Author: Ελένη Σούμμα

  • Χαιρετισμοί

    Δεν έχει βγει ακόμα ο ήλιος, έξω έχει ομίχλη σαν τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Μέσα σε μια πάνινη πετσέτα, ένα κομμάτι κεφαλοτύρι λύσσα, και ψωμί. Ο παππούς μου έχει ένα πολύ μακρύ καλάμι που έκοψε από το ποτάμι. Γερό στη βάση, και πολύ ευλύγιστο μπροστά. Πετονιά, βαρίδια, αγκίστρι κι ένα κεραμιδί κυκλικό φελιζόλ από δίχτυα, που βρήκαμε στη θάλασσα μετά τη φουρτούνα. Για δόλωμα έχει πάρει μια σφηκοφωλιά, που ακόμη τα έντομα είναι στο κουκούλι.

    Δεν συζητάμε με κανέναν για αυτά. Είναι τα μεγάλα μυστικά. Και το μέρος που ψαρεύουμε είναι κρυφό. Μια βοθάνα δίπλα στο ποτάμι. Έτσι λέει ο παππούς μου αυτό το άνοιγμα, που μοιάζει με λίμνη. Από το σπίτι μας είναι περίπου μισή ώρα με τα πόδια. Δεν οδηγεί. Είχε ποδήλατο, αλλά τώρα πια δεν το γουστάρει.

    Είμαι 8 χρόνων, με όλες τις συνήθειες και τη σκληράδα που έχουν τα αγόρια. Ούτε κοτσιδάκια στο μαλλί, ούτε μπούκλες. Όλα κοντά, ίσωμα. Δεν με κρατάει από το χέρι, ούτε λέμε πολλά στο δρόμο. Εκείνος τα ψαρικά, εγώ το καλάθι με την δύναμή μας. Πρέπει να περάσουμε από ακόμα ένα μέρος που δεν θα μάθει ποτέ κανείς. Ομερτά. Είναι μια παράγκα μέσα στα δέντρα. Στο πίσω μέρος έχει κρυμμένο μπουκάλι, συνήθως με ούζο.

    Είναι αλκοολικός. Πέφτει πολύ μάλωμα στο σπίτι. Του κάνουν τη ζωή μαύρη. Η γιαγιά, τα παιδιά του. Δεν τον είδα ποτέ βίαιο. Το μεθύσι του είναι παραπονιάρικο. Έχασε βλέπεις το 24χρονο παιδί του μια πρωτοχρονιά σε τροχαίο. Η γιαγιά το πένθος της το ούρλιαξε, έβαλε μαύρα, έδεσε στο κεφάλι μαντήλι, χτυπήθηκε στα μνήματα, λιποθύμησε κάθε φορά που άκουσε το όνομα του γιου της. Εκείνος στέγνωσε από δάκρυα. Έκοψε και το μούσι. Πίνει μεγάλες ποσότητες και αντέχει. Σωματικά αντέχει, κατά τα άλλα, η ψυχή του το ξέρει. Είμαστε αυτοκόλλητοι, σέβομαι την αδυναμία του στο οινόπνευμα, βοηθάω στις καβάντζες, κλέβω από το σπίτι μπουκάλια γεμάτα, αλλάζουμε τις συσκευασίες. Δηλαδή μπορεί να βρεις τσίπουρο ακόμα και σε μπιτόνι από βενζίνη στην αποθήκη.

    Πήραμε το καύσιμο. Πίνει επιτόπου αρκετό, ηρεμεί το πρόσωπο του και το τρέμουλο στα χέρια. Φτάνουμε. Μόλις καθόμαστε, μου δείχνει όλο περηφάνια τις δυο ολοκαίνουργιες σαγιονάρες στο νούμερο 43 που ξέβρασε το κύμα, είναι διαφορετικές αλλά ποιος νοιάζεται; Πίνοντας μου λέει για πολλοστή φορά την ιστορία που φύγανε με καΐκι από την Κύμη να πάνε στη Τζια με τον φίλο του. Τους έπιασε καιρός στα ανοιχτά και κοντέψανε να πνιγούνε. Στο ποτάμι, κάτω από τα πλατάνια, μοιάζει με εκδρομή στο βουνό και ας είμαστε 200 μέτρα από τη θάλασσα. Άλλος αέρας. Χελώνες, νερόφιδα, δεντρογαλιές. Πραγματική περιπέτεια. Το μπουκάλι πετάει στο ορμητικό νερό. Μήνυμα μέσα δεν έχει, αλλά κλείνει μεγάλη θλίψη και πόνο.

    Δεν έχει υπομονή με το ψάρεμα, είναι απλά δικαιολογία για φευγιό. Το ξέρω και το ξέρει. Όταν το καλάθι μας δεν έχει ούτε λέπι, γυρίζουμε στα σκίνα για μια χεριά οβριές, ή πικροράδικα, να δείξουμε ότι κουραστήκαμε. Το ψωμοτύρι το τρώμε στο γυρισμό, αφού ακόμα είναι πρωί. Προτού πάρουμε την τελευταία στροφή για το σπίτι, εκεί στις κουκουναριές, σκύβει στα γόνατα και κάνουμε τον χαιρετισμό που ξέρουν μόνο τα παιδιά και οι γκάνγκστερς. Με κλειστό μέσο και παράμεσο, ενώνουμε το μικρό μας δαχτυλάκι με τους δείκτες και τους αντίχειρες. Έτσι μένουν ασφαλή τα μυστικά μας.

    Μέχρι να πεθάνει στα 93, όχι από κίρρωση του ήπατος, άκουσα για το ταξίδι στη Τζια αμέτρητες φορές. Μπήκα μαζί του στη βάρκα και δοκιμαστήκαμε σε αυγουστιάτικα μελτέμια. Πρόλαβα να κάνω μαζί του μεθύσια, χωρίς ποτέ να με μαλώσει. Μόνο να τον χαιρετίσω δεν πρόλαβα, και μου λείπει αυτή η στιγμιαία, αιώνια επαφή στα δάχτυλα.

  • Μεγάλο Σάββατο 2021

    Αγαπητό μου ημερολόγιο,

    Κανένα συγγραφικό μου τέχνασμα και καμία ανάμνηση δεν κατάφεραν να με πάρουν μακριά από το τώρα. Είμαι στο άνετο διαμέρισμά μου που απέκτησα με κόπο, τον καιρό που δεν είχε τίποτα μεγαλύτερη σημασία, από το να έχεις ένα δικό σου κεραμίδι. Πίνω καφέ στο μεγάλο μπαλκόνι με τα λουλούδια, που είναι στα καλύτερά τους. Δεν θέλω να ξανακούσω ποτέ για την άνοιξη που αν δεν την βρεις την φτιάχνεις. Αυτό το κάνω με τη μαγιονέζα και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.

    Λιβανιστήρια, εικονοστάσι με αγιασμό, και στέφανα μέσα σε θήκη, δεν έχω. Ούτε καντήλι να ανάψω έστω για σήμερα, κι ας μην πιστεύω. Αυτή η φλογίτσα έχει κάτι αισιόδοξο. Μοιάζει με το κεράκι που καίει στα πρώτα σου γενέθλια, που έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου να χαρείς, να πετύχεις, να φας την τούρτα σου, να φας τα μούτρα σου.

    Οι φίλοι δεν κλείστηκαν τώρα στα σπίτια τους. Το έχουν κάνει συνειδητά εδώ και χρόνια. Ατομικός πολιτισμός. Η δική σου μοναδική αισθητική, ανέχεται μόνο το δικό σου αστείο, τη δική σου άποψη, κουνάς ρυθμικά τα πόδια, μόνο με την δική σου γιου τιουμπ λιστ. Την αναμνηστική φωτογραφία από την Ανάσταση του 2021, δεν θα σου την τραβήξει κανείς. Μια χαρά μπορείς μόνος σου, που ξέρεις τις γωνίες, κάτω από το φως που σε κολακεύει, που ξέρεις πιο είναι το καλό σου προφίλ.

    Για βράδυ κάνουμε διατροφή, θα φάμε σαλάτα και φιλέτο κοτόπουλο και μηλίτη με στέβια. Το τελευταίο γεύμα  της ημέρας είναι για εμάς στις 9. Αλλά θα μείνουμε ξύπνιοι (και σίγουρα πεινασμένοι) ως τις 12. Θα μου πεις και να θέλαμε να κοιμηθούμε, θα γίνει τέτοιος χαμός με τα βαρελότα που θα πεταχτούμε στον αέρα. Όταν είσαι στην εκκλησία τα μπαμ μπουμ καλύπτουν την θεία λειτουργία. Ο θόρυβος πάντα σε γλιτώνει από κάτι. Όπως τα παιδάκια βάζουν το χέρι στα αυτιά και κάνουν συνεχόμενο ηηηηηηη για να γλιτώσουν την μουρμούρα της μαμάς.

    Αύριο, Κυριακή του Πάσχα, θα είναι κάπως αλλιώς. Στα γύρω μπαλκόνια γίνεται συνήθως γλέντι. Όλοι αυτοί που έκαναν τρισάγιο σε Μπάουι,  Αρίθα Φράνκλιν και Λέμι, χορεύουν σε βαλκανική εκτέλεση το «στου παιδιού μου τη χαρά έσφαξα έναν κόκορα». Μετά τους κουβαλάνε λιώμα στην πλάτη οι συγγενείς, όπως ο Τρίτσης το σακάκι του.

    Πήρα και άλλη μια σημαντική απόφαση. Το κρέας και μια μερίδα κοκορέτσι θα έρθει στην πόρτα μας με ντελίβερι, όπως ακριβώς και οι ευχές των δικών μας ανθρώπων και των πιστών μας φόλοουερς.

  • Πάμε μπουζούκια;

    Για πρώτη φορά είδα μπουζούκια μέσα από τα μάτια του Γιάννη Δαλιανίδη. Γυναίκες ντυμένες με χάρτινα φουστανάκια Μανίνα-Κατερίνα, ξανθά κοντά μαλλιά, ασάλευτα από τη λακ, και μελαχρινές, ντίβες από γεννησιμιού τους, που καπνίζουν λοξά. Άνθρωποι καθιστοί σε πλήρη ηρεμία και τάξη, πίνουν βερμούτ σε μπομπέ ποτήρια, τρώνε φρουτάκια κομμένα με τσέρκι αστεράκι.

    Η ορχήστρα γρατζουνάει σβηστά όργανα. Λατρεμένο κάδρο του Γιάννη, κοντινό στην τραγουδίστρια με το παχύ αϊλάινερ, που στηρίζεται σε δοκάρι και ανοιγοκλείνει το στόμα χωρίς να πετυχαίνει το πλέι μπακ. Η πίστα είναι απάτητη σαν το φεγγάρι. Σημαιάκι καρφώνουν μόνο τα μπαλέτα του Μεταξόπουλου και του Σειληνού. Στα όνειρα, μας ξεσηκώνει η τσίτσιδη Καραγιάννη με τα τούλια, τις σκέτες χάντρες κολλημένες αντί για εσώρουχα και το μπέλι ντανς που ανασταίνει νεκρούς.

    Σαν παιδάκι, κοιμήθηκα πολλές φορές σε ενωμένες καρέκλες ακούγοντας Στράτο σε ντουέτα στόμα με στόμα με το αίσθημα. Ο κόσμος αρρωσταίνει με τους στίχους του Μουσαφίρη. Το συναίσθημα τους χτυπάει στο στήθος, εκεί φωλιάζουν και οι γαρδένιες. Στην πίστα αιωρούνται πεντοχίλιαρα και σατέν πειρασμοί.

    Έφηβη πηγαίνω συνειδητά στον Μαργαρίτη που τσαλακώνει το στόμα με τραγουδιστικά τσαλίμια, ατμός Iron Maiden, σόλα ηλεκτρικό μπουζούκι. Έχουμε περάσει στα γαρύφαλλα, τα μικρόφωνα έχουν ακόμα καλώδιο, πρώτο όνομα δεν υπάρχει, όποιος είναι στην πίστα μαζί του είναι φίρμα. Κάποια ακούει στο όνομα Στανίση, άλλη στο Άντζελα. Ο χορός είναι ελεύθερος, το ίδιο νιώθουν και οι παρευρισκόμενοι. Αργότερα ερωτεύομαι τον Αδαμαντίδη και έχω την ευκαιρία να του το πω στο αυτί, το οποίο μάλλον δεν ιδρώνει. Βγάζουμε φωτογραφίες, δέχεται κέρασμα ουίσκι σε νεροπότηρο. Τα πανέρια με τα λουλούδια ακόμα έχουν νορμάλ τιμή και είναι ψάθινα. Κλείνουν σπίτια από κουμπάρες ξεμυαλίστρες. Μισά μπουκάλια αλκοόλ, κάβα για την επόμενη.

    Τα χρόνια περνάνε. Ανεβαίνουμε πίστα. Ρουβάδες στο Ρεξ κάνουν πτήσεις ντυμένοι άγγελοι, πάνω από τα κεφάλια γλεντζέδων, πρόθυμων να πληρώσουν 200 ευρώ τη φιάλη ουίσκι, μπάρμπι με φορέματα αλουμινόχαρτο και τσαντάκια όσο ένα πακέτο τσιγάρα χορεύουν ξεκούρδιστες, το δισκάκι με τα παρελκόμενα έχει ανανά και μάνγκο, ποζάρουν στον κομπάρσο φωτογράφο κλείνοντας τα μάτια στο φλας που αστράφτει, πληρώνουν όσο-όσο για καλύτερη λήψη και ας έχει κόκκινα μάτια. Φτάνουν στην τουαλέτα παραπατώντας, χωρίζουν, ερωτεύονται, πεθαίνουν, ξαναγεννιούνται μέχρι να τελειώσει το δεύτερο πρόγραμμα. Αυτό μ’ αρέσει λιγότερο. Στην ίδια Αθήνα, ο Καρράς δεν κόβει το προγούλι, ούτε ο Τερζής βγάζει τα φρύδια του. Ο Γονίδης εντάξει, το φορεί το στρας και ο Γιώργος την υποστηρίζει την φούστα.

    Είδα για λίγα λεπτά το «Βινύλιο» και το αφιέρωμα στα ξενυχτάδικα (αν και αυτοί ό,τι εκπομπή και να κάνουν, εγώ θα τους λέω «Αρβύλα»). Παρουσίασαν τους θαμώνες των λαϊκών κέντρων με την αισθητική του Σεφερλή, γιακάδες, τριχωτά στήθη, κραυγές Νεάντερνταλ. Δεν παρέλειψαν να κάνουν παρωδία την δυνατή σκηνή, από το «Όλα είναι δρόμος» του Βούλγαρη κι έσπασαν με βαριοπούλα λεκάνη τουαλέτας στο πλατό, χωμένοι σε βουνά χαρτοπετσέτας και μωβ λεντ.

    Αν και κάθε εποχή έχει τα δικά της, όλες έχουν κάτι κοινό. Ανθρώπους που αισθάνονται τα λαϊκά τραγούδια με το κλειδί της ποίησης. Χαρά, θλίψη, καψούρα, παράπονο. Ηχητική παρακεταμόλη. Πάντα θα υπάρχει αυτός που γίνεται λειώμα για ένα κορμί σαν χέλι, και κάποια θα την στέλνουν στον Άδη τα βήματα ενός ντελικανή που χορεύει ζεϊμπέκικο.

    Βλέπετε, κύριε Κανάκη, δεν άκουγαν όλων μας οι γονείς τους Led Zeppelin.

  • Στο τέλος, θα φάμε τα μουστάκια μας

    Τα συνηθίσαμε τα σκουπίδια. Έχουμε πατήσει πάνω σε αναποδογυρισμένους κάδους για να διασχίσουμε ένα μικρό δρομάκι, έχουμε περάσει δίπλα σε πολύχρωμα βουνά από δαύτα, που έφταναν ως το μπαλκόνι του πρώτου, όταν οι υπάλληλοι καθαριότητας απεργούσαν. Έχουμε βγει από τη θάλασσα έχοντας κολλημένο πάνω μας χαρτί κουκουρούκου, έχουμε ψαρέψει γαλότσα. Τηλεοπτικά σκουπίδια στο πλατό της Ανίτας. Άλλες φορές μας τάισε ιστορίες με ανθρώπους ψυχικά άρρωστους, άλλες με παραμύθια πληρωμένων ψώνιων και ντεμοντέ μαγκιές, “φυλακτουίτα.” Μητσοτάκηδες-κλώνοι σε όλα τα πόστα, με τα τρομακτικά εκείνα μάτια συνεχώς σε διαστολή, γινόμαστε καθημερινά τα σκουπίδια τους, αφού με ευκολία μας στοιβάζουν σε ουρές του ΟΑΕΔ, σε λεωφορεία, σε εμβολιαστικά κέντρα και δανεικά κρεβάτια ΜΕΘ. Αν δεν τα καταφέρουμε απλά θα κλείσουν το καπάκι. Καπάκι ο Μένος με τα skinny trendy κοστούμια και το μαλλί αλλουνού, που ασχολείται με την ανακύκλωση. Με τα απορρίμματα που έχουν πολτοποιηθεί σε τενεκέδες και η βρώμα τους είναι δυσβάστακτη. Τότε αναλαμβάνει αυτός να μας φρεσκάρει τη σαπίλα με αμπούλες χρυσού, χαβιάρι και πολιτική ατζέντα υαλουρονικού οράματος. Πατούληδες και Μαρίνες με χρυσά δάκρυα και περιττώματα, που επιπλέουν όσες φορές και να πατηθεί το καζανάκι.

    Αμπαρωμένοι στα σπίτια μας προσπαθούμε με ό,τι μέσο διαθέτει ο καθένας να κρατήσει την ψυχική του υγεία, μήπως και τη βγάλει καθαρή. Ένα πιάτο σπιτικό φαΐ πάντα βοηθάει. Όμως βρήκαν τον τρόπο οι σεφ της καρδιάς μας να μας δείξουν πώς να τρώμε και τα σκουπίδια. Όλοι ξέρουμε, όλοι έχουμε δει ανθρώπους στους κάδους τη νύχτα. Όμως τώρα είναι κάτι διαφορετικό. Η εκπομπή μοιάζει με φάρσα. Τα παιδιά, άλλα αηδιασμένα και άλλα σε τρομερή έκσταση, κατάφεραν να ζωγραφίσουν στο τεστ δημιουργικότητας. Μια σακούλα χοντρό λιπαρό δέρμα κοτόπουλου που μοιάζει με το μείγμα που βγαίνει από σωληνάκι στη λιποαναρρόφηση κοιλιάς, το κάνουν κάτι που μοιάζει με μαργαρίνη. Ωραιότατη μαρμελάδα από φλούδες πατάτας, κάτι ζελέδες με τα σπόρια ντομάτας, τις κουκούλες από το χταπόδι ξέρω ‘γώ. Τις φούσκωσαν σαν βυζιά σιλικόνης. Είχε πολλά ακόμη ο πάγκος, και μέσα σε αυτά, κοτσάνια από μπρόκολα και φυσικά το απόλυτο γκουρμέ συστατικό, που δεν ήταν άλλο από τα μουστάκια των φρέσκων κρεμμυδιών, ναι αυτά, που όσο και να τα πλύνεις θα βρεις ενδιάμεσα χώμα και πέτρες. Τα τηγάνισε κάποιος Ιωάννης και τα φάγανε.

    Καλή ή προσπάθεια, καλό και το οικολογικό μήνυμα “Στην κουζίνα δεν πετάμε τίποτα.” Εμείς λοιπόν η γενιά των καθόλου και των λίγων ευρώ, πηγαίνουμε στο χασάπη για μισό κιλό κρέας και του ζητάμε να είναι “καθαρό”, δηλαδή με το μαχαίρι να πετάξει νεύρα, χόνδρους και λίπος. Τρώμε σαρδέλες ή γαύρο, αλλά τα ψειρίζουμε μια ώρα για να δούμε αν έχουν σφιχτό δέρμα και καθαρά μάτια. Τις ρημάδες τις φλούδες από τις πατάτες τις ρίχνουμε στη σακούλα, άντε για τους πιο ψαγμένους γίνονται λίπασμα κομπόστ. Δεν αντέχουμε άλλα σκουπίδια ρε σεις, αν συνεχίσετε έτσι στο τέλος σίγουρα θα τα φάμε τα μουστάκια μας, τα κανονικά, και θα ‘ναι κρίσπι.

  • Εμείς και οι Άλλοι

    Όσο προχωράμε στο παρακάτω γινόμαστε φτωχότεροι. Λιγοστεύουν τα χρήματα, λιγοστεύει η όρεξη να υιοθετήσουμε θεωρίες σοφών, λιγοστεύουν οι ήρωες, λιγοστεύουν γενικά οι άνθρωποι. Έσβησε εκείνος ο γείτονας που δεν του είχα μιλήσει ποτέ, αλλά έκανε παρέα στα μάτια μου κάθε πρωί. Πήγαινε πέρα-δώθε στο μπαλκόνι με μια άσπρη φανέλα, λες κι ήταν απλωμένος σε μπουγάδα. Τώρα βλέπω δυο-τρεις γλάστρες με ξερά κλωνάρια, κι ένα πλαστικό τραπέζι με κακοστρωμένο μουσαμά. Άλλος τη βιώνει τη φτώχεια με στυλ και περηφάνεια, κρύβοντας πίσω από χρωματιστά χαμόγελα αυτό που περνάει, άλλος φωνάζει βοήθεια όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, κατηγορώντας τους άλλους και την τύχη του, κι άλλος σηκώνει τα χέρια ψηλά, παραδομένος και ηττημένος, ζώντας μέσα στο τούνελ σαν ανθρακωρύχος που έχει εγκλωβιστεί μετά από έκρηξη.

    Φτωχότεροι, χωρίς γονείς. Όχι, δεν μας λείπουν ούτε οι συμβουλές, ούτε το μάλωμα. Είναι εκείνη η θέση στο τραπέζι που όποιος και να καθίσει, εσύ θα τη βλέπεις πάντα αδειανή. Φτωχότεροι και από φίλους. Όχι, οι 2.500 φόλοερς δεν είναι φίλοι. Γίναμε πάλι εμείς και οι άλλοι. Εμείς φυλακισμένοι στο σπίτι προσπαθώντας να πετύχουμε χρυσή κρούστα στον μπακαλιάρο και να βρούμε έξυπνα κόλπα να φύγει η μυρωδιά του σκόρδου από την ανάσα μας. Οι άλλοι έξω, με ορεκτικό, κυρίως και επιδόρπιο, με αυτιά βουλωμένα που δεν ακούν τίποτα άλλο από το “κάπνισμα” του σολωμού. Εμείς στο σπίτι, κρυβόμαστε από τις εισπρακτικές γιατί έχουμε μεγάλο φέσι, οι άλλοι έξω με μικρό φέσι-τσαντάκι που χωράει τον προϋπολογισμό του έτους.

    Κυματιστή η σημαία σε μπλούζες, κασκέτα, πετσέτες θαλάσσης, αερογράφος σε πόρτες φορτηγών. Η δική μας σημαία είναι στην ταράτσα, την έχει κάνει κουρέλι ο αέρας, καταδικασμένη να γλείφει για πάντα τσιμέντα και κάγκελα, και να φιλάει σταυρό. Η δική σας σημαία είναι μπλε και άσπρα λουλούδια μέσα σε πράσινο λιβάδι. Αύριο θα έχει ξεραθεί και θα την μαζέψουν οι υπάλληλοι του Δήμου, για να πάρει τη θέση της μια υπέρλαμπρη φάτνη.

  • Λίγο πριν την Άνοιξη

    Το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη πέρασε και μας βρήκε να φοράμε ταμπελάκι με τη λέξη “κλειστά”. Ας μην αλλάξουμε την συνταγή για το τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας. Ας φάει ο καθένας μας ξεχωριστά το κερωμένο αυγοτάραχο Μεσολογγίου και τις 2κιλες κολωχτύπες που θα βράσουμε ζωντανές για μην χάσουν ούτε γραμμάριο από τη γευστική τους σάρκα. Δεν έχουμε ανάγκη από κανένα ταβερνάκι να μας σερβίρει όστρακα χωρίς ακαθαρσίες και άμμο. Είμαστε επιμελείς. Παρακολουθήσαμε το σωστό μάστερ κλας, κρατήσαμε σημειώσεις. ΜΗ γελάτε. Μείνετε σοβαροί και ανέκφραστοι θεατές των εξελίξεων. Κάντε ευγενικό και αθόρυβο ανμπόξινγκ ο ένας στον άλλον. Προσοχή μην ακουστούν ηδονικοί ήχοι, ύποπτοι για διασπορά ελπίδας. Να μην επιτρέψετε σε καμία κιλότα Victoria’s Secret να σκιστεί. Ούτε χέρι απο σκοινί χαρταετού να σκιστεί. Αφήστε τους ουρανούς επιτέλους άδειους για τα drones της αστυνομίας και τα ελικόπτερα που φροντίζουν την ασφάλειά μας. Δεν βαρέθηκες τόσα χρόνια το μασκάρεμα; Πες μου τώρα ρε Τάκη, ότι σου έλειψε να βάλεις περούκα, κραγιόν στις χειλάρες σου, πορτοκάλια για βυζιά, μίνι φούστα, καλσόν, να γράφει από μέσα η τρίχα και να χορεύεις τσιφτετέλι στα στενά του Ψυρρή με ροζ ρόπαλο/πιπίνι στο χέρι. Κλείσε τα αυτιά σου σε οποιοδήποτε κάλεσμα διαμαρτυρίας. Σκίσε τα χαρτάκια στο δρόμο που ζητάνε από τον φόβο να αλλάξει στρατόπεδο. Φόρα καλύτερα την πυτζάμα την καρό, που έχει πάρει το σχήμα σου και τις συνήθειές σου. Ακόμα και όταν είσαι όρθιος, η πυτζάμα κάθεται. Άκου αυτόν τον τύπο με το κουστούμι και τα σταυρωμένα χέρια. Γι’ αυτόν χαρταετοί είμαστε όλοι εμείς. Μας αφήνει να πετάξουμε αλλά αυτός ελέγχει το μήκος από το σκοινί. Μόνο να μην ξεχνάει ότι οι χαρταετοί λατρεύουν να μπερδεύονται σε ανθισμένες αμυγδαλιές, είναι φτιαγμένοι να δημιουργούν σπινθήρες και βραχυκυλώματα σε καλώδια της ΔΕΗ, να κόβουν σκοινιά και να πετάνε ελεύθεροι στον ουρανό, και ας ξέρουν ότι θα ακολουθήσει ανώμαλη προσγείωση.

  • Ξημερώνει και βραδιάζει

     Ανατολή ηλίου 6:45, δύση 18:27 θερμοκρασία 15° C. Πραγματική αίσθηση 15.9° C. Ηλιοφάνεια. Πιθανότητα βροχής 6%.

    Ο καιρός επηρεάζει αρκετά την διάθεση μου. Φροντίζω λοιπόν πάντα να ενημερώνομαι, συνήθως με το που ξυπνάω. Τώρα για πότε έφτασε κιόλας νύχτα, μη με ρωτάς. Έκανα μπάνιο, φόρεσα μια ζεστή ρόμπα, δίπλωσα τα κουρασμένα πόδια μου στον καναπέ. Μια κούραση που δεν ήρθε από το πέρα-δώθε σαλόνι / κουζίνα / μπαλκόνι, αλλά από το περίμενε. Η τηλεόραση μου δείχνει όσα έγιναν σήμερα, έξω από τα τετραγωνικά μου. Υπερανάλυση. Ποσοστά και γραφήματα, ανά ημέρα, εβδομάδα, μήνα. Ελεύθερες κλίνες ΜΕΘ, ελεύθερες απόψεις, ελεύθερες μετακινήσεις δεν προβλέπονται. Προχθές ο Κωστής μου έστειλε μήνυμα από το Αττικό. “Ευτυχώς το πρόλαβα. Μπαίνω στο οξυγόνο”. Δυο μέρες μετά πήραμε ενημέρωση από το προφίλ του: “Φίλοι μου, η θλίψη μας είναι τεράστια, ο αδερφός μου ο Κωστής Τ. δεν τα κατάφερε. Μας άφησε σήμερα στις 10.45.” Κατάπια τα δάκρυα. Μέχρι τώρα εγώ είμαι υγιής. Να χτυπήσω ξύλο. Ξύλο. Άνθρωποι χτυπάνε ανθρώπους. Πόση βία να ακούσουν τα μάτια μας. Ρεπορτάζ “3-5 Πηγάδια, σε απόγνωση οι ξενοδόχοι που βλέπουν το χιόνι να λιώνει απάτητο.” Μωβ γράμματα. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΟΙΞΑΝ ΤΑ ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΚΑ? Σεισμός. Χαλάσματα. Ζουμ σε κουδουνίστρες και αλμοδοβαρικές Παναγίες που γλίτωσαν. Η κυβέρνηση στέλνει συνεχώς μηνύματα στην Άγκυρα, που προφανώς τα αφήνει στο “διαβάστηκε”. Μαχητικά σπάνε το φράγμα του ήχου και τα νεύρα μας. Δυο εβδομάδες ακόμα υπομονή. Ανοίγει λιανεμπόριο και κομμωτήρια. Το τι θα γίνει με τα σχολεία, δεν έχει πέσει ακόμα στο τραπέζι.

    Ο καιρός. Βροχή, πτώση θερμοκρασίας. Υγρασία 67%. Ανατολή ηλίου 06:47 Δύση 18:25.

  • Η άνοιξη που έρχεται

    Τις τελευταίες μέρες έμεινα μέσα διαβάζοντας ειδήσεις, μετρώντας κρούσματα, μεταλλάξεις, διασπορά, πεσμένα πεύκα, κομμένα ρεύματα, πόντους που κάνουν τη διαφορά. Σήμερα είχε λιακάδα. Βγήκα.

    Ο δρόμος στέγνωσε και ο ορίζοντας πεντακάθαρος ως εκεί που φτάνει το μάτι. Το χιόνι που έλειωσε, πήρε μαζί του τη μουτζούρα και τη σαπίλα από τα σκουπίδια. Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την άνοιξη που έρχεται. Η μυρωδιά από αυτά τα κίτρινα αγριολούλουδα που φυτρώνουν σε χωράφια, αυλές, πεζοδρόμια, στην άκρη της ασφάλτου, σήμερα είναι ακόμα πιο έντονη. Οι πιτσιρίκες γυρίζουν με τα κοντομάνικα και τις ζακέτες δεμένες στη μέση. Τα αγόρια δεν δίνουν δεκάρα για τα κλειστά κομμωτήρια. Εννιά στα δέκα αφήνουν τα μαλλιά τους στην ησυχία τους. Οι καρέκλες ξεκουράζονται στιβαγμένες περιμένοντας να ξαναγίνουν θρόνοι. Τα μεγάλα κορίτσια, φορούν κραγιόν και χαρίζουν ναζιάρικα ντακ φέϊς στους φρέντο. Οι διπλές μάσκες φοριούνται σωστά, στο πιγούνι. Οι συνταξιούχοι στα παγκάκια, μιλάνε για το εμβόλιο. Οι μπαλκονόπορτες ανοιχτές, τα παπλώματα αερίζονται στα κάγκελα, οι εμμονικές πλένουν ακόμα και τον δρόμο με το λάστιχο. Η μέρα μεγαλώνει.

    Βλέπω ανθισμένα δέντρα και ονειρεύομαι κεράσια, βλέπω ανθρώπους, ονειρεύομαι αγκαλιές. Ένας καταγάλανος ουρανός που βουτάω μέσα του σαν να είναι θάλασσα. Αν και το κακό είναι ακόμα εδώ, κάποια στιγμή θα περάσει. Το ίδιο θα κάνουμε και εμείς. Όσος χρόνος μου μένει λοιπόν, θα τον ξοδέψω δίνοντας αγάπη και χαμόγελα, ζωγραφίζοντας παιδικές Κυριακές, χαϊδεύοντας έρωτες, μαγειρεύοντας στιγμές που θα φαγωθούν επί τόπου. Θα βρίσκω κάθε μέρα δύναμη να φτάνω πιο κοντά στο όνειρο, και σ’ αυτό δεν θα με εμποδίσει κάνεις, ούτε εμένα, ούτε την άνοιξη που έρχεται.

  • Τα φώτα του δρόμου

    Τα φώτα του δρόμου

    Στον απογευματινό περίπατο, εδώ και λίγους μήνες, συναντάω έναν παπά από την πέρα γειτονιά. Μάλλον βγαίνει νωρίτερα από μένα γιατί τον έχω πάντα μπροστά μου. Αερικό. Κυματίζουν τα ράσα. Μου δείχνουν την κατεύθυνση. Σε αυτό το δρόμο, στη νέα Θηβών, έχει ορίσει ο καθένας από εμάς που περπατάμε ένα σημείο τερματισμού. Εγώ περπατάω μέχρι το γήπεδο, ο πάτερ μέχρι το προηγούμενο φανάρι. Εκεί λοιπόν στη μεταβολή συναντιούνται τα βλέμματά μας. Από το θαμπό φως της νύχτας, τώρα μας λούζει αυτό το δυνατό, από τους προβολείς των φαναριών. Ένας χαιρετισμός εκατέρωθεν με μικρή κλίση του αυχένα. Μέσα στο φως, από παιδί γίνομαι έφηβη. Μέχρι τώρα ακολουθώ στο σκοτάδι, κάτι που πραγματικά δεν πιστεύω. Ήρθε η στιγμή να πάω κόντρα, αλλά απομακρύνομαι από το φως. Γυρίζω κεφάλι πίσω. Τον βλέπω. Συνεχίζουμε προς αντίθετη κατεύθυνση, βυθιζόμαστε ο καθένας στο δικό του σκοτάδι.

  • Μια λίρα

    Μια λίρα

    “Θέλω να βρεθούμε να σου δώσω το δώρο. Σου πήρα και μολύβια”. Ούτε που με νοιάζει τι είναι το δώρο, αφού μου πήρε μολύβια. Έχω πάθος με δαύτα. Γράφω και κάνω μουτζούρες με μαλακά 2B. Κρατούσε τσάντες και τσαντάκια, ένα σωρό πράγματα. Όμως η μεταλλική κασετίνα ήταν αυτή που έκανε τα μάτια μου να γυαλίζουν. Μια συλλεκτική Faber Castell περίπου 80 χρονών. Την κούνησα όπως κάνεις τον κουμπαρά με τα κέρματα. Δεν την άνοιξα, θα έβλεπα στο σπίτι τα καινούργια εργαλεία μου. Αφού ήπιαμε τον καφέ μας και σε λίγο θα χωρίζαμε, μου έδωσε κάτι ακόμα. Ένα μπορντό βελουτέ πουγκί. Έλυσα το σχοινάκι και κοίταξα μέσα. Κάτι γυαλίζει σαν πρωτοχρονιάτικο κέρμα. Λέω γελώντας, “φλουρί;” Γέλασε κι εκείνος. “Είναι μια χρυσή λίρα, δώρο για την μικρή”. Όταν μου την έδωσε, έκλεισε κάπως συνωμοτικά το μάτι του, λες και με τη λέξη “μικρή” εννοούσε εμένα. Θα μου πεις τι θα την κάνω. Δουλεύει ήδη το μυαλό μου. Αν και οικονομικά έχω στριμωχτεί πολύ τον τελευταίο καιρό και μου λείπουν βασικά πράγματα, θα την εξαργυρώσω και θα πάρω κάτι εντελώς περιττό. Μπορεί ας πούμε να είναι χειμώνας, αλλά έχω βάλει στο μάτι ένα κανό.

    Η νύχτα με βρήκε να κρατάω το πουγκί στο χέρι, σα φυλαχτό. Είχα αυτή την αγωνία που έχουν τα μικρά παιδάκια όταν περιμένουν ποδήλατο από τον Άγιο Βασίλη. Ξημέρωσε, ήπια λίγο καφέ και οργανώθηκα. Θα πάω στον Έντυ στην πλατεία Αβησσυνίας που αγοράζω τα κουταλάκια. Αυτός θα ξέρει. Στρίμωξα το πουγκί στο σουτιέν, που για μένα παραμένει η πιο ασφαλής κρυψώνα. Ο Έντυ με έστειλε κατευθείαν στον “Τούρκο”. Στα παλιατζήδικα, τα σαΐνια όπως ο Έντυ κάνουν τη δουλειά της κάμερας ασφαλείας, του σεκιουριτά, του συναγερμού. Με τα μάτια και κάτι σφυρίγματα με διπλωμένη γλώσσα, μου κλείνει ραντεβού με το απέναντι υπόγειο. Από ντύσιμο ξέρω, φοράω βερμούδα και φανελάκι, χωρίς στολίδια. Έτσι δεν χάνει ο άλλος χρόνο με καχύποπτες ερωτήσεις. Το πολύ-πολύ να νομίζει ότι την έκλεψα. Δεν νοιάζεται κανείς πού το βρήκες, μόνο πόσο το πουλάς.

    Όταν έφτασα στο πλατύσκαλο, η πόρτα άνοιξε μόνη της. Φως λίγο. Άρχισα να κατεβαίνω τσιμέντενια σκαλιά. Φρεσκάρω τα τούρκικα. Αλάνι/λεκές/μαράζι. Βρέθηκα σε μια αποθήκη. Μπροστά μου, πάνω σε ένα βαρέλι, ο Τούρκος τρώει γίγαντες από κονσέρβα και λουκάνικο. Φοράει δαχτυλίδια σε όλα τα δάχτυλα και μοιράζεται το γεύμα του με μια κανελλί γάτα. Μου κάνει νόημα με το πιρούνι να πάρω μεζέ. Μασουλώντας ρωτάει “τι έχεις για μένα;” Βάζω το χέρι κάτω απο την μπλούζα, ψαχουλεύω λίγο, βγάζω το πουγκί. Σκουπίζει τα χέρια στο παντελόνι. Βάζει τη λούπα στο μάτι. Με ρωτάει “πόσα θες;” Νόμιζα ότι αυτός θα μου πει πόσο αξίζει. Ευτυχώς ακόμα την έχω την άνεση στα ντηλ. Κοιτάζω λίγο τους γίγαντες, χαϊδεύω και το γατί, ” πόσα δίνεις;” Ο Τούρκος αφήνει το γυαλί, αφήνει και το παχύμετρο. Μου λέει “έχει μια γρατζουνιά”. Σιγά το πράγμα, σκέφτηκα, κι εγώ έχω μια γρατζουνιά χαμηλά στην κοιλιά αλλά το βασικό μου ένστικτο δεν χάνει την αξία του. Σκάλισε τα δόντια του με την οδοντογλυφίδα. Είπε “500”. ΟΚ, δώστη μου πίσω. Σήκωσα το φανελάκι, την έβαλα στη θέση της. Για να δίνει ο Τούρκος με άνεση 500, σίγουρα η αξία της είναι μεγαλύτερη.

    Αλλάζω ρούχα, βάζω παντελόνι και ρίχνω το πουγκί σε τσάντα γυναικεία. Ας πάω σε έναν εκτιμητή από αυτούς που δείχνει η τηλεόραση. Κάγκελα φυλακής στη βιτρίνα. Κίτρινα αυτοκόλλητα, κόκκινα λέιζερ, κάμερα, τρυπούλες μεταλλικές για να φτάσει η φωνή μέσα. Μπζζζ η πόρτα ανοίγει. Κυρία με ταγιέρ με οδηγεί σε σαλονάκι. Νούμερα για αναμονή, όπως στις τράπεζες. Βλέπω στο μόνιτορ το 12 κι επιτέλους έφτασε η σειρά μου. Άλλη μια φορά κατεβαίνω σκαλιά, ντυμένα με τσόχα αυτή τη φορά. Αισθητική Χοτέλ Αττική το γραφείο, με χρυσά λιοντάρια στο μπόι μου και βελουτέ πολυθρόνες του αφεντικού. Με υποδέχεται όρθιος. Ίδιος ο Μπερλουσκόνι. Με σακάκι μπλε που μωβίζει από τα φώτα οροφής, βαμμένο μαλλί και μασελάκι ενιαίο στα μπροστινά δόντια. Κρίμα να μην έχει έστω ένα χρυσό, να μου κάνει φιγούρα. Μου σερβίρει κρύο γαλλικό. Κρατάω τη λίρα στο χέρι. Ξέρω πόσο ζυγίζει, ξέρω πόσο παλιά είναι, ξέρω ότι έχει και γρατζουνιά. Ο αφεντικός ευγενικός, λουσμένος με Φαρενάιτ, τη βάζει στη ζυγαριά. Πιάνει το κομπιουτεράκι. Με ενημερώνει για την τιμή του χρυσού σήμερα και δείχνοντας μου τα δόντια, λέει 160 ευρώ. “Δεν με ενδιαφέρει η παλαιότητα. Ούτε η γρατζουνιά”. Χαμηλώνει τη φωνή. “Εγώ καλή μου, τα λειώνω όλα.” Ούτε εγώ έλειωσα, ούτε η λίρα. Εδώ που τα λέμε, με καφέ κόκκινο μαλλί, δεν έλειωσε κανείς.

    Τελευταία φορεσιά. Φούστα στο γόνατο, χαμηλή γόβα, δερμάτινος φάκελος. Τράπεζα της Ελλάδος. Ούτε νερό. Τζάμι τριπλεξ αλεξίσφαιρο. Αστυνομικός στο μισό μέτρο. Από μια χαραμάδα μού περνάει τα δικαιολογητικά που χρειάζομαι. Πιο Ελλάδος, πεθαίνεις. Μόνο γενική ούρων δεν ζητούσαν. Διαβάζω τη λίστα, περπατάω σε μάρμαρα, φτάνω στην σκάλα. Ξύλινη, με σωστό ρίχτι και πάτημα, γύρισαν όλοι αφού τα τακούνια είχαν παίξει τη μουσική έναρξης. Αυστηρός, σχεδόν αγενής, υπάλληλος. “Ρίξτε τα νομίσματα στην υποδοχή”. Πέφτει αυτό το 1. Όπως το ευρώ σε άδειο κουμπαρά. Σε λιγότερο απο 1 λεπτό, μου λέει 364 ευρώ. Με γδέρνει. Αλλά μάλλον φταίει αυτός που έγδαρε τη λίρα.

    Έβγαλα ένα κίτρινο μολύβι με μαύρα πουά. Δεν έγραψα ούτε πόσο έχει σήμερα ο χρυσός, ούτε πόσο ζυγίζει το νόμισμα, ούτε τη χρονιά που κόπηκε, δεν σημείωσα να πω στο λογιστή να μου δώσει φορολογική ενημερότητα και Ε9, ούτε να πάρω ποινικό μητρώο από την αστυνομία. Έγραψα μόνο ότι θελω ένα κανό για να καταπίνω τα καλοκαίρια και να χάνομαι στους ορίζοντες. Μπορώ μια χαρά να κάνω με το μυαλό. Με το μυαλό μου και μια λίρα.