Author: Ελένη Σούμμα

  • Γοργόνες και Μπάτμεν

    Εδώ και χρόνια σταμάτησε να είναι η ψυχή του πάρτυ. Όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά να, ας έκανε άλλη τη βρωμοδουλειά. Εξυπνάδες και γέλια και πειράγματα και σφηνάκια όσα χωράει ο δίσκος, και χορό από Λαμπάντα και Μακαρένα μέχρι Τα μαύρα μάτια σου. Και δωδεκάποντα και πέρα-δώθε και τα σκαμπό τόσο άβολα στο ανέβα-κατέβα σα να σε βαστάνε να καβαλήσεις γαϊδούρι στη Σαντορίνη.

    Αυτή τη χρονιά είχε σκεφτεί κάτι ήσυχο. Μια στολή γοργόνας. Τουλάχιστον γλίτωσε τα τακούνια. Θα βγάλει τα δυνατά της να εντυπωσιάσει. Η ουρά με γκλίτερ και το λέπι να είναι αρκετά μεγάλο και ενοχλητικό, όμως ούτε χαλάρωση ούτε κυτταρίτιδα, και μια μεσούλα δαχτυλίδι, όμως ― ουπς δεν στέκεται στη μεσούλα. Φοράνε μωρέ ψηλοκάβαλα οι γοργόνες; Η ουρά κάθεται στην τομή κι αφήνει και πίσω ακάλυπτες τις δυο λακουβίτσες πανω απ’ το κωλί και μια λακουβίτσα στον αφαλό και ανεβαίνουμε σιγά-σιγά στα δύο μπαλονάκια που θα κρυφτούν με κοχύλια. Μπροστά σε ένα καθρέφτη σκέφτεται πόσο πιο εύκολο θα ήταν να τα καλύψει με δυο καβούκια χελώνας ή ακόμα πιο κίνκυ με αποξηραμένους σκαντζόχοιρους, όμως θα ήταν εκτός κόνσεπτ. Να βάλει ένα σουτιέν; Να λένε ότι ζήλεψε τη Μπάρμπι; Να λένε ότι το παίζει Μαντόνα που ο υπόλοιπος κορσές ήταν στα άπλυτα και φόρεσε ό,τι βρήκε; Ευτυχώς που πιάνουν τα χέρια της και με δυο χάρτινα μπολάκια έγινε η δουλειά. Συνθετικό μαλλί πλούσιο που ηλεκτρίζει και κολλάει και το τρως, αλλά λεπτομέρειες…

    Τα προβληματάκια σκάνε σιγά-σιγά. Tο πάρτυ άρχιζε στις 12 τα μεσάνυχτα. Και σε ρωτάω, πώς φτάνεις σε ένα πάρτυ χωρίς πόδια; Αν πρέπει να τη μεταφέρει ο καλός της, σίγουρα μετά θα χρειαστεί κι αυτός μεταφορά, και δεν είναι τώρα καιρός για κήλη. Ο κολλητός είναι σε καροτσάκι εδώ και καιρό, μετά από τροχαίο. Πήρε καινούργιο μηχανικό. Το παλιό είναι διαθέσιμο. Να πάει σε πάρτυ υπέρλαμπρη γοργόνα με καροτσάκι; Γιατί δεν ντυθηκε Tομ Κρουζ στο Γεννημένος 4η Ιουλίου; Να βάλει κάτι άλλο και να φορέσει την ουρά εκεί. Ναι, μόνον έτσι.

    Έφτασε στο πάρτυ νωρίτερα, σχεδόν πρώτη απ’ όλους. Βρίσκει βίντατζ καναπέ, βελουτέ, ό,τι πρέπει. Κάθεται, βολεύεται, βγάζει γρήγορα το κολάν, χαμογελάει στα γκαρσόνια, κάνει και νόημα σε μια κοπελίτσα να την βοηθήσει. Ο ιδρώτας ποτάμι, το καουτσούκ σαν στολή κατάδυσης, δεν ανεβαίνει, αυτή κουνιέται, από μακριά μοιάζει να σπαρταράει, έχει μπει εντελώς στο πετσί του ρόλου. Μπαίνει και η γαμο-ουρά. Ο τύπος που επιλέγει τη μουσική το ξεκινάει κάπως σαν τους γάμους που όσο τρώνε παίζει Ρέμο και Μαραβέγια και τα χάρτινα μπολάκια μαλακώνουν και τα λέπια δεν κάθονται ήσυχα στο βελούδο και τα μπούτια ενωμένα όπως οι θεραπείες στα Πρίνου.

    Ο κόσμος αρχίζει να έρχεται. Όπως και τα πειράγματα. Κάτι κουνήματα ξεψυχισμεένα στην ουρά αφού οι κάτω κοιλιακοί καίνε και σκάει το πτερύγιο και γδέρνει πεταλούδες και νεραϊδούλες και νοσοκόμες και πειρατές. Γύρω από τον καναπέ της, κανείς. Εκτός από τον τύπο που δεν είναι μασκαράς. Έχει πάει με το κοστούμι. Και αντί να έχει η γοργόνα καμάκι για ώρα ανάγκης, έχει αυτός. Και όποτε έχει κουράγιο κουνάει την ουρά, αλλά αυτός αντί να φύγει της λέει Ουάου. Πώς το ‘κανε αυτό. Η ζουμερή γοργόνα τού ζητάει συνέχεια ποτά. Εκείνος φέρνει και φέρνει ελπίζοντας να κολυμπήσει στο βυθό της. Εκείνη όμως ζει το δράμα. Μουδιάζει ο κώλος, κράμπες στους μηρούς από τα κούνηματα, τα πρώτα γέλια από το οινόπνευμα, “Αλκοολικές οι νύχτες” ον ντεκς, σερπαντίνες και κόρνες σε σπρέι. Η γραβάτα έχει λυθεί και με το στόμα τής λέει Τι μωρό είσαι εσύ και την πασπατεύει στα κατωπόδαρα κι εκείνη αν και εξαντλημένη κουνάει ακόμα την ουρά, όμως ο καναπές έχει γεμίσει.

    Άλλοι ακουμπάνε, άλλοι αφήνουν παλτά ο ντιτζέι σίγουρα ήρθε από Λιβαδειά, παίζει το Πώς το τρίβουν το πιπέρι, κανείς δεν κοιτάει κανέναν, όλοι έχουν πιεί, κι η γοργόνα κατουριέται. Έχει γεμίσει η κύστη πιο πολύ απ’ τον καναπέ, δεν μπορεί να σκεφτεί άλλη λύση, λέει στον πέφτουλα “γδύσε με”, αυτός ορμάει στα ψεύτικα κοχύλια όμως αυτή του λέει “παρακάτω απ’ τον αφαλό πιο κάτω” και τα χέρια του τρέμουνε και η γοργόνα κρατάει με τα δυο χέρια το βρακί και ο άλλος σα να την ξεγεννάει έχει σηκώσει μανίκια και τραβάει με δύναμη και λίγο-λίγο το λάστιχο βγαίνει και ο τύπος σουρωμένος όσο δεν πάει πίνει μονοκοπανιά το υπόλοιπο ουίσκι και σωριάζεται. Η γοργόνα είναι πλέον μια ημίγυμνη Καίτη χωρίς ουρά που ψάχνει το κολάν της και μόλις το φοράει σηκώνεται επιτέλους όρθια και βγαίνει έξω και κατουράει με κλειστά μάτια σχεδόν όρθια στη ρόδα ενός μαύρου γυαλιστερού κάμπριο ενώ την πλησιάζει ένας Μπάτμαν, που αυτό σίγουρα ήταν το αμάξι του…

    Φεύγει με το Μπάτμομπιλ.

  • Η μηχανή του χρόνου

    Στο σπίτι μας μέχρι πριν λίγο δεν είχαμε τηλεόραση. Δηλαδή θα το πω, αν το αντέχεις, είχαμε λοιπόν μια τηλεόραση την ομορφότερη πλάσμα του κόσμου, χωρίς δέκτη και αποκωδικοποιητή. Βλέπαμε ταινίες, ναι αν το αντέχεις, νοικιασμένες απο το βιντεοκλάμπ. Με υπότιτλους ελληνικούς και συγχρονισμένους και τα προσεχώς στην αρχή και ωραίος ήχος και εικόνα χωρίς μυγάκια.

    Τα νέα τα σοβαρά τα μαθαίναμε μια χαρά από τη γιαγιά μου. Στον καφέ μού έλεγε κάθε κίνηση του Ερντογάν και κλαίγαμε για κάθε σίλβερ αλέρτ τον νεότατο φουκαρά που την ημέρα που εξαφανίστηκε φορούσε φόρμα αθλητική κυπαρισσί, μαύρο σακάκι μπλέιζερ, καφέ παντόφλες και η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο και τώρα με την δεξιά να προσέχω το σπίτι, άσχημα τα μαντάτα για την πρώτη κατοικία, και από το διαδίκτυο φυσικά τα πιο ασήμαντα νέα.

    Αρχίσαμε να έχουμε πρεσβυωπία. Λέμε ας πάρουμε μια μεγαλύτερη. Μου λέει ο κολλητός, να βρεις μεταχειρισμένη. Μια χαρά, λέω. Έψαξα στις αγγελίες, βρήκα μια σαν τη μπαλκονόπορτα σε καλή τιμή. Πάμε να την παραλάβουμε. Γιατρός από το Χαλάνδρι. Μένει σε ένα σπιτάκι κουκλίστικο χτισμένο σε ταράτσα. Διακόσμηση τύπου ικέα. Κάδρα με ξερόκλαδα, βαζάκια με αρωματικά λάδια και ξυλάκια. Καναπές δερμάτινος μαύρος, τύπου “ίντερβιου” και σε μικρή απόσταση η τιβί που σε λίγο θα γίνει δικιά μου. Ο ντοτόρος έκανε τη Μενεγάκη στον «Τροχό της Τύχης». Μου έδειχνε, μου εξηγούσε. Την άναβε, την έσβηνε, με έβαζε στο ίντερνετ. Εγώ αραχτή στον καναπέ ήθελα να τον χτυπήσω στην πλάτη να του πω “μαλάκα, γιατί την πουλάς;” Αφού είχα βαρεθεί αρκετά, είπα κομψά, Την τηλεόραση γιατί την πουλάτε, βρήκατε καμιά απο τα Βίλατζ Σίνεμας; Όχι είπε, θέλει η κοπέλα μου μεγαλύτερη. Σκέφτηκα από μέσα μου, #διπλής. Αλλά δεν ήθελα να τον πληγώσω. Έκανα νόημα στον άνθρωπο, πάρ’ την. Ζήτησα και καλύτερη τιμή, αλλά αυτά, λέει, τα λες από πριν.

    Κατεβήκαμε στριμωχτά τη σιδερένια σκάλα. Στο αυτοκίνητο χωρούσε δε χωρούσε. Τη φέραμε στο σπίτι. Έκοβε και το φως στο σαλόνι. Έκρυβε τη μισή τζαμαρία. Τη ρυθμίσαμε, βάλαμε και κανάλια. Άρχισε να παίζει. Εγώ δεν είχα αγοράσει τηλεόραση. Είχα αγοράσει τη μηχανή του χρόνου. Έπαιζε το Κολοκοτρωνίτσι…

  • Araxova and dry bread

    Έχουν πέσει χιόνια. Είναι μαστ προορισμός. Οι δυο ώρες διαδρομής μπορεί να γίνουν και τρεις απο την κίνηση, ωχ αδερφέ μου για διασκέδαση πάμε κόψε τη γκρίνια. Και φτάνεις. Και είσαι γυναίκα τούμπανο και φοράς στενό δερμάτινο παντελόνι και συνθετική γούνα και γόβες και πρόλαβες να βάλεις και λίγο υλικό στα χείλια να κάνεις το κομμάτι σου και είσαι άντρας και φοράς φόρμα στενή στη γάμπα με στραβή ραφή και η κάλτσα η άσπρη η αθλητικιά είναι πάλι τρέντι και δεν μιλάω για το μούσι #διπλής. Αφήνεις βαλίτσες στον ξενώνα και το μέικ απ αρχίζει και κάνει σταγονίτσες από τον ιδρώτα κι εσύ αγόρι που φοράς ζιβάγκο κάνεις τώρα σάουνα γιατί εδώ τον σέβονται τον επισκέπτη και ο θερμοστάτης λέει 20 βαθμούς. Ζέστη πολλή αλλά δεν σε νοιάζει. Θα βγεις αμέσως, γιατί μπορεί η διαδρομή να είναι μικρή αλλά είναι η ώρα να τσιμπήσεις. Και αναμονή στην ταβέρνα μεγαλύτερη από αυτή για ξαπλώστρα τον Αύγουστο. Και ένα τραπεζάκι για δύο μόλις άδειασε αλλά είναι κοντά στο wc αλλά τι σε νοιάζει μωρέ, θα το αγοράσεις; Και το μενού με το σκληρό εξώφυλλο και τα διάφανα τα φύλλα σαν εργασία στην β΄ γυμνασίου έφτασε. Και το μικρό γκαρσόνι βάζει χάρτινο τραπεζομάντιλο και πλαστικά στηρίγματα και ακουμπάει και βυζάκι από το τούμπανο και χάνεται πάλι στην κουζίνα, ενώ το αρχιγκαρσόνι απαγγέλει τα της ώρας και αφού έχει πει παπαγαλία τα πιάτα, λέει με θλιμμένο βλέμμα και κάπως απολογητικό “κοντοσούβλι, κοκορέτσι τέλος” και το αγόρι τον κοιτάζει με ύφος, γάμησέ μας ρε μάστορα ήρθαμε για λίγο άντερο και μας γειώνεις έτσι, και παραγγέλνουν 2 χοιρινές και χωριάτικη και σαγαν… Σαγανάκι τέλος! Και φέρε και μισό κιλό κρασί και μια κοακόλα ζίρο για το κορίτσι που πίνει με τα καινούργια χειλάκια το κρασί και νομίζεις ότι θα μείνει εκεί το ποτήρι σαν μάσκα αναισθησίας. Και τρώνε στο τσάκα τσάκα να μην τα ματιάσω χωρίς γλύκες και τσαχπινιές και γειά μας. Και σε άδεια πιάτα μια γεμάτη αγκαλιά από το αρχιγκαρσόνι. Τους κρατάει από τις πλάτες και ρίχνει την ερώτηση είμαστε εντάξει, να φέρω το γλυκάκι; Και με τις οδοντογλειφίδες στο στόμα έρχεται και το γλυκάκι γιαούρτι με κυδώνι που ανακατεύεται με την τσίκνα της χοιρινής και το κρασάκι που ήταν “δικό τους” και φεύγουν για τον ξενώνα και το τουμπανάκι ρεύεται τη ζίρο και το αγόρι χαϊδεύει κοιλίτσα και ρίχνει ματιές όλο υπόσχεση. Και φεύγουν ζιβάγκα και δερμάτινα παντελόνια και αρχίζουν οι αγκαλιές στα ζεστά και ένα γαμημένο τσιγάρο και το κομπιούτερ ανοίγει στην 52άρα “μαλάκα έχει Τελευταίο των Μοϊκανών” και το τουμπανάκι τρίβει τα κουτεπιέ και ο Μελ Γκίμπσον έβγαζε κραυγές (το πετύχανε στο τέλος) και τ’ αγόρι κοιμήθηκε και η λεγάμενη κάνει τσεκ ιν “araxova and dry bread” και στη φίλη messenger “φιλενάδα ο τύπος δεν υπάρχει! 3 φορές το κάναμε και κλείνω γιατί με κοιτάζει πάλι.”

  • Πρωτομηνιά στη μαμά

    Μια ψιλοκουβέντα για το πόσο σωστά αγκαλιάζει το κρουαζέ το στήθος, ότι ποτέ δεν πέτυχε το πλατινέ της Λίντα Έβανς, ότι ενώ έκανε εξαέρωση στα καλοριφέρ εξακολουθεί να κάνει μπουρμπουλήθρες το σώμα και με ένα ξαφνικό πλασέ κάτω από τα πόδια μου, “10 ευρώ τη μέρα για προσωπικά έξοδα, είναι πολλά. Δηλ. 300 ευρώ το μήνα. Για σκέψου;” Κι άρχισα να σκέφτομαι το φαρδύ το παρτέρι στην αυλή. Να πάω να ανοίξω ένα λάκκο, να με θάψω εκεί δίπλα στη γαρδένια που φέτος μετά από χρόνια πήρε τ’ απάνω της. Εκεί παρέα με τα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς. Η μικρή θα παίζει με τα κουβαδάκια, και θα βγάζω το χέρι μου μέσα από τις κοπριές και θα την χαϊδεύω στα μαλλιά και θα βήχω να καθαρίζει η φωνή μου από της πέτρες και τις παλιορούτες και θα της λέω ότι έχει τα φρύδια της Μπρουκ Σηλντς και να μην κάνει καμιά βλακεία και τα βγάλει, όπως εγώ που είχα πιο λεπτά κι από τη Νέλη Γκίνη θα μάθει και αυτή μην φοβάται πνεύματα και δαιμονικά. Δεν ήθελα το παιδί μου να είναι χεζονίκος. Και μόλις πέφτει η νύχτα, θα βγαίνω από ‘κει μέσα. Θα πλένομαι στο λάστιχο και θα κάνω ζωάρα. Και θα ισορροπώ στα αφόρετα Manolo Blahnik που έχει στο έπιπλο έξω από τη γκαρσονιέρα και θα πίνω μέχρι σκασμού. Αυτό το χλωμό χρώμα που έχει πλέον το δέρμα μου ταιριάζει τόσο με το κοντό καρέ και έχασα και κάτι πόντους σαν να πλατσούριζα στα Πόζαρ. Χτυπάει συνέχεια μήνυμα στο μέσαντζερ από έναν τύπο από τη Θήβα “είσαι θάνατος”. Και πριν τη βόλτα περνάω από το atm και ψείριζω λογαριασμούς με λεφτά για ώρα ανάγκης, ας τα φάω εγώ σε ένα βράδυ παρά να πάνε στην τελευταία δόση του ένφια η σε κάποια κάρτα υγείας που καλύπτει ακόμα και χημειοθεραπεία. Και πριν βγει ο ήλιος θα βγάζω το πατούμενο στη θέση του, θα αφήνω και λίγη λάσπη να αρχίζει η μαμά να κάνει μικρούς κοφτούς σταυρούς, “πώς βρέθηκε εδώ λάσπη” και θα ξαπλώνω στη γη και θα χώνομαι στο αφράτο χώμα σα να είναι πάπλωμα και θα ονειρεύομαι τον τύπο που με ακουμπάει και του κόβεται η ανάσα και λέει ότι πεθαίνει για μένα κάθε μέρα… Κάθε μέρα δέκα ευρώ ρε κορίτσι μου; Και μουρμούρισα μιλητό “Όσο αντέχει ακόμα το σαρκίο μας, κι όσο υπάρχει κάτι στο ψυγείο μας, έρωτα ζωής εμείς θα ζήσουμε, κι όταν θα σβήσουμε, θα μεταλλαχτεί.” Και μου γέλασε…

  • Θάρρος ή αλήθεια

    Της άρεσε να κερδίζει. Και δεν περίμενε μέρες σαν αυτές να δοκιμάσει την τύχη της. Έπαιζε όποτε έβρισκε ευκαιρία. Όχι, δεν ανέβαινε στο βουνό, όλα εκεί ήταν τόσο ξεπερασμένα ― οι γκρουπιέρηδες με τα σατέν γιλέκα και το ανέκφραστο βλέμμα, οι κυρίες με τους δίσκους που μπήκαν εκεί κορίτσια και τώρα χαμογελούν με μεταλλικές γέφυρες, οι μοκέτες με τους πολύχρωμους ρόμβους και τα φρουτάκια σα να είσαι σε φέρυ μποτ. Χλιδή, ντεκολτέ και πούρα, βλέπεις σπάνια. Μαλλιά λιγδωμένα, σακάκια σχεδόν ξένα πάνω σε κορμιά που έχασαν κιλά και περιουσίες. Ούτε γέλια ούτε στρατηγική. Μάτια καρφωμένα σε νούμερα, βρισίδια, προσευχές και τράβηγμα του μοχλού με λύσσα λες και σηκώνεις Μιράζ. Στα πεδινά όμως έβρισκε αυτό που ζητούσε. Ένα παλιό κοντέινερ καβατζωμένο από το σεισμό του ‘99 φιλοξενούσε κάτι φιλικά μεταμεσονύκτια ματς. Το άφησε εκεί ο Τάκης με την πλατφόρμα και το γερανό. Μπροστά υπήρχε ένα παλιό διώροφο που το ημιυπόγειο ήταν ψαροταβέρνα. Όταν έπεφτε η νύχτα, η υγρασία μύριζε καβούρια και αυτή την τηγανίλα που αφήνει ο αλευρωμένος γαύρος. Αν θες να ακούσεις για χλιδή, εκεί μάλιστα. Έσκαγαν μύτη άντρες μοσχοβολιστοί και κάτι σκαρπίνια με ματ φινέτσα και ρολόγια από λεφτά δουλεμένα φορεμένα ακριβώς εκεί που σκάνε λευκές κολαριστές μανσέτες. Παρεΐστικο κλίμα, και ο Γιούρι ο Πολωνός με τα κόλπα που άνοιγε τις μπύρες με το μάτι, ο Έντυ με την πιτσαρία που έφερνε ζυμάρι λάστιχο και σακουλάκι με μονόευρα απο την είσπραξη, ο τύπος με το γραφείο τελετών που πάντα διανυκτέρευε και ερχόταν να παίξει δυο γύρες, ο Θωμάς με την κυρα Δέσποινα για να μην ξεμυαλιστεί και τα παίξει όλα για όλα, η όμορφη που κρατούσε τον Βαγγέλη σφιχτά αγκαζέ, ο Τάκης με τον γερανό που τον ψιλό έπαιρνε καθιστός γιατί η δουλειά του ήταν γάμησέ τα, και εκείνη που έσκαγε μύτη συνήθως μόνη της και ψυχή της ήταν τα ζάρια. Στη γωνιά στο κοντέινερ υπήρχε μια ξυλόσομπα με κάτι φλούδες καμένες από μανταρίνι να κόψουν λίγο την ψαρίλα. Κάτω, ένα κομμάτι πανί. Στοιχήματα δειλά. Τα κόκαλα μέσα στη χούφτα, αυτή η άσεμνη και υβριστική χειρονομία ήταν γι’ αυτήν στάση ζωής. Ένα γρήγορο πάνω – κάτω. Όλα μια καλοπαιγμένη μαλακία. Hard ή soft θα το δείξει η ζαριά, το θέμα είναι να μην σταματάς να παίζεις.

  • Στο φως της φωτιάς

    Η μνήμη μου εκτίει πενταετίες, σαν στρατιωτικός. Κάθε τόσο λοιπόν κλείνω βιβλία. Παρελθοντοκαυλίαση στοπ. Όλα τότε ήταν καλύτερα. -Όχι! -Οχιά!

    Άνοιξα τον τόμο ’95-’00. Ή έτρεξα στην ενότητα “καλοκαίρια” αραιογραμμένο. Είδα κάτι βραδινά μπάνια με εφηβικά άσπρα εσώρουχα, κάτι χαμόγελα με κομμάτια καμμένo καλαμπόκι στα δόντια. Έτρωγα κλεμμένα καρπούζια με παρέα, τόσα, που όταν αργότερα διάβασα Μπατάιγ, τον είπα, γατάκι, τα βράδια πηδούσα φωτιές και θαρρώ δεν ήτανε τ’  Άη Γιάννη. Μια κόκκινη κόντακ με φιλμ 36αρι. Φόβος να μην πάρει φως, ευχή να έχει δυο μπόνους στάσεις. Βιντεοκασέτες. Μακαρονάδες φούρνου, τύπου πίτσας.

    Σήμερα το κεφάλι μου έκανε μοντάζ. Αν έκλεινα τα μάτια μου τώρα τι θα έμενε. Σίγουρα ένα φιλί με γεύση κάνναβης που μου έκαψε την ψυχή και τη γλώσσα, τη φωνή του Φραγκούλη μέσα στη νύχτα, που έμπαινε από τα παράθυρα του νοσοκομείου που είχε πέσει σε κώμα ο πατέρας, τη φρεσκάδα των ρούχων της μαμάς, που φοράω ακόμα και σήμερα στα κρυφά, την αδερφή μου πανέμορφη με σγουρά μαλλιά και κατάλευκα δόντια, μέσα σε ένα φέρυ μποτ, τη μυρωδιά από το αίμα μου την ώρα που γεννούσα, τη γεύση μιας γεμάτης κουταλιάς αχινούς και κάποιον που κρατούσε την καρδιά μου και είπε “είσαι όμορφη εδώ μέσα”.

    Κοίταξα πάλι το βιβλίο. Είχαμε κοιμηθεί στη θάλασσα δίπλα στη φωτιά.

  • Από δεύτερο χέρι

    Στο μέσα μέρος του γιακά, ένα ραμμένο κομμάτι ύφασμα, ήταν σίγουρα πουά όμως τώρα είναι σαν ψυχεδελικό μοτίβο που σβήνει στη μέση και ανοίγει πάλι ο κύκλος ή έχεις υπερμετρωπία ή κούμπωσες κάτι εχθές ή μάλλον είναι απλά φθαρμένο γιατί ζέστανε πολλές φορές έναν γυναικείο λαιμό, και είναι ένα σημείο που κατεβαίνει ο ιδρώτας από τα μαλλιά, και τα φο μπιζού είναι συνήθως ογκώδη με κουμπώματα περίεργα, και το άρωμα έχει οινόπνευμα και όσο να πεις το ξεθωριάζει το χρώμα και οι φορές που δεν πήρε εκείνο το κορίτσι ομπρέλα και έμεινε βρεγμένο το πανί για ώρες και ποτέ δεν διάβασε την ετικέτα “πλύσιμο στο χέρι” και το έβαλε στον κάδο μαζί με άλλα και ο κάδος δεν παίρνει χαμπάρι απο ευαισθησίες. Μετά η φόδρα είχε λεπτύνει εκεί που μπαίνουν τα χέρια στα μανίκια. Ατελείωτα βάλε βγάλε. Η ζώνη έχει μικρές κλωστούλες που εξέχουν. Άλλη συνήθεια και αυτή. Να σφίγγεις το παλτό στη μέση για να κλείσεις απέξω ο,τιδήποτε κρύο. Ήταν κι εκείνη η βόλτα που πήγε με το ταξί να τον συναντήσει και από μέσα φορούσε μόνο ντροπές και νάζια, και ο κόμπος ο σφιχτός εκτός από την ζώνη ήταν και στο στομάχι της. Τα κουμπιά κοντά στο στήθος, κοιτούσαν προς τα κάτω, σαν τα λουλούδια του ηλιόσπορου στη δύση. Ήταν από δεύτερο χέρι, όμως άξιζε να το πάρει. Τις περισσότερες φθορές τις είχε εσωτερικά. Σε κέρδιζε με τη ματιά. Ποιος κοιτάζει το μέσα;

    Έτσι ήταν και η Λίτσα για το Γιώργο. Απ’ έξω μια κούκλα. Την διάλεξε ο Γιώργος, καινούργια. Αφόρετη. Την συνδύασε με ό,τι ρούχο είχε. Την έβγαλε το βράδυ, την πρόσεξε, την άφησε ατσαλάκωτη, την γέμισε καπνό απο τσιγάρα, την έπλυνε με τα χέρια του, την είχε για καιρό του κουτιού. Κάποιες φορές την είχε βάλε βγάλε και η Λίτσα ήταν σαν ακριβό λινό. Όσο το φοράς παίρνει το σχήμα σου. Τότε αρχίζει το καλό. Είναι σαν να είστε ένα. Μόνο που ξεχνάς ότι το φοράς. Δεν έγινε και κάτι αν έπεσε λιγη σάλτσα, ούτε αν πέρασες με φόρα από τοίχο με καρφί και έκανες μια τρύπα που έγδαρε ως και το μπράτσο. Έμεινε για καιρό χωρίς μπάλωμα. Έμεινε μόνη της σαν σε στοίβα με άπλυτα. Αποφάσισε να φύγει. Στο μάτι δεν έβλεπες ούτε γρατζουνιές ούτε μαύρες τρύπες. Ήταν όμορφη, και πάλι διαθέσιμη. Όμως το αγόρι με το σιδερωμένο από τη μαμά εσώρουχο είχε άποψη, δεν τον έπειθε αυτό που έβλεπε στη βιτρίνα. “Σιγα ρε μαλάκα μην πάω με τη Λίτσα που της τον έδινε ο Γιώργος νεροπίστολο τρεις φορές τη μέρα.”

    Έχουμε προδοθεί από λάθος πανωφόρια, που δεν ήταν ούτε πάνω από τον πωπό για να κάνουμε φιγούρα, ούτε τον κάλυπταν για να δείχνουμε έλεγκαντ. Έσκαγαν ακριβώς στα ψωμάκια και τα φορέσαμε για λίγο για να μην πάνε χαμένα τα λεφτά. Έχουμε προδοθεί από ανθρώπους με στενά μυαλά τόσο ενοχλητικά όσο τα στενά μανίκια. Όλοι και όλα από δεύτερο χέρι, ψάχνουν τον τρόπο να ξαναγίνουν μοναδικά.

  • Ξημερώματα

    Για όποιο λόγο κι αν βρίσκεσαι εδώ, παντού συναντάς αρρώστια. Αντισηπτικό και φαρμακίλα. Περιφέρεσαι στους διαδρόμους. Το φως ψυχρό και λίγο. Σε μια μικρή στροφή, ένας αυτόματος πωλητής ξυπνάει τον τζογαδόρο μέσα σου, λίγα κέρματα, σίγουρη νίκη. Ο θόρυβος που κάνει το μηχάνημα για να ρίξει μια σοκολάτα σε ξυπνάει πιο γρήγορα από καφέ όμως. Μασουλώντας λειωμένη καραμέλα επιστρέφεις στη νιρβάνα. Κατηφορικός διάδρομος σε βγάζει σε μυρωδιά πολυκατοικίας στην Καλλιθέα, μια άχνα από βραστά λαχανικά με κρέας και νοτισμένο νοβοπάν. Λίγα σκαλιά σε οδηγούν σε δωμάτια ασθενών με χρόνιες παθήσεις. Μοιάζουν με διαμερίσματα και εκεί μυρίζει όπως ρούχα που έμειναν καιρό σε ντουλάπα. Ο άρρωστος αραχτός με φρέσκα σεντόνια και ηρεμία παρακεταμόλης, ενώ οι συνοδοί κοιμούνται καθιστοί σε καρέκλες, με πρόσωπα που έσβησαν τσαλακωμένα και άβολα. Όμως ενοχλείς τον κύριο με τα γαλάζια που σέρνει ζωηρά άδειο φορείο αφήνοντας στο πέρασμα του άφτερ σέιβ σε μάγουλα που τσούζουν. Έπιασαν βάρδια και οι νοσηλεύτριες, συνήθως μακριά από κάθε ροζ φαντασίωση, με στραβοπατημένα σαμπό, πλεκτές ζακέτες με κόμπους και κραγιόν φορεμένο βιαστικά, και φιλιά μοιρασμένα σε πλαστικά κύπελλα μιας χρήσης. Και τα μωβ βελάκια σε πάνε στα υπόγεια. Στις διπλές πόρτες με μεντεσέδες που τρίζουν. Ένα μέρος που δεν σταματάει ποτέ η ζωή. Και έξω από τα ψυγεία τα ψώνια της ημέρας… Άντρας ετών 78, αντί για θώρακα έχει ένα αυτοκόλλητο από Καρέλια κασετίνα με μαύρα μπολντ γράμματα “το κάπνισμα σκοτώνει” ενώ αυτός ρουφάει θάνατο ανενοχλητος, κορίτσι 6 ετών με μπούκλες που ανεμίζουν σε κούνια, με δύο μάτια που δεν πρόλαβαν να φορτωθούν αμαρτίες, ένα ζευγάρι ετών 28 ντυμένοι Σάββατο πίνουν παραπατώντας τα τελευταία σφηνάκια, και μια γιαγιά ετών 86 χτενίζει λευκά μαλλιά ξαπλωμένη με τη φορεσιά της εκκλησίας. Συγγενείς αγκαλιασμένοι μέσα στα κλάματα, από τα τρομαγμενα μωράκια που μόλις ήρθαν στον κόσμο. Και ξημερώνει.

    Σε λίγο θα ανοίξει το γραφείο. Σου έχουν έτοιμο εξιτήριο. Και βγαίνεις και έχει λιακάδα και οι απλήρωτοι λογαριασμοί είναι βουνό, και ακόμη δεν σε ειδοποίησαν για εκείνη τη θέση για δουλειά, και δεν έχεις δίπλωμα αυτοκινήτου και είσαι στου διαόλου τη μάνα και όμως χαμογελάς γιατί τελικά ξέρεις το πιο σημαντικό.

  • Χειμερινοί κολυμβητές

    Ο ήλιος δυνατός, ο ουρανός ακουαρέλα στο γαλάζιο. Ελαφρύ ντύσιμο. Η πλαζ που δυο μήνες πριν ήταν γεμάτη και η αναμονή για μια θέση στη σκιά ξεπερνούσε το μισάωρο, τώρα σε καλωσορίζει με σπασμένο πορτάκι σαλούν.

    Ο ξύλινος διάδρομος, πασαρέλα. Περπατάς. Δεν σε νοιάζει τίποτα. Δεν σε σπρώχνει κανείς. Έχεις δικό σου ρυθμό. Δεν παίζει στη διαπασών το Χοτέλ Καλιφόρνια, ούτε αγόρια με χαμηλόμεσα μαγιό και απολλώνιους κοιλιακούς ούτε κορίτσια με ψηλόμεσα μαγιό και αψεγάδιαστους κωλιακούς. Κολλημένο στο τζάμι, σχεδόν λειωμένο από τη βροχή: Είσοδος 7 ευρώ Ξαπλώστρα 2. Καφές από το δρόμο. Πετσέτα στην άμμο. Το μέρος κάπως ανοιχτό. Φυσάει από παντού. Ναι, έχει ήλιο. Αλλά μην ξεχνάς είναι χειμώνας. Βγάζεις τα ρούχα. Είναι κι άλλοι εκεί. Το μαύρισμα κρατάει ακόμα. Δεν κοιτάζει κανείς το κορμί σου. Εδώ μετράει η ψυχή.

    Πατάς στο νερό. Η θάλασσα το καλοκαίρι είναι η “εύκολη” πιτσιρίκα που σε δέχεται με ευκολία, για ένα παγωτό χωνάκι, σε δροσίζει, σε ξεκουράζει, όμως είσαι ένας από τους πολλούς. Τον χειμώνα βγάζει το σαδιστικό της πρόσωπο. Περιμένει. Εσύ ανεβάζεις παλμούς. Η επαφή. Το μούδιασμα. Χωρίς καν να σου δώσει εντολή θα τα κάνεις πάνω σου. Η ανάσα κόβεται. Τα μάτια κλειστά. Ίσως κάνεις ό,τι ο διπλανός. Μια ολόσωμη φόρμα λατέξ… Όμως όχι. Το δέρμα ανατριχιάζει, δεν το αντέχεις, μπορείς να κάνεις πίσω και να γλιτώσεις, όμως κάνεις άλλο ένα βήμα μπροστά και νιώθεις ότι σε κόβουν ξυράφια ή έχεις πέσει πάνω σε σπασμένα γυαλιά και δεν ξέρεις αν είναι πόνος η τσούξιμο, μόνο που μέσα σου ζητάς “κι άλλο”, και μέχρι να καταλάβεις τι είναι, νιώθεις να ζεσταίνεσαι. Γλυκειά ηδονή όταν αυτό γίνει κάψιμο. Και επιτέλους αναπνέεις πάλι κανονικά και ξεκολλάς τα χέρια από τον κορμό και η φωτιά στην καρδιά και ανοίγεις τα μάτια και βλέπεις τον ορίζοντα και εκείνη τη στιγμή νιώθεις ότι βαπτίστηκες πραγματικά και ο αέρας φέρνει στη μύτη σου κάθε άρωμα και κολυμπάς.

    Στα ανοιχτά μια παρέα με σκουφάκια και χαμογελαστές ρυτίδες και ονόματα δεν ξέρουμε και οικειότητα δεν υπάρχει όμως μοιραζόμαστε τον ίδιο βίτσιο. Η κάθε βουτιά κρατάει ένα μισάωρο. Το κολύμπι προς την ακτή είναι παιχνιδάκι. Έχεις τον αέρα του νικητή. Οι ώμοι έχουν μαζέψει αίμα η πλάτη έχει μαζέψει ήλιο, το δέρμα κόκκινο μετά το λυτρωτικό μαστίγωμα, τα πόδια ξεκούραστα σαν μωρού σε αμνιακό υγρό. Εσύ βγήκες. Πρέπει να βγει και το μαγιό. Δεν ψάχνεις αποδυτήρια δεν κάνεις το κόλπο παραβάν με την πετσέτα. Γδύνεσαι αργά εκεί επιτόπου. Η θάλασσα σε εξοικειώνει με τη γύμνια. Η γύμνια σε κρατάει πιο κοντά στην αλήθεια. Δεν έχεις τίποτα να κρύψεις.

  • Την εποχή της επανάστασης

    Δυο κορίτσια τότε από την γενιά των 700 ευρώ. Δεν είχε μπει σε εφαρμογή το μέτρο. Θα σας δίνω τόσα, αλλά θα λέτε ότι παίρνετε τόσα. Τα γνωστά. Τα “τόσα” που τους έδινε, στην πραγματικότητα ήταν αρκετά. Μπορούσαν να ζουν άνετα, είχαν και τα αγόρια τους να βοηθάνε. Λίγο σπάταλες, τώρα που το σκέφτομαι, η δουλειά αρκετά μακριά από το σπίτι, φαγητό έξω, ένα φρεσκάρισμα το μαλλί, λίγο τα νύχια, λίγο το παραμυθάκι του σεξ εντ δε σίτυ. Μασάζ, σολάριουμ, ξαπλώστρα ρεζερβέ, μην τα πολυλογώ μεροδούλι – μεροφάι. Το μόνο που τις ζόριζε δηλαδή ήταν αυτό το μεσημεριανό μπάνιο. Έπρεπε να γυρίσουν στη δουλειά για την απογευματινή βάρδια. Λίγο η άμμος, λίγο τα λάδια, δεν ήταν και η καλύτερη εικόνα για πωλήτριες. Όμως κανέναν δεν τον χάνει ο Θεός. Ένας κύριος με κύρος (θα λέω ονόματα όπως οι σπείρες στα τηλέφωνα), ο “Γκούφυ” λοιπόν, είχε καρέκλα δερμάτινη και τσάντα δερμάτινη και μια μερσεντές με κονσόλα δερμάτινη κι ένα δερμάτινο μπρελόκ με ένα μάτσο κλειδιά. Σε ένα καφέ της γειτονιάς έβγαλε αυτό το κλειδί και τους το έδωσε. Είπε ότι δεν γνωρίζει κανείς γι’ αυτή τη γκαρσονιέρα, ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του, ούτε κανείς. Ήταν δυο δρόμους πάνω από τη δουλειά. Να πηγαίνετε να πλένετε τα πόδια σας, να ξεκουράζεστε.

    Για το αυτό το δώμα όμως γνώριζε και ο “Μίκυ”. Ο “Μίκυ” είχε ακόμα μεγαλύτερη καρέκλα και το μπρελόκ του είχε τα κλειδιά όλης της πόλης. Ένα μεσημέρι γύρισε η κλειδαριά, ακούστηκαν τακούνια και πίσω τους πιο βαριά βήματα. Τα κορίτσια έμειναν στην κουζίνα. Όμως έβλεπαν από μια γρίλια τι γινόταν στη σάλα. Αχ η κοπέλα που μπήκε ήταν μια καθωσπρέπει κυρία της γειτονιάς που την ήξεραν καλά, ντυμένη με ρούχα που δεν πρόλαβαν να δουν τα κορίτσια μιας και ο “Μίκυ” της τα έβγαζε γρήγορα με λύσσα, κι εκείνη σαν από φτηνό πορνό είχε αρχίσει τα βογκητά πριν καν την αγγίξει. Είχε στήθος λευκό και βαρύ, ένα κορμί δουλεμένο σαν αγρότισσα με πολύ δυνατά χέρια που τον κρατούσε από το πρόσωπο λες και ήτανε γιος της που γύρισε απο ορκομωσία. Η κυρία φορούσε κανονική κιλότα λίγο διάφανη που δεν χρειάστηκε καν να βγάλει, όπως δεν έβγαλε και ο άλλος τελείως το παντελόνι. Τους βρήκε ο έρωτας, αυτή καθισμένη πάνω του και αυτός να ρουφιέται και να γέρνει πίσω ενώ αυτή είχε αναλάβει τη βρωμοδουλειά, το πάνω – κάτω δηλαδή. Αυτός γαμούσε ολοφάνερα με το μυαλό, αφού τα μάτια του ήταν κλειστά και μόνο βρισίδια έβγαιναν από το στόμα του ενώ το χέρι του μηχανικά την χτυπούσε στα πισινά σε λίγο κόντρα τέμπο, και πολύ σύντομα αυτή έδειχνε στο πρόσωπο να πονάει και μετά να γελάει και να βγάζει ένα βαθύ ήχο και αυτός δεν άντεξε, ήρθε το κορμί του και τέντωσε και φάνηκαν οι φλέβες στο λαιμό και μια φωνή που προσπαθούσε να καταπιεί, πρόδωσε το δικό του τέλος. Η “Νταίζυ” συνέχισε λίγο πιο αργά την ίδια κίνηση, ενώ το έμβολο είχε βγει από μέσα της ηττημένο. Αντάλλαξαν φιλιά και χαμόγελα. Ντύθηκαν όπως – όπως. Με χέρια που δεν έπλυναν καν, ξαναβγήκαν γυρίζοντας το κλειδί.

    Φυτά στο πίσω μπαλκόνι. Σάιλεντ πάρτυ και στο σαλονάκι. Ο “Γκούφυ” έπινε αρκετά, είχε πάντα κάποια “Νταίζυ” για παρέα αλλά τραγουδούσε το “Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει”. Όλα αυτά κάτω από τη μύτη της γειτονιάς. Πόσο ξεκουραστήκανε τα κορίτσια σε αυτό το σπίτι, δεν λέγεται. Ήταν μια εποχή επανάστασης, όλοι απεργούσαν, ούτε ταξί ούτε Μέσα Μεταφοράς ούτε τίποτα. Τα κορίτσια είπαν πως θα έμεναν “στο σπίτι μιας φίλης” για να αποφύγουν την ταλαιπωρία του πάνω – κάτω. Να μια καλή ευκαιρία να μαζευτούν οι ήρωες. Και στρώθηκαν καναπέδες. Και πολυθρόνες σπαστές και μια στρωματσάδα στο παρκέ πίτσες και μπίρες κουτάκια και πυτζάμες 60πλας και στο δεύτερο κουτάκι αρχίζει σόλο ο “Γκούφυ”, Θα σου δώσω πλούτη κι αν γυρέψεις, μη με διώχνεις θα με καταστρέψεις, πάρε με στα χέρια σου, τ’ άσπρα περιστέρια σου η καρδιά μου μ’ άλλην δε σ’ αλλάζει.

    Το πρωί τα κορίτσια στο κουζινάκι χτυπούσαν νεσκαφέ με κουταλάκια και οι άντρες στο σαλόνι γελούσαν, ότι έμοιαζε ο ήχος με κουδούνι από κοπάδι πρόβατα, και τα κορίτσια γελούσαν με τους άντρες που πάντα κρύβουν μεσα τους λίγη επαρχία και… Και Τάκα, τάκα, τάκα τα κουταλάκια Ντρίγκι, ντρίγκι, ντρίγκι τα κουδουνάκια Ώπα! Ντριν! Το κουδούνι! Δεν αναπνέει κανείς. Μια σκιά στη τζαμένια πόρτα, και μια γυναικεία φωνή… Ανοίξτε, σας ακούμε! Ήρθαμε για την απογραφή. Κι έλειπε εκείνη η κυρία απο τη βίλα των οργίων να πεταχτεί τυλιγμένη με το σεντόνι να πει… Μα τι σκάνδαλο!