Author: Πόντιος Πιλάτος

  • Καλημέρα χαρά

    Δυόμιση σχεδόν χρόνια, 720 ημέρες, από τον Σεπτέμβρη έζησα στα μονοπάτια μιας βαριάς κατάθλιψης που ανατροφοδοτούσε τα γαστρεντερικά μου προβλήματα -οι Κινέζοι πιστεύουν πως η ψυχή του ανθρώπου εδράζεται στην κοιλιά του. Διάβασα το βιβλίο «Η κρυφή γοητεία του εντέρου» μα δε με βοήθησε. Τολμώ και λέω σήμερα, 17 του Φλεβάρη, καλημέρα στη χαρά -όταν ήμουν παιδί είχε βγει ένα βιβλίο με τον τίτλο «Καλημέρα θλίψη»-. Φαίνεται ανόητο, αλλά γιατί να αρνιέται κανείς το «ανθρώπινο δικαίωμα στη χαρά». Δεν ξέρω κανέναν που να έχει απαρέσκεια για τη χαρά αυτόβουλα και συνειδητά.  Δεν ήταν καθόλου εύκολη η καθημερινότητα. Η κατάθλιψη έχει 3 κακά: 1. Ανηδονία -ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται στην ιατρική σε όλες τις γλώσσες του κόσμου-, δηλαδή, το να μην σε ευχαριστεί τίποτε 2. Να γίνεται όλο και περισσότερο αυτός που υποφέρει εγωκεντρικός, δηλαδή, να τον ενδιαφέρει μονάχα ο εαυτός του και τα βάσανα του και 3. Να μην έχει όνειρα για τη ζωή του στο μέλλον αυτός που υποφέρει. Τι ποιότητα ζωής μπορεί να έχει κάποιος που δεν μπορεί να απολαύσει τη μαγεία της φύσης, να μην μπορεί να «δώσει», να μοιραστεί με τους συνανθρώπους του αυτά που έχει, και να αρνιέται να ελπίζει;

    Είμαι πανεπιστημιακός δάσκαλος. Η δουλειά του δασκάλου είναι ανεκτίμητη γιατί η διαρκής επαφή με τα παιδιά και τους νέους σε κρατάει νέο. Τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης που περνάει η χώρα μας, εννοώ, έρχονται στο γραφείο μου αρκετοί νέοι άνθρωποι με κατάθλιψη και μου μιλάνε για τα προσωπικά και τα οικογενειακά τους προβλήματα. Τους ακούω με προσοχή αλλά από την αρχή τους λέω ότι ούτε εγώ, ούτε οι γονείς τους, ούτε οι φίλοι/φίλες τους, ούτε οι συγγενείς τους μπορούν να βοηθήσουν.  Τους μιλάω για τα 3 κακά που ανέφερα παραπάνω. Και τελειώνω με δυο απλές κουβέντες. Η κατάθλιψη για τις ψυχικές ασθένειες είναι ό,τι είναι το κρυολόγημα για τις σωματικές.  Αν κανείς δεν το προσέξει, το κρυολόγημα μπορεί να εξελιχθεί σε πνευμονία. Τους ρωτάω, λοιπόν, «τι κάνετε όταν πονάει το στομάχι σας». «Πάμε στο γιατρό» μου λένε οι περισσότεροι. Να κάνετε το ίδιο αν πονάει η «ψυχούλα» σας τους λέω κι αποχαιρετιζόμαστε.

    Δεν είμαι ειδήμων στις επιστήμες υγείας και δη της ψυχικής υγείας. Επειδή σε αρκετές περιπτώσεις έτυχε να περάσω από τα ανεύχηντα σκαλοπάτια της κατάθλιψης, αναρωτήθηκα πολλές φορές και ρώτησα και διάβασα και δοκίμασα διάφορες θεραπείες.  Ο τύπος της θεραπείας πρέπει να ταιριάζει με το φαινότυπο του ανθρώπου που πάσχει από κατάθλιψη. Στις ΗΠΑ όπου κινούνται με δαιμονική ταχύτητα, οι ψυχίατροι είναι φαρμακοψυχίατροι και οι ψυχολόγοι έχουν στο σύνολο τους έχουν ασπαστεί τη θεωρία πως εκείνο που προέχει είναι να ελαφρώσουνε τα συμπτώματα της κατάθλιψης κι όχι να ασχοληθούν με τις αιτίες της. Επιδιώκουν να μπορεί ο ασθενής να είναι λειτουργικός στην καθημερινότητα του (δουλειά, σπίτι, ζωή έξω από το σπίτι). H μέθοδος που ακολουθείται από τους ψυχολόγους σε γενικές γραμμές είναι η «γνωστική», να «εκλογικεύσουμε» τα συναισθήματα του ασθενή. Στην Ευρώπη, μαζί με τη φαρμακοθεραπεία -το Πρόζακ εξακολουθεί και είναι τα τελευταία 25 χρόνια το μαγικό φάρμακο (wonder drug)- γίνεται συνήθως και ψυχανάλυση (φροϋδική, λακανική, ή…).  Αυτό που έχω να πω για την ψυχανάλυση, είναι οι δυσκολίες για τους θεράποντες γιατρούς έχουν να κάνουν με τα: 1. Να «αποσυνθέσεις» έναν άνθρωπο στα «επί μέρους» και 2. Μετά την αποσύνθεση, να βοηθήσεις  να βάλλει τα «κομμάτια» μαζί και να φτιάξεις έναν καινούργιο εαυτό.

    Αυτό με φέρνει να αντιμετωπίσω το άλλο μου πρόβλημα, το πρόβλημα του να διηγείσαι ιστορίες. Θα μου πείτε τι κακό βρίσκω σ’ αυτό, μια κι το ανθρώπινο γένος επιβίωσε και δημιούργησε με δυο εργαλεία μονάχα, το «λόγο» για την αντιμετώπιση της καθημερινότητας και  το «μύθο» για τη γέννηση ελπίδας, προσδοκίας και ονείρου για το «άδηλον» μέλλον. “Οι άνθρωποι τη μισή ζωή τους φτιάχνουν και την άλλη μισή θυμούνται” είπε κάποιος. Με βάση το προσδόκιμο ζωής για τους άρρενες στη χώρα μας, νομίζω, πως είμαι στη φάση της “θύμησης”. Κι όταν θυμάσαι σου αρέσει να λες και να ακούς ιστορίες.

    Η ιστορία μου αρχίζει με την αφήγηση του πώς ξενητεύτηκα για σπουδές στα χρόνια της δικτατορίας. Το Γενάρη του 1975 βρέθηκα για το διδακτορικό μου στην πανεπιστημιούπολη της Urbana-Champaign 150 μίλια περίπου νότια από το Σικάγο, στην πολιτεία του Ιλλινόι. Έφτασα σε μια εποχή που τέλειωνε ο πόλεμος του Βιετνάμ και τα “παιδιά των λουλουδιών” αρχίσανε να μαραίνονται.

    Ερχόμουνα από το Ηνωμένο Βασίλειο όπου κάθε σαββατοκύριακο κατέβαινα με 5 φίλους από το Μάντσεστερ στο Λονδίνο. Το πρόγραμμά μας είχε συνήθως μια διαδήλωση για τη δικτατορία στην Ελλάδα. Μερικές φορές πηγαίναμε στο LSE για να ακούσουμε τον Ανδρέα ή άλλους γνωστούς και μη εξαιρετέους συμπατριώτες μας. Και ξαφνικά, βρέθηκα στις ΗΠΑ σε ένα από τα καλλίτερα πανεπιστήμιά τους για μηχανική και είδα με τρόμο μαντραχαλάδες της ηλικίας μου να συναγωνίζονται ποιος θα φτύσει το κουκούτσι του καρπουζιού πιο μακριά. Αυτή δεν ήταν η Αμερική που ήξερα από τα τραγούδια του τιμημένου με Νόμπελ Bob Dylan ούτε φυσικά από εκείνα του Pete Seeger και άλλων τραγουδοποιών από τις εποχές του μεγάλου κραχ και του μακαρθισμού. Έπαθα στην κυριολεξία πολιτισμικό σοκ κι αρρώστησα με φυσικά συμπτώματα, δηλαδή, δεν είχα όρεξη να φάω, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν είχα ενέργεια να κάνω οτιδήποτε κι αυτό κράτησε αρκετούς μήνες -η χειρότερη κατάσταση για να αρχίσει κανείς διδακτορικό-. Είχα την τύχη να έχω ρουμάτο (roommate) στη φοιτητική εστία που έμενα έναν αμερικάνο φοιτητή της ιατρικής (έμενα σε εστία για μεταπτυχιακούς σπουδαστές και στις ΗΠΑ η νομική και η ιατρική είναι μεταπτυχιακές σχολές-όταν τελειώνει κανείς αναγορεύεται Doctor of Juris ή Doctor of Medicine, αντίστοιχα-). Ο ρουμάτος μου, ο Jack, ήτανε τον περισσότερο καιρό υπό την επήρεια της ινδικής κάνναβης. Αυτό δεν τον εμπόδισε να τελειώσει μια σχολή που επιλέγεσαι με τα πιο αυστηρά κριτήρια κι είναι από τις πιο φορτωμένες στο πρόγραμμα σπουδών. Όταν ο Jack είδε σε τι κατάσταση ήμουνα μερικούς μήνες μετά την άφιξη μου, με συμβούλεψε να πάω στο Κέντρο Υγείας του πανεπιστημίου. Με εξέτασαν, μου έβγαλαν ακτινογραφίες -κάπνιζα τότε- μου έκαναν αναλύσεις αίματος αλλά δεν βρήκαν τίποτε ανησυχητικό.

    Φυσικά, κι εγώ με τη σειρά μου, δεν ήξερα τι ήταν η κατάθλιψη που πέρναγα γιατί δεν είχα ακούσει ποτέ μου γι αυτή την πάθηση. Με έστειλαν λοιπόν να δω ένα γιατρό, τον Dr. Arthur Nikelly. Μπήκα στο γραφείο του και είδα ένα τυπικό εκκεντρικό αγγλοσάξονα ακαδημαϊκό, με Oxford πουκάμισο (κουμπάκια στο γιακά), γραβάτα και σακάκι, και φυσικά μια πίπα αλά Sherlok Holmes. Μου ζήτησε να του περιγράψω τα συμπτώματα μου και ύστερα να του πω πως ένιωθα γι αυτό που μου συνέβαινε. Όταν τελείωσα, σε άπταιστα ελληνικά απάγγειλε “δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα σε ξένα αναστυλώματα…” από το ποίημα του Βιζυηνού. Μέχρι τότε δεν είχα ιδέα ότι ο άνθρωπος αυτός ήτανε ελληνικής καταγωγής, γιος ενός εστιάτορα και μιας δασκάλας από τη Βρύσα της Μυτιλήνης, το χωριό που πήγανε οι Έλληνες τη Βρυσηίδα, όπως περιγράφει ο Όμηρος, μετά τη φιλονικία, για χάρη της, Αγαμέμνονα και Αχιλλέα. Έτσι δημιουργήθηκε μια φιλία μαζί του που κράτησε ως το τέλος της ζωής του Θανάση το 2011.

    Ο Dr. Arthur Nikelly γεννήθηκε στο Σικάγο και σπούδασε στο Roosevelt University στην ίδια πόλη. Πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Οττάβας στον Κανάδα και πολέμησε με το στρατό των ΗΠΑ (η στρατιωτική θητεία στις ΗΠΑ ήταν υποχρεωτική μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος του Βιετνάμ) στην Κορέα. Από το 1959 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ήταν κλινικός ψυχολόγος στο ΜcKinley Health Center και Αναπληρωτής Καθηγητής της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόι. Υπήρξε πολυγραφότατος αλλά μη δημοφιλής στις ΗΠΑ (ιδιαίτερα περιθωριοποιημένος από την Ελληνική κοινότητα της πανεπιστημιούπολης που ζούσε πουλώντας τις “πραμμάτειες” της στους 40.000 φοιτητές του Πανεπιστημίου του Ιλλινόι). Έγραψε 4 βιβλία ψυχολογίας και δημοσίευσε εκτεταμένα σε θέματα όπως ψυχική υγεία για σπουδαστές, ψυχική υγεία Αφροαμερικανών, ψυχική υγεία μεταναστών, την υγεία και την ψυχική υγεία στην Κούβα, την επίδραση της διαφήμισης για φάρμακα, την επίδραση της τηλεόρασης στην κοινωνική ζωή, την “φαρμακοποίηση” της κατάθλιψης (τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα από μόνα τους δεν θεραπεπύουν την κατάθλιψη). Τίτλοι άρθρων του που δημοσιεύτηκαν σε έγκριτα περιοδικά της επιστήμης του:

    “Τhe Persefone Syndrome” για τις Ελληνίδες που θέλανε κάθε χρόνο να επισκέπτονται τη μάνα τους στην Ελλάδα,

    “Τhe Birdcage” για τους Τουρκοκύπριους που ζούσανε σε εδάφη με ελληνόφωνη πλειοψηφία που κρεμάγανε πολλά κλουβιά πουλιών στα σπίτια τους,

    ” Τhe Anatomy of Nostalgia” για το νόστο των Ελλήνων μεταναστών,

    “Τhe pathogenesis of greed: causes and consequences” για την απληστία στο σημερινό κόσμο την οποία θεωρούσε ψυχική πάθηση, κλπ., κλπ.

    Όλη του τη ζωή έστελνε επιστολές για τα ελληνικά τεκταινόμενα που δημιοσιεύονταν στις στήλες αναγνωστών των εφημερίδων “New York Times” και “Chicago Tribune”. Iδιαίτερα δραστηριοποιημένος την εποχή της χούντας στον τόπο μας, με τις επιστολές του αυτές καυτηρίαζε τη δικτατορία των συνταγματαρχών (να γιατί τον περιθωριοποίησε η Ελληνική κοινότητα της πανεπιστημιούπολης -αυτοί λέγανε δημοσία ότι εμείς που ήμασταν στην Ελλάδα τα χρόνια της δικτατορίας δεν μπορούσαμε να κυβερνηθούμε από μόνοι μας και χρειαζόμασταν βούρδουλα για να μάθουμε-).

    Πολύ πριν η βιωσιμότητα ή αειφορία (καμμιά από τις δύο λέξεις δεν αποδίδει τον αγγλικό όρο sustainability-ίσως η λέξη “ισορροποίηση”, αν υπάρχει στο λεξιλόγιο, είναι πιο κοντά στον παραπάνω όρο-), ο Dr. Nikelly lived a sustainable lifestyle.

    To 2009 o Dr. Nikelly δημοσίευσε το τελευταίο του βιβλίο “Τhe romantic poetry of Greece 1880-1960” στο οποίο μετέφρασε ποιήματα Ελλήνων ποιητών στην Αγγλική.

    Ο Dr. Nikelly ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος για την ιδιαίτερη πατρίδα των γονιών του, τη Βρύσα. Χρηματοδότησε την κατασκευή εξωτερικού ιατρείου και δώρισε το σπίτι των γονιών του, σε συνεννόηση με τα αδέλφια του, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου για να χρησιμοποιηθεί σαν τόπος φιλοξενίας ξένων ερευνητών που έρχονταν να κάνουν την έρευνα τους στη Μυτιλήνη. Όταν διαπίστωσε ότι το σπίτι χρησιμοποιήθηκε για διακοπές Ελλήνων καθηγητών, πικραμένος ακύρωσε τη δωρεά δικαστικά και πήρε πίσω το σπίτι.

    Αυτά για ένα μεγάλο Αμερικανό και ειλικρινή φίλο της χώρας μας.

    Και αυτά για την κατάθλιψη.

  • Κάτ

    Από το παράθυρο μου στον 5ο όροφο βλέπω τη λίμνη.  Φώτα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Καμμία κίνηση. 3:00 το πρωί.  Είμαι ξάγρυπνη.  Με αναστάτωσε αυτό που είδα αναρτημένο το πρωί στο ισόγειο της πολυκατοικίας. Οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων αποφάσισαν να τα πουλήσουν σε μια κολοσσό εταιρεία ακινήτων το κτίριο. Η εταιρεία τούς προσφέρει για την αγορά των διαμερισμάτων τους τιμή διπλάσια από αυτή που αγόρασαν τα διαμερίσματά τους ή την τιμή της τρέχουσας αγοράς τους. Σύνηθες φαινόμενο στις μέρες μας το gentrification με τα φτωχά ελληνικά μου θα το μετέφραζα εξευγενισμός-.  Όσο η ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς μεγαλώνει, τόσο περισσότερο σε αστικά κέντρα, όπως το Σικάγο που συμβαίνει να μένω, οι μικροαστικές γειτονιές αλλάζουν και μεταμορφώνονται σε γειτονιές για πλουσίους. Τι παιχνίδι να παίζει άραγε αυτός ο πατέρας μου;

    Το είχα χαρεί τόσο αυτό το διαμέρισμα. Να ανοίγεις τα μάτια σου και να βλέπεις τη λίμνη σε απόσταση 500 ποδιών (feet). To μόνο που δεν μου καλοάρεσε ήταν ότι ο πατέρας μου έβαλε διαχειριστή τον φίλο του τον Τόνυ (ελληνοαμερικανός 3ης γενιάς) αντί για τη μάνα μου. Φυσικά, οι γονείς μου είναι χωρισμένοι από το 1991.  Όμως πάντα είχαν μια καλή σχέση.  Πιο πολύ εμπιστεύεται έναν ξένο από τη μητέρα των παιδιών του για τα studios που αγόρασε για μένα και τον αδελφό μου -είμαστε σε απόσταση 3 στάσεων του  L, του μετρό του Σικάγου. Η άλλη ερώτηση είναι πού τα βρήκε ο γέρος τόσα λεφτά;

    Στο διαζύγιο, η μάνα μου, ως το αδύνατο οικονομικά μέλος του ζευγαριού, πήρε όλη σχεδόν την κοινή κινητή και ακίνητη περιουσία. Ο πατέρας μου πλήρωνε διατροφή για μένα και τον αδελφό μου που και με σημερινά δεδομένα δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Τι έγινε και πλούτισε μέσα σε 15 χρόνια που μεσολάβησαν από το διαζύγιο με τη μάνα μου και την επιστροφή του στον τόπο καταγωγής του; Το άλλο που ξέρω είναι ότι η Ελλάδα όπου μένει εδώ και 10 χρόνια είναι σε άθλια οικονομική κρίση. 10 χρόνια, ο μισθός του σαν καθηγητή στο τεχνικό πανεπιστήμιο της Αθήνας είναι κάτω από το μισθό του επίπεδου φτώχειας στις ΗΠΑ -18.000 δολάρια το χρόνο- Είναι στ’ αλήθεια πιστευτή η ιστορία που μου είπε; Πως δήθεν έκανε συμφωνία με έναν ελληνοαμερικανό φίλο του και πληρώνει αυτός το 80% του ενοικίου με τη δουλειά που κάνει για το φίλο του -είναι μηχανικός και μάλιστα με πείρα και σε πανεπιστήμια και σε μεγάλες επιχειρήσεις στις ΗΠΑ-. Για να μείνει κανείς σε ένα κτίριο σαν κι αυτό που μένω, δίπλα στην πανέμορφη λίμνη,  το ενοίκιο είναι γύρω στα 1200 δολάρια το μήνα. Το υπόλοιπο, που αντιπροσωπεύει τα κοινόχρηστα και τον ΕΝΦΙΑ τον πληρώνουμε εμείς σαν ενοίκιο, συμβολικά. Αλλά τι τον θέλει αυτόν τον Τόνυ; Ποτέ δεν μπορώ να συνεννοηθώ μαζί του. Πάντα αργεί να στείλει ανθρώπους για τις επιδιορθώσεις που χρειάζονται. Πάντα κοιτάει για φτηνές λύσεις. Κι είμαι πεπεισμένη πως «ξαφρίζει» τον πατέρα μου με τους λογαριασμούς που του στέλνει, γιατί ο «γέρος» πληρώνει και τις ζημιές και τις επισκευές στα διαμερίσματα, με την εργασία του για λογαριασμό του ελληνοαμερικανού φίλου του, φυσικά.

    Εκείνο που δεν μπορώ να χωνέψω είναι γιατί δεν εμπιστεύτηκε τη μάνα μας με τη διαχείριση των διαμερισμάτων -πληρωμή κοινόχρηστων και φόρων, επισκευές, αγορές για αντικατάσταση φθαρμένων οικιακών συσκευών-.  Ναι, η μάνα μου είναι μακριά -μένει στο Ντάλας, όπου μεγαλώσαμε-.  Αλλά μάνα είναι θα ανταποκρίνεται πιο γρήγορα στις ανάγκες μας και δεν νομίζει ότι θα «φούσκωνε» τους λογαριασμούς που θα του έστελνε, όπως ο Τόνυ. Είναι και κάτι ακόμη, εδώ. Η μάνα μου είχε μικρή επιχείρηση με δυο άλλες συνεταίρους.  Δίδασκαν Αγγλικά για «επιβίωση» σε ξένους που έρχονταν για δουλειές για λίγο διάστημα στις ΗΠΑ.  Η επιχείρηση πήγαινε σχετικά καλά αλλά οι δυο άλλες, μ΄όλο που δεν ήταν Αμερικανίδες – η μάνα μου είναι από γέννηση κι όχι από πολιτογράφηση πολίτης των ΗΠΑ- βρήκαν ένα τρόπο να πάρουν στα χέρια τους την επιχείρηση και να την πετάξουν απόξω ύστερα από 20 χρόνια. Μια καλή λύση θα ήταν να μπορούσε η μάνα μου να έρθει  στο Σικάγο και να μείνει με τον ένα από τους δυο μας, εμένα ή τον αδελφό μου.  Θα πούλαγε το σπίτι της στο Ντάλας και με τα χρήματα που θα κέρδιζε και τη μικρή της σύνταξη από το ΙΚΑ των ΗΠΑ κοντεύει τα 65 – θα ζούσε μια χαρά!  Και τώρα ήρθε αυτό με το πούλημα της πολυκατοικίας.

    Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είναι τόσο μαλάκες οι γονείς μου, παρά τη μόρφωση τους -όπως ο πατέρας μου, έχει και η μάνα μου μεταπτυχιακά πτυχία, στην Αγγλική Γλώσσα, εκείνη-.  Ο πατέρας μου διάλεξε να γυρίσει πίσω στη μιζέρια του τόπου καταγωγής του ενώ είχε καλοπληρωμένες δουλειές στις ΗΠΑ. Η μάνα μου πιάστηκε κορόιδο από δυο Περσίδες που η μητρική τους γλώσσα δεν ήταν η Αγγλική και που ήρθαν στις ΗΠΑ για μεταπτυχιακές σπουδές. Τι να πω;

    Κοντεύω τα 40.  Αναλογίζομαι τη ζωή μου και με πιάνει απελπισία.  Κληρονομήσαμε κι εγώ κι ο αδελφός μου από τη μάνα μας μανιοκατάθλιψη. Όταν «καβαλάμε το καλάμι» (When we are in our manic stage), κάνουμε του κόσμου τις τρέλες. Όταν είμαστε στις μαύρες μας (When we are in our depressive stage), μας κατακλύζουν αυτοκτονικές σκέψεις. Δεν μετριούνται οι φορές που αποπειράθηκα και γλύτωσα. Τι τα θέλανε τα παιδιά -δηλαδή, εμένα και τον αδελφό μου- αυτοί οι δυο μαλάκες;

    Προσπαθώ να καταλάβω πολλά «γιατί σ΄εμένα»;  Ο πατέρας μου ήταν πάντα καλοπληρωμένος στις δουλειές του σαν μηχανικός. Μέναμε σε αστικά προάστια, ωραία σπίτια, ζούσαμε καλά, που λένε. Ακόμη και μετά το διαζύγιο, τα πράγματα δεν ήταν άσχημα. Ο πατέρας μου πλήρωνε ένα σεβαστό ποσό διατροφής που κάλυπτε τις ανάγκες μας, και της μάνας μου, φυσικά, που δεν δούλευε. Η μάνα μου μπαινοέβγαινε σε ψυχιατρικά νοσοκομεία και τότε ή πηγαίναμε να μείνουμε με τον πατέρα μου ή οι κοινωνικές υπηρεσίες -η μάνα μου δεν δούλευε και δεν είχε εισόδημα- φρόντιζαν να έχουμε κάποιον ή κάποια να μας «κάνει» στο σπίτι καθαριότητα, μαγείρεμα και άλλες σπιτικές δουλειές.  Όταν μας έπαιρνε ο πατέρας μου, αν η μάνα μας ήταν στο ψυχιατρικό νοσοκομείο, τα Σαββατοκύριακα και μέρος των διακοπών των Χριστουγέννων και του καλοκαιριού, καλοπερνούσαμε. Μας είχε πάει να δούμε τη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον και τον αμερικάνικο νότο (Αλαμπάμα, Μισισιπή). Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτόν τον άνθρωπο. Ξέρω μονάχα πως με βοήθησε πολύ να αποκτήσω μια καλή συνήθεια, το διάβασμα, και να πολιτικοποιηθώ σε ηλικία που οι συνομήλικοι και συνομήλικες μου δεν ήταν Πρόεδρος των  ΗΠΑ και, φυσικά, τίποτε για τον υπόλοιπο κόσμο. Κάναμε αρκετά ταξίδια στην Ελλάδα, όπου είχαμε συγγενείς που μας λάτρευαν, μια γιαγιά με χρυσή καρδιά, ένα γενναιόδωρο θείο -αδελφό του πατέρα μου- και άλλους θείους θείες και ξαδέλφια -όλοι τους ξαδέλφια του πατέρα μου-. Νάναι καλά, ο άνθρωπος μου στέλνει κι ένα χαρτζιλίκι κάθε μήνα, βρέξει, χιονίσει. Και ξέρω πως ο τόπος του, η Ελλάδα, περνάει τις μαύρες ώρες της.

    Συλλογίζομαι. Θυμάμαι που ανέβηκα στη σκηνή στο δημοτικό (δημόσιο) σχολείο του Plano, ένα μεσοαστικό προάστιο του Dallas. Ήμουνα 9 χρόνων.  Είχαμε talent show και οι συμμαθητές και συμμαθήτριες μου τραγούδησαν τραγούδια της εποχής μας, π.χ., “Like a virgin” της ανερχόμενης σταρ από το Μichigan.  Εγώ φόρεσα την ελληνική τραγιάσκα του πατέρα μου και τραγούδησα στα ελληνικά «τον κυρ Αντώνη που ζούσε στην αυλή με ένα κρεββάτι κι ένα κανάτι και με κρασί πολύ».  Πρωτοτυπία, ε;  Κάτι από τις «εξωτικές» χώρες για τους καουμπόηδες του Τέξας.

    Mε τον πατέρα μου πηγαίναμε κάθε Κυριακή απόγευμα σε μια ομάδα πατεράδων και θυγατέρων της γειτονιάς που λεγότανε Indian Braves and Princesses. Διαλέξαμε (αμερικανο)ινδιανικά ονόματα, Μεγάλη Άρκτος, εκείνος, μικρή άρκτος, εγώ.  Λέγαμε ιστορίες, πηγαίναμε εκδρομές, παίζαμε softball.  Στα αθλήματα δεν τα κατάφερνα, ομολογώ.

    Τέλειωσα τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Austin.  Με είχαν πάρει και στο Harvard αλλά τα δίδακτρα ήταν ακριβά, 50.000 δολάρια το χρόνο μόνο για εγγραφή τότε, αλλά δεν μπόρεσα να πάω γιατί δεν είχαμε τόσα λεφτά ούτε ήθελα -τότε- να πάρω σπουδαστικό δάνειο και να το αποπληρώσω, μετά την αποφοίτηση μου.  Ο πατέρας μου χρηματοδότησε τις σπουδές μου εξ ολοκλήρου στο Τέξας.  Η Νομική στις ΗΠΑ είναι μεταπτυχιακή σχολή, δηλαδή εγγράφεται κανένας πάρει ένα άλλο πτυχίο BS σε ανθρωπιστικές ή κοινωνικές επιστήμες. Θυμάμαι, λίγο πριν τελειώσω, για άσκηση πρακτικής, το δικαστήριο της περιοχής με όρισε να εκπροσωπήσω ένα κοριτσάκι 10 μηνών, που κατά τη γνώμη του γιατρού της περιοχής, είχε «κακοποιηθεί» και η πολιτεία ήθελε να πάρει την κηδεμονία από τους γονείς του, εκείνος Μεξικάνος, εκείνη Αφροαμερικανή.  Μίλησα μαζί τους αρκετές φορές και δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτοί οι γονείς θα έκαναν κακό στο παιδί τους. Ζήτησα από το δικαστήριο τα «πειστήρια του εγκλήματος», μια σειρά από τις φωτογραφίες με τις «κακώσεις».  Έστειλα ένα αντίγραφο από τις φωτογραφίες σε ένα από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας στη Bethesda, πολιτεία του στην Maryland -εδώ εκλέγονταν βουλευτής και στη συνέχεια γερουσιαστής κι ο αντιπρόεδρος του Νίξον, Spyro Agnew, ελληνικής καταγωγής κατά τα λεγόμενα-.  Ήρθε η απάντηση με την πιστοποίηση ότι πρόκειται για δερματική πάθηση κι όχι για κακώσεις. Παρουσίασα τα πειστήρια μου στο δικαστήριο και κέρδισα την πρώτη και μοναδική μου δική μου. Η Άγγλο-λευκή εισαγγελέας που απήγγειλε την κατηγορία κατά του ζευγαριού φρίκιασε. Θυμάμαι πως όταν συναντηθήκαμε μετά τη δίκη με εξύβρισε -you, bitch!- H χαρά του ζευγαριού ήταν απερίγραπτη. Με αγκάλιαζαν και με φίλαγαν όπως έκαναν οι Έλληνες συγγενείς μου, όταν πηγαίναμε ταξίδι στην Ελλάδα.

    Εγκαταστάθηκα στο Σικάγο.  Δεν ήθελα να γίνω corporate lawyer ούτε να προσληφθώ σε μεγάλη δικηγορική εταιρεία.  Άρχισα να δουλεύω pro bonus για υποθέσεις ανθρώπων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Εκεί είδα και το άλλο παιχνίδι που παίζονταν. Υπήρχαν συνάδελφοι δικηγόροι που είχαν επάγγελμα την εκπροσώπηση τέτοιων ανθρώπων που δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν για δικηγόρο. Η πολιτεία όριζε την υπεράσπιση τους.  Ήταν μια συναλλαγή δικαστών και δικηγόρων. Ο δικαστής όριζε κατ΄αποκοπή ένα γνωστό του δικηγόρο για 100 τέτοιες υποθέσεις. Τα χρήματα που πλήρωνε η πολιτεία για κάθε υπόθεση ήταν μηδαμινά. Αλλά αν σου δίνανε 100 τέτοιες υποθέσεις το μήνα είχες ένα καλό εισόδημα. Φυσικά, δεν είχες χρόνο για μια από αυτές τις υποθέσεις και η υπεράσπιση ήταν εικονική.

    Ένα χρόνο μετά την εγκατάσταση μου στο Σικάγο, άρχισα να έχω σοβαρά επεισόδια μανιοκατάθλιψης. Παράτησα τη δικηγορία κι ασχολούμαι  με το γράψιμο άρθρων σε εκλαϊκευμένα νομικά περιοδικά -υπάρχουν και τέτοια στις ΗΠΑ- για τους μικροαστούς που θέλουν να ξέρουν και πέντε πράγματα για το νόμο, τους λειτουργούς της δικαιοσύνης, κλπ. Κοιμάμαι τη μέρα και «ζω» τη νύχτα στη μικρή γαρσονιέρα που μου αγόρασε ο πατέρας μου με το εφάπαξ της σύνταξης του.

    Ξεκίνησα τη ζωή μου σαν Katerina (ελληνικό όνομα), στο γυμνάσιο το έκανα Kate (αγγλικό) και εδώ και δυο χρόνια άλλαξα πάλι σε Kat που προφέρεται όπως το αγγλικό cat.

  • Ο Θεός, τα όπλα και το ψυχικό σθένος έκαναν την Αμερική ελεύθερη

    Με ευκαιρία το τραγικό γεγονός της εν ψυχρώ δολοφονίας 17 ανθρώπων στις ΗΠΑ, η εφημερίδα Νew York Times γράφει ότι οι ΗΠΑ «είναι η πιο επικίνδυνη από τις πλούσιες χώρες για να γεννηθεί ένα παιδί». Κι όμως το ποσοστό των πολιτών που πιστεύει αυτό που λέει ο τίτλος δεν είναι ευκαταφρόνητο.

    Ας ξεκινήσουμε από το Θεό. Οι ΗΠΑ είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη πανσπερμία θρησκειών και δογμάτων, με κυρίαρχα φυσικά τα ιουδαϊκο -χριστιανικά. Αυτοί που δημιούργησαν τις ΗΠΑ (the founding fathers) πίστευαν στην ανεξιθρησκεία και το διαχωρισμό κοσμικής και εκκλησιαστικής πραγματικότητας. Μερικοί μάλιστα, π.χ. Τζέφαρσον, Πέιν και άλλοι ήταν αγνωστικιστές ή ακόμη και άθεοι. Η σύντηξη κοσμικής και θρησκευτικής πραγματικότητας άρχισε να επιχειρείται τα χρόνια του Ρήγκαν που για να εκλεγεί ένωσε δυο κομμάτια στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, τους οικονομικά με τους κοινωνικά συντηρητικούς.

    Για τη νομοθεσία σχετικά με τα όπλα, κανείς αμερικανός Πρόεδρος δεν προσπάθησε όσο ο Ομπάμα να φέρει μια τάξη στα πράγματα, να μην μπορεί ο καθένας να αγοράζει όπλα, και μάλιστα αυτόματα για πραγματικό πόλεμο κι όχι για σπορ, όπως το «λόμπυ των όπλων» διακηρύσσει, χωρίς κανένα περιορισμό, από τον ενεχυροδανειστή της γειτονιάς του. Το λόμπυ είναι πανίσχυρο κι αυτό είναι δεδομένο μια και τα όπλα είναι στην κορυφή των εξαγωγών των ΗΠΑ.

    Το λόμπυ αυτό έχει τα εξής επιχειρήματα:

    1. Η δεύτερη τροπολογία (second amendment) στο Σύνταγμα των ΗΠΑ που ψηφίστηκε το 1791 (το Σύνταγμα αυτό καθ΄ εαυτό ψηφίστηκε το 1787 και παρέμεινε το ίδιο μέχρι σήμερα, με μοναδική εξαίρεση 27 τροπολογίες που ψηφίστηκαν σε διάφορες περιόδους, μια και το αρχικό κείμενο γράφτηκε τον 18ο αιώνα και η κοινωνία έχει αλλάξει από τότε) καθιερώνει το δικαίωμα των πολιτών να οπλοφορούν (to bear arms)

    2. “ Τα όπλα δεν σκοτώνουν, οι άνθρωποι σκοτώνουν»

    3. Οι πολίτες επιτρέπεται να έχουν όπλα για σπορ και αναψυχή (σκοποβολή, κυνήγι).

    Σχετικά με το πρώτο επιχείρημα, η δεύτερη τροπολογία καθιερώνει το δικαίωμα οπλοφορίας των πολιτών εφόσον ανήκουν στην εθνοφρουρά (organized militia). To δεύτερο κομμάτι της τροπολογίας που αφορά την εθνοφρουρά, σκόπιμα, παραλείπεται.

    Σχετικά με το δεύτερο, δεν χρειάζονται σχόλια. Οι άνθρωποι σκοτώνουν χρησιμοποιώντας όπλα.

    Σχετικά με ένα αυτόματο πολυβόλο όπλο, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι αναψυχή μπορεί να συνοδεύει την χρήση του.

    Όσο για το ψυχικό σθένος, θυμάμαι όταν πρωτοπήγα στις ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 70, γινότανε στο Κογκρέσο εξέταση κάποιων κοινωνικών παροχών που άφησε πίσω του ο κατά τα άλλα αντιδραστικός στην εξωτερική πολιτική Λύντον Τζόνσον. Αυτός ο δυϊσμός είναι ένα από τα παράδοξα των ΗΠΑ. Ο Τζόνσον πυρπόλησε με μανία το Βόρειο Βιετνάμ («στο Βιετνάμ τους κάψανε το ρύζι») αλλά συγχρόνως πέρναγε στο Κογκρέσο την πιο προοδευτική νομοθεσία που γνώρισαν οι ΗΠΑ από τα χρόνια του Φραγκλίνου Ρούσβελτ που έσωσε τις ΗΠΑ από το μεγάλο κράχ του 30 και τις έβαλε στον πόλεμο ενάντια στους ναζί με συμμάχους τον Τσέρτσιλ και τον Στάλιν. Σε μια τέτοια συνεδρίαση του Κογκρέσου, που εξέταζαν τις μαρτυρίες πολιτών σχετικά με κάποιες κοινωνικές παροχές, ένας γερουσιαστής από τον αμερικάνικο νότο «έκανε κήρυγμα» σε ένα Αφροαμερικανό ότι «στη χώρα μας έχουμε ψυχικό σθένος, δένουμε τα κορδόνια από τις μπότες, σηκωνόμαστε και δημιουργούμε». Του έριξε μια ματιά ο Αφροαμερικανός και ανταπάντησε με πικρή ειρωνεία «και που βρίσκει κανείς το ψυχικό σθένος, αν δεν έχει μπότες;».

  • Αποπληρωμή ενός χρέους

    Τον Μάη του 2015, ο Δήμος Πέλλας και ο σύλλογος “Φίλιππος” με προσκάλεσαν να πάω στην πόλη που πέρασα τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής μου και να κάνω μια ομιλία στους συμπολίτες μου με όποιο θέμα έκρινα κατάλληλο για τους συμπατριώτες μου.
    Δέχτηκα την πρόσκληση και μίλησα με το ακόλουθο θέμα:

    Η ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ ΕΝΟΣ ΧΡΕΟΥΣ – ΕΝΑΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

    Ένας ερευνητής μηχανικός που έζησε τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής του στην πόλη των Γιαννιτσών έρχεται μετά από χρόνια να μοιραστεί με τους συμπολίτες του τις σκέψεις του για τα προβλήματα των καιρών μας. Σαν μηχανικός έχει υιοθετήσει τον επιστημονικό τρόπο σκέψης, βασίζεται σε δεδομένα για την ανάλυση των προβλημάτων και για την επίλυση τους έχει ασκηθεί να κάνει τον αναγκαίο αριθμό προσεγγίσεων που είναι δικαιολογήσιμες.

    Η λύση στα προβλήματα του σήμερα συγκλίνει σε βιώσιμη ανάπτυξη μέσα από καινοτομίες στην παραγωγή και τη διαχείριση των πόρων.

    Με εμφανή τρόπο οι φίλοι μου (και συγγενείς) και σύντροφοι από την Τοπική Οργάνωση  του ΣΥΡΙΖΑ δεν με τίμησαν με την παρουσία τους με τη δικιολογία ότι θα πήγαιναν σε ένα καφενείο να συναντήσουν ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του κόμματος τους, κάποιον πεφωτισμένο “Καρανίκα”.

    Μια παράλειψη και μια προσθήκη. Στην ομιλία μου ήρθανε οι καλοί μου φίλοι Κ.Ψ. και Γ.Κ. με τις κυράδες τους. Ο άλλος λόγος για το συριζαίϊκο μποϋκοτάρισμα ήτανε γιατί τάχατες συνεργάστηκα με το Δήμαρχο που ανήκε στην ΝΔ -η σχέση μου με το Δήμαρχο ήτανε “καθαρή” σαν το νερό του Πάϊκου- ‘Οσο για συριζαίους δημάρχους, που δεν ακολουθούνε την τακτική των συμπατριωτών μου, και ο Δήμος Ζωγράφου και ο Δήμος Χαλανδρίου με “χαρά” θα διοργανώνανε εκδήλωση να πώ αυτά που είχα να πώ:

    Οι προκλήσεις της εποχής μας

    • Κλιματική Αλλαγή
    • Χάσμα μεταξύ «εχόντων» και «μη εχόντων»
    • Ορθολογική διαχείριση φυσικών πόρων
    • Παγκοσμιοποίηση

    Ο κόσμος μας θα έχει 3 είδη νομάδων: (1) Τα “τρωκτικά” που θα “πετάνε” από “θήραμα”  σε “θήραμα”, (2) Το “υπηρετικό” προσωπικό με τα i-phones στο χέρι θα ακολουθούνε τα “τρωκτικά” και (3) τους νομάδες που θά ζούν από τα “σκουπίδια” των “τρωκτικών” και θα μετακινούνται ανάλογα.

  • Ο Πιλάτος συναντάει τον Πετεφρή στο Greek Cloud

    Οι δύο γέροι αγκαλιάστηκαν σφιχτά και κλαίγανε σαν παιδιά. Είχανε κάμποσα χρόνια να ανταμώσουνε από τον καιρό που ήτανε παιδιά στη μικρή τους πόλη. Χωρίζουν οι δρόμοι, αλλάζουν οι άνθρωποι.

    -(Υ)γειά και χαρά σου, Πετεφρή.

    -(Υ)γειά και χαρά σου, Πιλάτε, συντοπίτη.

    -Πως πέρασαν τόσα χρόνια!

    -Έμαθα πως έλειπες χρόνια σε τόπους μακρινούς. Είδες κι έμαθες πολλά. Υπηρέτησες καλά τους Ρωμαίους και σ’ ανταμείψανε γενναιόδωρα, φαντάζομαι. Κάποτε είδα κι ένα γραφτό σχετικά με σένα. Είχες, λέει, εξουσία. Κι ήτανε μια υπόθεση με έναν παλαβό που ξεσήκωνε τον κόσμο ενάντια στ’ αφεντικά του. Έμαθα πως αρνήθηκες να πάρεις θέση κι άφησες τους μπράβους των αφεντικών να κάνουν τη δουλειά τους. Καλά, έκαμες. Κι εγώ στη θέση, το ίδιο θα έκανα. Και τώρα που γύρισες, τι σκέφτεσαι να βρεις να κάνεις; Θα μπορούσες να γράφεις ιστορίες γι’ αυτά που είδες κι έζησες και να έχεις κάποιο εισόδημα μια και οι συντάξεις μας όπως ξέρεις πάνε κατά διαόλου. Γράψε, λοιπόν, διάολε. Αλλά και πάλι, μπορεί να έχεις αρκετά και να μη χρειάζεται να κάνεις τίποτε, τώρα στα γεράματα.

    -Έχω μια σύνταξη, Πετεφρή μου. Πολλά δεν είναι αλλά θα μπορέσω να ζήσω «τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά», ελπίζω. Όσο για το γράψιμο, δεν νομίζω ότι τα γραφτά μου θα άρεζαν στον κόσμο. Υπάρχει πολύ κακομοιριά στον τόπο μας. Να ακούνε για πράγματα που στενοχωρούν κι ενοχλούν. Ποιος έχει διάθεση για τέτοια σε καιρούς δύσκολους; Θαρρώ πως το πρόβλημα του τόπου μας δεν είναι το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) αλλά η ΑΕΕ (Ακαθόριστη Εθνική Ευτυχία).

    -Να γράψεις, σου λέω. Χρειάζεται κι η δική σου «γυμνή» γλώσσα.  Θα πουλήσει.

    -Καλέ μου φίλε. Δεν στο είπα ποτέ, από παιδί, σε θαύμαζα για την τέχνη του λόγου σου. Έγραψες πολλά. Σε διαβάσανε. Ακούσανε τους στίχους σου σε τραγούδια κι είδανε το όνομα σου σε CDs και αναγγελίες για συναυλίες. Σε μάθανε στην Ευρώπη. Ήσουνα bon vivant, όλη σου τη ζωή. Εγώ, αντίθετα, έζησα τρείς δεκαετίες σε «τόπο εξορίας», Exile, όπως ονόμασε τους τόπους πολιτισμικής απομόνωσης ο Edward Said.

    Έγραψα ένα μονάχα βιβλίο που εκδόθηκε χωρίς να ρωτηθώ. Είχα τίτλο “ 3 + i “. Δεν τους άρεσε και τον άλλαξα «Τρία πραγματικά κι ένα φανταστικό ή Τρείς κι η αφεντιά μου».

    Αλήθεια, τι έγινε με τον Ιωσήφ εκείνο τον προστατευόμενο σου; Στενοχωρήθηκα για σένα όταν έμαθα για τη γυναίκα σου.  Αλλά, τι να πει κανείς…

    -Σου λέω, πρέπει να γράψεις. Έχεις αρκετά να πεις και να κερδίσεις, τουλάχιστον για την ψυχούλα σου.

    -Έγραψε άλλος για μένα. Θυμάσαι, τη δεκαετία του 30, που τη Σοβιετική Ένωση διαφέντευε με βαρύ χέρι ο πατερούλης -ο Αραγκόν τον είχε αποκαλέσει «πελώριο αγκωνάρι που ακουμπάει πάνω του ο κόσμος»- ο σύντροφος Булгаков έγραψε για μένα, τον Πιλάτο, στο βιβλίο του «Ο μαίτρ και η Μαργαρίτα», που του πήρε 20 χρόνια να εκδοθεί ολοκληρωμένο, μεταθανάτια, φυσικά.

    -Κοίτα υπάρχει και το Greek Cloud.  Άρχισε να γράφεις.  Θα σου αρέσει.

    -Το ξέρω το Greek Cloud. Διάβασα πρόσφατα το δικό σου «Γραφή ή Θάνατος» και, να σου πω την αλήθεια στενοχωρήθηκα. Να γράφει για θάνατο και ν’ απαξιώνει τη ζωή, ο Πετεφρής; Αλλιώς σε ήξερα. Μα επιτέλους, γράψε κάτι όπως έγραφες παλιά. Ο Αύγουστος Κορτώ με περισσότερα βάσανα κι απ΄τους δυό μας καταφέρνει να κάνει τον κόσμο να γελάει και να αυτοσαρκάζεται.  Τι είναι τούτο με το θάνατο στα γραφτά σου;

    Θάναι, φαίνεται τα χρόνια που υπηρέτησες τους Φαραώ που είχανε επίδραση πάνω σου. Η Αίγυπτος λάτρευε το θάνατο σε αντίθεση με τους προγόνους μας που λάτρευαν τη ζωή. ‘Οσο για μένα, θα γράψω στο Greek Cloud για τη συνάντηση μας. Με το καλό να ξανανταμώσουμε, Πετεφρή.

  • Το εκκρεμές και η γάτα

    Άρχισε πριν από τα Χριστούγεννα και συνεχίστηκε όλο το Γενάρη μέχρι σήμερα. Απανωτά τηλεφωνήματα σε καθημερινή βάση κι απροσδιόριστες ώρες, ένδεκα το βράδυ ή τρεις το πρωί. Το ένα τηλεφώνημα είναι καθαρό υβρεολόγιο σε αγριεμένο τόνο. “Motherfucker, why do you want to kick me out of the place?” Προσπαθεί να πει δυο κουβέντες. «Παιδί μου, αυτό το διαμέρισμα το αγόρασα για σένα». Ούτε αυτό κατορθώνει να πει. Φυσικά, το λέει Αγγλικά, μια κι ο γιος του δεν ξέρει παρά μονάχα λιγοστά ελληνικά. Το τηλεφώνημα που ακολουθεί τρεις ώρες αργότερα είναι διαφορετικό, σε ήπιο τόνο. “You said you can come to the US and testify against me, if i do anything harmful to my employer, that son of a bitch. Well, come now and testify that I need to be in a long-term facility for therapy and a group home after discharge. Why, don’t you do it?” «Μα, παιδί μου εσύ ποτέ δεν ήθελες να πας σε group home. Γι’ αυτό και σου αγόρασα με το εφάπαξ που πήρα όταν βγήκα στη σύνταξη το διαμέρισμα που μένεις». “Well, the place is trashed. I tore out the sink, broke the bath tub, took down the cabinets in the kitchen. Fuck your condo”. Η γραμμή νεκρή με την τελευταία λέξη.

    Προλαβαίνει να πάρει δυο αναπνοές. Ένδεκα το βράδυ κι ετοιμάζεται να πάει για ύπνο. Αύριο θα πάει στη δουλειά. Θα κάνει μάθημα 2 ώρες, θα δει φοιτητές κατ’ ιδίαν, άλλους με προγραμματισμένη ώρα άλλους που αποφάσισαν να τον δουν γιατί κάτι τους δυσκόλεψε στις ασκήσεις που τους έδωσε. Η πόρτα του γραφείου είναι ανοιχτή όταν είναι στη σχολή και δεν έχει διδασκαλία ή συνάντηση με συναδέλφους ή δεν παρακολουθεί κάποια διάλεξη. Πιστεύει σ’ αυτό που κάνει. Πιστεύει στους νέους ανθρώπους κι αισθάνεται συλλογική ενοχή γι’ αυτά που αφήνει η γενιά του στους νέους. Μια χώρα χρεωκοπημένη, χωρίς ευκαιρίες για δουλειά και δημιουργία. Όμως, κι αυτό με τα παιδιά του -πρόκειται για ενήλικες μεταξύ τριάντα πέντε και σαράντα πέντε- …Προσπαθεί να ηρεμήσει πριν πάει για ύπνο. Σκέφτεται τη ζωή του στο παρελθόν. Παρηγοριέται θυμίζοντας στον εαυτό του πως οι άνθρωποι τη μισή ζωή τους δημιουργούν και την άλλη μισή θυμούνται. Αλλοίμονο σ’ αυτούς που δεν έχουν πράγματα να θυμούνται λέει στον εαυτό του σαν να μιλάει με κάποιον άλλο. Τι ήταν και του ήρθε στο νου το ποίημα του Robert Frost “Hired man” – looking into the past with no pride, looking into the future with no hope”.

    Σπούδασε μηχανικός κι ασχολήθηκε στη δουλειά του με τα πετρέλαια, εξόρυξη, διύλιση και παρεπόμενα (πετροχημικά, πλαστικά, ζιζανιοκτόνα) και τα φάρμακα, παραδοσιακά, κυρίως, που δημιουργούνται με χημική σύνθεση. Δυσκολεύεται να πιστέψει πως διάλεξε τη δουλειά του σε συμφωνία με τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες του. Φαίνεται πως τα πήγε καλά στη δουλειά του. Δούλεψε σε πανεπιστήμια κι εργάστηκε για μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Το μεγάλο ταρακούνημα ήρθε με την 4η βιομηχανική επανάσταση που το μοναδικό και κύριο προϊόν της ήταν και είναι η πληροφορία, κάθε λογής δεδομένα για την προσωπική, την κοινωνική, την κοσμική ύπαρξη του κάθε ανθρώπου. Ιστορία της ανθρωπότητας με τέσσερεις επαναστάσεις, η πρώτη με τον ατμό και την αντικατάσταση της εργασίας ανθρώπων και ζωντανών από μηχανές, η δεύτερη με τον ηλεκτρισμό και τη μαζική παραγωγή (assembly line), η τρίτη όταν ρομπότ και υπολογιστές άρχισαν να αντικαθιστούν εργάτες στις γραμμές μαζικής παραγωγής. Τώρα, με την τέταρτη, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (Internet of Things). Πρόλαβε να δει τα τελευταία της δεύτερης επανάστασης, την τρίτη και την αρχή της τέταρτης. Ποιος μπορεί να ξέρει; Τώρα που το προσδόκιμο ζωής έφτασε στα 70 και 80 χρόνια στις ανεπτυγμένες χώρες, μπορεί να δει και το υπόλοιπο της τέταρτης.

    Η πιο χρήσιμη ιδέα που πήρε από τη Μηχανική ήταν η ιδέα της «τάξης μεγέθους» των πραγμάτων. Και μια και η πραγματική του αγάπη ήταν η φυσική και τα μαθηματικά, έμαθε γρήγορα να ξεδιαλύνει πότε χρειάζονταν κλασσική μηχανική και πότε κβαντομηχανική για να ερμηνευτεί ή να προβλεφθεί ένα συμβάν. Στην 4η επανάσταση, η φυσική αντικαταστάθηκε στον πυρήνα της νέας επανάστασης από τη βιολογία. Και τα αινίγματα της βιολογίας δεν μπορούσαν να λυθούν με παραδοσιακούς τρόπους. Έπρεπε να εφευρεθούν καινούργιοι αλγόριθμοι για να διαβάζουν το γενετικό κώδικα, την υγεία και την ασθένεια, τη ζωή την ίδια. Η βιολογία ήταν το κομμάτι που υστερούσε. Δεν τους τη δίδαξαν σε καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης του και προσπαθούσε να μάθει βασικά στοιχεία από μόνος του.

    Πληροφορία λοιπόν το προϊόν της 4ης επανάστασης. Αναρωτιέται τι ξέρει ο διαδικτυακός κόσμος γι’ αυτόν, τη σύντροφο του και τα ενήλικα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο; Σαφώς περισσότερα από ό,τι ήξεραν οι ίδιοι τους. Μπορούν να διαβάσουν τις σκέψεις τους, τα συναισθήματα, τα «άδηλα και τα κρύφια» της καρδιάς τους; Στην τελευταία διάλεξη είχε ακούσει για «γνωστική πληροφορική» (cognitive computing) και «συναισθηματική πληροφορική» (affective computing). Παναγία μου, ψιθυρίζει, σαν από συνήθεια που απόκτησε από τη μάνα του. Και πάλι στο νου του, ο γιος και τα καμώματα του. Κι ο φόβος του «μεγάλου αδελφού» που παρακολουθεί και ξέρει τα πάντα για τις ζωές των ανθρώπων.

    Αφαιρείται για λίγο. Κοιτάει το παλιό ρολόι του τοίχου, ένα εκκρεμές που αγόρασε χρόνια πριν όταν άρχισε να εργάζεται στις ΗΠΑ μετά την κατάθεση της διδακτορικής του διατριβής σε ένα θέμα τυρβώδους ροής. Την ίδια εποχή αγόρασε και το πρώτο στερεοφωνικό του σύστημα, έναν ενισχυτή, ένα πικάπ και δυο τεράστια ηχεία, και μαζί μ’ αυτά και ένα σημαντικό αριθμό δίσκων μουσικής που του άρεσαν από κλασσική μέχρι τζαζ και ελληνική μουσική του Θεοδωράκη, Χατζηδάκη και Σαββόπουλου (Dylan των νεοελλήνων της γενιάς του). Τα κράτησε όλα αυτά στο σπίτι του στην Αθήνα όταν επέστρεψε να διδάξει στο πολυτεχνείο.

    Εξακολουθεί να κοιτάζει το παλιό ρολόι. Κι ω του θαύματος, η Χούχου, η γάτα τους (της συντρόφισσας και δική του) πηγαίνει και κάθεται κάτω από το παλιό εκκρεμές. Του έρχεται μια έμπνευση, η γάτα του Schrödinger και το εκκρεμές του Foucault κάνουν ένα ιδανικό δίδυμο. Το πρώτο μέλος για την ερμηνεία της απροσδιοριστίας και του δυισμού στην κβαντομηχανική, το δεύτερο για την απόδειξη της κίνησης της γης με κλασσική μηχανική. Να βρισκότανε κάποιος να μεταφέρει τις μεθοδολογίες αυτές στην ερμηνεία και τη λήψη αποφάσεων στα ανθρώπινα πράγματα -πολλά τα δεινά κι ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλλει-!

    Το τηλέφωνο ξανακτυπάει. Το σηκώνει με κόπο λες κι είναι ασήκωτα βαρύ. “Dad, I run out of money. I don’t have even money for groceries. Can you spare a couple of hundred dollars?”. O γιος του πάλι, αυτή τη φορά ικέτης-επαίτης.