Author: Έλση Σαράτση

  • Εκλογική διαδρομή-2

    Περίληψη προηγουμένου: Η διαδρομή με του Μαγιού τα μάγια κατά μήκος της οδού Κερκύρας προς τα ορεινά της Κυψέλης όπου το εκλογικό τμήμα-στόχος του οδοιπόρου, τον παγιδεύει σε μνημονικό αναστοχασμό και μεταμορφώνεται σε περιηγητή του παρελθόντος του. Πιθανότατα και της μουσικής του Ρόμπερτ Σούμαν. Επιχειρεί με το οπλοστάσιο των λέξεων την περιγραφή ενός αναστεναγμού αλλά αποδεικνύεται αδύνατο να πυκνωθεί σε λιγότερο από ενάμισι λεπτό «Ο μαγεμένος Μάης», όσο κρατάει δηλαδή το πρώτο και καλύτερο από τα τραγούδια του «Έρωτα του ποιητή», ό,τι κοντινότερο στον αναστεναγμό μπόρεσε να σωματοποιήσει η μουσική. Παράλληλα πλήθος θεμάτων της τύρβης του παρόντος ανακινούνται πάντα με κεντρικό μοτίβο τη σωτηρία όχι της ψυχής, αλλά των αισθήσεων.

    Το εκλογικό τμήμα στεγάζεται σ’ ένα δημοτικό σχολείο σκαρφαλωμένο στα κορυφαία πλατώματα-αναβαθμούς διαμορφωμένα με βάρβαρο και σίγουρα παράτυπο αν όχι και παράνομο εκβραχισμό στη δυτική πλευρά των Τουρκοβουνιών κατακόρυφης ανηφόρας που προσπαθούν χωρίς επιτυχία να την τιθασεύσουν τα απόκρημνα σκαλοπάτια μιας τσιμεντένιας σκάλας ένα άτεχνο μπετονένιο κλιμακοστάσιο χωρίς την παραμικρή μέριμνα για την ασφάλεια μικρών παιδιών. Στην κορφή της σκάλας μια προοπτική βουνού και πράσινου δάσους· σκηνογραφική ψευδαίσθηση που προκαλούν ένα πλέγμα από μεγάλα κλαδιά δέντρων, μάλλον παρασιτικές βρομοκαρυδιές, κάτι σαν απομίμηση ζούγκλας εσωτερικού χώρου, και σαν κατακλείδα μια τελική ανηφοριά που αγωνίζεται να γίνει λόφος. Όπως μπροστά μου αγωνίζονται να σκαρφαλώσουν στη σκάλα δυο υπερήλικες ψηφοφόροι. Η μια τους χρησιμοποιεί ένα μπαστούνι για να στηριχτεί, η άλλη ένα ολόκληρο πι που κάθε φορά χρειάζεται δεξιοτεχνία και στρατηγική για να βολευτεί η βάση του στα μάλλον στενά σκαλοπάτια. Είναι μια έξοχη μαγιάτικη μέρα με ελαφρό αεράκι, ένα απαλό κατάλευκο συννεφένιο χνούδι στον ουρανό ίσα για να ημερεύει το δυνατό φως, ξεχασμένα πορφυρά φιλιά μπουκαμβίλιας, ζαφειρένια βλέμματα τζακαράντας, λευκή διστακτική άχνη ακακίας σκόρπια πειράζουν τη γκρίζα ισχυρογνωμοσύνη του τσιμέντου, ένας ήρεμος αποφασισμένος πόλεμος του καλού κόντρα στο κακό επιβεβαιώνεται παντού μα τίποτα δε μπορεί να συναγωνιστεί τον σχεδόν θρησκευτικό φανατισμό της απόφασης των δυο γυναικών που στα εβδομήντα πέντε, ή και στα ογδόντα πέντε η μια τους, έταξαν να ψηφίσουν πάση θυσία ακόμα κι αν χρειαστεί ν΄ανέβουν γονατιστές στο Έβερεστ. Στρατευμένες στο καλό κι αυτές. Τις ακολουθώ καθώς αγκομαχούν. «Αυτό δεν θα το ξεχάσουμε, Ιοκάστη μου, δεν» ξεσπάει ξέπνοη σ΄ένα τρανταχτό λαχανιασμένο γέλιο η μια τους φτάνοντας στην κορφή. Στο βάθος απλώνεται ένα απέραντο σχολικό προαύλιο τουλάχιστον αυτό, λέω, τα παιδιά έχουν άφθονο χώρο για να παίζουν στο διάλειμμα. Μα τι χώρο τόσο μονότονο και άχαρο και περίκλειστο με κάγκελα και κτίρια που πιο πολύ φέρνει σε προαύλιο εγκλεισμού παρά σε μονόγραμμα χαράς και ελευθερίας. Από την ωραία πλην κενή ουτοπία των αετωμάτων του νεοκλασικισμού πέσαμε στην πεθαμένη φύση της αθλιότητας του πάνδημου εργολαβικού μεταμπάουχαους· η ιστορία αυτής της χώρας και της ψυχής της της ψυχής μας είναι η ιστορία και η ψυχή της εκπαίδευσης της εκπαίδευσής μας και των κτιρίων που τη στέγασαν και τη στεγάζουν ακόμα. Διασχίζω πάλι διαδρόμους του ακατοίκητου σχολικού παρελθόντος μου μέσα σε κείνη τη μοναδική ατμόσφαιρα έξαψης, μια ανάταση γεμάτη προσδοκία ανακαλύψεων που έξαφνα πετρώνει κάτω απ’ το παγωμένο βλέμμα της Μέδουσας του διατεταγμένου εκπαιδευτικού σωφρονισμού. Ανεβοκατεβαίνω σκάλες ψάχνοντας την αίθουσα με τον αριθμό του εκλογικού τμήματος όπου ανήκω αλφαβητικά. Μπροστά μου μια μικρή ουρά αναμονής. Περιμένοντας παρατηρώ το τμήμα της αίθουσας που μου επιτρέπει να δω η ανοιχτή πόρτα: στον τοίχο δεξιά μπαίνοντας ένας αυτοσχέδιος πίνακας ανακοινώσεων όπου τυπωμένο σε άλφα τέσσερα απ’ τον εκτυπωτή κάποιου υπολογιστή το ιστορικό παρόν συνοψίζεται σε λίγα ακραία δείγματα τεχνολογίας της προόδου: την ιστορία του κινητού τηλεφώνου με δυο λόγια, της τηλεόρασης και του φούρνου μικροκυμάτων με δυο λόγια, ανάμεικτες με καρδούλες και προσωπικά μηνύματα «από τη Δήμητρα στην Εύη with love». Λίγο ψηλότερα, στο κέντρο του ίδιου τοίχου, μια θαμπή πλαστικοποιημένη χαλκομανία του Παντοκράτορα της επικρατούσας θρησκείας του αμετάφραστου της Αγίας Γραφής -της ευλογεί οικονομικά τα χάιτεκ γκάτζετ επιβεβαιώνοντας αταλάντευτα την άχρονη στασιμότητα της θρησκευτικής σωτηρίας των ψυχών και το αδύνατο μιας αληθινής αναθεώρησης του Ελληνικού Συντάγματος. Η αίθουσα είναι πλημμυρισμένη στο φως που εισβάλλει από μια σειρά παραθύρων που πιάνουν σχεδόν όλο το μήκος του απέναντι τοίχου. Μέσα από ένα βρώμικο τζάμι, στο κενό που αφήνει ένα είδος οθόνης κατεβασμένης για να περιοριστεί ο εκτυφλωτικός ήλιος του απογεύματος, πιάνω τη μακρινή λάμψη της θάλασσας του Φαλήρου. Η δύση φλέγεται. Μέσα σε τούτη την πηγή της φλόγας, σαν σε δροσερά νερά, δυο τρία σχολιαρόπαιδα, σαν κι εμάς, τότε –δεν μπορεί– και τώρα θα αγάλλονται.

    Σημείωση: Αυτή η εκλογική διαδρομή υποστηρίζεται από διαφωτιστικά όσο και ψυχαγωγικά τοποχρονικά ρεάλια που στον ενταύθα σύνδεσμο μπορεί να τα αναγνώσει ο επιθυμών. Πρόκειται για έξι δημοσιεύματα, προσιτά στο διαδίκτυο: 1.Ζητείται όνομα ποταμού, 2. Η αγριοσυκιά του σκανδάλου, 3. Και πάλι το προηγούμενο του ταμείου του Ιούδα (Κατά Ιωάννην, 13, 28-30), 4. Άνω Κυψέλης και Πάσης Αφρικής, 5. Η φωνή μια λαϊκής μειοψηφίας, 6. Απίστευτο αλλά δυσφορεί μέχρι και η ακαδημαϊκή κοινότης. Τιτλοφορήθηκαν (εκτός από το πρώτο) από τη γράφουσα το παρόν.

    (*)«Τα ημικύκλια, χρησιμεύοντα εις την ανάγνωσιν κτλ, γίνονται εκ ξυλίνων ραβδίων καμπυλωμένων ή εξ ημίσεων στεφανίων, έχοντα 1μ, 63 διάμετρον. Βάλλονται δε περί την βάσιν του τοίχου πέριξ του διδακτηρίου, και προσαρμόζονται ούτως, ώστε ν’ ανοίγωνται και να κλείωνται, όταν η χρεία το καλήι. Υπο κορακίων (=Κοράκια τα υπό των άλλων λεγόμενα στρυφτάρια ή στρεπτάρια και μάνδαλοι) καρφωμένων εις τον τοίχον, κρατώνται τα ημικύκλια κλεισμένα ή υψωμένα προς αυτόν, ότε δεν γίνονται των μαθητών αι ασκήσεις περί αυτά· απέχουσι δε απ’ αλλήλων τα ημικύκλια ταύτα 0μ, 32, ή 0μ,64, εάν το συγχωρήι ο τόπος. Πέριξ του καθενός αυτών στέκονται κατά σειράν εννέα παιδία το πολύ, και έσω είς πρωτόσχολος· εις δε το μέσον, 1μ, 30 υψηλά, εμπήγεται εις τον τοίχον πάσσαλος, όπου κρεμάζεται ο προς ανάγνωσιν πίναξ. [] Κατά πρόσωπον των μαθητών και άνω της διδασκαλοκαθέδρας, υψηλά εις τον τοίχον, κατασκευάζεται μία θυρίς εις είδος εικονοστασίου, όπου θέτεται εικών του Σωτήρος ημών, της Μεταμορφώσεως ή του Παντοκράτορος. Πρέπει δε να έχηι μέγεθος ανάλογον με τας του διδακτηρίου διαστάσεις. Οι Γάλλοι συνειθίζουν αυτού να καρφώνωσιν εις τον τοίχον ένα μέγαν εσταυρωμένον, και υποκάτω αυτού θέτουν επί στυλοβάτου γύψινον προτομήν του βασιλέως των. Κατά τα ήθη και τα εκκλησιαστικά ημών έθιμα, αρμόζει εις ημάς κάλλιον να βάλλωμεν εικόνα του Σωτήρος, ως ερρέθη ανωτέρω. Αύται δε αι εικόνες αρμόζουσι προσέτι πρώτον, ως απεικόνισμα της αναγεννήσεως και της πολιτικής σωτηρίας του Ελληνικού έθνους· έπειτα δε, ότι τα αλληλοδιδακτικά σχολεία βάλλονται υπό την άμεσον προστασίαν αυτής της αυτοσοφίας, του Θεού και Σωτήρος ημών». Από το «Εγχειρίδιον δια τα αλληλοδιδακτικά σχολεία ή Οδηγός της Αλληλοδιδακτικής Μεθόδου υπό Σαραζίνου» του Ι.Π. Κοκκώνη, Αίγινα 1830, «Περί των εις τα πέριξ του διδακτηρίου θετομένων»

  • Εκλογική διαδρομή-1

    Πόσο συχνά στο δρόμο αυτόν εξαναγύρισα στο παρελθόν. Μα τότε δεν είχα ακόμη γίνει υποσυνείδητη καβαφική αποικία. Και τόσων άλλων ποιητών. Αλλιώς εγώ προσλάμβανα με το εγώ τις εντυπώσεις. Αλλιώς μετέφραζα το περιβάλλον. Και το παρελθόν. Χωματόδρομος ανηφορικός από σκούρο κοκκινόχωμα. Τα πεζοδρόμια ένα κενό της μνήμης. Μάταια να το επιζωγραφίσω προσπαθώ. Υπήρχαν; Καταφέρνω να σχεδιάσω απ’ την ταράτσα του σπιτιού απόμακρα, μια φευγαλέα παλιά χαλκογραφία του βλέμματος – την κόκκινη έρημο που φούσκωνε απαλά σε ανάλαφρες καμπύλες όπου υψώνονταν απρόσμενα μα όχι ενοχλητικά τα κτίρια της Σχολής Ευελπίδων εισάγοντας με μια σκηνογραφία κτιρίων την ανθρώπινη εγκατοίκηση σε μια ερημιά. Κατέληγε σε μια ταράτσα η τρίπατη μονοκατοικία, με ελαφρώς κωμικό απόκοτο πνεύμα μικροπολυκατοικίας, με τα μαύρα μεταλλικά κουφώματα – κυρίως τη βαριά σιδερένια εξώπορτα που το θαμπό τζαμωτό της συγκρατούνταν από ένα στιλιζαρισμένο δάσος ρυθμικά επαναλαμβανόμενων σιδερένιων φυτικών μορφών, έλικες και αρμονικές ταξιανθίες, που μαζί προσπαθούσαμε να μαντέψουμε και να ονομάσουμε τα πρότυπα της χλωρίδας που είχε απορροφήσει η τέχνη του σιδηρουργού στη γεωμετρική τους διακοσμητική αφαίρεση. «Το σπίτι», ήταν το σπίτι σου, έτσι το λέγαμε, με κείνο το θαμπό χρυσαφένιο ανοιχτοκάστανο χρώμα φύλλου καπνού που πατούσαμε ανάμεσα στα λευκά φύλλα των τετραδίων μας και μετά εισπνέαμε την αμαρτωλή μυρωδιά του διαστροφικά, ή ακόμα πιο απαγορευμένα, με το χρώμα του μικρού λεκέ νικοτίνης που πρόσθετε μυστήριο και ποθητό δηλητήριο στην άκρη των χειλιών ή των δαχτύλων μας, όποτε πλησίαζαν, σα να έλαμπε εσωτερικά, ιδιαίτερα όταν στο στερεότυπο επίχρισμα αρτιφισιέλ των εξωτερικών του τοίχων ο ήλιος του απογεύματος αποξεχνιόταν σαν παλιά μελωδία στις γλυφές της λάξευσης, παραστίζοντας με σκιά τις άπειρες μικρές σκοτίες – ήταν σαν να ανακάλυπτε το σπίτι μια επιθυμία μουσικής και παραδίνονταν σ’ αυτήν προφρόνως. Σαν τα αγγίγματα των χεριών μας, σαν το θέατρο σκιών που βάζαμε τις σκιές μας να παίξουν στα ριζά του τοίχου αγκαλιασμένες. Στέγαζε τρεις οικογένειες – με την εξωτερική μεταλλική σκάλα υπηρεσίας που στριφογύριζε ρυθμικά, προσθέτοντας μια μαύρη αποτζιατούρα ακροφοβίας και κρυφής ελλειπτικής κομψοέπειας χαλύβδινων ελασμάτων κρινολίνου και την περίμενες από στιγμή σε στιγμή να αποπτυχθεί στο σαματά βημάτων, που διαρκώς την ανεβοκατέβαιναν αόρατα κουβαλώντας ταπεινές σφουγγαρίστρες και κουβάδες και να υψωθεί μέσα στον λυτρωτικό ορυμαγδό νερομάγκανου εν κινήσει – μια πανούργα παρωδία βαλς – ως τον ουρανό. Μια άσκοπη σαν ατσάλινη ειρωνεία λεπτουργημένη μεταλλοτεχνία αλα Ραβέλ. Per aspera ad astra· αυτό ήταν το σύνθημα τότε, που έτρεφε και τρεφόταν από την ερωτική μας εγγύτητα. Πλησιάζαμε μεταξύ μας σαν έντομα μεθυσμένα απ’ το μέλι των λουλουδιών και βουτούσαμε κατακόρυφα στον άνθινο ύπερο προστατευμένα όπως νομίζαμε απ’ το μισοσκόταδο των γερτών παντζουριών. Στην είσοδο σε υποδεχόταν ο μικρός μαρμάρινος καταρράχτης της σκάλας. Το σπίτι γελούσε με ένα ανοιχτόκαρδο ανεπίληπτα κατάλευκο γέλιο πριν παραδοθεί στον επισκέπτη. Δεν κατάφεραν να το κηλιδώσουν ούτε τα μελάνια της αλληλογραφίας μας ούτε τα μούρα που προχωρημένος Μάης σαν και τώρα μελανώναν με επιμονή τις λιγοστές σχιστόπλακες μπροστά στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, πέφτοντας στη γη οι ατρύγητες τρυφερές ζουμερές θηλές τους σαν με μια οργιαστική επιθυμία γραφής. Κατάφερναν μόνο ένα ανεξιχνίαστο ζωγραφικό σχόλιο που δαιμόνιζε την καλή νοικοκυρά μητέρα σου και με έκανε να ριγώ από σατανική ικανοποίηση.

    Περνώ μπροστά από τη χαμένη μνήμη του σπιτιού που δεν υπάρχει πια και αντικαταστάθηκε από αμνήμονες πολυκατοικίες. Ο δρόμος στένεψε αρκετά, όχι στο συνωστισμό των στενόχωρων διαδρόμων της μνήμης που τηλεσκοπεί και μικρογραφεί εκλεκτικά αλλά καθώς δόθηκε υπερβολικός χώρος για φαρδιά πεζοδρόμια όπου εξίσου αφθονεί η συνήθης και αήθης επικίνδυνη κακοτεχνία και η συνεχής ακύρωση του δημόσιου χώρου είναι η καθημερινή πρακτική. Ένα πελώριο ημιφορτηγό είναι σταματημένο πάνω στο πεζοδρόμιο πιάνοντας όλο το πλάτος, κόβοντας βάναυσα το δρόμο μου εκεί που υπολογίζω πως ήταν το παράθυρο του δωματίου όπου ακουμπώντας στο περβάζι παίξαμε στην μεγάλη ορχήστρα της θαυμάσιας καταιγίδας που ξέσπασε από τα ορεινά της Κυψέλης πάνω μας μαζί με την εξαίσια εκείνη Ποιμενική που μου χάρισες και δεν κουραζόμαστε να την παίζουμε και να την ξαναπαίζουμε στο παλιό ντούαλ γιατί όπως και με τις δυνάμεις της φύσης οι αποκαλυπτικές δυνάμεις τής μουσικής – της ανανεώνονταν διαρκώς. Γίναμε μάρτυρες μιας οδού Κερκύρας που είχε μετατραπεί σε κοκκινοχώματο καταβαθμό απ΄όπου κατέβαιναν ασυγκράτητοι καταρράχτες νερού, ο δρόμος είχε μεταλλαχτεί σε κατακόκκινο ασυγκράτητο χείμαρρο, η ατμόσφαιρα σπίθιζε από αντίθετα ηλεκτρικά φορτία, είχε κορεστεί από άζωτο και οξυγόνο, μετρήθηκαν δεκάδες κεραυνοί, ανασαίναμε βαθιά και λυτρωτικά, όπως εγώ δεν θα ξαναανάσαινα ποτέ. Ρουφούσα το θρεπτικό απόθεμα μιας εμπειρίας που δεν έχει, μετά από τόσα μοναχικά χρόνια, εξαντληθεί ακόμα. Βύθιζα τις ρίζες μου βαθιά με το ένστικτο του φυτού. Στο τέλος είδαμε έκθαμβοι την εξάχνωση όλης αυτής της κόκκινης υδάτινης μάζας σε χιλιάδες ιριδισμούς και μια τεράστια δόξα που μας ένωσε με την άλλη άκρη της γης. Καθώς ανηφορίζω στα ορεινά της Κυψέλης για να εκτελέσω το εκλογικό μου καθήκον, χρόνια πολλά μετά, ένα μοναχικό πολιτικό ζώο, άστεγο, άκληρο, άφραγκο, και από αγάπη νηστεμένο, χωρίς καν μια ορντινάντσα για να στήσω μπροστά της με ναρκισσική επιμέλεια την κομψή παρωδία των καημών μου, σαν εκείνον τον ευλογημένο Τσαρλς Ράιντερ της «Επιστροφής στο Μπράιντσχεντ» που κόντευε να γίνει για κάμποσο καιρό το ευαγγέλιό μας και το βασικό μας εγχειρίδιο εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, καθώς ανηφορίζω λοιπόν και δεν συναντώ κανέναν άλλον πεζό στο βομβαρδισμένο αυτό τοπίο του παρελθόντος ψάχνοντας το εκλογικό τμήμα όπου, επιτέλους, ανήκω, ευγνωμονώ εκείνους που όρισαν να ψηφίσω σ’ αυτήν τη μακρινή εξορία με το ενδιαίτημα της μνήμης μόνο και των ονομάτων να με περιμένει με μια αναλαμπή τρυφερότητας, Μαρτίνου Κρουσίου και Ευαγρίου γωνία. …Μαζί ξεφυλλίζαμε το μικρό βιβλίο της Σέμνης Καρούζου για τον «εν Τυβίγγηι Βυρτεμπεργίδος Αλαμαννικής, της Ελλάδος και Λατινίδος φωνής διδάσκαλον» Μαρτίνο Κρούσιο, τον πρώτο φιλέλληνα, τον Γερμανό ουμανιστή Μάρτιν Κράους που ανάσαινε και σκεφτόταν ελληνικά, αρχαία και νέα και γιορτάζοντας τα γενέθλιά του στις 19 Σεπτέμβρη 1599 ευχαριστεί το Χριστό μ’ ένα ελληνικό ποίημα: «Συμπλήρωσα τα εβδομήντα τρία / δικό σου και μόνο δικό σου, Χριστέ, είναι το δώρο / Γήρως εν ουδώι μη μ’απορρίψης ποτέ / μηδ’ ασθενούντα καλλίπης / Στο κατώφλι των γηρατειών ποτέ μη με περιφρονήσεις / και μήτε σαν αρρωστήσω να μ’ εγκαταλείψεις /. Από κοντά κι ο ρευστός Ευάγριος, επιφανής λόγω παλαιότητας και λοιπόν αδιάφορο αν είναι ο Κεδραίος, ο Ποντικός ή ο Σχολαστικός, και τι είναι μια διαφορά δέκα-έντεκα αιώνες στην τρανταχτή την άχρονη συνέχεια της ελληνικής μας ιστορίας. Έτσι κι αλλιώς στα σκάμματα του παρελθόντος η τύχη κυβερνάει και λιγότερα μας απέδωσαν από όσα μας απέκρυψανπλην πόσα έλλειψαν εκ των παπύρων· / πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά / έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων! «Και βέλτιστον το χείρον» θα συμπλήρωνες.

  • Συμφωνία* για την Παρτίτα των Πρεσπών (Ή Παραχωμένοι στο τοπίο)

    (*) Προειδοποίηση: 1. Συμφωνία=σύμπνοια ήχων, ορχηστρική εισαγωγή, ιντερλούδιο ή επίλογος σε διάφορα μουσικά πρότυπα του μπαρόκ (σουίτα, καντάτα, ορατόριο κ. ά.). 2. Είμαστε όλοι ζωντανοί. 3.   Να διαβαστεί το παρόν με υποηχημένα ριφάκια (ειδικώς το βαδιστικό χάζι της Αλεμάντ) από την Παρτίτα αρ. 2 σε ντο ελ. BWV 826 του Γ.Σ. Μπαχ, που σαν καθεδρική ύαλος να λειτουργήσουν ώστε πρώτον να προκύψει το «πιωμένο φως» κατά την πρόποση του ποιητή, και δεύτερον, να ακουστεί η άφαντη αρμονική ύλη της λογικής και πολιτικής επιτελεστικότητας ορισμένων ποιητικών εργασιών.

     «Η ποίηση πάντα / θα προπορεύεται απ’ την πράξη», / είπε ο Ρεμπό. / «Το πολύ σα σκιά της. / Σκίστηκες στην απροσεξία», / του λέω, άλλος πάλι εγώ. / ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ, ΑΡΙΘΜΟΣ 55 ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΑΒΓΑ ΜΑΤΑΙΑ»

     «Παραμιλούσαμε μια μεταστοιχείωση αισθημάτων» ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ, «ΡΟΥΔΑΡΙ» ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑ»

     

    Τρεις επιστήμες διεκδικούν τη γλώσσα απ’ τη μαγεία—η τρίτη είναι η ποίηση. Γλωσσολογία, φιλολογία και ποίηση δεν αλληλοαποκλείονται. Μπορεί κάποιος να είναι και γλωσσολόγος και ποιητής και φιλόλογος. Και, πιθανότατα, μάγος. Και η γλωσσολογία του να γονιμοποιεί τη φιλολογία του και την ποίησή του και τη μαγεία του και τούμπαλιν. Για τον μάγο η ποίηση είναι βιοποριστικό πτυχίο. Για τον γλωσσολόγο η ποίηση είναι ένα σύμπτωμα της γλώσσας. Για τον φιλόλογο η ποίηση είναι η δικαίωση της γλώσσας. Για τον ποιητή η ποίηση είναι η ίδια η γλώσσα. Ποιος από τους τέσσερις  είναι καθ’ ύλην αρμοδιότερος να αποφανθεί για την ύπαρξη μιας γλώσσας;  Σίγουρα αυτός που η ζωή του ισούται με τη γλώσσα,  από τη γλώσσα πηγάζει η ύπαρξή του, και της την αφιερώνει ολόκληρη—ο ποιητής. Αυτός είναι η ζωντανή απόδειξη, το χρονικό-ιστορικό εκτόπισμα,  του ζωντανού παρόντος (και του παρελθόντος, και του μέλλοντος) μιας γλώσσας. Μετά από αυτόν, ο λιγότερο αισθηματικά απομακρυσμένος, ο φιλόλογος. Και έσχατος, στην εσχατιά της γλωσσικής παθολογοανατομίας—ο γλωσσολόγος.  Δεν ξέρω αν κάτι μου διαφεύγει, αλλά την ελληνική επικαιρότητα δεν έχω δει να την απασχολεί ιδιαίτερα η τυχόν υπαρκτή λογοτεχνία στο ακατονόμαστο γλωσσικό ιδίωμα της ακατονόμαστης γείτονος και κατά συνέπεια πόσο και πώς αισθάνονται «Μακεδόνες»  οι βορειομακεδόνες ποιητές της, αυτοί κυρίως, και πόσο  και πώς, «μακεδονική» αισθάνονται τη γλώσσα τους.  Και εν πάση περιπτώσει, τί περιλαμβάνει αυτή η «μακεδονικότητα» αυτής της γλώσσας. Άρα τί περιλαμβάνει στον εσώτατο, λογομυθικό πυρήνα του το αίσθημα ότι οι ομιλητές της ανήκουν κάπου, της κοινότητας που τους συνέχει και τους εμψυχώνει  γύρω από την εστία μιας καταγωγικής αφετηρίας, και ας το πούμε, ζωντανού μύθου που χωρίς αυτόν δεν υπάρχει ούτε ποίηση ούτε λογοτεχνία —αυτό ακριβώς που αγνοώντας το εντελώς, ή παραγνωρίζοντάς το, ή περιφρονώντας το κόπτονται πρωτοφανώς—και μάλλον κωμικοτραγικά— να το αμφισβητήσουν «επιστημονικά» και να το ακυρώσουν καθ’ ύλην αναρμόδιοι Έλληνες «μακεδονομάχοι» γλωσσολόγοι. Μόνη ελπίδα πως  η ιδεολογική φύτρα της  επίκτητης επιστημοσύνης τους μπορεί να έχει χάσει κιόλας τη δυνατότητα να αναπαράγεται διασχίζοντας τα βιολογικά σύνορα των γενεών (αλλά καλόν είναι να επιταχύνονται με κάποιες αποφασιστικές ενέργειες αυτές οι εξελίξεις). Ψέματα είναι πως το πανελλήνιο περισσότερο χαμπαρίζει για την αγγλική λογοτεχνία παρά για την κυπριακή, την τούρκικη (με εξαίρεση το Νόμπελ του Ορχάν Παμούκ), τη βαλκανική και, ιδιαίτερα,  τη βορειομακεδονική; Γιατί παρά την ελληνική ανάδελφη ανωτερότητα, που την ονειρευτήκαμε, την κληρονομήσαμε και μας χαρίστηκε, έχουμε γείτονες και κοινά σύνορα και θα έπρεπε να αναρωτιόμαστε γιατί δεν  γνωρίζουμε τι συμβαίνει στην ίδια μας τη λογοτεχνική αυλή που ζει και ανασαίνει τον ίδιο πολιτισμικό και κοινωνικό, και βεβαιότατα γλωσσικό, ορίζοντα και αέρα, με τις ρίζες της βυθισμένες στην κοινή μας Ιστορία.  Είναι πιθανό κάποιος να πει πως τώρα πια, πολίτες της αχανούς παγκόσμιας μονοκρατορίας της αγγλικής γλώσσας και του δυτικού καπιταλισμού είναι ίσως αργά να επιχειρήσουμε να ξανανεβούμε αναπόταμα τον ποταμό κόντρα στο ρεύμα, διεκδικώντας την ιστορική αυτογνωσία  σε ένα έδαφος με ανύπαρκτα πλέον τοπικά σύνορα.  Αλλά πριν το αποφασίσουμε, ας αναλογιστούμε πρώτα πως μέχρι χτες, και με αιχμηρές προβολές στο σήμερα, κατοχυρωμένες ακόμα και συνταγματικά, υποστηριγμένες από την ορθόδοξη θρησκευτική αποκλειστικότητα της επίσημης θρησκείας και Εκκλησίας και διάχυτες και προπαγανδισμένες από αδίσταχτους εμπόρους συνειδήσεων, αυτό το είδος αυτογνωσίας ήταν υπό αστυνομική απαγόρευση και επέσυρε δικαστικές ποινές: χτες είναι τα πενήντα χρόνια που πέρασαν από τότε που σαν να μην έφταναν τα άλλα δεινά της στρατιωτικής δικτατορίας, έσερναν κάποιον στην οδό Μπουμπουλίνας της Ασφάλειας και όχι του πολιτισμού γιατί είδαν στη βιτρίνα ενός καταστήματος δίσκων (μουσικών δίσκων – τα 50 χρόνια παρελθόντος επιβάλλουν σήμερα τη διευκρίνιση), ανάμεσα στις δισκογραφήσεις μιας καλής, με διεθνείς επιστημονικές προτεραιότητες και εγγυήσεις, εθνομουσικολογικής σειράς με ηχογραφήσεις πεδίου από διάφορα μέρη του κόσμου, δίσκο με μουσική από τη «Macedonia». Ο δίσκος—όλα τα αντίτυπα— κατασχόταν, ο εθνικά ύποπτος καταστηματάρχης καλούνταν σε απανωτές επισκέψεις στη Μπουμπουλίνας προκειμένου να φρονηματιστεί εθνικά, κι ένα πρωί που πήγε να ανοίξει το κατάστημα, τον υποδέχτηκε μια σπασμένη από πυροβολισμούς βιτρίνα.  Πριν από την πληθωρική ακαδημαϊκή παραγωγή ιστορικής συνείδησης που παρακολουθεί, κάποτε ασύμμετρα, το ξύπνημα στη σημασία του μεσαιωνικού και νεότερου ελληνισμού, πριν από τον ανανεωμένο,  το 1974,  δημοκρατικό βίο, την κατάρρευση της Σοβιετίας, την αθώωση της δημοτικής γλώσσας από κομμουνιστικό μαλλιαρισμό, πριν από τις αποσφραγίσεις αρχείων, τον μαζικό εκδημοκρατισμό των τηλεοπτικών και ψηφιακών  μέσων επικοινωνίας, την συστηματική ανάκριση του εθνικού μύθου, που εξέχει άβολα πια από τα ποιητικά κατορθώματα και αυτής της γενιάς του ’30, πριν από τη χρονική απομάκρυνση που εγγυάται το παραξένισμα, αν όχι την αντικειμενικότητα, του βλέμματος καθώς εξεγείρεται αναγκασμένο να ανακόπτει πορεία  μπροστά  στα ίδια και τα ίδια προϊστορικά αναχώματα —, η ιστορική βαλκανική νεοελληνική αυτογνωσία, όσες φορές είχε την οξύτητα της αίσθησης, τον ορίζοντα της παιδείας, τα ενθαρρυντικά βιώματα  και την ανατρεπτική τόλμη να εκδηλωθεί,  προσέκρουε, διαθλώνταν, ανακλώνταν, σκεδάζονταν πάντα στον ίδιο μουντό παραμορφωτικό καθρέφτη απερίσκεπτης εθνικής αλαζονείας.

    ……………………………………………………………………………………………………………………………………………

    Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τους ποιητές—για να μας εξοικειώσουν με τα φαντάσματα των λέξεων, την παρασκιά των ιδεών, την ελλειπτική των συναισθημάτων, τα σκάνδαλα των συμβόλων και τις τρύπες στα λάβαρα των ιδεολογιών· ψυχική εργασία ατομική με βαρύ ηδονικό—ενίοτε  και δικαστικό—πάντως ενεργότατα κοινωνικό, κόστος και αντίτιμο μιαν αόριστη ιδιωτικής χρήσεως φυλακή και μονής όψεως γεωργική ευφορία μοναχικού καλλιεργητή ονομάτων που ανεβοκατεβάζει αθεόφοβος  το τσαπί του στη λιπαρή προσχωμένη πεδιάδα  της γλώσσας:

     

    Εντόπιο τοπίο

    (από τη συλλογή του Μίμη Σουλιώτη «Βορειοδυτικά»)

     

    Αραιολογική και όλη κόκκαλα πατρίδα,

    στυγνή οστεοθήκη· πληθυσμοί, μετακινημένοι πληθυσμοί,

    επιστρώσεις και μαράνσεις μερίδων του πληθυσμού,

    διαπιδύσεις αλλόγλωσσων, ρημάγματα

    που επονομάστηκαν «λαοί», από επιστημονική ιδεοληψία:

    στη Νεγοβάνη* ακούγονται αρβανίτικα με κοφτό τρόπο,

    στη Μελίτη** τα εντόπικα γλεντιούνται ως την Ιτιά***:

    «λιούμπαμ, μούσκεμα λέξη!» γνωμοδότησε ο Λούστας

    πατέρας του μικρού Στέργιου απ’ τα ρουμάνια¹ της Νέβεσκας²

    ορμώμενοι· στο διαβαλκανικό Πισοδέρι³ «νιάο»

    λένε το χιόνι με πτωχευμένη προφορά.

    Στα Βιτώλια στρατοπέδευε μεγαλύτερο ασκέρι από τη Σαλονίκη,

    κι ακόμα λανθάνει η αστική νοοτροπία·

    φάσεις ντόπιες, κειτούκειτες, ευρείες.

     

    Το τοπίο με τα πράσινα πεύκα και τους ασβέστες,

    που απεικόνισε τον οργανωμένο τουρισμό,

    άλλους να επαναπαύει.

     

     

    (*)Νεγοβάνη στο Νομό Φλώρινας. Μετονομασία σε Φλάμπουρον το 1928.

    (**) Βοστεράνη ή Βοσταράνη στο Νομό Φλώρινας. Μετονομασία σε «Μελίτη» το 1926.  

    (***)Βύρμπενη στο Νομό Φλώρινας. Μετονομασία σε «Ιτιά» το 1926.

    (¹)Δάσος, λόγγος, ˂τουρκ. orman.

    (²)Νέβεσκα στο Νομό Φλώρινας. Μετονομασία σε Νυμφαίον το 1926.

    (³)Ipsoder σε οθωμανικό τεφτέρι του 1481.

     

    Ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης (μεσήλικος προς τα τελειώματα / με φευγατίσματα προς την αιωνιότηταπροταφόνεκροςεξακολουθώντας να παλιώνει σκεφτικός [σπαράγματα και σπάραχνα της απλωτής και άπλωτης αιωνιότητας από το  «Προς την αιωνιότητα» της συλλογής «Βορειοδυτικά», 2013) ως

    «βιοποριστής λογοτέχνης που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949 και παρ’ όλα αυτά ζει ακόμη…έγγαμος πατέρας τριών τέκνων που διαμένει στη Φλώρινα…, προπάντων, ιδρυτικό μέλος του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, …με συγγραφικό έργο και ερευνητικά ενδιαφέροντα που περιστρέφονται γύρω από τα θέματα: λογοτεχνία, φιλολογική κριτική, δημιουργική γραφή και απαγγελία, βιβλιολογία (: εκδοτικές πρακτικές και τυπογραφία, πίνακες λέξεων και ευρετήρια, λεξικογραφία, επιστημονική τεχνογραφία)… του αρέσει η ποίηση—αποφεύγει ωστόσο τις φρικαλέες λέξεις που κατασκευάζονται με κολλητήρι σε αυτήν («ανωτατο ποίηση», «αστικο ποίηση», «αυστηρο ποίηση», «προβληματο ποίηση») (από αυτόγραφο ζώντος-του βιόγραφο συνταχθέν επί τη ευκαιρίαι άσκησης του ερευνητικού παιδαγωγικού πάθους του για την παιδική λογοτεχνία σε διημερίδα με θέμα αυτήν οργανωθείσα τη εμπνεύσει του το 2011, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας όπου δίδασκε)—

     

    Ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης ως τοπιογράφος και μη αγιογράφος,  με λόγο, αίσθηση και προ-αίσθηση αξιομνημόνευτα, ανέλαβε να προ-οικονομήσει ποιητικά πρακτικά και πατριδογνωστικά στο προηγούμενο ποίημα (από την μετατάφια συλλογή «Βορειοδυτικά», έκδοση  της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Φλώρινας «Βασιλικής Πιτόσκα», Φλώρινα 2013, φροντίδι Μ. Σαββίδη),  και σε άλλα ποιήματα πολλά πεζά γραφειοκρατικά κυριολεκτικά και μη και δράσεις ωφέλιμες,  την ιστορική και πολιτική παραβίαση  ενός αυτάρεσκου άσυλου πατριδοκαπηλικού αεροδιάδρομου ΒΔ-ΝΑ, Φλωρίνης (όπου παραδόξως μη μην αδόξως εγκατοίκησε και εποίησε) – Κύπρου (όπου ανορθοδόξως και αφιλοδόξως μη  μην μισαλλοδόξως πανεπιστημόνως εδίδαξε και εποίησε), με μεσοσταθμικό ποιητικό στασίδι την Αθήνα (όπου εγκαίρως και προσκαίρως διέτριψε και εποίησε και εφίλησε), μετατρέποντάς τον—τον άσυλο αεροδιάδρομο—σε ψυχωφελές Ρούδαρι (το 1928 μετονομασία σε: ) – Καλλιθέα της ποίησης στις Πρέσπες, σε «Ευρωβαλκανικό Άσυλο της Ποίησης», με διαβαλκανικό «Άσυλο» περιοδικό. Ως πρώιμος τέκτων μιας ανεπανάληπτης «Παρτίτας των Πρεσπών, οργάνωσε το πεζό κύρος της Συμφωνίας του με την επισημότητα λιγοστών πυκνών συγχορδιών:

     

    Πρέσπες

    Είναι ώρες-ώρες θάλασσα κι οι Πρέσπες,

    μεγάλη, πρασινο-γάλαζη και γκρίζα,

    δεν την περνάς με καντιλλάκ ούτε με βέσπες·

    εδώ λόγια πολύγλωσσα και τ’ άλογο πειθήνιο

    σέρνει το κάρο με γκιούμια από αλουμίνιο

    σύρριζα στων βράχων την ξέξασπρη μαρκίζα.

     

    Τόπος τερματικός. Παλιές σκιές

    από φως πλάγιο και πιωμένο

    περιπολούν άοπλες. Βαραίνουν οι φασολιές,

    το νερό αραίωσε, γδέρνεται η βάρκα

    στην περιττή ακρογιαλιά· τα βράχια πέτρινες μασέλες,

    τα οστά του Σαμουήλ γδυτά χωρίς τη σάρκα.

     

    Γελάδια βόσκει στ’ αναδυμένα μέρη

    το παιδόπουλο· προσεχής Έλλην από χέρι,

    αξύριστος, λιγνός, λείψανο αχνό στ’ αγέρι

    τα σαλαγάει σφυρίζοντας με το στόμα και το χέρι.

     

    —Το βαδιστικό χάζι της Αλεμάντ του με μπρίο αγοραίο:

     

    Αγοραίον

     Ένα γαλάζιο ταξί της Φλώρινας

    τέως αθηναϊκό όμως, αφού του ξεφάντωσε η κιτρινίλα στις ραφές

    μόλις ορθάνοιξαν οι πίσω πόρτες

    μες στην ψιλομίχλιαρη λιακάδα του Γενάρη

    την ολάνθιστη από γάζες γαλάζιου ουρανού,

    και δίνει το ντουμπλ-φας που τεκμηριώνει

    πως εδώ δεν είμαστε πλέον επαρχία,

    είμαστε επιχρωματισμένη πρωτεύουσα ,

    τα βορειο-δυτικά της προάστια, μια πιο βαλκανική συστοιχία.

    Η Ελλάδα είναι μία και αποκλειστική επαρχία

    ή μία πρωτεύουσα εξ αδιαιρέτου, αναλόγως με την οπτική γωνία,

    και tertium non datur.

     

    —Ομοίως και τη δρομική φαντασμαγορία της Κουράντ του (βλέπε «Φιλουρίνα, Φολορίνα» της αυτής συλλογής), το περιοδευτικό πένθος της Σαραμπάντ του (βλέπε «Στα μακεδονικά βουνά» της αυτής),  την παιγνιώδη περιφορά των Ροντό του (βλέπε «Βορειοδυτικά» της αυτής συλλογής), την εκκεντρική συμπερασματολογία του τερματικού Καπρίτσιου του (βλέπε «Ρούδαρι» της αυτής συλλογής) – με τους τερματικούς νυγμούς του οποίου και θα τελειώσω:

     

    Ρούδαρι

    (Στίχοι 13-20)

    Παραμιλούσαμε μια μεταστοιχείωση αισθημάτων

    από σκοτωμένους, πεθαμένους,

    κι από «μεμψιμοιρούντες» της Κατοχής.

    Μετεμψυχώναμε τ’ αποθαμένα του τόπου,

    ξεσκαρτάραν μέσα μας ψυχές, ακούγαμε

    τις αφώναχτες φωνές,

    θα πληρώναμε στο περίπου, είχαμε πιει,

    είχαμε χάσει το μέτρημα, ίσως έβρεχε,

    παραχωνόμασταν στο τοπίο.

  • Για το παπούτσι του Εμπεδοκλή – 4

    Περίληψη προηγουμένων και προειδοποίηση

    (Συνεχίζεται ο λόγος για τον Εμπεδοκλή και τη μπρεχτική του επιφάνεια στο ποίημα  του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Το παπούτσι του Εμπεδοκλή».)

     Λαβή για τη μπρεχτική σύλληψη του Εμπεδοκλή, το αγωνιώδες ψάξιμο της σημασίας των λέξεων που σαν νεροφαγωμένα φωνήεντα αγάλματα επέστρεψαν την ψυχή τους στην αμορφία της άπλαστης λάσπης του λόγου—,  με τα εμπεδόκλεια λόγια, «στέγασαν στην άφωνη  καρδιά» το αποσβολωμένο νόημα και στέκουν κατάντικρυ δυσανάγνωστα σιωπηλές.   Πρώτος όρος της επιβίωσης ως το κατώφλι της νεκροφάνειας, της αθανασίας ή της επιφάνειας του σοφού,  είναι οι νηστικοί από νόημα γραμματικοί, φιλόσοφοι, ποιητές, επιστήμονες και παντοδίφες που στέγασαν με τη σειρά τους στο ενδιαίτημα του λόγου τους τα απορφανισμένα ποιητικά του κέρματα γενεαλογώντας πολύκλαδα μυστήρια καταγωγής. Υπόκειται αυτή η αρχή σαν τρυφερό κρυπτόγραμμα, ένας χαιρετιστήριος αναγραμματισμός, σ’ ένα παροδικό επεισόδιο του Παπουτσιού, όταν η συντροφιά του Εμπεδοκλή μένει από λέξεις και αποζητάει τη ζωντανή σοφία του. Σύμπτωση ή σύμπτωμα,  ένα νήμα συνδέει τα έκτοπα ποιητικά κέρματα του Εμπεδοκλή με το φτωχό κεραμίδι του εξόριστου Μπρεχτ:

    Μότο στη συλλογή της Μαργκαρέτε Στέφιν από ποιήματα του Μπρεχτ

    Αυτό, λοιπόν, είναι όλο, και—ξέρω—δεν είναι αρκετό.  / Μπορεί, ωστόσο, να σας πει πως είμαι εδώ ακόμα. / Μοιάζω με κείνον που τριγύριζε κρατώντας ένα κεραμίδι, / στον κόσμο για να δείξει πώς ήτανε το σπίτι του. /    

    (Steffinische SammlungMotto. 1940. Μεταφρασμένο από τον Μάριο Πλωρίτη)                                                                                

     

    Ονοματοπλάστης—δεύτερος στη σοφία έρχεται, μετά τον αριθμό, αυτός που έδωσε όνομα στα πράγματα, λέει ο Αιλιανός, πως έλεγε ο Πυθαγόρας.  Ο Εμπεδοκλής έκρουε τα μπρούντζινα κύμβαλα των αισθήσεων, σάλπιζε το αυγινό νόημα στις πρωινές πύλες της μέρας, γίνονταν φως, παρεξέκλινε θεληματικά προς την άποιο ύλη, το σκοτάδι της σημασίας, έφευγε και επέστρεφε με ορμή στα περάσματα των ύμνωνυμνοπόλος, υμνολόγος, μάγος της ακουστικής μορφής, ταξιθέτης γραμματικών κλίσεων- κάμψεων της σημασίας του ρήματος  κατά τη σωματική αντοχή, τριγυρισμένος από σκοτεινές γλώσσες, σκοτεινόμαυρες πύρινες γλώσσες-διάκενες μυστηριώδεις ψυχαγωγίες, υποσχόμενος και πράκτης, πραγματολόγος, βγάζοντας απ’ το λόγο, νέον λόγο, τούτον εδώ:  ειλιποδακριτόχειρα, αδρομελέστεροι, ανδρόπρωρα, αμφίστερνα, αμφιπρόσωπα, απόσκοπος μύθος, μήλα υπέρφλοια, ουλοφυείς τύποι,— ολόκληρα φανερώματα—, θαλασσονόμοις βαρυνώτοις,—κόγχες θαλασσοβόσκητες βαρύνωτες, βούκινα και λυρικές σκληρόδερμες χελώνες, διάμορφα και άνδιχα πάντα πέλονται, ιδιόμορφα και χωρισμένα είναι όλα —, εινάλιοι καμασήνες-θαλασσινά μπαστούνια=πέρκες, υδατοθρέμμονες, ιχθύσιν υδρομελάθροις,—υδρόβια και υδροδίαιτα, όλα ψάρια, κέμματα κέρματα, ψάχνοντας τα ίχνη του αγριμιού που τα μέλη του άφησαν στο απαλό χορτάρι, πτεροβάμοσι κύμβαις, φτεροβάδιστα  πουλιά, περιστέρες που προχωρούν με κωλοτούμπες—συ νόωι δέρκευ, βλέπε με το μυαλό, κότος, πλάδη, νείκος, μάθη, εμπεδόφυλλα-εμπεδόκαρπα, αειθαλή και αεικάρπιμα, Εμπεδόκλεια και ξακουστά στον άσπετον αιώνα και δια παντός: Δικές του αυτόχθονες λέξεις άπαξ-γλώσσες με άτροπους αρμονικούς. Τα επίθετά του δεν είναι η καλλιγραφία που τον οδηγεί να τ’ αποδίδει στα πράγματα για να λάμψουν με δυνατά χρώματα αλλά επειδή έκαστο ποιεί ουσίας τινός ή δυνάμεως δήλωμα ονόματα με θεϊκή επιφάνεια και προσωποποιά. Μονότροπη κοσμολαγνεία. Ήταν γιατρός.  Ήταν μηχανικός. «Εμπεδοκλέους έχθρα» επί όσων μισούν επίμονα. Τη σχολή του Εμπεδοκλή που θέσπιζε δυο αντίθετες πρώτες αρχές για τα πράγματα αγάπησε ένας «Βουδδάς» που πριν λεγόταν Τερέβινθος και μαθητής του ήταν ο τρισκατάρατος Μάνης. Έλεγε, ο Εμπεδοκλής, πως τέσσερα είναι τα ριζώματα όλων των πραγμάτων: ο Δίας ο λαμπρός ,— φωτιά, η Ήρα η ζωοδότρια,— γη, ο Αϊδωνεύς, —αέρας, και η Νήστις,— νερό, που από τα δάκρυά της αναβρύζει θνητή πηγή ζωής, θνητό κρούνωμα της Κόρης στα σκοτεινά βασίλεια του Άδη. Κι ακόμα, Γέννηση δεν υπάρχει για κανένα απ’ όλα τα θνητά, κι ούτε τέλος με τον καταραμένο θάνατο, παρά μόνον ανάμειξη και χώρισμα των αναμιγμένων στοιχείων, κι αυτό οι άνθρωποι συνηθίζουν να το λένε φύση. Τίποτα δε γεννιέται, τίποτα δεν πεθαίνει, ατέρμονη ζωή. Το δόγμα του περιλάμβανε μετενσωματώσεις: Γιατί κάποτε εγώ ήμουν αγόρι και κορίτσι, θάμνος και πουλί και άφωνο ψάρι, που πηδούσε έξω απ’ το νερό. Είπε Έκλαψα και θρήνησα σαν αντίκρισα έναν ασυνήθιστο τόπο. Και ο αέρας της νύχτας είναι σκοτεινός, της νύχτας της έρημης, της τυφλής που όσο αφαιρεί απ’ τη δύναμη των ματιών να βλέπουν, το επιστρέφει με την ακοή. Μαζί με τον Πυθαγόρα θεωρούσε τη σιωπή είδος ομιλίας. Ο Εμπεδοκλής ήταν γιος του Μέτωνα, άλλοι λεν του Αρχίνομου κι άλλοι του Ξένετου. Είχε και αδελφό που τον έλεγαν Καλλικρατίδη. Μαθήτεψε στον Παρμενίδη και ήταν εραστής του. Άλλοι λεν πως ήταν μαθητής του Τηλαύγη, του γιού του Πυθαγόρα. Ακραγαντίνος, φιλόσοφος φυσικός και εποποιός. Ήταν μαθητής του ο Γοργίας ο ρήτορας. Άλλοι θεοί συμφωνούσαν να γίνει κι ο Εμπεδοκλής θεός κι άλλοι όπως η Αθηνά και οι Μούσες, διαφωνούσαν. Εχθρεύονταν κάθε εξουσία. Του πρότειναν βασιλικό αξίωμα και αρνήθηκε. Περί φύσεως και Καθαρμοί είναι τίτλοι που άλλοι έδωσαν στα ποιήματά του. Είπε: Το ίδιο είναι οι τρίχες, τα φύλλα, και τα πυκνά φτερά των πουλιών και τα λέπια που φυτρώνουν πάνω σε στιβαρά μέλη. Είπε για τους συμπατριώτες του: Οι Ακραγαντίνοι αφήνονται σε  τόση πολυτέλεια,  σα να πρόκειται να πεθάνουν αύριο και τα σπίτια τους που φτιάχνουν είναι σα να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ.  Ο Αριστοτέλης, Περί Ψυχής,  λέει: Οι παλαιότεροι υποστήριζαν ότι η νόηση και η αίσθηση είναι το ίδιο πράγμα, όπως ακριβώς έχει πει και ο Εμπεδοκλής. Και στο Μετά τα φυσικά:  O Εμπεδοκλής λέει πως όταν αλλάζουν οι συνήθειες, αλλάζει και η σκέψη των ανθρώπων—«προς παρεόν γαρ μήτις αέξεται ανθρώποισιν». Ο σχολιαστής στις Φοίνισσες του Ευριπίδη: «”Μη σπείρε τέκνων άλοκα”, μη σπέρνεις παιδιά στην αυλακιά: Ο Εμπεδοκλής ο φυσικός [φιλόσοφος] αλληγορώντας λέει για  “σχιστούς λειμώνας… Αφροδίτης”—ανοιχτά λιβάδια της Αφροδίτης, όπου γίνεται η σύλληψη των παιδιών. Ο Ευριπίδης όμως λέγοντας το ίδιο μ’ αυτόν απέφυγε και το αισχρό νόημα κτλ.». Ο Ρούφος ο Εφέσιος στο Περί ονομασίας των του ανθρώπου μορίων: το δε βρέφος περιέχεται χιτώσι, τωι μεν λεπτώι και μαλακώι· αμνίον αυτόν Εμπεδοκλής καλεί. Τη λεπτή και μαλακή μεμβράνη που περιβάλλει το βρέφος ο Εμπεδοκλής την αποκαλεί αμνίον. Ο Πλούταρχος στα Συμποσιακά προβλήματα V10, 4, 685F, λέει πως κανένα από τα ζώα της στεριάς και του αέρα δεν θα μπορούσες να πεις πως είναι τόσο γόνιμο όσο όλα τα ζωντανά της θάλασσας. Γι’ αυτό ο Εμπεδοκλής στο ποίημά του λέει: Φύλον άμουσον άγουσα πολυσπερέων καμασήνων—αυτή οδηγεί το άμουσο γένος των πολύσπερμων ψαριών. Αλλού: Με τη θέληση της Τύχης απέκτησαν φρόνηση τα πάντα. Είπε για τον εαυτό του «Είμαι φυγάς θεόθεν και πλάνης»—είμαι εξόριστος απ’ το θεό και πλάνητας. Ο Πλούταρχος στα Αίτια φυσικά 39 ρωτάει: «Γιατί το νερό στην επιφάνεια φαίνεται άσπρο και στο βάθος μαύρο; Μήπως επειδή το βάθος είναι η μητέρα του σκοταδιού, ώστε να αμβλύνει και να εξασθενίζει τις ακτίνες του ήλιου, πριν κατεβούν εκεί;  Ο Εμπεδοκλής λέει “το μαύρο χρώμα στο βάθος του ποταμού οφείλεται στη σκιά, / και το ίδιο μπορεί να δει κανείς και στα σπηλαιώδη βάθη”». Είπε «τότε που εκείνοι δεν είχαν κανένα θεό ούτε τον Άρη ούτε την ταραχή της μάχης / ούτε τον Δία βασιλιά ούτε τον Κρόνο ή τον Ποσειδώνα / παρά βασίλευε η Κύπρις / ο βωμός δεν ποτιζόταν με ανόσιες σφαγές ταύρων, / αλλά το μεγαλύτερο κρίμα για τους ανθρώπους ήταν τούτο: / να ξεριζώνεις τη ζωή και να τρως τα ευγενή μέλη των ζώων /». Και «το θείον είναι ιερή σκέψη κι ανέκφραστη και μόνη, / που όλον τον κόσμο διαπερνάει με γρήγορες σκέψεις». Να νηστεύεις απ’ το κακό—νηστεύσαι κακότητος. Είπε τα γεράματα εσπέρα της ζωής ή δυσμάς βίου. Το σταφύλι αμπελοβάμονα βότρυ. Ο Αριστοτέλης στα Μετεωρολογικά Β3,357 a 24: Επίσης είναι γελοίο να πιστεύει κάποιος πως, αν πει ότι “ιδρώτα της γης είναι την θάλατταν—ότι η θάλασσα είναι  ιδρώτας της γης”,  έχει πει κάτι σαφές, όπως π.χ. κάνει και ο Εμπεδοκλής, αφού η έκφρασή του αυτή ίσως είναι ικανοποιητική για την ποίηση (γιατί η μεταφορά είναι ποιητικό πράγμα), αλλά δεν αρκεί για να γνωρίσουμε τη φύση.  Ο ίδιος, Περί ποιητικής 1, 1447b 17: Τίποτα κοινό δεν έχουν Όμηρος και Εμπεδοκλής εκτός απ’ το μέτρο· έτσι το  σωστό είναι τον πρώτο να τον λέμε ποιητή , ενώ τον δεύτερο μάλλον φυσιολόγο (φυσικό φιλόσοφο) παρά ποιητή. Λακτάνιος, Institutio divina II 12, 4: Ο Εμπεδοκλής, που δεν ξέρεις αν πρέπει να τον κατατάξεις ανάμεσα στους ποιητές ή τους φιλοσόφους, επειδή έγραψε για τη φύση σε στίχους, όπως ο Λουκρήτιος και ο Βάρρων. «Ποιητές λοιπόν μπορούν να λέγονται κι εκείνοι που οι Έλληνες τους ονομάζουν “φυσικούς”, αφού ο Εμπεδοκλής, ο φυσικός φιλόσοφος έφτιαξε ένα έξοχο ποίημα» ο Κικέρωνας, De oratore I 50, 217.

    (Συνεχίζεται)

  • Ερημότοπος-3

    Desert (οικολ.) (=έρημος) Χερσαίο οικοσύστημα, το μεγαλύτερο τμήμα επιφάνειας του οποίου δεν καλύπτεται από βλάστηση. Υπάρχουν έρημοι θερμές και έρημοι ψυχρές, άλλες αμμώδεις και άλλες όχι. Σε όλες τις περιπτώσεις το νερό είναι λιγοστό. Σε ορισμένες ερήμους από καιρό σε καιρό υπάρχουν δυνατές βροχοπτώσεις, αλλά το νερό εξατμίζεται πολύ γρήγορα. Φυτά: κάκτοι, ξηροφυτικοί θάμνοι. Ζώα: έντομα, ερπετά (φίδια, σαύρες). Βέβαια η πανίδα και η χλωρίδα εξαρτώνται από το είδος ης ερήμου. ΛΙΛΙΑΝ ΚΑΡΑΛΗ, Λεξικό αρχαιολογικών-περιβαλλοντικών όρων, Λήμμα “Desert

    Περίληψη προηγουμένων και προειδοποίηση: Πόσο φυσικό, βλέπε αυτονόητο, ενδιαίτημα του βλέμματος είναι το τοπίο; Είναι το τοπίο ένα προαιώνιο, ανιστορικό και ανιστόρητο καταφύγιο του βλέμματος που προσφεύγει σ’ αυτό φεύγοντας την αγνωσία; Είναι το τοπίο ένας κοινωνικός συμβιβασμός του βλέμματος; Υπάρχει ένας αντίκοσμος της όρασής μας; Κοιτάξαμε ποτέ κάτι για πρώτη φορά; Τι μας επιφυλάσσει το βλέμμα μας; Το βλέμμα μας φτερώνεται απ’ τη σκέψη μας που είναι γοργόφτερη όπως και τα λόγια μας και αυτό μαρτυρούν όλες οι ποιητικές, γραπτές και εικονογραφικές διατυπώσεις— το περιστέρι του πνεύματος, τα φτερωτά βλέμματα των πολυόμματων χερουβίμ, που υποτάσσουν στη θεολογική τάξη τη φυσική παντεποπτεία και οξύτητα του βλέμματος ενός πουλιού. Σε ποια εξουσία υποτάσσεται το βλέμμα μας; είναι το τοπίο η καθήλωση του βλέμματος, η στέρηση της πνευματικής ελευθερίας του που πνέει όπως το πνεύμα όπου θέλει,— μπορεί το βλέμμα μας να θέλει; Μήπως η ανάγνωση και αναγνώριση του τοπίου, η κατανόηση, είναι το βλέμμα που καθυστερεί στα πράγματα και τυπώνεται ιστορικά, βαθμιαία και ανοδικά στην περιγραφή τους ανατρέχοντας στο βιωματικό απόθεμα εννοιών και στη λεξικογραφική παρουσία των όρων που αντλούνται από τη βάση τους, το μεγάλο οικοσύστημα ακριβείας του Λεξικού, για να τελέσουν τις αρμόδιες λειτουργίες τους, να φωτίσουν με συνειδητό φως το φαινόμενο σκοτάδι, να φέρουν στην επιφάνεια μορφές ζωής εκεί που βασιλεύει φαινόμενος θάνατος; Η πορεία του βλέμματος στο τοπίο ακολουθεί την απόκρημνη πορεία της συνεχούς αναζήτησης ενός όλο και απαιτητικότερου, όλο και λιγότερο ανθρωποκεντρικού, όλο και ασκητικότερου στην πολυτέλεια της χρήσης των εκφραστικών μέσων κοσμογραφικού ήθους. Η τοπιογραφία βγαίνει από το κάδρο και αφομοιώνεται στη δραστική σκηνογραφία της αρχιτεκτονικής τοπίου και το έργο τέχνης στην ερμητική φυσιοκρατία του τέχνεργου. Ένα βλέμμα στους «Αγωγούς του φωτός», αρχιτεκτονικό τοπίο της Νάνσι Χολτ, στην Έρημο της Μεγάλης Λεκάνης στη Γιούτα.

    3

    Ο ουρανός, παραμένοντας γαλάζιος -ένα αχνό, διστακτικό, σχεδόν γαλάζιο- με μια ικανή να ζωντανεύει το ουράνιο ανάγλυφο νέφωση που γύριζε στο ιώδες, το ρόδινο και το χρυσαφί, λευκάζοντας ελάχιστα, ίσα για έναν παροιμιώδη τόνο αισιοδοξίας στις παρυφές, συγκέντρωνε σίγουρα τη φανερή ζωή της εικόνας μα δύσκολο ήταν να του αποδώσεις ξεκάθαρο ήθος, έστω εντοπιότητα· κάτι ανάμεσα σε εξουδετερωμένον Τιέπολο και ξεθυμασμένο χολιγουντιανό τεχνικολόρ. Ο ορίζοντας ανοιχτός τόσο που να καταντάει κλειστός. Μόνο η σκιά ενός -ας τον πούμε ορεινό- όγκου σε τμήμα του βάθους που δεν θα μπορούσες να πεις αν πρόκειται για λόφους, για τούμπα, για θεόπετρα ή για βουνό ελλείψει ικανών συγκριτικών στοιχείων μεγέθους· πάντως χωρίς αυτό το φράγμα σκιάς του βάθους ο ορίζοντας θα κινδύνευε με εξαφάνιση. Το πιο μυστηριώδες -το έδαφος. Απέραντη ακατοίκητη πεδιάδα; Απόσπασμα τούντρας; Παραπλανητικό απόσπασμα αεροδρόμιου; Ορεινός χερσότοπος; Παρατημένη κοιτίδα κάποιας άγνωστης βιοκοινότητας; Στην επιφάνεια του εδάφους -μα ποιο έδαφος; μήπως «θαμμένο έδαφος», επιφάνεια που χρόνισε αδιατάρακτη υποδεχόμενη αλλεπάλληλες φυσικές ή μνημειακές αποθέσεις; -μια κρούστα που θα μπορούσε να είναι στρώμα τσιμεντόσκονης, πάχνης, αλατιού ακόμα και βρικολακιασμένου χιονιού. Απουσία ζωής; Απουσία θερμοκρασίας; Μήπως και ατμόσφαιρας; Είμαστε στο διάστημα; Σε πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο πλάνο τέσσερα τέχνεργα -μάρτυρες ανθρώπινης δεξιότητας και εγκατοίκησης ανθρώπου-εργάτη -η περιγραφή προστρέχει αναγκαστικά σε ορολογία όλο και πιο ακριβή, όλο και πιο αρχαιολογική -περιβαλλοντολογική- φερτοί κι επείσακτοι στην ερημία ογκηροί τσιμεντένιοι κυλινδροσωλήνες με σκόπιμες τεχνουργημένες τρύπες -όρια μαγικής εικόνας στην επιφάνειά τους, απόπειρα λογικής επικοινωνίας; απόπειρα γλώσσας; τρόχμαλοι-αποσπάσματα σταματημένης απ’ το χρόνο γιγαντομαχίας, κομμάτια εγκαταλειμμένης απόπειρας υδραγωγίας που γύρισε σε γλυπτική προδιάθεση; Διατυμπανίζει κάτι η σύμμετρη ομόκεντρη θέση τους; Το ρόδισμα του εσωτερικού τους από το φως; Ποιο είναι άραγε το πραγματικό μέγεθος των τσιμεντοσωλήνων; Μπορεί κάποιος να καταφύγει στο εσωτερικό τους για να προφυλαχτεί απ’ τη βροχή και γενικά απ’ τα στοιχεία της φύσης, αν φυσικά βρέχει ποτέ σ’αυτόν τον τόπο, και αν είναι φύση αυτός ο τόπος; Μήπως δεν είναι τόπος; Μήπως πριν δεν ήταν τόπος αλλά έγινε ύστερα τόπος-τοπίο; Τι είναι τόπος, τι είναι τοπίο; Μήπως είναι η έρημη χώρα; Υπάρχουν άραγε σπασμένα γυαλιά έτοιμα να πληγώσουν τα πόδια μας σ’ αυτήν την εξορία; Υπάρχει κακία, θεολογία και μεταφυσική; Πώς άραγε να φωταγωγείται το εσωτερικό των δυο κυλινδροσωλήνων που μας δείχνουν μόνο την εξωτερική τους επιφάνεια; Μήπως αυτοί οι σωλήνες είναι αγωγοί φωτός; Μήπως όλα αυτά τα ερωτήματα είναι μέρος της διαμόρφωσης, της σύνταξης, σύνθεσης και εγκατάστασης ενός τοπίου στην απόλυτη έρημο; Η Νάνσι Χολτ (1938-2014) είναι Αμερικανίδα, αρχιτεκτόνισσα τοπίων. Αγόρασε μερικά στρέμματα στην απόλυτη έρημο, την Έρημο της Μεγάλης Λεκάνης, στην πολιτεία της Γιούτα, καμιά διακοσοεξηνταριά μίλια μακριά από κάθε κατοικημένο τόπο, κοντά στη νεκρόπολη Λούσιν, μια πόλη φαντασμάτων. Στο Λούσιν, που ιδρύθηκε για να ανεφοδιάζονται με νερό οι ατμομηχανές των τρένων κατοικούσαν κυρίως σιδηροδρομικοί υπάλληλοι που κάποτε το εγκατέλειψαν. Το 1996 το κατοίκισε ένας απίθανος κάτοικος, που φαίνεται πως παραμένει μοναδικός, ερασιτέχνης αεροναυπηγός, λάτρης της προπέλας, που το ‘σκασε κάποτε από την Τσεχοσλοβακία συνωμοτώντας με τον άνεμο καβάλα στο ανεμοπλάνο του. Ζει σε ένα υπόστεγο για αεροσκάφη που το διαμόρφωσε σε μονόχωρη κατοικία ευτυχισμένος με τις προπέλες του. Η Νάνσι Χολτ, πάλι, σαγηνεύτηκε από την κλιμάκωση της έντασης του ηλιακού φωτός στην έρημο και αποφάσισε να φέρει τον ουρανό στη γη -έτσι μέσα στη στέγνια της ερήμου έφερε την παρουσία της μνήμης του νερού με τους αγωγούς της που αντί νερό οδηγούν το φως και ταυτόχρονα προσφέρονται για ανθρώπινο καταφύγιο. Φαίνεται πως με άλλους τρεις φίλους κούρνιασαν μια νύχτα ο καθένας χωριστά σε κάθε σωλήνα και είδαν τον έναστρο ουρανό να κατεβαίνει στη γη. Οι σωλήνες έχουν διαστάσεις πεντέμισι μέτρα μήκος και δυο μέτρα και εβδομήντα πέντε εκατοστά πλάτος. Είναι τοποθετημένοι αντικριστά σε σχήμα Χ και ευθυγραμμισμένοι με την ανατολή και τη δύση του ήλιου κατά το χειμερινό και θερινό ηλιοστάσιο. Είναι από τσιμέντο και κατασκευάστηκαν επί τόπου από συνεργείο εργατών, εκσκαφέων, γερανών, εργολάβων, οικοδόμων με τη δική της καθημερινή επίβλεψη. Πάνω στον καθένα ανοίχτηκαν τρύπες διαταγμένες στα σχήματα των αστερισμών του Δράκοντα, του Περσέα, της Περιστεράς και του Αιγόκερω. Λέγονται «Αγωγοί του ήλιου». Το φως του φτάνοντας μέσα τους κι αφήνοντας κηλίδες στο εσωτερικό των σωλήνων τούς μετατρέπει σε αντίγραφο του έναστρου στερεώματος. Είναι ορατοί στον επισκέπτη από περίπου δυόμισι χιλιόμετρα μακριά. Είναι μια ανθρώπινη μαρτυρία και ενδιαίτημα, μια ανθρώπινη σύμμετρη παρένθεση με τις ποικίλες στοχαστικές αναφορές της, μέσα στην έρημο. Μιλούν τη γλώσσα του φυσικού περιβάλλοντος ενώ με την προσθήκη της ανθρώπινης μνήμης το ανασυνθέτουν και το εμψυχώνουν σε τοπίο. Είναι οδηγοί, δάσκαλοι και αγωγοί βλέμματος.

    Διαδικτυακές παραπομπές

    https://www.nytimes.com/2012/03/29/garden/inaremotepartofutahlifealoneinahangar.html

    https://en.wikipedia.org/wiki/Great_Basin_Desert

    https://en.wikipedia.org/wiki/Nancy_Holt

    https://www.artsy.net/article/artsyeditorialstorysuntunnelsnancyholtslandartmasterpiece

    Νάνσι Χολτ, Αγωγοί του ήλιου, 1973-1976, Έρημος της Μεγάλης Λεκάνης στη Γιούτα.

  • Ερημότοπος-2

    Desert (οικολ.) (=έρημος) Χερσαίο οικοσύστημα, το μεγαλύτερο τμήμα επιφάνειας του οποίου δεν καλύπτεται από βλάστηση. Υπάρχουν έρημοι θερμές και έρημοι ψυχρές, άλλες αμμώδεις και άλλες όχι. Σε όλες τις περιπτώσεις το νερό είναι λιγοστό. Σε ορισμένες ερήμους από καιρό σε καιρό υπάρχουν δυνατές βροχοπτώσεις, αλλά το νερό εξατμίζεται πολύ γρήγορα. Φυτά: κάκτοι, ξηροφυτικοί θάμνοι. Ζώα: έντομα, ερπετά (φίδια, σαύρες). Βέβαια η πανίδα και η χλωρίδα εξαρτώνται από το είδος της ερήμου. ΛΙΛΙΑΝ ΚΑΡΑΛΗ, Λεξικό αρχαιολογικών-περιβαλλοντικών όρων, Λήμμα “Desert

    2

    Πρώτη φορά που άκουσα το όνομα Νάνσι Χολτ ήταν την προπερασμένη Μεγάλη Παρασκευή. Δεν το άκουσα, το είδα. Μόλις άνοιξα τον υπολογιστή με τον κατά προτεραιότητα πρωινό αυτοματισμό που έχει αντικαταστήσει στις μέρες μας την πρωινή προσευχή ή το βούρτσισμα των δοντιών, βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα ακόμα ανούσιο σκρινσέιβερ απ’ τον απύλωτο οχετό εικαστικών απόβλητων με τα οποία υπόσχονται να εξασφαλίσουν ατελείωτη ποικιλία διασκέδασης για τον ευτυχή χρήστη αυτοί που κόπιασαν να τα παραχώσουν στα σώψυχα του ηλεκτρονικού συνομιλητή μας. Στο απεριόριστο πεδίο της ψηφιακής ισοπεδωτικής καλολογίας του μέσου όρου, του κοινού νου και του κοινοδίκαιου, της στατιστικά λυσιτελούς νόρμας, η αισθητική που πρότειναν κάποτε τα χειροποίητα ζωγραφικά αντίγραφα νεκρών φύσεων που τα πουλούσαν, και ίσως ακόμα να τα πουλάνε, αλλά τώρα πια σε εκσυγχρονισμένη τυπωμένη σε λέιζερ εκτυπωτή εκδοχή, τα υαλοπωλεία, αντιπροσωπεύεται από φωτογραφικά φυσικά τοπία μιας εφιαλτικής ρωπογραφικής ουτοπίας. Τοπία του πουθενά, φαντάσματα μιας βρυκολακιασμένης άψυχης φύσης που έχασε πρώτα το ήθος, ύστερα το νόημα και μετά την ψυχή της με την συνεχή εξουθενωτική υποβολή της στη καταναλωτική χρησιμοθηρία και την τερψιθηρία, και επιπλέει τώρα σαν ασυνάρτητη σαβούρα στον θολό ωκεανό ενός μακάβριου βλέμματος που έχασε κι αυτό τον ιδιοκτήτη του, -δεν είναι παρά μια οπισθοφωτισμένη με κλινικό φως νεκροτομείου γυάλινη οθόνη όπου καθρεφτίζεται ό,τι χειρότερο μπορούσε να πάθει το είδωλο της πραγματικότητας -αφού έπαψε να είναι μιμητικό, συμβολικό, υπερπραγματικό, αναστοχαστικό, κατέληξε εικονικό. Τοπία -σκελετοί στο νεκροταφείο της ολικής έκλειψης του βλέμματος, στο δρόμο προς την ολική έκλειψη του ανθρώπινου όντος: τη θέση τους έχει πάρει μια απορφανισμένη τερατώδης γεννήτρια σκέψης, ένα στημένο στοχαστικό ρευστό που το μόνο επίκτητο ανθρώπινο χαρακτηριστικό που διαθέτει είναι βουλιμική υπερκαταναλωτική ροπή και πολιτικός αμοραλισμός. «Εξοικονομητής οθόνης», «πρόγραμμα προφύλαξης οθόνης», ή «πρόγραμμα προστασίας οθόνης» ή «σωσίβιο οθόνης» : οι μεταφράσεις, που ακροβατούν στην αιχμή του γλωσσικού νοήματος, συνοψίζουν τα υπερφυσικά, απανθρωπισμένα επίπεδα αυτοματισμού της τεχνολογίας σκρινσέιβερ που κάποτε στο ψηφιακό παρελθόν ανταποκρίθηκε με ένα σωσίβιο πρόγραμμα σε ένα πραγματικό τεχνικό κενό, προτού δηλαδή τα θνητά δάκρυα της θεάς αντικατασταθούν με υγρούς κρυστάλλους που είναι παντογνώστες συλλέκτες οραμάτων, δεν χρειάζονται προστασία, το πρόγραμμα μετέπεσε με την αχρήστευση σε διακόσμηση, και άρα μπορεί να υιοθετήσει, όπως και έγινε, το λειτουργικό, πρακτικά και ποιητικά, όνομα «ταπετσαρία». Δίπλα στην τηλεοπτική οθόνη παραγωγής ιδεολογικού προκάτ προστέθηκε άλλο ένα φενακιστοσκόπιο παρασκευής ιδεολογικών οραμάτων καλοπέρασης. Έχει διανυθεί όλη η διαδρομή από τις ρωπογραφίες του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, στα «πράγματα της φύσης» του Τζόρτζο Βαζάρι, την ακίνητη σωπηλή ζωή ή τις άψυχες φύσεις του Ντιντερό, τη μίμηση, την από-μίμηση, την εξαΰλωση της φύσης στο διδακτικό μεσαιωνικό συμβολισμό και τη συνακόλουθη βανιτογραφία, την πληθωρική ανάκτησή της στη φλαμανδική αφθονία, την ολοκληρωτική αλλαγή προγράμματος με τις πλαστικές αναζητήσεις του Σεζάν, την αποξένωση και τη χειραγώγηση του σουρεαλισμού, τη μονοδιάστατη χρηστική καθήλωση με την ποπ, σε μια προσπάθεια ανάκτησης όρων φυσικής ανασύνθεσης με το ρέντι-μέιντ, το ομπζέ τρουβέ και το ασαμπλάζ, στον έσχατο εξευτελισμό του καπιταλιστικού εξιδανικευμένου καταναλωτισμού, στις προκάτ ιδανικές καταναλωτικές νεκρές φύσεις σκρινσέιβερ, -πριν επιστρέψουμε, σωστικά, και ίσως σωτήρια, στην πρωταρχική αγωνία και αγνωσία των σκιωδών μορφών του πλατωνικού σπηλαίου. Άρχισαν να παρελαύνουν στην οθόνη μου εξωτικά μουράγια συνδυασμένα με καταχιόνιστες αλπικές κορφές δίπλα σε μακάριες αγελάδες που έβοσκαν σε ατελείωτες φωτοσοπικές ολοπράσινες πεδιάδες με διαδοχικά κολλήματα της πιο άμεμπτης φυσικά και ηθικά χλόης ενώ στο βάθος μια γενναιόδωρη αντίληψη της δημοκρατίας του οράματος της Κακανίας που είχε μεταμορφωθεί σε Τερψιθέα, πρόσθεσε και μερικά δελφίνια που η ράχη τους γυάλιζε καθώς χοροπηδούσαν μέσα κι έξω απ’ το νερό ακολουθώντας χαρούμενα ένα σαρδανάπαλο πλωτό μέσο, κάτι ανάμεσα σε μαούνα του Μισισιπή, πετρελαιοφόρο του Νιάρχου και ιστιοφόρο του Πίτερ Μπρέγκελ. Τη Νάνσι Χολτ λοιπόν την πρωτάκουσα ή μάλλον την πρωτοείδα την προπερασμένη Μεγάλη Παρασκευή: κλικάροντας στο εικονίδιο του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μόλις το σκοτάδι κατάπιε το οδυνηρό σκρινσέιβερ, με την ίδια επείγουσα αγωνιώδη αίσθηση κατασπατάλησης χρόνου που το κάνω κάθε μέρα, καθώς άνοιξα ένα μήνυμα ενός σάιτ με εικαστικές πληροφορίες που από μόνο του μπορεί να τροφοδοτήσει με θέματα για θέσεις όλους τους φιλόδοξους και φιλόδοξες επιστάτες και επιστάτριες τέχνης που διαγκωνίζονται για μια θέση στον ανύπαρκτο ήλιο της ντόπιας αγοράς εικαστικών προϊόντων. Εκεί προαπαντήθηκα με τη φωτογραφία ενός άγνωστου τοπίου -λέω «άγνωστο» και «τοπίο» και αισθάνομαι την ανάγκη να διευκρινίσω: μια περιοχή οπτική χωρίς καμιά άμεση πολιτισμική αναφορά. Ο δίσκος του ήλιου, αρκετά χαμηλά στον ορίζοντα, ήταν ήλιος μα λείποντας κάθε στοιχείο προσανατολισμού, θα ήταν αδύνατο σε μένα να πω αν ανέτελλε ή αν έδυε.

     

    (Συνεχίζεται)

  • Ευγενική Προειδοποίηση και Breaking news

    1. Δεν υπάρχουν νεκροί αλλά πεθαμένοι χρήστες (των μέσων κοινωνικής δικτύωσης)
    2. Οι θαμμένοι πεθαμένοι ξεπέρασαν σε αριθμό τους άθαφτους ζωντανούς στο Κουίνς της Νέας Υόρκης
    3. Σε πενήντα χρόνια οι ψηφιακοί νεκροί θα ξεπεράσουν τους ψηφιακούς ζωντανούς στο Κράτος του φέισμπουκ
    4. Μολονότι ο σουγιουλτζής και νεροκράτης θα μπορούσε να είναι ένα από τα ιδανικά επαγγέλματα του μέλλοντος, τη θέση τη διεκδικεί πλέον επιτυχώς ο κιουρέιτορ επιστάτης ψηφιακών λειψάνων
    5. Όσοι έχουν σώματα και πράγματα εμπράγματα να διαθέσουν μεταθανάτια και βασανίζονται με την αξιοπιστία τών εις ούς ο διαθέτης κατέλιπε και με το μέγεθος και την κλάση του τάφου ή της κάλπης – για να θυμηθούμε και την επικαιρότητα- ας συμπεριλάβουν στο βασανισμό και τα ψηφιακά τους κατάλοιπα αν δεν επιθυμούν να διαφημίζουν αντικουνουπικές σήτες ή εισιτήρια για συναυλίες με μελοποιημένα ποιήματα της Κικής Δημουλά και μετά θάνατον. (Τα πρόσφατα μέτρα του Κράτους του φέισμπουκ που μπλοκάρουν τις διαφημίσεις και τις προσκλήσεις σε εκδηλώσεις στους λογαριασμούς μνήμης ψηφιακών νεκρών κρίνονται εντελώς ανεπαρκή)
    6. Ο ευσυνείδητος διαθέτης πριν αποχωρήσει στο οριστικό αποχωρητήριο ας σκουπίσει καλά το ψηφιακό πάτωμα, ας εξαφανίσει λεπτομερώς τα ίχνη του, ας γυρίσει το διακόπτη κι ας κόψει το φως, αν δεν επιθυμεί να μετατραπεί σε ανεπιθύμητο, μισητό ψηφιακό φάντασμα που θα διαφημίζει στον αιώνα τον άπαντα όσα εκείνος μια ζωή ήχθαιρε, -πράγμα χειρότερο από τη ρίψη της τέφρας του στον παγωμένο Βιστούλα (βλέπε σχετικό προηγούμενο σε έγκριτο συμβολαιογραφικό σάιτ)
  • Ερημότοπος-1

    Desert (οικολ.) (=έρημος) Χερσαίο οικοσύστημα, το μεγαλύτερο τμήμα επιφάνειας του οποίου δεν καλύπτεται από βλάστηση. Υπάρχουν έρημοι θερμές και έρημοι ψυχρές, άλλες αμμώδεις και άλλες όχι. Σε όλες τις περιπτώσεις το νερό είναι λιγοστό. Σε ορισμένες ερήμους από καιρό σε καιρό υπάρχουν δυνατές βροχοπτώσεις, αλλά το νερό εξατμίζεται πολύ γρήγορα. Φυτά: κάκτοι, ξηροφυτικοί θάμνοι. Ζώα: έντομα, ερπετά (φίδια, σαύρες). Βέβαια η πανίδα και η χλωρίδα εξαρτώνται από το είδος της ερήμου. ΛΙΛΙΑΝ ΚΑΡΑΛΗ, Λεξικό αρχαιολογικών-περιβαλλοντικών όρων, Λήμμα “Desert”    

     

    1

    Το απρογύμναστο, άκριτο βλέμμα είναι όργανο και θρέμμα της άγνοιας, της προκατάληψης και της ιδιοτέλειας,— μυζητήρας ακόρεστης χρησιμολατρείας. Μια πρωτόγονη, αρχαϊκή θεά με γαμψά αρπακτικά νύχια και ανεπίγνωστα  αιθέρια φτερά πεταλούδας. Ανεμοπορεί ανεμοβοσκώντας και σαρώνοντας άγνωρα επιδίδεται σε μαζικές εκτελέσεις σημείων που εκπέμπουν άγνωστα σήματα στο συμβολικό κόσμο του οπτικού πεδίου. Εχθαίρει τον κάλυκα που δεν αλαλάζει με οσφραντικό ορυμαγδό πως πρόκειται για αποθήκη θρεπτικού νέκταρος. Εχθαίρει τον κεντητικό πλούτο της φαντασίας. Την αισθητηριακή μέθη της. Τη ριζοτόμο τόλμη των αφαιρέσεων, τα ζεύγματα των  συνειρμών  της. Είναι νεροκουβαλητής της θεολογούσας οικονομίας. Ο ρόλος του δεν είναι να καταδύεται στην άβυσσο της κατανόησης παρά να επιπολάζει στα ρηχά ιδιοποιούμενο καταναλωτικά το χρήσιμο με λακωνικές διαδικασίες εκκαθάρισης και  απόρριψης συμβάλλοντας στην αυτοσυντήρηση και την αναπαραγωγή.  Στις χρυσές πύλες του εξαργυρώνεται με μίσος και αποστροφή η ευεργεσία του φωτός πληρώνοντας ιδεολογικό τέλος εισόδου-εξόδου στα ασφυκτικά εγωτικά όρια  του εαυτού. Είναι γεννήτρια συντηρητικής  οπισθοδρόμησης και πολιτικού φασισμού. Μετανάστη, εμιγκρέ ή πρόσφυγα—εχθρεύεται τον ξένο· το αλλότριο και ξένο. Η επιλεκτική του κλειστοφοβική μνήμη κολοβώνει τη δυνατότητα τού ανοιχτού ορίζοντα σε ένα κατάφρακτο δωμάτιο εγκλεισμού  χωρίς σημείο φυγής ή υπόσχεση ελευθερίας. Δεν υπάρχει χειρότερη καταδίκη από τον ισόβιο εγκλεισμό του βλέμματος. Την αλμυρή έρημο του βλέμματος που δεν διδάχτηκε το μάθημα των θνητών δακρύων μήτε έμαθε να καθυστερεί αποταμιεύοντας  το θησαυρό του  φωτός που μόλις το αγγίξει εξατμίζεται σκοτεινιάζοντας τον κόσμο με τα οικεία θλιβερά φαντάσματα της  μισαλλοδοξίας.

    ………………………………………………………………………………………………………………………

    Μαθαίνω πως τώρα πια σ’ ένα καλό δημόσιο σχολειό στην Αθήνα τα οχτάχρονα παιδιά καθισμένα στην τάξη σε σκόπιμο κύκλο και όχι στιχηδόν εκδίδουν τακτικά μετεωρολογικό δελτίο  συναισθημάτων—το λένε κιόλας μεταξύ τους συνοπτικά μετεό. Η λύπη τους έχει την όψη, τον ήχο και το χρώμα της βροχής και της συννεφιάς· η χαρά τους τον ηλιόλουστο ειρηνικό συναγερμό μιας ανοιξιάτικης μέρας. Αυτή η συναισθηματική κοσμολογία, μια ελεύθερη φαντασία πάνω στα μετέωρα  καθρεφτισμένη  στο λόγο,  έρχεται από κοντά σ’ εκείνη την  ποιητική τροπή, το δικαιωμένο ψυχικό ανάβρυσμα του ποιητικού λόγου  που καλλιέργησε παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από την αρχαία γραμματεία ο λειτουργικός ανιμισμός των βυζαντινών ρητορικών Εκφράσεων.  Είναι ένα ριζικό διδακτικό τρόχισμα του βλέμματος και μια πρόσκληση στην εμπιστοσύνη και την επιστήμη  της περιγραφής με το λόγο, ένα προγύμνασμα ποιητικής και ηθικής συνείδησης μέσα από το γιορτινό τραπέζι των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Ένα είδος καλλιέργειας που οι δικές μας γενιές, αναγκασμένες να πορευτούν στη δημόσια πολιτική δυστυχία της πρώτης εικοσιπενταετίας του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα  κατά κανόνα δεν έλαβαν σαν δικαιωματικό δώρο της εγκύκλιας παιδείας, προσανατολισμένης αποκλειστικά σε μια ύποπτη και καχύποπτη εθνική και εθνικόφρονα, θανάσιμης μονομέρειας  μονοθρησκευτική επιβίωση.  Αν τα σημερινά παιδιά δεν ευδοκήσουν,  θα είναι επειδή η παλιά ξορκισμένη κατάρα του εγκλεισμού του βλέμματος ξεμυτίζει πάλι απρόσμενα σε απίθανες λερναίες αναβιώσεις, επινοεί νέες ιδεολογικές συμβάσεις, εκσυγχρονίζεται με απρόβλεπτη ευρηματικότητα  σε  νέους ιδεολογικούς κώδικες, αποκτάει νέα ορμή και επιτάχυνση από την περίσσεια  δημαγωγικής έκθεσης που προσφέρει η ψηφιακή και τηλεοπτική επικοινωνία, και κανείς προσώρας δεν βρήκε τον οριστικό τρόπο ανάσχεσης αυτής της κατηφορικής πορείας προς τα τάρταρα.

    ………………………………………………………………………………………………………………………..

    Απέναντι στο σπίτι που κατοικούσαμε υπήρχε ένα άλλο σπίτι με έναν μικρό ολάνθιστο κήπο. Κάλες και τριανταφυλλιές δίπλα σε μια γριά τουλούμπα που το χερούλι της κάθε φορά που το ανεβοκατέβαζα και όγκιζε υπόκωφα βραχνά κι ανθρώπινα μου έδινε το θαυμάσιο αίσθημα της επικοινωνίας με τα φυσερά ενός τεράστιου γήινου πνεύμονα, κρυμμένου στα απρόσιτα βάθη, που ανταποκρίνονταν εκτοξεύοντας λαχανιασμένος εκείνες τις θαυμαστές εκπνοές, με σιντριβάνια από αμβρόσια άχνη ολοζώντανου νερού για να ποτίσει το διπλανό παρτέρι με τους μενεξέδες. Συμπληρώνοντας αυτήν την σφαιρική αποκριτική αρμονία και σύμπλευση στους σκοπούς και τις προθέσεις ανάμεσα σε έμψυχα και άψυχα, ένα μεγαλούτσικο υπόστεγο κλειστό από τις τρεις μεριές με τους τοίχους διπλανών σπιτιών και ανοιχτό μπροστά πρόσφερε δυο βήματα πιο πέρα την ιδανική προστασία απ’ τους καιρούς και τα ιερόσυλα βλέμματα των μεγάλων και συνάμα την αίσθηση της ελευθερίας του ύπαιθρου που χρειαζόμασταν σαν παιδιά. Εκεί τελούσαμε μια προϊστορική τελετή προτού αρχίσουμε τους αυτοσχεδιασμούς των παιχνιδιών μας. Τη λέγαμε «οι σωροί» και στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια προκαταρκτική επιχείρηση καθαριότητας του βλέμματος για να αφεθεί ελεύθερο το πεδίο στον ανεμπόδιστο καλπασμό της φαντασίας μας. Καθαρίζαμε απ’ το χωμάτινο δάπεδο του υπόστεγου και το τελευταίο λιθαράκι, και το τελευταίο κλαδάκι ή ξερό φύλλο που είχαν ανεμίσει οι βοριάδες, δεν τα πετούσαμε αλλά παστρικά παστρικά τα συγυρίζαμε σε συμμετρικούς σωρούς που άλλοτε οξυκόρυφες πυραμίδες και άλλοτε σαν καστρόπουλα με επάλξεις ήταν μικρά κατορθώματα παιδικής καλλιτεχνίας. Ήταν τα πανάρχαια τελετουργικά κερν μας, οι λιθοσωροί του αταβισμού μας· μικρή σπονδή στην τάξη των ονείρων μας, έμπρακτη ομολογία πίστης στη φαντασία μας,  απελευθέρωση από προλήψεις και προκαταλήψεις, σημαίες της δημιουργικής πλεύσης μας στο ανοιχτό πεδίο της επινόησης των παιχνιδιών μας. Αυτήν την ενστικτώδη ακράτητη χωρίς όρια  δημιουργική ορμή αναλάμβανε να σκοτώσει η εγκύκλια παιδεία μας ώστε να μην μπορούμε πια να δούμε, να μην είμαστε πια κύριοι του βλέμματός μας. Τις περισσότερες φορές το κατάφερνε.

    (Συνεχίζεται)

  • Για το παπούτσι του Εμπεδοκλή-3

    3

    Περίληψη προηγουμένων

    «Ο Όμηρος δεν είχε σπίτι / κι ο Ντάντε αναγκάστηκε ν’ αφήσει το δικό του. / Ο Λι Πο κι ο Του Φου περιπλανήθηκαν / μες στους εμφύλιους πολέμους / που καταβρόχθισαν τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους. /  Τον Ευριπίδη απειλούσαν με δίκες, / και του Σέξπιρ, πεθαίνοντας, / του βούλωσαν το στόμα. / Τον Φρανσουά Βιγιόν δεν τον αναζητούσε / μόνο η Μούσα μα και η αστυνομία. / Αυτός, που αποκαλούσανε “αγαπημένο”, /  ο Λουκρήτιος, πήγε στην εξορία, / κι ο Χάινε το ίδιο, έτσι κι ο Μπρεχτ / κατέφυγε κάτω από μια δανέζικη / αχυροσκεπή»  / ( Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ο ξενιτεμός των ποιητών»[Die Auswanderung der Dichter], μεταφρασμένο από τον Δημήτρη Μυράτ).   Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σύνθεσε το ποίημα με τίτλο Το Παπούτσι του Εμπεδοκλή γύρω στο 1935. Είναι ένα από τα ποιήματα της εξορίας και η εξορία είναι η αποχρώσα συνθήκη του ποιήματος. Μαζί  με τη ζωντανή παρουσία της Ιστορίας και  τη «συγκεκριμένη αλήθεια», τη «χειροπιαστή αλήθεια»  της ζωής και της ποίησης είναι το εξωτερικό και το εσωτερικό ψυχικό περιβάλλον του· ο διδακτισμός και η πεζολογία του είναι  η θωράκιση τού  πυρηνικού, λυρικού και πολιτικά ιδιόρρυθμου, αναρχισμού του —το περίτεχνα πλουμιστό μηχανικό αηδόνι του Αυτοκράτορα που αντίς κελαηδισμούς συλλαβίζει γνωμικά και κανόνες ζωής από μια οικογενειακή σύνοψη χρηστομάθειας. Έτσι κι αλλιώς ο καιρός είναι άσχημος για λυρισμό: « Γιατί… μιλάω μόνο για τη σαραντάρα χωριάτισσα / που περπατάει διπλωμένη στα δυο /[…]μια ρίμα στους στίχους μου / θα μου φαίνονταν υπεροψία. / Παλεύουν μέσα μου / ο ενθουσιασμός για μια μηλιά ανθισμένη / κ’ η φρίκη για τους λόγους που βγάζει ο Μπογιατζής. / Αλλά μόνο το δεύτερο  / με σπρώχνει στο γραφείο /» (Schlechte Zeit für Lyrik). Ο καιρός είναι καιρός για ποιητικές νεκροφιλίες, ή έστω νέκυιες· καιρός για  συνομιλίες με ψυχές στον Άδη των πεθαμένων ποιητών που αν υπήρξαν εξόριστοι στη ζωή, τουλάχιστον δεν γνώρισαν την έσχατη, οριστική εξορία της λησμονιάς των έργων τους—αυτήν που τρέμει ο επισκέπτης και τον κάνει να χλομιάζει από το φόβο στην «Επίσκεψη σε εξόριστους ποιητές» (Besuch bei den verbannten Dichtern): τους επισκέπτεται κατ’ όναρ, κατοικούν δίπλα στους εξόριστους δασκάλους, τον υποδέχεται ο πρωτομάστορας της εξορίας Οβίδιος, συναντάει πολλούς, τον ξεναγεί ο Δάντης που τον οδηγεί στη φοβερή γωνιά των λησμονημένων που δεν αφανίστηκαν μόνο τα κορμιά τους μα και τα έργα τους.  Κατά τις   παραδόσεις που αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος στους «Βίους των φιλοσόφων» η  ποιητική γεννήτρια της εξορίας συμπεριλαμβάνει και το θρυλικό προσωπείο του  Εμπεδοκλή. Μπορεί και να πέθανε εξόριστος στην Πελοπόννησο. Μα το ποίημα του Μπρεχτ μαγνητίζεται από  την υποτιθέμενη αυτοκτονία του κοσμολόγου παντεπιστήμονα ποιητή  στην Αίτνα. 

     

    Σαν προειδοποίηση της τροπής που μπορεί να πάρει  η εκτροπή ενός παπουτσιού

    «Όσο για μένα, έχω την παράξενη κι επικίνδυνη μανία να θέλω, για κάθε ζήτημα, ν’ αρχίζω απ’ την αρχή (δηλαδή απ’ τη δική μου ατομική αρχή), που σημαίνει να ξαναρχίζω, να ξανακάνω έναν ολόκληρο δρόμο, σα να μην τον είχαν ήδη χαράξει και διατρέξει τόσοι άλλοι… Αυτός ο δρόμος είναι ο δρόμος που μας προσφέρει ή που μας επιβάλλει η γλώσσα… […] Αλλά κρίνω πως είναι πιο λυσιτελές να αφηγηθεί κανείς ό,τι έχει ο ίδιος αισθανθεί, παρά να προσποιηθεί μια γνώση ανεξάρτητη από πρόσωπα και μια παρατήρηση χωρίς παρατηρητή. Στ’ αλήθεια, δεν υπάρχει θεωρία που να μην είναι προσεχτικά φροντισμένο, απόσπασμα αυτοβιογραφίας.» ΠΟΛ ΒΑΛΕΡΙ, Ποίηση και αφηρημένη σκέψη. Διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, The Zaharoff Lecture for 1939, At the Clarendon Press, Oxford 1939.

     

    3.1 Στράβωνος Γεωγραφικά VI 2.8

    Κάποιοι που ανέβηκαν τώρα τελευταία στην Αίτνα, μας διηγήθηκαν πως βρήκαν στην κορφή ένα ίσιωμα με περίμετρο ίσαμε είκοσι στάδια, περίκλειστο με ένα φρύδι τέφρας ψηλό σαν τοίχος κτιρίου, ώστε όσοι θέλουν να προχωρήσουν να είναι αναγκασμένοι να πηδήσουν από ψηλά στο ίσιωμα. Στη μέση είδαν ένα ύψωμα, τεφρό στο χρώμα, όπως και η επιφάνεια του ισιώματος, και πάνω από το ύψωμα ορθώνονταν κατακόρυφα ένα σύννεφο ακίνητο σε ένα ύψος  ίσαμε διακόσιους πόδες (είχε άπνοια εκείνη την ώρα)· έμοιαζε με καπνό. Δυο από τους ορειβάτες αποτόλμησαν να προχωρήσουν στο ίσιωμα, μα καθώς η άμμος κάτω απ’ τα πόδια τους γίνονταν όλο και πιο ζεστή και βυθίζονταν όλο και πιο βαθιά σ’ αυτήν, έκαναν στροφή κι επέστρεψαν χωρίς να μπορούν να πουν τίποτα περισσότερο από εκείνους που παρατηρούσαν από μακριά. Πάντως από την εικόνα αυτή, σχημάτισαν τη γνώμη πως πολλοί είναι οι μύθοι που ακούγονται και μάλιστα όσα λέγονται για τον Εμπεδοκλή, ότι πήδησε μέσα στον κρατήρα και άφησε ίχνος του παθήματος το ένα από τα χάλκινα πέδιλα που φορούσε, που βρέθηκε τάχα λίγο πιο πέρα από το χείλος του κρατήρα, σαν να το τίναξε η δύναμη της λάβας·  ούτε προσιτό είναι το μέρος ούτε ορατό ούτε και είναι πιθανό να μπορεί κάτι να πεταχτεί εκεί μέσα εξαιτίας του αντίθετου ρεύματος των ατμών που τινάζονται από τα βάθη και εξαιτίας της θερμότητας που είναι εύλογο να προαπαντά κανείς πολύ πριν πλησιάσει στο χείλος του κρατήρα· κι ακόμα κι αν κάτι κατάφερνε να πέσει μέσα, θα καταστρέφονταν προτού ξαναπεταχτεί έξω, όποια μορφή κι αν είχε προτού να πέσει μέσα. Ακόμα κι αν δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε πως η δύναμη των ατμών και της φωτιάς κατά καιρούς μειώνεται καθώς διαλείπει η καύσιμη ύλη, και πάλι αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορέσει άνθρωπος να πλησιάσει τον κρατήρα κόντρα σε τόσο μεγάλη επιβολή αντίθετης δύναμης.

    3.2

    Στον κυκεώνα του Σουΐδα και των τεκμηρίων, στο Βίο του Διογένη Λαέρτιου, με τα λόγια άλλων ή τα δικά του

    Πυθαγορικός και εμψύχων αμπεχόμενος—από τον Ακράγαντα, μαθητής του Πυθαγόρα και δεν έτρωγε τα έμψυχα· όταν νίκησε στους Ολυμπιακούς αγώνες έπλασε ένα ομοίωμα βοδιού από λιβάνι, σμύρνα και πολυτελή αρώματα και το μοίρασε σε όσους απαντούσε στη γιορτή. Καταδίκαζε τις αιματηρές θυσίες. Μοίρασε προίκα στα φτωχά κορίτσια. Δίδαξε στην Αθήνα και σύνθεσε ένα σκωπτικό επίγραμμα για τον Άκρωνα, γιατρό απ’ τον Ακράγαντα: άκρον ιατρόν Άκρων’, Ακραγαντίνον, πατρός άκρου, κρύπτει κρημνός άκρος πατρίδος ακροτάτης· μερικοί λένε πως το έγραψε ο Σιμωνίδης. Φορούσε χρυσό στεφάνι στο κεφάλι και μπρούτζινες αμύκλες στα πόδια και ταινίες Δελφικές στα χέρια κι έτσι περιδιάβαζε στις πόλεις για να τον νομίσουν όλοι θεό. Αυτός που πήδησε νύχτα μέσα στον πύρινο κρατήρα της Αίτνας για να εξαφανιστεί το σώμα του, αλλά ξεβράστηκε το σαντάλι του. Τον έλεγαν Κωλυσανέμα γιατί ήταν αλεξάνεμος και ανεμοστάτης και έδιωξε τους πολλούς ανέμους που χτυπούσαν τον Ακράγαντα περιζώνοντας την πόλη με τομάρια γαϊδουριών. Λένε πως διηγήθηκε στον φίλο του, τον εραστή και  μαθητή του, τον Παυσανία για τον Άπνου. Είπε πως ο Άπνους ήταν κάποιος που δεν ανάσαινε κι έμεινε νηστικός τριάντα μέρες. Ήταν και μάγος ο Εμπεδοκλής. Και λέει για τον εαυτό του: Εσύ φίλε που μ’ ακούς θα μάθεις και τα φάρμακα που προστατεύουν απ’ τα κακά κι απ’ τα γεράματα, γιατί μόνο για σένα θα τα πω όλ’ αυτά. Και θα μπορείς να παύεις τη μανία των ακάματων ανέμων που σηκώνονται πάνω στη γη  και με την πνοή τους ερημώνουν τους αγρούς· και πάλι αν θέλεις, θα αντιστρέφεις τους ανέμους· και από τη μαύρη νεροποντή να φέρνεις στην ώρα της την ξηρασία, και από την καλοκαιρινή ξηρασία να φέρνεις βροχές από τον ουρανό που θρέφουν τα δέντρα, κι από τον Άδη να φέρνεις τη δύναμη νεκρού ανθρώπου. Ανάστησε άνθρωπο. ‘Ισως και μία νεκρά άνθρωπο να ξεπροβόδισε ζωντανή. Την Άπνου. Λέει ακόμα: σα θεός αθάνατος και όχι σα θνητός ζω ανάμεσά σας· όταν μπαίνω στις θαλερές πολιτείες, στολισμένος με ταινίες και ολάνθιστα στεφάνια, άντρες και γυναίκες με δοξάζουν και μ’ ακολουθούν αμέτρητοι, ρωτώντας με λαχτάρα πού βρίσκεται το μονοπάτι του κέρδους, άλλοι γιατί χρειάζονται χρησμούς κι άλλοι για αρρώστιες κάθε είδους, καθηλωμένοι σε αβάσταχτους πόνους ρωτώντας ν΄ ακούσουν τον λόγο που θεραπεύει την αρρώστια. Τον Εμπεδοκλή, τον Πυθαγόρα και τον Δημόκριτο, μόλο που σχετίστηκαν με μάγους και είπαν λόγια θεϊκά πολλά και θαυμαστά, ποτέ δεν τους κέρδισε η μαγεία. Ήταν σοφοί. Αυτός ο άνθρωπος, ο Αρχύτας, ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος, που έσωσε τον Πλάτωνα απ’ τα φονικά χέρια του τύραννου Διονύσιου, ήταν σίγουρα δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Όπως ο Αλέξανδρος και ο Αλκιβιάδης και οι λοιποί, γενναιόδωρος στα συμπόσια ο Εμπεδοκλής. Ίσως είπε «Δις παίδες οι γέροντες» για όσους μοιάζουν να ξεμωραίνονται στα γεράματα. …Εμπεδοκλής Κωλυσανέμας. Ίσως έγραψε αυτός, ή ένας εγγονός του, 24 τραγωδίες. Μπορεί και λιγότερες. Χάθηκαν. Επινόησε τη ρητορική. Έγραψε ποίημα πολύστιχο, 5000 ή 2000 στίχους. Και εξακόσιους. Χάθηκε. Το έκαψε η αδελφή του ή η κόρη του. Ένα μέρος χωρίς να το θέλει. Ένα άλλο μέρος γιατί ήταν μισοτελειωμένο. Αβρουκάλης, στα αραβικά. Ήταν Ομηρικός και δεινότατος στη φράση, στη μεταφορά και σ’ όλα τα ποιητικά μέσα. Μεταφορικότατος.

     

    (Συνεχίζεται)

  • Για το παπούτσι του Εμπεδοκλή-2

    2

    Περίληψη προηγουμένου

    Ποιος θα τολμήσει να την ονομάσει ή να τη μεταονομάσει; Αυτή που το γένος της στη γλώσσα που μιλάμε δεν το αμφισβήτησε ποτέ κανείς;  Αυτή που αθόρυβη σαν το πέταγμα της κουκουβάγιας, σαν την κοφτερή λεπίδα του βλέμματός της, σαν την άγνωστη μουσική που κρούει ο νυχτερινός αέρας στις άρπες των αρχαίων ενστίκτων της, γέννημα τού τίποτα αναδύεται απ’ το τίποτα και κάνει το τίποτα να υπάρξει, έρχεται kräftig ή ruhig bewegt, nicht zu schnell, με δύναμη, ήσυχα αλλά με δύναμη και χωρίς βιάση, σαν το Πρώτο Μέρος της Πρώτης Συμφωνίας του Γκούσταβ Μάλερ, ή το Τέταρτο Μέρος  της Τέταρτης Συμφωνίας του Άντον Μπρούκνερ, σαν πλημμύρα ή κατακλυσμός, ή  σαν βαρύς μαύρος πάγκος βροχής στη βάση του ορίζοντα, ή  τη μεγάλη νικηφόρα σαμοθράκη στην κορφή της ουρανόφορης πλατιάς σκάλας, με τα φτερά της ορθάνοιχτα περήφανη και δυνατή σαν χίλιοι μυριόκοσμοι, σαν την πυκνότερη αδιαπέραστη μονοκόμματη ύλη,  να ακουμπήσει τη δύναμή της  σαν μετέωρο κατακρήμνισμα  ξαφνικής ανθοφορίας στα πόδια σου, στα πόδια μου, ή στα δάχτυλά των χεριών  μας,  εκεί όπου πλάθονται οι μορφές των πραγμάτων και κυκλοφορεί το αίμα των σκέψεων, εκεί που το ποίημα του Εμπεδοκλή σαγηνευμένο απ’ τον μυρωμένο καπνό που βύζαινε λαίμαργα με την άκρη των χειλιών του ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γύρισε σε περίσκεπτη αποκοτιά ασεβούς ελευθερίας κόντρα στα πρωτοπαθή πανάρχαια δεινά της ποιητικής εξορίας; : «Μου λες να διασκεδάσω τούτες τις πικρές μέρες με το γράψιμο / να σταματήσω το σάπισμα του μυαλού μου απ’ την αεργία. / Δύσκολη συμβουλή, φίλε μου: τα ποιήματα είναι γεννήματα ευτυχίας, θέλουν γαλήνιο πνεύμα /— μα τη δική μου μοίρα  τη συνταράζουν λαίλαπες αντίξοες, τίποτα πιο άθλιο δε βρίσκεται απ’ όσα υπομένω. / Ο Πρίαμος, λες, πρέπει να χαροκοπάει που μόλις έθαψε τους γιούς του, / ή η Νιόβη, η κατακαημένη, να σέρνει με κέφι το χορό. / […] Να θλίβομαι πρέπει ή να συνθέτω ποιήματα; / Μη μου μιλάς για το Σωκράτη / και το μέγα σθένος  του στη δίκη,  / ακόμα και η σοφία συντρίβεται απ’ το βάρος τόσο ολέθριας συμφοράς / και η θεϊκή οργή ξεπερνάει τη δύναμη του ανθρώπου— / στη θέση μου (ακόμα κι αν τον κήρυξε σοφό ο ίδιος ο Απόλλωνας!) / ούτε ένα έργο και μοναδικό δε θα κατάφερνε να γράψει ο γεροντάκος! /» (Οβίδιος, Τα λυπητερά, V 1-15)

     

    Με άλλα, με δυο, λόγια, πώς αναπιάνει το προζύμι του ποιήματος στην εξορία,  μέσα στο αβέβαιο δοχείο της αλήθειας,  με το ζυμάρι  της αβέβαιης μαρτυρίας για  μια θρυλική  μορφή θρυμματισμένη σε ύποπτα παραπληρώματα  γριάς γραμματείας εικοσιπέντε αιώνων. Άμεσες  απαντήσεις δεν υπάρχουν. Αναφέρθηκαν στο προηγούμενο μερικά πρώτα πραγματολογικά στοιχεία για τη σύνθεση του ποιήματος του Μπέρτολτ Μπρεχτ με τίτλο «Το παπούτσι του Εμπεδοκλή». Μπορεί να μην είναι αρκετά, μα ποτέ δεν είναι αρκετές οι πληροφορίες για ένα ποίημα. Το ποίημα υπερβαίνει τα τοποχρονικά στοιχεία της γέννησής του, ή τα παρακάμπτει με έμφυτη πονηρία. Συμμαχεί με τις συμπτώσεις σε βαθμό που να καταδέχεται να είναι αποτέλεσμα συμπτώσεων. Διατηρεί το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και, ακόμα και στις πιο αυστηρές μορφές, τη μάταιη πολυτέλεια, τη στοχαστική δεξιοτεχνία, το διακοσμητικό  όργιο, την οργανική ανάγκη , την αντιβάσκανη πρόνοια της περιγελαστικής τερατόμορφης υδρορρόης—τα περισσεύματα της γλωσσικής συνείδησης αποστραγγίζονται με επιδεικτικούς μουσικούς κανόνες προς όφελος των ατόμων και των κοινωνιών. Τα παραθέματα που ακολουθούν, άλλα ατόφια και άλλα σε συμπιλητικό  συμμάζεμα, δεν ξεκινούν από τη συστηματική πρόθεση των «δελτίων για ένα ποίημα» ή του «υλικού για την επεξεργασία ενός ποιήματος» εκείνης της απόμακρης— και προσώρας εκφυλισμένης σε σλόγκαν πάουερ πόιντ—  αλλά τόσο δαιμόνια τελεσφόρας πραγματολογικής πολιορκίας της φυλογένεσης ποιημάτων από τον Ξ.Α. Κοκόλη (αρχικά στα Πρακτικά του σεμιναρίου «Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση», Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη, 1978, στη συνέχεια στα «Σεφερικά 1», Ίκαρος, Αθήνα 1982, και εν τέλει στα «Σεφερικά μιας εικοσαετίας», Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993—με ελάχιστη επιφύλαξη, κανένα από τα τρία βιβλία δεν κυκλοφορεί πια).  Ξεκινούν πάντως από τη δυνατή λαχτάρα της αναγνώρισης της οργανικής ζωής του ποιητικού κειμένου, δηλαδή της ποιητικής συμμόρφωσής  του,  που δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της πρόσληψης διάχυτων θρεπτικών συστατικών και ορισμένης χωροχρονικής  παραμονής σε  κατάλληλες συνθήκες στο περιβάλλον της μνήμης. Το περιβάλλον της μνήμης του «Παπουτσιού του Εμπεδοκλή» είναι καθαρά φιλολογικό. Και από ένα παρόμοιο «χάρτινο» περιβάλλον, έναν κρυφό βιβλιολογικό τόπο σε ράφια βιβλιοθήκης,  μόνο ένας «Αλεξανδρινός», ιστορικοφανής  (για τα καθ’ ημάς καβαφοπρεπής) ηλεκτρικός ποιητικός σπινθήρας θα μπορούσε να ανάψει, να λαμπαδιάσει, να φουντώσει με τους ανέμους της ευαισθησίας και να χειραγωγηθεί με τη νεροποντή της λογικής.   Το υλικό επιβάλλει τη δική του οργανοληπτική διαδικασία αισθητήριας γνώσης, την κιναισθητικά μυστηριώδη συνηχητική ταύτιση που οδήγησε τη γλύπτρια Ναταλία Μελά από τη «χάρτινη» άμορφη, «άσχημη» γνώση της μορφής του Εμπεδοκλή στη στερεομετρική, «ολόγλυφη» (όπως τη χαρακτήριζε η ίδια. Βλ. Ναταλία Μελά, Τα χάρτινα, Πρόλογος του Αλέκου Λεβίδη στην ομώνυμη έκθεση της Γκαλερί Σκουφά 4, το Νοέμβριο 2012), μορφή από κομμένο χαρτί (ύψος 58 εκ. Χ πλάτος 38 Χ μήκος 33), μια εκπληκτική αφαιρετική εστεμμένη εκδοχή μυθικού ρεαλισμού από πορφύρα και  χρυσάφι που αντιλαλεί με μαγική λογιοσύνη στις αισθήσεις του παρατηρητή προτού χρειαστεί το μαξιλάρι της γνώσης. Αν τον προικίσουμε και με  την πρακτική πολιτική πονηρία του Μπέρτολτ Μπρεχτ, έχουμε μπροστά μας τον Εμπεδοκλή του «Παπουτσιού» στο πύρινο τοπίο της Αίτνας.       

    Ναταλία Μελά, Εμπεδοκλής. Χάρτινο «ολόγλυφο», υ58Χπ38Χμ33 εκ.

     

     

    2.1 

    Ο Εμπεδοκλής του Οράτιου                                           (Ποιητική Τέχνη, 453-467)

    «Όπως όποιον τον βασανίζει ψώρα κακιά ή  χρυσή, / ή μανίας πλάνη θεόληπτη κι ακράτητος σεληνιασμός της χολωμένης Άρτεμης / έτσι και τον μανικό ποιητή φοβούνται να τον αγγίξουν και τον αποφεύγουν / οι φρόνιμοι· τον προγκίζουν τα παιδιά και τον ακολουθούν οι μωροί. / Ετούτος, σαν κορδωμένος γάλος  περιφέρεται και ρεύεται στίχους. / Αν σαν πουλολόγος που το μυαλό του είναι στα κοτσύφια, πέσει / σε λάκκο ή σε πηγάδι, και ν’ ακουστεί η φωνή του μακριά / «βοήθεια, πατριώτες» να φωνάζει, κανείς δε θα νοιαστεί να τον τραβήξει. / Και να νοιαστεί κάποιος να τον συντρέξει  και να του ρίξει ένα σκοινί, / «πώς ξέρεις αν επίτηδες δεν έπεσε κι αν θέλει να σωθεί;» / θα του ‘λεγα, και το χαμό του Σικελιώτη ποιητή  / θα του αφηγηθώ: καθώς με τους αθάνατους θεούς  / επιθυμούσε ο Εμπεδοκλής να καταλέγεται,  / ψύχραιμα μες στη φωτιά της Αίτνας πήδησε. / Ας έχουν το δικαίωμα όπως τους αρέσει να πεθαίνουν οι ποιητές· / Αν σώζεις κάποιον με το ζόρι, τον σκοτώνεις./

     

    2.2

    Ο Εμπεδοκλής του Λουκρήτιου (De rerum natura, I 714 κ.έ. μτφρ Κωνσταντίνου Θεοτόκη)

    […] κι’ αυτούς που δέχονται πως δύνονται τα πάντα / Να γένουν από τέσσερα στοιχεία  ανακατωμένα: / Απ’ τον αγέρα, τη φωτιά, το χώμα και τη νότια, / Που πρώτος τους ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος είνε. / Εκείνον μέσα στους γιαλούς της τρίγωνης της γης του / Ένα νησί τον γέννησε, που ολόγυρά του ρέει / Το Ιονικό το πέλαγο στες απλωτές καμπύλες, / Και μ’ άρμη απ’ το γαλάζιο του το κύμα το ραντίζει, / Και τους γιαλούς του απ’ τους γιαλούς της γης της Ιταλίας, / Ορμητική, σ’ ένα  στενό κανάλι, κυματώντας / Τους ξεχωρίζει η θάλασσα, κ’ εκεί είνε η τρισμέγαλη / Χάρυβδη, κ’ εκεί ο πάταγος της Αίτνας φοβερίζει / Πως πάλι οι οργές της φλόγας της θα συναχτούν, πως πάλι / Θένα ξεράσει τες φωτιές, που από τα στόματά τους / Ξεσπάν τεράστιες, ή και πως στον ουρανό θα στείλει / Και πάλι φλόγας αστραψιές. Και τούτος ο μεγάλος / Τόπος αν κ’ είνε θάμασμα στο γένος των ανθρώπων, / Και λέγεται αξιοθώρητος και προικισμένος είνε / Πλούσια με πράματα καλά, κι’ άντρες δυναμωμένοι / Τον διαφεντεύουν, φαίνεται πως τίποτα ποτέ του / Δεν έλαβε πλιο δοξαστό, πλιο θαμαστό, πλιο άγιο, /Πλιο πολυπόθητο από αυτόν τον άντρα στες αγκάλες. / Και βέβαια τα τραγούδια του, που από το θεϊκό του / Το στήθι εβγήκαν, διαλαλούν ολούθε και ξηγάνε / Τα δοξαστά του ηυρέματα, τόσο που αλήθεια μόλις / Μπορούμε να πιστεύουμε που από θνητούς κρατιότουν. /

     

    2.3

    Ο Εμπεδοκλής σε δυο Επιγράμματα του Διογένη Λαέρτιου (Παλατινή Ανθολογία, Βιβλίο VII, 123 και 124, αλλά και στον Βίο του Εμπεδοκλή από τον Διογένη Λαέρτιο,  στο Όγδοο Βιβλίο των Βίων των φιλοσόφων )

    Και συ, Εμπεδοκλή, με τις γρήγορες φλόγες κάποτε εξάγνισες το σώμα σου πίνοντας αθάνατη φωτιά από κρατήρα · δε λέω πως με τη θέλησή σου ρίχτηκες στα κύματα της Αίτνας, παρά, θέλοντας να κρυφτείς, έπεσες χωρίς να θέλεις. ¹

    (¹) Μια απ’ τις παραδόσεις για το θάνατο του Εμπεδοκλή (5ος αι. π.Χ.): Θέλοντας να κρύψει το θάνατό του ώστε να περάσει για θεός, γκρεμίστηκε στην Αίτνα. Το ηφαίστειο πέταξε έξω το σαντάλι του και αποκαλύφθηκε η απάτη.

    Ναι, λένε πως μια μέρα ο Εμπεδοκλής έπεσε από ένα αμάξι  κι έσπασε το δεξή μηρό. Μα αν ρίχτηκε στον πύρινο κρατήρα και στράγγισε το ποτήρι της ζωής, πώς γίνεται να δείχνουνε τον τάφο του στα Μέγαρα; ²

    (²) Διαφορετική παράδοση για το θάνατο του Εμπεδοκλή.

                                                                            (Συνεχίζεται)