Author: Ελένη Σούμμα

  • Κοντρόλ

    Κοντρόλ

    Ήταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, που σαν παιδάκια μας βρήκε η συμφορά. Πρώτη δημοτικού και μια περίεργη αίσθηση στο κεφάλι. Φαγούρα και μικρά τσιμπήματα από τον αυχένα ως το κούτελο. Κάποιοι συμμαθητές βάζουν τα κλάματα, άλλοι ντρέπονται, άλλοι απόλυτα πειθαρχημένοι μπλέκουν τα δάχτυλα σφιχτά σαν να κάνουν προσευχή και δεν αγγίζουν καθόλου το κεφάλι. Άλλοι εντελώς στα τέτοια τους το γδέρνουν από το ξύσιμο και έχουν στη φάτσα τους την απόλυτη ηδονή. Η δασκάλα ενημερώνει τους γονείς με γραπτή ανακοίνωση. Βλέμμα παγωμένο. Δεν θα γλυτώσει κανείς. Πρέπει να παρθούν μέτρα. Θα κολλήσουμε όλοι.

    Αρχή της σχολικής χρονιάς, δεν έχουμε μάθει ούτε τα βασικά. Εγώ όμως από κάποιο τελευταίο θρανίο ξέρω. Οι ψείρες είναι εκείνοι οι οργανισμοί που μεταφέρουν τις σκέψεις στο κεφάλι μας, ώσπου να ωριμάσουν. Η μεταφορά γίνεται γράμμα-γράμμα, όπως κουβαλάνε τα μυρμήγκια σπόρους, με αποτέλεσμα η διαδικασία να κρατάει μέρες. Μόλις οι ψείρες συναντηθούν σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου, δημιουργούνται συλλαβές και η σκέψη κάπως ολοκληρώνεται, γιατί τότε μπορείς και την γράψεις στο χαρτί. Όταν ο διπλανός σου κλέψει κάποια ιδέα, τότε μερικά από τα πλασματάκια σου πάνε στο δικό του κασίδι, για να μάθει να σκέφτεται και αυτός. Όμως κόλλησε και η δασκάλα. Γιατί ήθελε να ελέγχει τη σκέψη μας. Έτσι με όλα τα γράμματα που βασάνιζαν το μυαλό μας, φτιάχνει λέξεις στον πίνακα. Με αυτό τον δύσκολο τρόπο, μάθαμε όλοι να γράφουμε να σκεφτόμαστε και να κλέβουμε ιδέες, συνειδητοποιώντας και ότι δεν μπορούμε να κρυφτούμε από καμία δασκάλα. Έχουμε χάσει βέβαια τον ύπνο μας, ψειρίζοντας το κάθε τι.

    Άρχισαν τα μέτρα. Πρέπει όλοι να σταματήσουμε την εξάπλωση. Μας μίλησαν για το αίσθημα ατομικής ευθύνης. Οι γονείς μας έβαλαν σε απομόνωση. Έφτιαξαν αυτοσχέδια γιατροσόφια. Ξύδι. Πετρέλαιο. Ψέκασμα με αεροζόλ αντί για λακ. Σφιχτά μαντήλια στο κεφάλι, δεμένα πίσω σαν τους πειρατές της Καραϊβικής. Βλέπουμε τα άλλα παιδάκια από το παράθυρο. Στο σπίτι δεν μας κάνουν αγκαλιές. Μοναξιά, μέχρι να πεθάνει κάθε ψείρα, μέχρι να σταματήσει να γεννάει καινούργια αυγά. Κοιμήθηκα.

    Το επόμενο πρωί μου έβγαλαν το μαντήλι από το κεφάλι. Έχω ξεκουραστεί. Το μυαλό μου έχει αδειάσει. Δεν περπατάει τίποτα πάνω μου. Είμαι ένα κρούσμα λιγότερο. Πήγα σχολείο με λουσμένα μαλλιά. Η δασκάλα μιλούσε ασταμάτητα. Χάζευα έξω. Εκείνη τη στιγμή με ρώτησε νευριασμένη “τι σκέφτεσαι;” Το κεφάλι μου άρχισε να μουδιάζει. Σκεφτόμουν χιλιάδες πράγματα ταυτόχρονα. Εικόνες, λέξεις, χρώματα παρελθόν, μέλλον. Ήρθε πίσω η φαγούρα. Το κάψιμο. Όχι πάνω στο κεφάλι, αλλά μέσα. Τίποτα δεν έχει πεθάνει. Ζουν οι ψείρες. Ξεκίνησαν μερικές, και έφεραν στο στόμα μου γράμματα. Σχημάτισαν τις λέξεις “τίποτα” και “δεν σκέφτομαι τίποτα κυρία”. Γύρισε στον πίνακα και συνέχισε αυτό που έκανε. Το ίδιο έκανε και το κεφάλι μου. We dont need no hard controls.

  • Η Κατίνα μας

    Η Κατίνα μας

    Από νωρίς στα βάσανα. Το μόνο κορίτσι ανάμεσα σε 4 αγόρια. Χρόνια πολύ φτωχικά. Τα γράμματα σε δεύτερη μοίρα, αφού σε πρώτη ήταν η επιβίωση. Η μάνα της ήταν επιστάτρια στο σπίτι ενός τσιφλικά. Από εκεί ήρθε μια πρόταση “για το καλό της”. Μια πλούσια οικογένεια του εξωτερικού έψαχνε κουβερνάντα από την Ελλάδα. Δώσανε τα χέρια εν αγνοία της. Σε ηλικία λοιπόν 13 χρονών, έφυγε από ένα μικρό χωριό στην Εύβοια και πήγε ολομόναχη για δουλειά στην Ελβετία. Μπήκε σε αεροπλάνο για πρώτη φορά πριν καλά-καλά μπει σε απλό τρένο. Δεν της έφτανε αυτό, μέσα στο συμβόλαιο ήταν και η ασφαλής μεταφορά ενός βρέφους 8 μηνών, που στη συνέχεια θα ήταν η νταντά του. Όταν έφτασε εκεί, τρομαγμένη, με ένα μωρό στα χέρια, μη γνωρίζοντας τη γλώσσα, την περίμενε ακόμα μια έκπληξη: η οικογένεια είχε άλλα 3 παιδιά. Ούσα η ίδια παιδί, καλείται να μεγαλώσει άλλα 4. Και τα καταφέρνει.

    Έφυγε απο την απόλυτη μιζέρια της ελληνικής επαρχίας του ’70 και πέρασε τα καλύτερα της χρόνια ανάμεσα σε Λουγκάνο και Αρόζα. Πηγαίνει σχολείο για να μάθει τη γλώσσα. Τις συνήθειες τις μαθαίνει μόνη της, όπως και τους καλούς τρόπους. Αποκτά αέρα. Φοράει παντελόνια. Γίνεται γυναίκα, μακριά απο το αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον και από τα αδέρφια που έλεγχαν και την ανάσα της. Βέβαια στερήθηκε γονείς, την ανεμελιά της εφηβείας, προφανώς και τους πειραματικούς έρωτες. Είναι όμως σπίρτο. Τα χρήματα που βγάζει τα μαζεύει. Στο πλουσιόσπιτο έχει περισσότερα από τα βασικά. Μόλις το κομπόδεμα έγινε αρκετό για να κάνει ένα δικό της ξεκίνημα, πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω. Αν έμενε εκεί, θα έπρεπε να γίνει γυναίκα κάποιου Ελβετού, και αντίο πατρίδα, αντίο ακρογιαλιές, δειλινά.

    Έρχεται πίσω. Στο αεροδρόμιο τα αδέρφια έξαλλα. Κοιτάτε! Η Κατίνα μας φοράει παντελόνι! Η οικογένεια της μένει πλέον στην Αθήνα. Τα μεγάλα αγόρια έχουν τελειώσει στρατιωτικό. Δουλεύουν. Έχουν βρει και ένα καλό παιδί για την Κατίνα, που την έβλεπε από φωτογραφίες. Την ερωτεύτηκε χάρτινη, αλλά τώρα που πάτησε το πόδι της στα πάτρια εδάφη, μπορεί να πάει με ανθοδέσμη και δαχτυλίδι να την ζητήσει απο γονείς και αδέρφια. Είχαν χρόνο να γνωριστούν, όσο κρατάει ένας καφές κι ένα γλυκό του κουταλιού. Είπε το ναι. Καλός ήταν. Καλά της φέρθηκε. Είχε κι εκείνη έναν τρόπο να τα κάνει όλα ιδανικά. Όμορφη και καλοσυνάτη, του χάρισε δυο κόρες, που η ανατροφή τους ήταν για εκείνη παιχνιδάκι. Τα λεφτά που έφερε έγιναν ένα οικόπεδο και 4 τοίχοι. Βοήθησε και ο σύζυγος με τις ηλεκτρικές συσκευές, βοήθησαν και τα αδέρφια. Εκείνη συνέχισε να δουλεύει. Ήταν απο τα πράγματα που ήξερε να κάνει καλά.

    Δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι. Αγωνιζόταν. Διεκδικούσε. Σήκωσε τη γροθιά σε πορείες, γύρισε στο σπίτι με ματωμένα πόδια, τη σήκωσε και σε ανθρώπους που πήγαν να την αδικήσουν. Μια γροθιά που στόλιζε με κόκκινα νύχια και χρυσαφικά. Έγινε κόκκινο πανί για πολλούς. Δεν ήταν όπως οι άλλες. Στη γιορτή της έφταναν λουλούδια με κάρτες από θαυμαστές και φίλους, την πρωτοχρονιά αργούσε να γυρίσει γιατί έπαιζε κόκαλα, για το καλό. Ανέβαινε σε μηχανές. Γελούσε. Έκανε ταξίδια κι εκδρομές χωρίς κανένας ποτέ να μπορεί να της πει όχι. Κατίνα την έλεγε μόνον ο πατέρας της που την καμάρωνε να τα φέρνει βόλτα, σαν να ήταν το 5ο του αγόρι. Αν όμως από κάτι χόρτασε η Κατίνα μας, ήταν δουλειά, δουλειά, δουλειά. Πήρε σύνταξη με τα περισσότερα ένσημα που μπορεί να έχει εργαζόμενος. Αυτή η γυναίκα είναι η μαμά μου. Τι έχω δικό της; Σίγουρα δεν το ίδρωσα το μεροκάματο, ούτε έχω τα ένσημα. Πήρα όμως τη φωνή της, που αν χρειαστεί την υψώνω, όπως εκείνη τη γροθιά της.

  • Τα κάστανα

    Τα κάστανα

    Μια φορά τον μήνα, κατεβαίνω στην Ερμού. Αεράτη με καφέ στο χέρι, ψιλά έτοιμα να τα πληρώσω ξεσηκωτικές νότες, λίγα ακόμα για να αγοράσω μια ζελεδένια ντομάτα από έναν μικρούλη που την πετάει με μανία στο μάρμαρο και απλώνει, σίγουρα θέλω τα 10 κάστανα για 2 ευρώ, σαλέπι, έτσι για να το έχω στο βιογραφικό του ουρανίσκου μου, χαζεύω τον πάγκο με τα βιβλία του 1 ευρώ μήπως πετύχω κανένα Άρλεκιν, και συνεχίζω την βόλτα.

    Προλαβαίνω την κοπέλα που ψεκάζει και σηκώνω το μανίκι πριν εκείνη πει, “να σας βάλω λίγο άρωμα;” Με νότες Τσιτσάνη στο λαβύρινθο και νότες γιασεμιού στον καρπό κατευθύνομαι προς τον επόμενο στόχο. Εκεί που όλοι νευριάζουν. Εκεί που όλοι βγάζουν τα απωθημένα τους. Στα κορίτσια και τα αγόρια που θέλουν να δώσουν στην περαστική ένα δωράκι, με αντάλλαγμα τα στοιχεία της και 3 ώρες από τη ζωή της. Πλησιάζει νεαρός. Πουκάμισο μαύρο, δέρμα το ίδιο από τις ατελείωτες ώρες στον ήλιο, η μπάντα το γυρνάει σε “αη αη αη αη αη Πουέρτο Ρίκο”, αυτός ετοιμάζει κουτάκι βελουτέ, πρόταση γάμου και βλέμμα παραιτημένο, έτοιμο για χυλόπιτα, “πωπω μου φτιάξατε τη μέρα, έχω ένα δωράκι για εσάς”, εκεί συνήθως γίνεται η μανούρα. Η κυρία του λέει δεν θέλω, ή τον σπρώχνει γιατί της κλείνει τον δρόμο, του ρίχνει και κανα γαλλικό, εγώ όμως όχι. Καθαρίζω τα δόντια με τη γλώσσα μην έχει μείνει κανένα καμένο κάστανο και του λέω “αη ντου”. Εκείνος μου δίνει τον αγκώνα και αγκαζέ ανηφορίζουμε για το γνωστό κέντρο αισθητικής που αν κρίνω απο τα πράσινα μάρμαρα και το πλαστικό μπέντζαμιν, μάλλον δεν έχουν ιδέα από δαύτη. Εγώ έχω τρεις ώρες για πέταμα, εδώ που τα λέμε και το άρωμα είναι για πετάμα, αλλά εδώ μέσα πιάνει πολύ χειρότερα πατσουλιά η μύτη μου. Όμως είμαι χαρούμενη. Θα απολαύσω περιποίηση σώματος, πήρα και δώρο το χρυσαφί αλυσιδάκι.

    Δίνω τα στοιχεία μου. Ρίχνω και μια ματιά στο ρολόι, που είναι πιο μεγάλο από ιπτάμενο δίσκο, έτσι να βλέπουμε εμείς οι γυναίκες τον χρόνο που περνάει και να θέλουμε να βάλουμε φρένο. Φτάνει η κυρία-παύλα-εκτιμητής, στην υποδοχή. Σε λίγο θα μάθουμε τη ζημιά. Ξέρω ακριβώς τι θα ακούσω. Αφυδάτωση, λεπτές γραμμές, έντονη τριχοφυία και στο τέλος ένα τύπου κλαψούρισμα. “Κρίμα και έχετε τόσο ωραία χαρακτηριστικά.” Εγώ ατάραχη. Δέχομαι παθητικά κάθε προσπάθεια της ξανθιάς μούμιας να με πείσει ότι χρειάζομαι ΚΤΕΟ, ζυγοστάθμιση, καλίμπρα, ιμάντα και φυσικά γυάλισμα, κέρωμα. Ζύγισμα, λιπομέτρηση, γιατροί του κώλου αναλύουν τον δείκτη μάζας σώματος, βοηθοί γιατρού κρατάνε μεζούρα, νοσοκόμες ετοιμάζουν καλώδια να γίνει η πρώτη δωρεάν συνεδρία, ένα ποτήρι τσάι, μια κανάτα με 5 ποτήρια νερό και βλέμματα απόγνωσης από το ιατρικό επιτελείο. Έχετε 7 περιττά κιλά. Ξεστομίζω ένα αχ.

    Τα μηχανήματα δουλεύουν στο φουλ. Τα χεράκια της νοσοκόμας χαϊδεύουν τους μηρούς μου να ενεργοποιηθεί το υποδόριο λίπος, ο γιατρός με την άσπρη ποδιά χασάπη, κοιτάζει το μόνιτορ με την κόκκινη ένδειξη “όβερ γουέητ” και αγωνία σα να πρόκειται να μου πει ότι έχω στένωση αορτής. Το ρεύμα με τινάζει στο κρεβάτι. Όλοι είναι ανήσυχοι. Υπάρχει ένταση. Τα μπούτια μου είναι μεγάλα, τα καλώδια πετάγονται, τα βεντούζακια δεν κολλάνε, μου βάζουν νερό με βετέξ, μου σφίγγουν τα άκρα με χρατς ταινίες, το μηχάνημα χτυπάει κόκκινο. Βγάζει και ρομποτική φωνή. Όβερ γουέητ. Ο μάη γκοτ, γιατρέ θα ζήσω; Εκείνος γυρίζει τα στρογγυλά κουμπιά σα να ψάχνει το Δεύτερο Πρόγραμμα, όμως κάτι δεν πάει καλά. Το μηχάνημα έχει κολλήσει. Ο έμπειρος γιατρός το ξαφνιάζει με χαστούκια, το ρεύμα εξακολουθεί να δίνει σουβλιές στο δύστυχο κορμάκι μου, η νοσοκόμα συνεχίζει τα χάδια, να μη φανεί ότι κάτι δεν πάει καλά. Το μηχάνημα δεν ανταποκρίνεται. Σε αντίθεση με τους μυς μου, που έχουν συγχρονιστεί και κάνουν από μόνοι τους συσπάσεις. Τι σου κάνει η θέληση για ζωή. Ο επιστήμονας συνεχίζει να χτυπάει γροθιές στο μηχάνημα. Βρίζει τα θεία. Είναι κι αυτή η κόντρα επιστήμης και εκκλησίας. Πετάγομαι και λέω “ας βάλει ο Θεός το χέρι του”. Όμως μάλλον δεν υπάρχει επιστροφή. Η φωνή του μηχανήματος σβήνει. Το ίδιο και η οθόνη. Ο γιατρός λυγίζει. Η βοηθός βγάζει τα καλώδια από το σώμα μου. Το μηχάνημα τώρα λέει ξεψυχισμένα σκέτο “γουέητ” “γουέητ”. Κατεβαίνω από το κρεβάτι ιδωμένη και με αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο. Ο γιατρός με ακουμπάει στον ώμο. Μου λέει ότι λυπάται. Δυστυχώς δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο η θεραπεία. Η νοσοκόμα μου σκουπίζει τα μπούτια με το βετέξ. Εγώ τους κοιτάζω με αγάπη και ευγνωμοσύνη. Όλα καλά! Εσείς κάνατε ό,τι μπορούσατε!

    Έχουν περάσει δύο ώρες. “Επιστρέφοντας όμως στον τόπο της, συνειδητοποιεί πως το μίσος της δεν ήταν παρά ένας τρόπος να κρύψει το βαθύ κι ανομολόγητο έρωτα που ένιωθε γι’ αυτόν τον αυταρχικό άντρα. Αλλά τώρα ήταν αργά πια να του αποκαλύψει την αγάπη της. Η απροκάλυπτη εχθρότητα που του είχε δείξει, τον έσπρωξε στην αγκαλιά της Γκρέτα”. Μου έχουν μείνει ακόμα δύο κάστανα.

  • Με το τσιγκέλι

    Με το τσιγκέλι

    Στην προηγούμενη καραντίνα, γράψαμε και είπαμε πράγματα που κρατούσαμε μέσα μας για τουλάχιστον μια δεκαετία. Κλείσανε οι πόρτες και άρχισε ο απολογισμός. Καθένας μας ζορίστηκε για διαφορετικό λόγο. Άλλος γιατί έχασε τη δουλειά του και πρέπει να συνεχίσει στεγνός, άλλος γιατί προδόθηκε από τον έρωτα της ζωής του, άλλος γιατί έχασε δικό του άνθρωπο, άλλος έχασε το σπίτι του, άλλος τον εαυτό του, άλλος το δίκιο του. Επαναστάτες με πυτζάμες και σόμπες αλογόνου, αποθηκεύσαμε αλεύρι, που μάθαμε να το κάνουμε ψωμί. Στερηθήκαμε το ημιμόνιμο στα νύχια και τον καφέ μας στην Αγίας Ειρήνης, και νομίζαμε ότι ήρθε το τέλος του κόσμου. Αρκετοί το έριξαν στο φαγητό και το ποτό. Άλλοι πάλι, έμειναν με εκείνο τον κόμπο, που δεν κατεβαίνει μπουκιά. Αυτή τη φορά είναι ακόμα πιο δύσκολα. Χωρίς παιδικές φωνές στα προαύλια, έξω μυρίζει φόβο. Νούμερα και θανατικό. Ακόμα και οι λέξεις, βγαίνουν με το τσιγκέλι.
  • Μετακίνηση 6

    Μετακίνηση 6

    Βγαίνω μια φορά νωρίς το πρωί και μια κατά τις 7, που έχει πέσει η μαύρη νύχτα. Το πρωί το λες βαριεστημένο περίπατο, απλά παίρνω ανάσες. Το απογευματινό όμως είναι το ζωηρό, έχει μαζευτεί αρκετή πίεση, έχουν προηγηθεί αρκετά γεύματα. Ακουστικά, κουκούλα και τρεχάτε ποδαράκια μου.

    Μόλις έχω βρει ρυθμό ακούω πίσω μου φωνές και ποδοβολητό και γέλια και βρισίδια ― μάσκες να ανεμίζουν σε ένα μόνο αυτί, αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, στραβοπατημένα αθλητικά, άλλοι λεπτοί σαν σπάγγοι και άλλοι ασουλούπωτοι. Ένα τσούρμο παίζει κυνηγητό. Τρέχουν σαν διάολοι, αφήνοντας πίσω αυτή τη μυρωδιά που έχουν τα αγόρια στην εφηβεία. Δεν ξέρεις αν είναι από τις κάλτσες, αν είναι οι μασχάλες, αν έρχεται από το βρακί η τα άλουστα μαλλιά. Όλα αυτά μαζί σου καίνε τα ρουθούνια. Αλλά γελάνε και λένε ο ένας τον άλλον αρχίδι και όποιος πιάσει τον άλλο, πέφτουν καρπαζιές.

    Δεν ακούω μουσική. Τα καλύπτει όλα η μυρωδιά και η ζωντάνια τους. Τρέχω πίσω τους. Άλλαζα συνέχεια σχολεία, ψάχνοντας για κάτι ενδιαφέρον. Δεν είχα ποτέ σταθερές παρέες. Μου θύμισε αυτό το τρέξιμο στο προαύλιο, που έτρεχαν όλοι κι έτρεχα κι εγώ με την ίδια λαχτάρα, και ας μην γνώριζα κανέναν. Όμως τότε είμασταν όλοι παιδιά. Μας ένωνε αυτό. Πολύ γρήγορα γινόμουν ένας απο αυτούς.

    Πριν λίγα χρόνια, άρχισα δειλά να γράφω. Βρέθηκα σε μια παρέα φτασμένων, χαμένων ποιητών, κάποιος είπε υποτιμητικά “Τι προσπαθείς να γίνεις; Ένας από ‘μας;” Μέχρι σήμερα δεν είχα καταλάβει ποιοι είναι αυτοί και ποιοι εμείς. Έβαλα όση δύναμη είχα. Πρόλαβα τους 13 χρόνους μαφιόζους. Μου έκαναν χώρο. Παραβγήκαμε ως τα φανάρια. Από τα χωράφια, έτρεχαν και δυο αδέσποτα μαζί μας, γαβγίζοντας. Δεν μας έμεινε ανάσα, αλλά είχαν ακόμα κουράγιο να λένε ο ένας τον άλλο μουνί.

    Σκύψαμε όλοι με τη γλώσσα έξω, όπως τα σκυλιά. Τελικά σήμερα κατάλαβα ποιοι είμαστε εμείς.

  • Τα φυλλάδια

    Τα φυλλάδια

    Αυτή την περίοδο δεν γίνεται κάτι σημαντικό. Άλλοι το λένε ρουτίνα, εκείνη το λέει πρόγραμμα. Όλα λοιπόν με το ρολόι, γυμναστική, δουλειές, διάβασμα, βόλτες με τους φίλους τους παλιούς, ταινίες αγαπημένες που της αρέσει να ξαναβλέπει, τα μαθήματα κεραμικής που προχωράνε πιο αργά από τον Μητροπάνο να λέει το δυοοοοοοο, τελειώνει ο μήνας και ακόμα φτιάχνει το τέλειο χερούλι για την μέτρια κούπα. Όμως εκεί, με τα χέρια λασπωμένα και τον ίλιγγο από τον τροχό που γυρνάει ασταμάτητα, έπιασε το αυτί της τον δάσκαλο να κουβεντιάζει με κάποιον στο τηλέφωνο, ότι ψάχνουν μοντέλο για μαθήματα ζωγραφικής. Ώπα. Μοντέλο δεν είναι, αλλά έχει δει πώς είναι οι κοπέλες που ποζάρουν. Συνέχισε να πιέζει με τα δάχτυλα το τοίχωμα του κεραμικού σκεύους, για να το λεπτύνει, ενώ χαμογελάει πονηρά λες και έχει πάρει ήδη την δουλειά. Όταν πέρασε δίπλα της ο δάσκαλος, σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά και του είπε ότι ενδιαφέρεται για τη θέση. Εκείνος της έριξε μια γρήγορη ματιά από πάνω μέχρι κάτω, της έκανε με το δάχτυλο νόημα να κάνει στροφή, της έλυσε και την ποδιά και είπε “αύριο στις 5 το απόγευμα να είσαι εκεί”. Της έδωσε κι ένα χαρτάκι με τη διεύθυνση. Τα χρήματα είναι λίγο παραπάνω από το να μοιράζεις φυλλάδια. Εδώ που τα λέμε δεν το κάνει για τα λεφτά. Της αρέσει η ιδέα να τραβήξει τη προσοχή των σπουδαστών, της αρέσει να είναι το αντικείμενο μελέτης για λίγες ώρες. Γραμμές, πινελιές, χρώμα, αίσθηση. Φυσικά θα υπάρχει αμηχανία. Τώρα θα πεις, ότι είναι όπως στην πλαζ: κάθεσαι σε μια ξαπλώστρα και σε βλέπουν τόσοι άσχετοι. Λες να κολλήσει μπροστά σε δέκα καλλιτέχνες; Είναι κι ο δάσκαλος. Εκείνος ίσως έχει απαιτήσεις. Ξέρεις πώς είναι αυτοί της Καλών Τεχνών. Βλέπουν το μουνί σαν λουλούδι, τα στήθια σαν ζωή, το στόμα σαν άβυσσο. Τώρα που τα σκέφτεται όλα αυτά, την πιάνει ταχυκαρδία, μάλλον από ανυπομονησία. Είναι και η λίμπιντο που πήρε το τελεφερίκ και ανεβαίνει. Μέχρι να ξημερώσει θα έχει φτάσει στην κορυφή. Χωρίς προετοιμασία. Τα μαλλιά της όχι πολύ στημένα, το κορμί της δεν επιδέχεται επιδιόρθωση. Μόνο που δεν ήπιε πολύ νερό, να μην έχει έννοια την τουαλέτα. Αν και προβλέπονται διαλείμματα. Ένα τελευταίο ντουζάκι. Μια άσπρη σατέν ρόμπα στο σάκο, ταξί, ντριν-ντριν χτυπάει νευρικά το κουδούνι, ανοίγει η πόρτα.

    Αυτός δεν μοιάζει με ζωγράφος. Πιο πολύ της θυμίζει τον μαθηματικό της στο γυμνάσιο. Είχε-δεν είχε πιει νερό, μάλλον θα τα κάνει πάνω της. Ψαρωτικός, της λέει “καλησπέρα, περάστε”. Φοράει ένα τζην κάπως στενό. Τι χαζή που είναι, όλο της το κορμί θα έχει τις ραφές και τα κουμπιά. Ευτυχώς από πάνω φοράει μακό. Το ατελιέ ακόμα άδειο. Τα καβαλέτα στημένα. Μετράει γρήγορα 8, κι ένα του Αϊνστάιν, 9. Λοιπόν, της λέει, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Σε λίγο αρχίζει το μάθημα. Το παραβάν είναι εκεί. Φορέστε κάτι άνετο και ελάτε στη θέση σας. Ούτε τόλμησε να ρωτήσει. Λες και ήταν στον γυναικολόγο. Να βγάλει τα εσώρουχα; Να φοράει τουλάχιστον το βρακί; Μπήκε στο παραβάν. Ούτε θα τους ξαναδεί ούτε θα την ξαναδούνε. Σα να μοίραζε φυλλάδια. Έβγαλε το τζην, σαν να ήταν στολή κατάδυσης, κατέβηκε μαζί και το βρακί, γλίτωσε χρόνο και σκέψη. Έβγαλε και το φανελάκι. Είπε από μέσα της και το επαναστατικό “Φρι νιπλς”, έβαλε λίγο ρολ ον στις μασχάλες, ψέκασε στον αέρα το άρωμα της, φόρεσε το σατέν και βγήκε στην αίθουσα, σαν ασπρόμαυρη σταρ, εθισμένη σε σκόνες και προβολείς. Ο ζωγράφος γύρισε απότομα σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Αυτή, δεν ειχε κλείσει εντελώς το άνοιγμα της ρόμπας αφού έτσι και αλλιώς, σε λίγο θα τα έβγαζε όλα.

    Καθίστε εδώ. Της δείχνει κάτι σαν τραπέζι. Δεν είναι και το πρώτο μπόι. Έι χοπ. Κάθεται κάπως άτσαλα. Να γδυθώ; “Όχι, όχι” της είπε, σχεδόν σαν να την μάλωσε. Να ανοίξω τη ζώνη; Ούτε ναι της είπε ούτε όχι. Το πήρε σαν ναι. Έλυσε τη ζώνη και έμεινε μια λωρίδα ακάλυπτη στο κορμί της, όπως στο βουνό, η ζώνη πυρός. Εκείνος στραβoκατάπιε. Η κοπέλα κράτησε τα μπούτια της κλεισμένα σφιχτά. Της είπε μόνο να είναι χαλαρή, τότε τα άνοιξε και ο δάσκαλος κοίταξε αμέσως το ταβάνι. Τι να κάνει και το κορίτσι, προσπάθει να χαλαρώσει κι άλλο. Ρίχνει λίγο πίσω το σατέν και μόλις σιγουρεύει την πόζα, ακούει γέλια και βήματα. Σκέφτηκε ότι μάλλον ήρθαν τα παιδιά. Παιδιά που λέει ο λόγος. Έβλεπε να πλησιάζουν κυρίες, καθωσπρέπει με φούστες μίντι και κιλά μίντιουμ και κάτι νεαροί μάλλον συνταξιούχοι και αμέσως ξέρει ότι την πάτησε και η λίμπιντο κάνει μπάντζι τζάμπινγκ και είναι με το κεφάλι ανάποδα και κάνει ζουμ ιν/ζουμ αουτ στη χαράδρα ενώ οι νεαροί έχουν πάθει αυχενικό χαζεύοντας την δική της και οι κυρίες μοιάζουν έτοιμες να ψάλλουν το τροπάριο της Κασσιανής. Ο ζωγράφος κρατάει τη βελόνα που μετράμε στο σχέδιο, μοιάζει λίγο με μαέστρος, όμως τους βάζει σε τάξη, ενώ εκείνη έχει ήδη μουδιάσει. Πώς θα μείνει έτσι για 4 ώρες; Τουλάχιστον με τα φυλλάδια κουνιέσαι και λίγο. Εδώ άμα κουνηθεί πάει η φωτιά, θα πηδήξει απέναντι. Δεν είμαστε για τέτοια.

    Μόνο το κεφάλι της διόρθωσε ο ζωγράφος. Αυτό το ¾ το κινηματογραφικό που το έχει από φυσικού της. Χαρτιά, πινέλα μουσική, ρολόι στον τοίχο. Δεν το είχε φανταστεί ακριβώς έτσι. Είχε στο μυαλό της 18χρονα και πιτσιρίκες που θα έβραζε το αίμα τους, θα ζωγράφιζαν όρθιοι με τέτοια ένταση που θα την ανατρίχιαζαν οι γραμμές από τα μολύβια τους στο χαρτί. Αυτοί κάθονται σε σκαμπό, σκύβουν πολύ μήπως δούνε κάτι περισσότερο από το πίρσινγκ στον αφαλό, χαμογελάει σαν πεθαμένη, κοιτάει και τον μαέστρο έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Αυτός βέβαια έχει το σωστό ύφος, τη σβελτάδα στα χέρια και τη ματιά που δεν διαφέρει πολύ από κάποιον που έχει συγκεντρωθεί να λύσει εξίσωση. Δεν ήθελε καν να δει τι φτιάχνουν οι άλλοι. Πάντως βλέπει νερομπογιές. Είναι και δύσκολη η ακουαρέλα. Δεν τους έδινε κάρβουνο μωρέ να την γεμίσουν μουτζούρες. Ετούτοι εδώ στάζουν έρωτα. Τα χαρτιά παπαριάζουν, τα χέρια τρέμουν και οι κυρίες σίγουρα ζωγραφίζουν λουλούδια και δράκους στην ρόμπα της. Η πλάτη της καίει. Οι προσαγωγοί τρέμουν και αυτό το ούτε-κάθομαι-ούτε-ξαπλώνω, αν και είναι η τέλεια ισομετρική άσκηση, την έχει πεθάνει.

    Τα παράθυρα ανοιχτά. Βρίσκεται μάλλον στον 8ο. Βγάζει ένα αεράκι, που κάπως φυσάει το σατέν και νιώθει πιο αμήχανα απο κύριο που του φυσάει ο νοτιάς το περουκίνι. Χαρούμενοι μικροί ζωγράφοι στην αίθουσα. Οι κυρίες γελάνε κρυφά, όμως όλοι ζωγραφίζουν. Τίποτα δεν χαλάει τη στιγμή. Μένει ήρεμη, το φάγαμε το μισό. Κάνει ταξίδια νοερά. Έγινε και μια μικρή παύση. Το δεύτερο κομμάτι πέρασε όπως στο σινεμά μετά το διάλειμμα. Είχε αλλάξει στάση. Ούτε που τη διόρθωσε κανείς. Είχαν πέσει οι ώμοι. Έκλεινε τα μάτια, τα άνοιγε. Το ίδιο εκανε και με τα πόδια. Εύχεται τουλάχιστον να έχει εμπνευστεί ο δάσκαλος. Τέλος χρόνου. Τα πινέλα κάτω. Κάτω κι εκείνη. Πονάει παντού. Εντελώς σαν να μοιράζει φυλλάδια. Πριν σηκωθεί, έριξε μια τελευταία μάτια στο κορμί της. “Φαντάσου πόση μπογιά θα έχουν χαλάσει για να φτιάξουν τόσες καμπύλες”, σκέφτηκε και γέλασε. Ο ζωγράφος είπε ευχαριστώ. Τα παιδιά την χειροκρότησαν. Έκανε και μια υπόκλιση χωρίς το χέρι στο στήθος. Έχει αγωνία. Γύρισαν τα σχέδιά προς το μέρος της. Όλοι έχουν ζωγραφίσει το πρόσωπο της. Αν και το μάθημα ήταν “πορτραίτο”, ο αέρας συνέχισε να της φυσάει τα εσώψυχα και να τα σκορπάει σαν φυλλάδια.

  • Εκεί που τελειώνουν τα βράχια

    Τον Σεπτέμβριο πηγαίναμε για μπάνιο στην πίσω παραλία. Περπατούσαμε για ώρα. Αρκούσε μια πετσέτα περασμένη στον λαιμό κι ένα παγούρι από φελιζόλ, που κρατούσε ο πατέρας μου. Στην τσάντα της μαμάς κάτι αυτοσχέδια μπουκαλάκια μαυρίσματος, με λάδι φαγητού, ξύδι και ιώδιο. Για την πείνα υπήρχε καρπούζι, συνήθως ολόκληρο, που το χώναμε στα χαλίκια κοντά στο κύμα, για να μείνει δροσερό. Ούτε φουσκωτά είχαμε, ούτε ρακέτες. Μόνο λαχτάρα να χαθούμε σε ένα διαφορετικό γαλάζιο και να βουλιάξουμε σε μια απάτητη άμμο. Μόλις τελειώναν τα βράχια, κατεβαίναμε άτσαλα τον αμμόλοφο και όταν φτάναμε κάτω σωριαζόμασταν όλοι ανάσκελα, μέχρι να περάσει το καρδιοχτύπι. Είχαμε σκιά στις σπηλιές. Ούτε τις πετσέτες στρώναμε. Την πέφταμε στα ζεστά χαλίκια, με μαξιλάρι τα τριχωτά χέρια του μπαμπά.

    Τώρα βλέπω τα βράχια απο μακριά. Νέοι εξερευνητές σκαρφαλώνουν. Μια πομπή. Ο πατέρας κουβαλάει το δικό του σταυρό, 4 μεταλλικές, σπαστές ξαπλώστρες, στην πλάτη. Φορητό ψυγείο. Σύνεργα ψαρέματος. Τα παιδιά φοράνε ογκώδη σωσίβια με μορφές ζώων. Θα μπορούσε άνετα να είναι νούμερο στο καρναβάλι του Μοσχάτου. Η μαμά κρατάει μια τσάντα, ή μια τσάντα κρατάει τη μαμά. Όλα είναι τεράστια. Το καπέλο της, τα γυαλιά της, τα νύχια της, οι σόλες από τα παπούτσια, η κοτσίδα από τα μαλλιά. Έχουν φτάσει στα μισά. Λογικά θα έχουν οπτική επαφή με την άλλη μεριά. Όμως δεν κοιτάζουν μπροστά. Κοιτάζουν κάτω. Μπροστά και πίσω και πάνω και κάτω και πέρα, κοιτάζει το drone τους. Αυτοί κοιτάζουν οθόνες. Κάνουν τσεκ ιν. Κάνουν ταγκ τα παιδιά τους. Δηλώνουν ευλογημένοι, στην τοποθεσία “βράχια”.

    Ο πατέρας μου ακουμπάει τα πόδια του στην κοιλιά μου, ενώνουμε τα χέρια και με σηκώνει. Βλέπω την παραλία απο ψηλά. Το νερό, τα χαλίκια. Με κουνάει πέρα-δώθε. Πετάω. Κάνει με το στόμα του βζζζζζζζζζζ. Κλείνω τα μάτια. Αεροπλανάκι. Ανοίγω τα μάτια. To drone.

  • Με στάση στη Λιοσίων

    Τη Λιοσίων την έχω συνδυάσει με την επιστροφή μου στην πόλη. Είναι ο πρώτος δρόμος που συναντάω βγαίνοντας απο το ΚΤΕΛ. Γνωρίζω καλά την μυρωδιά της: συνεργεία, βουλκανιζατέρ, ξυλουργεία. Τις μέρες με ζέστη και υγρασία αντί για χώμα, μυρίζει ο τόπος γράσο και λάστιχα. Ο ουρανός έχει πάντα αυτή την κιτρινίλα λες και καθρεφτίζονται πάνω του τα τόσα παρκαρισμένα ταξί προς πώληση. Αν είσαι τυχερός και βγάλει λίγο αέρα, γεμίζει ο τόπος πριονίδια από τις αυλές των εργοστασίων, που αιωρούνται και κάνουν το εφέ του κόκκου σαν τις παλιές φωτογραφίες.

    Τα μάτια σου τα βλέπουν όλα αλλιώς. Ακούραστα κορίτσια και αγόρια, φορτωμένα με σακίδια πλάτης, σέρνουν βαλίτσες. Γελάνε, μιλάνε δυνατά, αλλάζουν φιλιά αγκαλιασμένοι σα να βρίσκονται στα ασβεστωμένα σοκάκια των Σποράδων. Δίπλα, στην καυτή άσφαλτο, πάντα υπάρχει ένα ρυάκι με βρωμόνερα και γόπες τσιγάρων, που καταλήγει στον υπόνομο. Ο ήχος του νερού που κυλάει κάτω από τα πόδια σου, σε συνδυασμό με αυτόν που κάνει ο αέρας στα φύλλα απο τις νερατζιές, επιβεβαιώνουν την έκφραση, “εσύ θα φύγεις από το χωριό, το χωριό δεν θα φύγει ποτέ από μέσα σου”. Αυτό το βλέπεις και μπροστά στα μάτια σου δηλαδή. Απέναντι στην στάση του λεωφορείου, ένας μπάρμπας με κιτρινισμένο μουστάκι και γκλίτσα κρατάει ένα τεράστιο χαρτόκουτο με κάτι ζωντανό μέσα. Και τα πρεζόνια έχουν τη θέση τους και τον μοναδικό τρόπο να σε πείσουν να τους δώσεις ένα ευρώ. Τα κουστούμια περπατάνε νευρικά και βρίζουν όταν πέσει λάσπη στην τσάκιση. Κοιτάζουν το ρολόι. Περιμένουν συνήθως τη γραμμή για αεροδρόμιο. Τα τακούνια δεν στέκονται λεπτό. “Ταξί! Ταξί!” Oι πιτσιρίκες προσφέρουν θέαμα τουρλωμένες πάνω σε μηχανές.

    Αυτοί, και όλοι οι υπόλοιποι, άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, ο τύπος με το ξύλινο κοντάρι και τα σφηνωμένα λαχεία, το πρεζόνι που δίπλωσε στα δύο σαν πορτοφόλι, οι εργάτες που γυρίζουν στα σπίτια τους, απλά υπάρχουν στη Λιοσίων σαν χρωματιστές πιτσιλιές σε πίνακα του Πόλοκ. Μια πρώτη εικόνα για όσα θα δεις στη συνέχεια στη γκαλερί.

  • Τα 5 αδέρφια

    Παραθαλάσσιο ταβερνάκι. Γαλάζια πινακίδα, κύματα, αφρός, μια γοργόνα, μια τρίαινα στη γωνιά, μάλλον ο Ποσειδώνας, αλλά του βγήκε του καλλιτέχνη ίδιος ο συγχωρεμένος ο Γεννηματάς. Στη μέση, με φαρδιές πινελιές, “Τα 5 Αδέρφια”. Κατευθείαν σκέφτεσαι τη φουκαριάρα τη μάνα τους, πέντε παιδιά, πώς τα έφερε βόλτα. Εδώ ένα κάναμε και λέμε αμάν κάθε που βγαίνουμε. Αλλά είναι πολύ μεσημέρι για να σε απασχολεί η υπογεννητικότητα, και το θερμόμετρο δείχνει 40 βαθμούς Κελσίου.

    Από μυρωδιές πάμε καλά. Ο αέρας φέρνει σκίνο, θυμάρι και αλμύρα. Σκιά και μελαγχολική απόσταση στα έρημα τραπέζια. Καθίσαμε έξω-έξω. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται είναι να ξεκινήσω με τη φράση “Λοιπόν αδερφέ, τι καλό έχεις σήμερα;” αφού σίγουρα ένας απο τους 5 θα έρθει για παραγγελία. Τους έβλεπες στην κουζίνα: Μια κοψιά, μαύρα παντελόνια, άσπρα πουκάμισα, το μπλοκάκι για την κλήση στο τσεπάκι, μουσική δεν έχει το μαγαζί αλλά εγώ μουρμουράω, με τον μπαγλαμά τ’ αδέρφι του, που του ‘φτιαχνε το κέφι του. Ποιο κέφι δηλαδή, σκέψου να τελειώσει η μέρα και να πρέπει να μοιράσεις ό,τι έβγαλες στα 5. Εδώ έχεις έναν αδερφό και είστε στα μαχαίρια για 200 μέτρα γη στο Κρανίδι. Τέλος πάντων. Το τραπεζομάντιλο, χάρτης της Σαρωνίδας. Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ. Όχι με λεπτομέρειες. Αυτό το παχύ μπλε περίγραμμα. Όταν ήπια το πρώτο ούζο, νόμιζα ότι είμαι στη Ρόδο. Έκανα μαντεψιά πού ακριβώς είμαστε και έβαλα την αλατιέρα σαν στίγμα gps. Πίσω, εκείνη η γυάλα που ως πέρσι είχε μέσα αστακούς, αληθινούς ή κουρδιστούς δεν έχει σημασία, φέτος έχει μόνο γραμμές από άλατα. Τελικά τι έχει για φαγητό; Της ώρας; Ωχ αδερφέ, της ώρας της ημέρας, ο χρόνος είναι σχετικός. Σαρδέλες, κολοκυθάκια με κουρκούτι που θα ταίριαζε πιο πολύ σε μπακαλιάρο, χόρτα μαζεμένα από ‘κει γύρω, χωριάτικη, καλαμαράκια, ψωμί πατάτες. Όταν ειπώθηκε η λέξη πατάτες είπε “εμείς τις καθαρίζουμε.” Αυτό έλειπε ρε παιδιά, 5 νοματαίοι εκεί μέσα και να τις καθαρίσουμε εμείς.

    Πήγε αυτός, ήρθε ο άλλος, άλλος έψησε, άλλος έκανε τη λάντζα, άλλος έφερε το χαρτάκι. Κάτω από τη γραμμή της πρόσθεσης έγραφε 42,80. Εκείνη τη στιγμή νιώσαμε σαν ρεπόρτερ του Σταρ. Ακούσαμε και ότι δεν πάει άλλο αυτό το χάλι, ότι τους έχει γονατίσει η κρίση, ότι δεν ξέρουνε τι τους ξημερώνει και ότι τα χρέη τους είναι βουνό.

    Άφησα στο τραπέζι τα χρήματα. Σκέφτηκα ότι είμαστε όλοι αδέρφια.

  • Επιλέξτε διαδρομή

    Επιτέλους συνάντηση. Χαμόγελα, αγγίγματα, τι θα πιεις; Μια βότκα λεμόνι, φέρε μας δύο, ρούχα ελαφριά, σημάδια απο τιράντες του μαγιό στον λαιμό, διάθεση για παιχνίδια, πουλάκια, πεταλούδες, μυρίζει το δέρμα πολύ καλύτερα απ’ ό,τι το χώμα μετά τη βροχή, γουλιές αλκοόλ πελεκανίσιες, άι κόντακτ.
    Αυτή: λοιπόν, τι ψάχνεις; Ο άλλος έχει μέσα στο στόμα του ένα τρομαγμένο πουλάκι που χτυπάει στα μάγουλά του, περνάει ανάμεσα απο τα δόντια του, πάει προς τον oισοφάγο, του κλείνει την ανάσα, βρίσκει ουρανίσκο, φτερουγίζει να το ξεστομίσει, αλλά τελικά το καταπίνει με το ζόρι. Συνεχίζει να την κοιτάζει, ενώ μέσα του ξέρει πως έτσι τελειώνουν όλα. Είναι σα να έχεις στην τσέπη 1,20. Θες να βγεις να πάρεις αέρα, και ο αυτόματος πωλητής σου λέει, επιλέξτε διαδρομή. Εσύ θες απλά να φύγεις. Να δεις και ουρανό να δεις και κόσμο, να βουλιάξεις στην άμμο, να γδαρθείς στην άσφαλτο, να δεις σκιές από σμήνη πουλιών, να κουβεντιάσεις για ώρα με έναν πολύχρωμο παπαγάλο που λέει λέει ό,τι λες. Και ίσως να κρεμάσεις ένα κλουβί σε εκείνη την πρόκα που έμεινε για χρόνια άδεια στον τοίχο του μπαλκονιού σου. Να το γεμίσεις ταΐστρες και ποτίστρες για εκείνη την καρδερίνα που θα κρατήσεις πίσω από τα κάγκελα, να τραγουδάει καλημέρες μόνο σε σένα.
    Τώρα το τίποτα είναι στα σωθικά του. Το στόμα του ελεύθερο. Το πορτάκι ανοιχτό.
    Η αλήθεια είναι ότι δεν ψάχνω κάτι. Έχω τα χρονάκια μου, αλλά κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω σα να βγήκα μόλις απο το αυγό. Θέλω να τεντωθώ σα να ξύπνησα από απογευματινό ύπνο σε αιώρα. Περπατάω αργά, όλα είναι πρωτόγνωρα. Κάποιες στιγμές νιώθω αδύναμος, άλλες πάλι ο πιο δυνατός του κόσμου. Είναι και που δεν ξέρω από πού κρατάει η σκούφια μου. Με γέννησε κότα η γερακίνα; Χρειάζομαι λίγη φόρα και ευνοϊκό άνεμο για να κάνω μια ακόμα πτήση.
    Κατάπιε το οινόπνευμα που είχε κρατήσει στο στόμα σα να πονούσε το δόντι. Ήταν η στιγμή που το τρομαγμένο πουλί βράχηκε και βγήκε από το στόμα του βαμμένο μαύρο. Κάθισε στο τραπέζι. Κοίταξε στα μάτια αυτή τη σουσουράδα και είπε 3 φορές τη λέξη τίποτα.