να πιω ζεστό γάλα. Την είχα σκαπουλάρει. Άνοιγα το στόμα. Κατάπινα. Χαμογελούσα στη γιαγιά όπως τα καλοχτενισμένα βουτυρόπαιδα στις διαφημίσεις με τις φρυγανιές. Τιμωρία δεν ερχόταν. Και την λειτουργία την ήξερα απ’ έξω. Και το σήκω-κάτσε και την ώρα που παίζαμε μαντολίνο ομαδικά κάνοντας σταυρό. Τα κουδουνάκια απ’ το θυμιατήρι και το λιβάνι -η πρώτη μαστούρα.
Σήμερα ήρθα εδώ με τον αέρα του παλιού. Το μόνο κοινό είναι τα κέρματα για το κερί στην τσέπη. Φανερά έφαγα ένα αφράτο τσουρέκι μπροστά στη μαμά, φοράω κολάν πους απ σλιμ εντ τόουν και αθλητικά παπούτσια. Ένα κλάμερ στα φρεσκολουσμένα μαλλιά. Η φάτσα μου ξενυχτισμένη και το μυαλό αλλού. Σκάει ο τζίτζικας και ο ψάλτης δίνει ρεσιτάλ ίσου. Η μαμά μπαίνει στην εκκλησία. Δεν δίνει δεκάρα για την συμπεριφορά μου. Κρατάει αγκαλιά το παιδί μου. Φρέσκο αίμα να δεχτεί κατήχηση. Για τους περισσότερους, ιδανικό το σκηνικό. Ευλάβεια. Η ψαλμωδία, οι ήχοι της φύσης τα πουλάκια οι άνθρωποι να εύχονται, να φιλιούνται, κοιτούσα γύρω-γύρω για καβάτζα. Κάτω από ένα χαμηλό πουρνάρι βλέπω κάτι σαν ηλεκτροκόλληση. Πλησιάζω. Θόρυβος. Αυτό μ’ αρέσει. Δυναμώνει. Κι άλλο. Γελάω. Σβήνουν όλα τα άλλα. Τα λόγια του Ευαγγελίου, τα πουλιά, το θρόισμα των φύλλων, οι ψίθυροι καρδιάς. Φτάνω πάνω στο διαολεμένο κουτί. Είναι η γεννήτρια. Φορτίζω. Ξυπνάω. Έχω εικόνα, προσπαθώ να φτιάξω τον ήχο μου. Δεν με ενοχλεί. Είναι σαν να είμαι σπίτι. Ένα τεράστιο τρυπάνι είναι εκεί για μήνες. Γνώριμος ήχος. Δημιουργικός. Το λες και πολυβόλο. Σκοτώνω κακογουστιά και προκατάληψη. Ηθική και πιστεύω εσένα Θεό πατέρα παντοκράτορα. Είμαι ο Σταλόνε στο Ράμπο το Πρώτο Αίμα. Δεν γλιτώνει κανείς. Τττττττρρρρρρρτττρρρρ το εργαλείο δουλεύει ασταμάτητα. Τσούρμο. Κοπή του άρτου. Ευκαιρία να εξοντώσω ομαδικά. Ένα κοριτσάκι τρέχει προς το μέρος μου.
Στοπ! Στοπ! Φοράει φουστανάκι και κοκαλάκια. Το πλησιάζω. Επαναφορά ήχου “Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…” -Μανούλα σου έφερα άρτο. (Το αγκαλιάζω, το φιλάω.) -Βοηθειά μας καρδούλα μου.
-
Στενός κορσές
Τους άλλαζα σαν τα πουκάμισα. Από σταρούμπες στυλ Ασκητή, θέλω μισό μηνιάτικο τη συνεδρία, κοπέλες στο ξεκίνημα, εγώ δεν χρεώνω την πρώτη φορά, έμπειρους σε κρατικά νοσοκομεία, κοριτσάρα μου πάρε ένα ζάναξ, κοίτα να ξεκουράζεσαι να χαρείς το παιδάκι σου, λίγο πριν τη σύνταξη, εγώ τα μεσημέρια κοιμάμαι δεν μπορώ να σας δεχτώ. Πάνω-κάτω όλοι την ίδια διάγνωση. Είσαι μια χαρά. Ισορροπημένο άτομο. Θα την βρεις τη λύση. Δεν το έβαλα κάτω. Συνέχισα να ψάχνω. Αν θες να βάλεις την ψυχανάλυση μέσα στα τοπ πράγματα που έχεις κάνει στη ζωή σου, ΠΡΕΠΕΙ να υπάρχει πρόβλημα. Αλλιώς τζάμπα κόπος. Να τα, να τα. Κύριος, με την πρώτη ματιά μού το σκάει το θέμα μου.
― Για αρχή να σας πω υπάρχει αδυναμία συγκέντρωσης. Μιλάτε μπερδεμένα, χωρίς ειρμό και στο παρελθόν σας εμφανίζεται η εσωτερική παλινδρόμηση, που δηλώνει την τάση του ανθρώπου να υπαναχωρήσει φοβισμένος μπλα μπλα μπλα. (Εδώ είμαστε. Αράζω και πίσω σαν να κάθομαι κάτω από ίσκιο μουριάς…)
― Από το ένα μέχρι το δέκα, βάλτε έναν βαθμό στον εαυτό σας.
(Κάνω το σήμα της νίκης, 2.)
― Αυτό πρέπει να το ανεβάσουμε.
― Να το ανεβάσουμε, του λέω.
― Φίλες έχετε.
― Όχι. Δεν έχω καμία. Στο γάμο μου δεν είχα κοπέλες να με ντύσουν. Μόνο την αδερφή μου. Και μετά στη δεξίωση που έφαγα και ήπια πολύ γιατί κάναμε γάμο τύπου άηλαντ με σολωμό και καπνιστά ουίσκια, με στένευε ο κορσές και με έφερε στο σπίτι ο άντρας της αδερφής μου και μου τον έβγαλε.
― Και το έχετε ξεπεράσει;
― Εγώ το έχω ξεπεράσει, η αδερφή μου όμως συνέχεια με ρωτάει πως και τι, και πάνε χρόνια.
― Για τις φιλίες λέω…
― Αυτές τις έκοψα νωρίς, μαζί με το ξανθιστικο για το μουστάκι. Τρίχες καλό είναι να μην υπάρχουν.
(Σκεπτικός)
― Ας συνεχίσουμε την άλλη Τρίτη.