Author: Μαρία Πηγά

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [71]

    71. Ντορμαντούρ

     

    Τη νύχτα που ενώθηκαν η λυγερή Μπολούρ με τον αμαξά της, ο Εμίνογλου γνώρισε  την Ντορμαντούρ. Εδώ, γίνεται διάλειμμα. Ξεχνάμε προγόνους, απογόνους, έρωτες, παιδιά, βία και μυθιστόρημα και μιλάμε μόνον για εκείνην. Διότι όταν την πρωτοείδε ο Τούρκος πολυπράγμων, στα μέρη που κατοικούσαν οι Ρωξολανοί, βαθέως μέσα στην Περσία, πέρασε καιρός που άρχισε πάλι να ενδιαφέρεται για τη ζωή και πέρασε μεγάλο διάστημα μέσα στο  μυθιστόρημα ως αποθαμένος.

    Η Ντορμαντούρ ήταν αρχαιολόγος, από το Βέλγιο μάλλον και Ντορμαντούρ δεν την έλεγαν, αλλά έτσι μόνον μπόρεσε ο Εμίνογλου να προφέρει το όνομά της. Έσκαβε ένα παλάτι Αχαιμενιδών με έναν βωμό-πυραμίδα ζωροαστρικόν και χρησιμοποιούσε αποκλειστικά εργάτες από την φυλή των Παραιτάκων, που την θεωρούσαν θεότητα. Φορούσε παντελόνια και στολή εκστρατείας, κάπνιζε ωσάν το φουγάρο και σημείωνε τα πάντα.

    Ο Εμίνογλου επισκέφτηκε την περιοχή καλεσμένος από τους Πέρσες, να ρυθμίσει μια ανταλλαγή Περσών στρατιωτών με λήσταρχους που είχαν διαφύγει στο Κουρδιστάν κι αυτός τους έπιασε και τους γύρισε πίσω. Αλλά όταν είδε αυτήν την διάφανη κυρία, από παντού γαλάζια και πράσινη, παρά τα χακί που της πήγαιναν τόσο πολύ, δεν έπραξε το παραμικρό. Του φάνηκε πως τον επισκέφθηκαν αστερισμοί και πως τα ζώδια στο στερέωμα ήταν καμωμένα από φιλιγκράν, ζαφορά και νάρδο- τόσο πολύ ο κόσμος του έγινε μυθώδης, παρασιτικός και υπεράνω.

    Η Ντορμαντούρ άγγιζε τον άψητο και τον ψημμένο πηλό, με την απαλάμη και θαρρείς πως έβγαζε θησαυρούς από το λυχνάρι του Αλαδίν και τη σπάθα του Σαλαδίνου. Του έδειχνε βουβή την άμμο που χυνότταν από τα δαχτυλάκια της κι εκείνος δάκρυζε. Ποτέ δεν έμαθε πως τον έλεγαν, αν και σίγουρα κατάλαβε την καψουρωσύνη του. Για τον Εμίνογλου, ήταν η απόλυτη κατάρρευση, που τον θεωρούσε διαφανή η διάφανη γυναίκα.

    Τα βράδια που εκείνη κοιμότανε σε αντίσκηνο με οπλισμένους Παραιτάκους, εκείνος ήταν σίγουρος πως τους κορόιδευε και πως βολτάριζε στους ουρανούς. Αν ήταν ερωτευμένος; Τι έκφραση. Αλλοπαρμένος ήταν, εξωγήινος, και γι’ αυτό πανέξυπνος και προφητικός. Η Ντορμαντούρ δεν θα του έδινε ποτέ σημασία και αγνοούσε πως θα πέθαινε νέα, βιασμένη από Καταγκέζους και μισθοφόρους στο Βελγικό Κογκό μετά εικοσιπέντε χρόνια. Αλλά ο Εμίνογλου το ήξερε και μάλιστα είχε πιάσει με τις νέες αντέννες του πως στο κονάκι του στο Ταξίμ έτρεχαν μέλια και σορόπια από τις ψυχοκόρες του και ήταν καιρός να αφήσει τα καθήκοντα και τα πλούτια και να κοιτάξει την χύμα ζωή του.

    Τέρμα το διάλειμμα.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [70]

    70. Η νύχτα

     

    Ένα φλυτζάνι γλυκό φλαμούρι με μια σταγόνα  μπελαντόνα ήπιαν οι μικρές ψυχοκόρες από τα στοργικά χεράκια της Μπολούρ. Κι όπως ήταν κανονισμένο, η ίδια ανέβηκε στη μικρή σοφίτα όπου ξέραιναν τα φρούτα και αέριζαν τους παστωμένους κολιούς για τον χειμώνα, κουβαλώντας αθόρυβα ένα κιλίμι κι ένα χράμι. Την περίμενε σιωπηλός ο αμαξάς. Έστρωσε στο πάτωμα και έπεσε στη αγκαλιά του.

    Φιλήθηκαν άτεχνα ώρα πολλή, ενώ ελευθερώνονταν από τα ρούχα τους. Εκείνου μύριζαν καπνό και χωνεμένη καβαλίνα από τα άλογά του, εκείνης μύριζαν σαπούνι και τα μαλλιά της αλισίβα με λεβάντα. Την πίεσε απαλά να καθήσει χάμω και δεν τόλμησαν να μείνουν γυμνοί. Σχισμές στα εσώρουχα και το θερμό τους δέρμα, αναμμένο από την προσμονή, στάθηκε το πρώτο τους εμπόδιο, που γρήγορα ξεπεράστηκε.

    Στο μαύρο σκοτάδι, μόλις φωτισμένο μέσα από το παραθυράκι που άφηνε τον αέρα να μπαίνει, φως από δημόσιο φανοστάτη, ξάπλωσαν τελείως κι άρχισαν να παιδεύονται από την σκληρότητα του ξύλινου πατώματος από τραχύ πελίτι και αποζητούσαν ίχνος και παρηγοριά από την σάρκα του άλλου. Αλλά ο αμαξάς δεν ήξερε. Την γύρισε κάπως απότομα μπρούμητα και εκείνη αισθάνθηκε άβολα τα γόνατά της να την στηρίζουν χάμω, ενώ οι αγκώνες της πονούσαν, όλο και λιγότερο. Διότι θέλει πείρα και αγάπη να καταφέρεις το σμίξιμο που σου πρέπει και οι δυο τους δεν διέθεταν ταλέντο και εμπειρία, ντιπ καταντίπ. Ο αμαξάς κουραζόνταν και το έδειχνε να καταφέρει να μπει στην ανθούσα της φύση, έως ότου η Μπολούρ, αυτοδίδακτη και εκνευρισμένη, αλλά δεν το έδειχνε, έβαλε τα κρινοδάχτυλα του δεξιού της χεριού, να τον βοηθήσουν.

    Εκείνος, σκλήρυνε, αγρίεψε και αισθανόταν ναυαγός που κακόπεσε σε άξενα βράχια με πεταλίδες. Ώσπου την μπήκε κι άρχισε να την λυχνίσει σαν με σβάρνα κι έπειτα να την ερευνά . Μόνο που τα βράχια ξεχάστηκαν, καθώς ήταν πλέον μέσα στο σπήλαιο το μαλακό και ποθητό και αισθάνθηκε γαλήνη, μουσική και γέμισε σκηνές παιδικές και μια ακατάσχετη ηδονή που ήταν διαφορετική τελείως από άλλες εμπειρίες του. Διότι η Μπολούρ τον δέχτηκε τον αμαξά κι εκείνος ντράπηκε και κόρωσε μαζί, σα να τον μάλωνε γελαστά ο μέγας διδάσκαλος του πόθου.

    Κι ενώ το σύμπλεγμα έμοιαζε θελκτικό και όμορφο, καθώς πηγαινόφερνε τη φύση του στον κόλπο της, άρχισε όλη η σάρκα, και των δύο να καταιγίζεται. Βέργες από φλέβες, αρτηρίες, νεύρα και κόμποι, άρχισαν να ερεθίζονται από τα νεφρά και να ραντίζουν με ηδονή την χώρα της κοιλιάς, τη συστολή του στομαχιού, έως τους βουβώνες και αμφότερα τα ιερά οστά. Στο σώμα και στη ζωή τους έμπαινε το πρωτόγνωρο αίσθημα της πληρότητας, ενώ το δέρμα τους κυλούσε αναρριγώντας σαν να ήταν από ζεστό, λυωμένο αλάβαστρο. Έπνιγαν και οι δύο τη διάθεση να βογγήξουν και να στερήσουν τον βρυχηθμό που τους πλάκωνε, από την δόξα του.

    Και μαζί, απρόσμενα μαζί άνοιξαν διάπλατα τα μάτια και το στόμα για να χωρέσει ο οίστρος και ο  ίμερος, ξερνώντας μια κόλλα από συμπάθεια, εχθρότητα και πεντακάθαρη ζωή, σε όποιο μέρος, τόπο και υμένα ήταν δυνατόν να φτάσει η ηδονή.

    Ιδρωμένοι έμειναν ακίνητοι και κολλημένοι. Κι έπειτα, ξάπλωσαν ανάσκελα και τους πήρε ο ύπνος, άλαλους και ντοπιασμένους, σαν αρνάκια που χόρτασαν της άρνας τους το γάλα.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [69]

    69. Κλειδαρότρυπα

     

    Στεναχωρημένες ή φαρμακωμένες που η Μπολούρ έδινε το χρόνο και το νάζι της στον αμαξά, οι δυο ψυχοκόρες στράφηκαν η μία στην σοφία της άλλης. Μεγαλωμένες συντροφικά σε μία ξένη χώρα, δεν έβρισκαν παρηγοριά παρά μόνον αναμεταξύ τους.

    Τι ήταν αυτός ο έρωτας, ο φοβερός που ρόδιζε μάγουλα και όλοι μαζί του ασχολούνταν αλλά μόνον από την κλειδαρότρυπα, δηλαδή αφανώς και με ντροπή; Γιατί δεν έμοιαζε με τα συνηθισμένα ανθρώπινα πάθη, μπροστά στα οποία όλες και όλοι ήταν  ομιλητικοί συμβουλευτικοί και κυρίως εκδηλωτικοί; Γιατί «τα βάσανα της αγάπης» και η «φωτιά, η ταραχή και ο αναστεναγμός» ήταν οι μόνες εκφράσεις του έρωτα, ενώ στα χείλη των γιαγιάδων, το μόνο πρόσταγμα που κρέμονταν ήταν «πρόσεχε, πρόσεχε;»

    Φαινόταν πως ο έρωτας ήταν μια μορφή αρρώστειας, που ενοχλούσε πολύ, αλλά δεν φαινόταν να τον τρομάζει κανένας. Ήταν η επιδημία που άλλαζε την έκφραση των προσώπων, τσάκιζε τον εγωισμό και τον άλλαζε σε κάτι διαφορετικό, ενώ η ζήλεια και ο πόθος ήταν τα συμπτώματά της;

    Η καθεμιά τους είχε λίγες εμπειρίες και φρόντιζε να καλυφθεί με υποθέσεις και διάφορα «εάν». Πάντως ο έρως ήταν σαφώς υπόθεση των μεγάλων και μάλιστα κρυφή και μυστηριώδης. Δεν μπορούσαν, με τα στοιχεία που είχαν, παρά μόνον να τον φοβούνται και να τον περιφρονήσουν.

    Ως φίλες στενές κι αχώριστες, έπαιρναν όρκους πίστης και μοναξιάς, ορκίζονταν πως ό,τι κι αν τους τύχει δεν θα κατέληγαν στην εξουσία του έρωτα ποτέ, κι αν την πάθαιναν κατά λάθος, η μία θα υποστήριζε την άλλη.

    Παράλληλα, διάβαζαν και άκουγαν τραγούδια που συμπονούσαν τους ερωτευμένους και διέδιδαν πάντως πως σαν την αγάπη δεν έχει, γενικώς.

    Το μόνον που διαπίστωναν, ήταν πως ό,τι κι αν σκέφτονταν γι’ αυτόν, ήταν ένα είδος ξεπεσμού, όπως αυτό που βίωνε η Μπολούρ και πως αυτόν τον ξεπεσμό μαζί θα τον αντιμετώπιζαν, επειδή ο έρωτας διέλυε φιλίες, προκαλούσε αυτοκτονίες, δολοφονίες και έκνομες πράξεις.

    Βέβαια, τους μπέρδευε επειδή τα παιδάκια, δηλαδή αυτές οι ίδιες, ήτανε «καρπός του έρωτα».

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [68]

    68. Η εξομολόγος

     

    Η συνεχής κουβέντα για τις αρετές του αμαξά, άναψε την περιέργεια, ποιας άλλης, της Μπολούρ. Και καθώς ήταν κοπέλα στην ακμή της και μπορούσε να αναριγήσει το δέρμα της από ένα παλιό περιοδικό, γρήγορα άρχισε να φαντασιώνεται τρελές εικόνες πάθους και να εκτιμά όλο και περισσότερο την παρουσία του ταπεινού, όμορφου Κούρδου.

    Και πρώτα, άρχισε να βρίσκει αιτίες κι αφορμές να βρίσκεται κοντά του, στην αρχή καλώντας τον για συμμαζέματα κατάλληλα για άνδρες, όπως μετακινήσεις επίπλων και καθάρισμα μπουριών σαλαμάντρας, κι έπειτα άρχισε να του προσφέρει, ως αντίδωρο, καφεδάκι και άρχιζε ερωτήματα και ψιλοσυζητήσεις. Οι άλλες ψυχοκόρες το σεβάστηκαν και το πολύ να ρωτούσαν «πώς πήγε το ραντεβού» όπως ρωτούσαν πειραχτικά. Η Μπολούρ δεν αντιδρούσε, αλλά το χαμόγελό της ήταν ταυτόχρονα μυστηριώδες και πρόσχαρο. Αυτά τα φλερτ, πάντα είχαν την ανάγκη μαρτύρων.

    Ο αμαξάς από την άλλη, ήταν καλλονός, αλλά όπως συμβαίνει συχνά, κάπως αργόστροφος. Κατοικούσε με μια πολυμελή οικογένεια κολλητά στο Τεκφούρ Σαράι και τους έδιωχναν κατά το Σισχανέ και είχε πρόβλημα. Μιλούσε με θαυμασμό για τον αφέντη και τις κυράδες και δεν τολμούσε να πει περισσότερα. Ένας αδελφός του μικρότερος, έτυχε και τον ρώτησε γελαστά «μήπως θέλει καμιά τους χαλβέτ;» εννοώντας χαδάκια της σάρκας ώσαν αυτά  που έγραφαν για τα χαρέμια. Ο αμαξάς τον χτύπησε με γροθιά, δήθεν αυστηρά και θυμωμένος, αλλά το μυαλό του πήρε την πρώτη στροφή.

    Σε μια από τις επόμενες επισκέψεις του, άρχισε να ρωτάει δειλά την Μπολούρ για εκείνην. Η κοπέλα δεν το θεώρησε προσβλητικό, αλλά πίστεψε πως θα γνωρίζονταν καλύτερα. Τον άρχισε λοιπόν με αναμνήσεις από την Κασπία, για Φυλές αρειμάνιες με παράξενα ήθη, για Μάγους που ξεμάτιαζαν και Ινδές παραπεταμένες που τις είχαν για να καθαρίζουν τους υπόνομους. Άκουγε και έχασκε ο αμαξάς και σε μια αποστροφή του ομιλήματός της, εκεί που τους διεκτραγωδούσε πως την έκρυψαν σε μια αποθήκη σκουπόχορτου για να μη την μολέψει ένας ληστής, συνεπαρμένος της αρπάει το χεράκι και της το έσφιξε με ταραχή. Ευθύς η Μπολούρ μετέτρεψε την ταραχή σε πάθος και κόλλησε το μάγουλό της στη ράχη της παλάμης του. Το ένα έφερε το άλλο, άρχισαν τα φιλήματα και τα αγγίγματα και το μέγα πρόβλημα και των δύο ήταν να βρούνε μέρος μέσα στο κονάκι τα δυο τους, μακριά από υπηρέτες, δασκάλες και ψυχοκόρες.

    Σας φαίνεται αδύνατο, αλλά τους πήρε τρεις μήνες. Έως τότε φιλιά και χέρια αμφοτέρων που τρύπωναν κάτω από τα ρούχα. Έμοιαζαν μαγεμένοι και αλαλιασμένοι, καθώς αναγκάζονταν να κρύβονται κι από τους εαυτούς των και συχνά, κρατιόντουσαν και η Μπολούρ, με παθιάρικη φωνή,εξομολογούνταν τη ζωή της και παρακινούσε τον αμαξά να της εκμυστηρευτεί την δική του. Αμολούσε τότε, εκείνος, ο κουτός και αργός, πλην καλλονός, μπόλικες υπερβολές, από την φτωχή του πείρα, καβγάδες με άλλους αμαξάδες, φανταστικά ταξίδια παραθαλάσσια και ορεινά, καθώς και καταγωγές από ανύπαρκτους μπέηδες, πασάδες και αγάδες που του σύντυχαν.

    Η Μπολούρ καταλάβαινε τα ψέμματά του, αλλά καθώς την άφηνε να χαϊδέψει τις κλείδες των ώμων του και να γυμνώνει το ένα του γόνατο για να δει την παιδική πληγή του, άφηνε την ζωή της να αναρπάζεται.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [67]

    67. Ο αμαξάς

     

    Δεν αναφέρω το όνομα του αμαξά που γέμιζε τη ζωή του Εμίνογλου, επειδή ως τα τώρα κανένας δεν σκέφτηκε να μου το πει. Πάντως όταν ο νοικοκύρης του σπιτιού και των κτημάτων του, έλειψε μεγάλο διάστημα από το κονάκι του, εμπιστεύτηκε τις εξόδους και την φύλαξη των κοριτσιών, σε αυτόν ειδικά, καθώς ήταν βέβαιος πως θα τις σέβονταν και θα τις πρόσεχε χωρίς παρενοχλήσεις ερωτικές.

    Κι έτσι, τα κορίτσια έβγαιναν έξω με την άμαξά του κι αυτός ήταν υπεύθυνος για τις εξόδους των. Εξάλλου ο Εμίνογλου του έταξε μια γερή αμοιβή. Εκείνες, εκτός από το χαμάμ και σπάνιες επισκέψεις σε φίλες τους, το πολύ να ποθούσαν να βρίσκονται σε μαγαζιά με ρουχικά και είδη γάμου. Δεν ήταν τότε πολύ συνηθισμένο σε γυναίκες να ψωνίζουν στην αγορά, και σχολιάζονταν συχνά. Εξάλλου είχαν και πρόγραμμα, κυρίως σε δασκάλες και άλλα μορφωτικά.

    Οι ψυχοκόρες με την Μπολούρ επικεφαλής, την υποψήφια νύφη, δεν το παράκαναν, δεν πολυέβγαιναν. Ήξεραν τα όρια. Αλλά καθώς ο μόνος αρσενικός που έβλεπαν ήταν ο Εμίνογλου, είχαν αποκτήσει οικειότητα με τον αμαξά, για τον οποίον ήξεραν ότι ο Προστάτης τον εμπιστεύονταν.

    Έτσι, μέσα στην άμαξα, άρχισαν οι κουβεντούλες και τα γελάκια. Κάθε ψυχοκόρη αισθανόταν άνετα με αυτή τη συμπεριφορά και ο αρχικά ευγενής και σιωπηλός αμαξάς, άρχισε να τσιμπάει, να λέει διάφορα, όχι πονηρά, να ξεναγεί, να λέει αστεία, να λέει τι προτιμά να τρώει, ξέρετε, αυτά τα απλά και τρέχοντα που εύκολα γλυστράνε στη φιλική συμπεριφορά. Και τα βράδια, τα κορίτσια τον ανέφεραν συχνά. Ο αμαξάς το ένα, ο αμαξάς το άλλο. Ήταν ζήτημα ημερών και εβδομάδων, η φιλική στάση να μετατραπεί σε ενδιαφέρον και το ενδιαφέρον σε προσήλωση. Άρχισαν να έχουν ελαφρές παραισθήσεις και ονειροπολήσεις. Πρόσεχαν το πρόσωπο και την φτιάξη του, τις κινήσεις και το στυλ του. Αλλά καμιά τους δεν εκδήλωνε στην άλλη εάν είχε και άλλες βλέψεις. Είχαν πάντως. Ενόσω ο Εμίνογλου πάλευε με συμμορίες και λήσταρχους, τα κορίτσια συνέκριναν τα σουσούμια του με του αμαξά και τα έβρισκαν λιγότερα.

    Όταν κάποια στιγμή η Μπολούρ, η νύφη, εκδήλωσε τον θαυμασμό της για το παράστημα και τα ωραία  του μάτια, η Άφρα και η Αϊσέ ξεσάλωσαν. Στο ένα που έλεγε η Μπολούρ, ανταποκρίνονταν με δέκα θαυμαστικά.  Ήταν προφανές πως είχαν τσιμπηθεί. Και γρήγορα ζήτησαν τη συνδρομή της υποψήφιας νύφης για να ανέβουν οι πιθανότητές τους. Με τον κατάλληλο φερετζέ ντροπής βέβαια.

    Όχι πως η Μπολουρ ήξερε πολλά, αλλά ήταν σίγουρα περισσότερα από  τις μικρότερές της. Κι άρχισαν όλες διάφορες αναγνώσεις από περιοδικά ή συζητήσεις θεωρητικές με φίλες για τη δύναμη του έρωτα, για την Σεχραζάτ και την ωραία του Γιδίζ και μπόλικες ιστορίες από τις χίλιες και μία νύχτες. Όλες εμφάνιζαν τον πόνο και τον πόθο του Έρωτα Θριαμβευτή, ακόμη κι αν κατέληγε στην αυτοκτονία των ερωτευμένων. Και όλο και περισσότερο οι εραστές στις φυλλάδες, δεν ήταν πια ο Κασίμ και το Τζίνι, αλλά είχαν αντικατασταθεί  από το πρόσωπο του αμαξά ,κι ας τον έντυναν με ρόμπες και τζουμπέδες με τελείωμα γούνας, ή με κάποιο ντύσιμο αγαπητικού με ψαθάκι μπαστουνάκι και στριμμένο μουστάκι σκληρό από την μαντέκα.

    Έτσι ήταν τότε οι καιροί.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [66]

    66. Το ληστρικό διάλειμμα

     

    Ενόσω μαγειρεύονταν γάμοι και πανηγύρια και ο Εμίνογλου ρύθμιζε την παραβατικότητα στη Θράκη, μεταξύ Στράντζας και Ερεγλή, μαθεύτηκε πως ο σόργος του, πέραν της Αρμενίας, πήρε μπουρλότο και κάηκε.

    Το έψαξε και  έμαθε πως μερικές Ατζέμικες συμμορίες, με λήσταρχους και ασσασίνους που τους έδιωξαν Περσικά αποσπάσματα από τη χώρα τους, πέρασαν στις λίμνες πάνω από τους Κούρδους και ταλαιπωρούσαν τα χωριά.

    Και πρώτα την πλήρωσαν οι δρόμοι. Τα φορτηγά με τα καύσιμα, οι αντιπρόσωποι συγκέντρωσης προϊόντων που είχαν αποθήκες και σερμαγιά και  πλήθος κτηνοτρόφοι που είχανε καμήλες, βόδια και πρόβατα. Ευθύς το κράτος πήρε τα μέτρα του και δεν ήξερες, σε μερικές εβδομάδες ποιος υπέφερε περισσότερο. Οι λήσταρχοι ή οι χωρικοί. Επειδή οι τζανταρμάδες τρέφονταν από τον πληθυσμό εκεί δεν υπήρχε ακόμη επιμελητεία.

    Οι αρχές έστειλαν τον Εμίνογλου να οργανώσει  σταθμούς και να καθοδηγήσει την φύλαξη των δρόμων. Το είχε ζητήσει ο ίδιος, διότι μεγάλο μέρος από το κεμέρι του ήταν από τα εμπόρια σκουπόχορτου και τις φτηνές ζωοτροφές.

    Κατακαλόκαιρο έφτασε, και οργανώθηκε. Μαζί του έφτασαν τουλάχιστον τριακόσιοι τζανταρμάδες, έμπειροι να αντιμετωπίζουν λαθρεμπόρους και λουλούδια της Προποντίδας που κυνηγούσαν κοντραμπατζήδες από Κύζικο και Ραιδεστό απέναντι.

    Μόνο που δυτικά της Κασπίας, η ξεραΐλα ήταν φοβερή, τα χωριά αραιά, οι λήσταρχοι πάνοπλοι, κι επιπλέον οργάνωναν απαγωγές κεχαγιάδων και γυναικών. Τους τζανταρμάδες τους διοικούσε πολύπειρος στρατηγός και ο Εμίνογλου ασφάλιζε τα κερδισμένα χωριά, βοηθούσε τους κατοίκους και έχτισε αποθήκες που φυλάγονταν. Είχε την ευκαιρία να επιθεωρήσει και την περιουσία του εκεί, που την έβλεπε μάλλον πρώτη φορά .Οι επιστάτες του είτε είχαν εξαφανιστεί ή σκοτωθεί ή ,όπως διαπίστωσε σε μερικές περιπτώσεις, είχαν πάει στις συμμορίες.

    Μετά από έναν μήνα, οι συγκρούσεις σταμάτησαν, αφού μεσολάβησαν αρκετές κρεμάλες και πλήθος φυλακίσεων, ενώ καλυτέρεψε η φύλαξη των συνόρων. Για την ακρίβεια, ο Εμίνογλου που βιαζόταν να ρίξει εμπόρευμα στα παζάρια το φθινόπωρο, βρήκε τις άκριες και πλήρωνε τους λήσταρχους να μη μπουκάρουν στη χώρα. Κόπηκαν και οι απαγωγές, επειδή οι κρεμάλες ήταν για τέτοια εγκλήματα.

    Ζήτησε και του έστειλαν από το μεγάλο κτήμα του πολλές προμήθειες με πολλά φορτώματα και τάιζε πολύ κόσμο. Όταν δεν είχαν λεφτά, τους έστελνε στα χωράφια του. Κι επειδή  δεν είχε άνθρωπο να βάλει στο πόδι του, αν έφευγε, σκαρφίστηκε να προτείνει στον αυστηρό, πολύπειρο στρατηγό έναν συνεταιρισμό. Να του δίδει το ένα τρίτο της σοδειάς ρεγάλο κι αυτό να κυβερνάει τα κτήματα με δέκα- είκοσι ενόπλους δικούς του.

    Το παζάρεμα αυτό δεν το ‘μαθε κανένας ελεγκτής και ο στρατηγός το μετάδωσε σε συναδέλφους στο στυλ “υπάρχει ένας καλός στην υπηρεσία που βοηθάει και ειρηνεύει τα χωριά”. Ώσπου να ηρεμήσουν τα πράγματα, το άλλο καλοκαίρι, παζάρια, προϊόντα και διανομές είχαν επεκταθεί έως την έρημο και το όρος Ταύρος.

    Αυτό το διάλειμμα, του έφερε τέτοιον πλούτο και υποστήριξη στην πρωτεύουσα, που τον τρόμαξε. Πάντως κανόνισε και έφερε πρώτος σινεμάδες στην Καππαδοκία και τα καινούργια ατσάλινα δρεπάνια. Έτσι γινόταν τότε η πρόοδος.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [65]

    65. Η νύφη

     

    Η είδηση πως ο Εμίνογλου αναζητούσε προξενήτρες για να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί, αναγγέλθηκε από τον ίδιον στις ψυχοκόρες του, σε ένα δείπνο Παρασκευής. Οι κοπέλες χάρηκαν, του ευχήθηκαν κάθε καλό και ο Εμίνογλου έμοιαζε ευχαριστημένος.

    Εκείνη που άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά, ήταν η Μπολούρ, η Ατζέμισσα. Μέσα στην εγκάρδια διάθεση, σκέφτηκε να αστειευτεί και είπε «γιατι να ψάχνεις σε ξένο κόσμο όταν έχεις μπροστά σου τρεις νύφες;» κι έδειξε έναν γύρο.

    Το αστείο δεν έπιασε- απεναντίας έπεσε γενική βουβαμάρα και περισυλλογή. Ο Εμίνογλου αποσβολώθηκε και χαμογέλασε, αλλά την επομένη βρήκε έναν δικολάβο και τον ρώτησε. Όντως δεν υπήρχε εμπόδιο, επειδή με τα κοράσια δεν τον έδενε οικογενειακός ή πνευματικός δεσμός. Τεχνικά, προστάτευε τρεις νέες γυναίκες, χάρη την καλή του πρόθεση. Τίποτε άλλο. Με την Αϊσέ και την Άφρα τον χώριζαν πολλά χρόνια, αλλά η Μπολούρ ήταν δέκα χρόνια πιο μεγάλη και από τις δυο. Κατά τα τρέχοντα έθιμα, κόντευε να γίνει μεγαλοκοπέλα. Ένας γάμος με τον Εμίνογλου ήταν απολύτως δυνατός.

    Τόσο ο  Εμίνογλου, όσο και η Μπολούρ, πέρασαν λίγες μέρες περισυλλογής. Η Αϊσέ και η Άφρα, ήταν τόσο ενθουσιασμένες με το ενδεχόμενο, ώστε τριβέλιζαν το μυαλό της με ευχές και ευτυχία. Πώς δεν το σκέφτηκαν έως τότε! Ο προστάτης τους, που τους φερόταν τόσο ιπποτικά και άψογα, θα ήταν ευτυχής αντικαθιστώντας το καθεστώς της προστασίας με έναν δεμένο γάμο. Έτσι το έβλεπαν και δε δίσταζαν να το διαφημίζουν.

    Αναπάντεχα καλή φάνηκε η ιδέα και στον Εμίνογλου που σκόπευε να παντρευτεί για να μην υπάρξουν διαδόσεις πως μπερμπάντευε με έναν αμαξά, ανάξιό του. Ξαφνικά, δε χρειαζόταν να αλλάξει συνήθειες, και να φιλοξενήσει στο κονάκι του μιαν άγνωστη. Ήξερε καλά την Μπολούρ, πως ήταν φιλότιμη, σταθερή και αγαπούσε τα κοράσια, ενδεχομένως και τον ίδιο. Επίσης η στάση του επί πολλά χρόνια, ήταν μια εγγύηση πως δεν θα ταράζονταν  ο βίος του με ξένους χαρακτήρες και περίεργα συμπεθέρια.

    Στην καρδιά της Μπολούρ δεν υπήρξε επισήμως διαταραχή. Αγνοούσε επίτηδες τα σουσούμια του προστάτη της και τον συμπαθούσε επειδή της φερόταν ανθρώπινα, γι’ αυτό και αισθανόταν σε θέση να αστειεύεται μαζί του- τέτοιο θάρρος. Ο πλούτος και η στάση του να φροντίζει με ευγένεια τα πάντα, την θέρμαινε. Αλλά ήταν ντροπιάρα, κι άλλο τόσο ήταν και ο Εμίνογλου.

    Έτσι, αμφότεροι περίμεναν την ευκαιρία ενός άλλου γεύματος, όπου η Αϊσέ αυτή τη φορά, αστειεύτηκε: «τι θα γίνει, θα σας πουμε καμιά φορα μπαμπά και μάνα». Το υποψήφιο ζεύγος γέλασε ταυτόχρονα και ο Εμίνογλου άδραξε την ευκαιρία; «Τι λές Μπολούρ; Να παντρευτούμε;»

    «Ναι» απάντησε εκείνη αυτόματα και όλοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.

    Το μεγάλο μυστικό έμεινε αόρατο και απειλητικό γύρω τους σαν Μόρα και Καταδίκη και Τυραννία . Ο Εμίνογλου παντρεύονταν για να μασκάρει τον έρωτά του με τον αμαξά,  η Μπολούρ επειδή βιαζόταν να παίξει όλες της στάσεις του περιοδικού που της έδωσε μια γρηά γειτόνισσα.

    Κατά τα άλλα, θα ήταν ένας καλός και σίγουρος γάμος.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [64]

    64. Ο καταδότης ηγεμόνας

     

    Παρόλο που το συζητούσε, αλλά δεν το περίμενε, ο Εμίνογλου ορίστηκε προϊστάμενος σε μια υπηρεσία των Τζανταρμάδων, υπεύθυνος για τον ιματισμό και την τροφοδοσία. Έμοιαζε εικονική θέση, χωρίς αρμοδιότητες, αφού υπήρχαν ένστολες υπηρεσίας ήδη, που δούλευαν μια χαρά. Αλλά κατάλαβε πως τον ήθελαν για να εποπτεύει την περιοχή από τον Έβρο έως τα κτήματά του, για κατασκόπους, εχθρούς του καθεστώτος και ιδίως, κολλημένους θεοσεβούμενους που δεν καταλάβαιναν και εχθρεύονταν τις μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ, στη γλώσσα, στο αλφάβητο, στο ντύσιμο και πλήθος άλλα.

    Ο Εμίνογλου κατάλαβε πως τον ήθελαν για γενικό καταδότη, υπολογίζοντας πως η τεράστια κτηματική του περιουσία, από θάλασσα σε θάλασσα, τον έφερνε σε νταραβέρια με πολλούς αγρότες, καλλιεργητές και πολλούς περιστασιακούς εργάτες που χρειαζόνταν για την περιουσία του. Επίσης μπορούσε να επηρεάσει πλήθος πλανόδιων εμπόρων που κουβαλούσαν με τα κάρα τους ζαρζαβάτια και άλλα εμπορεύματα.

    Βέβαια, δεν περίμενε τέτοιο εύρος καρφώματος. Δεν χρειαζόταν να περιοδεύει ψάχνοντας τους ενάντιους. Κάθε μέρα του ερχόταν καταγγελίες, αναφορές μαρτυρίες από την στρατοχωροφυλακή για οικογένειες, γέροντες και πεισματάρηδες που έλεγαν μια κουβέντα παραπάνω στα καφενεία ή αρνιότανε να βάλουνε τραγιάσκα αντί για φέσι. Η δουλειά του ήτανε να πείθει με το καλό ή με δωράκια με μικρές εύνοιες, εκπτώσεις στο εμπόρευμα, αλλά και εξασφάλιση πελατείας. Σ’ αυτό ήταν πολύ καλός εξάλλου. Σπάνια καλούσε κόσμο στο γραφείο της υπηρεσίας. Απεναντίας είχε ορμηνέψει τους επιστάτες του να φέρονται έτσι ή αλλιώς στους μικρούς εμπόρους. Τα φέσια χάθηκαν γρήγορα, τις διαμαρτυρίες τις έκοψαν οι οικογένειες όταν είχαν δυο ή τρία παιδιά να δουλεύουν στις σκάλες ή στα μποστάνια. Και η δουλειά με τον σόργο γιγαντωνόταν μέρα με τη μέρα. Ήρθε εποχή που πλήρωνε και είκοσι χιλιάδες κόσμο σε καμιά εκατοστή επιχειρήσεις του και μάλιστα με ελάχιστο μεροκάματο και πολλή παροχή φτηνών τροφίμων.

    Με αυτά και με άλλα, σπάνια κατέληγε στο κονάκι του στο Ταξίμ. Τα κορίτσια του μεγάλωναν και του έστελναν κατά παράκλησή του ένα γραμματάκι το μήνα με τα νέα τους. Αλλά ο ίδιος στηρίζοντας στους υπαλλήλους και υπηρέτες του, που τον πληροφορούσαν επακριβώς για τις λεπτομέρειες. Και έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του όταν ανέθεσε το καθήκον να του φέρνει τα χαμπέρια, ο αγαπημένος του Κούρδος αμαξάς.

    Οι συναντήσεις του έτσι, δεν παραξένευαν κανέναν και η έξαψη στη σχέση τους έμεινε μυστική. Τραγούδια και ιστορίες για νυχτέρια θα κάλυπταν εκείνα τα εξαίσια απογεύματα μεταξύ τους.

    Αλλά όλες οι στιγμές του βίου είναι πλεχτά που έχουν και ανάποδη πλευρά. Ο Εμίνογλου αργά κατάλαβε πως δούλευε σε υπηρεσία  χωροφυλακής, δηλαδή ανθρώπων μαθημένων να ψυλλιάζονται το κάθε τι, να μην εμπιστεύονται κανέναν και να ψάχνουν κάτω από το χαλί. Κι έτσι, η σχέση με τον αμαξά διαδόθηκε αμέσως στα διπλανά γραφεία και την μουρμούριζαν όχι μόνον οι τζανταρμάδες, αλλά και απλοί άνθρωπο της αγοράς και των χωραφιών.

    Ο Εμίνογλου δεν πανικοβλήθηκε, αλλά πήρε τα μέτρα του. Και αποφάσισε πως για να κλείσει στόματα και να αδιαφορήσουν για τη ζωή του, έπρεπε να τους χαρίσει μια δική του ζωή συνηθισμένη. Έτσι άρχισε τα προξενιά, να γαμπρίζει και να παραπονιέται πως από την πολλή δουλειά και τις σκοτούρες, θα πέθνησκε άκληρος και μπακούρι.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [63]

    63. Στο χαμάμ

     

    Μια σελίδα με την πιο προκλητική φωτογραφία έγινε μπαλάκι στα χέρια της Μπολούρ και την πήρε μαζί της στην επίσκεψη που έκαναν κάθε μήνα οι ψυχοκόρες στο χαμάμ από ένα κοντινό βακούφι. Ήθελε να βρει τρόπο να μάθει για την έκταση του πάθους και της ενοχής που την τύλιγε. Αφήνοντας τα ρουχάκια της και παίρνοντας τις γαλότσες και τα μπουρνούζια, φρόντισε, εκεί που σύχναζαν οι άλλες κυράδες, να ισιώσει το χαρτί και να το αφήσει απλωμένο στο πέτρινο κάθισμα. Στάθηκε μετά την κώχη της πόρτας και δήθεν ξετύλιγε τα μαλλιά της.

    Πρώτη το είδε μια προφανώς γιαβουκλού κυρά, που το άρπαξε και το έδειξε σε μια της φιληνάδα. Μουρμούριζαν και χασκογελούσαν και εκείνη, τάχα άμαθη, τις ρώτησε τι ήταν αυτή η φωτογραφία. Την μέτρησαν με το βλέμμα  την βρήκαν ενήλικη και την ενημέρωσαν. Ήταν φωτογραφία, απαγορευμένη βέβαια, από την Ευρώπη και δυνάμωνε τον οίστρο των ανδρών.

    Η Μπολούρ έμαθε ένα σωρό λεπτομέρειες για κονάκια της αμαρτίας , κολλημένα στο λιμάνι και σε αλάνες πριν το Γεντι Κουλέ, αλλά και για άνδρες συνετούς που έδειχναν τις φωτογραφίες στις γυναίκες τους και τους έλεγαν «θέλω να μου κάνεις αυτό κι αυτό».

    Η Άφρα, δίπλα της, ενδιαφέρθηκε, αλλά δεν ταράχτηκε, μικρο κορίτσι, βλέποντας τη φωτογραφία. Η Μπολούρ την ρώτησε το γιατί κι εκείνη της ανέφερε πως μια γρηά στη γειτονιά της έδινε συνέχεια τέτοια χαρτιά και εκείνη τα χάζευε συχνά . Ήταν κατά τη γνώμη της παράξενα καμώματα που έκαναν οι μεγάλοι άνθρωποι μεταξύ τους και όταν μεγάλωνε θα έκανε κι αυτή τα ίδια. Εξάλλου, τη μεγάλη συλλογή τηνε κρατούσε η Αϊσέ που φύλαγε πάκα κρυμμένα όπου μπορούσε.

    Στο σπίτι, έπεσε ανάκριση. Η Αϊσέ ομολόγησε πως μάζευε αυτές τις αμαρτίες επειδή είχε ολίγους μήνες που έβλεπε το φως της μέρας. Και είπε στις άλλες δύο πως τις μάζευε επειδή όταν ήταν τυφλή στην Περσία αλλά και αργότερα, άγνωστα χέρια και χείλια, ανδρικά και γυναικεία, την χάιδευαν και την μάλαζαν μέσα στη σιωπή κι αυτό της άρεζε. Πολύ.

    Η Μπολούρ ταράχτηκε αλλά το έκρυψε. Και ζήτησε από την  Αϊσέ να της δείξει το πώς. Αυτό που ένοιωσε ήταν αξέχαστο ιδίως όταν έκλεινε τα μάτια.

    Έπειτα οι τρεις κοπέλες ασχολήθηκαν με το ποιες και ποιοι μπορεί να έπραξαν αυτά στην Αϊσέ, σκέφτηκαν άτομα, από την Κασπία, το ταξίδι και το καράβι και κατέληξαν σε μερικά.

    Μετά, αναλύθηκαν σε γελάκια πνιχτά. Ήταν μια βουβή συμφωνία καθώς τσιμπούσε ή χάιδευε η μια την άλλη, κρύβοντας τον ουράνιο ερεθισμό με την απάτη της Χώρας των Γελώτων.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [62]

    62. Ένα ταλαιπωρημένο περιοδικό

     

    Αυτή η ανέμελη, μυστική, κάπως βαρετή ζωή των κοριτσιών, φαινόταν πως θα κυλήσει αδιατάρακτη, αλλά κανείς ποτέ τίποτε δεν ξέρει. Ο Εμίνογλου πέρασε φρικτές νύχτες όταν τον πληροφόρησαν πως η κυβέρνηση τον σκέφτηκε ως πολιτικο επίτροπο  των Τζανταρμάδων, των στρατοχωροφυλάκων κι εκείνος δεν είχε ιδέα περί τίνος πρόκειται. Αποδείχτηκε πως ήταν διάδοση, αλλα ο ίδιος πανικοβλήθηκε στο ενδεχόμενο να τιμηθεί σε θέση για την οποία τίποτε δεν γνώριζε, με βέβαια την αποτυχία του.

    Εκείνες τις ημέρες, απογευματάκι, η Μπολούρ έμπαινε στο σοκάκι της βιαστική και ασυνόδευτη, όταν από ένα μαγαζί που είχε μόνον μια πόρτα στον δρόμο και κατέβαινε μετά σε υπόγειο, μια κακοντυμένη γραία, θαρρείς παραφυλάγοντάς την, την χαιρέτησε γελαστή και η κοπέλα με σεβασμό αντιχαιρέτισε. Μονάχες τους στο σοκάκι. Τότε, η γραία, αστραπιαία, της πέρασε στην παλάμη ένα λερό μισολυωμένο περιοδικό χωρίς εξώφυλλο με την προτροπή «πάρε να χαρείς, όμορφή μου». Εκείνη προσπάθησε να αρνηθεί, αλλά η έμπειρη της μοναχικής πόρτας δραπέτευσε με ταχύτητα στα έγκατα του υπογείου, οπότε η Μπολούρ έκρυψε το παλιόπραμα ανάμεσα στη ζώνη και στη μαντήλα της.

    Στο φως του ηλεκτρικού, κοίταξε το λείψανο του περιοδικού και νόμισε πως θα της βγει η ψυχή. Ήταν φωτογραφίες χωρίς λόγια, από γυναίκες γυμνές, ή μισόγυμνες που κοίταζαν το φακό με τόλμη και βαμμένες βαριά, φορώντας σε λίγα σημεία τούλια και μούλια ή ξάπλωναν σε καναπέδες και πολτρόνες. Και στο  τέλος του ξεφυλλίσματος, ήταν τα μεγάλα δεινά: υπήρχαν σελίδες με ντυμένους άνδρες που ασύστολα παίνευαν τη στύση τους ενώ άλλες γυμνές γυναίκες τους χαϊδεύανε και με λυπημένο βλέμμα έδειχναν μαγεμένες.

    Για την Μπολούρ, που έκτοτε και για κανέναν μήνα ξεμοναχιάζονταν παρέα με το περιοδικό, ήταν η ίδια η κόλαση αυτοπροσώπως. Πρέπει να ξεφύλλισε τις μικρές, σακατεμένες σελίδες μύριες φορές, απ’ την καλή και την ανάποδη, στοχοποιώντας την λευκή σάρκα των γυναικών, μένοντας εμμονικά σε μερικές που πράγματι την αναστάτωναν και με το άλλο μάτι στην κλειστή θύρα, μη και έχει επισκέψεις.

    Μετά άρχισε να μιμείται μερικών τις πόζες και να φέρνει το χέρι της εκεί όπου έδειχναν οι φωτογραφίες και ανακάλυψε πως απέκτησε το βλέμμα τους. Διότι αισθανόταν ερεθισμό και ντροπή ταυτόχρονα. Στο τέλος της εβδομάδας, δεν είχε χορτάσει η ματιά της και ανακάλυψε πως το σώμα της ήταν μια μηχανή γλύκας και ανησυχίας και κατάλαβε πως η ζωή της ήταν αδύνατο να περάσει κρυφοκοιτάζοντάς το. Τολμηρά δοκίμαζε επαφές, τα χέρια της μαλακά αργοκίνητα σαλιγκάρια που έψαυαν το κάθε τι δικό της και ποθούσε όλο και περισσότερο να έχει έναν καθρέφτη στην κάμαρη να τον κοιτάει, πλην δε διέθετε. Με το παντζούρι κλειστό κοιτάζονταν στο μισάνοιχτο τζαμιλίκι και χάζευε τον εαυτό της, ώσπου ανακάλυψε ότι κι ένα λεκανάκι με ακίνητο νερό έκανε την ίδια δουλειά Κοίταζε αποσπασματικά το κορμί της εκεί μέσα και κάθε φορά που έσταζε ο ίδρως της από λαγνεία, η εικόνα δραπέτευε στους ομόκεντρους κύκλους το νερού που απομακρύνονταν.

    Δεν την έπαιρνε είδηση κανένας. Ήταν εκεί, μαζί με τις εικόνες της. Ένας θερμός, αμαρτωλός κόσμος ανοίγονταν μπροστά της. Δεν ήξερε πώς να φερθεί και τι να κάνει. Καταλάβαινε πως υπήρχε συνέχεια, αλλά δεν ήξερε το πώς και το γιατί, μέσα στην κάμαρή της, σε εκείνο το κονάκι.