Author: Μαρία Πηγά

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [51]

    51. Η τύχη πάντοτε νικά

     

    Το θέλησε η μοίρα και ο Αβδούλ, πατέρας της Σεφιχιέ, δέχτηκε μια πρόταση απο την προσωρινή Αγγλική Διοίκηση της Περσίας, να αναλάβει έπαρχος των Φυλών σε μια μεγάλη έκταση κι εκείνος το δέχτηκε. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος να απορρίπτει παράπονα και να μεσολαβεί συμφιλιωτικά σε αμέτρητες περιπτώσεις. Τέσσαρα ολόκληρα χρόνια  μετά την πρεσβεία με τις καμήλες του Εμίναγας, ο Αβδούλ έγινε σεβαστός, πλούσιος και ευτυχής από τις χώρες των Κούρδων έως τους Σιίτες του Περσικού Κόλπου.

    Οι κακές γλώσσες, ελάχιστες πια, διέδιδαν πως ήταν δημοφιλής μόνον πιωμένος και πως σέβονταν τις εποφάσεις του μόνον όταν ήταν μεθυσμένος. Αλλ΄αυτά ήταν κουτσομπολιά. Οι άνθρωποι πάντα ζηλεύουν τους ηγέτες που μοιάζουν να γεννήθηκαν για να κυβερνούν. Πάντως δεν έκανε καλή εντύπωση όταν ο κόσμος έμαθε πως ο Αβδούλ πάντρεψε την αγαπημένη του Σεφιχιέ με έναν ζάμπλουτο σεΐχη απο τις πεδιάδες της Σαμαρκάνδης. Και όταν ξύπνησε μετά τον γάμο και του υπέδειξαν πως θα υπάρξει πρόβλημα με τον Εμίναγα, τον Τούρκο, έλυσε το πρόβλημα σε λίγα λεπτά, γράφοντας στον Εμίναγα, σε πολυτελες χαρτί και με όλους του τους τίτλους, ότι η πολυαγαπημένη του κόρη Σεφιχιέ, αρρώστησε και πέθανε κι επειδή ήταν άνθρωπος του καθήκοντος και του Νόμου, θα του έστελνε την άνοιξη την παιδίσκη Αϊσέ, ήδη ετών επτά, με παραμάνα και τροφό, ώστε να μεγαλώσει κοντά του και , γιατί όχι, να την παντρευτεί.

    Εκείνον τον καιρό ο Εμίναγας, ήταν απασχολημένος με την κυβέρνηση που τον έστελνε σε διάφορες χώρες, σε επίσημες αποστολές και με πλήθος υπαλλήλων, άλλοτε να ιδρύσει μια πρεσβεία κι άλλοτε να καλυτερέψει τις σχέσεις της χώρας του με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Είχε αρχίσει το μεγάλο πρόγραμμα να αλλάξει το αλφάβητο, να αλλάξει η ίδια η χώρα, από τα ονόματα έως τα ρούχα. Ο ίδιος το έπραττε με αφοσίωση και κάποια σκληρότητα, ενώ στα κρυφά είχε δάσκαλο και μάθαινε γαλλικά, όποτε ευκαιρούσε, όχι για να τα μιλάει ,αλλά για να ακούει τα γαλλικά των άλλων, κάνοντας πως δεν  τα ξέρει.

    Απάντησε στον Αβδούλ πως λυπάται για την νύφη που έχασε και πως ήταν πρόθυμος να δεχτεί την μικρή Αϊσέ και να την μορφώσει σύμφωνα με τα νέα ήθη, ως αξέχαστη κληρονομιά της νεότητάς του. Και πως του έστελνε θαλαμηγό να ποδίσειστην Τραπεζούντα, με το όνομα «Ρεβά» κι άς έκανε τον κόπο ο κυβερνήτης Αβδούλ να φέρει την παιδίσκη στο λιμάνι με δική του ευθύνη. Εκείνα τα χρόνια είχανε πέσει χρήματα πολλά στην Περσία που έχτιζε λιμάνια και δρόμους στην Κασπία και όδηγούσε το πετρέλαιο σε νέους δρόμους. Μετά, το ξέχασε.

    Αλλά η Τύχη, πάντοτε νικά, και ο πανούργος μέθουας Αβδούλ, κατάλαβε από το γράμμα του Εμίναγα πως ήταν εντέλει ένας μαλακός γαμπρος, με ασθενικό ύφος, κατάλληλος να κανει πλήθοςδουλειές, κρατικες  ή μεταξύ τους με μεγάλη άνεση. Γι΄αυτό και έστειλε την Αϊσέ, το φώς των ματιών του, με το θλιμμένο πρόσωπο και την απίστευτη ομορφιά στην Τραπεζούντα. Το ότι η παιδίσκη ήταν τυφλή, ας το μάθαινε όταν με το καλό την έβλεπε.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [50]

    50. Τα μαντάτα

     

    Επτά μήνες πέρασαν από το καραβάνι του Εμίναγα, επτά μήνες, σχεδόν είκοσι σινεμάδες, άφθονα αλισβερίσια με εμπόρους, οικογενειακές επισκέψεις και πολιτικές ανακατωσούρες. Το κεμέρι του κτηματία περίσσευε και ο σεβασμός γύρω του ήταν πληθωρικός. Και στο τέλος αυτού του διαστήματος, οι δουλευτές του γύρισαν φορτωμένοι με αγαθά και δώρα από τον Αβδούλ της Σεφιχιέ, και κυρίως με συνταρακτικά νέα.

    Η νύφη ήταν εκεί, στο παράξενο χωριό της και τον περίμενε. Μόνον που δεν ήταν μόνη. Συντροφιά της είχε, αχώριστο από αυτήν, ένα μωράκι. Ζήτημα να ήταν ενός έτους, όταν το πρωτοείδαν οι μαντατοφόροι. Φυσικά, ως κομιστές δώρων και φύλακες μιας προίκας που περίμεναν, ρώτησαν τον αρχηγό της φυλής και του χωριού και της μεγάλης φαμίλιας, πούθε και πώς αυτό το μωρό, αυτό το τυχερό. Η απάντηση δεν τους ξάφνιασε, αλλά και δεν την πίστεψαν. Η Σεφιχιέ ανάμεσα στις αδελφές της, είχε και μία λατρεμένη που πέθανε στην γέννα του πρώτου της παιδιού. Συγκινημένη και μέσα στον θρήνο, βρήκε παραμάνα να της το βυζαίνει και έδωσε όρκο μεγάλον να μεγαλώσει το ανήψι της κι όποιος ψιθύριζε πονηρά ας ήταν τρισκατάρατος και βάσκανη η μοίρα του. Θα περίμενε τον Εμίναγα, χάρηκε μαθαίνοντας τα νέα και την  προκοπή του, αλλά ο νόμος ο ιερός που είχε δώσει, της απαγόρευε να αφήσει το έρμο το κοριτσάκι σε γιαγιάδες και γέροντες. Ήταν δεμένη με την αδελφή της και κανένας γάμος δεν θα την άλλαζε. Αν ο Εμίναγας καταλάβαινε τον πόνο της, θα ήταν διά βίου ο τιμημένος άνδρας της. Αν όχι, θα του ετοίμαζε τις πιο περιποιημένες κατάρες του ντουνιά γύρω από την Κασπία θάλασσα.

    Οι μεταφορείς, οι καμηλιέρηδες και οι φίλοι του Εμίναγα, του τα είπαν με το νι και με το σίγμα. Του δήλωσαν πάντως πως η συμπεριφορά της Σεφιχιέ, δεν έμοιαζε θείας λατρεμένης, αλλά μάνας που έλυωνε από αγάπη στο πρωτότοκό της. Ήταν κοριτσάκι και το είπαν Αϊσέ. Δεν τους άφησε να χαρούν την παρουσία του, τους το έκρυβε. Σε κάθε περίπτωση αυτά είχαν να του ειπούν, η κοπέλα τον περίμενε και του έστειλε θερμά χαιρετίσματα.

    Όλοκληρη η μυθολογία της Ανατολής, ήταν κατάσπαρτη από ιστορίες χαμένων ή νόθων παιδιών που αργότερα πρόκοβαν στη ζωή τους  και συνήθως τελείωναν με αίμα και δάκρυα. Από παιδάκι ο Εμίναγας γέμιζε τα νυχτέρια του με παρόμοιες διηγήσεις. Αλλά η οικονομική του κατάσταση, η ανάμνηση του δέρματος της Σεφιχιέ και οι λαμπρές, παράδοξες εμπειρίες του από την χώρα των Φαρσήδων, του έδιναν, έτσι νόμιζε, μεγάλη ευρυχωρία στις εκτιμήσεις του. Έως τότε ασκούσε αραιά το «χαλβέτι», το ερωτικό παίγνιο με φιληνάδες και παλλακίδες, όπως σύμπασα η κοινωνία στα μέρη του Αλλάχ. Πλήρωσε τους καμηλιάρηδες, έδειξε να μην εντυπωσιάζεται από τα κουτσομπολιά τους και τους ξέχασε.

    Απόμενε το πιο σημαντικό: να κλέψει χρόνο να πάρει την Σεφιχιέ απο τους δικούς της και να στήσει το δικό του σπιτικό. Ήθελε να το κανει και τίποτε δεν άλλαζε τη γνώμη του. Μέσα του απέρριπτε κάθε περίπτωση οι παράξενοι αυτοί δολοφόνοι και μυστήριοι, να θέλουν να τον ξεγελάσουν. Για καλό και για κακό, ρώτησε και μια γριά που προμάντευε και η απάντηση ήταν καθησυχαστική. Δεν είχε να φοβάται τίποτε.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [49]

    49. Το προξενιό που άργησε

     

    Ο χλομός, φευγάτος υπαξιωματικός προσχώρησε σε επαναστάσεις και πραξικοπήματα, έλαβε μέρος σε πολέμους, όχι ηθικών εξαπτερύγων αλλά αιματόβρεχτης εξοχικής ηθικής και όταν οι πόλεμοι έληξαν, βρέθηκε με περιουσία τόσο μεγάλη, ώστε ήταν σε θέση να αγοράσει μια μεγάλη φάρμα στην Ανατολική Θράκη, καθώς πλήθος Ρωμιών έφυγε με αργοκίνητα κάρα στα δυτικά. Ο Εμίναγας βρέθηκε με μεγάλο τσιφλίκι που είχε απ΄όλα τα καλά από θάλασσα σε θάλασσα, από Τυρολή σε Μέτρες με οπωροφόρα, αμπέλια, ζαρζαβάτια, στάβλους και στάνες, σταροχώραφα και κάθε καλλιέργεια, από παπαρούνες έως σκουπόχορτο.

    Τέσσερα κοντινά χωριά ήταν στη δούλεψή του. Στα χωριά της Τυρολόης βρήκε ψαράδες λιγοστούς και οργάνωσε τράτες και μάζεμα καβουριών και καλαμαριών. Η δουλειά αυτή του άρεσε πολύ και την έβρισκε εύκολη, καθώς κυβερνούσε ωσάν στρατηγός και κοιμόταν όποτε ήθελε. Και πάντα ζύγιζε σε κάθε απόκτημά του με τον νου στην Σεχιφιέ, αν θα της άρεσε ο τόπος και πως θα μεγάλωναν τα παιδιά τους. Ωστόσο το προξενιό άργησε κάμποσο, καθώς ο Εμίναγας, τώρα που έφυγαν πρόσφυγες οι παλαιοί τους γείτονες, άφησαν μαγαζιά και εμπόρια, αντιπροσωπείες και πρώτες ύλες αδέσποτες, καθώς ολίγοι ήξεραν την τέχνη να πλουτίζεις χωρίς να ιδρώνεις τη γη.

    Κάτω στις Μέτρες, στη Μαύρη θάλασσα, έφτιαξε σκάλες να ποδίζουν μπρίκια και σκούνες που ανέβαζαν πραμάτειες έως τον Δούναβη και κατέβαιναν με ξυλεία και πλήθος παστά ψάρια και υδράλατα. Και η οικογένειά του δεν ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να βάζει σε κάθε δουλειά που άνοιγε δικό του άνθρωπο. Αντιμετώπιζε και δυσκολίες με στριμμένους συνεταίρους και φαταούλες συγγενείς. Κι όσο στέριωνε η δουλειά του τόσο μακρύτερα έδειχνε να αχνοφαίνεται η αγκαλιά της Σεχιφιέ. Στον Τέταρτο χρόνο της ακμής του, βρήκε επιστάτην καλόν που μιλούσε τα φαρσί και αλλες γλώσσες και του χάραξε την πορεία προς τον Αβδούλ και τα μέρη της Σεχιφιέ.

    Προβληματίστηκε για τα δώρα που θα της έστελνε, επιβεβαιώνοντας το προξενιό. Σακκιά με σπόρους, αρωματικά φυτά, ξεραμένα δέρματα, παστό κρέας ήταν τα σπουδαιότερα. Με συνοδεία τρεις δικούς του και γράμματα που κρατούσαν σφιχτά στο στήθος τους, θα έπαιρναν ατμόπλοιο για Τραπεζούντα, όπου τους περίμενε καραβάνι έτοιμο και πρόθυμο με είκοσι καμήλες. Ο επιστάτης και το πλήρωμα ήταν διδαγμένοι για το κάθε τι και η προθυμία τους για το ταξίδι, πολύ μεγάλη. Εξάλλου ο Εμίναγας τους είχε τάξει γειτονιά ολόκληρη κοντά στα ρωμέικα υδραγωγεία που εμπορεύονταν παραδοσιακά κουταλομάχαιρα και τραχύ μετάξι.

    Τη μέρα που έφευγαν για το προξενιό, ήρθε άνθρωπος της κυβέρνησης και όρισε τον Εμίναγα, υπεύθυνο για τους στρατοχωροφύλακες, τους τζανταρμάδες και τους φορατζήδες σε μια έκταση δεκαπλάσια από τα κτήματά του. Δέχτηκε κι αυτός με χαρά, έβαλε και του έρραψαν μια βελάδα και προσπάθησε να είναι αντάξιος του πόστου του. Δεν του έμενε καιρός για διασκέδαση, αλλά μια φορά την εβδομάδα τα ξεχνούσε όλα, καβαλούσε το άλογο του και έβλεπε ποδόσφαιρο στο μικρό γήπεδο στο Εγιούμπ της Πόλης και μετά μια ώρα κινηματογράφο στην παραλία στο Φανάρι με κωμωδίες.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [48]

    48. Σεχιφιέ

     

    Πλάνης και παντέρημος, ντυμένος τραχύν επενδύτη, στρατολογημένος άκεφα, ο Εμίναγας δεν ήταν επί ξύλου κρεμάμενος. Αν δεν τον καταδίωκαν τσαρικοί λοχαγοί και σαρικοφόροι του Ινδοκουχ, ντυμένοι Γκανγκα Ντίν, και θα γλύτωνε τα αίματα σε μια ξένη πατρίδα των Φαρσί, είχε καιρό να ποθήσει πάλι τον λόφο της Περγάμου, τα πλατώματα της Μαγνησίας και την λευκή θάλασσα που ήτανε κοντά. Αυτή ήτο η πατρίς του, των ρωμιών, των φραγκοφορεμένων και των λεβαντίνων γειτονιές, μαζί με πλήθος πιστών του Προφήτη, που παλιά γέμιζαν εμιράτα και τώρα ήταν ή παρίσταναν την αυτοκρατορία.

    Όταν είδε την Σεχιφιέ, κατάλαβε πως δεν έμοιαζε με καμία σκεπαστή γυναίκα της ζωής του. Μικρός είχε προσπαθήσει να μάθει κεμανέ, αγαπημένο του όργανο αλλά τώρα που την αντίκρυσε, το τραγούδι άνθισε μέσα του, από πανάρχαια ανάβρα:

    Αν μας  χτυπήσει ο  χωρισμός, καμαρωτή αγάπη μου

    Και αστροπελέκι θα σβήσει την καρδιά μου,

    Να μη νοιαστείς και ξέχνα με. Εγώ για σένα λυώνω.

    Η Σεχιφιέ ήταν κοντούλα, με δέρμα από χάσικο πανί και τα μάτια της έπιαναν μαζί με φρύδια και βλέφαρα, το μισό της προσωπάκι. Ήταν κεφάτη και δειλή, το βλέμμα της πόθος εμίρηδων που νόμιζαν πως γεννήθηκαν ποιητές. Αστόλιστη κορασιά, με εύκολο το γέλιο και χαμηλοβλεπούσα, ως μελλοντικής αγάπη όποιας πεθεράς θα της τύχαινε.

    Τα υπόλοιπα, τα σκοτεινά και βύθια που κάθε γυναίκα κρατούσε για να λιχνίζει τους ακαμάτηδες άνδρες, προσφέροντάς τους υποταγή και έρωτα, δεν μπορούσε και δεν ήθελε να τα καταλάβει. Γι αυτό και ζήτησε από τον άρχοντα της Κανταβάρ την άδεια να την κάνει γυναίκα του, αλλά όχι αμέσως – όταν με το καλό γυρνούσε στην πατρίδα και μετρούσε το έχει του. Και ο ηγεμόνας, χωρις άλλη κουβέντα, ζύγισε το κεμέρι του και είπε στον Εμίναγα πως καπαρώνει για χάρη του την κόρη για έναν ακριβώς χρόνο. Του πρόσθεσε και την προίκα που ζητούσε και έπρεπε να την κουβαλήσει μαζί του όταν θα επέστρεφε για τον γάμο.

    Ο Εμίναγας, παθιασμένος και χαρούμενος αναχώρησε και τον ευλόγησε το Κανταβάρ. Αυτό που δεν ήξερε ήταν πως ο ηγεμόνας παζάρεψε με την ωραία κόρη το προξενιό και συμφώνησε μαζί της τι ποσοστό θα λάβει απο την προίκα της. Διότι με αυτόν τον τρόπο ζούσε το χωριο αυτό. Σκοτώνοντας γαμπρούς και αποκτώντας μύριες προίκες. Ναι ήταν αιώνες δολοφόνοι και σεβαστοί, πρόθυμοι σφαγείς και τεχνίτες στα μπερδεμένα κρεβάτια. Ενίοτε άφηναν τους επίδοξους γαμπρούς να κοιμηθούν τις θηλυκές τους και κρατούσαν τα αρσενικά παιδιά ωσάν δικά τους. Οι έυπιστοι και οι ξένοι ήταν πάντοτε θύματα με αυτούς του αβασίλευτους, θηριώδεις κακόψυχους. Που έμεναν στον πλανήτη επειδή ήξεραν τα τσαλίμια του φεγγαριού, γιάτρευαν φριχτές αρρώστειες και δεν σέβονταν κανέναν νοικοκυρεμένο περαστικό.

    Από τον Τίγρη ποταμό στο ζυγό που τον χώριζε με το ποτάμι τον Χαρσιώτη με τα μέταλλα και τα ασήμια, ήταν παιχνίδι για την διμοιρία του Εμίναγα να βαδίσει δυτικά έως την Αμάσεια. Εκεί τον περίμεναν μεγάλες περιπέτειες και δύσκολες συγκυρίες. Αλλά το πρόσωπο της Σεχιφιέ τον φώτιζε όπως η Πούλια τον χαμηλωμένο, θυμωμένο ουρανό.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [47]

    47. Η έκπληξη του Εμίναγα

     

    Ένας κομψός, παρά την ταλαιπωρία του πολέμου, υπαξιωματικός-σύνδεσμος σε μια Περσική Φυλή που πολεμούσε στο πλευρό των Οθωμανών, ενάντια σε Ρώσους και Βρεττανούς, όταν η ήττα παραμόνευε παντού, πέρασε από ένα παράξενο χωριό που το κατοικούσε μόνον μια μεγάλη οικογένεια. Το χωριό λεγόταν Κανταβάρ και έμενε πεισματικά ουδέτερο σε εκείνον τον χαμό. Ο ίδιος λεγόταν Εμίναγας και υποχωρώντας με τη διμοιρία που του απόμεινε ζήτησε στέγη και τροφή εκεί, που του την παραχώρησαν με προθυμία.

    Ο Εμίναγας, παρά την μικρή του πείρα από τον κόσμο και απασχολημένος να πολεμάει Αρμενίους και ομάδες Ινδών που ήταν ντυμένοι από τους Άγγλους, ξαφνιάστηκε πολύ, όταν μπήκε στο Κανταβάρ. Δεν έμοιαζε με τις πρόχειρες, φτωχικές μάντρες των άλλων χωριών. Ήταν στην ουσία ένα ερειπωμένο ανάκτορο ακαθόριστης χρονολογίας και το μεγαλύτερο μέρος του ήταν σε υπόγειες αίθουσες και λαγούμια, που έλαμπαν από πάστρα και ήταν παράξενα επιπλωμένα, με αντίκες και έπιπλα που ταίριαζαν στην Τεχεράνη και στην Ταυρίδα,  αλλά όχι στην φριχτή ερημιά των πυλών της Κασπίας, που ο κόσμος γνώριζε, όσο γνώριζε, από τους Ασσασίνους και τον Γέρο του Βουνού.

    Τον τάισαν και τον κοίμησαν σε μάλλινα στρωσίδια και με απλό, καλομαγειρεμένο φαγητό από φούρνο. Επίσης, έφαγε, κι αυτός και οι φαντάροι του, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά της οικογένειας του γέροντα Αβδούλ, πράγμα εξωφρενικό γι’ αυτές τις γειτονιές πίσω και πέρα από τον πολιτισμό.

    Ο Αβδούλ, που ήξερε πολλές διαλέκτους και δεν είχε καν στη ζώνη του το απαραίτητο εγχειρίδιο, τους εξήγησε πως στο Κανταβάρ κατοικούσαν πάνω από ογδόντα νοματαίοι, όλοι συγγενείς και είχαν εγγυήσεις, παμπάλαιες, από αρχηγούς οικογενειών, από Σάχες και Χάνηδες της Χρυσής Ορδής, αλλά και από Χαλίφες ονομαστούς του παρελθόντος.

    Τους έπλυναν τα ρούχα, καθάρισαν και γυάλισαν τα τουφέκια τους, τους έντυσαν με μεταξωτές ρόμπες και δερμάτινα πασούμια. Μαγείρευαν τα όσπρια με βούτυρο κατσίκας και τους κερνούσαν αϊράνι νόστιμο. Από κανενός μουσαφίρη το μυαλό δεν πέρασε από τον νου πως ήταν παγίδα ή κίνδυνος. Και το πρώτο πρωινό, ο Αβδούλ είπε την ιστορία τους.

    Ήταν απόγονοι της γενιάς του Αλή από τα χρόνια του Προφήτη και ήταν απόγονοι των νικητών της μάχης στην Κτησιφώντα. Αυτά, οι πολεμιστές τα ήξεραν κι από αλλού, αλλά τρόμαξαν όταν ο Αβδούλ τους εξήγησε γιατί απολάμβαναν επί αιώνες τέτοιαν ασυλία:

    Ήταν επαγγελματίες δολοφόνοι και ξεμάτιαζαν μια ολόκληρη επαρχία ανάμεσα σε δύο λίμνες και μιαν οροσειρά. Επίσης γιάτρευαν δωρεάν τους γείτονες και ήξεραν να θεραπεύουν την χολέρα και την πανούκλα. Φρόντιζαν επίσης, με βότανα και άλλα μαγικά τα νεογέννητα παιδιά που έμοιαζαν αρρωστιάρικα.

    Δεν θα περίμενε κανένας να μην ξαφνιαστεί από τέτοιες διηγήσεις και οι ερωτήσεις του Εμίναγα και των φαντάρων του έπεφταν βροχή. Εντούτοις ο Εμίναγας, είχε μείνει αποσβολωμένος όταν το στερνοπαίδι του Αβδούλ, η Σεχιφιέ, εμφανίστηκε στο κάδρο, χαιρέτισε, και άφησε να φανεί το προσωπάκι της παραμερίζοντας τη διάφανη μαντίλα της.

    Στην Ανατολή, συνήθως ακούγονταν παραδοσιακά υπερβολές και ψέμματα, τερατολογίες και ιστορίες από τις χίλιες και μία νύχτες. Μπορεί να συνέβη κι έτσι, εκείνες τις λίγες ημέρες στο Κανταβάρ, αλλά ο Εμίναγας έπαθε μεγάλο έρωτα μπροστά την Σεχιφιέ. Όχι άδικα, μήτε παράξενα.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [46]

    46. Το όνειρο του Αλούφ

     

    Μπήκε στην Κτησιφώντα νικητής, ο εμίρης Σααδή του έδωσε την διοίκηση, την κυβέρνησε με κέφι και αποφάσισε να αλλάξει εποχή. Άλλοι νικητές αλλάζουν συμπεριφορά από έπαρση, άλλους τους δολοφονούν και τους τρώνε, μερικών το μυαλό φυραίνει και γίνονται σοφοί διδάσκαλοι. Ο Αλούφ αποφάσισε να αλλάξει εποχή. Δεν ήταν και πολύ δημοφιλές το αίτημα εκείνα τα χρόνια, διότι οι άνθρωποι πίστευαν πως διάγουν μια αξέχαστη, τεχνολογικά προηγμένη περίοδο, όπου οι θεοί ήταν στη θέση τους, οι εραστές πληθωρικοί και εφευρετικοί, τα παιδιά υπάκουα και τα τοπία αξέχαστα.

    Πήγε σε έναν Μάγο και ζήτησε βότανα και φαρμάκια για να σπρώξει τον Χρόνο μπροστά. Εκείνος, τον μέτρησε τον ζύγισε και του ετοίμασε ένα θεόπικρο καταπότιο και τον ρύθμισε έτσι, ώστε από το 15ο έτος της Εγίρας να βρεθεί στο τέλος του τελευταίου χαλιφάτου, δεκαπέντε έτη πριν την ολοσχερή καταστροφή του. Μετά, τον πότισε οπιούχα και τον άφησε να κοιμηθεί.

    O Aλούφ είδε στον ύπνο του πως κατοικούσε μια ρημαγμένη Κτησιφώντα και η άμμος άφηνε μόνον λαμπρά ερείπια πέρσικα και των Λευκών Ούννων, αλλά ψυχή καμία στον ορίζοντα. Οπότε άνοιξαν οι δύο από τους εννέα ορίζοντες και έξι από τους επτά ουρανούς και φάνηκαν δύο στρατοί ενάντιοι, αλλά από μακριά αναμεταξύ τους. Και στον βόρειο ορίζοντα ήσανε σταχτόχρωμα ντυμένοι και στο νότο στο χρώμα το χακί πλην σε είχαν σπαθιά και τόξα και καβαλάρηδες, παρά κρατούσαν ραβδιά που ξέρναγαν φωτιές με κρότο και πολλοί σιδερένιοι σωλήνες με ρόδες που υπηρετούσαν πολλοί και έτριζαν τα εδάφη κάθε φορά που ηχούσαν και έστελναν βλήματα από μίλια μακριά.

    Και μετά οι σταχτόχρωμοι με φλάμπουρο την ημισέληνο έκαναν επίθεση και τουμπάρισαν τους χακένιους που γλύτωσαν τρέχοντας και μπήκαν σε τράφους και πρόχειρα λαγούμια ολολύζοντας. Ήταν και έμοιαζαν με πόλεμο αλλά με πολλή φασαρία και πολλά σπαρμένα πτώματα που δεν τα άγγιζε κάμα και λάμα, μόνο έπεφταν χτυπημένοι από ουράνια προσταγή. Οι χακένιοι είχαν φλάμπουρο δυο σταυρούς, ίσιον και λοξόν, κόκκινο και κυανό.

    Ο αέρας ήταν ίδιος, τα ρούχα διαφορετικά, οι άνθρωποι κάπως μεγαλύτεροι και οι γλώσσες μπερδεμένες. Αλλά όταν ξύπνησε και ο Μάγος του είπε πως είδε μια μάχη του μέλλοντος, που δεν λογάριαζε συναστρίες και ζώδια και λατρεία της πυράς και ιερείς πυρολάτρες, στην αρχή δεν τον πίστεψε και θεώρησε πως ήταν τα πόσιμα που τον έβαλε να καταπιεί, τριάντα γουλιές έκαστο.

    Το ζήτημα ήταν πως αφού πλήρωσε τον Μάγο και βγήκε από την τέντα του, είδε έξω πλήθος ανδρών πολεμιστών που δεν τον έβλεπαν, αλλά αυτός ήταν παρατηρητής τους. Έξω από την τέντα είχανε στήσει στρατόπεδο, έτρωγαν  και μαγείρευαν, ενώ άλλοι ήταν σκοπιά και περίπολα. Και παράξενα μηχανήματα με ρόδες άφηναν χαρακιές στην άμμο και ο βόμβος ανυπόφορος.

    Τότε ο Αλούφ κατάλαβε πως ο θεός του τον έστειλε σε κάποια εποχή στο μακρινό μέλλον και δεν θα επέστρεφε ποτέ στην παλαιά και πρόσφατη, σύνθετη  ζωή του. Οπότε ξανακοιμήθηκε, μήπως και την ξαναβρεί, αλλά μάταιος κόπος.

    Για τον αναγνώστη και μόνο, ο Αλούφ βρέθηκε στο έτος 1915, όταν δύο συντάγματα Οθωμανών με πυροβολικό, κατάφεραν να νικήσουν τάγματα Άγγλων που δοκίμαζαν να τους πετάξουν έξω από την Περσία και πως η εποχή ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [45]

    45. Ο θάνατος ενός Ρωμαίου

     

    Η βασίλισσα Αΐντα πρόσταξε και ξάπλωσαν τον Πετρώνιο στην άμμο της θαλάσσης, έκοψαν τον κορμό ενός μικρού φοινικόδεντρου και τον έσχισαν στα δύο, φτιάχνοντας δυο νάρθηκες στα πόδια και στα χέρια του που τα ασφάλισαν με σφήνες εξωτερικά.

    Μετά, πήραν βαριοπούλα και ανάμεσα στα άκρα και στους νάρθηκες, κολλητά στο κορμί του κάρφωσαν σιδερένιες σφήνες, ώσπου να ακουστεί ο θλιβερός ήχος από κόκκαλα που σπάζουν ή ραγίζουν.

    Μετά, η βασίλισσα όρισε και πνίγηκαν οι οιμωγές του Ρωμαίου από έναν όμιλο που χτυπούσε τουμπερλάκια, ζίλιες και σαματατζίδικα χάλκινα πιάτα, ενώ με το στόμα έκραζαν την τσιρίδα του πένθους γλγλγλγλ, παίζοντας την κορυφή της γλώσσας με τον ουρανίσκο τους. Έτσι ακούγονταν μόνο μουσική.

    Ένας βαρύς σωματοφύλακας, πήρε εντολή με ένα νεύμα, τρύπησε το λαρύγγι του Ρωμαίου απ’ όπου βγαίνει η φωνή και οι οιμωγές κόπηκαν και ήρθε αιμάτινος αφρός από τις τρύπες της πληγής, άηχος.

    Αυτοί που έβλεπαν, παρακινήθηκαν και υποχρεώθηκαν να κάνουν βόλτα πατώντας το κορμί του βασανισμένου, ώρα αρκετή.

    Τον άνοιξαν επίσης με φαλτσέτες και παρατηρούσαν τα σπλάγχνα του, τραβώντας τα έξω, και τα βάφτιζαν, ψάχνονταν τα νεφρά, το στομάχι και τα έντερα, κρατώντας απείραχτη την καρδιά. Έπειτα, μπήκαν, ντυμένοι και ματωμένοι στη θάλασσα για τον καθαρμό τους, αφήνοντας τον Ρωμαίο στα σκυλιά που μύρισαν το αίμα. Και κάθισαν στην τέντα, να φάνε όλοι μαζί, κουβεντιάζοντας ήρεμα, σα να μη συνέβαινε τίποτε.

    Όταν ήρθε η ώρα να παστρέψουν το μέρος, το καθάρισαν και έριξαν πολλά καλάθια με άμμο πάνω στο ξαπλωμένο σώμα, και το σκέπασαν, χωρίς να το λυτρώσουν εξετάζοντας αν ζούσε ή αν πέθανε.

    Έτσι χάθηκε από τον κόσμο των ζώντων ο πολύς Πετρώνιος, ο βιαστής των βασιλισσών και η Αΐντα έμεινε μέρες πολλές συλλογισμένη, καθώς δεν ήρθε η χάρη της εκδίκησης να μαλακώσει τη συνείδησή της.

    Ήθελε ο βασανισμός να κρατήσει μήνες και χρόνια πολλά, να φτάσει στο φεγγάρι, να την λυπηθούν οι Θεοί, να της χαρίσουν παρηγοριά και να την ποτίσουν το σερμπέτι της ικανοποίησης, για να παψει ο δικός της βασανισμός.

    Κάτι τέτοιο δεν έγινε, μήτε θα μπορούσε να γίνει, διότι η Πετραία Αραβία ήταν τόπος όπου ο θεός κατέβαινε συχνά και μιλούσε με βοσκούς και υπηρέτες, ενώ άγγελοι περιόδευαν συχνά και προφήτευαν διάφορα, σωστά και πλανερά σε κάθε ηλικία και κάθε γλώσσα, αρκεί να τους πρόσφεραν φαγητό και υποταγή.

    Το πιο τραγικό για την Αΐντα ήταν πως έκτοτε, έσβησε μέσα της κάθε πόθος να ενωθεί με άνδρα και πως κατάλαβε την ένωσή της με την θεία φύση, που ήταν άφιλη, άμετρη και παντοδύναμη, κυριαρχούσε στη Φύση και στα Πνεύματα, αλλά δεν μπορούσε να δώσει χαρά μήτε και σε ένα άσκεφτο, χαρούμενο κουτάβι.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [44]

    44. Ο τελευταίος Ρωμαίος

    Εν τω μεταξύ, στην μακρινή Νουβία, ο στρατηγός Πετρώνιος ήταν πετρωμένος από τον Φόβο και την Ανησυχία. Δεν είχε πληροφορίες, και όσες έφταναν εκεί, τον μπέρδευαν περισσότερο. Τα περίπολα που έστειλε όπου μπορούσε, δεν γύρισαν ποτέ στο στρατόπεδό του. Από ανθρώπους της χώρας που κατείχε, έφταναν απαίσιες ειδήσεις που αρνιόταν να παραδεχτεί. Πως η Συήνη, η πιο κοντινή πόλη, ήταν αδέσποτη και εχθρική. Πως ένα μεγάλο κάστρο, η Φουστάτη, χτίστηκε πάνω στο δρόμο της επιστροφής του. Πως η Αλεξάνδρεια εχάθη και δεν υπήρχε καμία διαταγή, είτε από τη Ρώμη, είτε από τη Νέα Ρώμη, μήτε καν από τη θάλασσα. Ο στρατός του ζούσε κλέβοντας και είχε πουλήσει τις βαριές χειμωνιάτικες στολές των λεγεώνων, ντυμένος με ρόμπες και με το ζόρι κρατώντας ένα μαχαίρι για άμυνα.

    Τελευταία φορά που έπαιξε τον στρατηγό, ήταν περίπου ο μήνας που ο Αλούφ δέχτηκε την πίστη του Προφήτη. Έπρεπε να φτάσουν, όσοι ζωντανοί, στη θάλασσα, τη μεγάλη θάλασσα, απέναντι από την Ιταλία. Μια κολόνα θα βάδιζε, έστω και άοπλη, κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας. Άλλη μια αποστολή, με οδηγούς θα έμπαινε στην έρημο και θα κοιμόταν στις σπάνιες οάσεις της, προσπαθώντας να την διασχίσει. Άλλες κολόνες δεν μπόρεσε να συνάξει, επειδή οι λιποταξίες ήταν πολλές, το νερό έμοιαζε φαρμακωμένο και οι αρρώστειες θέριζαν.

    Οι δύο μεγάλες ομάδες από τις λεγεώνες που κατάντησαν πανικόβλητα πλήθη, ξεκίνησαν ταυτόχρονα και ο Πετρώνιος πήρε τον θαλασσινό δρόμο. Δεν έμαθε ποτέ πως αυτοί που πήραν το δρόμο της ερήμου, πιάστηκαν από τους Πιστούς και είτε αλλαξοπίστησαν ή σκλαβώθηκαν. Επίσης αρκετοί κατέφυγαν σε μοναστήρια της ερήμου. Κανένας δεν είδε την μεγάλη θάλασσα. Υπήρχαν και φήμες πως αρκετοί πήγαν στις χώρες των Γοριλλών και των Πυγμαίων και έμαθαν στους κατοίκους του μεγάλου δάσους ό,τι κάτεχαν από πολεμική τέχνη.

    Ο Πετρώνιος, ο ακατάδεχτος και βίαιος Πετρώνιος, έμοιαζε ζαρωμένος, σαν μια μάζα στεγνωμένο κρέας, χωρίς νου. Την κολόνα του την παράτησε μόλις βρήκε εύκαιρο ένα βαρκάκι με λοξό πανί, το επίταξε και με μια μικρή ομάδα βαθμοφόρων του, κατευθύνθηκαν βόρεια, με την Αραβία στα δεξιά τους.

    Σε δεκαπέντε μέρες, κορακιασμένοι από τη δίψα και τρώγοντας το συκώτι από μεγάλα, άφοβα ψάρια που τα τραβούσαν με το μοναδικό τους καμάκι, είδαν το όρος Σινά να βροντάει και στους πρόποδες του έναν μικρό συνοικισμό, με πολλές σκηνές και τέντες και πρόβατα σε δυο λόφους, ενώ μια μικρή σκάλα με ψαρόβαρκες βρισκόταν στην απανεμιά. Πέταξαν ό,τι όπλο διέθεταν και παρίσταναν τους βασανισμένους ταξιδιώτες στο παραμύθι που πούλησαν σε μερικούς αρματωμένους Άραβες. Αλλά ήταν η τύχη των άστρων (που είναι και η  τύχη των συγγραφέων) όταν τους έφεραν στη μεγάλη τέντα του λόφου και αντίκρυσε, ο δυστυχής Πετρώνιος, το φλογισμένο βλέμμα της Αΐντας που υπήρξε βασίλισσα της Νουβίας και τώρα, σε αραβικό χαρέμι, την έστειλαν στην ερημιά να προστατευτεί από τους πολέμους.

    Η Αΐντα πέρασε από λεπίδι του συντρόφους του Πετρώνιου, έστειλε μήνυμα στη Φουστάτη να εξοντώσουν την κολόνα των Ρωμαίων στη θάλασσα, έδεσε τον Πετρώνιο σε σταυρό και την θυμούνται να τον ατενίζει σιωπηλά, πίσω από το τούλι της τέντας της, βέβαιη πως αντίκρυζε τον τελευταίο Ρωμαίο.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [43]

    43. Το πάθος της μάχης

     

    Βεδουίνοι και ζηλωτές του Προφήτη, αναμετρήθηκαν με δέκα χιλιάδες «κλιβανάριους» (σιδερόφραχτους Πέρσες Ευγενείς) και τους κατανίκησαν σε μεγάλη μάχη έξω από την Κτησιφώντα. Οι Βεδουίνοι ήταν λιγότεροι, αλλά κατάφεραν να νικήσουν λόγω των γυναικών τους. Έτσι το εξηγούσαν Άραβες σοφοί.

    Και πώς έγινε αυτό; Πολλά χρόνια πριν, ένα ενοχλητικό γένος φάνηκε στην Κασπία και βαθμιαία κατέλαβε μεγάλη περιοχή των Περσών. Ήταν οι Λευκοί Ούννοι, που είχαν ένα γνώρισμα: πολλοί άνδρες μοιράζονταν νόμιμα και αφοσιωμένα την ίδια γυναίκα. Έτσι, υπό την επίδρασή τους, πολλοί νέοι Πέρσες, που ήταν φιλήδονοι  και συναισθηματικοί, περιέπεσαν σε μαύρη μελαγχολία, καθώς στις ευγενικές γενιές, τα κορίτσια και οι νύφες ήταν αχρείαστες και οι πάντες κυνηγούσαν πλούσιες και αυστηρές γυναίκες για να ενώνονται. Ο πόλεμος δεν ήταν πια ευκαιρία κι αφορμή να αποκτούν όμορφες σκλάβες και εξωτικές αρχόντισσες. Οι στρατώνες τους ήταν μελαγχολικοί και μια συνηθισμένη μέρα του πολέμου, ήταν γεμάτη γκρίνια, φλυαρία, πολυφαγία και τεμπελιά.

    Απεναντίας, η λαχτάρα της νέας γυναίκας και της γηρασμένης πλην σοφής μητέρας της, ήταν καταμεσής του ονείρου κάθε ζηλωτή του Προφήτη. Και η μάχη, ο τρόπος να κατακτηθεί αυτή η ευτυχία. Αλλά και ο θάνατος δεν τους ένοιαζε, επειδή ο παράδεισος δεν ήταν ακίνητα αγάλματα και ψυχές σκιώδεις και απειλητικές, αλλά μια συνεχής ευτυχία μεταξύ αδοκίμαστων παρθένων και αιτιολογημένης ηδονής.

    Οι κλιβανάριοι ήταν ακατάδεχτοι και τα δυνατά τους άλογα ήταν επίσης ντυμένα με φολιδωτό δέρμα από λευκοσίδερο και χαλκό. Τα κοντάρια τους ήταν πελώρια και οι πεζοί τους ελάχιστοι, όπως και οι φημισμένοι τους τοξότες. Με το ιππικό τους ανίκανο να στρίβει εύκολα αριστερά η δεξιά και εξαιρετικά δύσκολο να κόψει τη φόρα του, ήταν καταδικασμένοι να νικούνε όποιομ έστεκε απέναντί τους, να να ακοτώνονται από τους πλαϊνούς εχθρούς. Άσε που τα βαριά κράνη με μια σχισμή μπροστά στα μάτια ,τους τύφλωναν από τον ιδρώτα.

    Απέναντι, οι Ζηλωτές του προφήτη, φιλήδονοι, πολύγαμοι, βλάσφημοι και ερωτιάρηδες, μαθημένοι σε χαδάκια και φιλάκια και εύκολες αγκαλίτσες, από πολλές γυναίκες και παλλακίδες, δεν ήθελαν στο βάθος να πεθάνουνε στη μάχη, διότι καλός ο παράδεισος και τα ουρί του, αλλά για την επόμενη μέρα. Έως τότε, μια χαρά ήταν οι γυναίκες και τα κορίτσια, αλλά και οι μυαλωμένες γερόντισσες στα χαρέμια τους.

    Κι έτσι έπεσε η Κτησιφών και πολυάριθμα κάστρα τριγύρω της, ο νόμος που Προφήτη επιβλήθηκε τάχιστα, ενώ μια μεγάλη ομάδα πιστών, οι πιστοί του Αλή, βρήκαν την ευτυχία με την νέα πίστη. Και ο Αλούφ, δεν είχε παρά να νικάει ασταμάτητα, προσφέροντας την πρωτοκαθεδρία στον Ουμούρη και στον Χαλίντ, καθώς δεν τον ένοιαζε η δόξα και οι γυναίκες και ο πλούτος. Αυτό που τον χαρακτήριζε, ήταν η βεβαιότητα πως ήταν ζωντανός νεκρός, καθώς η παλαιά του αγάπη, η μυστηριώδης και μυστική, δεν τον ήθελε πια και του το είπε κατά πρόσωπο. Πάσχιζε λοιπόν να ροκανίσει τον καιρό, καθώς ροκάνιζε κάθε τόσο, λόχους και στρατιές με το μυαλό και το δυνατό του χέρι, σκοτώνοντας και διατηρώντας αρμαθιές από κομμένες μύτες των αντιπάλων του, τρώγοντας λιτά και πίνοντας μόνον αραιωμένο γιαούρτι, λησμονώντας τα τρία βασικά χαρακτηριστικά μιας καλής ζωής: να μπορεί να κοιμάται, να κλαίει και να γελάει.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [42]

    42. Η καρδιά της μικρής βασίλισσας

     

    Ο Αλούφ, παρέα με τον Χαλίντ και με διαταγές του Ουμούρη, ετοίμαζε το ασκέρι για την Περσία και ζήτησε την άδεια από τον Λεόντιο να επισκεφθεί την παλιά μεγάλη του αγάπη, την μικρή βασίλισσα και να πάρει την ευλογία της, καθώς ανάμεσα στις αγάπες της Σούρας και στον δύσκολο καιρό της Νουβίας, μεσολάβησαν γεγονότα που μπορούσαν εύκολα να τον ματιάσουν και η εκστρατεία να εμποδιστεί από τους Ουρανούς. Ο Λεόντιος ευχαρίστως έδωσε την άδεια και ο Αλούφ πήγε στην τέντα της και είδε πρώτη φορά την Σαναά, την κόρη που κάποτε θα μπορούσε να είναι δικό του τέκνο, αλλά οι Τύχες το θέλησαν αλλιώς.

    Ο Χρόνος είχε αλλάξει τον Αλούφ ενώ η τυφλή αγάπη του, το είδωλο πάνω στο οποίο είχε οργανώσει το μέλλον του, σε εποχή που δεν υπήρχε μέλλον, ήταν αλλαγμένη, αλλά τον ξάφνιασε η ακμή και ο  νέος της χαρακτήρας. Στη θέση ενός ειδώλου ήταν ενώπιόν του μια πανέμορφη, λυπημένη Κυρά, που κάθε τόσο ζητούσε να δει την Σαναά, και ήταν προφανές πως δεν λάτρευε, όπως παλιά, το δέρμα της, αλλά γιατροπόρευε την καρδιά της. Την καρδιά μιας μικρής βασίλισσας.

    Παράξενο που το σημειώνω, αλλά έδινε την εντύπωση μιας άπραγης παρθένου, και δεν υπήρχε ίχνος στο βλέμμα της από την λαιμαργία των ηδονών και την ασύσταση, τολμηρή της συμπεριφορά. Δεν ρώτησε τον Αλούφ μήτε για το παρελθόν, μήτε για το μεσοδιάστημα, μήτε για το παρόν. Χωρίς να του αφήσει περιθώριο απάντησης, του είπε:

    «Βρίσκομαι απέναντί σου ως μητέρα, κι ας είσαι χρόνια μεγαλύτερός σου. Δεν περίμενα να μας μεγαλώνουν τόσο τα παιδιά μας και πόσο ασήμαντα φαίνονται όλα χωρίς την ματιά τους. Ήμουν διαφορετική και όσο γνώριζα την συντροφιά της, από μέσα μου διάλεγα τον ωροσκόπο μου. Στην αρχή με ξάφνιασε και με μάγεψε η επιμονή σου να συναντηθούμε, ξεπερνώντας δύσβατους τόπους και δυσκολίες. Αλλά όταν έφυγες, το κατάλαβα και τώρα που γύρισες, πάλι το καταλαβαίνω. Δεν έγινα σοφή, αλλά είμαι μια μικρή βασίλισσα. Ξέρω πως θα κινδυνέψεις στον πόλεμο, κι ας σε ευνοούν οι συναστρίες. Ξέρω πως θα σου λείψει ο Λεόντιος που σε γλύτωνε θαυματουργικά από τις αναποδιές. Αλλά έμεινες μόνος σε τάφο της ερήμου την ώρα που με βάτευαν στρατιώτες, που γέννησα την Σαναά, που ανεβοκατέβαινα την άμμο των ταξιδιών. Γυναίκα μόνη που σου αρμόζει είναι η βασίλισσα Αΐντα, κι αυτήν, ακόμη κι αν κάποτε την έχεις, δεν θα την κατέχεις. Σε αφήνω τώρα για πιο χαρούμενες και ταπεινές  δουλειές. Ήσουν τα μαύρα και τυφλά μου νιάτα, ήσουν το ξάφνιασμα στα θαλασσινά ταξίδια και το θάρρος που μου έδωσε η υπομονετική αποκοτιά σου. Αλλά όχι πια. Έχω κόρη, μοναχοκόρη, δική μου και αλλωνών. Είδα την φρίκη και την ξεπέρασα. Είδα την ευτυχία και δεν τη γνώρισα. Δεν θέλω να πεθάνεις στον πόλεμο, αλλά και με τον θάνατο, ευτυχισμένος θα είσαι.»

    Ο Αλούφ, προσκύνησε, άγγιξε το παιδί στους κροτάφους για να είναι ανεμπόδιστη η ζωή του και μακριά από εκπλήξεις, ανέλαβε με το μυαλό και το κορμί την υπόλοιπη ζωή της μικρής βασίλισσας, ευτυχής που προτίμησε να έχει καρδιά και όχι μάταιους αναστεναγμούς. Πήγε στον πόλεμο.