Author: Ελένη Σούμμα

  • Γεωργία η λογίστρια

    Στη γειτονιά είπε ότι δουλεύει σε λογιστήριο. Όμως η Γεωργία χτυπάει την κάρτα της σε στούντιο. Στούντιο άλλου τύπου, από αυτά που τα νοικιάζεις για λίγη ώρα να ηχογραφήσεις ολόκληρο άλμπουμ, αλλά συνήθως δίνεις demo. Για καλή της τύχη το γραφείο είναι καλό. Δεν δουλεύει με αλλοδαπούς και γενικά έχει αυστηρή πόρτα. Όχι ότι είναι κάτι εύκολο. Αυτή, όπως όλες οι κοπέλες, εκτίθενται σε ένα σωρό κινδύνους. Από έιτζ άι βι, από ηπατίτιδες, δερματοπάθειες, ακόμα και καρδιοπάθειες, αφού δεν είναι λίγοι αυτοί που την ερωτεύτηκαν. Μέχρι τώρα το κράτος και συγκεκριμένα το υγειονομικό, την περνούσε από κόσκινο προκειμένου να διατηρήσει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και να μην είναι αυτή η αιτία για τη μετάδοση κάποιας νόσου. Μέχρι τώρα όποιος έμπαινε μέσα, δεν χρειαζόταν βιβλιάριο υγείας αλλά καταθέσεων, αφού η φάση ήταν πιο εξκλούσιβ.

    Covid 19. Κλείνουν οι πόρτες. Δεν υπάρχει ταμπέλα “επιστρέφω σε λίγο” δεν υπάρχει δυνατότητα να κλείνει βιβλία από το σπίτι. Ξεκούραση, απομόνωση, απολύμανση, αποχή, αφραγκία. Καλά μαντάτα: γυμναστήρια και οίκοι ανοχής ανοίγουν ταυτόχρονα. Μαζί να γράψουμε νέες επιδόσεις, νέα ρεκόρ. Οι οδηγίες είναι σαφείς. Απόσταση μεταξύ των προσώπων. Λες κι έχει προηγηθεί καυγαδάκι. Μάσκα. Σαν πρόταση, η ενσωμάτωσή της στο ερωτικό παιχνίδι. Κίνκυ κυβερνησούλα. Ο πρωθυπουργός νιώθει ερωτευμένος στην τοποθεσία σπίτι του. Τα μάτια ναι της ζητούσαν να τα δένει συχνά, της ζητούσαν να φοράει και μάσκα, αλλά το στόμα ήταν, είναι και θα είναι το βασικό εργαλείο. Τα παράθυρα ανοιχτά. Εδώ η ανασφάλεια θερίζει. Ο χρόνος να μην ξεπερνάει τα 15 λεπτά. Αυτό είναι άγραφος νόμος εδώ και χρόνια. Και λίστα με το πόσοι μπήκαν, πόσοι βγήκαν. Δεν της φτάνει που κρατάει βιβλία β΄ και γ΄ κατηγορίας, πρέπει να κάνει και απογραφή.

    Τελικά η Γεωργία δουλεύει και σε λογιστήριο.

  • Μην ενοχλείτε

    Είναι ένα μέρος χωμένο στα στενάκια. Περνάω επίτηδες από εκεί. Όταν δεν είναι πιασμένο, γίνεται για λίγο το μέρος που γράφω τα σκονάκια. Πίσω από μεγάλο σούπερ μάρκετ, σκηνικό βιομηχανικού ντιζάιν, φουγάρα και σίδερα στηριγμένα σε ανθρακί μπετόν, πυκνοί θάμνοι δέντρα και πεζούλια. Ζωή στη μακέτα δίνει μια χρωματιστή παιδική τσουλήθρα και ο αδέσποτος χίπης που λιάζεται ανάσκελα με λουλούδια στο κεφάλι.

    Όταν δεν είναι πιασμένο. Εκεί λοιπόν αράζουν εφηβικά τρίγωνα πάνω σε κουμπιά από τζην που κρατιούνται με το ζόρι. Ερωτικές ξυλιές, τσιμπιές, γαργάλημα και γέλια. Σα να κρέμεται ταμπελάκι από το δέντρο, do not disturb. Το τέλειο φως για σέλφι. Κορίτσια ινφλουένσερς με παντελόνες και μεγάλα γυαλιά μελί ποζάρουν σε 3d μπροστά στα σίδερα. Αν απομονώσεις το σωστό πλάνο μπορείς να κάνεις τσεκ ιν στο Σταύρος Νιάρχος. Κουβαλάς σακούλες, της γελάς. Προχωράς παρακάτω. Ένας παλιός μου συμμαθητής που το κουταλάκι δεν το έχει για να βάζει ζάχαρη στον καφέ, αφού αυτό που τον τονώνει δεν είναι η καφεΐνη. Τον πετυχαίνω στη γνωστή στάση, ράντζο διπλωμένο στη μέση. Κάθεται με το κεφάλι κάτω για ώρα. Τα σάλια του στάζουν στα παπούτσια. Σε αυτό το χάλι τι να του πεις. Ρε συ πέτα τουλάχιστον τις βελόνες, περνάνε από ‘δώ παιδάκια. Ζει; Πέθανε; Σκύβω να δέσω τα κορδόνια και ξεφυσάω. Αυτός μάλλον κοιμάται. Κλάματα. Οι γυναίκες τα έχουμε εύκολα. Όταν δεν υπάρχουν λέξεις να εξηγήσεις σε κάποιον την αλήθεια σου, φώναζε. ΒΑ-ΡΕ-ΘΗ-ΚΑ! Πήγαινε όλο πάνω στον τεράστιο γκρι τοίχο και αναπήδαγαν οι συλλαβές σα λαστιχένιο μπαλάκι. Δεν έχει νόημα να ακούσω τη συνέχεια. Αυτή η γυναίκα δεν πρόκειται να τον χωρίσει. Όταν θες να φύγεις, δεν σου έχει μείνει κραυγή. Η σιωπή σου κρατάει τη βαλίτσα και το κινητό σου παίζει κάποια αγαπημένη σου συμφωνία. Μια συμφωνία που έχεις επιλέξει εσύ για το υπόλοιπο της ζωής σου. Τεν μίνιτ γουόρκ άουτ. Χωρίς αντίντας φανελάκι. Με λειωμένα αθλητικά παπούτσια. Κάνει ροκανίσματα και πους απς ακριβώς εκεί που θέλω να κάτσω. Αν θες να γυμναστείς τελικά, αρκεί ένα κομμάτι τσιμέντο. Δεν έχει λίπος στην κοιλιά, ούτε ζορίζεται ιδιαίτερα στις επαναλήψεις. Τον βλέπεις να αναπνέει και είναι σαν να ανοίγει το δικό σου διάφραγμα.

    Ένας μπόμπιρας με φουσκωτή πάνα, κάνει προσπάθεια να ανέβει στην τσουλήθρα ανάποδα. Έχεις να τραβήξεις ανηφόρα, φίλε. Αλλά αυτός δεν το βάζει κάτω. Στηρίζει τα χέρια. Βάζει δύναμη στα ποδαράκια, γλυστράει λίγο, γονατίζει, φωνάζει μαμά. Εκείνη έτοιμη με χέρια ανοιχτά μην της πέσει. Αυτός δεν τη χρειάζεται. Ναι είναι δυνατός από τόσο μικρός. Αρκεί να ξέρει ότι τον κοιτάζεις, αρκεί να ξέρει ότι θα ουρλιάξεις μαζί του. Έκατσε όταν έφτασε στην κορυφή. Γύρισα την πλάτη. Ήταν δική τους στιγμή. Θα τον δω ξανά σε λίγα χρόνια που θα κάνει παρκούρ στα πεζούλια.

    Όταν πέσει η νύχτα, στον τοίχο βλέπεις τεράστιες σκιές. Χέρια που δεν σχηματίζουν κουνελάκια και πεταλούδες για τον μπόμπιρα. Τελικά αυτό το μέρος είναι ένα λάϊβ στέητζ. Όλοι εμείς περφόρμερς για την λίγη ώρα που μας αναλογεί. Χειροκρότημα δεν υπάρχει, αλλά σίγουρα το κοινό μας είναι μεγάλο.

  • Ανοίγουν οι παιδικοί σταθμοί

  • Μοναστηράκι, από το pause στο play

    Κάπου είχε κοπεί η ταινία, ενώθηκε με βερνίκι νυχιών, γυρίστηκε με στυλό μπικ και άρχισε η μουσική από εκεί ακριβώς που σταμάτησε. Κρος Τάουν Τράφικ, ο Χέντριξ με μάσκα βάζει και ξαναβάζει στα χέρια ντετόλ, ακουμπάει κόσμο και αυτοκίνητα με παράθυρα κλειστά.

    Τα μαγαζιά όμως είναι ανοιχτά. Ο θαμπός ήχος της χιλιογραμμένης κασέτας.

    Μια πολύχρωμη βαβούρα και επιχειρηματίες σε προβληματισμό. Σε ρωτάω τι θα γίνουν τώρα, τόσα σακουλάκια ελιές σε vacuum, τόσες μινιατούρες από τις Καρυάτιδες, όλα αυτά τα παιδικά φουστανάκια με το χρυσό μαίανδρο που ανεμίζουν πάνω από τα κεφάλια μας. Σαπούνια ταϊσμένα ευκάλυπτο και λεβάντα μένουν και αυτά απούλητα στα πανέρια.

    Οι ιδιοκτήτες κοσμηματοπωλείων δεν περίμεναν τον κορωνοϊό, είχαν από πριν τραπεζάκι έξω, χέρι στο σαγόνι και βλέμμα κάτω στην δερμάτινη εσπαντρίγια. Βλέπεις λειώσαμε βέρες, βαφτιστικούς σταυρούς, χρυσά δόντια από μασέλες της προγιαγιάς.

    Και οι μεγάλες μπράντες φιγουράρουν σε αγγελικά κορμιά. Βικτόρια, κρατάς ενα σίκρετ; Φοράμε βρακιά από τη λαϊκή.

    Κι εσένα που σου είπαν ότι θα δουλεύεις 12 μέρες το μήνα και θα πάρεις 200 ευρώ, δεν θα δώσεις τα 10 να πάρεις μπλουζάκι με στάμπα Μπομπ Μάρλεϊ να καπνίζει μαριχουάνα. Στοπ. Θα δώσεις όμως 10 ευρώ να πάρεις κανονική μαριχουάνα σε ποσότητα όσο ένα σπιρτόκουτο, από εκείνον τον τύπο που το παίζει τρελός και παραμιλαει και δείχνει να τα έχει χαμένα αλλά κάθε άλλο. Τα έχει όλα πάνω του.

    Και οι κράχτες, στόμα έχουν και μιλιά δεν έχουν, φιμωμένοι με τη μαύρη μάσκα κάνουν κάτι σαν παντομίμα, αλλά εσύ πεινάς, κοιτάζεις τις σούβλες που φέρνουν γύρω, τα καμμένα λίπη είναι οι σειρήνες.

    Θλιμμένα κοίταζε κι ο μουσάτος με τις αρβύλες και τα στρατιωτικά κράνη, το υπόγειο δεν είχε καν αναμμένα φώτα, αφού ο εχθρός είναι αόρατος.

    Πήραμε παγωτό και χαζέψαμε τα βινύλια. Στην πλατεία Αγίας Ειρήνης δεν άλλαξε τίποτα: έχει κολλήσει η κασέτα.

  • Επιστροφές

    Κάθε φορά που γυρίζεις μοιάζεις αιώνιος φοιτητής σε ανοιχτό πανεπιστήμιο. Μελέτη όπου σου κάνει κέφι, χωρίς συγκεκριμένο ωράριο, χωρίς υποχρεωτικά εργαστήρια. Βοηθάει και λίγο η εξ αποστάσεως διδασκαλία. Μπορείς να έχεις παράλληλες δραστηριότητες, να τεμπελιάσεις λίγο, να προβληματιστείς, να πιεστείς. Όταν επιστρέφεις όμως μπαίνεις κανονικά στο αμφιθέατρο για εξετάσεις. Κοιτάζεις αμήχανα στο κενό, έχεις το στυλό στο στόμα. Δεν καταλαβαίνεις λέξη από την παράδοση, χτυπάς το κεφάλι που όσο καιρό έλειπες δεν έχεις ανοίξει βιβλίο. Ούτε το άγχος αντέχεις ούτε σου αρέσει ιδιαίτερα η ιδέα της εξεταστικής. Τότε σκέφτεσαι να το πας από την αρχή. Φοράς κοκαλάκια στα μαλλιά, λουστρίνια, γόνατα με ιώδιο. Πας πρώτη δημοτικού. Το μισό τετράδιο έχει γραμμές το άλλο είναι λευκό και μπορείς να ζωγραφίσεις. Ο δάσκαλος επαναλαμβάνει συλλαβιστά “Λόλα να ένα μήλο” ενώ εσύ έχεις ήδη πληγές και με το κόκκινο έχεις προλάβει να σχηματίσεις το μήλο που αντί για φύλλα έχει γυναικεία χέρια και πόδια, αφού όλοι ξέρουν ότι το μήλο ήταν εκείνο που δάγκωσε την χαζούλα Εύα. Ακούς το κουδούνι και τις παιδικές φωνές που τρέχουν πιο γρήγορα από την αθωότητα, ξαφνικά είσαι νεοσύλλεκτος φαντάρος σε ΚΨΜ και βρίζεις πατρίδα, Θεό και μανούλα. Κάποιοι τα κατάφεραν, εσύ όμως είσαι από αυτούς που έβαλαν το πιστόλι στο στόμα και δεν άκουσαν μπαμ, κατάπιαν τη σφαίρα και κουβάλησαν για πάντα μέσα τους το θάνατο. Τελικά το μόνο που εύχεσαι, είναι κάπου στον τοίχο να υπάρχει μια ταμπέλα, “Επιστροφές δεκτές”.

  • Επίσημη λήξη καραντίνας

    Πρώτο μπάνιο σε οργανωμένη πλαζ. Εισιτήριο εισόδου όπως και πέρσι 7 ευρώ. Ρωτάω τον ταμία, ο οποίος έχει τη μάσκα κατεβασμένη στο σαγόνι σαν μαιευτήρας που θα μας πει είναι γερό και γεννήθηκε 3.200 “άλλαξε κάτι;” Φυσικά. Απαγορεύονται τα παιδικά παιχνίδια, τα ροφήματα απ’ έξω, τα σνακ, μπορείτε μόνο να προμηθευτείτε απ’ το μπαρ.

    Οι ξαπλώστρες ήταν δεμένες μεταξύ τους και βαλμένες έτσι ώστε να κοιτάζεις 3/4 τον συνοδό και 1/4 την παραλία. Αυτό έκανε την πλαζ να μοιάζει τακτοποιημένη και σε συνδυασμό με την έλλειψη μουσικής, την έκανε τραπέζι σε εκδρομή που κάθισε μαζί η θρησκευτικού. Τι να προσέξεις τώρα που ο ιός ακόμα κυκλοφορεί; Τα beach beds έχουν μαξιλάρια με δερματίνη γεμάτα κηλίδες μούχλας από την υγρασία και το στοίβαγμα του χειμώνα. Ακουμπάμε την τσάντα κάτω. Βγάζουμε μαντηλάκια. Να τα κάνουμε τι; Τα μαξιλάρια είναι υγρά και μυρίζουν. Δίπλα μας ένας κύριος. Λέει ψεκάστε με αυτό, και μας δίνει ένα διάλυμα με χλώριο. Στρώνουμε πετσέτες. Διπλές. Έρχεται να πληρώσουμε τις ξαπλώστρες. Δεν πιάνει το μηχάνημα την κάρτα ανέπαφα. Πατάμε κουμπιά χωρίς γάντια. Πάμε για καφέ. Πλαστικό ποτήρι. Καλαμάκι. Νάυλον. Παγάκια μέσα στον καφέ που μπήκαν με γάντια που είχαν πιάσει ένα σωρό άλλα παπάρια.

    Ο ήλιος κόντρα. Oι ξαπλώστρες δεμένες. Κοιτάμε ψηλά κι αντί για ουρανό βλέπουμε την ψάθα της ομπρέλας. Το νερό για τους περισσότερους πολύ κρύο. Το Star δείχνει πλάνα Δεκαπενταύγουστου. Τουρίστριες που έχασαν τη φόρμα τους γιατί ξέμειναν εδώ, τρέχουν με ψωμάκια που ξεχειλίζουν από το μαγιό και παραμορφωμένα τατουάζ στην κοιλιά. Η μικρή θέλει τουαλέτα. Έκλεισαν και τις τουαλέτες στα μπαρ. Υπάρχει μία στους χειμερινούς. Μπαίνουμε. Σαπούνι δεν υπάρχει, καθαριότητα δεν υπάρχει, παράθυρο δεν υπάρχει.

    Το παιδί έμαθε να κολυμπάει. Όμως θέλει και το σωσίβιο. Το σωσίβιο είναι καινούργιο. Το φουσκώνω με το στόμα. Μπήκε στο νερό. Ένα παιδάκι πάει κοντά της. Η μαμά του φωνάζει Μακριά Κωστάκη μακριά, ενώ η ίδια είναι σχεδόν στο κεφάλι της μικρής. 7.30 ενημερώνουν ότι η παραλία πρέπει να αδειάσει. Ήσυχα-ήσυχα διαλυθήκαμε. Χωρίς να παραπονεθεί κανείς. Χωρίς να ακούς ρεψίματα απο μπίρες. Χωρίς να παίζει το ice ice baby χωρίς να χρειάζεται να ισιώσουμε τις ξαπλώστρες μας να μην κουραστεί το beach boy.

    Μόνον αυτή η ιπτάμενη κάμερα ασφαλείας βουίζει σαν χρυσόμυγα και μας παίρνει τα μέτρα.

  • Ιστορίες της βροχής

    Βρέχει για μέρες. Είμαστε 4 άτομα στον ίδιο χώρο. Όχι τυχαία άτομα. 3 μάνες και τρεις κόρες. 4 γενιές. Τα τελευταία χρόνια έχουμε παίξει πολύ μπαλίτσα με αυτό το σχήμα. Ομάδα που κερδάει, δεν αλλάζει. Θα μου πεις είναι νίκη η συνύπαρξη. Έχουμε γίνει καθρέφτης ο ένας του άλλου. Μας χωρίζουν δεκαετίες. Η γιαγιά μου βλέπει σε εμάς όσα πέρασαν, εμείς βλέπουμε αυτό που θα έρθει.

    Έφυγε ο Μάρτης. Βγάλαμε και τα βραχιόλια αφού η αποστολή τους ολοκληρώθηκε και γλιτώσαμε το κάψιμο. Πέρασε και η πρωταπριλιά και κανένα ψέμα δεν βρέθηκε ικανό να μας κάνει να γελάσουμε. Η γιαγιά βλέπει συνέχεια ειδήσεις και τηλεπαιχνίδια. Έλληνας ποιητής: Νικηφ ρ ς Βρεττάκ ς. Δεν το ξέρω, θα γυρίσω πάλι! Και βάζω στο YouTube τις διαλέξεις του Λιαντίνη και στη γιαγιά λέω είναι λειτουργία καθολικών και κάνει το σταυρό της και λέει όλοι έχουμε τον ίδιο Θεό.

    Γκουρμέ γεύματα αγάπης στο σπίτι μας και χάπια. Άλλα καταλήγουν στο στομάχι της γιαγιάς, άλλα μένουν για πάντα στην τσέπη της ζακέτας. Είναι κι εκείνα που της πέφτουν από τα χέρια στη μοκέτα και τα ψάχνω για ώρα στα τέσσερα. Δηλαδή ό,τι πιο κοντινό σε σεξ έχω κάνει τις τελευταίες εβδομάδες. Ακουμπάω το κεφάλι στην μπαλκονόπορτα. Χτυπάω ρυθμικά το κεφάλι μου με αυτιστική αυτοσυγκέντρωση. Κάθε χτύπημα φέρνει στο μυαλό μου στιγμές. Η Δίκη του Κάφκα που διάβασα διαγώνια, το Faces του Κασσαβέτη που περισσότερο άκουγα παρά έβλεπα, δεν μας φταίνε οι κλειστές πόρτες αλλά οι κλειστές από καιρό επιθυμίες. Κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά κάνουν ασκήσεις για γλουτούς με κολάν 9.90. Συνταγές με κρέμα γάλακτος, πηχτή απόλαυση για όλη την οικογένεια. Η φωνή της Imany στο «Don’t Be So Shy»: “I can’t take just a fictional you, it’s making me sad, can’t take just a picture of you, it’s making me mad, all I know it’s a weekend or two that I can’t get past.”

    Δίπλα η σκύλα έκανε 5 κουτάβια. Χαλάνε τον κόσμο. Παίζουν στην βροχή.

  • Στην απομόνωση

    Αυτός ο ιός που λες, ήρθε να μας θυμίσει την προχειρότητα που αντιμετωπίσαμε ο ένας τον άλλο τόσα χρόνια.
    Δίναμε φιλιά στον αέρα ή καθόλου φιλιά.
    Έρωτας σαν βίντεο στο πορνχάμπ που τα τρέχεις στο γρήγορο να δεις το happy ending.
    Αγκαλιές ξεψυχισμένες και λόγια που ρίξαμε στον κουμπαρά γιατί τα φυλάξαμε για αργότερα.
    Το μαζί στη μπανιέρα ειναι άβολο.
    Σιγά μην σε ταΐσω στο στόμα, δεν είσαι πια παιδί.
    Κάνε πιο ‘κεί έχεις κρύα πόδια.
    Απομόνωση.
    Η πέμπτη αίσθηση, είναι πλέον απαγορευμένη.
    Προφυλακτικά στα χέρια. Έπαψες να αγγίζεις.
    Φίμωτρο στο στόμα. Έπαψες να δαγκώνεις.
    Μετακίνηση με δελτίο και μεταξύ μας αποστάσεις.
    Στην ουσία όλοι γνωρίζουμε ότι στον καθένα μας αναλογούν αυτά τα 2 μέτρα…

  • Τη μέρα που έκλαψε ο Τσιόδρας

    Όλο αυτό μοιάζει σαν το διάλειμμα σε κινηματογραφική ταινία που παρακολουθείς μόνος. Ξαφνικά άναψαν τα φώτα και ανασκουμπώθηκες. Έτριψες τα μάτια σου, ήπιες μια γουλιά αναψυκτικό που σου έκαψε το λαιμό και ανακατεύτηκε το στομάχι σου από αυτά τα τρίγωνα με τα τυριά σιλικόνης. “Τι τα ήθελα όλα αυτά ο μαλάκας;” #πολλαπλής. Όσο έπαιζε το έργο υπήρχε ησυχία. Διάβαζες αραχτός και τους υπότιτλους από κάτω, εύκολο. Τώρα που γίνεται ο χαμός, προσπαθείς να σκεφτείς αν σου άρεσε αυτό που μέχρι τώρα είδες. Τι θα άλλαζες αν ήσουν ο σεναριογράφος; Κοιτάς γύρω σου το κοινό. Είσαι ένας από αυτούς. Το διάλεξες το έργο παιδί μου ή κέρδισες το εισιτήριο σε κυριακάτικη εφημερίδα; Δεν έχεις πολύ χρόνο να σκεφτείς. Σε λίγο το έργο αρχίζει πάλι. Αν σου αρέσει πάρε και ποπ κορν. Αν δεν σου αρέσει μην πετάς τα ποπ κορν στην οθόνη, και μη βρίζεις. Κάνε απλά πίσω και κοιμήσου. Αν είσαι happy dreamer φτιάξε τη συνέχεια με το νου… Αν σε τρομάζει, είναι πια αργά. Οι πόρτες έχουν κλείσει. Και θα μείνεις εκεί, στη σκοτεινή αίθουσα ολομόναχος μαζί με πολλούς άλλους. Και το έργο θα έχει εναλλαγές. Θα είναι κωμωδία, θα είναι δράμα, θα είναι φάρσα, θα είναι περιπέτεια. Είσαι θεατής. Θα το δεις όλο, και θα εύχεσαι στους τίτλους τέλους να μην διαβάσεις στα ονόματα των συντελεστών και το δικό σου.

  • Στην ταράτσα

    Το σπίτι φτιάχτηκε το ’76. Μια μονοκατοικία 90 τετραγωνικά. Αυλή μπροστά και μια αυλή πίσω, που μοιραζόμασταν με τη γκαρσονιέρα της γιαγιάς. Το σπίτι άλλαξε πολλές φορές διαρρύθμιση. Ξεκίνησε από 5αρι. Μικρά δώματια, χολ, πόρτες, πορτάκια, τζαμένιες συρόμενες. Μετά τα έκανε η μαμά όλα ίσωμα. Έξω λουλούδια, παρτέρια, μια μεγάλη ελιά, αναρριχόμενες μπουκαμβίλιες και γλάστρες πήλινες με γεράνια.

    Εκείνο που θα θυμάμαι πάντα, είναι τα σκοινιά με τις μπουγάδες. Ποτέ ο διάδρομος δεν ήταν άδειος. Πάντα ανέμιζαν σεντόνια και νυχτικές της μαμάς, λευκά φανελάκια του πατέρα μου και στη μύτη μας μαλακτικό πράσινο μήλο μπερδεμένο με τις εκατόφυλλες τριανταφυλλιές. Ακόμη και τώρα, 40 τόσα χρόνια μετά, πίνουμε καφέ στην αυλή και εμπριμέ σεντόνια μας χαϊδεύουν την πλάτη.

    Σκάλα για την ταράτσα, δεν φτιάξανε οι γονείς μου, ποτέ. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι που ήταν πάντα προσγειωμένοι. Υπήρχε βέβαια τρόπος να ανέβουμε στην ταράτσα. Σκαρφάλωναμε στην αποθήκη, μετά στην γκαρσονιέρα και τσουπ πάνω στον τσιμέντο, που η υγρασία είχε μετατρέψει σε μοτίβο του Κλιμτ.

    Κούναγε ο πατέρας μου την κεραία και από κάτω η μαμά φώναζε, “από την άλλη ρε Δημήτρη, η ΕΡΤ κάνει χιόνια”. Τελείωνε λοιπόν με τις ρυθμίσεις ο φάδερ και στην ταράτσα ανεβαίναμε ξανά, όταν η κακοκαιρία χάλαγε το σήμα που παίρναμε απο Πάρνηθα.

    Η μαμά πριν λίγες μέρες, αποφάσισε να φτιάξει μια σκάλα. Κατάλαβε ότι κάτι την πνίγει εκεί κάτω και θέλει αέρα. Εγώ που τα ξέρω όλα, σου λέω πως όσο περνάνε τα χρόνια την φοβίζει η γη.

    Και τώρα σου γράφω από την ταράτσα. Είμαι αυτή η σκιά διπλα στην κεραία. Σήμερα, μετά από χρόνια, πάτησα το δικό μου φεγγάρι.