Author: Μαρία Πηγά

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [41]

    41. Αλούφ και Λεόντιος

     

    Αυτή η διήγηση ξεκίνησε σε ένα κάστρο και μια μορφή γυναίκας σκαλισμένη σε βουνό στη Μαύρη Θάλασσα και οι δύο οδοιπόροι ήρωές της, μαγεμένοι από μια κοριτσίστικη τυφλή μορφή, κατέληξαν, πάντως μετά από πολλά χρόνια να κοιτάζονται στον Νείλο, μετά από μεγάλο χωρισμό.

    Αποσύρθηκαν στην τέντα του Λεοντίου και αφοσιώθηκαν στην εξιστόρηση των περιπετειών τους. Του Λεοντίου η διήγηση κράτησε ώρες, όσο ένα βαρύ δείπνο και πολύ ξυνισμένο γάλα καμήλας. Του Αλούφ η διήγηση ήταν στιγμιαία: «μόνασα μέσα σε έναν τάφο» ήταν τα μόνα του λόγια.

    Η απομόνωση του Αλούφ πάντως, δεν σήμαινε πως κοιμόταν απληροφόρητος. Νηστικός ναι, συχνά. Του έτυχε να περιμένει ελεημοσύνη και τρεις και τέσσερις εβδομάδες, αλλά μάθαινε νέα. Κανένας δεν του έφερνε να πιεί, επειδή ήταν παλιά ασκητική τεχνική να μαζεύουν τη δροσιά της σκοτεινής αφέγγαρης ερήμου με ένα παλιόπανο, με το οποίο έβρεχαν τα χείλη.

    Μίλησαν πολύ για την αξέχαστη τυφλή κοπέλα που έγινε βασίλισσα δίπλα στην Αΐντα και τώρα περίμενε δίχως να το ξέρει μια άλλη μοίρα. Πάντως ο Αλούφ ήξερε περισσότερα για τον νέο Προφήτη από τον Λεόντιο που είχε κάνει και περιτομή. Από μισόλογα, ο γιατρός κατάλαβε πως ο Αλούφ θεωρούνταν σεβαστός από τους βεδουίνους της Αιγύπτου που τον έπαιρναν συχνά στις επιδρομές τους, αλλά και ως προφήτη στους εμπορικούς δρόμους που πρώτοι χάραζαν.

    Κατέληξαν με τα πολλά, και συνδυάζοντας πληροφορίες που θαρρείς και μάζευαν από το μάννα του ουρανού, ότι οι νέοι πιστοί, δεν είχαν συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά ακολουθούσαν πειθήνια τις εντολές του Αβουβάχαρου. Και πως είτε θα απλώνονταν ώσπου να δούνε τα βουνά του Άτλαντα, είτε θα τους έσπρωχναν προς τα βασίλεια των Περσών. Δίχως να το συζητήσουν, και οι δύο θέλγονταν με την προοπτική να φτάσουν στις πύλες της Κασπίας. Επειδή αμφότεροι,από εκεί έτυχε και πέρασαν, εκεί γνώρισαν τον Βαρσάκ και την Κόρη, οπότε θα ήταν πιο χρήσιμοι ως ανιχνευτές και πολεμιστές και θεραπευτές.

    Αλλά ο Αλούφ εξομολογήθηκε, ακούγοντας τις ιστορίες του Λεόντιου, πως ήρθε η ώρα του να πλησιάσει πάλι γυναίκες, κι αυτό θα ήταν δυνατό μόνον αν έμπαιναν στην Αλεξάνδρεια. Δεν θα κρατούσε πλέον ιερή παρθενία. Η γυναίκα που ποθούσε ήταν μητέρα στο παιδί του Λεοντίου και δεν υπήρχε επιστροφή στον αρχαίον, ουράνιον εκείνον έρωτα.

    Κι όταν οι στρατοί μπήκαν ειρηνικά στην Αλεξάνδρεια και άρχισαν να χτίζουν τον φοβερό του στόλο με τα λοξά πανιά, για να κατακτήσουνε την πράσινη, απέραντη θάλασσα, ο Αλούφ πήγε στην αυλή με τις αιχμάλωτες γυναίκες και ζήτησε να τις κοιμηθεί, όσο μπορούσε περισσότερες, προσφέροντας τα ελάχιστα: τον δικό του πόθο και πλήθος δώρα, από τα λάφυρα τα μαζεμένα από τις πλούσιες γειτονιές.

    Θα ήταν παράξενο να θυμίζω με πόσες γυναίκες έσμιξε και πως πολλές, δέχτηκαν αντίδωρο, υφάσματα, ρούχα και σκεύη που ενδεχομένως υπήρχαν στα δικά τους σεντούκια, πριν τη άλωση της πόλης. Στο τέλος οι περισσότερες συμπάθησαν τον Αλούφ, που φέρονταν όχι ως αναβάσταγος Άραβας, που δεν ήταν, αλλά ως ηγεμόνας μαθημένος σε χαρέμια, ιδιότητα που προφανώς γνώριζε καλά. Και καθώς οι ειδήσεις από το στόμα των γυναικών αυτών έφταναν και στους άλλους πολεμιστές του προφήτη και στους εμίρηδες, ο Ουμούρης άκουσε πως ο Αλούφ ήταν ικανός και του έταξε να περάσει γρήγορα στα μέρη της Περσίας. Εκεί ήταν  μοίρα του.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [40]

    40. Ο λαός του Προφήτη

     

    Μόλις και μετά βίας ο Λεόντιος έπεισε την ομάδα των αρχηγών της Σούρας πως η κατάσταση ήταν  επικίνδυνη για όλους και πως οι τόποι όπου πλούτισαν χωρίς κόπο και με χοντρές απάτες ήταν πλέον κυκλωμένοι από την ζέση των νέων Ζηλωτών και τον πόθο του θανάτου. Ήδη, ενώ τους εξηγούσε, έπαιρνε μηνύματα από τα ανατολικά της Αραβίας πως οι άνθρωποί του μεταστράφηκαν, ή στην χειρότερη περίπτωση σκοτώθηκαν. Κυριαρχούσε η λατρεία του ενός Θεού που τον έλεγαν Αλλάχ και ένωνε Βεδουίνους, φυλές Αράβων και μικρές κοινότητες, από Συρία και Περσία έως την Υεμένη και τα σύνορα της Αιγύπτου που ήταν άοπλη, καθώς ο στρατός των Ρωμαίων δεν ξεκολλούσε από την Νουβία.

    Η συντροφιά, έστειλε τον Σενέτ εκεί, να οργανώσει επιχείρηση απασχόλησης των λεγεώνων στον Άνω Νείλο, ενώ ενημέρωνε τακτικά τον Χαλίντ και κίνησε να συναντήσει με μια μικρή ομάδα τον Ουμούρη που ετοίμαζε ράτζια για την Αλεξάνδρεια. Τις βασίλισσες με τα παιδιά προτίμησε να τις εγκαταστήσει σε άγονα χώματα και βράχια του Σινά, και τις συνόδευαν βοσκοί και πολλά κοπάδια για να ζούνε.

    Με τον Ουμούρη και το ασκέρι του συναντήθηκε στο ανατολικό Δέλτα τουΝείλου, όπου υπήρχε στρατόπεδο καβαλάρηδων και πλήθος πιστών, με τις οικογένειές τους. Του έδωσε γνωριμία και σύσταση από τον Χαλίντ, ενώ ταυτόχρονα γιατροπόρεψε αρκετούς Ζηλωτές του Προφήτη που τους βασάνιζαν θέρμες και εξαρθρώσεις. Ήταν ζήτημα χρόνου να προκληθεί σε μια συνάντηση των επικεφαλής του στρατεύματος. Από την Αίγυπτο, ειδοποιημένοι και πεπεισμένοι για τη δύναμη του Προφήτη, κατέφθαναν ερημίτες, άγιοι άνθρωποι που ζούσαν σε τάφους και φρόντιζαν τη σωτηρία τους, αιρετικοί κυνηγημένοι από την επίσημη θρησκεία και φτωχοί του Νείλου, που έβρισκαν την ευκαιρία πολεμώντας να αλλαξοπιστήσουν και να φτιάξουν τη ζωή τους, αν βέβαια δεν τους έπαιρνε ο Χάρος. Αλλά και τότε, μόνον παράδεισο περίμεναν.

    Ο Ουμούρης μόνον μια φορά μάλωσε τον Λεόντιο, που δέχτηκε μεν τη νέα πίστη, αλλά δεν άλλαξε το όνομά του. Εκείνος δικαιολογήθηκε πως ήταν γιατρός και τον ήξεραν οι λαοί ως Λεόντιο ή γιατρό και τους φρόντιζε καθημερινά. Αποφάσισαν κάποια στιγμή να στήσουν ένα προγεφύρωμα στον Νείλο, σε δέκα ημερών απόσταση από την Αλεξάνδρεια, ώστε αν ο Πετρώνιος ξεκουνηθεί από την Νουβία, να εμποδιστεί αποφασιστικά. Έγινε κι αυτό, κοντά στις μεγάλες Πυραμίδες. Ήταν τώρα ένας μεγάλος στρατός, ήρθαν κι άλλοι εμίρηδες και το στρατόπεδο υποδέχονταν καθημερινώς εκατοντάδες νέους του Προφήτη.

    Ο Λεόντιος γιάτρευε συνεχώς, όταν δεν τον καλούσαν να περιγράφει τον στρατό του Πετρώνιου και να εξηγεί αστερισμούς και συναστρίες. Και μία των ημερών, συνέβη κάτι εκθαμβωτικό. Κλήθηκε στην τελετή της μεταστροφής σοφών ερημιτών της Νιτρίας και βλέπει μπροστά του τον  Άρχοντα του κάστρου της Ερήμου, τον Αλούφ, που είχε χαθεί χρόνια από το πάθος του έρωτα στην έρημο και δεν το είχε ιδεί κανένας έκτοτε.

    Ήταν πιο αδύνατος, πάντα αψηλός και με μάτι αυστηρό του γερακιού, με σκαμμένα μάγουλα και φορώντας ένα ράσο με κουκούλα, από γιδόμαλλο. Αναγνωρίστηκαν αμέσως, αλλά τους φύλαξε η Τύχη και τα πνεύματα, και δεν έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Έκαναν τους ξένους μεταξύ τους, κι αυτό αποδείχτηκε σωτήριο.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [39]

    39. Δημοπρασία ελπίδων

     

    Η Σούρα έπαψε να επικοινωνεί με την συντροφιά των βασιλισσών και δεν έφτανε στη Νουβία μήτε χρυσάφι, μήτε έμποροι και μάγοι. Ο λαός των Αράβων, στην καρδιά της ερήμου, ήταν σε αναβρασμό, επειδή ακολουθούσε τον Προφήτη. Ο πόλεμος για την Μέκκα, ήταν αιματηρός και το εμπόριο έκοψε απότομα το πτέρωμά του. Η Αραβία γέμισε καβαλάρηδες και πολεμιστές που είχαν όραμα πολύ πιο ισχυρό από τις μαγείες και τις θεραπείες του λαού των Αόπλων. Διότι τα διδάγματα των βασιλισσών είχαν όλες τις ερμηνείες, πολυτελείς ερμηνείες, της ζωής, αλλά στο ζήτημα του θανάτου δεν ανακατεύονταν. Και οι Άραβες του Προφήτη νοιάζονταν μόνον γι’ αυτό. Για τον θάνατο και την ευτυχία που θα έφερνε στους πιστούς.

    Ο χάρτης γέμισε από νέους ανθρώπους και νέους τόπους. Αιξωμή, Αίθριβος, Ναββαταίοι και άλλες πέρσικες φυλές. Ο Λεόντιος κατάλαβε σχετικά αργά τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι καβαλάρηδες φανατικοί, οι ντυμένοι το σάβανο της άλλης ζωής, αλλά μήτε αυτός μπορούσε να καταλάβει το βάθος και την ένταση της Κρίσης. Γι’ αυτό και πήρε μαζί του τον Σενέτ και πέρασε την θάλασσα, και φτάνοντας στην αντίπερα στεριά, έπεσε σε απανωτά στρατόπεδα και σκηνές πολεμιστών. Κατάφερε, με πρόσχημα δώρα και περιέργεια, να συναντήσει έναν από τους πλέον επίφοβους εμίρηδες, τον Χαλίντ, που ήταν πιστός του νέου Χαλίφη, του Αβουβάχαρου. Στόχος του ήταν να διασώσει τον άοπλο λαό του, πλημμυρίζοντας την σκέψη των πολεμιστών με χρυσάφι, πόθους και ηδονή.

    Φτάνοντας και μετά τα πρεσβευτικά τερτίπια, είδε έναν στεγνό, λιγομίλητο, μαυροντυμένο Άραβα, που δεν είχε πολύ καιρό εμίρης. Μετά τα δώρα που του πρόσφερε, άκουσε συνταρακτικές ειδήσεις, τις οποίες δεν πίστεψε γρυ, κι έτσι έχασε πολύτιμο χρόνο. Οι καβαλάρηδες της Ερήμου είχαν τσακίσει τους Ρωμαίους στα ρείθρα ενός ιερού ποταμού και μάλιστα, στην αψάδα της μάχης,τα γυναικόπαιδα των Αράβων, επειδή εκείνοι υποχώρησαν παροδικά, ξήλωσαν τα παλούκια από τις σκηνές τους και τους ανάγκασαν να γυρίσουν στο πεδίο και να νικήσουν. Επίσης οι ίδιοι έφτασαν στη Συρία και μπήκαν στα βουνά της Περσίας. Ο Χαλίντ, δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται από δώρα και μαγείες. Είπε στον  Λεόντιο  πως σύντομα, ο εμίρης Ουμούρης θα έμπαινε στην ποθητή Αίγυπτο και ικανοποιήθηκε μαθαίνοντας πως οι Ρωμαίοι με τον Πετρώνιο έχαναν τον καιρό τους στην Νουβία. Και ζήτησε από τον Λεόντιο ένα πράγμα:

    «Αν πρέπει να σε πιστέψω, κυβερνάς τον λαό σου με απάτες και ψέμματα. Για να μείνετε ζωντανοί, κοίτα να κρατήσεις με κάθε τρόπο, κι ώσπου να σκάσουν τρεις πανσέληνοι, το στρατό της Αιγύπτου στην Νουβία. Δύσκολο για σένα, αλλά άλλη λύση δεν βλέπω για την καλή σας μοίρα. Θα τους πολεμήσεις όπως μπορείς, κι όταν φτάσουμε στον Νείλο νικητές, θα σε καλέσω να προσκυνήσεις και με περιτομή να ομολογήσεις πως θα μας είσαι πιστός.»

    Ήταν ένα παζάρι, μια δημοπρασία που δεν υπήρχε περίπτωση να επικρατήσει η άποψη της αυλής των θαυμάτων. Τώρα το μέταλλο ήταν το ατσάλι κι όχι το χρυσάφι, το δερμάτινο πουκάμισο κι όχι τα λινομέταξα ρούχα, η καρτερία και η συστολή, κι όχι οι καταχρήσεις, ο θάνατος και όχι η ζωή.

    Ο Λεόντιος είδε το φως το αληθινό, ζήτησε να προσκυνήσει τον Προφήτη που ανέβηκε στον ουρανό και γύρισε στον όμιλο των γυναικών, να εξηγήσει την κατάσταση.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [38]

    38. Τα δύο κοράσια

     

    Η Αΐντα περίμενε κορίτσι. Το ήξερε από ιερείς, από αστερισμούς, από βάσκανα μάτια και από την καρδούλα της. Το γέννησε και πριν το παραδώσει στις τροφούς, του έδωσε το όνομα Χάμα. Στην απόκρυφη γλώσσα, την αμίλητη, των βασιλισσών της Νουβίας, Χάμα σήμαινε την Ανίκητη.

    Όταν γέννησε η μικρή βασίλισσα, το τέκνο της από τον Λεόντιο, πάλι κορίτσι ,το βρήκε φυσικό να φέρει το όνομα Σαναά επειδή το ονειρεύτηκε κι ας μην ήξερε την ετυμολογία του . Κι εκείνη το παρέδωσε σε παραμάνες, που τις πρόσφερε η Αΐντα.

    Τα κοράσια πέρασαν την περίοδο του ύπνου, των δακρύων, του πείσματος και των πρώτων βημάτων ως αδελφές. Αν και διέφεραν στο χρώμα του δέρματος, στο χρώμα των ματιών, στο ύψος και στις εκφράσεις. Πάνω στον χρόνο ήρθαν μάγισσες και τις μοίραναν. Για την Χάμα, προέβλεπαν συγκεκριμένες παιδικές αρρώστιες, αλλά ισχυρή κράση, δύναμη θέλησης και ως δώρο, ένα θείο πείσμα. Απεναντίας την Σαναά την περίμενε σιδερένια υγεία, διάσταση με τους γονείς της και έντονος περιπετειώδης βίος σε άγνωστα μέρη, με επιρροή έως το μήκος δεκατεσσάρων γενεών.

    Ο Λεόντιος, που εξέτασε τα δύο μωρά, δεν βρήκε κάτι διαφορετικό να πει. Κανένα από τα δύο προσωπάκια δεν έδειχνε κακοσημαδιά ή ξαφνικό θάνατο. Γι’ αυτό και συμβούλεψε τις δύο βασίλισσες, μόλις τα μωρά θα άρχιζαν να μιλάνε και να περπατάνε, να κυκλοφορούν ελεύθερα και αφρόντιστα ανάμεσα στις δύο μανάδες, ώστε να αποκτήσουν μεγάλο μέρος από τον χαρακτήρα και τα γνωρίσματα των μανάδων τους. Καθώς τα δικά του σημάδια πουθενά δεν έδειχναν άνδρες να επηρεάζουν τον βίο τους, κατέληξε πως θα γίνοταν μικρές θεές, κι έπειτα Μεγάλες Μητέρες. Kι όταν δοκίμαζε να ελέγξει την δική του παρουσία, και άλλων ανδρών στη ζωή τους, συνέπιπτε και εκείνην την ώρα, τύχαινε και πετούσαν πάνωθέ του αποδημητικά πουλιά και έκρωζαν κύκνοι και κροτάλιζαν πελαργοί, διαφόρων ηλικιών.

    Στην ομάδα των άοπλων λαών που κυβερνούσαν οι βασίλισσες, άρχισαν να φτάνουν παράδοξες και εχθρικές ειδήσεις. Απ’ όλα τα βασίλεια και τα αβασίλευτα γένη που δέχτηκαν το μήνυμα του τρόπου της ζωής τους, ένα άγνωστο βασίλειο που δεν είχε βασιλιά, αλλά προφήτη, και έως τότε λάτρευε μια πέτρα που έπεσε από τον Ουρανό, στάθηκε εξαρχής εχθρικό στις νέες ιδέες. Εμφύλιοι άνθρωποι, πιστοί και προσηλωμένοι, ετοίμαζαν πολέμους και έριδες, ενάντια σε όποιον δεν δέχονταν την πίστη τους. Και ένα πλήθος οραμάτων και ουρανίων σημείων φάνηκε σε πολλές χώρες, όταν ο ένας και αληθινός προφήτης ανηρπάγη στους ουρανούς, τρυπώντας τα σύννεφα.

    Ο Λεόντιος κατασκεύασε το ωροσκόπιο αυτού του εριστικού λαού. Δεν ήταν απλό, μήτε εύκολο. Ένας λαός εμπόρων και ληστών, όπως οι γειτονικοί του, δέχτηκαν το δώρο του Πολέμου, μαζί με την Κατάρα της Διχόνοιας. Δεν ήταν απλό, μήτε εύκολο. Και έκρινε πως σε πρώτη φάση, τα μεγάλα και δυνατά κράτη έπρεπε να ανησυχήσουν, κι όχι οι δικές του, ευχαριστημένες και χορτασμένες ομάδες.

    Ταυτόχρονα, του ήρθε επιφοίτηση πως τα δύο κοράσια, θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να βοηθήσουν στην επιβίωση των λαών του. Αλλά έψαχνε τον τρόπο και δεν τον έβρισκε ακόμη.

    Προτίμησε να αφήσει τον χρόνο να κυλήσει, καθώς περνούσε μέσα στην καλή χαρά τις μέρες του, συντροφιά με τις μεγάλες βασίλισσες και τα πανέμορφα, τρυφερά παιδιά τους.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [37]

    37. Πετρώνιος

     

    Η Αΐντα, πήγε στον Πετρώνιο ταπεινά, φορώντας έναν άχαρο, χοντρό μανδύα και εκείνος αρχικά απόρησε, έπειτα της ζήτησε να πλησιάσει. Εκείνη, απλώς άφησε τον μανδύα να πέσει στα γυμνά της πόδια και φάνηκε η εγκυμοσύνη της. «Περιμένω το παιδί σου» του είπε απλά, και δεν χρειάστηκε καμία μετάφραση.

    Ο Πετρώνιος δεν ήταν μόνον στρατιώτης, αλλά και κυβερνήτης. Είχε καταλάβει, στους μήνες που πέρασαν ότι δεν ήταν οι λεγεώνες που τον κρατούσαν στη ζωή και στην εξουσία, αλλά η παράξενη άοπλη συμπαράσταση, στα όρια της συμμαχίας ή της υποτέλειας, που έδειχνε  ο λαός της βασίλισσας των Νουβίων. Τρέφονταν, κοιμόταν και ειρήνευε, χάρη στις προμήθειες που αγόραζε απ’ αυτούς και δεν είχε κρούσματα απειθαρχίας στον στρατό του που ήταν πλέον γανωμένος από τις προφητείες, τις διοσημείες και τα μάγια που ο λαός των σκηνιτών, αφειδώς παρείχε στον στρατό κατοχής.

    «Έχω πολλά παιδιά» της απαντά παριστάνοντας τον ψύχραιμο. «Κανένα παιδί σου δεν το γέννησε Θεά, καθώς εγώ» του απαντάει εκείνη. Η ακρόαση εκείνη δε βάστηξε πολύ, και εκείνος φρόντισε, αποχαιρετώντας την, να της δωρίσει μια άμαξα με ρούχα πολυτελή, κοσμήματα και μερικά από τα σύμβολα της εξουσίας της, που σκονίζονταν στο ανάκτορο.

    «Φέρε το παιδί, όταν γεννήσεις» της είπε. «Θέλω να το δω. Θέλω να έχουμε ειρήνη».

    «Αυτό σκόπευα να πράξω» του απαντά. «Ειρήνη έχεις ήδη. Σου το απέδειξα».

    Ο Πετρώνιος, μαθημένος σε στρατηγίες και συγκλήτους, σε σοφίσματα και άνετον βίο, βιάζοντας τις δύο βασίλισσες, τηρούσε την τάξη της κάστας του και την πάγια μέθοδο των στρατευμάτων που διψούσαν για παραδειγματισμό. Ήταν βίαιος από γνώση της ποδηγέτησης, καθώς οι σοφοί Ρωμαίοι πίστευαν ολόψυχα στην προληπτική τρομοκρατία.  Περισσότερο βάρος έδινε στο περιεχόμενο του φαγητού του και στην σύνταξη ευπρεπών αναφορών προς τον αυτοκράτορά του, παρά για την νοοτροπία και την φύση των υποταγμένων λαών. Κι έτσι, δεν παρερμήνευσε την στάση της βασίλισσας, μήτε θεώρησε πως τον εξαπατούσε. Οι στρατιώτες του θεραπεύονταν από τον λαό της, που τους τάιζε κανονικά και δεν διέπραττε εγκλήματα. Οι Νούβιοι, ήταν αποκάλυψη γι’ αυτόν. Καμία σχέση με την άτακτη Αίγυπτο και την υπερβολική προσήλωσή της στην παράδοση της χώρας. Όταν την αποχαιρέτησε, ανακάλυψε πως διατήρησε μια νοσταλγική αίσθηση από εκείνην την συνάντηση.

    Η Αΐντα και οι φίλοι της από την Αραβία, πλούτιζαν και κυβερνούσαν χωρίς όπλα και βία, σε όλο και περισσότερους λαούς, φυλές και έθνη. Και ο Πετρώνιος, χωρίς να πλησιάσει κανέναν τους, ήξερε πως δεν κινδύνευε από αυτούς. Μόνο κέρδη περίμενε.

    Η μικρή βασίλισσα, απεναντίας, μαθαίνοντας την ήπια υποδοχή του Πετρώνιου, ζήλεψε όπως ποτέ στον βίο της. Και πόθησε ένα παιδί επίσης. Θα το ήθελε από τον κυβερνήτη της Νουβίας, αλλά ήταν μάλλον αργά γι’ αυτό. Κι έτσι, το απαίτησε από τον Λεόντιο, χωρίς πολλά παρακάλια και χωρίς να προβάλει θέλγητρα και πάθος. Κανόνισε και της έστησαν τέντες και στρωσίδια πολλά κοντά σε ακροθαλασσιά, στην Ερυθρά θάλασσα. Και κάλεσε τον Λεόντιο να χαρούν διαμονή χωρίς ευθύνες και υποχρεώσεις, μόνον για την βραχεία ηδονή της πατρότητας. Ο Λεόντιος δεν ήταν πολύ πρόθυμος, μήτε πάντως δυσαρεστήθηκε από την πρόσκληση. Ήρεμος και υποταγμένος, πήγε στην ακροθαλασσιά.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [36]

    36. Η πολύτιμη σιωπή

     

    Η συντροφιά που κατέληξε από την προσδοκία στην συντριβή κι από την χαρά στην δυστυχία, περίμενε το ριζικό της, αγόγγυστα, σαστισμένη. Παρόλη την στήριξη των Νουβίων και την φροντίδα που έδειχναν στην Αΐντα και στην αραβική της παρέα, οι πάντες έτρεμαν το ενδεχόμενο να προκύψει ξαφνικά κάποια οργισμένη φρουρά που θα τους άρπαζε και θα χάνονταν στην πιο σκληρή μοίρα.

    Μόνο που δε συνέβη.

    Πέρασε ένας σεληνιακός μήνας και το φεγγάρι, αλλά και τα άστρα δεν έδειχναν κακοσημαδιές και μαύρα μαντάτα. Απεναντίας, οι οιωνοί έδειχναν γαλαζωπά σύννεφα, πλησμονή νερού, ήρεμες νύχτες και όνειρα χωρίς βία. Η αγάπη των Νουβίων ήταν η πρώτη ένδειξη. Μπορεί να είχαν αποσβολωθεί από την αναίτια προσβολή και το αχαρακτήριστο φρόνημα των εισβολέων, αλλά συνέχιζαν κατά ομάδες να έρχονται στην Θεά τους και να την προσκυνάνε, προσφέροντας ό,τι διέθετε ο καθένας. Κι όταν γιατρεύτηκαν οι πληγές και ο ύπνος των βασιλισσών ξανάγινε ήρεμος και αρμονικός, ο Σενέτ και ο Λεόντιος πήραν σαφείς εντολές να προχωρήσουν το σχέδιο των χωριών της μαγείας, των άοπλων οικισμών και του γιατροπορέματος του λαού αδαπάνως και με τάξη.

    Οι Ρωμαίοι ζούσαν στα ανάκτορα και φρόντισαν να περιζώσουν το κέντρο της πρωτεύουσας με φράχτες και φρουρές. Σύντομα στήθηκαν ολόγυρα αγορές για τα χρειώδη, δουλεμπόριο και διασκεδαστήρια, που τους χαλάρωσαν το ήθος. Ο Πετρώνιος κυβερνούσε με τις οδηγίες της Συγκλήτου και εφάρμοζε το πρόγραμμά της. Καθώς δεν αντάμωσε εξέγερση και βία πουθενά, ήταν αρκετά έξυπνος να καταλάβει πως ήταν η αγαθή πρόθεση της Αΐντα που κρατούσε εν ειρήνη τους Νουβίους. Ωστόσο, είτε από τακτική, είτε απο ντροπή, δεν ήρθε σε επαφή μαζί της. Απολάμβανε τα αγαθά της ειρήνης, με το ένα μάτι να διερευνά το ενδεχόμενο μιας εισβολής στην Αιθιοπία, αλλά και στις ερήμους της απέραντης Δύσης, που είχε πλήθος οάσεις με τεράστιο εμπόριο.

    Η συντροφιά του γιατρού και του Σενέτ, δέχονταν καλές ειδήσεις και από τα μέρη της Σούρας. Το εμπόριο της μαγείας ανθούσε και η εύνοια της Τύχης και της Μοίρας, ήταν απόλυτη προτεραιότητα για τους λαούς της Ανατολής, που δεν νοιάζονταν για τους αυθέντες τους. Και αρκετοί κάτοικοι της Υεμένης και της Ευδαίμονος Αραβίας, έσπαζαν τις αυλές τους και κατέφθαναν στη Νουβία και στη Συήνη, ξεθερρεμένοι για τις νέες ευκαιρίες της νέας Αγοράς.

    Διότι οι Νούβιοι δεν περιορίζονταν να παίρνουν καλές ειδήσεις από τα ζώδια και τους πλανήτες, αλλά μαθαίνοντας πως οι νέοι άρχοντες του τόπου, φανεροί και μυστικοί, δεν είχαν αντίρρηση να ενασκείται στην πατρίδα τους η Ιερή Πορνεία, αναστάτωσαν τις γειτονιές και τις δασωμένες πεδιάδες της Αφρικής, προσφέροντας σκλαβάκια αρσενικά και θηλυκά, μαζεμένα με χρυσάφι, αγελάδια ή τρόφιμα, από γονείς που τα άφηναν να φύγουν με άνεση και ευχές.

    Για τους Ρωμαίους, ήταν ο παράδεισος, για τους Νούβιους η καλύτερη απόδειξη πως η θεά Αΐντα ήξερε και ορθώς την ακολουθούσαν. Το εμποριο παιδιών άρχισε να διαδίδεται παντού στην Μεσόγειο και μαύρα παιδιά εμφανίστηκαν στις παγωνιές του βορρά, στους Χάλδους και πέρα από τον Δούναβη.

    Πάνω στον πέμπτο σεληνιακό μήνα, τον Αθύρ, κι ενώ η κοινωνία έσφυζε από πλούτο, Ρωμαίους και χάρη, η Αΐντα ζήτησε ακρόαση από τον Πετρώνιο, στέλνοντάς του επτά κορίτσια των Πυγμαίων ως δώρημα.

    Και η πολύτιμη σιωπή, έσπασε, σαν γυάλινο ποτήρι.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [35]

    35. Ο βιασμός

     

    Βρέθηκε γρήγορα μια γούρνα με ρηχό νερό και ο Πετρώνιος, έσυρε τις δύο γυναίκες με βία εκεί και κατέβηκε από τον χλωρό του ίππο. Με μια απότομη κίνηση, σταμάτησε στο ρείθρο το πλήθος που τον ακολουθούσε με ανάμικτα συναισθήματα και με μια κοφτή χειρονομία, έταξε τους λεγεωνάριους σε μια μονή σειρά, με τις λόγχες ενάντια στο πλήθος, ανάμεσα στην άμμο και στη γούρνα.

    Κράτησε τις γυναίκες δεμένες, ώσπου να απαλλαγεί από την αρματωσιά και τα ρούχα του. Κρατώντας πλατύ μαχαίρι έκοψε με σίγουρες κινήσεις τα δικά τους ρούχα. Τις έσυρε στο νερό, βρέχοντας το κεφάλι και το σώμα τους και άρχισε να τις χτυπάει τελετουργικά και βίαια, ώσπου να ξεπηδήσουν δάκρυα από τα μάτια τους και να γίνει το πρόσωπό τους μια μάσκα τρόμου, απελπισίας και πόνου.

    Ανάγκασε την Αΐντα να βυθιστεί ολόσωμη μπρούμητα στο νερό και οδήγησε νευρικά τα χέρια της Σαχίνης να κρατούνε την κεφαλή της Αΐντας μόλις να ανασαίνει μισοπνιγμένη, ενώ την μικρή βασίλισσα την έβαλε να καθήσει με το στανιό, ως τη μέση στο νερό, κρατώντας το κεφάλι της βασίλισσας των Νουβίων στην μικρή αγκαλιά της, ώστε να ηδονίζεται ακούγοντας τον σπαραγμό και τον φόβο της Σαχίνης, αναγκασμένης να βλέπει την φρικτή σκηνή.

    Ο Οίστρος και ο Ίμερος του ξύπνησαν τη πιο αυταρχική και ταπεινωτική για τις γυναίκες αυτές συμπεριφορά. Την Αΐντα την βάτεψε σιωπηλός, χρησιμοποιώντας βάναυσα το ένα και το άλλο γόνυ πάνω στους μηρούς και στη λεκάνη της, ενώ την ώρα που τρελαίνονταν από πάθος, φρόντισε να της ανεβάσει τα χέρια πίσω στην πλάτη της, με τόση πίεση, ώστε έσπασε τον ώμο της και εξαρθρώθηκε η άλλη της ωμοπλάτη. Τελειώνοντας, έκανε νεύμα στην πιο κοντινή του αρματωμένη ομάδα και τους πρόσταξε να την χαρούν επίσης, κατά την έκφρασή του, μόνον να μη τους πεθάνει. Κι εκείνοι, πρόθυμα την άδραξαν και την βίασαν ομαδικά, ενώ τελειώνοντας την έδερναν αλύπητα. Ο Πετρώνιος ασχολήθηκε με την Σαχίνη, και τα ανήκουστα μαρτύρια που τις επιφύλαξε, ξεπερνούν κάθε περιγραφή, γι’ αυτό και σιωπώ. Δεν προχώρησε σε κατάγματα και άλλες κακώσεις, αλλά τελειώνοντας, τις έρριξε δυο απανωτές γροθιές στο αλαβάστρινο πρόσωπο, παραμοφώνοντάς την.

    Οι δύο γυναίκες, ολόλυζαν και σπάραζαν μισοπνιγμένες, όταν ο Πετρώνιος ζήτησε καθαρό ιμάτιο και χιτώνα, που ευθύς του προσφέρθηκε, και έδωσε εντολή με το χέρι να τις πετάξουν έξω από το νερό. Διέταξε τους στρατιώτες του να απωθήσουν το πλήθος και να το διώξουν από τα μάτια του και περπάτησε ξαναμμένος έως το ανάκτορο της Αΐντας και ζήτησε να μείνει ανέπαφο, επειδή θα ήταν η νέα του Έδρα. Τα γύρω κτίσματα, τους κήπους και τους ναούς, τους ανθρώπους και κάθε τι ζωντανό, το έθεσε στη διάθεση του στρατού του. Η αυλή ερήμωσε, κατοικημένη μόνον από τα βογγητά και το λόξυγγα των δύο βασιλισσών.

    Όταν βγήκε η μητριά τους η Σελήνη, ο Λεόντιος και ο Σενέτ, πλήρωσαν μερικούς περαστικούς και έφεραν πάνω σε φορεία τις δύο θεές, μισή ώρα δρόμο, σε τόπον αφανή και άσημο. Εκεί ο γιατρός τις γιατροπόρεψε, έδεσε τις πληγές, έβαλε νάρθηκες και με μια κίνηση έμπειρη, ξανάβαλε την ωμοπλάτη της Αΐντα στη θέση της. Και τις κοίμησε με αφιόνι, περιμένοντας να χαθεί η σελήνη για να χαθεί η ομάδα στην μαύρη νύχτα.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [34]

    34. Οι δύο θεές

     

    Καταμεσής του ιερού κύκλου, που τον χάραξε και τον έπλασε η ευπιστία και τα μαγικά κόλπα των ανθρώπων, η Αΐντα, ντυμένη ταπεινά, ξυπόλητη και αχτένιστη, χωρίς ίχνος καλλυντικό στο πρόσωπο, με μόνη δύναμη στα μάτια της, πρωτοείδε την κουρασμένη από το ταξίδι, ακάθαρτη και βασανισμένη Σαχίνη. Αν τις έβλεπες να κουβαλάνε σταμνιά ή δέματα στο κεφάλι, δεν θα διέφεραν από κοινές θνητές. Αλλά οι στρόβιλοι της άμμου, ο σεβασμός των υπηκόων μέσα στον ιερό κύκλο και η συνύπαρξη με σωρούς ατέρμονες από όπλα και μηχανές, έδειχναν πως στο σημείο αυτό , πάλεψαν θεοί και μάλλον έχασαν.

    Η Αΐντα, άπλωσε τα χέρια στα πλάγια, ωσάν έτοιμη να πετάξει και επέβαλε σιωπή. Οι δύο γυναίκες, πλησίσαν η μια την άλλη και τα χέρια της Αΐντα άρπαξαν την Σαχίνη από τους ώμους και της απαγόρεψαν να προσκυνήσει. Η σκόνη και η άμμος, πάνωθε και γύρω τους, άφηνε από μία ακτίνα του ήλιου να τους φωτίζει αποκλειστικά το πρόσωπο. Ο Λεόντιος έδειξε στον Σενέτ, ένα γλυκύ γαλάζιο φως που στροβιλίζονταν και έμοιαζε επουράνιο, εξηγώντας του πως αυτό ήταν το φως της Μητέρας Σελήνης, πάνω στο ζώδιο του Λέοντος.

    Η μία θεά κοίταζε την άλλη και το γύρω πλήθος έγερνε την κεφαλή και χαμήλωνε τα μάτια, μην αντέχοντας το παράδοξο φως. Η Αΐντα ήταν ψηλή, ψηλότερη από την Σαχίνη και τα μάγουλά της τα αυλάκωναν δάκρυα ευτυχίας. Αγγίζοντας το πρόσωπο της νέας βασίλισσας, άφηνε ένα πορτοκαλί ίχνος φλόγας ακίνδυνης, που δεν έκαιγε στο προσωπάκι της μικρής. Άρχισαν να μουρμουρίζουν λογάκια και ψιθυρισμούς μεταξύ τους και κανένας δεν αναρωτήθηκε σε ποια γλώσσα αναστέναζαν. Έμειναν έτσι ώρα αρκετή. Δειλά στην αρχή, τολμηρά έπειτα, τα πληθη και οι λαοί πλησίασαν το ζεύγος και έτειναν παρακλητικά τους βραχίονες ζητώντας συγχώρεση και άφεση για όλα. Κι εκείνες, αθόρυβα και πρόθυμα, ανταπέδιδαν το αίτημα ,δημιουργώντας μέσα στην καρδιά των ανθρώπων, λύτρωση και παρηγοριά.

    Πάνω στην ώρα του θαύματος,  ο βορράς άρχισε να γεμίζει στρατό και θόρυβους. Οι Ρωμαίοι έφταναν σιγά σιγά, σαστισμένοι από τους σωρούς των όπλων και την απόλεμη ατμόσφαιρα. Ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν και δεν ήταν απαραίτητο. Ωστόσο, οι επικεφαλής δεν τους έλυναν την παράταξη. Ο φόβος μιας παγίδας άνθιζε μέσα τους, σαν καταραμένο φυτό, με μαύρα πέταλα και φιδόμορφο βλαστό.

    Ο στρατός δεν μπήκε στον κύκλο, μόνο τον πλαισίωσε με τάξη. Και δεν άργησε να εμφανιστεί, ο έπαρχος και στρατηγός Πετρώνιος, σπάζοντας την παράταξη, καβάλα σε ίππον θαλασσήν από την ασπρίλα.

    Από τότε που η μοίρα και η τύχη τον οδήγησαν στην Αλεξάνδρεια, ήταν ήδη χρόνια τέσσερα, είχε την εντύπωση πως είχε χάσει το μυαλό του. Ο στωικός κτηματίας με τον αρίφνητο πλούτο, που δάμασε λαούς και υπέταξε πολιτισμούς, έβρισκε στην Αίγυπτο, στον Νείλο και στην έρημο, τον μάστορή τους. Η φρικτή πραγματικότητα και το ξαφνικό θαύμα, εναλλάσσονταν στη θητεία του. Και προτιμούσε να αγνοεί τα υπερφυσικά και να πιστεύει μόνον στα προφανή και στα ταπεινά.

    Καθώς οι δύο θεές, μαγεμένες μεταξύ τους δεν έδειχναν να του δίνουν σημασία, και η ομορφιά τους υπερέβαινε κάθε πρότυπο που είχε ο ίδιος από τη ζωή του στη Ρώμη, στη Βρεττανία και στην Αρμενία, έκρινε πως έπρεπε να τους φερθεί, όπως ο κατακτητής σε υποδουλωμένο. Έδεσε τις δύο γυναίκες από το λαιμό και ζήτησε να τον οδηγήσουν σε τόπο με τρεχούμενο νερό.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [33]

    33. Ο Νείλος

    Όπως ο ήλιος ξεπετάει τα μανιτάρια, όταν αγγίζει τα σύσκια δάση, έτσι και η Ανατολή γέμισε ομάδες σκηνιτών χωρίς θεό, μόνο με έναν ρήγα της ομάδας που σχημάτιζαν ρυάκια από άμαξες και πεζοπόρους που κυλούσαν ως απόνερα μιας ξαφνικής βροχής.

    Η κάθε ομάδα είχε δώσει όρκο αιώνιας πίστης και αγάπης, δεμένη με σταγόνες αίμα που έσταζε από τις χαραγμένες παλάμες της. Ήξεραν τι τους κυβερνούσε, και αυτό δεν ήταν βαρύ, μήτε υποχρεωτικό. Είχαν μια μακρινή νέα βασίλισσα που τους ευλογούσε όπως οι ξύλινες και πέτρινες αρχαίες θεές και προκυνούσαν με σεβασμό αντικρύζοντας είτε τον Σενέτ, είτε τον Βαρσάκ, είτε τον Λεόντιο, όποτε τους συντύχαιναν. Τους αναγνώριζαν από το παράξενο μυτερό καπέλο τους, φτιαγμένο από καλάμια και πανί, που το έβγαζαν την ώρα του ύπνου και το μετέτρεπαν σε αντίσκηνο. Ζούσαν από τα ελέη των ομάδων και τις πληροφορούσαν για τις πόλεις και τα κάστρα που ήταν ορφανά από την παρουσία τους.

    Ήγγικεν η ώρα για την Αΐντα και το ποθούμενο αντάμωμα των θεαινών. Λεόντιος, Σενέτ και η μικρή Σαχίνη, μπήκαν σε λαντίνι ρηχό και πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα για να φτάσουν στον Νείλο, κι από εκεί στην Συήνη και τέλος, μακριά, στην χώρα των Νουβίων.

    Με το που πέρασαν στην Αίγυπτο και είδαν το ποτάμι, ξαφνιάστηκαν, καθώς είδαν αναρίθμητο στρατό να βαδίζει στον νότο και στις δύο όχθες, κρατώντας τα φλάμπουρά του, ενώ το ποτάμι το διέσχιζαν πλήθος λευκά πανιά που ένωναν τις δύο στρατιές, μεταφέροντας προμήθειες, διαταγές και αποφάσεις στρατηγών. Και πίσω από τα όπλα, τα άλογα και τις καμήλες, ένα μεγάλο κοπάδι δικών τους ανθρώπων, παριών και αθιγγάνων, τους ακολουθούσε. Πήγαιναν και αυτοί στην Νουβία, επειδή θα άλλαζε το καθεστώς και ανοίγονταν ευκαιρίες. Oι στρατοί αδιαφορούσαν για την παρουσία τους, αλλά οι τρεις επισκέπτες είχαν ήδη μάθει των μυστικά τους. Επικεφαλής της εκστρατείας ήταν ο έπαρχος Πετρώνιος που είχε λάβει πρόσκληση από την Αΐντα να έρθει να του παραδώσει το κραταιό βασίλειο. Έμπειρος και ψυλλιασμένος εκείνος, φρόντισε να δεχτεί, αλλά κουβάλησε για κάθε ενδεχόμενο και δύο λεγεώνες, μη του συμβεί καμιά συμφορά. Είναι απίστευτο τι μάθαιναν οι Αθίγγανοι από τα πολυάριθμα θηλυκά τους που κοιμότανε με τις γυναίκες τους, γεμίζοντας με ασημένια δηνάρια τον κόρφο τους.

    Οι τρεις τους πήραν ένα φορείο για την Σαχίνη και δύο άλογα γι’ αυτούς, οπότε προηγήθηκαν. Στα σύνορα της χώρας των Νουβίων, τους υποδέχτηκαν τεράστιοι σωροί από όπλα, ασπίδες και βαλλίστρες, απόδειξη πως κανένας δεν αντιστέκονταν, ενώ οι πύλες των πόλεών τους ήταν ορθάνοιχτες. Λίγοι έφυγαν προς τους Αιθίοπες και παραπέρα, στους πυγμαίους και τους γορίλλες.

    Ο Σενέτ δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει την Αΐντα, καταμεσής ενός ομίλου κουρελήδων, που περίμεναν τον Πετρώνιο. Την έδειξε στην Σαχίνη κι εκείνη κατέβηκε από το φορείο και δεν υπήρξε σύσταση ή αναγνώριση. Δεν ήταν συχνό φαινόμενο να πλησιάσουν μεταξύ τους δύο θεές.

    Τώρα, δούλεψαν τα άστρα και οι προφητείες. Οι δύο θεές, κοιτάχτηκαν και γέλασαν αμέριμνα. Σχηματίστηκε ένας κύκλος τεράστιος γύρω τους, και στην περιφέρειά  του μάνιαζε αμμοθύελλα. Κεραυνοί έπεφταν χαράζοντας τις ακτίνες του ήλιου και φωνές από τα ουράνια ακούγοντας ρήσεις των προφητών και αναγγελίες, σε πολλές γλώσσες. Κι όλοι προσκύνησαν το φαινόμενο, αλλά απαγορεύτηκε να το μνημονεύουν.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [32]

    32. Εκστατικές επιχειρήσεις

    Ωραία τα σχέδια και οι προβλέψεις, αλλά γρήγορα οι συνεταίροι της άοπλης επιχείρησης, σκόνταψαν σε προβλήματα. Ωραίες οι μαγείες και οι βασκανίες, αλλά ήταν δύσκολο με τελετές και με μικρά έσοδα να συντηρηθεί ολόκληρος λαός. Κι έτσι, προστέθηκαν στον κατάλογο των εργασιών που η επιτελική ομάδα ευνοούσε, κι άλλες απασχολήσεις: η πορνεία, η Τύχη και οι τέχνες να λησμονείς το μυαλό σου στην θύρα μιας καλύβας.

    Ο Σενέτ άρχισε να ενδιαφέρεται για το εμπόριο, και να γεμίζουν τα παζάρια της Αραβίας με πωλητές τροφίμων και σπανίων ειδών, όπως υφάσματα και περιστέρια.  Οι έμποροι που διέθεταν ως σύμβολο ένα τριγωνικό πράσινο πανί που έμπηγαν στο πάγκο τους, έπρεπε να δίνουν την δεκάτη στον εισπράκτορα , κάθε φορά που τον αντάμωναν. Η Σαχίνη φρόντιζε, μιλώντας ως ανώτερη Δύναμη, στο πλήθος των οικογενειών που ζητούσαν κάθαρση και γλυτωμό από τα βάσανα της ζωής και να διώχνουνε τον θάνατο, να τους εξηγεί πως τα παιδιά τους, ιδίως αυτά που ήταν όμορφα και τους άρεζαν τα όμορφα ρούχα και η καλοπέραση, να έδιναν δύο ημέρες κάθε εβδομάδας, τα χάδια και τους χορούς τους, σε όποιον περαστικό επιθυμούσε την σάρκα τους. Και ο γιατρός, εκπαίδευσε περιστέρια, χήνες και γουρουνάκια, να διαλέγουν λαχνούς από κεραμίδι και να απαντούν «ναι» ή «όχι» σε ερωτήματα των περίεργων, καθώς συγκεντρώνονταν να μάθουν την τύχη τους. Στις κομπανίες αυτές προστέθηκαν γόητες φιδιών, και πονηροί  τέως κλέφτες που έβγαζαν σε λοταρία μανδύες, πέδιλα και άλλα, πολυτελή, απ’ αυτά που ποθούσαν οι πτωχοί, δίνοντας ένα αντίτιμο που ο καθένας μπορούσε να αντέξει.

    Δεν χρειάστηκαν πολλές εβδομάδες για να δημιουργηθεί ένας λαός επαιτών, απατεώνων και ακίνδυνων «παιδιών της απάτης» που άκουγαν τυφλά την βασίλισσά τους, ζούσαν ελεύθερα και κεφάτα, είχαν φαγητό και πόδεση, και απέκτησαν την αίσθηση πως τους άξιζε να ζούνε από τα τερτίπια τους και όχι από τον τίμιο ιδρώτα της δουλειάς.

    Οι Φυλές και οι πατροπαράδοτες ενώσεις αυτών των κοινωνιών, άλλαξαν πολύ. Λίγοι άκουγαν τους γέροντες και τους επικεφαλής των οικογενειών, καθώς οι νέοι και τα παιδιά δεν επιθυμούσαν τη γνώμη και την συμβουλή τους. Προτιμούσαν να δημιουργούν αυλές θαυμάτων, όπου περνούσαν καλά και ηδονικά όλη μέρα και όλη νύχτα, θεωρώντας τον ύπνο άσκοπη αμαρτία. Η Τριάδα που βρισκόταν πίσω απ’ όλα, μηχανεύονταν όλο και νέες  πράξεις και συνήθειες, που ο καθένας μπορούσε να αποκτήσει, φτηνά και εύκολα. Δεν υπήρχε πλέον παζάρι ή αυλή που να μη διαθέτει πτέρυγα διασκέδασης  και μέθης, παράλληλα με τα εμπόρια και τις ανταλλαγές.

    Κι όταν, τα μεγάλα κράτη τηςΟικουμένης, πήραν είδηση ότι σε μέρη ξερικά και αφανή, ζούσαν αμέριμνα και άοπλα, ζώντας σε ειρήνη και χαρά, πολυάριθμοι άνθρωποι που ήταν πρόθυμοι να υπηρετήσουν οποιονδήποτε και δεν ζητούσαν τις ακριβές αμοιβές των μισθοφόρων και των μοναχικών αρματωμένων της παράνομης ζωής, άρχισαν οι υπήκοοί τους να συχνάζουνε σε αυτά τα μέρη, χωρις να χάνουν τη πίστη στο θεό τους, μήτε στους αρχόντους που τους κυβερνούσαν.

    Και άρχισαν να ευνοούν την συμμετοχή αυτών των λαών, στα δικά τους πανηγύρια και ιερές τελετές, καθώς δεν είχαν αυτές οι ηδονικές αυλές καμία πρόθεση να κυβερνήσουν και να εξουσιάσουν. Σέβονταν κάθε βασιλέα, αν και άκουγαν μόνον τους δικούς τους επικεφαλής.

    Γρήγορα τους είπαν «αθιγγάνους» ή «σκηνίτες».