Author: Έλση Σαράτση

  • Από τα γόνατα της Ρωξάνης* στην αγκαλιά της Πανωραίας 3/3

    Ας δούμε μερικές στιγμές της «Πανωραίας»:
    Το πρώτο τετράστιχο ποίημα Π1 που φέρνει την Πανωραία στη σκηνή είναι μια σύντομη ονειρική είσοδος:
    Τη βλέπω στ’ όνειρό μου κάθε τόσο,
    χλωμή, ξερακιανή, αλλοπαρμένη,
    με πρόσωπο ένα δίχτυ από ρυτίδες,
    να σιδερώνει το φόρεμα του γάμου της.
    Ομοιοκαταληξία δεν υπάρχει μα υπάρχει ρυθμική-μετρική πειθαρχία εντεκασύλλαβου ιαμβικού. Πρόκειται για τραγούδι σχεδόν που κάπως ξεκουρδίζεται με μια ανακουφιστική ελαφριά μεταβολή στο βηματισμό, στον καταληκτικό δεκατρισύλλαβο.
    Αν το μετέγραφε κανείς φωνητικά και φωνηεντικά, θα έδινε την παρακάτω αρμονία α-ε-ι-ο-ου:
    ι – ε – ο – ο – ι – ο – ου – α – ε – ο –ο
    ο – ι – ε – α –ι – α – ι – α – ο –ε – ι
    ε – ο – ο – ο – ε – α – ι – ι – α – ο – ι – ι – ε
    α – ι – ε – ο – ι – ο – ο – ε – α – ου – α – ου –ι
    Είναι μια φωνηεντική πλατιά αρμονία που τυλίγει σαν ονειρική, ανάερη γάζα το ρυθμικό κουκούλι. Αυτά τα πράγματα δεν είναι τυχαία – κι ας το νομίζουμε.
    Στο Π10:
    «Καθρέφτη δεν είχε στο σπίτι. Κοιταζόταν στο τζάμι μιας παλιάς φωτογραφίας της».
    Αυτό μόνο. Μια ξαφνική δοξαριά μνήμης γεμάτη θαμπές μυθικές αντανακλάσεις ενός απόμακρου Νάρκισσου που προσπαθεί να καθρεφτιστεί στη λιμνούλα. Που λάμπει όμως σαν αστραπή. Σχεδόν βλέπουμε την Πανωραία να προσπαθεί με τις φουρκέτες στο στόμα να ταχτοποιήσει τα μαλλιά της, προσγειωμένη, δίχως να ναρκισσεύεται. Το παιδί την παρακολουθεί.
    Ας ακούσουμε το Π11:
    Παραμονή Δεκαπενταύγουστου ήρθαν
    να κόψουνε την ακρινή μουριά,
    γιατί πέφτανε μούρα στην αυλή
    της Καβαλιώτισσας, λέκιαζαν τις πλάκες.
    Φέραν πριόνια.
    Αυτή τους φώναζε ψηλά από τα κλαδιά
    – είχε ανεβεί και κλώτσησε τη σκάλα.
    Με δυσκολία κρατιόταν, γαντζωμένη,
    Γριά γυναίκα.
                             Φώναζε όπως τότε
    που ο γιός του Καρανίκα με το δίκαννο
    χτυπούσε αλύπητα τα κιρκινέζια.
    Δώδεκα στίχοι πολύτιμης εντοπιότητας, γεμάτοι αίσθηση του χρόνου και γοργό λακωνικό δράμα.  Διαπεραστικό βλέμμα στον μυθολογικό ενιαίο κόσμο όπου το κόψιμο των δέντρων και το φονικό των πουλιών και των ανθρώπων έχουν το ίδιο εγκληματικό βάρος και σημασία – ουτοπία ενός προκατακλυσμιαίου παράδεισου που η Πανωραία υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια κι εμείς προσπαθούμε μάταια να τον ξανακερδίσουμε από τα άφωτα βάθη του ανθρωποκεντρισμού μας.
    Π13:
    Κάργες κατέβαιναν στον κήπο όταν σκοτείνιαζε.
    Εκείνη ανάμεσά τους με ησύχαζε
    ταΐζοντάς τες μουσκεμένο ψωμί.
    «Μαύρες τις λένε γιατί δεν ξέρουν
    τι χρώμα έχει το μέσα τους».
    Κάργες – Κατέβαιναν – Κήπος – σΚοτείνιαζε. Μαύρο φτερωτό σκοτάδι στο μυστήριο του Κάππα-Κήπου, του Μυστικού Κήπου-Δείπνου, στη συνομιλία της Πανωραίας με τα πουλιά. Ποιά πιο ταιριαστή στιγμή για την επιφάνεια του «μουσκεμένου ψωμιού» – μιας τροφής αλλοτινής πνευματικότητας και πλούσιας φτώχειας, παρακαταθήκη μνημονική της τελευταίας γενιάς που τη γνώρισε· της γενιάς του Νάσου Βαγενά, της γενιάς μας.
    Υπάρχουν και δυο εξαίσια όνειρα: το Π15 «Γαλάζιο είναι», είπε βλέποντας/ το χιόνι»  και το Π53 «Ξημέρωνε. Έκαιγε μια κρύα φωτιά. Φριχτό φεγγάρι». Το ένα είναι γαλάζιο και το άλλο κατάμαυρο.
    Θα σταματήσω εδώ – και δεν διάλεξα τα καλύτερα ποιήματα. Το υπόλοιπο έργο οργανώνεται σε μικρά «εις εαυτόν» του αφηγητή, μικρά αφηγήματα, δραματικά σκηνικά ιστορικά επεισόδια, μικρά σκηνικά διαλογικά επεισόδια (η Πανωραία και ο ποιητής), υπερφυσικές επιφάνειες της Πανωραίας.
     «Αν θέλετε τη γνώμη μου, θα σας ειπώ, ότι τα ποιήματα κατασκευάζονται σχεδόν όπως τα κανόνια [Σημ. τ. Σ.: ή τα μακαρόνια]: παίρνουμε μια τρύπα και την γεμίζομε γύρω γύρω με κάτι τι» – λέει ο Πολ Κλοντέλ στο «Ζιλ ή ο άνθρωπος με τις δυο γραβάτες» από το «Μαύρο πουλί στον Ανατέλλοντα Ήλιο», όπως το μεταφράζει ο Τάκης Παπατσώνης. Θα έλεγα πως η «Πανωραία» καταρχήν ξεκινάει από μια ρυθμική-μετρική πειθαρχία (ο πυρήνας της συντακτικής οικονομίας της είναι ρυθμικός-μετρικός, με μετρική έκφραση τον εντεκασύλλαβο ιαμβικό). Η Πανωραία σαν πρόσωπο έχει το εξαγγελτικό μοτίβο της: έναν ρυθμικό-μετρικό βοκαλισμό εντεκασύλλαβο ιαμβικό που κάποτε υπερβαίνεται ελάχιστα για να ανακουφιστεί με το άνοιγμα μιας ευρύτερης ρυθμικής προοπτικής χωρίς ασφυκτικό περιορισμό. Κάποτε σαν αναγκαστική προσγείωση μετά την απογείωση στα φτερά του τραγουδιού. Ας πούμε:
    «Ανάξια για τα πουλιά και τ’ άστρα»
    υ —́ υ—́ υ —́ υ—́ υ—́ υ
    «Οι κάμπιες αγαπούν τους πεθαμένους»
    υ —́ υ—́ υ —́ υ—́ υ—́ υ
    Η ρυθμική οικονομία είναι και η ηθική οικονομία του προσώπου της Πανωραίας και της ποιητικής ιδέας που αυτό εμψυχώνει – Π20:
    Ποτέ της δεν ταξίδεψε, κι όμως είδε
    όλο τον κόσμο σ’ ένα παλιό τουρκόσπιτο
    με  σκαλοπάτια ξύλινα που τρίζαν,
    σαρακοφαγωμένα έπιπλα και το άσπρο
    τρίχωμα ενός γάτου που τον λέγαν Αλαντίν.
    «Κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προδρόμους του» είπε ο Μπόρχες. Και στο αίμα της «Πανωραίας» κυκλοφορούν πολλοί πρόδρομοι – από τους Έλιοτ, Όντεν και λοιπούς αγγλοσάξονες που ο Νάσος Βαγενάς τους έχει χαρίσει κιόλας λαμπρές μεταφραστικές μετεμψυχώσεις σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές του αλλά και τα σπαράγματα των Προσωκρατικών,  τα σοφιολογικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, μέχρι ακόμα και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, το αρχαίο επίγραμμα, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη, τον Κώστα Μόντη, τον Εγγονόπουλο, ή και αυτά τα σολωμικά αποσπάσματα και τη «Γυναίκα της Ζάκυθος». Μα και τον προηγούμενο Νάσο Βαγενά άλλων 11 ποιητικών συλλογών σε διάστημα  σαράντα περίπου χρόνων, με παράλληλη, όλον αυτόν τον καιρό, πεζογραφική, κριτική, μεταφραστική και διδακτική δραστηριότητα. Στο ερώτημα αν η «Πανωραία» θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς όλους αυτούς, η απάντηση θα ήταν ότι η «Πανωραία» θα μπορούσε να υπάρξει μόνον εφόσον θα υπήρχε ο Νάσος Βαγενάς.  Αυτός είναι η αλχημεία, αυτός και το χρυσάφι. Αν κάποιος μου ζητούσε να ορίσω το ποίημα, θα έλεγα ότι είναι ένα πολιτικό και βαθιά ανθρώπινο δοκίμιο ποιητικής. Και ότι αυτή η πρωτότυπη, η εύκρατη κράση του είναι έκφραση μιας χρυσής τροπής, το πέρασμα έξαφνα σε μια νέα και σπάνια ποιητική βεβαιότητα.  Και πάλι δοκίμιο ποιητικής λοιπόν αλλά κάνοντας ένα αναπάντεχο άλμα απελευθέρωσης από την σχεδόν αποκλειστικά ειρωνική οριζοντίως και καθέτως παρωδική αγκαλιά της μούσας του Νάσου Βαγενά ως τώρα.  Μέχρι και αυτή η στρίγκλα λύγισε, συμμορφώθηκε, ημέρωσε και μεταμορφώθηκε με την μαγική επήρεια της Πανωραίας. Δεν χορταίνω να το διαβάζω και να το χαίρομαι αυτό το ποίημα.
    * «Τα γόνατα της Ρωξάνης»  είναι ο τίτλος συλλογής ερωτικών ποιημάτων (1981) του Νάσου Βαγενά.
  • Από τα γόνατα της Ρωξάνης* στην αγκαλιά της Πανωραίας 2/3

    Κατώφλι της μνήμης και όριο της κοινωνικής πραγματικότητας το όνομα: στον ουρανό της «Πανωραίας», που νομίζω διεκδικεί την περιουσία ενός ιδιόμορφα πατριωτικού ποιήματος, δεν βρίσκουμε «μεγάλα κομμάτια δόξας να αιωρούνται στο σκοτάδι» (τελευταίος στίχος του XIX ποιήματος (1975-1977) της «Βιογραφίας» του 1978 του Βαγενά, όπου ο πρώτος τρέχει: «Πατρίδα. Προδομένη πατρίδα. Ποιος να το πίστευε. Να κάθομαι τώρα να γράφω πατριωτικά ποιήματα»), αλλά ονόματα που διαθέτουν αδιακρίτως την ίδια πραγματική στερεότητα, ένταση και κραδασμική ευαισθησία εντοπιότητας  με τα τοπόσημα του Φαλακρού όρους, του Κορύλοβου, των νερών του  Αγγίτη, της Δράμας, του Νευροκοπιού, της Καβάλας, της θάλασσας που απέχει 30 χιλιόμετρα, αυτό είναι το γεωγραφικό θέατρο του ποιήματος, αλλά και με τα άγρια μετέωρα του βορρά – τις καταρρακτώδεις βροχές, την παγωνιά, τα καυτά καλοκαίρια,  το χιόνι. Πριν ακόμη πληροφορηθώ ότι η «Πανωραία» ευδοκίμησε και ως θεατρική παράσταση, αιφνιδιασμένη από την αμίμητη  δραματική πειθώ που ένα όνομα και μόνο μαζί με ελάχιστα και επουσιώδη ίχνη περιγραφής, δεξιοτεχνικές  νύξεις με μονοκοντυλιά μάλλον,  μπορεί να προσφέρει στην εμψύχωση ενός κειμένου, κάθησα και σημείωσα όλα τα πρόσωπα του δράματος σαν να ήταν πραγματικά οι συντελεστές μιας ιδεατής θεατρικής παράστασης ή ενός μυθιστορήματος έστω που πλέκεται και τυλίγει την κεντρική μορφή της Πανωραίας.  Για ευκολία, αρίθμησα όλα τα ποιήματα, μιας και στερούνται τίτλου, με το αρχικό Π, από το 1 ως το 59. Π1 – Π59. Και έτσι θα παραπέμπω, για όποιον θελήσει να παρακολουθήσει αυτήν την προσωπογραφία του ποιήματος:
    «τη Μαριάνθη»: «τη δεύτερη ξαδέρφη της, που της καθόταν στο λαιμό» Π5. «η Μαριάνθη εμαράνθη», «όταν μαλλιοτραβήχτηκαν με τη Μαριάνθη» Π17.
    «ο κυρ-Λεωνίδας»: «ο άντρας [της Μαριάνθης], απόστρατος αξιωματικός» Π5. «Το σκάρωσε ο κυρ-Λεωνίδας  [το ποιηματάκι] Π17. «Γυρνώντας απ’ τα σαράντα του Λεωνίδα» Π44.
    «του Μπάτη»: «το κουτσό σκυλί του Μπάτη που έσκουζε στο φεγγαρόφωτο» Π6.
    «τους εκτελεσμένους»: «για να σκεπάσουν τους εκτελεσμένους» Π6.
    «στην Αργυρώ»: «μουρμούριζε στην Αργυρώ» Π7. «άκουγε η Αργυρώ που στρίφωνε ένα φόρεμα  και τρύπησε το δάχτυλο» Π31.  («δώρο της Αργυρώς στον αρραβώνα της») Π47. «της Αργυρώς της άρεσε το πράσινο» Π51.
    «ο παπάς»: «έψελνε το τρισάγιο της Φωφώς» Π7.
    «της Φωφώς»: «έψελνε το τρισάγιο της Φωφώς (εννιά χρονών, οξεία μηνιγγίτις)» Π7. «Όταν γεννήθηκε η Φωφώ είδε το φεγγάρι/ κόκκινο, ακίνητο όλη τη νύχτα, στο πηγάδι,/ κι εννιά μαύρα πουλιά πάνω του αχόρταγα/που έπιναν νερό» Π24. «Μονάχα τη φωτογραφία της Φωφώς είχε στον ίδιο τοίχο» Π38.
    «Αλαντίν», «τον Αλαντίν»: «ενός γάτου που τον λέγαν Αλαντίν» Π8. «Μη χολοσκάς», είπε, χαϊδεύοντας τον γάτο» Π19.  «ταΐζοντας τον Αλαντίν ένα πρωί» Π32. «Έπειτα πήγε κι άλλαξε νερό στον Αλαντίν» Π52.
    «ο Στέλιος, ο σακάτης, ο τενεκετζής»: Αυτός που έχτισε τη Βαβυλώνα Π9.
    «της Καβαλιώτισσας»: «γιατί πέφτανε μούρα στην αυλή της Καβαλιώτισσας» Π11. «Ποιος ξέρει τι τον είπε αυτή η σκρόφα/ η Καβαλιώτισσα (που τη λιγουρεύεται ο Καραμπέτσος)» Π23. «Φοράει η σουρλουλού η Καβαλιώτισσα ψεύτικο στήθος;» Π34.
    «ο γιός του Καρανίκα»: «με το δίκαννο χτυπούσε αλύπητα τα κιρκινέζια» Π11.
    «του Τσαταλμπασίδη»: «το γιασεμί που είχε ανθίσει/ δίπλα απ’ την πλάκα του Τσαταλμπασίδη» Π12.
    «η Δέσποινα»: «Πότε θα ξαναμπείς [στη θάλασσα]; ρωτούσε η Δέσποινα» Π16. «Τι είναι, Πανωραία μου, η ζωή;»/είπε ρουφώντας τον καφέ η Δέσποινα· «ένα τίποτα!» Π44. «ώσπου με ξύπνησε η φωνή της Δέσποινας» Π32.
    «η Ευτέρπη»: «Ήρθε η Ευτέρπη απαρηγόρητη/ να δει αν της είχε πέσει εκεί η βέρα» Π19. «Αμάν, πια, Ευτέρπη, με τα τριαντάφυλλα,/δεν έχεις βαρεθεί να τα σφάζεις;» Π39. «Πορτοκαλί [προτιμούσε] η Ευτέρπη» Π51.
    «ο Σωτήρης»: «- τώρα τι θα ΄λεγε από κει ψηλά ο Σωτήρης [άντρας της Ευτέρπης];» Π19.
    «ο Χριστόφορος»: «έβλεπε τη μάχη/που χάθηκε ο Χριστόφορος [άντρας της Πανωραίας]. Το χιόνι/που τον σκέπασε ολόκληρο. Τα δάση/που δεν πρόλαβαν να δουν μαζί.» Π20. «Πιασμένη χέρι – χέρι με το Χριστόφορο μπροστά στο μπρούντζινο άγαλμα της Πλατείας» Π49.
    «τον παπα-Νικόλα»: «Φώναξαν τον παπα-Νικόλα για το ξόρκισμα» Π21.
    «της Κορνηλίας»: «Μ’ έσφαξαν/ τα χαλασμένα κόλλυβα της Κορνηλίας,/ που τα’ χε απ’ των Ψυχών η ανεπρόκοπη» Π21. «Σ’ έναν Εσπερινό την Κορνηλία/ την άγγιξε ο Άγγελος με τη ρομφαία» Π35. «της Κορνηλίας [της άρεσε]το μαβί» Π51.
    «Ο Καραμπέτσος»: «Ο Καραμπέτσος δεν μπορούσε/ να περιμένει άλλο – είχε πει στις δώδεκα. Κι έστειλε πάλι/τον χωροφύλακα να του τη φέρει/στο τμήμα σηκωτή» Π23.
    «Ραούλ, Μπετίνα, Ρασελίκα»: «Στο κομοδίνο τρεις φωτογραφίες/κι ο καναπές που αφήσανε να τον φυλάξει,/ όταν θα γύριζαν…» Π38.
    «του Καράμπελα»: «στο φρέσκο μνήμα του Καράμπελα» Π28.
    «τον Γραμμενίδη» : «Και μην ακούς τι λένε,/πως είχε πάρε – δώσε με τον Γραμμενίδη» Π28.
    «η Μερόπη»: «Τύχη βουνό αυτή η Μερόπη» Π41.
    «ο Πετρώφ»: «Μπήκε ο Πετρώφ με δυο στο σπίτι αφρίζοντας/(μιλούσε τσάτρα-πάτρα τα ελληνικά)» Π30.
    «του Στάμου»: «η γαλοπούλα είναι [το παγόνι]του μπογιατζή του Στάμου,/που πέσαν χρώματα επάνω της» Π37.
    «ο Χρυσόστομος»: «Να ΄ναι καλά ο δεσπότης, ο Χρυσόστομος/-λόγια μπαλόνια που όλο μεγαλώναν» Π42.
    «η Ευλαμπία του Μπέκου»: «Όταν η Ευλαμπία του Μπέκου ήρθε λέγοντας/πως θα τον κάνουν άσφαλτο τον δρόμο» Π45.
    «ο Στράτος»: «της το ΄πε ο Στράτος ο περιπτεράς» Π45.
    «ο Μεγαλέξανδρος»: «Ο Μεγαλέξανδρος στ’ άλογο, λαμπερός,/ τους έκοβε στα δυο με τη σκιά του» Π49.
    «τον Σερμετζόγλου»: «Όταν πιαστήκαν με τον Σερμετζόγλου/τι δεν τον είπε: κάθαρμα,/τομάρι/βουλγαροντυμένο, σκερβελέ» Π64.
    «ο κύριος Κούκουνας»: «Και φάνηκε ο Νομάρχης, ο κύριος Κούκουνας,/με δυο χωροφύλακες και τον πατέρα μου/ σ’ένα φορείο, δεμένο χειροπόδαρα» Π53.
    «ο παπα-Ιωακείμ»: «κι από πίσω κουτσαίνοντας/ο παπα-Ιωακείμ με τ’ άμφια για να της προσφέρει/τον δίσκο με τα μαύρα κόλλυβα» Π53.
    «του Τρανακίδη»: «Απ’ το υαλοπωλείο του Τρανακίδη/ είχε αγοράσει μια ακριβή κλέψύδρα» Π54.
    «τον Βαρβαρήγο»:  «-κοιτούσε απ’ το παράθυρο τον Βαρβαρήγο/τον τοκογλύφο, που κατέβαινε φουριόζος/πρωί πρωί «με την τσάντα φουσκωμένη/απ’ τα πολλά οικόπεδα» Π56.
    «η Στεφανία του Τσεμπερτζή»: «Ανήμερα των Φώτων ήρθε η Στεφανία/του Τσεμπερτζή να δανειστεί λίγο καφέ» Π57.
    «η Ασημένια»: «Και η γιαγιά μου η ασημένια, που ήταν πάντα/μ’ένα τεφτέρι στο χέρι λογαριάζοντας» Π59.
    Τα στιγμιαία αυτά πορτρέτα ζωγραφίζονται με  τη χάρη του παιδικού βλέμματος, το ανεξιχνίαστο  μυθικό, παιδικό και θυμοσοφικό κράμα του βλέμματος της Πανωραίας και με το μυστηριώδες υβριδικό βλέμμα που προκύπτει από τη συνέργεια των δύο, με σύμμαχο τον χρόνο και την ποιητική τροπή, δηλαδή με το ποιητικό βλέμμα  του σημερινού ώριμου ποιητή που οι ομολογημένες εμμονές του (από το πρώτο κιόλας ποίημα της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Πεδίον Άρεως – Θάνατος στα Εξάρχεια», την «Απολογία» (1974), δηλώνει: «Παρά τα γεγονότα δεν άλλαξα πεποιθήσεις./Παραμένω ο αυτός με τις ίδιες ιδέες/ που τρυπούν σαν αγκάθια το μυαλό μου») περιλαμβάνουν και μια τουλάχιστον διαχρονική μούσα, την Πανωραία,  στην οποία αναγνωρίζει και επιβεβαιώνει σήμερα πια, μέρος της –ανυπολόγιστα γόνιμης – ποιητικής σερμαγιάς του.
    Οι ξαναζωντανεμένες μορφές που ανασύρει ο ποιητής με το ανασυρτάρι απ’ το βαθύ πηγάδι της μνήμης («όταν γερνάμε, κομμάτια του παρελθόντος έρχονται στην επιφάνεια, ή, για να εκφραστώ διαφορετικά, κλείνουν κάποιοι κύκλοι» παρατηρεί ο Κλοντ Λεβί-Στρος συνομιλώντας με τον Ντιντιέ Εριμπόν στο «Μνήμες μακρινές και πρόσφατες») πρέπει να κατοικήσουν σε κάποιο στερέωμα, σε κάποιον φυσικό κόσμο με ζώα, βλάστηση και παραδόσεις, έτσι διαδοχικά καταρτίζει ο δημιουργός και κοσμεί τον κόσμο κατά την προτροπή της μνήμης που επαναφέρει αβίαστα όλο το αισθητηριακό και ψυχικό παρελθόν. Το αποτελούν: άγρια δαμάσκηνα, ρόδια, μουριές, λεύκες, πλατάνια, γιασεμιά, κρίνοι, παπαρούνες, τριαντάφυλλα, κιρκινέζια, κάργες, τρυγόνια, αηδόνια, πεταλούδες, ο κήπος,  γαλοπούλες, μια μαύρη αίγα, παγόνια, απροσδόκητοι γλάροι,  καφές, κόλλυβα, μουσκεμένο ψωμί, ο νεροχύτης της κουζίνας, κάδρα με τον Αδάμ και την Εύα, ο γαλατάς, υπόστεγα, υαλοπωλεία, πηγάδια, πίσσα, οδοστρωτήρες, άσφαλτος, κεραμίδια, χαλίκια, φορτηγά,  δίκαννα, φωτοβολίδες, κανόνια, μεταγωγικά, ξιφολόγχες, λαμπαδοφορίες, φλόγες της κόλασης, ο ουρανός,  πυροβολισμοί, κλαρίνα ηπειρώτικα, λύρες ποντιακές, ακορντεόν, μια αρκούδα με το ντέφι,   η κάθοδος στη θάλασσα, μανταρινόφλουδες στη θράκα, ο Επιτάφιος, γυναίκες που κεντούν,  εξαπτέρυγα, τρισάγια, μνήματα, πεθαμένοι, ψυχές, ο πόθος της άνοιξης, η οργιαστική πρωτομαγιάτικη φύση, πόλεμος και ιστορία-το Μνημείο με τα πολλά ονόματα: «1910 – επί Τουρκίας», Σεπτέμβρης του ’41: η μέρα της σφαγής, «Οκτώβριος ή Νοέμβρης του ΄53», ο εξολοθρεμός των Εβραίων της Δράμας.
    Πρόκειται για πραγματολογικό θησαυρό, ποιητικό ορυχείο των δεκαετιών 1940 και 1950, στο βόρειο γεωγραφικό στίγμα του συγγραφέα. Πυκνό ποιητικό ισοδύναμο γιγαντικών μυθιστορικών απεικονίσεων τύπου «Σκηνών επαρχιακού βίου». Αν η ποίηση δεν έχει τη δυνατότητα να αφομοιώνει γλωσσικά τα πράγματα και τον καιρό της, να μαρτυρεί γι’ αυτόν σαν καλός ρεπόρτερ, με τα δικά της μέσα, γιατί να υπάρχει; Γιατί να υπερέχει; Έχει κανέναν άλλο ρόλο; Κάποιοι κοίταξαν κάποτε πριν από κάμποσους αιώνες το φεγγάρι στην πρώτη φάση του στον ουρανό και έφτασε ως εμάς η περιγραφή τους στους στίχους τους και την επιβεβαιώνουμε κάθε φορά: «Δρεπάνι και ωραίο καινούργιο σίγμα τ’ ουρανού»  το περιγράφει ο Αισχρίων, «Φέγγε μας, δικέρατο φεγγάρο» ο Φιλόδημος, και οι δυο στην Παλατινή Ανθολογία.
    * «Τα γόνατα της Ρωξάνης»  είναι ο τίτλος συλλογής ερωτικών ποιημάτων (1981) του Νάσου Βαγενά.
  • Από τα γόνατα της Ρωξάνης* στην αγκαλιά της Πανωραίας 1/3

    Ο Τσαταλμπασίδης  είναι με τους πεθαμένους. Τώρα στα μνήματα, δίπλα στην πλάκα του, στο χώμα, είναι φυτεμένο γιασεμί που άνθισε. Το γιασεμί μοσχοβολάει κατά πως του ταιριάζει. Πάντως μπορεί και να βρέχει. Είναι ψυχοσάββατο. Η Πανωραία αγγίζει το γιασεμί και ακούγεται να λέει: «Βροχή που πέφτει στο μάρμαρο πεθαίνει». Πρόκειται για το δωδέκατο στη σειρά, άτιτλο όπως και τα υπόλοιπα σαράντα εφτά, – σαν τίτλος χρησιμεύει στα περιεχόμενα ο πρώτος στίχος (εδώ, «Βροχή που πέφτει στο μάρμαρο πεθαίνει») – επεισόδιο της ποιητικής συλλογής «Πανωραία» του Νάσου Βαγενά. Μόλις είπα «επεισόδιο» αναρωτιέμαι αν είναι επαρκής  χαρακτηρισμός για μια τόσο πραγματική πραγματικότητα, που ναι μεν έρχεται σαν παρενθετική προσθήκη, και μίμηση, στην άλλη, όμως την υπερβαίνει σε βάρος, αντίλαλο και κραδασμό. Η άλλη, η καθημερινή πραγματικότητα, έχει την ουδέτερη ασυναρτησία της αξεπέραστης φυσικής ποικιλότητας: μια γριά γυναίκα μαυροφορεμένη, και όπως συνήθως χαροκαμένη,  επισκέπτεται όπως τόσες άλλες στην επαρχία ή στην πιο πρωτεύουσα, κάπου στην ελληνική επικράτεια,  το ψυχοσάββατο «τα Μνήματα» να παστρέψει τους τάφους των δικών της.  Ετούτη εδώ η πραγματικότητα, η ποιητική, έχει την αναμορφωτική οικονομία, την ακαριαία δράση, τους  τρόπους, τα σχήματα, την αυθεντία και τη συμπύκνωση του έργου τέχνης. Και αυτό, μεταφερμένο και στη γλώσσα και στο ήθος του ποιήματος. Τίποτα δεν περισσεύει. Όσο για την «ποιητικότητα» της προσωποποιίας «βροχή που πέφτει» – «βροχή που πεθαίνει», και τη  σοφιολογία και το διδακτισμό της φράσης «Βροχή που πέφτει στο μάρμαρο πεθαίνει» που βάζει στο στόμα της ποιητικής Πανωραίας η Μούσα (;), ο ποιητής (;), η ίδια η Πανωραία (;), αδερφή της γιαγιάς του ποιητή (ένας αστερίσκος στον ειρωνικά ρεαλιστικό μικρό Πρόλογο του βιβλίου μας έδωσε αυτό και κάποια άλλα ρεάλια) – ας μη σπεύδουμε· η βροχή πέφτει σε όλες τις γλώσσες, πέφτει μέσα στην ίδια τη γλώσσα, πρώτη η ίδια η γλώσσα αναγνώρισε το βροχερό της πρόσωπο, και όποιος λέει «πέφτει η βροχή» είναι ποιητής χωρίς να πολυνοιάζεται· και αφού πέφτει, τι το φυσικότερο παρά να πεθαίνει, και να πέφτει και στους πεθαμένους, και στους τάφους μας, και στα μάρμαρα και τότε να πεθαίνει για τα καλά γιατί σαν τι μπορεί να φυτρώσει στο μάρμαρο απάνω, αυτός είναι σκέτος άσπρος μαρμάρινος  θάνατος ενώ το γιασεμί μοσχοβολάει ολοζώντανο δίπλα στην πλάκα, ακούς την ευωδιά του. Αυτονόητα όλα αυτά, όμως ο τρόπος της ποιητικής σκηνοθεσίας είναι αέρινος, αβίαστος, αριστοτεχνικός, ένα εργόχειρο που προχωρεί με την αρχή της αναλογίας και της ομοιότητας μουσικής σύνθεσης και ουδόλως ενδιαφέρει η ποιητική πατρότητα –μητρότητα του γνωμικού «Βροχή που πέφτει στο μάρμαρο πεθαίνει».
    Το τετράστιχο:
    «Βροχή που πέφτει στο μάρμαρο πεθαίνει»,
    είπε, Σάββατο των Ψυχών, στα Μνήματα,
    αγγίζοντας το γιασεμί που είχε ανθίσει
    δίπλα  απ’ την πλάκα του Τσαταλμπασίδη.
    Ή αλλιώς, ο πρώτος στίχος και πάλι: υ —́ υ—́ υ υ—́ υ—́ υ—́ υ
    Με  τον τόνο να ατονεί πτωτικά στο «πέφτει στο»  σχηματίζοντας παραστατικά το νόημα. Ένας σιωπηλός, με τα πυκνά άφωνα σύμφωνά του (π-βρ-φ-στ-τ-θ-χ), τα παραπονεμένα ένρινα μ-ν, το απόκοσμο «ρμ» του μάρμαρου, στίχος με την λακωνικά επιτύμβια και επικήδεια αρμονία του  κλασικός για τη ζωή και το θάνατο. Με τον τρόπο που το «κι’ είναι η σιγή τάσι αργυρό που πέφτουν οι στιγμές» είναι για τον έρωτα και το θάνατο.
     Το λεπτό άσπρο βιβλίο με τον τίτλο  «Πανωραία», που περικλείνει την τελευταία (2016) ποιητική συλλογή του Νάσου Βαγενά, είναι μια μουσική σουίτα από παρόμοιες αλησμόνητες μαγικές εικόνες. Πριν το ανοίξουμε, είναι ένα βιβλίο που πάσχει από τη συνήθη μιξοπαρθένα μυστικοπάθεια από την οποία πάσχουν όλα τα βιβλία πριν τα ανοίξουμε. Αφού το ανοίξουμε, η παράσταση αρχινάει: μετατρέπεται μπροστά στις αισθήσεις μας που έχουν συνεγερθεί, σε ένα από εκείνα τα βιβλία-αντικείμενα  που ξετρελαίνουν τα παιδιά – αγγίζουν με τα χεράκια τους τις πολύχρωμες εικόνες τους κι αυτές είτε τινάζονται και γίνονται τρισδιάστατες αρχιτεκτονικές χαρτοκοπτικές είτε ζωντανεύουν μπροστά στα έκθαμβα μάτια τους, μιλούν και λαλούν: το τρένο σφυρίζει, ο βάτραχος κοάζει, το πουλί κελαηδεί, το σύννεφο βρέχει.  Περιττεύει δε να αναρωτηθεί  κανείς αν στην περίπτωση της  «Πανωραίας»,  αυτό το είδος ακατανίκητης μαγικής υποβολής εκπέμπεται από στόφα ποιητική ή πεζογραφική: κατά καιρούς, άμα της έρθει, η πεζή πραγματικότητα δικαιούται να καβαλάει το άσπρο άλογο και να καλπάζει ή να το ρίχνει στο χορό. Όπως ακριβώς το είπε ο πάντα αποστομωτικός Όντεν που φιγουράρει με μια καίρια επικεφαλίδα στην αρχή του βιβλίου προειδοποιώντας και εισάγοντας κρίσιμα το ήθος του (: «Με κάθε απώλεια γίνομαι όλο και πιο πραγματικός»): «Η ποίηση είναι αξιομνημόνευτη ομιλία». Η Πανωραία λοιπόν ευθύς εξ αρχής δηλώνεται ομιλητικά  αξιομνημόνευτη κσι μνημονική· υπάρχει πια μόνο στην επικράτεια της μνήμης και της Μνημοσύνης του ποιητή-αφηγητή. Του τη χάρισε, μας τη χάρισε, ο θάνατος.
    Αν υπάρχουν και άλλες πραγματικότητες εκτός από την κοινωνική, το όνομα είναι σίγουρα το όριο της κοινωνικής πραγματικότητας. Στο εξώφυλλο του βιβλίου το όνομα είναι «Πανωραία» – Πανώρια, δηλαδή, για όσους διαθέτουν ακουστική αίσθηση. Ένα ωραίο, περήφανο, αδικημένο όνομα, σχεδόν όσο το αρσενικό «Παντελής». Ο πειρασμός να αναζητήσω στατιστικά στοιχεία για τη σημερινή τύχη του ονόματος είναι μεγάλος. Το όνομα είναι πάντως βυθισμένο σε μια παράξενη φωτοσκίαση – από τη μια όνομα αλλοτινής γιγάντισσας με υπερφυσική μυητική αποστολή, εθνολογικού αξιοπερίεργου, σχεδόν μικρασιάτισσας Αγάσσας αρχοντικής στην ψυχή  κι ευγενικιάς αντρογυναίκας Εστίας-Θεάς (χρωστάω τη γνωριμία μου με τις Αγάσσες στο εξαιρετικό κείμενο του Σεραφείμ Ρίζου «Οι Αγάσσες», στον 6ο τόμο, 1986-7, του Δελτίου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών) και από την άλλη πιθανό βαφτιστικό της Γεωργίας Βασιλειάδου σε ταινία του νέου ελληνικού κινηματογράφου των δεκαετιών 1950-60 ή εν πάση περιπτώσει παρωδικού και ειρωνικού ήθους όνομα κακογερασμένης μεγαλοκοπέλας της ελληνικής επαρχίας των αντίστοιχων δεκαετιών. Κάτι σαν το πολύ αναιμικότερο «Ευθαλία». Ας μη γελιόμαστε όμως. Αφού διαβάσουμε και κλείσουμε το βιβλίο, και παρά τη φωτογραφία εποχής της πραγματικής Πανωραίας «νύφης τη μέρα του γάμου της», όπως δηλώνεται στη λεζάντα στο αυτί του εξωφύλλου,  και την άλλη, μικρότερη φωτογραφία της, της γερόντισσας Πανωραίας πια, «της Πανωραίας», όπως πάλι δηλώνεται στη σχετική λεζάντα, η Πανωραία θα εξαρθεί στο ανάστημα ανεξιχνίαστης συμπληρωματικής ποιητικής παρουσίας, σε πλάσμα υπερβατικό και μονίμως υπεκφεύγον,  υπερφυσικό, πεμπτουσία δηλαδή του πραγματικού. Δεν θα μπορεί πια να πεθάνει. Είναι το alter ego του ποιητή, αυτός, όσο κι αν λάμπει, όσο κι αν κοκορεύεται σαν καινούργιο δικέρατο φεγγάρι, όπως κι αυτό, είναι λειψός και ξίκικος – το μόνο που δύναται είναι να  την αντιπελαργεί τρυφερά παίρνοντάς την στην ποιητική αγκαλιά του αυτήν την πεθαμένη και τη σκοτερή: «Είδα το νέο φεγγάρι χτες αργά/κρατούσε το παλιό στην αγκαλιά του».  Μετά τις πρώτες τούτες συστάσεις, ακολουθεί ένας Πρόλογος και τα Πενηνταεννιά μικροκεφάλαια, μνημικά επεισόδια ή ποιητικά περιστατικά, όλα άτιτλα, από τα οποία τα δυο είναι ρητά όνειρα. Όλα χαρακτηρίζονται από ακραία οικονομία έκτασης:   είναι δίστιχα, τρίστιχα, τετράστιχα, δεκαεξάστιχο το μεγαλύτερο. Λέω «έκτασης» και όχι «χώρου» γιατί ο χώρος τους είναι απροσμέτρητος, πολυώνυμος, ακόμα και ανώνυμος – μετέχει στη συνείδηση και την επίγνωση, στη μνήμη και στη λήθη, στην κοινωνία και την ιστορία, στο αίσθημα, στις αισθήσεις και στην ψυχή. Μετέχει και στο θάνατο. Και στην ποιητική παρασκευή.
     Για τον «Πρόλογο», μικρή παρένθεση, μιας και αναφέρθηκα σ’αυτόν. Αναρωτήθηκα έχοντας διαβάσει και ξαναδιαβάσει την «Πανωραία», αν προσφέρει πραγματικά ο Πρόλογος κάποια ποιητική ή πραγματολογική υποστήριξη απαραίτητη στην ισορροπία του συνόλου. Αφού κιόλας οι πληροφορίες που μας δίνει πιθανόν να μπορούσαν να αφομοιωθούν ποιητικά στον υπόλοιπο ποιητικό κορμό. Μετά σκέφτηκα πως δεν δικαιούμαι να ταυτίζω την δική μου οπτική γωνία με αυτήν του συγγραφέα, και αυτό που θα στεκόταν καθαρά ανάμεσα σε εκείνον και σε μένα και στην ιδιορρυθμία του ποιήματος, θα ήταν ένα είδος κορνίζας, ένα πλαίσιο αντίστοιχο με την κορνίζα και τον θεμελιώδη ρόλο της σε ένα ζωγραφικό έργο. Με κέρδισε η ιδέα ότι ο  ποιητής είχε δικαίωμα να διαλέξει ή να κατασκευάσει την κορνίζα του έργου του με τα υλικά που θα προτιμούσε, για να καθορίσει τη σχέση του με τον κόσμο κάνοντας και την κορνίζα μέρος του έργου, ελέγχοντας έτσι το κατώφλι ανάμεσα στη μίμηση και την κυριολεξία, τον φυσικό κόσμο και τον κόσμο της φαντασίας. Μαθαίνουμε λοιπόν πως η Πανωραία είναι αδερφή της γιαγιάς του ποιητή από την πλευρά του πατέρα του, γεννημένη κατά συνέπεια στο τέλος του δέκατου ένατου  ή στις αρχές του εικοστού αιώνα,  ότι είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό (αν θυμάμαι καλά από τους δικούς μου, θα πρέπει να ήταν το λεγόμενο ελληνικό σχολείο κατ’ αντιδιαστολή προς το «ανώτερο» σχολαρχείο), ότι ο άντρας της είχε βρει ηρωικό θάνατο στην Κορυτσά, ότι ασχολούνταν όπως οι περισσότερες ελληνίδες της γενιάς της με τις δουλειές του σπιτιού, έπλενε ας πούμε τη στολή του άντρα της, μα παίρνουμε και δυο άλλου είδους πληροφορίες – ότι «μιλούσε με γλώσσα ποιητική χωρίς να έχει ιδέα από ποιητικά, αλλά μιλούσε και κανονικά», κι εδώ είναι που ξεμυτίζει η πρώτη ποιητική ειρωνεία «κάθε που έπλενε τη στολή του αντρός της, λέγοντας τα σύκα σύκα, το ψωμί ψωμί και τη σκάφη σκάφη» και ότι ένα βράδυ είπε ξαφνικά μια από εκείνες τις φράσεις που ανήκουν στις φιλοσοφικές της επιφάνειες: «Αρχίζουμε να πεθαίνουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε». Ακούγοντάς την ο ανήλικος τότε ποιητής τρομάζει και κλαίει, η φράση αυτή κατοικεί μέσα του πολλά πολλά χρόνια και του χαρίζει ένα καινούργιο είδος επίγνωσης της πραγματικότητας, της ποίησης, της φιλοσοφίας,  της Πανωραίας και του εαυτού του. Αν διάλεξα να εικονογραφήσω αυτές τις σκέψεις με τον πίνακα του Χάουαρντ Χότζκιν «Κορνίζα για πίνακα ζωγραφικής» είναι γιατί ο ολιγόλογος Χότζκιν συνοψίζει όλον αυτόν τον προβληματισμό για το πλαίσιο μα και για την συνεχή νοσταλγία και ανάκληση της ανθρώπινης παρουσίας αλλά  με μέσα καθαρά χρωματικά, που είναι η μόνη γλώσσα που γνωρίζει και με αυτήν αγωνίζεται. Θα ήθελα ακόμα να τις αντικρίσω αυτές τις σκέψεις με ένα μικρό παράθεμα από το σπουδαίο βιβλίο του Γιόχαν Χάιζινγκα «Homo ludens» («Ο άνθρωπος και το παιχνίδι», γραμμένο το 1938, εκδομένο από τις Εκδόσεις Γνώση στα ελληνικά, το 1989, μεταφρασμένο από τους Στ. Ροζάνη και Γ. Λυκιαρδόπουλο): «Ο πολιτισμός δεν εγκαταλείπει παρά με πολύ αργό ρυθμό την ποιητική μορφή ως κύριο μέσο έκφρασης για πράγματα που έχουν πολύ μεγάλη σημασία στη ζωή της κοινότητας».
    * «Τα γόνατα της Ρωξάνης»  είναι ο τίτλος συλλογής ερωτικών ποιημάτων (1981) του Νάσου Βαγενά.