Author: Μαρία Πηγά

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [81]

    81. Η κουρσάρα

     

    Γύρισε η Αϊσέ στο δρόμο της και στη δουλειά της, με το δέρμα της σεντέφι και να θροΐζει η λινομέταξη φούστα κι από μέσα λασπωμένα τα μποτάκια της από δέρμα κάστορα και η Άφρα άρχισε να σχεδιάζει την απαγωγή.

    Χρειαζόταν βέβαια η σκούνα και σε ειδική διαμόρφωση ένα κελί κάτω από τη γοργόνα και το τσιμπούκι της πλώρη, ώστε να χλαπατάει το μπροστινό άρμενο από τους αέρηδες να μην ακούνε τις τσιρίδες της οι ναύτες.

    Κι έπρεπε, ώσπου να την χώσουνε στη σκούνα, να διαλέξουνε το μέρος που θα την άρπαζαν και έκρινε πως ο πιο κατάλληλος τόπος ήταν το Γιαλίκιοϊ, στην άκρη μιας ξεραΐλας που μπορούσε να ποδίσει το πλεούμενο, τάχα για επισκευές. Και το αυτοκίνητό της να το παρατήσουνε στην επαρχία Ραιδεστού, να μπερδευτούν τα καρακόλια.

    Και ως δικαιολογία προκειμένου να φτάσει εκεί, να ήτανε μια τεράστια αλαταριά, μεταξύ μιας λίμνης και της θαλάσσης που ήταν υποτίθεται βολικός τόπος  να χτίσει ένα αλατορυχείο, να βάζει στα τουρσιά των κτημάτων της.

    Σιδερένιο σκαρί δεν έβρισκε να αγοράσει, ώστε να τοποθετήσει ένα λαθραίο πολυβόλο να βαράει τις τράτες και με βαριά καρδιά σκέφτηκε να οπλίσει τη σκούπα, πολύ μασκαρεμένη.

    Κι ενώ έχτιζε τη συνωμοσία, αφήνονταν σε ονειροπολήσεις, πώς ς θα στρίμωχνε την αβρή ψυχοκόρη και τι παιδεμοί την παραφύλαγαν.

    Κι όσο το σκέφτονταν, η καύλα της μεγάλωνε, επειδή καταλάβαινε πως σαν τις εναλλαγές δεν έχει και πως έπρεπε να μοιράζει τα βάσανα με πολυτέλειες και ποτέ η Αϊσέ να μην ένοιωθε πως θα υπέφερε εξαιτίαςτης Άφρας. Αυτό και μόνον την τάραζε ευχάριστα. Διότι, έτσι και πάρεις απόφαση να λιώσει ο άλλος στα χέρια σου, δεν θέλεις να είναι μονοκόμματο και ντουγρού το βάσανο, παρά πως έπρεπε να χτυπηθεί αλύπητα το μυαλό του αιχμαλωτισμένου.

    Στην αρχή, κρατούσε την ονειροπόληση για τον εαυτό της και δεν ήθελε συνεταίρο στην απατεωνία. Γρήγορα κατάλαβε πωςαυτό δεν ήταν δυναό και έπρεπε να έχει αδέλφια και μπράτιμους που να την εμπιστεύονταιείτε για πόθο, είτε για χρήματα, είτε για κέρδος επειδή άλλο είναι το κέρδοςκαι άλλος είναι ο πλούτος. 

    Άφρα, η θρυλική κουρσάρα. Έτσι θα την ήξεραν. Μια φεγγαρόπετρα πράσινη, να βγαίνει από κοχλαστή λάσπη της Μαύρης θάλασσας, ανάμεσα απο αστερίες και από εκείνο το καστανό γιούσουρι που έβγαινε από το τριμμένο κοχυλάκι του Δούναβη.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [80]

    80. Πάνω στο καφεδάκι

     

    Γυρνώντας από τη σαντάλα, μπήκαν στο καλύβι της Άφρας και εκείνη παράγγειλε καφεδάκια σε έναν κλητήρα και έστριψε ακατάστατα μια χειροποίητη τσουγάρα όσο μια παλάμη, με το συμπάθειο.

    Καπνίζεις; Απορεί η Αϊσέ.

    -Και καπνίζω και πίνω και τρώγω τον άμπακο. Η θάλασσα μου δίνει δύναμη και κέφι.

    -Εμένα μου φαίνεται πως σε εμπνέει ο καπετάνιος.

    -Βέβαια, κι αυτός. Αλλά θα τον χρειαστώ όταν αρμενίζουμε στα βαθιά και θα ληστεύουμε τις τράτες.

    -Σοβαρά τώρα, θα κουρσεύεις αγαθούς ανθρώπους;

    -Γιατί όχι;

    -Μα μεγάλωσες αλλοιώς, στα μεταξωτά και στις μαξιλάρες!

    -Γι’ αυτό θέλω περιπέτεια.

    -Κρίμα. Και ήθελα να συνεταιριστούμε.

    -Η στεριά θέλει δουλειά κι εγώ δε θέλω να εμπορεύομαι. Θέλω να αρπάζω ,να τα κάνω γιάγμα.

    Οπότε σώπασαν και οι δυο, κρατήθηκαν από τα χέρια και κοιτάχτηκαν.

    Της Αϊσέ το βλέμμα ήταν λυπησιάρικο, έντονο, ανήσυχο. Είχε μάθει να μετράει τον χρόνο και να εκτιμά κάθε του γρόσι. Έμοιαζε δραστήρια και ενεργητική, αλλά στο  βάθος ήταν αφόρητα τεμπέλα και είχε ανάγκη να την υπηρετούν. Η λαγνεία παραφύλαγε σε κάθε της κίνηση. Και ήταν έρμαιο της ομορφιάς της. Δεν ηθελε παιδιά, δεν ήθελε σκυλιά, ήθελε να ακούει ραδιόφωνο και δίσκους γραμμοφώνου, να έχει τηλέφωνο σε κάθε δωμάτιο και να την υπηρετούν λογιστές και προϊστάμενοι, να γεμίζει το ταμείο της λίρες και χαρτονομίσματα, να δέχεται δώρα και να έχει δική της λουτράρισσα. Ήδη αισθανόταν χάλια και βρωμερή στο ψαροκάλυβο. Αλλά ήταν επίσης ευγενής και δεν εκφραζόταν.

    Απεναντίας, η Άφρα έβλεπε στην Αϊσέ ένα θύμα. Θύμα απαγωγής και βασανισμού, να την δέσει, να την κρύβει και να ζητάει λύτρα από τους μεταξωτούς που την τριγύριζαν. Κι ώσπου να έρθουν τα λύτρα, να την άφηνε στην αγκαλιά ξένων συνεταίρων και να χάζευε τα γλέντια τους. Εκείνο το μεσημεράκι, κρατώντας το χεράκι της, ένοιωσε μια απύθμενη καύλα, τόσο μεγάλη που ήθελε να σταματήσει ο Χρόνος.

    Αλλά μήτε η Άφρα μίλησε. Συμφώνησαν να εντείνουν τις προσπάθειες να βρούνε την Μπολούρ και να συναντηθούν τον άλλο μήνα στο κονάκι της Αϊσέ.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [79]

    79. Στη σαντάλα

     

    Το κορίτσι-ψυχοκόρη Αϊσέ, μπορεί να ήθελε να ανοίξει οίκο μόδας, αλλά ήταν πόλεμος και τα τρόφιμα δυσεύρετα ή ακριβά. Η χώρα της ήταν ουδέτερη βέβαια, αλλά η κατάσταση ρευστή.

    Κι έτσι, της ήρθε μια χαρά που η περιουσία του χαμένου Εμίνογλου, του άκληρου και ζεβζέκη, ήταν φτιαγμένη από σπόρους, φαγάκι και διανομές.

    Έβαλε λοιπόν τα όνειρά της στην άκρη, ξεσπώντας στο ξεφύλλισμα περιοδικών μόδας, αλλά μαθαίνοντας την εγκατάσταση της Άφρας στη Μαύρη θάλασσα,σκέφτηκε να συνεργαστούν.

    Με το παλιό αμάξι της έστειλε τον σωφέρη να την αναζητήσει στις μακρουλές ψαρόβαρκεςτης Θράκης και να μάθει πώς πορεύονταν.

    Πήγε ο άνθρωπος και αντί μιας δειλής δεσποινίδας, συνάντησε μια ψαρρού, ντυμένη νιτσεράδα και ανδρικά ρούχα, να ζει σε ένα καλυβάκι και να σωρεύει σε μια αποθήκη πάγου αμέτρητα ψάρια. Επιπλέον έχτιζε παραδίπλα εργαστήριο αλιπάστων για την ψιλαδούρα.

    Ήταν μια στενή κοιλάδα με καλό νερό και ανεκτό δρόμο. Οι δύο ψυχοκόρες αντάμωσαν εγκάρδια και η Αϊσέ πρόσεξε πως η  Άφρα το έτσουζε λιγάκι. Αλλά ήταν σε κέφια.

    Από την Μπολούρ κανένα νέο. Η Αϊσέ εξήγησε πως σκόπευε να ζητήσει τη βοήθεια των στρατοχωροφυλάκων για να βρεθεί.

    Μετά, η Άφρα, μπήκε με την Αϊσέ σε μια σαντάλα των δέκα κουπιών και την οδήγησε σε ένα ορμίσκο. Εκεί της έδειξε μια μεγάλη σκούνα ονόματι Χαλίλ που ήταν στην πούληση. Σκόπευε να την αγοράσει και να διαμένει εκεί. Είχε με τη θάλασσα την σχέση που θα είχε με τη γιαγιά της, αν την γνώριζε βέβαια.

    Η Αϊσέ ξαφνιάστηκε που  το αβρό κοριτσάκι προέκυψε γεμιτζής και δεν ήταν ενθαρρυντική σε αυτά τα σχέδια. Αλλ’ όταν η Άφρα, αργότερα, της έδειξε ένα σωρό χαρτιά, τα περισσότερα φουσκωμένα για το πόσο εμπόρευμα έκρυβε τεχνηέντως, άλλαξε γνώμη. Μέσα στα σχέδια της Άφρας ήτανε να γενεί πειρατίνα και με οπλισμένο σιδερένιο σκαρί να κλέβει από τις μικρές τράτες μεγάλες ποσότητες παλαμίδα και τονάκια, χώρια τα καλκάνια.

    Διπλά ξαφνιασμένη, άρχισε να ρωτάει πιο προσωπικά ζητήματα, αλλά η Άφρα της κρυβότανε και έλεγε αλλαντάλλα. Όμως όταν ανέβηκαν από την σαντάλα στη σκούνα και πρόσεξε τους γυμνοπόδαρους παλλήκαρους που ήτανε το τσούρμο και την χαιρέτησε ο καπετάνιος που είχε το σκαρί στην πούληση και γυάλιζε το δέρμα του από υγεία και προφανή λαγνεία, άρχισε να της δίνει του κόσμου τα δίκια.

     

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [78]

    78. Αβρά, μεταξωτά υποδήματα

     

    Απαλλαγμένη από παρελθοντικούς ήρωες ενός μυθιστορήματος, φορώντας ψάθα πλατύγυρη και ταγιέρ με τελείωμα φιτιλιού από δέρμα κάστορα, η Αϊσέ, νικήτρια των ηδονών της, πατάει λίγα βρωμόνερα από μια λούμπα έξω από τα γραφεία ενός υποκαταστήματος στο Τεκίρνταγ και λερώνει τα αβρά, μεταξωτά της υποδήματα.

    Δεν έχειτελειώσει η αρματομαχία του Κουρσκ και έχει ενηλικιωθεί. Το αυτοκίνητό της είναι μια χιλιομπαλωμένη «Θιν Λίζυ» και συναλλάζει τους σωφέρ της. Μπαίνει στα υποκαταστήματα διαβασμένη, εξετάζει τα πάντα και απολύει, απολύει, απολύει. Πάντα γελαστή, συνεχώς με επιχειρήματα. Αργότερα, επαναπροσλαμβάνει, αλλά σε άλλο πόστο, σε άλλο υποκατάστημα. Φουμέρνει αγρίως Σαμσούν γεμάτα, ειδική παραγγελία και έμαθε να διαβάζει πολλά κατεβατά την ώρα, ενώ θυμάται τα πάντα. Δωροδοκεί με χάρη, δέχεται μίζες εκ του ασφαλούς, μοιάζει σπάταλη, αλλά μετράει τα  πάντα σε χρυσό και ατλάζι. Την περιστοιχίζουν άγνωστοί της υπάλληλοι που εμπιστεύεται τυφλά, επειδή και αυτών η μοίρα είναι η απόλυση.

    Εκεί που σπάει το κρύσταλλο και ραγίζει η καρδούλα της, είναι στην πολύτεκνη φτώχεια και στην γεροντική ανημπόρια. Χαρίζει υποστατικά σε απατεώνες και παρακολουθεί απαθής να την κλέβουν, επειδή έμαθε από νωρίς πως κανείς δε χάνεται. Έχει δηλώσει σε αφάνεια τον προστάτη της, αλλά η φωτογραφία του κοσμεί όλα τα δωμάτια της επιχείρησης. Ξέρει πάντοτε και σταθερά τι περιέχουν οι αποθήκες της και πουλάει μόνον στη μαύρη αγορά. Είναι όμορφη σαγηνευτικά με πηγούνι μυτερό που προβάλει κάτω από καλογραμμένα χείλη και δεν βγαίνει χωρίς βέλο.

    Η Αϊσέ, είναι νέα γυναίκα και ποθητή, αλλά κυρίως είναι Ηρωίδα μυθιστορήματος που το γράφει η ίδια. Στα γαλλικά, γλώσσα  που αγνοεί. Ταξιδεύει πολύ, διαμένει συχνά σε χάνια, λαγοκοιμάται όταν βαριέται και έχει σχέδια και στόχους. Πρώτη της δουλειά, να ανοίξει οίκο μόδας, κι ας σαπίζουν τα ζαρζαβάτια και οι σπαθόγλωσσες. Πάνω στην απόβαση της Νορμανδίας, έχει στη δούλεψή της ογδόντα ράφτρες και δέκα καπελούδες, έχει φέρει μόδιστρους και παντοφλάδες, βλέπει από μακριά να κυματίζει το ατλάζι και το μετάξι και ξέρει πόσα τόπια της έκλεψαν και με πόσα ρούπια θα βγάλει την ζημιά.

    Η Αϊσέ είναι πλέον έτοιμη να ξεκινήσει την εκδρομή που θα της αλλάξει την ζωή.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [77]

    77. Ο Νοσταλγός

     

    Η διαταγή, στα γερμανικά σε πολύ λεπτό χαρτί γραφομηχανής, με αποστολέα κάποιον Magnus Kuhn, χωρίς ημερομηνία, λιγόλογη, απευθυνόταν στο Ίδρυμα Αφοσίωσης και Γεωργικών Εργαλείων και δεν είχε παραλήπτη. Εξηγούσε πως «η έκνομη συμπεριφορά του Ταρίκ Αλή που είναι γνωστός ως Εμίνογλου, θέτει σοβαρά εμπόδια στην ομαλή διεξαγωγή των υψηλών στόχων του Ιδρύματος» και ζητούσε «την διακοπή των σχέσεων μετά του υπόπτου αθορύβως».

    Προφανώς η διαταγή ήταν πλαστή και απλώς κάποιος την έγραψε για κάλυψη. Ή κανένας δε νοιάστηκε να της προσδώσει αληθοφάνεια. Ένας ανώτατος υπηρεσιακός παράγοντας μιας ουδέτερης θεωρητικά χώρας, υπεύθυνος να δίνει συνδρομή στον ανθρώπινο και υλικό αγωγό πολεμικής βοήθειας, άρχισε να νοιάζεται για την τσέπη του και ενεργούσε άλλοτε ως επόπτης και άλλοτε ως κοινός ληστής. Δεν ήταν παράξενο αυτό στα μέρη μεταξύ Τεχεράνης και Χορασσάν. Και δε συνέφερε σε κανέναν να μαθευτεί.

    Το «ίδρυμα» ήταν ένας αυτόνομος φύλαρχος, που είχε την ιδέα να το παίζει δίπορτο μεταξύ των Ναζί και της Κοινοπολιτείας. Σκότωνε τιμολογώντας με το κεφάλι. Η επιχείρηση Εμίνογλου κοστολογήθηκε σε εκατό λίρες και προμήθεια όπλων και πυρομαχικών. Οι λίρες έπεσαν στις τριάντα, όταν του εξηγήθηκε πως ο Εμίνογλου δεν λήστευε εφοδιοπομπές με μεγάλη  συμμορία, αλλά με τρεις κοτσονάτους γέροντες, πιστούς του από τον καιρό που ως νέος υπαξιωματικός, πρωτοείδε την Περσία.

    Τα υπόλοιπα, έγιναν γρήγορα και με κάποια ραθυμία. Βρήκαν το σπίτι που κοιμότανε, το κύκλωσαν, έριξαν δέκα χειροβομβίδες,ο Εμίνογλου δεν έπαθε κάτι, τον έπιασαν, αποτελειώνοντας τους γέροντες και τον έσυραν έξω από το φλεγόμενο σπίτι και τον εκτέλεσαν χωρίς λόγια αδειάζοντας έναν γεμιστήρα επάνω του. Τα υπόλοιπα, δηλαδή ο αποκεφαλισμός και η μεταφορά της κεφαλής σε τουρβά για σανό και η παράδοση σε έναν αποθηκάριο, που κυκλοφορούσε κατά μήκος της γραμμής, έγιναν σε δυο μέρες. Η κεφαλή πιστοποιήθηκε και μετρήθηκαν 32 λίρες, δύο στεν και δέκα πιστόλια γερμανικά εκ λαφύρων. Κι ο καθένας πήγε στη δουλειά του.

    Κι έτσι ο Εμίναγας που έζησε ως Εμίνογλου και του ήρθε η φαεινή ιδέα να ερωτευτεί στη χώρα των Ατζέμικων Φυλών, έφυγε από τον κόσμο στα 44 του χρόνια και ίσως κάποιοι παράχωσαν το ακέφαλό του σώμα, εκτείνοντας τις παλάμες τους προς τον βαρύ ουρανό, κατά παλαιό έθιμο.

    Δεν έγιναν άλλα ζητήματα γνωστά, μα είμαι βέβαιη πως όλα έγιναν γρήγορα κι έτσι δεν αποκαλύφτηκε ποτέ πως ο άνθρωπος έκαμε ό,τι έκαμε επειδή ήταν νοσταλγός μιας εποχής και μιας ηλικίας που ανακάλυπτε ωσάν εξαίσιο εύρημα και αρκούν αυτά.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [76]

    76. Η Εξέλιξη

     

    Ο Εμίνογλου ξαπόστειλε τις ψυχοκόρες του στις επιχειρήσεις του και του ήρθε διαταγή να βρεθεί στη μεθόριο με την Περσία, αλλά προηγουμένως ένας ξύπνιος διοικητής από τα Άδανα, φρόντισε να τον τοποθετήσει επόπτη στα τηλέφωνα και στον εξηλεκτρισμό της καθυστερημένης ανατολής. Και τα μεν τηλέφωνα τα παράτησε ενωρίς, επειδή οι λαοί των ξερικών βουνών και της ερήμου έκοβαν σαν δέντρα τις κολόνες της τηλεφωνικής υπηρεσίας και ζέσταιναν τις γιούρτες των, ενώ πολλά χιλιόμετρα από καλώδια τα έβγαλαν στην παρανομία, πουλούσανε το λάστιχο και έλυωναν τον χαλκό και τον αντάλλαζαν με κατσίκες και πρόβατα με παχειάν ουρά.

    Για το ηλεκτρικό ρεύμα, υπήρχε ευτυχώς στρατιωτική φύλαξη και μπόλικες γεννήτριες καρβουνοκίνητες και η γραμμή συνήθως ακολουθούσε τα τρένα ή κανέναν χωματόδρομο.

    Ο Εμίνογλου ήταν πλέον τελείως ξεψαρωμένος και με το συνργείο του προχωρούσε προς τα σύνορα πολύ αργά, διασχίζοντας πρώτα το Κουρδιστάν και μετά την ρημαγμένη Αρμενία, ως καθαρός επιδρομέας και αφεντικό. Ανάγκαζε τους ανθρώπους να τον ταΐζουν, κοιμόταν με τις γυναίκες και τις κόρες τους και αν αντιδρούσαν, ειδικά οι παράνομοι, έβρισκε ευκαιρία και τους εξόντωνε ή τους δίκαζε για ανταρσία.

    Πλησιάζοντας την μεθόριο και δείχνοντας τα χαρτιά του στις Φυλές και στους Άγγλους που ήταν Ινδοί, ανακάλυψε πως η γραμμή της σωτηρίας του ανατολικού μετώπου λειτουργούσε, πως βαρύ πυροβολικό, τεθωρακισμένα και αμέτρητες ποσότητες σφαιρών και οβίδων, ελαστικού και χελωνών από μαντέμι και άλλα μέταλλα, καθημερινώς ταξίδευαν στα βόρεια και συχνά τα λήστευαν, παρεκτός και τα φύλαγαν μπολσεβίκοι. Οι κλέφτες δεν ήταν ακριβώς κλέφτες, αλλά όποιος μπορούσε και βαστούσε όπλο, γινόταν κλέφτης, Ινδός ή Πέρσης ή Κούρδος. Ο Εμίνογλου πάντως ήταν ο πρώτος επίσημος υπάλληλος που έκανε σκληρά τη δουλειά του και δεν έπαιρνε μπαξίσια, αλλά κάθε τρεις μέρες έκλεινε την υπηρεσία και με τους υπαλλήλους του λήστευαν με πάθος ό,τι κουνιότανε, μη λησμονώντας να ντροπιάζουν ολες τις γυναίκες που συντύχαιναν, μαζί και παιδιά.

    Αυτό βάστηξε έως το Στάλινγκραντ, αρχές χειμώνα του 1943. Μετά, σε κάθε στροφή του τρένου και ανάμεσα σε χωριά, ήρθαν τα στρατά και με μυδραλλιοβόλα φύλαγαν τις κακοτοπιές, θερίζοντας με το παραμικρό, ό,τι κυκλοφορούσε, ακόμη και πουλιά, ακόμη και κοπάδια. Ήρθε το Κράτος  να κυριαρχήσει και τα εφόδια αυξήθηκαν στο Μέτωπο, και ο Εμίνογλου δεν πήρε είδηση πως ερχόταν, η σειρά του να πληρώσει τα πρόσφατά του κρίματα.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [75]

    75. Η Μπολούρ που χάθηκε

     

    Απεναντίας η Μπολούρ δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Εμίνογλου, διότι χάθηκε. Από το φλερτάκι και τη νύχτα με τον αμαξά, είχαν ήδη περάσει τέσσερα χρόνια, και  μήτε φωνή, μήτε ακρόαση. Η απουσία της δεν έγινε αισθητή, παρά το ότι οι ψυχοκόρες είχαν γράψει σχετικά  στον Εμίνογλου. Ήταν παράξενες μέρες εκείνες οι προπολεμικές, όπου οι απαγωγές, οι δολοφονίες και οι εξαφανίσεις δεν έκαναν και μεγάλη εντύπωση. Καμιά φορά ξημέρωνε η μέρα και η χαμένη ή ο εξαφανισμένος εμφανίζονταν και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

    Ωστόσο η Μπολούρ χάθηκε μετά λόγου γνώσεως. Δεν έκλεισαν δυο μέρες από τον τρυφερισμό, το χαλβέτ της με τον αμαξά χωρίς όνομα, που ήρθε καμαρωτός και την πήγε με τη σούστα πίσω από το Τεκφούρ σαράι να γνωρίσει το σόι του. Ήτανε τρία- τέσσερα καλυβάκια ή χαμοκέλλες κολλητά στο τείχος και μια αυλή  των θαυμάτων με μπαχτσεδάκι, γίδες και μερικά πουλάκια σε κλουβί. Ο αμαξάς κατέβασε την όμορφη, και γνώρισε έναν πατέρα, πολλά αδέλφια και αδελφές και μια μάνα αμίλητη που όλο έκλαιγε. Έβαλαν τα μικρά και τα μωρά στη μία χαμοκέλλα, την φίμωσαν και την έγδυσαν, κι έπειτα τα θηλυκά της κρατούσαν χέρια και πόδια και την βάτεψαν όλοι οι αρσενικοί και τελευταίος ο πατέρας που αργούσε.Την τάιζαν με ό,τι έτρωγαν και την έδερναν μόνον αν προσπαθούσε να φύγει. Την είχαν ντυμένη με μια ρόμπα και την έπλεναν καθημερινώς, ενώ κάλεσαν όλους τους γείτονες να την σμίξουν κι εκείνοι τους πλήρωναν το κατιτίς τους.

    Η γειτονιά το ήξερε πως η φαμίλια αυτή έκλεβε γυναίκες και κορίτσια συχνά, αλλά η φτώχεια ήταν μεγάλη και κακές συνήθειες επικρατούσαν. Ο αμαξάς, μετά από λίγες εβδομάδες νοίκιασε τη Μπολούρ σε ένα κοντινό χαμάμι για μερακλήδες κι εκεί της έμαθαν να τρίβει με χόρτο τα μέλη των ανδρών, αλλά οι άλλες γυναίκες κρατούσαν το προνόμιο να τους σαπουνίζουν και να τους  ξεπλάνουν, διότι έπειτα έπεφτε το πουρμπουάρ. Η Μπολούρ είχε λίγες αναμνήσεις, κι όχι πάντα αποκρουστικές επειδή της έβαζαν αφιόνι στο φαγί και είχε όλο υπνηλία. Καθώς ο αμαξάς έφερνε όποτε μπορούσε και άλλα κορίτσια, την πούλησαν έπειτα από δύο χρόνια σε ένα παραθαλάσσιο χαρέμι για δύσκολους πελάτες κι εκεί έμαθε να τραγουδάει, μόνη ή με ορχήστρα. Τα έβρισκε όλα κανονικά και ξέχασε την παλιά της ζωή.

    Στο ορφανό από την Μπολούρ κουπέ, ο Εμίνογλου την θυμόταν όλο και πιο σπάνια και μετά τους ήρθε μετάθεση, οπότε την ξέχασε τελείως. Ήταν ένα ακόμη χαμένο κορίτσι.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [74]

    74. Η Άφρα και η θάλασσα

     

    Το ίδιο φροντιστήριο με την Αϊσέ δέχτηκε αμέσως μετά η Άφρα. Μόνον που η κοπέλα επέμεινε να διδαχτεί από τον Εμίνογλου τις χάρες και τις χαρές της Μαύρης θάλασσας. Την γοήτευε το λαθρεμπόριο. Η Μαύρη θάλασσα ήταν κυριολεκτικά σε πόλεμο, η Κριμαία σε λίγο θα φλέγονταν, κι εκείνη ονειρεύονταν αλίπαστα να κυκλοφορούνε με σαντάλες και μπαρκομπέστια, να ταΐζουν τα πεδία των μαχών με τους εμπολέμους, βγάζοντας μεγάλα κέρδη.

    Ο Εμίνογλου διαφωνούσε. Δεν ήταν καιρός για παστώματα και εμπόρια στα επικίνδυνα αυτά μέρη. Μήτε περίσσευαν λεφτά σε Ρουμάνους και Βουλγάρους για εισαγωγές, χώρια τι τραβούσαν οι Μολδαβοί και οι Εβραίοι. Απεναντίας ευκαιρίες έβλεπε στην Προποντίδα, ώστε να ακμάσει η εσωτερική αγορά. Στο μεταξύ ενδιαφέρθηκε να μάθει τι μύγα τσίμπησε την Άφρα και ήθελε να ασχοληθεί με ξυλόσκαλες και κουρσάρους.

    «Διάβασα μια ιστορία» του είπε «για έναν φτωχό ψαρά που αγάπησε μια αρχοντοπούλα η οποία ξεκαλοκαίριαζε στο σπίτι των γονιών της, στη Σωζόπολη. Κοιτάχτηκαν, αγαπήθηκαν και άνθισε ο Έρως. Και η ιστορία ήταν όλη γραμμένη για το πώς το ζεύγος κατάφερε να ενωθεί μέσα από πολλές περιπέτειες».

    Ο Εμίνογλου κεραυνοβοληθηκε. Το κορίτσι,  η Άφρα είχε χτυπηθεί από το παντζούρι του μελό, και έμενε δεσμευμένη σε λογάκια και σάλτσες, σε έναν κόσμο που καίγονταν ζωντανός. Τίποτε δεν ήξερε,τίποτε δεν εκάτεχε κι όμως προχωρούσε στον βίο αλέκιαστη κι επικίνδυνα αφελής.

    Φρόντισε να της εξηγήσει πως η Αϊσέ θα αναλάμβανε τη Θράκη και πως για την ίδια, η μοίρα την περίμενε στην καρδιά του Ταξίμ, όπου ο ίδιος θα έστηνε ένα μεγάλο, μοντέρνο λογιστήριο, όπου μέσα στην ηρεμία των χοντρών τοίχων του, θα βλάσταινε μια ικανή θεά των αριθμών, όπου με καλλιγραφικά γράμματα θα έφτιαχνε λαμπρά κατάστιχα, έργα τέχνης. Αυτή θα ήταν η δουλειά της και μόνον αυτή. Η λογαριαστική, της εξήγησε ήταν μια εύκολη τέχνη αν αποφάσιζες πως θα είσαι τίμια και προσεκτική. Όλες οι άλλες δουλειές είχαν κινδύνους και μπερδεψιές.

    Η κοπέλα μάλλον πείστηκε και το κουπέ βόγγηξε από κατάστιχα και ισολογισμούς, αποφάσεις διευθυντών και τα παρόμοια. Στο βάθος, αντικατέστησε την ιστορία του φτωχού ψαρά με μια άλλη, καλύτερη. Θα έγραφε τα λογιστικά και θα την ερωτευόταν ένας πλούσιος προμηθευτής του Εμίνογλου.

    Κι έτσι η Άφρα, ξέχασε τη θάλασσα.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [73]

    73. Γυναικοκρατία

     

    Όταν η Αϊσέ, είκοσι και ενός ετών, χαριτωμένη και σεμνή δασκαλίτσα, ξετρύπωσε από το Κονάκι του Ταξίμ και την οδήγησαν στην έδρα των επιχειρήσεων Εμίνογλου, στο Κιουτσούκ Τσεκμετζέ, έμοιαζε με άνθος που ξεφύτρωσε από μια χωματερή.

    Ο Εμίνογλου, ενώ περνούσε τους μήνες του σε ένα υπηρεσιακό κουπέ στα τρένα του κράτους, ελέγχοντας ταυτότητες και παραδίδοντας κατασκόπους στις αρχές, φρόντισε, μόλις κατάλαβε πως θα χρόνιζε σε αυτή τη θέση, να καλεί εναλλάξ τις ψυχοκόρες του και στις ατέλειωτες ώρες του ταξιδιού, τις έμπαζε στις δουλειές του. Εξηγούσε τις εταιρείες και την διακίνηση των προϊόντων του, σημείωνε πού υπάρχουν αποθήκες και πώς γινόταν η διακίνηση, και γενικά, μιλούσε στα κορίτσια και τα καθοδηγούσε με κάθε λεπτομέρεια, προσπαθώντας να ξεχωρίσει, μέσα από τα νιάτα τους, τις αρετές που φανέρωναν. Ποια θα ήταν στα λογιστικά, ποια στο προσωπικό, ποια στην ανάπτυξη της δουλειάς και τις νέες αγορές.

    Η Αϊσέ ήταν πρώτη στον κατάλογο. Έτρωγαν πρώτη θέση στο βάγκον ρεστοράν,  συνήθως σούπα και μια σαλάτα με όσπρια, κι έπιναν αϊράνι. Της ανέλυε τα πάντα, της μάθαινε μυστικά των τόπων και των προϊόντων και φυσικά, την έβαζε να σημειώνει πιστούς ή ικανούς υπαλλήλους στους οποίους θα μπορούσε να στηριχτεί. Μετά από δύο πήγαινε-έλα του μεγάλου συρμού, γύρω στην εβδομάδα, την κατέβαζε στον Βόσπορο και την έστελνε στα κτήματα και στις ψαρόσκαλες της Θράκης για να εμπεδώσει τα μαθήματα. Και η κοπέλα επέστρεφε στο μεθεπόμενο δρομολόγιο και του έδινε λογαριασμό. Εκείνος σημείωνε, σημείωνε συνεχώς, ώσπου της ανέθεσε την πρώτη επιχείρηση, να την διευθύνει δυο μήνες και να δει αποτελέσματα.

    Ακολούθησε η Άφρα και στο τέλος η Μπολούρ. Ερχόταν με το βαλιτσάκι και την καπελιέρα τους, ευρωπαϊκά ντυμένες και κρατώντας περιοδικά για το ταξίδι, ήταν πρόθυμες να μάθουν και εγκάρδιες, κι ο Εμίνογλου χαίρονταν κι αγάλλονταν με την πρόοδό τους. Για πολιτική δεν μιλούσαν ποτέ. Μόνον για τις δουλειές και τα εμπόρια. Ήταν και πόλεμος, οπότε υπήρχαν πολλοί έλεγχοι και εποπτεία στη διακίνηση αγαθών και καμιά φορά οι υπηρεσίες μπέρδευαν αρμοδιότητες.

    Οι εποχές εναλλάσσονταν, το κουπέ του Εμίνογλου απέκτησε κλειδαριά, η ζέστη το χειμώνα ήταν εξασφαλισμένη, και το καλοκαίρι, ιδίως στην έρημο και στην ξεραΐλα, τα κορίτσια άφηναν τις ντροπές και αφαιρούσαν κάλτσες, ρούχα και παπούτσια, ενώ δροσίζονταν με ελαφρά σερμπέτια και έβρεχαν με ένα πεσκιράκι σε λεκανίτσα τους λαιμούς, τα μπράτσα και τους ώμους των.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [72]

    72. Ο πόλεμος και το τρένο

     

    Όταν οι Γερμανοί επιτέθηκαν στους Σοβιετικούς, ο κόσμος άλλαξε δραματικά. Ήταν μια μοιραία σύγκρουση που κλόνισε όχι μόνον τους αντιπάλους, αλλά ράγισε και πλήθος άλλες χώρες. Οι στρατηγοί και ο διπλωμάτες δεν φρόντιζαν μόνον την επίθεση και την άμυνα, αλλά και τις συνέπειες αυτού του πολέμου, με επίκεντρο το πετρέλαιο, απαραίτητο για την μηχανοκίνηση.

    Η Τουρκία δεν είχε πετρέλαια, αλλά συνόρευε με χώρες που είχαν και με το παραπάνω. Και οι πετρελαιοπηγές στη ρίζα του Καυκάσου και στις ερημιές της Μοσούλης ήταν σημαντικό να μη φτάσουν ποτέ στην διαχείριση του Άξονα. Η Τουρκία που δήλωσε ουδετερότητα, προσπαθούσε να μη χάσει την επαφή της με τους  Άγγλους και οι Γερμανοί, κατακτώντας την Ελλάδα, φρόντισαν να εγκαταστήσουν στρατό στον Έβρο, για να κοπούν ενδεχόμενες ανωμαλίες στην περιοχή. Αλλά δεν έφτανε αυτό. Στα άλλα σύνορα, σε εκείνα που ο Εμίνογλου είχε ξοδέψει την μισή του ζωή ,στα Τουρκοπερσικά, ο πόλεμος λίγο κόντευε από ψυχρός να μετατραπεί σε θερμό.

    Άγγλοι και Αμερικανοί άρχισαν να στήνουν μια οδό που θα μετέφερε εφόδια, καύσιμα και πολεμικό υλικό στους Σοβιετικούς. Οι Γερμανοί είχαν στήσει στην Περσία αποστολές επιρροής στην κυβέρνηση της Περσίας. Ξεκινούσε ένας άγριος πόλεμος κατασκόπων και χαφιέδων που είχαν στόχο να μην επικρατήσει ο Άξονας νοτίως της Κασπίας. Η Τουρκία ήταν ένας τεράστιος ενδιάμεσος χώρος, που ξαφνικά απέκτησε στρατηγική σημασία, κι ας παρέμενε σχετικά αδύναμη. Υπόγειες διαδρομές την ενίσχυαν, καθώς δεν είχαν απομείνει δυτικοί σύμμαχοι στα Βαλκάνια. Και ξαφνικά, η εμπειρία ενός παλιού στρατιωτικού που έγινε μέγας και τρανός στην Ανατολική Θράκη, αλλά ξόδεψε πολλά χρόνια στα τουρκοπερσικά σύνορα, ήταν πολύτιμη.

    Ο Εμίνογλου, που σκοπευε έως τον πόλεμο να επιστρέψει στο Ταξίμ να καλοπαντρευτεί, στρατολογήθηκε σε πρώτη φάση να ελέγχει την σιδηροδρομική γραμμή από την Πόλη στα συριακά σύνορα, δηλαδή στο τουρκικό τμήμα της γραμμής Βερολίνο-Βαγδάτη. Έμεινε στο πόστο αυτό σχεδόν τρια χρόνια, από το 1939 έως τις αρχές του 1942. Πράκτορές του ήλεγχαν την κίνηση επιβατών και εμπορευμάτων. Μήτε κουβέντα να γυρίσει στο Ταξίμ και στα κτήματά του. Τα γράμματα στις ψυχοκόρες του ήταν αραιά. Ήλπιζε να μετατεθεί σε κεντρική υπηρεσία, αλλά καθώς η Ουκρανία ήταν στόχος του Χίτλερ, τον έστειλαν πάλι στα χωράφια του σόργου και στα σύνορα, να βοηθήσει αφανώς το στήσιμο του δρόμου από τον Περσικό  κόλπο στα Περσικά σύνορα με τους Σοβιετικούς.

    Ο δειλός ερωτευμένος έγινε κατάσκοπος και τοποτηρητής Εθνών. Με μόνιμη βίζα να μπαινοβγαίνει στην Περσία. Και ξαναγνώρισε τα εδάφη των Φυλών όπου είχε ανταμώσει τις γυναίκες της ζωής του.