Author: Μαρία Πηγά

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [61]

    61. Οι εργολαβίες

     

    «Εργολαβία» έλεγαν οι παλαιοί Αθηναίοι το κόρτε, το φλερτ. Στο Ταξίμ, σε ένα τέιο από αυτά που οργάνωνε ο Εμίνογλου, συνέβησαν τέσσερις και σας τις ιστορώ.

    Ήταν σύναξη οικογενειών, υπαλλήλων και μη μου άπτου χαρακτήρων. Υπήρχαν πολλά σοροπιαστά και δύο ταμπουράδες. Υπήρχαν δασκάλες ασυνόδευτες και γονείς μαθητριών που ήξεραν τα κοράσια. Το τσάι έρρεε ασταμάτητο.

    Στην μικρή έφηβη Αϊσέ, πλεύρισε ένας υπεράνω υποψίας γέροντας. Δήθεν φιλικός και καθόλου ερωτικός, παρομοίαζε το λευκό της πρόσωπο με ένα φεγγάρι ολόγιομο, με πυρωμένα μάτια και την κορμοστασιά της ωσάν το γαλακτερό ποτάμι του Γαλαξία που σκέπει τα δημιουργήματα του Αλλάχ. Δεν την άγγιξε, δεν την έβλεπε πονηρά, μόνον ιστορίες κατάλληλες για παιδιά της έλεγε και τάχα μπεγλέριζε το κομπολόι του, αλλά φρόντιζε, δήθεν τυχαία, να αγγίζει και να φρεσκάρει την ανάμνηση των αχαμνών του. Κανένας δεν  κατάλαβε τον ίδρωτα του πόθου που έπλενε τα μαλλιά του, αφήνοντας μικρά ρυάκια από τη μαύρη βαφή.

    Την Άφρα, απεναντίας, που ήταν πιο χαμηλοβλεπούσα και συσταζούμενη, με χειρότερο φουστάνι και πασουμάκια, της κόλλησε ένας νέος μαθητής ιεροδιδασκαλείου, επιζητώντας προφανώς ένα «χαλβέτ» δηλαδή μια επιτρεπόμενη σαρκική επαφή όπως με τις παλλακίδες των χαρεμιών. Αυτός ήταν όλο αποσπάσματα από το Κοράνι και μεγάλους ποιητές του παρελθόντος στα φωναχτά, αλλά κάθε φορά που καταλάβαινε ως δεν τους έβλεπαν, σούφρωνε παθητικά τα χείλια του, όπως σήμερα κάνουν ντακ φέης οι νιούτσικες, υποσχόμενος ουρανούς ρομαντίλας και βαρκάρηδες να λάμνουν τραγουδώντας ατζέμικους αμανέδες.

    Απεναντίας η Μπολούρ, που ήταν όχι μόνον σε ηλικία γάμου, αλλά και προκαλούσε αισθήματα και μεράκια το βλέμμα της, είχε τριγυριστεί από μπεκιάρηδες και ζευγάρια που είχαν αγόρια που γάμπριζαν και της ζητούσαν, λάμποντας η ομορφιά της, πληροφορίες και υλικό για την Κασπία και τα λιμάνια που εγνώρισε, για τα ρουχαλάκια των Περσίδων και την βροχή των Περσειδών, ενώ έπεφταν και σπόντες πώς έγινε και χαραμίστηκε χωρίς να τηνε τάξουν εδώ και δεκαπέντε χρόνους οι δικοί της σε κάποιον λεβέντη του Ισπαχάν. Και η Μπολούρ, που ήξερε από λαθραία και ένοχα αγγίγματα και βαθιά χάδια περισσότερα από τον καθένα και την καθεμία της σύναξης εκείνης, μιλούσε ως γιαβουκλού και αθώα ωραία του Γιλδίζ, διασκεδάζοντάς το πάρα πολύ

    Η τέταρτη εργολαβία στήθηκε παράμερα και αριστοτεχνικά. Ήταν ο Εμίνογλου που πρόσταξε τον αμαξά να προσέξει τα άλογα στο δρόμο και να τα ποτίσει, και πήγε δήθεν ως αφέντης να εποπτεύσει. Πέντε λεπτά έμεινε δίπλα του, στο μπράτσο αγγίζοντάς τον και στα νεφρά του, βοηθώντας τον τάχα να γεμίζει το γκιούμι και κρατώντας μετά τον μαστραπά για το ξύστρισμα, επειδή ένας ντορής είχε λερωθεί. Από τα δικά του δάχτυλα στο μπράτσο του αμαξά, γέμισε το φεγγάρι ελπίδες και λαχανιαστή καύλα, και ως αφέντης πρόλαβε να του τάξει ομορφιές και πλούτια και πουκάμισα και στολισμένα πασούμια που έγιναν αποδεκτά με χαμογελαστή σιωπή. Ο έμπειρος αμαξάς θα τον περίμενε στο Εντιρνέ Καπισί, και μαζί θα  διάλεγαν μιαν αναπαυσιά σε κάτι τάφους.

    Αργότερα,  έφυγαν όλοι ευχαριστημένοι, ο καθένας με τη μαστορική που έχτισε σε τόσον ξένο κόσμο.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [60]

    60. Τα φτερά της Φήμης

     

    Το παλιό οκταθέσιο Άλμπατρος της Λουφτχάνσα που νοικιάστηκε από τον Εμίνογλου ιδιωτικώς για να μεταφέρει τη συντροφιά του στην Τεργέστη και το εννέα ημερών ταξίδι τους με το γέρικο ποστάλι «Ίστρια» που τους άφησε στην Πόλη πριν καταλήξει στην Αζοφική θάλασσα, δεν άφησε ασυγκίνητη την τουρκική κοινωνία που διάβαζε εφημερίδες. Είχε μόλις περάσει το παγκόσμιο κραχ και η ιστορία ενός μπεκιάρη που προσπάθησε και κατάφερε να γιατρέψει την ψυχοκόρη του ενέπνευσε επιφυλλίδες στη Μεσόγειο και πολλούς επαίνους. Φτάνοντας στο κονάκι του, τον περίμεναν τηλεγραφήματα, συγκινητικές επιστολές και προσκλήσεις από προξενεία και αξιωματούχους. Κι ένα υπουργικό γραφείο του μήνυσε πως ο Πατέρας Ατατούρκ ευχαρίστως θα έπινε έναν καφέ μαζί του είτε αν τύχαινε να πάει στην Άγκυρα είτε περνώντας ο ίδιος από την Πόλη.

    Έβαλε και διαμόρφωσαν για την Αϊσέ μια κάμαρη στην ευρύχωρη σοφίτα και την επίπλωσε κατά το γούστο της. Δεν ήταν ακόμη σε θέση να διαβάζει για πολλήν ώρα, αλλά ήταν πολύ ευχάριστες οι ειδήσεις από την Άφρα, για την διάθεση των συμαθητριών της να την γνωρίσουν. Επίσης, καθώς η ιστορία τους έγινε γνωστή τόσο στη γειτονιά, αλλά και το Ταξίμ, ο Εμίνογλου δέχτηκε πλήθος προσκλήσεων του καλού κόσμου, να πιούνε ένα τσάι με εκείνον και τις ψυχοκόρες του, αλλά και για βόλτες στον Βόσπορο ή στη Χάλκη, ακόμη και για ιππασία στα πολωνέζικα τσαΐρια.

    Δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα, άρχισαν οι επισκέψεις, σύμφωνα με την ετικέτα: μπιλιετάκια, άμαξα ή αυτοκίνητο να παίρνει τον μπεκιάρη και τις κόρες του και να τους επιστρέφει στο κονάκι, φορτωμένους άνθη και κομψά ρούχα, ακόμη και σαραγλάκια με καρύδι, τα καλύτερα. Ο Εμίνογλου υπομονετικά, μάζευε τις καρτβιζίτ και έδινε τις δικές του. Και καθώς ανταπέδιδε τις επισκέψεις, έκανε καλές επαφές με ποικιλία ανθρώπων που κανονικά δεν θα γνώριζε ποτέ.

    Σε γιορτές εθνικές ή μπαϊράμια, ανάλογα την εποχή, έδινε εντολή και σε καλαθούνες του έστελναν από τα κτήματά του φρέσκα ζαρζαβατικά, καλκάνια και παλαμίδες από τις ξυλόσκαλές του και σπάνια καβούρια της Προποντίδας σε όσους τον είχαν καλέσει. Ξόδιαζε ασυλλόγιστα πολλές λίρες για να ντύνονται όμορφα τα κορίτσια,  ενώ τα συνοικέσια, ειδικά για την Μπολούρ, έπεφταν βροχή από γονείς αγοριών που ήταν σε ηλικία γάμου.

    Βέβαια το κονάκι του δεν ήταν τόσο μεγάλο για πολλά ραβαΐσια και βεγγέρες, αλλά το έλυσε κι αυτό. Κοντά του, στο ίδιο σοκάκι ρήαζε μια μεγάλη αυλή με κήπο και δέντρα. Την αγόρασε κι έχτισε ένα ευχάριστο περίπτερο από γυαλί και σκληρή καστανιά, με κουζίνα, μπάνια και όλα τα καλά. Κάθε τόσο οργάνωνε μια γιορτή, υποδέχονταν τους καλεσμένους και τα αγόρια που γάμπριζαν και στο τέλος μετά τα κεράσματα, έβγαιναν οι ψυχοκόρες ντυμένες οπτασίες σιωπηλές και όλοι τις παίνευαν.

    Μέσα στον τζερτζελέ, ο Εμίνογλου βγήκε τον χρόνο να ερωτευτεί. Τον προσέλκυσε ένας σιωπηλός και εύχαρις Κούρδος αμαξάς που τον έβλεπε και ριγούσαν τα συκώτια του. Εκείνος έμενε απόμακρος και τυπικός, μάλλον από ντροπή και φόβο. Πάντως απασχολούσε η θωριά του τόσο τον Εμίνογλου, ώστε δεν πρόσεξε πως τα κοράσια του είχαν επίσης χτυπηθεί κατά πρόσωπο και κατάστηθα, από τα φτερά του έρωτα.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [59]

    59. Βιέννη

     

    Όταν με χυλούς και δίαιτα σκληρή, το έλκος του Εμίναγα υποτάχτηκε, ο άνθρωπος σκέφτηκε και σωστά με τόσους γιατρούς που επισκέφτηκε πως ίσως ήταν ώρα να προσέξει τα ματάκια της Αϊσέ. Πήγε, λοιπόν, στον καλύτερο οφθαλμίατρο της Πόλης, γέροντα πλέον, που ζούσε σε ένα γυαλί του Βοσπόρου με την έφηβη κοπέλα, να τον συμβουλευτεί.

    Ο άνθρωπος είχε σπουδάσει στη Βιέννη και θυμόταν πως περιπτώσεις ωσάν της Αϊσέ, ήταν σπάνιες, αλλά μερικές γιατρεύονταν εκεί. Έγραψε ένα παραπεμπτικό προς κάποιον καλό του φίλο (ήλπιζε πως θα ήταν ζωντανός) και του παίνεψε τα πάντα: το τμήμα για τις οφθαλμίες, την άριστη αποστείρωση, ακόμη κι ένα κοντινό ξενοδοχείο για να μένει. Ήταν πελώριο το παλιό Νοσοκομείο- έως και συναγωγή είχαν χτίσει.

    Ένα φθινόπωρο, το πήρε απόφαση. Πήρε μια έμπειρη νοσοκόμα, έναν μεταφραστή και ένα υπηρέτη. Με το συστατικό γράμμα στην εσωτερική τσέπη της βελάδας του, πήραν, μετά  τις διατυπώσεις, το τρένο από τον σταθμό της θάλασσας, και άρχισε το ταξίδι με ένα κουπέ πρώτης θέσης, όχι πολύ πρωί. Ήταν το πιο  ακριβό ταξίδι, με το Οριάν Εξπρές. Κι έπρεπε, αλλάζοντας χώρες, να αλλάζουν και την ατμομηχανή σε κάθε χώρα, ευτυχώς όχι το βαγόνι. Από την Πόλη στο Πύθιο, μετά με ελληνική μηχανή στο Σβίλενγκραντ, με βουλγάρικη στη Νις, με σέρβικη έως την Ουγγαρία, μετά το Νόβισαντ και με Ουγγαρέζικη στη Βουδαπέστη. Βουδαπέστη-Βιέννη, ήταν  ο διεθνής συρμός, ένα χάρμα. Με τις διακοπές και τις στάσεις, το ταξίδι ξεπέρασε τις εβδομήντα ώρες.

    Ο σταθμός ήταν γεμάτος ξεναγούς, όπου έλεγες τον πόνο σου και αναλάμβαναν να σε προσανατολίσουν και  να σε βολέψουν για διαμονή. Δυστυχώς, η επιμονή του Εμίνογλου να μείνουν κοντά στο νοσοκομείο, τους κατέληξε σε έναν πολύ δεύτερο ξενώνα που τους απέλπισε όλους της συντροφιάς.

    Η επιστολή του οφθαλμίατρου δεν πήγε τελείως χαμένη, επειδή ο φίλος του είχε μεν αποθάνει, αλλά δούλευε εκεί ως γιατρουδάκι, ο μεγάλος του γιος. Μετά από τρεις μέρες στη Βιέννη, έγινε η πρώτη επίσκεψη στον πρωτογιατρό και βγήκε μια διάγνωση που μήτε ο μεταφραστής κατάφερε να ερμηνεύσει. Η Αϊσέ μπορούσε να εγχειριστεί και  ο Εμίνογλου βρήκε τα νοσήλεια εύλογα. Της βρήκαν κρεββάτι στην παιδική πτέρυγα και πέρασαν τρεις ημέρες αναμονής, ίσως οι πιο πληκτικές στη ζωή και των τεσσάρων που διασταυρώθηκε τυχαία η ζωή τους, αλλά συμφώνησαν σε αυτό. Πάντως ο Εμίνογλου περνούσε την ώρα του σε ένα καφενείο που έμοιαζε με παλιό τούρκικο. Η πόλη δεν του άρεζε. Η Αμάσεια, μάλιστα. Αυτή ήταν πόλη.

    Η εγχείριση κράτησε επτά ώρες. Της αφαίρεσαν ένα υμένιο που βρισκόταν πάνω στη κόρη των ματιών και περίμεναν τρεις ημέρες για να την ξεσκεπάσουν για να αποφύγουν την αιμορραγία. Πάνω στην εβδομάδα, άρχισε να διακρίνει φως και σκιές και στο δεκαήμερο ξεχώριζε και πρόσωπα. Θα φορούσε ειδικά γυαλιά σκοτεινά επί μήνες και θα έβαζε κολλύρια, στην αρχή πυκνά πολύ, που θα αραίωναν. Αλλά οι γιατροί το απέκλειαν να διακινδύνευε ταξίδι με τρένο. Μόνη λύση ήταν να ναυλώσουν ένα διπλάνο για Τεργέστη και από εκεί να πάρουν το ποστάλι της Βενετίας που έβγαζε, σε εννιά  ημέρες στον Βόσπορο. Αυτό και έγινε. Χάρη στον πρέσβη της Τουρκίας στη Βιέννη, που τηλεγράφησε αρμοδίως και έλαβε πληροφορίες (καλές) για τον Εμίνογλου. Το ταξίδι έκανε ντόρο και έγραψαν ακόμη και οι εφημερίδες γι’ αυτό, ενώ στην πατρίδα, το είπαν και στο ραδιόφωνο.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [58]

    58. Εκπαίδευση

     

    Στην Αϊσέ μάθαινε τούρκικα  κατ’ οίκον μια Αρμένισσα δασκάλα που έκρυβε την καταγωγή της και είχε ζήσει στην  Περσία, αλλά κανένας δεν της έδινε σημασία επειδή ήτανε επίσης τυφλή. Ήταν χάρμα αν πρόσεχες με πόση άνεση και προσοχή οι πέρσικες λέξεις γίνονταν τούρκικες και αντιστρόφως. Φυσικά, μέσα σε τρία χρόνια, καθώς ήταν όλα κουβεντιαστά, το κοράσιο έμαθε μια χαρά να μιλάει στη νέα της Πατρίδα.

    Η Άφσα έμαθε τα γράμματα σε ένα σχολείο για κοπέλες, που μελετούσε το κοράνι, αλλά ασκούσε, ως υπέρτατη ανάγκη, τον αργαλειό και την Οικοκυρική. Ήταν επιμελής, έμαθε να συνεννοείται με τα φτωχά λόγια του δρόμου και των εμπόρων- η μόνη που μπορούσε να μιλάει και λίγα ρωμέικα. Όταν βγήκε από αυτό το σχολείο, πήγε σε ιδιωτική σχολή με γαλλικά και λογιστικά, ενώ απέκτησε φιλενάδες που διάβαζαν ξένα περιοδικά και της άρεζε πολύ η μόδα και τα κουτσομπολιά. Πόθος της, να μπορέσει κάποτε να αγοράσει ένα ποδήλατο με καλάθι, ώστε να βρίσκεται σε λιβάδια του Βοσπόρου και να μαζεύει λουλούδια και πεταλούδες. Το σινεμά ήταν απαγορευμένο, όπως και τα θεάματα, αλλά η φαντασία της και οι σπάνιες φωτογραφίες των περιοδικών αντικαθιστούσαν τον ζωντανό κόσμο.

    Της Μπολούρ η μοίρα σφραγίστηκε από ένα αυστηρό αμερικάνικο κολλέγιο θηλέων, όπου για τρία χρόνια έμεινε εσωτερική, έμαθε καλά τη γλώσσα και οικονομικά, μελέτησε μουσική και Ιστορία, έτσι ώστε όταν επέστρεψε στην κατοικία του προστάτη της, ήταν σε θέση να αποκτήσει κύκλο γυναικών, να λειτουργεί ως οικονόμος και νοικοκυρά, επικεφαλής του υπηρετικού προσωπικού και στις όποιες περιπτώσεις έλειπε ο  Εμίνογλου σε ταξίδια και αποστολές, άρχισε να περιτρέχει τα λογαριαστικά του βιβλία, μαθαίνοντας αυτά που έπρεπε από γραμματικούς και λογιστές.

    Απαρεγκλίτως μια φορά τον μήνα, ενίοτε και ανά εβδομάδα και πάντοτε το καλοκαίρι, βρίσκονταν σε μεσημεριανό τραπέζι ως οικογένεια. Ειδικά το καλοκαίρι, άσχετα εάν πήγαιναν στον Τσεκμετζέ της Προποντίδας ή στην παραλία των Μετρών, στη Μαύρη θάλασσα, περνούσαν θαυμάσια με τον Ανάδοχο και Προστάτη τους. Ενίοτε έβγαιναν και με βαρκάκι τραγουδώντας, η παρήγγελναν κι έρχονταν κομπανίες με δεινούς τραγουδιστάδες για να διασκεδάσουν.

    Ο αξέχαστος, αν και υγρός και περονιασμένος τον χειμώνα πολίτικος τρόπος της ζωής. Ποικιλία μεζέδων, μικροπωλητές, παζάρια και εγκάρδιοι γείτονες, παιδιά να αναζητούν και να μυρίζουν νυχτολούλουδα, μια γεροντική νυχτερινή φωνή να ακούγεται σε έναν αμανέ, παρέες παιδιών, σπάνιοι πετροπόλεμοι στις γειτονιές, φασαρίες με το κάρο των γιαγκίνηδων που έσβηναν φωτιές σε φτωχικά σοκάκια, θάνατοι παιδιών εξαφνικοί, κηδείες σπαραχτικές και προσευχή της Παρασκευής και στις πάμφωτες, όχι πολλές αίθουσες των ευπόρων στο Μπεμπέκι , να λαμποκοπάνε οι πολυέλαιοι και τα κρυστάλλινα σερβίτσια, στους ήχους ουγγαρέζικων βιολιών και στα πνευστά μιας ξεπεσμένης περιοδεύουσας κομπανίας, συνήθως ιταλικής ή αυστριακής.

    Ναι ήταν μια ζωή αξέχαστη που σπανίως την διέκοπτε μια κρίση ή μια κατηφοριά του χρηματιστηρίου. Και τα κοράσια μεγάλωναν θαρρείς αυτόματα έως την ημέρα που ο Εμίνογλου χάλασε από έλκος το στομάχι του και τον πρόσεξαν όχι τρία παιδάκια-κοριτσάκια, αλλά τρεις νέες κοπέλες, ντυμένες μοδάτα, με καστόρινα καπέλα, που έψαξαν και βρήκαν έναν γιατρό.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [57]

    57. Η εύνοια της στιγμής

     

    Στη χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Εμίνογλου, την ώρα που έτρεχε για παρθεναγωγεία και ξένες γλώσσες, γινόταν κοσμογονία ή κατ’ άλλους, χαλασμός. Ένα κύμα μεταρρυθμίσεων του κράτους και της κοινωνίας, από τον νέο πατέρα της Τουρκίας έφερνε ενθουσιασμό, φόβο, αμηχανία και ανατροπές. Άλλαζε το αλφάβητο, το ντύσιμο, τα ονόματα, ολόκληρο το δέρμα των λαών που την κατοικούσαν. Πρώτη φορά με τόσο λίγους «ξένους» σε αυτά τα χώματα. Οι αντιδράσεις δεν περιορίζονταν μόνον στις μεγάλες ηλικίες, αλλά και σε πλήθος οπαδών του απέραντου χαλιφάτου, από το οποίο απέμεινε ένα αισθητά μικρότερο τμήμα. Και ο Κεμάλ, που διέθετε δημοφιλές πρόσωπο, ως ο άνθρωπος που γλύτωσε τη χώρα του από την καταστροφή, ήταν ταυτόχρονα και ο ίδιος που της άλλαξε σχεδόν τα πάντα.

    Το ζήτημα δεν ήταν η απόδοση περιουσιών που ανήκαν σε άλλους και η περίθαλψη των προσφύγων της Δύσης. Οι συνθήκες εργασίας άλλαξαν, όπως και οι συνθήκες της ζωής. Και υπήρχε ανάγκη να υπάρξουν ομάδες, άνθρωποι, επιτελεία και ισχυρά πρόσωπα, τα οποία θα στήριζαν το έργο του.

    Σε αυτό το κρίσιμο μεσοδιάστημα, άνθρωποι με λίγα προσόντα που δεν σκόπευαν να αλλάξουν ζωή, συντάχθηκαν με τον Κεμάλ, και ανάμεσά τους, όπως είπαμε, ο Εμίνογλου, που η συγκυρία του πρόσφερε πλήθος αγαθών, κτημάτων, αλλά και δικαιωμάτων. Καθώς η κοσμική παιδεία απλώθηκε, μια νέα γενιά αναπτύχθηκε με πάθος να εκσυγχρονιστεί, αλλά και μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, απλώς δεν είχαν το κουράγιο ή την δύναμη να αλλάξουν.

    Ο Εμίνογλου, που δεν χρωστούσε μήτε γρόσι στους  πασάδες, αλλά τα πάντα στους νέους κυβερνήτες, στάθηκε σημαντικός παράγοντας του καθεστώτος, αν και η εμπειρία του ήταν φτωχή. Αδιαμαρτύρητα πήγαινε όπου τον έστελναν, έβαζε σε δουλειές όποιους του έδειχναν και πλήρωνε μεγάλα βάρη σε είδος και χρήματα υπέρ της νέας πατρίδας που άλλαζε. Η νέα πρωτεύουσα ίσως ήταν απαραίτητο να υπάρξει αλλά δεν ήταν τα νέα κτίρια και τα υπουργεία που θα την άλλαζαν. Η Πόλη, η πόλη του Κωνσταντινούπολη ή Ισταμπούλ, άλλαζε μεν δραματικά, αλλά είχε όλες τις χάρες και την λαϊκή ευμένεια του λαού. Αν και για πολλούς ήταν πανάκριβη και χωρίς νέες υποδομές, ο Εμίνογλου έγινε βαθμιαία, ενθουσιώδης θαυμαστής της.

    Αργά και βασανιστικά, σχεδόν με το ζόρι, έμπαιναν στις φροντίδες του Εμίνογλου και χιλιάδων νέων αφεντικών, η λογαριαστική, η τροφοδοσία του πληθυσμού, η εμπορική αλληλογραφία, η επαφή με ξένες εταιρείες, η νέα αρχιτεκτονική, οι πιο ενημερωμένες εφημερίδες, το μαγικό ραδιόφωνο, τα αυτοκίνητα και ο κινηματογράφος. Ξαφνικά, το επιχειρηματικό ενδιαφέρον να υπάρξει εισαγωγή σόργου από την Περσία, φάνταζε ακατοίκητο βουνό. Νέα προϊόντα και δίκτυα, άρχιζαν σποραδικά αλλά επίμονα να ενώνουν τις πόλεις σε όλους τους ορίζοντες.

    Σε αυτά τα χρόνια, σχεδόν καθημερινά γέμιζε το μυαλό του Εμίνογλου η διάθεση να ξενητευτεί, να ξεχάσει τα πάντα, να ζήσει βίο λιτό και ξένοιαστο πουλώντας το έχει του και πηγαίνοντας σε άλλη χώρα, με μικρότερες απαιτήσεις. Αλλά πάντοτε το ανέβαλε και βασανίζοντας στον άχαρο, μοναχικό του βίο, προσδοκώντας πως η τύχη, η μοίρα και οι συναστρίες θα του έδειχναν τον δρόμο της ζωής.

    Και η μοίρα, δεν άργησε.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [56]

    56. Ψυχοκόρες

     

    Τα κοράσια με το ζόρι μπορούσαν να μιλήσουν, δεν ήξεραν τη γλώσσα. Ο Εμίνογλου τις έστειλε σε σχολείο κοριτσιών, μια τάξη από μόνες τους, αδιαφορώντας για τα ακριβά δίδακτρα. Και μετά από δύο χρονιές τις έστειλε σε ένα αυστηρό οικοτροφείο θηλέων που είχε και σχολείο, όπου μάθαιναν γλώσσες, μουσική, οικοκυρική και άλλα χρήσιμα.

    Για την Αϊσέ, φρόντισε να μείνει κι αυτή στο οικοτροφείο, αλλά της είχε τρεις δασκάλες για να μορφωθεί. Ταυτόχρονα, ζήτησε τη βοήθεια γιατρών, Ευρωπαίων, μήπως και βελτιωθεί η όρασή της. Τρελάθηκαν αυτοί σε ιατρικά συμβούλια και γνωματεύσεις ώσπου κάποιος φίλος που τον λυπήθηκε του είπε το μυστικό: το κορίτσι έχει μια ελπίδα μόνον εάν έχει περίοδο. Μόνον τότε ωριμάζουν οι παθήσεις των ματιών. Και να στείλει το παιδί σε μεγάλη χώρα, σαν τη Γερμανία. Εκεί ασχολούνται με τέτοια ζητήματα. Στο μεταξύ, ας μάθει γλώσσες και βλέπουμε.

    Τα ακατάσχετα προξενιά που κάθε τόσο πρότειναν στον Εμίνογλου, τον άφηναν αδιάφορο. Μήτε αυτός ήξερε το γιατί. Ένας τόσο δραστήριος άνθρωπος και στο μυαλό του σπανίως ερχόταν ο οίστρος, τα μεράκια και τα χαλβαδιάσματα. Θαρρείς και δεν είχε η σάρκα του συγκίνηση. Γι’ αυτό και περίμενε από τις ψυχοκόρες του, προετοιμασμένες, χαριτωμένες και αγαπημένες, να του χαρίζουν στοργή και συμπάθεια. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε.

    Στο βάθος της ψυχής του, ο Εμίνογλου αισθανόταν περίεργα μόνος. Ο έρωτάς του στην Σεφιχιέ, ήταν μοναδικός και οφείλονταν μάλλον στην ξένη χώρα, στον ξένο τόπο, σε μέρος δολοφόνων και εκφρόνων φυλών. Γι’ αυτό και κράτησε τόσον καιρό η προσήλωσή του.

    Αλλά από το σχολείο και τον στρατό, ένα πράγμα τον μάγευε : η αρσενική παρουσία. Τόσο, που ντρεπόταν να την εκφράσει. Από την εφηβεία, ήταν ερωτευμένος με δυνατούς ή τρυφερούς άνδρες και ό,τι περισσότερο ποθούσε ήταν να αφεθεί στο μπράτσο ενός ποθητού του. Επειδή τα μάτια του είχαν δει πολλά και έβλεπε, τις τραβούσαν αγόρια και νέοι από την βία και την περιφρόνηση αυτών των ποθητών λεβέντηδων, δεν τολμούσε να ανοιχτεί σε φίλους, συμμαθητές και συναδέλφους. Και φυσικά, ποτέ στους νέους κύκλους των εμπόρων, των πολιτικών και των συνεργατών του.

    Γι’ αυτό και μαθαίνοντας πως έλειπε η Σεφιχιέ από τον μελλοντικό του βίο, χάρηκε πολύ. Απίστευτα. Από την άλλη, το παιδί της το τυφλό και οι ψυχοκόρες του, του άνοιγαν έναν δρόμο ευτυχίας και προσμονής. Κλειστός άνθρωπος, ευγενής και εύπορος, έβλεπε πως δεν θα μπορούσε να γίνει η γυναίκα, η αρρεβωνιαστικιά και η ποθητή, κανενός άνδρα από εκείνους που ο ίδιος ποθούσε. Ώσπου αντικρύζοντας τις ψυχοκόρες του, το κατάλαβε:

    Ναι, δεν θα γινόταν η γυναίκα, κανενός, αλλά κάλλιστα τον βόλευε να γίνει Μητέρα. Η μητέρα αυτών των κορασίων και γιατί όχι, αργότερα να γινόταν και μητέρα των παιδιών τους. Ήταν μια βαθύζωνη αίσθηση που απέκτησε, μακριά από πόθους που δεν τον ενδιέφεραν, κοντά σε σχέσεις και σε γεγονότα που πλησίαζαν το πάθος της ζωής του και για τα οποία δεν κινδύνευε μήτε μια στιγμή.

    Γι’ αυτό και ο Εμίνογλου, υπομονετικά ύφαινε την ζωή των κοριτσιών του, ελπίζοντας, στο άδηλο μέλλον να γινόταν (και το θεωρούσε τιμή του) η Αννέ Σεχρά, η τιμημένη, σεβαστή και ακόρεστη μητέρα τους.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [55]

    55. Συνάντηση στο Μπεκιάρ Σοκάκ

     

    Άφρα, Μπολούρ και Αϊσέ, με την συνοδεία τους, άφησαν το πλοίο Trabzon με τις στενές κουκέτες και ανέβηκαν με ένα ανοιχτό Ντολμούς έως το Ταξίμ κι από κεί σε ένα καφενείο με σεπαρέ, στο Μπεκιάρ Σοκάκ ,που είχε κλείσει ο Εμίνογλου εγκαίρως, καθώς από την Τραπεζούντα του τηλεγράφησαν την άφιξη του καραβιού. Τα μπαγκάζια τους τα κουβαλούσαν δέκα χαμάληδες.

    Στο σεπαρέ, αγγάρεψαν τη μαγείρισσα να σερβίρει στα κορίτσια αϊράνι και σαραγλάκι, ενώ στην είσοδο του καφενείου περίμεναν οι συνοδοί με τα χαρτιά.

    Ο Εμίνογλου έφτασε στο καφενείο με ένα Τάτρα ενδεκάρι, παλιό μοντέλο, με σωφέρη και μίλησε με τους συνοδούς, να οδηγήσουν τους χαμάληδες στο σπίτι του που δεν ήταν μακριά. Κατόπιν μπήκε χωρίς καπέλο στο σεπαρέ και τα κορίτσια σηκώθηκαν με σεβασμό. Με νεύμα τις έπεισε να σηκώσουν τα μάτια.

    Η Άφρα είδε έναν μεγάλο, ντυμένο παράξενα, χωρίς κελεμπίες ή βρακιά, χωρίς σαρίκι και στο χέρι ένα ψαθάκι. Της φάνηκε καλός και χαμογελούσε. Από τον περίγυρο κατάλαβε πως ήταν άνθρωπος με λεφτά και ντροπαλός όπως όλοι οι μεγάλοι.

    Η Αϊσέ δεν είδε τίποτε διότι ήταν τυφλό το καημένο. Δεν σήκωσε καν το κεφάλι, διότι δεν έβλεπε νεύματα και χειρονομίες.

    Η Μπολούρ, απεναντίας, είδε έναν βαρύ άντρα που την ποθούσε και θα την πονούσε πολύ με το βάρος του επάνω της και την βαριά ανασαμιά του πάνω στο στήθος της. Αλλά έβλεπε ήδη πως θα πολιτεύονταν και ποια θα ήταν τα κέρδη της. Δηλαδή μια ζωή σε μια μεγάλη πόλη.

    Ο Εμίνογλου τίποτε από αυτά δεν είδε ή δεν σκέφτηκε. Πλημμύρισε με οδηγίες προς εαυτόν, όπως το συνήθιζε.

    Τα κορίτσια ήθελαν σχολείο. Να μάθουν γλώσσα να μιλάνε. Να μάθουν να φέρονται στην πόλη και στα χωριά. Ίσως να τα κλείσει κάπου εσωτερικά ώσπου να μάθουν να φέρονται. Ή καλύτερα να τις βάλει σε ένα από τα πατώματα του σπιτιού να ζήσουν και να μάθουν όλες τις δουλειές και το μαγείρεμα. Δεν ασχολήθηκε άλλο. Ναι, για την Μπολούρ σκέφτηκε «με αυτήν θα χαλβαδιάσω» και τέρμα.

    Κι ενώ τις κοιτούσε, τα μάτια του γέμισαν από άλλες εικόνες, από το χωριό που πρωτοσυνάντησε τη Σεφιχιέ. Ήταν σε έρημο μέρος, εξαιρετικά κατάλληλο για καλλιέργεια σόργου. Δεν είχε δει πουθενά στην Περσία. Θα έβαζε τον Αβδούλ να τον υπηρετήσει και να σπείρουν χιλιάδες χιλιάδων στρέμματα και να τα κάνει εισαγωγή τάχατες ζωοτροφές που δεν είχαν δασμό. Και να μάθει τους Πέρσες να τρώνε το αλευράκι του. Αλλά και μέσα από τα κορίτσια που θα μεγάλωναν, να είχε τις ψυχοκόρες, τις μορφωμένες και τις έμπιστες, που θα του κρατούσαν τα βιβλία, θα τους μάθαινε τρόπους και θα τις πάντρευε όλες με πάμπλουτους εμπόρους, καραβοκύρηδες και πολιτικούς. Και τα κορίτσια αυτά, θα γλύκαιναν την προσωπική του ζωή. Και μόνον αφού σκέφτηκε καταλεπτώς το μέλλον τους και το όρισε, τότε κατόπιν εορτής και παρά την μικρή τους ηλικία άρχισε να σκέφτεται ηδονές, χάδια και τερτίπια που κανένας νους δεν μπορούσε να φανταστεί.

    Ήταν ένας κηδεμόνας.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [54]

    54. Ο σόργος

     

    Γιατί ο Εμίνογλου ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό το φυτό; Διότι του φάνηκε μια πολύ ελπιδοφόρα και επικερδής επιχείρηση.

    Ο σόργος είναι ένα βεργολυγερό φυτό, που μοιάζει με το καλαμπόκι και ο σπόρος του αλέθεται και τρώγεται όπως αυτό. Έχει και ποικιλία απ’ όπου βγαίνει ένα μακρύ καλάμι, με στέρφο σπόρο και απ΄αυτό γίνονται σκούπες, γι αυτό και το λένε σκουπόχορτο. Είναι ο σπόρος των φτωχών του πλανήτη, ενώ οι εύποροι το καλλιεργούν για ζωοτροφή.

    Φυτρώνει εύκολα, δεν θέλει πολύ νερό, μήτε μεγάλη φροντίδα. Ευνοείται από το θερμό και ξερό κλίμα, γι’ αυτό και στη χώρα του Εμίνογλου υπάρχει σε αφθονία, όπως τα όσπρια. Αλλά ο Εμίνογλου, που έφαγε στο στρατιωτικό του και στις δυσκολίες των πολέμων, μπόλικα πιττάκια από αλεύρι σόργου, καθώς πολέμησε σε μέρη όπου ήταν άφθονος, σκέφτηκε να προσφέρει στην αγορά και στους συμπατριώτες του, μια καλή πηγή να τρέφονται. Δεν ήθελε και μεγάλη οργάνωση. Βρήκε καλλιεργητές, τους έδωσε μια καλή τιμή, πολύ χαμηλή σχετικά με άλλες πηγές φαγητού και η αγορά ενδιαφέρθηκε αμέσως. Σε τρία ή τέσσερα χρόνια, ο σόργος, είτε ως άλευρο, είτε ως σπόρος που ήθελε άλεσμα,υπήρχε σε όλα τα μπακάλικα και τις αποθήκες της χώρας. Με την ευκαιρία,οργάνωσε και μερικές συντεχνίες που πουλούσαν σκούπες, όμορφες, με κοντάρι ή χωρίς, για τις ανάγκες των νοικοκυριών. Οι χρυσόχρωμες σκούπες του Εμίναγα, που ξεχώριζαν από τις άλλες χάρη σε ένα καφετί διπλό δέσιμο από καφετιά λυγαριά, γινόταν ανάρπαστες στα παζάρια της χώρας.

    Οργάνωσε την παραγωγή και την διανομή, πρώτα στα ξερικά και άγονα εδάφη, στα ρείθρα των ερήμων, όπως στην Καππαδοκία και είχε στη δούλεψή του αντιπροσώπους που είχαν αναλάβει και τις σοδειές.

    Τα εισοδήματά του έγιναν τεράστια και παρά τον ανταγωνισμό που εμφανίστηκε αμέσως, οι άνθρωποι που αγόραζαν τον προτιμούσαν. Καθώς ήταν φτηνό αγαθό, δεν σκέφτηκε να το νοθέψει και έδινε σημασία ακόμη και στο τσουβάλι που είχε τη φίρμα του.

    Περνούσε ο καιρός, ξυπνούσε ο κόσμος από την περίοδο της πείνας και των άσπαρτων χωραφιών. Δουλευτές υπήρχαν πολλοί και γέμιζαν τις πόλεις και τα χωριά με την όρεξη να δουλέψουν. Ολόκληρες οικογένειες μακάριζαν την φίρμα του Εμίνογλου κι εκείνος πάντα έβρισκε ευκαιρία να κολλάει επί τόπου, σε μέρη που ο σόργος του είχε πέραση, αποθήκες, μπακάλικα και μαγαζάκια σε παζάρια που διέθεταν ένα σωρό προϊόντα από τα κτήματα και τα άλλα του προϊόντα. Ήταν ο πρώτος που έδωσε σημασία στη ρεκλάμα, που καθιέρωσε τα πιο ακριβά προϊόντα στις πολιτείες και φρόντιζε τους υπαλλήλους του.

    Όταν τα τρία κοράσια και οι συνοδοί έδωσαν γνωριμία σε άνθρωπό του στην Τραπεζούντα που περίμενε και τις έβαλε στο καράβι, ο Εμίνογλου ήταν ένας απορροφημένος επαγγελματίας, με μασούρια  λίρες που ο λόγος του περνούσε στην αγορά και στο κράτος. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να φανταστεί τα μπερεκέτια που τον περίμεναν, καθώς οι τρεις κορασιές, ωσάν τις τρεις μοίρας, θα έμπαιναν στη ζωή του και θα την άλλαζαν, όπως ο ενάντιος άνεμος δεν τρομάζει το καραβοκύρη που ξέρει να δουλέψει τα πανιά του, αρμενίζοντας.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [53]

    53. Εμίνογλου

     

    Την ώρα που τα κορίτσια από την Περσία ταξίδευαν προς τον Βόσπορο, ο Εμίναγας πρόκοβε και έμπαινε στα δύσκολα της Πολιτικής. Ένω σωρό αλλαγές συνέβαιναν στους παλαιούς Οθωμανούς που τώρα λέγονταν καθαρά Τούρκοι. Του ίδιου δεν του κόστιζε και πολύ, από Εμίναγας να αλλάξει το όνομά του και να λέγεται Εμίνογλου, αλλά  οι αλλαγές ήταν δραστικές, συχνά με μεγάλα εμπόδια.

    Η πιο μεγάλη απόφαση που πήρε, ήταν να μετακομίσει σε ένα μεγάλο σπίτι στο Μπέιογλου της Πόλης, αφήνοντας την διαχείριση της περιουσίας του σε πιστούς επιστάτες. Πάνω από διακόσια άτομα απασχολούσαν οι επιχειρήσεις του. Και είχε άμεση ανάγκη να προσλάβει υπαλλήλους και διευθυντές που κάτεχαν ξένες γλώσσες,και πολλές από αυτές ήταν γυναίκες, όπως δειλά-δειλά είχε ξεκινήσει η σχετική πρωτοβουλία.  Αλλά ο ίδιος, ενώ είχε μεταμορφωθεί κοινωνικά και πολιτικά, δεν έλεγε να καταλάβει πως τα κτήματα και τα παζάρια της Ανατολής, δεν ήταν πλέον η μόνη του απασχόληση.

    Ήταν πολύ εύκολο, εκείνα τα χρόνια να υποστηρίξεις ένα εσνάφι επαγγελματιών, να ανοίξεις μαγαζιά σε καλή περιοχή, να κάνεις εξαγωγές και εισαγωγές. Αλλ’ ήταν επίσης αληθινό, πως η παραδοσιακή δομή της χώρας, άφηνε ουσιαστικό κέρδος μόνον με τους παραδοσιακούς τρόπους. Ο κόσμος δεν είχε καλομάθεια στα μαγαζιά και στις μόδες. Ο  περιπλανώμενος έμπορος, ο μανάβης με το κάρο και ο επαγγελματίας που ήξερε καλά τις γειτονιές και τους πελάτες, ήταν ακόμη κυρίαρχοι.

    Το καινούργιο σπίτι ήταν τρίπατο, δίπλα στα ψαράδικα και στα ανθοπωλεία. Σε μια κατηφοριά γεμάτη καλά μαγαζιά, προξενεία και πολλούς Ρωμιούς, καθώς  και κοντά σε σπίτια τραπεζιτών και βιομηχάνων που είχαν άλλα τέσσερα και πέντε σπίτια. Ένα γυαλί παραλιακό στο Βόσπορο, ένα κυνηγετικό περίπτερο στα δάση κοντά στο Πολωνέζικο χωριό, κι ένα τουλάχιστον σε όροφο, πάνω από το καλύτερο μαγαζί ή γραφείο, για να ξεκουράζεται  τα μεσημέρια.

    Σύντομα, ο Εμίνογλου κατάλαβε πως τα πολλά λεφτά έβγαιναν από τους πολλούς φτωχούς , κι όχι από το κεμέρι των πλουσίων, που μπορούσαν να ψωνίζουν ό,τι ήθελαν από τις ακριβές γειτονιές. Έκανε συχνές περιοδείες, είτε προς Αδριανούπολη, είτε προς Προύσα και έβλεπε καθαρά πως οι μεγάλες αλλαγές του Κεμάλ δεν είχαν προχωρήσει σε όλα τα ζητήματα. Κι αν η κοινωνία ανέβαινε σε πολλά, οι περισσότεροι ζούσαν δύσκολα αλλά εγκαρτερώντας. Το να συνεννοηθείς με γέροντα που τηρούσε τις παραδοσιακές αξίες, ήταν το δυσκολότερο πράγμα στην Τουρκία του 1930.

    Το ταξίδι των κοριτσιών συνέπεσε με μια μεγάλη ευκαιρία του Εμίνογλου. Περιοδεύοντας, σε μια χώρα παραδοσιακή πρόσεξε πως το κλασικό εμπόριο των παζαριών έδειχνε αμετακίνητο και αιώνιο. Γι’ αυτό και έψαξε να βρει γεννήματα και προϊόντα που να ήτανε πολύ φτηνά και άφηναν μεγάλο τράτο και κέρδος. Όταν η έρευνά του ολοκληρώθηκε, ήταν σα να του ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι. Ήταν πραγματικά καλή ιδέα, που θα είχε μεγάλη πέραση. Μια μαγεμένη λέξη απ’ όπου έβγαιναν λίρες αμέτρητες. Είχε δίκιο λοιπόν που θεώρησε την έλευση των κοριτσιών της Περσίας καλοσημαδιά. Οπότε, δίπλα στο όνομα της Αϊσέ, που του θύμιζε την αξέχαστη Σεφιχιέ, ένα άλλο όνομα άρχισε να γίνεται ποθητό και σεβαστικό, απασχολώντας το μυαλό του:

    Ο σόργος.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [52]

    52. Η παιδίσκη

     

    Ενώ η Κασπία συντρόφευε τη Μαύρη θάλασσα κι επάνω στους αμαξιτούς δρόμους η λασπουριά ανάγκαζε τα πρωτόγονα αυτοκίνητα να έχουν ένα τσαπί κι ένα φτυάρι δεμένα με λουρί στο καπώ, οι καμήλες με τα φορτώματα και τα σεμνά γαϊδουράκια τρόμαζαν από τον ήχο των μοτοριών, η παιδίσκη Αϊσέ πάγωνε και έσκαγε από τη ζέστη και τις ξαφνικές παγωνιές του ταξιδιού προς την Τραπεζούντα.

    Η περέτρα της ήταν η έφηβη Άφρα και τροφός και των δύο, που επιστατούσε ως οικονόμος, η Μπολούρ η κρυσταλλένια, σε ώρα γάμου, η μεγαλύτερη. Η Μπολούρ δεν θα ξενητεύονταν επειδή την ζητούσαν για γάμο πολλοί και λεβέντες, αλλ’ ήταν η μόνη που μπορούσε να περιγράψει το κάθε τι που έβλεπε στην τυφλή παιδίσκη, με ζωντανό τρόπο που της άναβε το ενδιαφέρον και λειτουργούσε ωσάν φωνητική συνείδηση.

    Οι κοπέλες πρώτα πέρασαν από την Τεχεράνη να εφοδιαστούν με χαρτιά και μετά ταξίδεψαν έως το Ραστ και βρήκαν ένα ρωμέικο μπαρκομπέστια που τις έβγαλε σε τρεις ημέρες στο Μπακού. Ακολούθησε ο δύσκολος δρόμος από το Μπακού στο Ερζερούμ. Έρημοι, λίμνες, αντλίες πετρελαίων, φυλές που κρύβονταν σε άγονα βουνά, αντιπρόσωποι εταιρειών και πολέμαρχοι. Κι αυτά τα τοπία, κι αυτές τις φωνές, η Μπολούρ είχε το χάρισμα και τα ζωντάνευε πίσω από τα μαραμένα ματάκια της Αϊσέ και την γέμιζαν με χαρά. Αραιά και πού, φαινόταν στον ουρανό ένα διπλάνο να πετάει από τις Εταιρείες, αλλά αυτό η Μπολούρ δεν μπορούσε να το εξηγήσει στην παιδίσκη, καθώς μήτε η ίδια το καταλάβαινε.

    Η Άφρα, απεναντίας, δεν μιλούσε πολύ και δεν εξηγούσε τίποτε, αλλά τα χεράκια της βρισκόταν συχνά πάνω στο δέρμα της Αϊσέ, να την ντύνει, να την αλλάζει, να τη λούζει και να την αφήνει να κοιμάται στην αγκάλη της.

    Στο ταξίδι δεν κινδύνεψαν καθόλου, καθώς ο Αβδούλ ανέθεσε το ταξίδι σε μια Φυλή λιγόλογη που ήξερε αμέτρητα χρόνια τους κινδύνους των τόπων και φυλάγονταν. Κατάγονταν από το Μπανέχ, μια καταραμένη ερημιά που έβγαζε λήσταρχους και αντάρτες, αλλά μετά τους Άγγλους, οι περισσότεροι έγιναν ταχυδρόμοι.

    Σε όλων τις σπάνιες συνομιλίες το θέμα ήταν κυρίως η δόξα της Τραπεζούντας, οι κρεμασιές του Καυκάσου και οι άγριες χαράδρες του Καρς, ενώ όλοι παίνευαν τις πράσινες κοιλάδες φυτεμένες με τεϊόδεντρα και παραμύθια για κράτη γυναικών που κανένας δεν τις είχε ιδεί, αλλά όλοι τις πίστευαν ως μάγισσες και γιάτρισσες, ενώ ήξεραν και απο τα άστρα και τους αστερισμούς.

    Ώσπου να κατέβουν από το Ερζερούμ στη θάλασσα, το πολλών εβδομάδων ταξίδι, γέμισε την καρδιά της Αϊσέ με μεγάλη λαχτάρα και φόβο, αλλά τον έκρυβε. Κυρίως ήταν διδαγμένη, τώρα που θα γνώριζε τον άγνωστο προστάτη της, να κρύψει επιμελώς πως ήταν κόρη της Σεχιφιέ και να λέει λίγα για την πατρίδα της.

    Το κορίτσι δεν ήξερε πολλά για τον προορισμό της, αλλά ήξερε πως ήταν διαλεχτή και πως την όριζε ένα τυχερό άστρο στη ζωή της. Κι αν αυτά θα φαίνονταν φτενά και ολίγα για έναν ακμαίο άνθρωπο, φαινόταν απρόσιτο βουνό για ένα παιδί εξαρτημένο από τα λόγια των άλλων, ακόμη κι αν την πρόσεχαν και την αγαπούσαν.