Author: Έλση Σαράτση

  • Στοιχεία για τη δεκαετία του 2010 (συνέχεια)

    1.

     ΙΕΡΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟ ΝΑΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ. Με την ευλογία του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. ΑΝΘΙΜΟΥ 22 Ορθόδοξα Χριστιανικά Σωματεία της Θεσσαλονίκης καλούμε σε Αγρυπνία για την απελευθέρωση των δύο Ελλήνων Στρατιωτικών Αγγέλου Μητρετώδη και Δημητρίου Κούκλατζη, Δευτέρα 28 προς Τρίτη 29 Μαΐου 2018, 9.30 μ.μ. – 1.00 π.μ.

    Στο τέλος της αγρυπνίας θα τελεσθεί επιμνημόσυνη δέηση  εις μνήμην του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΙΕ’ του ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ και των Ορθοδόξων Μαρτύρων της Αλώσεως.

    Αφίσα της Ιεράς Αγρυπνίας στη Θεσσαλονίκη

     

    2.

     ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΠΟΥ ΔΕΧΤΗΚΕ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ, 19 ΜΑÏΟΥ 2018, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΕΛΕΤΗ ΑΠΟΤΙΣΗΣ ΦΟΡΟΥ ΤΙΜΗΣ ΣΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ.  «Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως το σκηνικό ήταν κατευθυνόμενο, διότι άκουγα πίσω μου τις ύβρεις από συγκεκριμένα σημεία. Υπήρχε ένας ενορχηστρωτής που κάθε τόσο έδινε συνθήματα σε άτομα να φωνάζουν βρισιές εναντίον μου. Κάποια στιγμή χτύπησε παλαμάκια και τα άτομα μαζεύτηκαν γύρω μου. Καθώς προσπαθούσαμε να διαφύγουμε κατευθυνόμενοι προς το αυτοκίνητο με χτύπησε ο πρώτος. Με κλότσησε κι έπεσα κάτω. Ο δεύτερος έβγαλε την μπλούζα του, την τύλιξε σαν κλομπ και μου επιτέθηκε. Ο τρίτος ήταν παντού, ερχόταν κι έφευγε. Πριν δυο μήνες έκανα στεντ στην καρδιά. Με χτύπησαν στον αυχένα, στην πλάτη, σχεδόν παντού…Αργότερα συνάντησα τον πρώτο στο νοσοκομείο. Αντί να ζητήσει συγγνώμη έτρεξε να διαφύγει».

    Στιγμιότυπο από το λιντσάρισμα του δημάρχου Θεσσαλονίκης.

  • Vox populi

    Ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον συνελήφθη υπό του φακού και του μαγνητοφώνου, υποκωθωνιζόμενος και υποτονθορύζων τους πρώτους στίχους του ποιήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, του τιτλοφορημένου «Μανταλέι» (1890), κατά την περσινή επίσκεψή του στην Παγόδα Σουίνταγκον, το ιερότερο βουδιστικό τέμενος στην παλιά πρωτεύουσα της Μιανμάρ, Γιανγκόν. Το ποίημα του Κίπλινγκ εκφράζει τη νοσταλγία ενός Άγγλου βετεράνου, που αναπολεί ένα όμορφο ντόπιο κορίτσι και τα φιλιά του, τον καιρό που υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του στη Βιρμανία, την εποχή της αυτοκρατορίας και της αποικιοκρατίας. Ο ποιητικός αυτοσχεδιασμός του Τζόνσον προκάλεσε το αμήχανο σχόλιο του παρευρισκόμενου Βρετανού πρεσβευτή στη Μιανμάρ, Άντριου Πόρτερ, που του υπέδειξε πως πρέπει να σταματήσει παρατηρώντας πως τα μικρόφωνα είναι ανοιχτά, άρα τον ακούν όλοι, και πόσο άκαιρη ήταν αυτή η ποιητική έμπνευση της στιγμής. Το συμβάν το συνέλαβε ο φακός  του  κινηματογραφικού συνεργείου του Τσάνελ 4 και είναι πια ενταγμένο σε ντοκιμαντέρ που ήδη προβλήθηκε στη Βρετανία, με τίτλο «Μπόρις Τζόνσον – η Ξανθιά Φιλοδοξία»,  – φανερή παραπομπή στο διάσημο μείγμα θεατρικού σεξο-θρησκευτικού φετιχισμού του περιβόητου παλιότερου διηπειρωτικού σόου της Μαντόνας, που περιελάμβανε μεταξύ άλλων και τη διαφανή μιμική δημόσιου αυνανισμού,  «Μπλοντ Αμπίσον Γουέρλντ  Τουρ». Η Βρετανία κατείχε την αποικία της Μιανμάρ από το 1824 έως το 1948, εξάγοντας τα συνήθη μεικτά αυτοκρατορικά προϊόντα της βίας και  του εκσυγχρονισμού της υποδομής με σκοπό την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, ανελέητη, εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της παλιάς βιρμανικής αυτοκρατορίας, μιας χώρας με σπουδαίον αρχαίο αλλά και νεότερον πολιτισμό. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα συνέβησαν τρεις αιματηροί αγγλοβιρμανικοί πόλεμοι, που κατέπνιξαν με βιαιότητα το ισχυρό ντόπιο κίνημα ανεξαρτησίας.

    Το ποίημα του Κίπλινγκ, αν αυτός ήταν ο φόβος του φρόνιμου πρεσβευτή, κάθε άλλο παρά ύμνος της αποικιοκρατίας είναι. Ωραίο ποίημα από έναν σπουδαίο ποιητή,  περιλαμβάνεται στα ανθολογημένα από τον Τ.Σ. Έλιοτ ποιήματα του Κίπλινγκ, στην επίτομη επιλογή που επιμελήθηκε, συνοδεύοντάς την με ένα όπως πάντα ριζικά καινοτόμο, διεισδυτικό δοκίμιο, που ανανέωσε το ενδιαφέρον για τον ποιητή Κίπλινγκ  και αναχαίτισε την τάση να θεωρείται ο ευρύτερα γνωστός σαν «ποιητής του “Εάν”» (πάνω από δέκα διαφορετικές μεταφράσεις  στα ελληνικά και αναρωτιέμαι αν στ’ αλήθεια έχουν καν μεταφραστεί στη γλώσσα μας άλλα ποιήματα του Κίπλινγκ) μέτριος ή και ανύπαρκτος ποιητικά, μολονότι αναγνωρισμένα εξαίρετος πεζογράφος. Το δοκίμιο αρχίζει με τον τσεκουράτο τρόπο του Έλιοτ, με μια αναντίρρητη παραδοχή χέρι χέρι με την αιτιολογία της: “Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που εξαιτίας τους δεν γνωρίζουμε τα ποιήματα του Κίπλινγκ τόσο καλά όσο το πιστεύουμε”. Και βεβαίως η διαπίστωση του Έλιοτ ισχύει απολύτως και για το «Μανταλέι». Το ποίημα κινείται στη παράδοση του «καημού του απλοϊκού φαντάρου» – αυτήν που απέδωσε πολύ αργότερα, παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου  πια, το «Μπλούζ του φρουρού στα τείχη τα ρωμαϊκά» του Γ.Χ. Όντεν (1937), και δέκα χρόνια νωρίτερα, στα 1927, τον «Μιχαλιό» του Καρυωτάκη. (Οι χρονολογίες, απαραίτητες, είναι τα παράσημα στις ψυχές των ποιημάτων – μολονότι παραλλαγές του ίδιου θέματος, οι τρεις προσεγγίσεις διαφέρουν αισθαντικά).  Όσο για τον φόβο των παρεξηγήσεων, που κατέλαβε τον πρεσβευτή στην Μπούρμα, μόνο ίσως η ξεκαρδιστική  περιγραφή, στο ποίημα του Κίπλινγκ, από τον βετεράνο, της πρώτης συνάντησής του με την Βιρμανή ομορφούλα, καθώς ασκούσε τα λατρευτικά καθήκοντά της σε έναν αγαλματένιο  Βούδα από τερακότα, θα τον δικαιολογούσε:

    Φορούσε φουστανάκι λεμονί και καπελάκι πράσινο σαν το παρτέρι

    Και τηνε λέγανε  Σούπι-γιό-λατ – έτσι όπως φώναζαν και του μπουρμέζου βασιλιά το ταίρι·

    Σαν ανταμώσαμε πρώτη φορά,

    την είδα εν’ άσπρο ξέξασπρο τσιγαριλίκι να φουμέρνει, – με το συμπάθιο – το-ο-ό-σο να!,

    Και να ξοδεύει τα ευλογημένα της φιλιά  πάνω σε ένα λασπερό ποδάρι –

    Ενού ειδώλου βρομυδάτου που το ελέγαν Βούδα και θεό και παντοδύναμο καμάρι.

    Φημολογείται πως πρότυπο του Τζόνσον είναι ο Τσόρτσιλ: παρά την καταφανή διαφορά διαμετρήματος πολιτικού και ό,τι άλλο θέλετε, έχουν και οι δυο μωρουδίστικη φυσιογνωμική κοψιά – του είδους που έκανε τον θρυλικό Αμερικάνο δημοσιογράφο Έντουαρντ  Ρ. Μάροου να αποφανθεί άλλοτε πως «όλα τα μωρά μοιάζουν στον Γουίνστον Τσόρτσιλ». Ο Μάροου είναι αυτός που είπε και το περίφημο «ο Τσόρτσιλ επιστράτευσε την αγγλική γλώσσα και την έστειλε στη μάχη» συνοψίζοντας αφοριστικά την απροσμάχητη, την εμπρηστική ρητορική δεινότητα του μεγάλου δημεγέρτη Τσόρτσιλ- πράγμα που δεν είναι φυσικά ο Τζόνσον, όσο κι αν μαϊμουδίζει διάφορους ρητορικούς μανιερισμούς. Στην «Πιο σκοτεινή ώρα», την πρόσφατη κινηματογραφική ταινία για την, αν «γηραιά», άλλο τόσο «ύπουλη Αλβιώνα», και το πιο χαϊδεμένο κακομαθημένο τέκνο της (δεν χάνει όποιος τη δει, έστω και μόνο για την ηθοποιία του Γκάρι Όλντμαν στο ρόλο του Τσόρτσιλ), την φράση ο σεναριογράφος  την βάζει προχρονολογώντας την στο στόμα του υπουργού εξωτερικών Χάλιφαξ. Και άλλα πράγματα προχρονολογεί αυτή η ταινία που θα τα προσδιορίζαμε με ακρίβεια αν γνωρίζαμε πότε άρχισε να σχεδιάζεται και να γυρίζεται, και πόσο προσαρμόστηκε  και πώς, στην ρευστή πολιτική πραγματικότητα της Ευρώπης, της Βρετανίας και της Αμερικής σήμερα. Άραγε αναβαπτίζει τον εθνικο-λαϊκισμό στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ ενός μετα-μπρέξιτ βρετανικού «λαϊκού» πατριωτισμού φροντίζοντας να τον απαλλάξει εμφαντικά από κάθε υπόνοια ρατσισμού, ή προσφέρει δεκανίκια στον πιο χοντροκομμένο χωλό λαϊκιστικό «δημοκρατικοφανή» εθνικισμό; Ή μήπως τελικά, μια κινηματογραφική ταινία έχει την άδεια την δημιουργική να κάνει ιδιοπρόσωπη, ιδιόσημη ιστορία; Μέσα στην μυθική κινηματογραφική νύχτα, να στρέψει το δικό της πρόσωπο στο φεγγάρι,  και βεβαίως στον θεατή; Σίγουρα πάντως, κάθε ομοιότητα της ταινίας με την ελληνική πραγματική πραγματικότητα είναι καθαρά τυχαία. Το δε σχετικό άρθρο του κ. Α.  Πανούτσου στο σάιτ το αποκαλούμενο “Liberal”, όπου  επιστρατεύει βαρύγδουπα – και άσχετα – ακόμα και τους  «σπουδαίους άπλυτους» του Έντουαρντ-Μπούλουερ Λίτον (ως πιστοποίηση εμβρίθειας, φαντάζομαι), για να υποδείξει τη σχέση της πιο άστοχης σκηνής του φιλμ – ο Τσόρτσιλ δημοσκοπεί μέσα στον υπόγειο σιδηρόδρομο του Λονδίνου τα λαϊκά στρώματα και το λαϊκό αίσθημα υπέρ ή όχι της εμπόλεμης περιπέτειας με τη Γερμανία του Χίτλερ – με την (οδυνηρά καιροσκοπική, εκατό τα εκατό) προσφυγή, έξαφνα, του αμήχανου πολιτικού Κυριάκου Μητσοτάκη – που το ανακάλυψε ως εκ θαύματος για πρώτη φορά στην πολιτική ζωή του -,  στο διαβόητο «λαϊκό αίσθημα» τού προδομένου Έλληνα πατριώτη, τού φιλήσυχου και προκομμένου νοικοκύρη τού «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» (επιβεβαιώνοντας την παντελή απουσία πολιτικού προσανατολισμού ενός κόμματος που αποτελείται, πολύ περισσότερο από τον Σύριζα, από ασυνάρτητα ξέφτια κάθε παρδαλής- δεξιάς- κουρελούς), μόλις μετά το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης – ε αυτά, όπως και η τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά πανούτσεια «Vox populi των Δυτικών Προαστίων» (http://www.liberal.gr/arthro/187160/apopsi/a-panoutsos/Vox-populi.html), κι αν είναι αλαμπουρνέζικα.

    Πάντως το βίντεο που εκτυλίσσεται εδώ, δεν το σκηνοθέτησε ο Τζο Ράιτ – το σκηνοθέτησε η Vox populi μιας ράτσας, που έχει το θέατρο της πραγματικότητας  μέσα στο αίμα της.

  • Παρενόχληση

    (μι_του)

    Ατέ έρ’ ται ‘ς σ’ άλας*

    Η οδός Αετοράχης στη Θεσσαλονίκη κατέχει εξέχουσα θέση  στην μυστηριώδη πολιτεία των παιδικών μου χρόνων. Χωρίς να διαθέτει κανένα από τα χαρακτηριστικά για τα οποία προδιαθέτει, δεσπόζει στην κρημνωδέστερη, πρωτεϊκότερη  ψυχική περιοχή,  εκεί όπου μέσα στον μεθυστικό ίλιγγο  μιας μισοσκότεινης ατελείωτης πτώσης,  παράξενα ινδάλματα μεταμορφώνονται αδιάκοπα σε όλες τις δυνατές μορφές και παραμορφώσεις της ψυχοσωματικής ύλης. Τίποτα δεν είναι βέβαιο στην περιοχή αυτή, και τα πράγματα ψάχνουν το όνομά τους και όταν το βρουν το διαψεύδουν διαρκώς.

    Δεν ήταν το ωραιότερο σπίτι της οδού Αετοράχης, μα ήταν κάτι περισσότερο: ήταν το μόνο, παρόλο που υπήρχαν και άλλα σπίτια. Μονοκατοικία, φυσικά, πέτρινη, φυσικά, διώροφη, με το ένα πλευρό της γυρισμένο στο δρόμο, και την πρόσοψή της, που κατέληγε σε έναν μυθιστορηματικό στεγασμένον εξώστη  Ιουλιέτας, αγκαλιασμένον από γλυσίνες και γιασεμιά, στραμμένη στον κήπο, απλωμένον μπροστά της με μια ευφρόσυνη ατημελησία πλούσιας αχτένιστης κόμης, σαν βαθιά, παραμυθένια λόχμη, μα στολισμένος  με τα πιο ευωδιαστά, μυριόχρωμα τριαντάφυλλα, σαν κρυμμένα και σαν φανερά. Ήταν η ακμή ενός δισυπόστατου ευωδιαστού περιβάλλοντος όπου βασίλευαν οι αισθήσεις και το πνεύμα, τα θαλάσσια πνεύματα που έπνεαν απαλά από μακριά, ήταν το τραγούδι τους. Ένα τραγούδι αθώων Σειρήνων.

    Στο κέντρο του εξώστη ήταν ένα μικρό τραπέζι με ορθογώνια επιφάνεια κουκουλωμένη με ένα δαντελένιο κάλυμμα. Πάνω στο κάλυμμα μια γυάλινη φρουτιέρα γεμάτη σταφύλια – ήταν Σεπτέμβρης και η γλυκιά ζέστη ακουμπούσε απαλά σε όλα, ζωντανά και άψυχα. Δίπλα στη φρουτιέρα, τρία ανοιχτά βιβλία: «Μαρία Αντουανέτα» του Στέφαν Τσβάιχ,  Μαρκ Τουέιν, «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγερ» και Μάργκαρετ Μίτσελ, «Όσα παίρνει ο άνεμος». Ήμουν παραδομένη, στα δέκα μου χρόνια, σε δυο από τα βιβλία που «διέπλασαν ολόκληρη Αμερική» αλλά και στην μυθοπλαστική λιβιδώ της Κεντρικής Ευρώπης. Προσπαθούσα να διαβάσω και τα τρία ταυτόχρονα, γιατί δεν μπορούσα να στερηθώ τα άλλα όσο διάβαζα το ένα.  Είχα επινοήσει έναν ιδιόμορφο τρόπο να κάθομαι στην πάνινη πολυθρόνα χωρίς στ’ αλήθεια να κάθομαι, με το ένα πόδι διπλωμένο κάτω από το σώμα γιατί η στάση αυτή μου έδινε το αίσθημα ενός ορμητικού καλπασμού και ταυτόχρονα απόλυτης αυτοσυγκέντρωσης. Πού και πού γιγαντόσωμα διοπτροφόρα σερσέγκια πλησίαζαν μεθυσμένα από τους χυμούς των σταφυλιών με τις μικρές σειρήνες τους στη διαπασών, στη χορογραφία προσθέτονταν  ο αόρατος παλμός της αράχνης που αιωρούνταν σε μικρούς χείμαρρους από φωτεινά μετάξια στα ξύλινα δοκάρια της στέγης, και στο περβάζι του εξώστη αιμοβόρα αλογάκια της παναγίτσας καταβρόχθιζαν ανελέητα τα μυρμήγκια. Τα τζιτζίκια ηλέκτριζαν ασταμάτητα την αισθησιακότερη ατμόσφαιρα ηδονής μετά φόνου που πλάστηκε ποτέ.  Τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς μέσα σε αυτό το σκηνικό;

    Ρουφούσα το μέλι ενός σύκου που ανακάλυψα κρυμμένο μέσα στα λαμπερά σταφύλια, όταν ένα αόρατο χέρι άρπαξε τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγερ» μπροστά στα μάτια μου. Πετάχτηκα τσιρίζοντας και ένιωσα ξάφνου ένα δυνατό τράβηγμα στην αλογοουρά μου.  Δεν χρειάζεται νομίζω να σχολιάσω την αλογοουρά. Είδα, καθώς προσπαθούσα να εντοπίσω τον εχθρό, δυο πολύτιμους περουζέδες να με κοιτούν ορεκτικά, δεμένους στο δαχτυλίδι μιας χρυσόξανθης χαίτης, ένα άσπρο καταλεκιασμένο πουκάμισο, δυο δυνατά χέρια χρυσωμένα κι αυτά στο φως και στη λαβή τους τον «Τομ Σόγερ», ενώ από το  διπλανό παράθυρο αντηχούσε η θυμωμένη φωνή της θείας Σαββούλας, «Άρη, παλιόπαιδο, άσ’ το κορίτσι ήσυχο, δεν ντρέπεσαι λιγάκι!». Αυτός ήταν ο μακρινός ξάδελφος Άρης.

    Ο Άρης δεν προχώρησε σε άλλες συστάσεις. Ήταν λίγο μεγαλύτερός μου, ψηλότερος και δυνατότερος. Ό,τι ξεκίνησε σαν αύταρκες, επιβλητικό εισαγωγικό μουσικό θέμα της κλασικής περιόδου (σκέφτομαι τώρα σαν από επαγγελματική συνήθεια το θέμα των «Παραλλαγών “Ντιαμπέλι”» του Μπετόβεν) συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες σαν καταιγισμός παραλλαγών ατελείωτης επινοητικότητας: την επομένη εξαφανίστηκε με τον ίδιο τρόπο η «Μαρία Αντουανέτα», την άρπαξαν τα χρυσά χέρια της μοίρας και δεν την επέστρεφαν με τίποτα. Φορώντας το βράδυ το νυχτικό μου δέχτηκα την επίθεση ενός γιγαντιαίου σερσεγκιού που κάποιος το είχε τυλίξει σε μυρωδάτα συκόφυλλα και το είχε κρύψει τυλιγμένο στο ένα μανίκι. Την ώρα του μεσημεριανού φαγητού με την υπόλοιπη οικογένεια της θείας Σαββούλας και τη μάνα μου, αισθάνθηκα ένα απαλό αεράκι να φυσά ανάλαφρα κατά μήκος του ενός ποδιού, κάτω από το τραπέζι, που σύντομα μετατράπηκε σε φοβερή φαγούρα, τσούξιμο και φουσκάλες οδυνηρές: ο Άρης διασκέδαζε κάτω από το τραπέζι με μια τσουκνίδα. Μέχρι τότε, η επικοινωνία μας ήταν σωματική και φατική. Μόνον εγώ προσπαθούσα να μιλήσω έναρθρα, με γραμματική και λογική συνοχή, αν και μόνο προς την κατεύθυνση της διαμαρτυρίας. Ο Άρης περιοριζόταν σε μια ακατάσχετη σωματική δραστηριότητα με σωματικές προσεγγίσεις που γίνονταν όλο και πιο επιθετικές, όλο και πιο τυραννικές, όλο και πιο θρασείες και επικίνδυνες. Είχα ορκιστεί να μην παραπονεθώ στους μεγάλους και να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Να τον νικήσω. Να τον ταπεινώσω. Να τον ρίξω κάτω και να καμαρώνω πατώντας τον με το ένα μου πόδι και με τα χέρια στη μέση και το πιγούνι ψηλά. Κάτω το πλήθος θα χειροκροτούσε.

    Μα ήταν φανερό πως μολονότι το έργο ακολουθούσε την σύνταξη του θέματος με μπόλικες ισοβαρείς παραλλαγές, κάπου ενέδρευε η φόρμα σονάτας και προετοιμαζόμασταν, μετά από μπόλικη ανάπτυξη και επανεκθέσεις,  για τη φοβερή κορύφωση με τα κύμβαλα και το τελικό στρέτο: τη μέρα εκείνη θα πηγαίναμε οικογενειακά «για να παίξετε εσείς τα παιδιά» σε κάποιον μυστηριώδη αναψυκτήριο χώρο όπου δέσποζε ένα φοβερό ικρίωμα με κάμποσες μεταλλικές βαρκούλες να αιωρούνται στο κενό και που είχαν όλες  έναν μοχλό. Με τον οποίο ο τιμονιέρης μπορούσε να ανεβοκατεβάζει τη βάρκα από τον Όλυμπο στα τάρταρα και κατά βούλησιν και αντοχήν. Δυστυχώς δεν θυμάμαι την ευφάνταστη ονομασία αυτού του ψυχαγωγικού βασανιστήριου. Έπεσα στα χέρια του κατόπιν ακατανόητης επιμονής των δικών μας να μπούμε οι δυο μας στην ίδια βάρκα. Οι περουζέδες του έλαμπαν σατανικά καθώς μπαίναμε στο βαρκάκι του μαρτυρίου. Είδα τα ζουμερά χειλάκια του να τρέμουν από προσδοκία.  Άφωνος άρχισε ψύχραιμα να σκαμπανεβάζει τη βάρκα με αστρονομικές ταχύτητες. Διαλύθηκα, έκανα εμετό, λιποθύμησα, και όταν συνήλθα βρισκόμουν στο κρεβάτι στην Αετοράχης με κάμποσα ζευγάρια μάτια από πάνω μου να με κοιτούν με αγωνία. Αξιοσημείωτο είναι πως η ατυχής εξέλιξη αποδόθηκε σε δική μου «υπερβολική  ευαισθησία» και όχι στη βαρβαρότητα του Άρη. Κι εγώ πάλι δεν μίλησα.

    Ως εδώ είχαμε το φονικό και τώρα περνάμε σε ακόμα κινδυνωδέστερη περιοχή – στην ηδονή: αποφασίστηκε από τους μεγάλους πως μια τέτοια καλοκαιριάτικη μέρα του Σεπτέμβρη θα έπρεπε να την περάσουμε κοντά στη θάλασσα. Πήγαμε λοιπόν σε μια παραλία με μυθικούς αμμόλοφους – όλα ήταν εκεί μυθικά. Η θάλασσα έλαμπε και φυσούσε μόλις και μετά βίας ένα γλυκό  δροσερό αεράκι. Τα πόδια μου βυθίζονταν στην άμμο μέχρι τους αστραγάλους και ο Άρης ήταν παράξενα ήσυχος, σχεδόν μου μίλησε προφέροντας κανονικά τη λέξη «πύργους» – ήθελε να συνεργαστούμε στο χτίσιμο πύργων στην άμμο. Όλες τις πολιτείες που έχτιζα με επιμέλεια, μου τις γκρέμιζε αλλά το έκανε σχεδόν καλοσυνάτα και εγώ, φύση αγαθή, τον κοίταζα σχεδόν με συμπάθεια και γελούσα. Ώσπου μπήκαμε στο νερό. Η ασφυκτική πολιορκία του Άρη που άρχισε αμέσως με αλλεπάλληλες πατητές, με εμπόδιζε να κολυμπήσω, με εμπόδιζε να ανασάνω. Ήταν μια μάχη σώμα προς σώμα από την οποία βγήκαμε εκείνος με σχισμένο βρακί, εγώ με σχισμένο το αστείο ολόσωμο μαγιό μου, μισοπνιγμένη και με μια τεράστια δαγκωνιά στο λαιμό. Είχαμε πέσει ο ένας πάνω στον άλλον με μια απίθανη λαιμαργία που θα γινόταν σίγουρα ανθρωποφαγία – σε άλλους καιρούς. Οι δικοί μας κολυμπούσαν πιο μακριά, πασίχαροι, και χαμπάρι δεν έπαιρναν. Νομίζω πως είχαμε τόσο ακατανόητα αναστατωθεί και οι δυο από την σωματική επαφή που βγήκαμε βοηθώντας ο ένας τον άλλον, κρατημένοι από το χέρι, τρεκλίζοντας, παραζαλισμένοι από μια απαράδεκτη σιωπηλή συνενοχή. Την επαύριο ο Άρης είχε εξαφανιστεί, εγώ καμάρωνα τη σφραγίδα των δοντιών του στον καθρέφτη, και την μεθεπομένη φύγαμε από τη Θεσσαλονίκη.

     

    *«Οι περί τα ποιμενικά ασχολούμενοι πιστεύουν ότι η παροχή άλατος εις τα αιγοπρόβατα συντελεί εις υγείαν και πάχυνσιν αυτών: σφίγγει τα πράματα, ως λέγουν. Την αυτήν γνώμην είχον και οι Βυζαντινοί πρόγονοι ημών· ο γνωστός μάλιστα λόγιος του ΙΑ΄ αιώνος Μιχαήλ Ψελλός συζητεί: «διατί  παραβάλλουσιν άλας οι νομείς τοις θρέμμασιν» […]

    Τούτου ένεκα οι ποιμένες και τότε έδιδον, αλλά και τώρα προσφέρουσιν άλας εις τα αιγοπρόβατα, επί πλακών αυτό τοποθετούντες ή μετά πιτύρων αναμιγνύοντες, το οποίον ταύτα πολύ ευχαρίστως τρώγουσι, μετά προθυμίας σπεύδοντα εις τας αλατίστρας, τους τόπους δηλαδή όπου τούτο έχει τοποθετηθεί.

    Εντεύθεν ορμηθέντες οι Πόντιοι, λέγουσι περί γυναικός ανταποκρινομένης εις την πρόσκλησιν ανδρός, ότι:

    Ατέ έρ’ ται ΄ς σ’ άλας.» Φ. ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΤΟΜΟΣ Ε΄, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, Η ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΘΙΜΑ.

     

  • Τον αριθμό των συμμετασχόντων στα χτεσινά κεκραγάρια της Θεσσαλονίκης μόνο κατ’ εκτίμηση τον υποθέτουμε. Ας πούμε πως ήταν 300.000 ή περίπου, με τις πιο απαισιόδοξες (ή αισιόδοξες) προβλέψεις. Είναι εξαιρετικά παρηγορητικό που τελικώς ο αριθμός ισούται με τις ψήφους που πήρε η Χρυσή Αυγή στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές μόνη της. Είναι ένα μάλλον ενθαρρυντικό και μάλλον ακίνδυνο ποσοστό άνοιας για μια ολόκληρη χώρα.

  • Τον αριθμό των συμμετασχόντων στα χτεσινά κεκραγάρια της Θεσσαλονίκης μόνο κατ’ εκτίμηση τον υποθέτουμε. Ας πούμε πως ήταν 300.000 ή περίπου, με τις πιο απαισιόδοξες (ή αισιόδοξες) προβλέψεις. Είναι εξαιρετικά παρηγορητικό που τελικώς ο αριθμός ισούται με τις ψήφους που πήρε η Χρυσή Αυγή στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές μόνη της. Είναι ένα μάλλον ενθαρρυντικό και μάλλον ακίνδυνο ποσοστό άνοιας για μια ολόκληρη χώρα.

  • Όλοι οι λεβέντες του ντουνιά

    Μούσκεμα τα ‘κανες, Κύριε. Τι να πω τώρα; Μήπως ” Όχι μ’ αυτούς”; – Μήπως “Ρίξε κεραυνό να τους κάψεις”;  – Προτιμώ να σημειώσω πόσο τέτοιες ώρες οδυνηρή είναι η απουσία του φωτογράφου Αντώνη Παπαντωνίου.

  • Πώς να μην του τα συγχωρήσει κανείς όλα;

    Πάμε πίσω σε μερικά από τα ωραιότερα λίντερ του Σούμπερτ, και, κυρίως, στο, επαναστατικό για την εποχή (1800), πρώτο μέρος της Σονάτας αρ. 14 έργο 27 αρ. 2, “Quasi una fantasia”, σε ντο δίεση ελάσσονα, στο Αντάτζο σοστενούτο της γνωστής  Σονάτας του σεληνόφωτος του Μπετόβεν. Όμως εκείνο το δημόσιο ρομαντικό πένθιμο άλγος διόλου δεν ξεθώριασε, μόνο τόσα χρόνια τόσα  ρεύματα στους βυθούς του χρόνου το άλλαξαν σε κάτι πολύτιμο και καινοφανές – ιδιωτικό.

    Στο βίντεο που ακολουθεί, χωρίς εικόνα, αλλά ίσως καλύτερα έτσι, μόνο με την ομιλία του σπουδαίου πιανίστα Άντρας Σιφ για την Σονάτα, διανθισμένη με μουσικές εφαρμογές, δίνεται η ευκαιρία να καταλάβουμε πως αυτό που έλεγε ο Γιάννης Μόραλης, πως το ζωγραφικό γεγονός δεν έχει καμιά σχέση με το θέμα του πίνακα, ισχύει απολύτως και για τη μουσική.


    Και στο τρίτο βίντεο, μπορούμε να παρακολουθήσουμε την αναλυτική  διδασκαλία της Σονάτας από τον Σιφ, σε έναν νέον πιανίστα, μπροστά σε κοινό.
  • …και το μικρό παιδί / την κούνια του

    Νεογέννητος Γάλλος πολίτης στην πρωτότυπη σαρμανίτσα του
    “διότι [καταπώς το λέει το σαμπαΐ – aubade – εωθινόν – τραγούδια υπάρχουν και για το πρωί]
    πρέπει να έχη
    ο στρατιώτης το τσιγάρο του
    το μικρό παιδί
    την κούνια του
    κι ο ποιητής
    τα
    μανιτάρια του”

     

  • Το κεφάλαιο του Μίμη Σουλιώτη

    “Τα μάτια μας δέχονται το φως των πεθαμένων αστεριών”

    «“We Greeks have lost our capital–and the results are what you see. Pray, my dear Forster, oh pray, that you never lose your capital.” By “capital” he meant both Constantinople and a less tangible inheritance[…]»

    Maria Margaronis, Mixing History with Desire: The Poetry of C.P. Cavafy, THE NATION.

     

    Υπάρχουν κεφάλαια και κεφάλαια και σε ποιο -συλλογικό, πάντως- αναφερόταν ο Κ.Π. Καβάφης, όταν στα 1918 προέτρεπε τον Ε.Μ. Φόρστερ να προσευχηθεί να μη χάσουν «το δικό τους», το αγγλικό, δεν μπορεί σήμερα αφοριστικά να  βεβαιωθεί. Βέβαιο όμως είναι πως μιλώντας για κεφάλαιο, και με καθιερωμένη και καθαγιασμένη ποιητικά, και χρηματιστικά, τη σχέση του ποιητή με το χρήμα, ο νους του θα συνέδεε βουλιμικά τη σιγουριά του κεφαλαίου με την χρυσή τοκοφορία του, την καταραμένη από θρησκευτικούς τιμητές μα ευλογημένη από την πρακτική αστική κοινωνία, με τη  συμμαχία, ή και συνενοχή, του χρόνου. Από τις χειρότερες πάντως επιπτώσεις «απώλειας κεφαλαίου» είναι οι μνημονικές (μήπως και μνημονιακές) αφασίες ή και στρεβλώσεις: αυτές δυναμιτίζουν εξολοθρευτικά πολιτιστικούς θεσμούς και όργανα και ατζέντες πολιτισμού, όταν διαπράττονται-ψευτίζουν και αδειάζουν ολόκληρο το πολιτιστικό παρόν μιας χώρας, γκρεμίζουν τον αναθηματικό θησαυρό της μνήμης  αφήνοντας πίσω τους άδεια, έρημη και σκότεινη την ψυχή των κατοίκων της . Απομένει πάνω στη σκηνή ένας γελοίος θίασος ξύλινων θιασαρχών – τελετάρχες ψευτο-μνήμης, που φωνασκούν εκνευριστικά και ακατάληπτα, ενεργούμενα μιας υποχρεωτικής ιεροτελεστίας που παραλογίζεται, θυμίζοντας σκηνή δίκης από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

    Με την πρώτη χειμωνιά του Νοέμβρη –« του Νοέβρη», όπως επιμένει ο νεαρός κνίτης διαλαλώντας «Ριζοσπάστη» έξω δεξιά του έφιππου Κωνσταντίνου στο Πεδίο του Άρεως, σε περαστικούς που ξέχασαν να διαβάζουν, ή, αν διαβάζουν, είναι για κακό,- του Νοέμβρη που τον κατοικούν φαντάσματα, και :

    Κρύο

    Κρύο κι ασκόνιστος, ατάραχος  αιθέρας
    η παγωνιά καίει το τοπίο,
    η άκοφτη ομίχλη  πλέει πάνω απ’ τα Κορέστια,
    στις ξυλιασμένες στοίβες των καυσόξυλων.
    Το αμάξι τσούλαγε σα να μη τσούλαγε
    και τα φώτα δεν έφταναν ούτε στο μέτρο.
    Κρατήσαμε τη μηχανή αναμμένη,
    ξεκολλήσαμε το πίσω καπό,
    βγάλαμε το μπουκάλι που είταν πάνω-πάνω
    και προοριζόταν για το Πόπλι,
    και με δυο γουλιές  το κρύο έσπασε·
    οι νιφάδες με τζιριτζάντζουλες
    αγγίζαν τη λαμαρίνα και υγραίνονταν
    σαν προηγούμενες σκέψεις παρατημένες στη μέση,
    που μετατρέπονταν σε αλλιώτικες
    σαν το σαγόνι που ακουμπάει
    κι όλο φεύγει  απ΄τη θέση

    Διάφωτο φουλαριστό  από τα Βορειοδυτικά χειμέρια κατεβαίνει το πνεύμα του Μίμη του Σουλιώτη, όχι του Μαρωνίτη. Ανενόχλητο και αδιατάραχτο απ’ την ασύγγνωστη γαϊδουριά των όμαιμων, των ομοβύζαχτων  της γενιάς του, να τον αποσκορακίσουν  από την «πρώτη εθνική» της «αμφισβήτησης». Τον αμέλησαν αδιαφορώντας που «δεν υπάρχουν αμάχητα τεκμήρια αθωότητας». Το χαμπέρι για το νέο, ποστ μόρτεμ αυτή τη φορά, κακοπάθημα του Σουλιώτη έφτασε με τη «δήλωση σε παρακλητικό τόνο» του Πάνου Θεοδωρίδη, δημοσιευμένη στο Κλάουντ, στις 7 τρέχοντος μηνός, με την οποία ζητάει δημόσια να διαγραφεί από την Εταιρεία  Συγγραφέων που έφτασε να αποσιωπήσει  ποιητικά τον Μίμη Σουλιώτη, στην εκδήλωση «Συνάντηση  ποιητών της “γενιάς του ‘70”», στις 23 Οκτωβρίου. Ευτυχώς επελήφθη δέουσας απόκρισης, όπως και με το προηγούμενο (κακοπάθημα) εξάλλου, και πάλι ο Πάνος Θεοδωρίδης. Να μην πάει αμάρτυρη η παραχάραξη και φαλκίδευση  της  μνήμης  από τους ίδιους τους αρχιεργάτες της-άλλο αν ο ποιητής Μίμης  φρόντισε με τρία πολεμικά αντιρομαντικά, κατεδαφιστικά ανατρεπτικά, έμπειρα και θυμοσοφικά ξεκαρδιστικά, ενήλικα αυτογνωστικά, με ένα μόλις διαφαινόμενο έμβλημα συγκίνησης στον εσώτερο πάτο, -λίγο σαν δακρυσμένα μάτια μέσ’ από δακρυσμένο τζάμι- οριστικά ύστατα ποιήματα, στα Βορειοδυτικά του, να ξεκαθαρίσει την ακραιφνώς ποιητικά τετραγωνισμένη σχέση του με τα τρία επίμαχα: Χάρος-Κηδεία-Αιωνιότητα. Θα αντιγράψω εδώ την Κηδεία, για τον ευγενή νεοκλασικισμό της στην απόδοση και τον εκσυγχρονισμό μέσω της κάθαρσής του από την και παραμικρή αυταρέσκεια ενός προσφιλούς καβαφικού θέματος:

    Στην κηδεία μου

    Όλοι αυτοί οι λίγοι ή πολλοί που θα με συνοδεύσουν
    αν δεν βρέχει δυνατά, και μερικοί που ίσως δακρύσουν,
    και που ίσως δεν ευκαιρήσουν να  ‘ρθούν
    από την πρωτεύουσα
    μα θα δακρύσουν μέσα ή έξω τους, αναρωτιέμαι τώρα
    πόσοι, τρία ή δεκαεφτά χρόνια μετά το πρώτο
    μνημόσυνο,
    θα θυμούνται κάναν στίχο μου,
    το νόημα ενός ποιήματος έστω· η Σύζυγος αποκλείεται
    πρώτον διότι τόσο αργότερα ούτ’ εκείνη θα ζει
    μα και γιατί μέχρι σήμερα δεν ξέρει μήτε έναν-
    εχθρά της Ποιήσεως, σαν πατσαβούρες για φασίνα
    τις λέξεις, εικαστική.
    Ενώ τι όμορφα που θα είναι,
    δεκαεφτά χρόνια μετά, Εσύ ας πούμε, μεσήλικη,
    στα καλά καθούμενα,
    εκεί που θα σ’ έχουν αρχίσει τ’ αρθριτικά και θα πίνεις
    τσάγια,
    ν’ απαγγείλεις ξαφνικά έναν σαν ανάσα που σου ξέφυγε
    για μισό λεπτό και λιγότερο.
    (Τι όμορφα που θα είταν.)

    Μετά από την ακραία ασκητική ποιητική οικονομία αυτού του ποιητικού κατορθώματος ρυθμικής δυναμικής αναπνοής  που δεν στέργει να χρησιμοποιήσει καν ένα επίθετο πλην ελαχίστων διευκρινιστικών αριθμητικών ή επιρρηματικής σημασίας ουσιαστικοποιημένων, αποστέργει την καλολογική  φαντασμαγορία  διατηρώντας μόνο κάποια αχνά ίχνη μεταφορικά ή παρομοιαστικά, αποτάσσεται τα ίδια του ποιητή προσωπικά χούγια της ιδιωματικής καθημερινολογίας, με μοναδική παραχώρηση στην αστική  ρωπογραφία  τις «πατσαβούρες για φασίνα», ρίχνει όλο το ασήκωτο βάρος μιας αδύνατης αναπόλησης στην ορμητική δράση των ρημάτων για να φανταστεί το αφάνταστο και να επιθυμήσει αυτό που μάρτυράς του δεν πρόκειται να υπάρξει ο φανταστής -είναι μετά από αυτό δυνατόν να αποφασίσουμε πότε γεννιούνται και πότε πεθαίνουν οι ποιητές, πότε γεννιέται και πότε πεθαίνει ο Μίμης, έχουν ή όχι τέλος οι δαιδαλικές σκηνοθεσίες τους καταλαμβάνοντας το χώρο όλων των υπαρκτών κόσμων.

  • Τω Νιόνιω επί τω επιτίμω διδακτοριλίκι

    «Νομίζω πως πιθανότατα έχω επηρεαστεί  από τον Τσέχοφ και τον Γουόλτ Νίσνεϋ, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ.» ΤΟΜ   ΣΤΟΠΑΡΝΤ

    Δεν τον βρίσκει η ποίηση – οι λέξεις, ο ήχος τους, και οι εικόνες, τον βρίσκουν, και αυτός ποίημα ποιεί.  Όταν πρωτομπήκε  στη Λέσχη (του δίσκου), αδύνατος, ξεγλέντζουρος, με το πεταχτό του μήλο τού Αδάμ να συναγωνίζεται σε αεικινησία τα στρογγυλά ματάκια του, κομμάτι παιδαριογέρων, σοφά αθώος, αποταγμένος από τα εγκόσμια, μα και βουτηγμένος σ΄αυτά μέχρι τα μπούνια, πονηρός, ήταν μετά το πραξικόπημα του 1967, το «Φορτηγό» είχε βγει στην κυκλοφορία, πρωτότυπο και ωραίο, με ωραίο εξώφυλλο, τον Νοέμβρη του 1966, και είχε πάρει κιόλας τη θέση του στα ράφια του καταστήματος που στοκάριζε ό,τι ήταν κλασική μουσική και ό,τι διαπνέονταν φανερά από ποίηση, ζήτησε την Πέμπτη Συμφωνία του Σοστακόβιτς, και παράξενο δεν είναι που θυμάμαι ακόμα το πονηρό γελάκι του και το σπίθισμα των ματιών του όταν με μια παιχνιδιάρικη κλίση του κεφαλιού του και τονίζοντας με τη φωνή του τού βραχνοκόκορα  μία μία τις λέξεις, δείχνοντας με το δείχτη του δεξιού χεριού μία μία τις λέξεις, είπε «αυτή-τη-συμφωνία-που-έχει-εκεί-στο-δεύτερο-μέρος-ένα-βιολάκι-που-παίζει-μοναχό-του-ζινγκ ζινγκ ζινγκ ζινγκ». Αυτό το σόλο ήταν για μένα το μουσικό του επισκεπτήριο τού δήθεν ανέμελου, αν και σαρδόνια είρωνα, και κλαυσιγελαστικά υπάρχοντα μοναχικού σαλτιμπάγκου, πλανόδιου μουσικού, γυρολόγου ποιητή, υποκριτή,  ένοχου μα και αθώου περαστικού, στα ρημαγμένα μεταπολεμικά πεδία του εικοστού αιώνα, στην Ελλάδα, στο δεύτερο μισό, στα διάσημα σίξτις, και ο Σοστακόβιτς ήταν ο συνθέτης του, εκεί έψαχνε τον ήχο του να συναντήσει το στίχο του, ενορατικά, είχε ανταμώσει την ρώσικη παραμυθού μούσα του. Έμαθε απ’ αυτόν πολλά, και όχι μοναχά από την Πέμπτη, αλλά και από την Έβδομη και από άλλες πολλές συμφωνίες, όσα μόνο λιγοστοί απ’ όσους ήταν φανατικοί ακροατές και ορκίζονταν στον Ντμίτρι έμαθαν, κυρίως έμαθε, νομίζω, να αφηγείται, και να χλευάζει, και να μορφάζει από πόνο, να είναι δημόσια ιδιωτικός και ιδιωτικά δημόσιος, να ξεσπάει, να ξεφαντώνει, να μαίνεται, και να ονειροπολεί πονεμένα σαν προδομένος  πιερότος που εκδράμει καθημερινά στο φεγγάρι και τα πελιδνά τοπία της μοναξιάς του. Και όλα αυτά, μουσικά. Να συνθέτει, με δυο λόγια.

    Τον ξανασυνάντησα μετά από χρόνια, φτασμένο, πετυχημένο και πλούσιο και αμφιλεγόμενο καθώς επιδίδονταν σε διαδοχικές μεταμορφώσεις, κάποιες απ’ αυτές αποθαρρυντικές, ένα ιδεολογικό στραπάτσο που έπαιρνε αγκαζέ γλώσσα και θρησκεία και πάει λέγοντας καθώς πάλευε ποιος ξέρει να βρει τι, εκτός απ’ την ψυχή του, ίσως προσπαθούσε απλώς να γεράσει. Ήταν Πάσχα, στην Τσαγκαράδα, και όλη η φύσις ήταν μια συνωμοσία ομορφιάς, καμουφλαρισμένο όλο το θανατερό της δηλητήριο κάτω από μια πασχαλινή ευφροσύνη που συναγωνίζονταν  την πάλλευκη  αιδημοσύνη του μιγκέ που άνθιζε στα πεζούλια του κήπου, στο σπιτικό του φίλου όπου καθήσαμε στη σκιά γύρω απ’ τον οβελία και ο φίλος έβαζε μουσικές τη μια μετά την άλλη και ο Νιόνιος σχολίαζε ή σιωπούσε ή τσακωνόμασταν-σχεδόν. Σχολίαζε άμεσα, σαν να τον κέντριζε με το κεντρί της η μουσική που τις περισσότερες φορές την άκουγε για πρώτη φορά. Δεν θα ξεχάσω την ευστοχία της αντίδρασής του στις Ρωμαϊκές γιορτές του Ρεσπίγκι, που  επίσης άκουγε πρώτη φορά. «Μουσολινικό Χόλιγουντ» είπε, «είναι», όταν έλαβε την πληροφορία πως ο συνθέτης ήταν Ιταλός. Ενορατικά πήγαινε στην μουσική καρδιά του ακροάματος. Και με τις στοχαστικές προσαρμογές του δανειζόταν-κι όχι μόνο απ’ τον Μπομπ Ντίλαν μα κι απ΄τον Λούτσο Ντάλα κι άλλους κι άλλους πολλούς συμπεριλαμβάνοντας την ντόπια μουσική μυθολογική σκευή, την πρώτη και τελευταία που, όταν δεν μόλις εξείχε απ’ το συλλογικό μουσικό ασυνείδητο, διέθετε δημόσια πολιτική ιδεολογία-και ξαναζύμωνε τα πασχαλινά κουλουράκια του ή τους θεσσαλονικιούς του ασυναγώνιστους χριστουγεννιάτικους κουραμπιέδες, όπως για παράδειγμα έπλασε την «Συννεφούλα» του με μουσικό ήθος, ρυθμό  και υφάδι ξηλωμένα απ’ το αμερικάνικο «Jingle Bells», ακούγεται απλό αλλά χρειάζεται τρεχάλα με μπότες των εφτά λευγών για να καλύψεις την ειρωνική απόσταση απ’ το ερέθισμα και βιωματικά να μεταπλάσεις-αυτό μας το έδειξε θεαματικά και στην μουσική παράσταση χτες κατά την αναγόρευσή του σε διδάκτορα  στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου και πάλι κατάφερε να είναι ο σχεδόν παραπλανητικά αυθεντικότερος της παρέας, γέρων πλέον και όχι παιδαριογέρων.