Author: Ελένη Σούμμα

  • Η γιορτή του μπαμπά

    Ανοιχτή η συρόμενη πόρτα με το σαγρέ τζάμι, ενώνει το καθιστικό με το σαλόνι. Φοράμε όλοι τα καλά μας. Τραπέζια στρωμένα στη σειρά. Από την έξω μεριά καρέκλες, από τη μέσα για κάθισμα ένα μακρύ μαδέρι οικοδομής στηριγμένο σε καφάσια.

    Το μενού είχε διάφορα. Το στάνταρ ήταν αυτό το στεγνό νουά μοσχαριού σε φέτες αρακάς και καρέ καρότου με πιλάφι. Λάτρευα τα κοφτά τραπεζομάντηλα και τα κοφτά λόγια. Η κάβα ηταν πλούσια. Δεν έλειπε όμως το ρόσο αντίκο το καμπάρι ενώ για τις κυρίες υπήρχε λικέρ εολικί και μαρτίνι. Πιατέλα με χωρίσματα. Ξηροί καρποί. Αλμύρα ψαράκια και μπατονέτες που λύσσαγες για νερό. Τα παλτά στοίβα πάνω στο κρεβάτι της μαμάς. Τα δώρα έκπληξη. Λαμέ περιτυλίγματα. Στη γωνιά αστεράκι πράσινο ή κορδέλα μπούκλα με το ψαλίδι πάνω σε κουτί με τυλιχτά σοκολατένια βραχάκια.

    Το πικ απ έπαιζε λαϊκά. Οι καλεσμένοι καλοντυμένοι. Τα μουστάκια ακατέργαστα, κίτρινα από καπνό, τα μαλλιά των αντρών σκάλες, οι κυρίες ψιλή περμανάντ και χρώμα αλεπουδί, βάτες, πράσινα πουκάμισα σατέν. Η ίδια απόχρωση υπήρχε και στις χριστουγεννιάτικες μπάλες και στο φιόγκο μπούκλα του μπαλαντάινς και στο μωσαϊκό μας στο χολ. Μαύρο το φόντο και αυτό το πράσινο χαλίκι με λίγο βεραμάν που συνδυάζονταν μοναδικά με τα είδη υγιεινής του μπάνιου μας. Ακόμα και σήμερα το βεραμάν το λέμε καμπινεδί.

    Ενώ υπάρχουν πηγαδάκια, πετάγεται ο Παναγόπουλος και λέει ανέκδοτο. Γέλια και ντροπές από τις μανταμίτσες γιατί αυτός έλεγε τα σόκιν. Ποτά, παγάκια με μεταλλική λαβίδα, καρυδόπιτα σε κομμάτια σαν παστίτσιο. Ζεϊμπέκικο, κύκλος γύρω γύρω, παλαμάκια καθιστά, στην υγειά σου ρε Μητσάκο, Ποια χέρια γίναν, γίνανε σπαθιά Χριστέ και Παναγιά μου, Κι από το στήθος, στήθος μου βαθιά θα κόψουν την, θα κόψουν την καρδιά μου, τώρα που είπα Χριστέ και Παναγιά μου, σε μια γωνία στο ταβάνι είχαμε γύψινο εικονοστάσι με κολωνάκια πλεξούδες. Τα στέφανα των γονιών μου, κάτι ξερά λουλούδια από επιτάφιο και αγιασμό. Τα βράδια πριν κοιμηθούμε γονατίζαμε, Ω Παναγία Δέσποινα και του Χριστού μητέρα σε σένα παραδίνομαι, τη νύχτα και τη μέρα. Να φυλάς τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, την αδερφή μου και όλο τον κόσμο.

    Το γλέντι κρατούσε ως το πρωί. Χέρια ενωμένα κουστούμια και λυμένες γραβάτες γυναίκες ξυπόλητες σε έκσταση με λειωμένη μάσκαρα, έβγαιναν στην αυλή και κύκλωναν το σπίτι. Ένας χορός σαν τελετή των Μάγιας, φωνές και γέλια πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε και μια ελληνική σημαία να κυματίζει…

    Τον μπαμπά μου όμως δεν τον φύλαξε. Φέτος θα γιορτάσει ο Δημήτρης; Όχι.

  • Φλορ μάνατζερ

    Ήμουν μικρή. Όταν λέμε μικρή, μικρή. 75 B. Έχω πάει βιογραφικό και κάποιες μακέτες που είχα κάνει στη σχολή, σε ένα τυπογραφείο στα δυτικά προάστια. Την πήρα τη θέση. Φορούσα μια λευκή ολόσωμη φόρμα. Πολύ κοντά μαλλιά και πορτοκαλί γόβες. Το αφεντικό από την άλλη, χαίτη και σαγιονάρες και σορτσάκι, αφάνελα. “Μην έρθεις με άσπρα αύριο!” Ζητούσε βοηθό γραφίστα. Ήρθε το αύριο. Δεν φορούσα άσπρα. Δεν με ήθελε για βοηθό γραφίστα. Μου έδειξε πώς βάζουμε μελάνι σε ένα παλιό μονόχρωμο geteo, πώς εμφανίζονται οι τσίγκοι, πώς γίνεται το μοντάζ. Πακέτα χαρτιών τα οποία ήταν ασήκωτα και φυσικά βοηθούσα να γίνουν στίβες. Το καφεδάκι το ελληνικό του αφεντικού, “πετάξου να πάρεις την τυρόπιτα του μάστορα,” “μάζεψε τα χαρτιά από το πάτωμα, θέλουμε να είναι το τυπογραφείο καθαρό.” Γραφείο μου τάξανε, γραφείο δεν έβλεπα. Όμως τους έβαλα σε τάξη. Έφτιαξα το χώρο υποδοχής, καταχωρούσα τιμολόγια και φαξ.

    Πέρασαν κάποιοι μήνες. Ενώ ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές, εγώ είχα δώσει στον εαυτό μου έναν τίτλο μάνατζερ. Όταν ερχόταν το φορτηγό έλεγα ακριβώς πού θα μπούνε τα χαρτιά. Ο μάστορας έμαθε να χρησιμοποιεί τον κάδο. Πήραμε και καφετιέρα γαλλικού και το μπος πάταγε το κουμπάκι. Σήκωνα τα τηλέφωνα, έφτιαχνα τα ραντεβού. Έβαζα σε σειρά τις εκτυπώσεις. Όλα εγώ. Χωρίς ένσημα, αλλά το Σάββατο έβγαζε από το σορτσάκι ένα μάτσο χιλιάρικα και μου τα έδινε με την καρδιά του. Εγώ αναστέναζα πίσω από την πλάτη του γραφίστα. Αυτός κούπα με γαλλικό. Αυτός γραφείο που είχα διαλέξει εγώ από το Πλαίσιο, αυτός καινούργιο Μακ. Εγώ με μια Χούβερ που μου αγόρασε ο “εργοδότης”, ρουφούσα τις ξερές λάσπες που άφηναν τα παπούτσια του στη μοκέτα , ενώ στην ουσία του ρουφούσα με τρόπο όλη του την ενέργεια. Εκείνο τον καιρό έφτιαχνε το λεύκωμά ενός γνωστού ζωγράφου. Κοιτούσα από απόσταση. Ήξερα πολύ καλύτερα “κόλπα” από τον Λευτέρη. Έτσι έλεγαν τον γραφίστα. Όταν τον έβλεπα να στίβει το μυαλό του να κατεβάσει ιδέα, άρπαζα τον φραπέ, έκανα πάλι το κόλπο με τη σκούπα. Ρουφούσα τάχα τον αφρό, αλλά τον στέγνωνα από ιδέες. Θα μου πεις γιατί τον είχα βάλει στο μάτι; Γιατί ήμασταν συνάδελφοι, αλλά δούλευε κρυφά όπως βάζαμε την κασετίνα ανοιχτή στο σχολείο, να μην αντιγράψει ο διπλανός. ‌Και ήταν από αυτούς που κωλοβάραγε με ένα ανοιχτό αρχείο για ώρες με ύφος “εγώ κάνω το δημιουργικό”. Και κάπνιζε σε κλειστό χώρο και κατουρούσε γύρω γύρω από τη λεκάνη και δεν σήκωσε ποτέ το καπάκι και δεν σήκωσε ποτέ τα μάτια να με κοιτάξει σαν ίση, μόνο φωνή ήξερε να σηκώνει όταν ρουφούσα τον καφέ.

    Εκείνο το βράδυ ο ζωγράφος είχε κουραστεί. Ζητούσε από τον Λευτέρη μια χρωματική διόρθωση, που εκείνος δεν μπορούσε να κάνει. Ο ζωγράφος φώναζε, ο Λευτέρης κάπνιζε, η νύχτα είχε πέσει για τα καλά, το αφεντικό είχε πέσει στον καναπέ για ύπνο… Άφησα τη σκούπα. Έπλυνα τα χέρια μου. Λέω, θα το κάνω εγώ! Ο ζωγράφος γέλασε. Του λέω γελάστε όσο θέλετε. Σε λίγο όλοι θα πάμε σπίτια μας. Με μοναδική ακρίβεια διόρθωσα το χρώμα σε έξι πίνακες. Εκείνος μου έδωσε ένα φιλί. Πέταξε και ένα λαϊκό “άρε Λευτέρη μου τα ζάλισες τόσο καιρό και η μικρή το έκανε σε μισή ώρα.” Είπαμε κάτι καληνύχτες, ο Λευτέρης δηλαδή δεν είπε. Το άλλο πρωί ο ζωγράφος απαίτησε στο αφεντικό να συνεχίσω εγώ τη δουλειά, αλλιώς θα πήγαινε αλλού. Καθόμουν στο γραφείο για δυο-τρεις ώρες. Μετά πάλι μελάνια, Χούβερ, μουντζούρες, ένα Μάλμπορο σκληρό και μια τυρόπιτα σφολιάτα. ‌Μου έδωσε την απογευματινή βάρδια. Απέκτησα πελατεία. Έκανα μακέτες. Έκανα PR. Έκλεινα συμφωνίες. Ένσημα. Μισθός κανονικού γραφίστα. Ντύσιμο γραφείου. Ο Λευτεράκης δηλώνει παραίτηση. Πρωινάδικο εγώ, 9-5. Μόλις τελείωνα τα σχέδια, πάντα βοηθούσα στην παραγωγή. Όχι γιατί μου το ζητούσαν. Γιατί μου άρεσε. Γιατί έτσι έμαθα. Να δουλεύει και το μυαλό και τα χέρια. Γιατί θέλαμε το τυπογραφείο να είναι καθαρό.

    Και ήταν όλοι άντρες εκεί. Και ρωτούσαν ποιος κάνει τις μακέτες; Και έλεγαν, η Ελένη. Και ο χορός ρωτούσε ποια Ελένη…

  • Μπόουν κολέκτορ

    ― Πόσο θα μας πάει;
    ― Γύρω στα διακόσα.

    Δώσανε τα χέρια. Την δουλειά θα την έκανε ένα ζευγάρι. Αυτή σε ρόλο μπόουν κολέκτορ, αυτός σε ρόλο φτυαρίστα. Εμείς θεατές, πεντέξι όλοι κι όλοι.

    Ο τύπος άρχισε να γκρεμίζει.

    Πήγα σε ΤΕΙ Πολιτικών Έργων Υποδομής. Αργότερα έκανα διακόσμηση και γραφιστική. Είχα βοηθήσει στο σχεδιασμό του πέτρινου τάφου. Είχα και ευθύνη. Μεγάλο λάθος, στην κατασκευή. Τι την θέλατε την πέτρα; Τα μάρμαρα χαλάνε μπαμ μπαμ. Χτύπαγε, έσκαβε, μουρμούριζε, ίδρωνε, βογκούσε. Μπετόβεργες.
    ― Πώς θα τις βγάλω ρε παιδιά αυτές;
    ― Σπάσε λίγο από δίπλα
    (είπα δειλά) μόνο πάψε, να χαρείς…

    Κοιτούσα με αγωνία. Προετοίμαζα λίγο τα λόγια που θα του πω. Τίποτα. Δεν είχε και νόημα να σου πω. Σε άλλη περίπτωση θα έλεγα “γαμώ το Θεό σας” τώρα ούτε αυτό θέλω.
    ― Φτάσαμε λέει, ακούμπησε το φτυάρι δίπλα. Η σειρά της κοπέλας να μπει στο λάκκο. “Μπαμπά λέω δεν έχω νέα. Μόνο να σου πω πως η ελιά που είχαμε πενήντα χρόνια στην αυλή, αυτή που με κρατάς στα πόδια σου στη φωτογραφία, αρρώστησε. Πέθανε κι αυτή μπαμπά. Την κόψαμε. Κράτησα δύο ξύλα να φτιάξω ένα σκαμνί για το παιδί.” Δεν ένιωσα φόβο. Η διαδικασία τελείωσε.
    ― Καθαρή ψυχή ο πατέρας σου κορίτσι μου. Τα κόκαλα είναι καθαρά και χωρίς μυρωδιές. (Πούλα μας και συ λίγο παράδεισο…)

    Τα οστά πλύθηκαν με τρυλέτ και χλωρίνη. Στέγνωσαν τοποθετημένα από το μικρότερο στο μεγαλύτερο. Δύο φορές άπλωσα το χέρι να πάρω κρυφά ένα κομμάτι δάχτυλο. Έτσι να το κρατήσω. Τι να το κάνεις ρε βλάκα; Χάιδεψα το κρανίο. Έπιασε δυνατή βροχή.

    Η μαύρη DKNY γραβάτα έμεινε ατόφια. Η σύνθεση στην ετικέτα έγραφε all cotton. Ψέμα παντού ρε φίλε…

  • Σάββατο βράδυ στην Αίγλη

    Θερινό σινεμά στην Αίγλη Ζαππείου. Λάθος μέρα. Έκθεση βιβλίου που πρέπει να διασχίσουμε. Λάθος μέρα. Συναυλία με ήχο που τρυπάει τα τύμπανα. Λάθος μέρα. Πολύχρωμες εκρήξεις βεγγαλικών στον ουρανό μας. Λάθος μέρα. Μετρ απολογούνται σε ασύρματα ακουστικά πως δεν υπάρχει τίποτα διαθέσιμο απόψε. Παντού η ανθρώπινη αίγλη.

    Ο έτσι μόλις βρεθεί σε παρέα πάνω από έξι άτομα χρειάζεται χαρτοσακούλα για ανάσες. Εγώ είμαι σούπερ ήρωας, με βάζω σε γυάλινη κάψουλα, αδιαφορώ για το τι συμβαίνει γύρω. Μια φορά προσπάθησα να τον στριμώξω δίπλα μου, αλλά πήγε να μου πεθάνει. ‌Πλαν b. Του μιλάω ασταμάτητα. Προχωράω με ρυθμό βάδην προπόνησης, εκείνος ακολουθεί, τα βήματα βέβαια και τα λεγόμενα μου μάλλον τον εκνευρίζουν όσο ο κόσμος, αλλά περάσαμε από τη βουή και σταθήκαμε στην ουρά. Η ταινία του Γούντι Άλεν. Έχει το κοινό του αυτός. Για τους λάτρεις της απλότητας στο χιούμορ… Όμως λάθος ημέρα. Σάββατο. Αφού πέρασαν δυο τέταρτα της ώρας και οι φλέβες στα κουτουπιέ ήταν μωβ στα περισσότερα γυναικεία πόδια, φτάσαμε στο ταμείο και μας είπαν ότι δεν υπάρχουν διπλανές θέσεις αλλά σκόρπιες. ‌Ο έτσι με κοίταξε με το γνωστό βλέμμα αν ξαναβγώ εγώ Σάββατο να μην με λένε Θανάση. Εγώ πήρα τα εισιτήρια μπήκα στην αυλή. Αίγλη κι κει. Μάρμαρα και προσεγμένη πρασινάδα και φωτισμός τόσο όσος και θέσεις σκόρπιες, μία μπροστά μία πίσω. Που άμα το ξέραμε έτσι θα πηγαίναμε στο λούνα παρκ στο παιδικό τρενάκι. Αλλά βολευτήκαμε στην αίγλη της κυπαρισσί καρέκλας σκηνοθέτη. ‌Ενώ τα προσεχώς σου τρυπούσαν τα μελίγγια. Και η διαφήμιση του Ικέα με πιασάρικο κομμάτι. Γύρισα πίσω. Λέω μόνο με τα χείλια, Κόκα κόλα και ποπ κορν. ‌Μου δείχνει άλλη μία ουρά, αλλά είχε να με δει ένα μήνα. Επιστρέφει με το χάρτινο κουτί σαν το σκιπ 72 μεζούρες. Πώς θα τα μοιραστούμε. Πώς θα του κρατάω το χέρι μόλις σβήσει το φως. Πώς θα του ψιθυρίζω στο αυτί πονηριές όσο βλέπει την ταινία, πώς θα δω αν γελάμε με τις ίδιες ατάκες, πώς θα με μυρίζει στο λαιμό στο μπρος πίσω; ‌

    Τίτλοι έναρξης, εμείς δεν χάσαμε τη διάθεση, με πείραζε σαν να καθόταν στο πίσω θρανίο, εγώ απαντούσα βάζοντας το χέρι πίσω… Ενώ φανερά ενοχλημένος ο μπροστινός είπε ένα μακρόσυρτο σσσσσσσσ. ‌Και συνέχισε λέγοντας μου: ‌”Μήπως κυρία μου σας ενοχλεί η ταινία;” ‌”Δεν έχει αρχίσει η ταινία, θέλετε να κάνω ησυχία για τους τίτλους αρχής;” ‌”Θέλω να ακούσω τη μουσική” είπε αγριεμένος. Ενώ μπαμ μπουμ τα βεγγαλικά, κρουστά από τη συναυλία, γέλια και μουρμουρητά γύρω γύρω… Αυτόν τον ενοχλούσα εγώ.

    Η ταινία άρχισε. Έτρωγε χοτ ντογκ με μουστάρδα και κέτσαπ. Όταν λέρωνε τα δάχτυλα ρουφούσε σαν να τρώει σαλιγκάρια. ‌Ο έτσι είχε έρθει πολύ κοντά στην πλάτη μου. Ακουμπούσα το κεφάλι μου πίσω, δίπλα στο λαιμό του. Δεν κάναμε φασαρία. ‌Βλέπαμε το πολύ κομψό και ευχάριστο «Μια Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη». ‌Κραγιόν ανεξίτηλα, κολωνάτα ποτήρια, αρώματα και βραδυνά χτενίσματα, γόβες στιλέτα σκονισμένα από τα χαλίκια. ‌Τον μπροστινό τον πήρε ο ύπνος.

  • Ταξίδια με το ΚΤΕΛ

    Μια γκρίνια από όσους πέφτουν στην ανάγκη του.

    Εξυπηρετούν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο σαν ξενοδοχεία ημιδιαμονής. Με την ίδια αισθητική. Έντονα χρώματα, κουρτίνες από διάτρητο ύφασμα, αρωματικό χώρου που θυμίζει καθαριστικό πατώματος. Μοκέτες και ταπετσαρία όλο το χρόνο. 25 ευρώ για τέσσερις ώρες διαδρομή. Στο μέρος που ακουμπάνε τα κορμιά υπάρχει βελούδο. Πόσοι άνθρωποι ίδρωσαν εκεί, πόσες μυρωδιές από τα σώματα. Λεκέδες που δεν βλέπει πια το μάτι.

    Εκεί που όλα είναι υπό έλεγχο, ένα απότομο φρένο. Μια απότομη γκαζιά. Ο καφές που πετάχτηκε και τα λέρωσε όλα. Τα αμήχανα γέλια μετά, ή μια ντροπαλή φωνή να λέει συγγνώμη. Η αίθουσα κλιματίζεται. Η ένταση του ερκοντίσιον είναι πάντα στο φουλ. Αν είναι καλοκαίρι θα παγώσει η πλάτη σα να σε φυσάει βοριάς σε κατάστρωμα πλοίου, αν είναι χειμώνας θα νιώθεις ασφυξία σαν να είσαι κοντά στις μηχανές του.

    Στο πίσω κάθισμα ένα παιδάκι που τρώει πατατάκια. Είπε “κι άλλο!” Φωνή δυνατή, απαιτητική. Δίπλα στο 108, εραστές. Είπε “κι άλλο!” Φωνή δυνατή, πόθος. Μια εικόνα του Χριστού πάνω από τον οδηγό. Ένας Χριστός κουνιέται στον λαιμό του σε δερμάτινο κορδόνι. Ακούγονται φωνές. Ψίθυροι. Ανάσες. Τα αλάρμ έχουν δικό τους ήχο. Μας έπιασε φανάρι. Στάση. Μπαίνουν και βγαίνουν συνέχεια. Ανεβαίνουν και κατεβαίνουν. Αναπτήρας μπικ μικρός. Καρέλια κασετίνα. Τσιγάρο. Στο ταβάνι έχει πλαστικό κισσό. Στο ταμπλό μια ψεύτικη ορχιδέα. Το χέρι του στο ράδιο, δυναμώνει το βόλιουμ …”αφού όλα αρχίσανε στραβά, μια αγάπη στο ντουνιά κατάντησε ζημιά.” Από πάνω ακούγονται κάτι χαστούκια και μετά κλάματα. “…πες μου τι σου έκανα η τρελή και γίνομαι χαλί, χαλί να με πατάς.”

    Μπροστά κάθονται φοιτητές. Φοράνε ακουστικά. Κοιτάζουν αδιάφορα. Της κρατάει τα γυμνά πέλματα. Το παιδάκι πίνει πορτοκαλάδα. Φυσάει προς τα έξω. Κάνει μπουρμπουλήθρες, όπως το ξεχασμένο τζακούζι στον τρίτο. Η τηλεόραση παίζει ένα έργο. Άλλοι θέλουν να κοιτάζουν, άλλοι μόνο να ακούν, άλλοι δεν πήραν καν το κοντρόλ από τη ρεσεψιόν. Αν και γνωρίζεις την διαδρομή με κλειστά μάτια, ποτέ κανένα ταξίδι δεν σε έβγαλε στο ίδιο μέρος.

    Λίγο πριν φτάσουμε στην Αθήνα στη γέφυρα της Βαρυμπόμπης. Μια τεράστια αφίσα του Θάνου Πετρέλη με δείχνει… Πάντα υπάρχει ένα δάχτυλο να σε δείξει. Κάθε που θα μπαίνεις, για μικρά η μεγάλα ταξίδια.

  • Το πατρικό

    Ένα σπίτι που έζησε μεγάλο έρωτα. Πριν καν επιπλωθεί πλήρως, κλάματα μωρού έκαναν αντίλαλο. Παιχνίδια και ακαταστασία. Γλέντια. Τα καλά σερβίτσια αντικαταστάθηκαν πολλές φορές. Τίποτα δεν γλίτωνε από το διαολεμένο κέφι της οικογένειας. Στο οικόπεδο δίπλα είχαν ξυλεία οικοδομής, περιβόλι και περιστερώνα. Τα παράθυρα παλιά, με γρίλιες. Οι κουρτίνες πάντα κουνιόντουσαν, και ας ήταν κλειστά.

    Σκοτώθηκε ένας από εμάς. Το σπίτι μαύρισε. Σκεπάσανε καθρέφτες. Η μουσική σώπασε. Τα πιάτα είναι μόνο για φαΐ. Άχρηστα. Δεν πάει μπουκιά κάτω. Για χρόνια. Ξημερώνει Κυριακή, μην μου λυπάσαι… Ήρθαν αριστεία. Απολυτήρια. Πτυχία. Μπήκε χρώμα. Τα παιδιά είναι γυναίκες. Έφεραν στο σπίτι πάλι τον έρωτα. Τα άστρωτα κρεβάτια. Τα ρούχα στο πάτωμα. Το κουτί που βρήκε στο συρτάρι η μαμά, δεν είχε χένα για τα μαλλιά. Αυτά τα κλαπατζίμπαλα που ακούτε απο κλειστές πόρτες, είναι τζαζ. Τα πνιχτά γέλια, είναι μεθύσια και ιδρωμένα φιλιά.

    Ήρθε η ώρα να φύγετε απο το σπίτι… Έβαλαν παράθυρα europa, μόνωση. Και πραξικόπημα να γίνει, δεν θα πάρουν χαμπάρι. Όλα τακτοποιημένα. Μυρίζει white musk. Δεν κυματίζουν κουρτίνες. Κανένα κρεβάτι δεν τρίζει τη νύχτα. Κανείς δεν πηδάει από το παράθυρο γιατί ξέχασε τα κλειδιά. Το δωμάτιο των κοριτσιών έγινε σαλόνι. Ένα χαλί απάτητο. Έφυγε κι άλλος από το σαρβάιβορ. Έμειναν πίσω τρεις. Μέχρι να μοιραστούν οι προμήθειες, το δρεπάνι πήρε κι άλλον. Έμειναν δύο… Κρατάνε τηλεκοντρόλ. Μιλάνε λίγο. Προσέχουν το σπίτι. Τρίβουν τους αρμούς. Γυαλίζουν τα μπρούτζινα. Κλαδεύουν τα φυτά. Καθαρίζουν τα τζάμια. Βάζουν μπουγάδες. Παντού λουκέτα και συναγερμοί, να προστατεύουν τις στιγμές. Αυτά που άκουσαν οι τοίχοι με τα αυτιά τους, αυτά που είδαν οι καθρέφτες με τα μάτια τους.

  • Greyscale

    ― Θέλεις φρούτο;
    ― Καρπούζι;
    ― Aχά.
    ― Δεν θέλω. Ξέρεις βαρέθηκα. Και το καρπούζι, και τις ταράτσες, και τις αυλές, και τα ντενεκέδια με τα γεράνια, και όλο το βίντατζ που τρώμε στη μάπα, και καλά είμαστε πια πρωταθλητές, έρχονται άλλες εποχές, και εμένα βαρέθηκα και τις εμμονές μου και το παρελθόν μου και το αύριο. Σαν τον Μορίς Ρονέ, στην φλόγα που τρεμοσβήνει, θυμάσαι;
    Και εκείνη κάτι θυμήθηκε.
    Τα έκανε όλα greyscale, πέταξε φλοράλ και φλούο νύχια.
    Βυθίστηκε στο μαύρο του.
    Από γαλλικά, ήξερε μόνο τα φιλιά και τον πληθυντικό ευγενείας.
    Κάπως έτσι όμως τον κράτησε ζωντανό άλλη μια μέρα.
  • Ειδήσεις

    ―Τι ώρα είναι;
    ―12 και 27.
    ―Στη μία έχει ειδήσεις. Μην τις χάσουμε.
    Κάθε δυο-τρία λεπτά, ρωτούσε ο ένας τον άλλον την ώρα.
    ―Το ρολόι της κουζίνας τι λέει;
    ―Kαι 32 ρε παππού!
    ―Eντάξει, καλά, πάω.

    Φορούσε ένα μαύρο Casio με πλαστικό λουράκι και λευκό καντράν.
    ―Πόσο άντεξε η μπαταρία αυτή τη φορά;
    ―Πάνω από εννέα μήνες!
    ―Μου έβαλε πολύ καλή ο κερατάς.
    Έλεγε και γελούσαν και τα μάτια του.
    Το ’99 στο σεισμό το ρολόι του έδειχνε 14.59.
    ―Τα βλέπεις; Δεν χάνει καθόλου!

    Έπρεπε να κάνει εγχείρηση προστάτη. Πήγαμε μαζί στο Γενικό της Χαλκίδας. Στο χειρουργείο του το έβγαλαν. Όταν ξύπνησε από την νάρκωση, το ρολόι έλειπε.
    ―Πόσο έμεινα μέσα; Τι ώρα είναι τώρα; Πήγαινε βρες το!
    Ήταν εκτός εαυτού. Φώναζε στους γιατρούς.
    ―Να μου βρείτε το ρολόι!
    Ήταν κρίση πανικού, είπαν. Του πήραμε άλλο. Δεν του γέμισε ποτέ το μάτι. Η μια τρύπα τον στενεύει, στην άλλη γυρνάει σαν βραχιόλι. Του κάνει έκζεμα. Τα νούμερα είναι μικρά. Κάθε που βλέπει την ώρα, το βγάζει, το πετάει δίπλα.

    Tρία χρόνια μετά. Καταρράκτης. Πάμε πάλι Χαλκίδα. Μια χαρά ήταν οι γιατροί εκεί. ‌Όσο είναι μέσα, κάνω μια βόλτα στο τμήμα απολεσθέντων. Ένα γαλάζιο διάφανο σακουλάκι. Λούκας Γ. Δεν πιστεύω ότι το βρήκα. ‌Τον έφεραν στο δωμάτιο. Το ένα μάτι κλειστό με γάζα. ‌
    ―Πόση ώρα σε πασπατέψανε;
    ―Δεν ξέρω. Καμιά ώρα σίγουρα. ‌
    Του λέω “τάξε μου” !
    ―Πονάω πολύ. ‌
    (Βγάζω το σακουλάκι.) ‌
    ―Το βρήκες ρε θηρίο; ‌
    Έπεσα στο κρεβάτι του, κλαίγαμε και γελούσαμε δυνατά. ‌
    ―Φόρεσέ το μου! ‌12.29 …σε λίγο έχει ειδήσεις! ‌

    Εχθές κάναμε την εκταφή. Λάσπες. ‌Ρίζες από σκίνα. Κόκαλα με σάπια σάρκα και κολλημένα συνθετικά πανιά. ‌Ένα κομμάτι μακρύ. Σκοροφαγωμένο. Το Casio άθικτο χορεύει. Έχει υγρασία το τζαμάκι. Δείχνει 2.20. ‌

    Τέλειωσαν οι ειδήσεις Λούη.

  • Το συρτάρι

    Εδώ μέσα μόνον εγώ λείπω. Αλλά ξέρω τι έχει, με κλειστά μάτια. Θα μου πεις γιατί δεν το αδειάζω. Γιατί δεν τα πετάω. Γιατί για μένα, αυτή η σαβούρα είναι ημερολόγιο.
    Το τελευταίο λοιπόν συρτάρι ανοίγει με δυσκολία. Έχει ένσημα παλιά, σαν συλλογή από γραμματόσημα, ένα καλτσάκι του ανιψιού μου που το είχα για θήκη στο κινητό, μια φωτογραφία μου τόπλες από διακοπές το ’04, έναν σταυρό από καλάμι που έφτιαξε η γιαγιά για τη γλωσσοφαγιά, μια πέτρα σε σχήμα καρδιάς που πάντα ήθελα να την κάνω κάτι, κάρτες μου επαγγελματικές, ένα γράμμα που μιλούσε για χωρισμό, εισιτήρια από θέατρα, συναυλίες και σινεμά, μια κασέτα κάμερας με σκισμένο χαρτάκι, συνταγή για κουλουράκια με τα γράμματα του μπαμπά.
    Τα πατίκωσα πάλι όλα και το έκλεισα.
    Πάντα όμως μοιάζει μισάνοιχτο.
  • Ένα σύννεφο κύκνων

    Στην απόλυτη ερημιά και στα χαλίκια, προσγειώθηκαν. Κατάλευκα φορέματα και ξανθά μαλλιά. Σουηδοί. Ο Κοσμάς που έχει γυναίκα Σουηδέζα μου είπε “άνθρωποι φοβισμένοι για καλημέρα και αγκαλιά”. Από απόσταση λοιπόν. Δέρματα σαν λευκό σαπούνι. Ολόσωμα μαγιό και μια βαβούρα από άγνωστες λέξεις, άγνωστες στον αέρα. Ήταν προτεστάντες. Ήρθαν εδώ για μια βάφτιση. Ιερέας γυναίκα. Μίλησε για κάθαρση και πληγές. Πολλά κορίτσια μέσα στο νερό με τα λευκά φουστάνια. Δεν ξέρω ποιος μπορούσε να σκεφτεί το Θεό εκείνη την ώρα. Τα πανιά από λινό στο νερό, έγιναν γάζες, τύλιξαν τα τραύματα των ψυχών τους και αποκάλυψαν αγαλματένια σώματα. Βοηθάει πολύ και το μέρος. Όλα τόσο μίνιμαλ και δεν είμαστε σε ταινία του Έστλουντ. Μετά από λίγο έχοντας μέσα τους την ευλογία, κορίτσια και αγόρια, κάθησαν στα ρηχά. Κανένας δεν ανοίχτηκε για κολύμπι. Μας χάρισαν φιλιά και χάδια μέσα στο φως.

    Οι κύκνοι πάνε πάντα ζευγάρια. Ο Θεός μας θέλει σε ομάδες.