Author: Νάντια Πούλου

  • Βίοι αγίων

    Στις πόλεις και τα χωριά της χώρας οι ευσεβείς, ευυπόληπτοι κάτοικοι πηγαίνουν στις εκκλησίες με ήσυχη τη συνείδησή τους. Ανάβουν κεριά στα εικονίσματα, την ώρα που οι αληθινοί οσιομάρτυρες αυτού του κόσμου αφήνουν αβοήθητοι την τελευταία τους πνοή στην άσφαλτο του Παλαιού Φαλήρου, στα πεζοδρόμια της Γλάδστωνος και του Κερατσινίου, στα βράχια της Ρόδου, στους βάλτους των Ιωαννίνων.

    Οι ευσεβείς και ευυπόληπτοι κάτοικοι βιάζονται να προλάβουν την καμπάνα που χτυπάει, βιάζονται να πάνε στην εκκλησία και γι’ αυτό ενίοτε, είναι εκείνοι που δίνουν τη χαριστική κλωτσιά σε όποιον δουν πεσμένο στο δρόμο τους.

  • Momentum

    Momentum

    Ας μην ξεγελιόμαστε. Το #metoo κίνημα δεν θα είχε εξαπλωθεί τόσο, αν το 2017 οι δημοσιογράφοι των New York Times και του New Yorker δεν είχαν δημοσιεύσει τη βραβευμένη έρευνά τους για τον Weinstein. Παρομοίως, στην περίπτωση του γιατρού της γυμναστικής ομοσπονδίας των ΗΠΑ Lary Nassar, η έρευνα της εφημερίδας Indianapolis Star υπήρξε καταλυτική στο να βρεθεί ο Nassar αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη.

    Η λέξη “καταλυτική” είναι το κλειδί σε αυτά τα παραδείγματα: πριν τη δημοσίευση αυτών των ερευνών, υπήρχαν ήδη καταγγελίες, υποψίες, ψίθυροι και κουτσομπολιά. Είχαν προηγηθεί δεκαετίες ολόκληρες στη διάρκεια των οποίων μάθαμε εκ των υστέρων ότι πάρα πολλοί ήξεραν τι γινόταν ή τέλος πάντων είχαν υποψίες. Μόνο όμως όταν οι δημοσιογράφοι έκαναν τη δουλειά τους όπως πρέπει και ένωσαν τα κομμάτια του παζλ με καλά δεμένες έρευνες, άρχισε να γέρνει η πλάστιγγα της κοινής γνώμης και της δικαιοσύνης κατά των μέχρι τότε παντοδύναμων δραστών.

    Στην περίπτωση της πραγματικά αξιέπαινης εξομολόγησης από την Σοφία Μπεκατώρου δεν αρκούσε η αρχική δημοσίευση γιατί έγινε σε ένα μέσο που κάνει target τις γυναίκες. Μόνο όταν την ιστορία κάλυψαν μέσα με πρόσβαση στο ευρύτερο κονό, άρχισαν να ξεδιπλώνονται ραγδαία οι πραγματικές επιπτώσεις της, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που ανέφερα.

    Γιατί τα γράφω αυτά; Διότι τις τελευταίες μέρες, με αφορμή την μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου, πολλοί άντρες (και όχι μόνο, αλλά επικεντρώνομαι σε αυτούς για την ώρα) καλούν τις γυναίκες να μιλήσουν κι αυτές για παρόμοιες περιπτώσεις σε άλλους τομείς, π.χ. της δημοσιογραφίας. Προφανώς, για να το λένε αυτό, κάτι έχει πάρει το αυτί τους ήδη για συγκεκριμένες περιπτώσεις, ίσως και συγκεκριμένα άτομα. Αλλά εξίσου προφανώς δεν τολμούν να αναφέρουν αυτά που ψυλλιάζονται, διότι χωρίς στοιχεία ή μαρτυρίες είναι δύσκολο να λεχθούν τέτοια πράγματα χωρίς τον κίνδυνο νομικών συνεπειών.

    Αυτό το πρόβλημα όμως που με τόσο καλή πρόθεση θέτουν οι εν λόγω άντρες δεν λύνεται με μια απλή επίκληση στα θύματα να κάνουν αυτά το πρώτο βήμα. Είδαμε πόσο δύσκολο είναι ακόμη και για ένα άτομο αναγνωρίσιμο όσο η Μπεκατώρου να κάνει τη φωνή της να ακουστεί πραγματικά από τους παράγοντες του χώρου της. Υπό αυτές τις συνθήκες, τι να περιμένουν τα θύματα που δεν τα ξέρει κανένας και που έχουν ακόμη εργοδοτικές ή άλλες σχέσεις εξάρτησης με τους θύτες; Και μάλιστα σε μία εποχή πολύ σκληρή, με απίστευτη εργασιακή ανασφάλεια, μια εποχή όπου το ένστικτο της αυτοσυντήρησης λέει ότι απλά πρέπει να κάνεις μόκο για τα πάντα για να επιβιώσεις.

    Σε μία κοινωνία όπου ως γυναίκα πρέπει ακόμη για ορισμένα πράγματα να αποδεικνύεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, είναι ωραίο να ξέρεις ότι υπάρχουν άντρες (η πλειοψηφία εν τέλει) που δεν τους διακατέχει η καφρίλα του σεξισμού, δεν σχετικοποιούν τα κίνητρα του βιαστή, δεν βάζουν το θύμα στο εδώλιο. Για τον ίδιο λόγο, είναι ευπρόσδεκτο να βλέπεις στη διαδικτυακή και μηντιακή αρένα πλήθος ανδρών να συντάσσεται σθεναρά με την ηθικά σωστή πλευρά του θέματος.

    Δεν υποτιμώ, λοιπόν, καθόλου ούτε και απορρίπτω την επίδραση των trends στα σόσιαλ και τα ΜΜΕ σε επίπεδο καθαρκτικό αλλά και επιρροής της κοινής γνώμης.

    Όταν όμως καταλήγει να ποστάρει ένα ηθικά σωστό τουίτ και ο Ανδρέας Λοβέρδος, μας θυμίζει (πέρα από την εγκληματικά λερωμένη φωλιά του ιδίου) ότι κάθε, μα κάθε στάτους στα σόσιαλ, δείχνει πρωτίστως κάτι για εκείνον που το πόσταρε παρά για εκείνον που υπερασπίζεται. Διότι, ως επιλογή, υπάρχει πάντα και η σιωπή.

    Σε κάθε περίπτωση, τα ποστ των ανδρών που με ειλικρίνεια, σεβασμό και αγάπη παίρνουν το μέρος των γυναικών, όταν έρθει η ώρα να προτείνουν τι μέλλει γενέσθαι καταλήγουν στην πλειοψηφία τους στο να κοουτσάρουν τις γυναίκες, να τις χτυπάνε υποστηρικτικά στην πλάτη, να τις καλούν να έχουν δύναμη, να τις παρακαλούν να μην φοβούνται να μιλήσουν.

    Εν ολίγοις, να βγάλουν δηλαδή πάλι αυτές το φίδι από την τρύπα.

    Επειδή, όμως, όλων μας -ασχέτως φύλου- έχει προηγηθεί ο Τσιώλης, το να παρακαλάς τις γυναίκες να μην κλαίνε είναι στην καλύτερη περίπτωση αφέλεια και στην χειρότερη άλλη μια προσπάθεια, έστω και υποσυνείδητη, να την βγεις πάλι από πάνω με την ηθική ανωτερότητά σου.

    Οπότε, αγαπητοί κι αγαπημένοι άντρες, αν ξέρετε ότι η εργασιακή ή οικογενειακή φωλιά σας είναι λερωμένη, αντί για δακρύβρεχτα ποστ και κλήσεις για γυναικείο αντάρτικο, μήπως να βγάλετε κι εσείς κανένα άπλυτο στη φόρα; Μήπως την επόμενη φορά που θα ακούσετε ή θα δείτε κάτι που δεν ταιριάζει με την ηθική που πρεσβεύετε, να αντιμετωπίσετε εσείς επιτόπου και χωρίς καθυστέρηση το αφεντικό, τον συγγενή, τον συνάδελφο με την πράξη του οποίου διαφωνείτε;

    Κι αν δουλεύετε για κάποιο ΜΜΕ, ακόμα καλύτερα: αντί για ένα ακόμη πύρινο άρθρο συμπαράστασης, μήπως να κάνετε την ερευνητική δουλειά σας σωστά και εμπεριστατωμένα, όπως οι New York Times και η Indianapolis Star στα παραδείγματα που ανέφερα στην εισαγωγή; Κι αν δεν είστε του ερευνητικού ρεπορτάζ, να ρωτήσετε στον δικό σας οργανισμό τι μέτρα έχουν ληφθεί για να αποφευχθούν παρόμοια περιστατικά; Να ενημερωθείτε για το πού μπορείτε να κάνετε μια καταγγελία; Και να ενημερώσετε μετά και τις γυναίκες του περιβάλλοντός σας;

    Διότι, όπως οι περιπτώσεις του Weinstein και του Nassar έχουν δείξει, όσες γυναίκες και να μιλήσουν, μόνο όταν το πουν δυνατά και εντός νομικού πλαισίου εκείνοι τους οποίους ακούν τα πλήθη, τότε μόνο υπάρχει πιθανότητα η πράξη του θύτη να μην μείνει ένας προσωπικός εφιάλτης περιτριγυρισμένος από κουτσομπολιά και υποψίες, αλλά να έχει και τις συνέπειες που της αρμόζουν.

  • Μυστήρια τρένα

    Όταν ο τελευταίος χεδίβης της Αιγύπτου, Αμπάς ο Β’, γνωστός και ως Αμπάς Χιλμί Πασάς, επισκέφτηκε ένα αγρόκτημα που είχε κληρονομήσει στο Νταλαμάν της Τουρκίας, έμεινε άφωνος από την ομορφιά του τοπίου και διέταξε να χτιστεί εκεί ένα πολυτελές κατάλυμα. Αυτό συνέβη την ίδια περίοδο που στην έδρα του, την Αλεξάνδρεια, επέβλεπε στενά την κατασκευή ενός σιδηροδρομικού σταθμού.

    Κι έτσι, μια μέρα στις αρχές του εικοστού αιώνα, δύο πλοία ξεκίνησαν από τη Γαλλία: το ένα φορτωμένο με τα υλικά για την κατασκευή του λαμπρού εξοχικού που είχε στο μυαλό του ο Πασάς και το άλλο με τα υλικά για τον σταθμό της Αλεξάνδρειας. Ένα λάθος, όμως, τα έφερε έτσι και το πλοίο με τα υλικά για τον σιδηροδρομικό σταθμό άραξε τελικά στα παράλια της Τουρκίας ενώ το άλλο έφτασε στην Αίγυπτο.

    Αγνοώντας αυτήν τη βασική λεπτομέρεια, οι χτίστες του Νταλαμάν ακολούθησαν κατά γράμμα τα σχέδια που έφερε το πλοίο κι έτσι ο οικισμός απέκτησε έναν κανονικό σταθμό, με τα εκδοτήρια και τα όλα του. Έλειπαν μόνο οι ράγες του τρένου, οι οποίες και δεν έφτασαν ποτέ μέχρι εκεί, ενώ ακόμη και σήμερα το κτίριο παραμένει άθικτο στη θέση του, σαν ένα μνημείο στο ανθρώπινο λάθος.

    Ένα παρόμοιο μνημείο βρίσκεται και στην Ελλάδα, στην Αιτωλοακαρνανία πιο συγκεκριμένα. Δεν είναι άψογα διατηρημένο, αλλά έχει εγκαταλειφθεί στις τύχες του, με αποτέλεσμα τα απομεινάρια του να λεηλατούνται από τους ανθρώπους και τον χρόνο. Πρόκειται για τις γραμμές του τρένου που απλώθηκαν στην περιοχή το 2002, ως αναβίωση της παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής. Σύμφωνα με το προεκλογικό πλάνο, μέσω αυτής της χάραξης, που καμία σύνδεση δεν είχε με κάποιο πραγματικό —τωρινό ή μελλοντικό— σιδηροδρομικό δίκτυο, η διαδρομή Αγρίνιο-Κρυονέρι θα γινόταν σε 45 μόνο λεπτά.

    Μετά όμως από τις εκλογές και την ταχεία κατανάλωση των προβλεπόμενων ευρωπαϊκών κονδυλίων, οι γραμμές του τρένου εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους. Η κύρια δικαιολογία και σε αντίθεση με το Νταλαμάν, ήταν ότι γραμμές υπήρχαν αλλά έλειπε ο σταθμός στο Αγρίνιο.

    Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για κάποια ιστορικά ανέκδοτα που αναφέρονται σε εξαιρέσεις. Παρόμοια περιστατικά αποτελούν τον κανόνα, ειδικά σε περιόδους όπου μία περισσότερο ή λιγότερο μοντέρνα παραλλαγή του σουλτάνου προσφέρει χρήματα με αντάλλαγμα κάποιο έργο σε μια περιοχή κοντύτερα στην ή μακρύτερα από τη βάση του. Κι ως γνωστόν, όταν ο σουλτάνος φέρνει ζεστό χρήμα, ποιος χτίστης θα πει όχι;

    Γι’ αυτό και δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη η διαπίστωση, ή έστω υποψία, ότι η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού είναι σήμερα κάτι σαν τους χτίστες του Νταλαμάν, παγιδευμένοι σε μια μέρα της μαρμότας και με σχεδόν αποκλειστικό αντικείμενο το να χτίζουν παρόμοια έργα, ως επί το πλείστον σε ψηφιακά σύμπαντα μια και τα ΕΣΠΑ, οι παραλλαγές και οι περικοκλάδες τους ευνοούν τις νεόκοπες «κοινωνίες της πληροφορίας» έναντι οποιασδήποτε πρωτογενούς παραγωγής. Με τη γενική επιγραφή «ευρωπαϊκά» να συνοδεύει τα σχετικά κονδύλια και τον γραφειοκρατικό αέρα που αυτή κουβαλάει, το όνομα του εκάστοτε Σουλτάνου δεν έχει πια και τόσο σημασία. Αν το καλοσκεφτούμε, βέβαια, ούτε ο σεβάσμιος Αμπάς ο δεύτερος έβαζε ακριβώς τα χρήματα από την τσέπη του.

    Κι έτσι το λεγόμενο project management έχει καταλήξει ξέμπαρκο καράβι που φτάνει διαρκώς σε λάθος λιμάνι. Το μόνο που μετράει γι’ αυτό είναι η όσο το δυνατόν πιο πιστή αναπαραγωγή των σχεδίων που κουβαλάει. Με το λιγότερο δυνατό κόστος, βέβαια, με τις απαραίτητες μειώσεις μισθών, απολύσεις και τα συναφή, για να βγει το μπόνους των εργολάβων.

    Κι αν κάποιος από τους χτίστες τολμήσει να ρωτήσει «ρε παιδιά, τι τον χτίζουμε εδώ το σταθμό, ενώ ξέρουμε ότι τρένο δεν πρόκειται να περάσει στον αιώνα τον άπαντα;», τον πετάνε παραδειγματικά στη θάλασσα. Αυτό εξηγεί γιατί για τα έργα που είναι πιο ορφανά κι από ένα τρένο δίχως ράγες, δεν γράφεται ποτέ ένα ποστ στα social media από τους χτίστες, όσο λαλίστατοι και αν είναι για όλα τα υπόλοιπα θέματα. Διότι, ως γνωστόν, ποιος τολμά να δαγκώσει το χέρι που τον ταΐζει;

    Όλα αυτά βέβαια, ισχύουν για τους λίγους και τυχερούς που έχουν ακόμη την πολυτέλεια μιας δουλειάς. Οι υπόλοιποι περιφέρουν τα βιογραφικά τους στην όλο και πιο συρρικνούμενη και απαιτητική αγορά εργασίας, περιμένοντας να τους καλέσουν σε κάποια συνέντευξη. Κι είναι κάποιες φορές που αυτές οι συνεντεύξεις μας δείχνουν πολλά περισσότερα από όλα τα μνημεία του Νταλαμάν και της Αιτωλοακαρνανίας μαζί.

    Μια τέτοια περίπτωση, από το κοντινό παρελθόν, μου διηγήθηκε ένας φίλος τις προάλλες.

    Ένας κοινός μας γνωστός με καλές σπουδές και σημαντική προϋπηρεσία προσπαθούσε να βρει δουλειά. Στην αρχή επιλεκτικά, και μετά από κάμποσο καιρό απαντώντας σε οποιαδήποτε αγγελία προσέγγιζε κάπως την ειδικότητά του. Η αναζήτηση όμως σκάλωνε συνέχεια και ο ενθουσιασμός του είχε αρχίσει να πέφτει. Ώσπου μια μέρα του τηλεφώνησαν από μια όχι πρωτοκλασσάτη, αλλά ούτε και άγνωστη εταιρεία του κλάδου του. Τον κάλεσαν για ένα τεστ, από το οποίο θα περνούσαν όλοι οι υποψήφιοι και του ζήτησαν να φέρει μαζί του τον λάπτοπ του με εγκατεστημένο το πρόγραμμα στο οποίο θα εξεταζόταν.

    Έφτασε στα γραφεία της εταιρείας και πήρε τη θέση του σε μια μεγάλη ουρά από ανθρώπους, όλοι με τσάντες λάπτοπ. Όταν τελικά μπήκε μέσα στο κτίριο, τον οδήγησαν σε έναν μεγάλο χώρο με πολλά γραφεία και του υπέδειξαν να κάτσει σε ένα από αυτά. Γρήγορα γέμισαν και τα υπόλοιπα με υποψηφίους και τότε μία υπάλληλος της εταιρείας τους εξήγησε το πρόβλημα που έπρεπε να λύσουν.

    «Έχετε τρεις ώρες στη διάθεσή σας», είπε η κυρία και τους άφησε μόνους. Όλοι ξεκίνησαν αμέσως να δουλεύουν, μαζί και ο γνωστός μας. Το πρόβλημα δεν ήταν ούτε το πιο απλό, ούτε το πιο δύσκολο. Φαινόταν να αφορά κάποιο πραγματικό πρότζεκτ της εταιρείας. Θα καθόταν να το παλέψει.

    Ύστερα από λίγο, αφού συγκέντρωσε όλα τα δεδομένα και άρχισε να τα δουλεύει στο πρόγραμμα, ένα κύμα αισιοδοξίας τον τύλιξε. Είχε μια εξαιρετική λύση να τους προτείνει και κάτι μέσα του έλεγε ότι όταν την έβλεπαν, μπορεί και να τον προσλάμβαναν.

    Θα είχε περάσει κανένα δίωρο όταν άνοιξε η πόρτα, όχι εκείνη από την οποία μπήκαν οι υποψήφιοι, αλλά μία από την απέναντι μεριά. Μπήκε μέσα ένας γραβατωμένος κύριος, από αυτούς που κόβεις αμέσως ότι τρέχουν το μαγαζί από κάποια υψηλά ιστάμενη θέση, προφανώς ο διευθυντής, όπως ρώτησε κι επιβεβαίωσε μετά και ο γνωστός μας. Τον ακολουθούσαν πέντε-έξι γραβατωμένοι, με τον αέρα του πελάτη ή του επενδυτή που ήρθε να κόψει κίνηση. Η παρέα των γραβατάκηδων διέσχισαν τον χώρο και κάπου στη μέση ο διευθυντής σταμάτησε, τους έδειξε τα γραφεία ολόγυρα και είπε στους καλεσμένους του στα Αγγλικά: «Να, κι εδώ είναι το τμήμα σχεδιασμού της εταιρείας μας.» Εκείνοι κούνησαν επιδοκιμαστικά τα κεφάλια τους κι ύστερα από λίγο έφυγαν, μαζί με τον διεθυντή, από την ίδια πόρτα από την οποία είχαν μπει.

    Κόκκαλο οι υποψήφιοι. «Να άκουσα καλά;» αναρωτιόταν ο γνωστός μας, αλλά ναι, είχε ακούσει μια χαρά κι αυτός κι όλοι οι άλλοι που παραβρέθηκαν σ’ εκείνη την καλοστημένη προσποίηση τεστ επιλογής υποψηφίων, την οποία σκαρφίστηκε κάποιος διευθυντής για να δείξει στους εκπροσώπους του σουλτάνου ότι, να, έχει τους χτίστες, έχει τα σχέδια, μόνο τα άτιμα τα κονδύλια του έλειπαν.

    Αυτή την ιστορία μου διηγήθηκε ο φίλος μου πριν λίγες μέρες, όταν μιλούσαμε για την καινούρια μετενσάρκωση του ΕΣΠΑ που καταφτάνει οσονούπω από τις Βρυξέλλες. Κι όταν, λίγο μετά, διάβασα την ιστορία του Αμπάς του Β’, φαντάστηκα εκείνο τον κοινό γνωστό μας ντυμένο στην τρίχα, με την τσάντα του λάπτοπ στον ώμο, να στέκεται κάτω από ένα δέντρο έξω από τον σταθμό του Νταλαμάν για να προστατευτεί από τον μεσημεριάτικο ήλιο, μόνος του αυτός, όπως κάθε εκπρόσωπος της γενιάς του, που τρέχει από συνέντευξη σε συνέντευξη, από μπλοκάκι σε μπλοκάκι και από πρότζεκτ σε πρότζεκτ, που κάποιες φορές μένει, κάποιες άλλες φεύγει σε άλλες χώρες, που αφήνει πίσω την υπόλοιπη οικογένεια για κάπου μακριά απ’ όπου τους στέλνει τα φράγκα για να ζήσουν, ή που γυρίζει στο πατρικό για να του μείνουν τα χρήματα για τη βενζίνη της επόμενης συνέντευξης, που ψάχνει για καιρό την επόμενη ευκαιρία και για να έχει μια πιθανότητα να του την δώσουν πρέπει να φαίνεται σα να μην την ψάχνει, να χαμογελάει αντί να σφίγγει τα χείλια, κι αυτό κοστίζει εκτός από χρόνο και χρήματα που δεν έχει, που προσπαθεί, αν μη τι άλλο προσπαθεί, τον φαντάστηκα να στέκεται ακίνητος κάτω από το δέντρο και να κοιτάει προς την μεριά απ’ όπου θα ερχόταν το τρένο, αλλά τρένο να μην φαίνεται και να μην λέει να φανεί.

  • Πέρα στις κάτω χώρες

    «Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν στις στατιστικές» ήταν ο τίτλος ενός ολλανδικού άρθρου που διάβαζα τις προάλλες. Αναφερόταν στα θύματα του κορονοϊού στην Ολλανδία, τα οποία καταλήγουν στο σπίτι τους ή σε κάποιο γηροκομείο και γι’ αυτό τον λόγο ξεφεύγουν από τις επίσημες μετρήσεις.

    Εννοείται ότι αυτή η ανακολουθία μεταξύ επιβεβαιωμένων και πραγματικών περιστατικών δεν παρατηρείται μόνο στην Ολλανδία. Στη χώρα αυτή όμως, η οποία αναλογικά έχει περισσότερα γηροκομεία από τα τυροκομεία για τα οποία παινεύεται, ο κινητήριος μοχλός κάθε πολιτικής είναι η μη διατάραξη της ρουτίνας στις μυρμηγκόστρατες της πλειοψηφίας, όταν αυτές πηγαίνουν από το σπίτι στη δουλειά κι από τη δουλειά στο σπίτι – με την απαραίτητη στάση στο σουπερμάρκετ ενδιάμεσα. Γι’ αυτούς τους λόγους και σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, η ψαλίδα μεταξύ καταγεγραμμένων και μη καταγεγραμμένων θυμάτων της Ολλανδίας είναι πολύ μεγάλη.

    Σε αυτό συνεισφέρει και η ακολουθούμενη πολιτική κατά του κορονοϊού που την ονόμασαν «έξυπνη απαγόρευση», ξεκάθαρα υπονοώντας ότι οι απαγορεύσεις των άλλων είναι –πώς να το κάνουμε– χαζές. Η συγκεκριμένη πολιτική συνίσταται σε μικρό αριθμό τεστ, λιγότερους περιορισμούς σε σχέση με άλλες χώρες και ένα προτεσταντικά φαταλιστικό όσο και αδιάφορο σήκωμα των ώμων στην προοπτική ανθρώπινων απωλειών, οι οποίες έχουν εκ προοιμίου χαρακτηριστεί παράπλευρες.

    Διότι αν υποθέσουμε ότι εκεί που περπατάς αμέριμνος τη μυρμηγκόστρατα της παραγωγής και της κατανάλωσης σκάσει ένας μετεωρίτης και σκοτώσει όλους τους περαστικούς εκτός από εσένα, ο μόνος τρόπος για να συνεχίσεις να περπατάς χωρίς να χρειαστεί να σταματήσεις, είναι η άρνηση. Μια άρνηση η οποία τρέφεται από εκατό άλλες, ειδικά τη στιγμή που ψυλλιαστείς ότι αυτή ακριβώς η χρόνια προσποίηση του δεν -τρέχει- τίποτα, είναι κατά βάθος ο μετεωρίτης που σκότωσε τους διπλανούς σου. Γιατί δεν ήρθε από πάνω, ουρανοκατέβατος, όσο κι αν μοιάζει τέτοιος.

    Στο θεματικό πάρκο που λέγεται Ολλανδία, όπου τα εισιτήρια πληρώνουν οι διαφυγόντες φόροι οφσόρ εταιρειών με έδρα τα γραμματοκιβώτια του Άμστερνταμ, το φίμωμα των όποιων χριστιανικών καταλοίπων αλληλεγγύης αναλαμβάνει εδώ και χρόνια μια πολιτική ρητορική η οποία συστηματικά απαλλάσσει τις πλειοψηφίες μετατοπίζοντας κι αναζητώντας ευθύνες μόνο στις βολικές μειοψηφίες. Ειδικά σε εκείνες που φοράνε μαντήλα και νηστεύουν το Ραμαζάνι.

    Κι έτσι, οι μυρμηγκόστρατες συνεχίζουν αμέριμνες την πορεία τους, μη συνειδητοποιώντας πόσο αραιώνουν κι αυτές και οι προμήθειές τους για τον χειμώνα. Εξάλλου, η δεκαετία του εξήντα και τα απομεινάρια του κοινωνικού κράτους, τους έχουν πείσει όλους ότι δεν είναι μυρμήγκια αλλά μπον βιβέρ τζίτζικες που θα ζήσουν για πάντα.

    Εξ ου και για τον Ολλανδό δημοσιογράφο το πρόβλημα βρίσκεται όχι στο τι υπονοούν οι αριθμοί, αλλά στο ότι τα δεφτέρια δεν βγαίνουν, στην ανομολόγητη υποψία ότι οι επίσημοι αριθμοί (στους οποίους έχει μάθει να πιστεύει τυφλά, όπως κάποτε στον έναν και μοναδικό θεό) μπορεί να μην αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, μια έννοια στην οποία πιστεύει το ίδιο ακράδαντα – και μάλιστα είναι σίγουρος ότι την κατοικεί κιόλας.

    «Πρέπει κι αυτά τα θύματα να βρουν τη θέση τους στις στατιστικές» συνεχίζει το άρθρο, επιβεβαιώνοντας και ακυρώνοντας ταυτόχρονα τη συνθήκη που προτείνει. Ας μην ξεχνάμε όμως πως η στατιστική γεννήθηκε από το μέτρημα του θανατικού, τόσο σε καιρό πολέμου όσο και ειρήνης. Και θέριεψε όταν συνάντησε την άρνηση του θανάτου μέσα από την επιμελή απόκρυψή του σε οικονομικούς δείκτες.

    Οι αριθμοί όμως της τωρινής συγκυρίας δεν είναι γραμμένοι σε πλάκες σαν του Μωϋσή για να τις κραδαίνει κάποιος κλώνος του Σόιμπλε από τους άμβωνες των Γιουρογκρούπ, αλλά κάτι που οι ίδιοι οι άνθρωποι φρόντισαν να εσωτερικοποιήσουν με αξιοθαύμαστη ταχύτητα. Ήταν ο πιο προσφιλής τρόπος για να δικαιολογήσουν τη νέα συμπεριφορά που τους επιβλήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη: κάθομαι σπίτι για να ισιώσω την κούρμπα των επιβεβαιωμένων μολύνσεων, φοράω μάσκα για να κρατήσω χαμηλό τον δείκτη R, με άλλα λόγια γίνομαι θυσία στον βωμό της στατιστικής πρόβλεψης για να την βγάλω καθαρή – από τον ιό τουλάχιστον.

    Το θέμα αρχικά ήταν να μην μείνεις έξω απ’ το παιχνίδι. Ένα παιχνίδι με εσάνς reality λόγω του κατ’ οίκον εγκλεισμού και εκατομμύρια παίχτες συντονισμένους στις οθόνες της τηλεόρασης και του Ίντερνετ. Όλοι φρόντιζαν να τσεκάρουν το ημερήσιο σκορ της εθνικής τους ομάδας για να επιδοθούν μετά σε γηπεδικές αναλύσεις. Εμείς έχουμε λιγότερους νεκρούς, ολέ ολέ, ναι αλλά εμείς κάνουμε περισσότερα τεστ άρα θα κερδίσουμε στις καθυστερήσεις, ναι αλλά είδες το πέναλτι του Μπόρις Τζόνσον, όχι γιατί έβλεπα το wrestling στην Αμερική, εκεί να δεις τι φάουλ γίνονται και πού είσαι ακόμη.

    Οι εβδομάδες όμως περνούσαν και καθώς για την πλειοψηφία των Ευρωπαίων όλα τριγύρω άλλαζαν (εκτός σπιτιού) αλλά όλα τα ίδια έμεναν (εντός), το αρχικό σασπένς έχει πλέον χαθεί και το κοινό παρακολουθεί τις διακυμάνσεις του σκορ με το ίδιο καταναγκαστικό nonchalance του χρόνια αλλά όχι φανατικά θρησκευόμενου∙ εκείνου ο οποίος μια μέρα πείστηκε ότι πλησιάζει η δευτέρα παρουσία και κάθε πρωί ανοίγει τα μάτια του φοβούμενος να την αντικρίσει. Μετά από τόσες μέρες όμως, αρχίζει να πιστεύει ότι τη σκαπούλαρε − κι αναθαρρεί.

    Κι όταν σφυρίξει τη λήξη του πρώτου μέρους ο διαιτητής, ο πρώην έγκλειστος βγαίνει από το σπίτι του και προσπαθεί δειλά δειλά να κάνει τα πράγματα που έκανε και πριν. Πρέπει απλώς να προσέχει τις τρύπες που άφησε στο διάβα του ο μετεωρίτης, μην πέσει κι αυτός μέσα. Όσο περνάνε οι μέρες, όμως, το μαθαίνει κι αυτό και χαράζει την δικιά του μυρμηγκόστρατα πάνω στο κομποσκοίνι, κάθε χάντρα του οποίου είναι ένας ή μία που δεν υπάρχει στις στατιστικές.