Author: Μαρία Πηγά

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [90]

    90. Η απάτη του χρόνου

     

    Η Λυγερή και ο Εμίρης του κάστρου της Ερήμου, έγινε άθυρμα του καιρού και σκόνη στα γένια των Θεών, αλλά η αφήγηση αυτή δεν έχει ορατό τέλος. Προσπάθησα να την διηγηθώ πλέοντας με ξυλάρμενο σκαρί στα μυτερά δόντια του χρόνου. Και στο φινάλε, έδειξα πως υπάρχει πάντοτε ένας αέναος κύκλος μαγείας, θανάτων, ηδονής και τόπων, άσχετο αν κρατάει δεκαπέντε δευτερόλεπτα ή δεκαπέντε αιώνες. Ο κύκλος μπορεί να περιτρέχει την Κασπία έως Αιγύπτου και την Ανατολία μέσω ενός νοσοκομείου για οφθαλμικές ασθένειες, αλλά ποτέ δεν χαράζεται ομοιόθετα. Απλώς ο Χρόνος, έτσι και ελευθερωθεί από τον Χώρο, θα παραμένει αμετάθετος, παιγνιώδης, φρικτός εναντίον της ανθρώπινης ζωής, κάποτε ανεξήγητος, άλλοτε κελαρυστός σαν τοπίο ορεινό με ραχούλες, αρνάκια και δροσερές πηγές.

    Την απάτη του Χρόνου, επιμένω, την ορίζει το Στερέωμα και τα αστέρια, που κινείται σε αδιανόητη κλίμακα που ως θνητοί θεωρούμε δεδομένη και αιώνια. Αλλά το αιώνιο είναι σχετικό και ουσιαστικά, αποτελεί την μόνη ηδονή που μπορεί να συμπεριλάβει τα πάντα. Και η Αϊσέ, όπως εξάλλου και η Λυγερή, πάντα θα αλλάζουν όνομα, καρφωμένες στο στόμιο μιας σπηλιάς, όσοι εμίρηδες ή τεχνοκράτες την προσέξουν. Τα υπόλοιπα, αν οι ερευνητές της προσπαθούσαν να καλύψουν τα υπερφυή τοπία με καμήλες ή σκούνες, φορτηγά ή κόκκους χρυσού και πετρωμάτων, παραμένουν ορφανές λέξεις, υπεύθυνες μόνον για το ήχο τους, υπό τον αέναο βόμβο του Γαλαξία.

     

    ΤΕΛΟΣ

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [89]

    89. Η κουστωδία

     

    Έφεραν την Αϊσέ, ξεπερνώντας το βουνό, σε ένα ερημωμένο κάστρο, κι ολόγυρα η έρημος. Από παντού ανοιχτωσιά και μόνον η Ανατολή έκλεινε τον ορίζοντα με ένα τριγωνικό βουνό που έμοιαζε με πυραμίδα. Στη μέση του φαινόταν ευδιάκριτα, μια σπηλιά.

    Προσπέρασαν μερικές οικογένειες σκηνιτών που χάζευαν την κουστωδία και στην τελευταία, άφησαν έναν από την ομάδα να περιμένει, κρατώντας ένα καθρεφτάκι χειρός, από τα ταπεινά που κρατούσαν οι γυναίκες για το κραγιόν.

    Η πομπή ανέβηκε μετά κόπου στο βουνό και μπήκε στην σπηλιά. Ήταν στεγνή και μοσχοβολούσε. Έβαλαν την κοπελιά να σταθεί κοιτάζοντας το ερειπωμένο κάστρο, κι ας ήταν τα μάτια της λευκά, ωσάν ασπράδι αυγού ορτυκιού. Σώρευσαν γύρω της αμέτρητες οκάδες ορυκτό αλάτι, και της έδωσαν να πιεί λησμονοβότανο και πικρή τριμμένη πικραλίδα. Βουτούσαν με τις χούφτες το αλεύρι σε κόλλα φτιαγμένη από μάννα και κάκτο. Από τα πόδια, ως τον λαιμό.

    Η Αϊσέ δεν αντιδρούσε. Μπορεί να έφταιγε η ντατούρα και ο μανδραγόρας, το κώνειο και το ξεχασμένο σιρόπι από σπάνιο ρετσίνι σοφά φυλαγμένης ροδακινιάς. Και με το υπόλοιπο του μίγματος, έχυσαν στο κεφάλι της το ιξώδες υγρό. Τελευταία άφησαν τα  μάτια που δεν έβλεπαν.

    Τότε συναστρία πλανητών συνέπεσε με λάμψη από πτερά αγγέλων, εστάθη ο ποταμός του Γαλαξία και το βουνό μαλάκωσε ωσάν το βρεγμένο ψωμί και η κουστωδία βούλιαξε μέσα του, ώσπου να  απομείνει ένα λευκό άγαλμα σε μια στεγνή σπηλιά.

    Οι μάντεις και οι οιωνοσκόποι της ερήμου που γέμισαν έκτοτε την ερημο και έστησαν το παζάρι τους, εξηγούσαν πως η λευκή θεά τότε εγνώρισε τις κρυφές ηδονές του θανάτου και το βλέμμα της ανοίχτηκε στις ομορφιές του άλλου κόσμου. Και η ζωή, ως εγκληματική διαδοχή πόνου και υστερίας, άρχισε να φεύγει από το τοπίο και να χάνεται προς την Κασπία και το Ασουάν, προς το Στάλινγραδ και τα μεγάλα ποτάμια, ενώ οι νεκροί όλων των μαχών ανασάλεψαν ως φερτή ύλη, προκάλεσαν σεισμό και όλα έγιναν και πάλι συνηθισμένα.

    Ο άνθρωπος με το καθρεφτάκι, πέρασαν μέρες πολλές και κάθε φορά που ο πρωινός ήλιος φώτιζε την σπηλιά και το άγαλμα, αναζητούσε με το μαραφέτι για κραγιόν, ένα χρυσό φως. Όταν χρύσισε η ζώνη των ματιών της Αϊσέ, έβαλε στην τσέπη το καθρεφτάκι και αποφάσισε να κατοικήσει το ερημόκαστρο. Οι πλανήτες είχαν συμφωνήσει.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [88]

    88. Το μαρτύριο δεν είναι ηδονή

     

    Ο μόνος έμπειρος ναυτικός στο τσούρμο, όταν φώτισε ο παγωμένος ήλιος την ακτή, αναγνώρισε τους υψηλούς λόφους που τριγύριζαν τα Κοτύωρα, την περιοχή Ορντού. Το είπε στους υπόλοιπους και τους έπεισε να αράξουν μετά από πλόα μιας ημέρας στο ποτάμι των Γυναικών. Αν ανάμεσά τους υπήρχε κάποιος διαβασμένος, θα τους εξηγούσε πως εκεί ήταν η εκβολή του Αρχαίου Θερμώδοντος, του βασιλείου των Αμαζόνων. Η μόνη δυσκολία ήταν πως εκεί βασίλευε ένα ανίκητο, πηχτό πούσι και έπειτα το σκότος. Αλλά ήταν ο μόνος τρόπος να ξεμπαρκάρουν ατιμώρητοι.

    Έπειτα από δύο ημερών ταξίδι στα ρηχάδια, η σκούνα προσάραξε στις θίνες ενός άξενου ποταμού. Ερημιά. Καθώς το τσούρμο ήθελε να συναντήσει κόσμο, αλλά να μην παίζει τον ναύτη καλεναύτη, βγήκαν όλοι με τις φελούκες, μόνο με τις πιστόλες και τα μασάτια τους και έσυραν τις κοπέλες έξω ντύνοντάς τες με αποφόρια. Και πρώτα θέλησαν να τιμωρήσουν την Άφρα που σκότωσε τον ναύκληρο. Τσακώθηκαν στο πως να την σκοτώσουν. Τελικά, την σταύρωσαν σε δύο μαδέρια χιαστί και έβαλαν φωτιά στη σκούνα χάρη σε ένα βαρελάκι μπαρούτη. Το πλεούμενο στέναξε, σηκώθηκε μεγάλη, τριζάτη φωτιά και έπειτα τριγύρισαν την Άφρα που ήταν απαθής και την πυροβολούσαν ώσπου να βαρεθούν. Μετά, άφησαν το πτώμα της, να χαθεί μέσα στο πούσι.

    Η Αϊσέ είχε δραπετεύσει από την χώρα της αγωνίας και του τρόμου και είδε το μαρτύριο της κοπέλας. Αλλά δεν φοβόταν πια. Δεν ήξερε το γιατί. Μέσα της ήξερε πως δεν θα πεθάνει. Πέρασαν λίγες ώρες, ώσπου εμφανίστηκαν παράξενοι άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Το τσούρμο προσπάθησε να τους φερθεί φιλικά, αλλά ήταν πολλοί και θυμωμένοι άνθρωποι. Και μόλις αντίκρυσαν την Αϊσέ, της φόρεσαν στεφάνι και την προσκύνησαν. Μετά, στράφηκαν στην υπόλοιπη παρέα και τους πήρε ένα ολόκληρο απόγευμα να τους συλλάβουν, να τους δέσουν και να τους πελεκήσουν με μια παράξενη αξίνα, ώσπου να ξεψυχήσουν.

    Η Αϊσέ δεν μπορούσε να βαδίσει ξυπόλητη και την κουβαλούσαν στα χέρια, τραγουδώντας. Περπάτησαν σε ένα βαθύ ρουμάνι, έπειτα στην όχθη μιας λιμνούλας και άρχισαν να ανεβαίνουν δύσκολα ένα βουνό. Δε μιλούσαν.

    Κι ενώ ένα μεγαλόπρεπο φεγγάρι στεφάνωνε την κορυφή του, τα σπλάγχνα της Αϊσέ γέμισαν προσδοκία και ηδονή και έχασε το φως της. Πάλι.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [87]

    87. Ρεσάλτο

     

    Τρίτη μέρα του ταξιδιού και επειδή δε μοιράστηκε σωστά το νερό και μαχαίρωσαν τον μάγειρα, το πλήρωμα στασίασε. Απλώς κατέβασε το τσούρμο τα πανιά και η σκούνα έμεινε ξυλάρμενη στο βουβό κύμα. Δεν έσπασαν απλώς την πόρτα της πρύμνης, αλλά της έβαλαν φωτιά. Δεν είχαν αρχηγό κι αφέντη, αλλά μόνον δύο ψυχοκόρες που ήταν στη διάθεσή τους. Καθώς ναυτολογήθηκαν από τον ναύκληρο που ήταν νεκρός, κανένας δεν ήξερε τον αριθμό τους. Πάντως ανακάλυψαν βαρέλια και ντουλάπια με παστά και τουρσιά, στράγγιξαν όποιο μπουκάλι με σπίρτο συντύχανε κι έπειτα, πήραν σειρά να βατέψουν τις γυναίκες.

    Σειρά. Μήτε πίεση, μήτε βία. Στέκονταν σα να περίμεναν διανομή κουπονιών, και ανά δύο έμπαιναν στο δωμάτιο και άρπαζαν από την Άφρα και την Αϊσέ την συμπεριφορά που επιθυμούσαν. Εβένινοι ή με φεσάκια, έφηβοι αλλά και αργασμένα γερόντια άπλυτα, τις έρριχναν στα σανίδια, ποτέ στο κρεββάτι και τις έπαιρναν απότομα, αγκομαχώντας, κι έπειτα επέστρεφαν στην ουρά, να πάρουνε σειρά.

    Δεν άκουγαν μήτε παρακάλια, μήτε τσιρίδες. Οι δυο νέες γυναίκες υπέμεναν στωικά, φωνάζοντας όταν πονούσαν, κρατώντας κλειστά τα μάτια επί αμέτρητες ώρες.

    Ήρθε μια ευλογημένη ώρα και κουράστηκαν, αλλά η ώρα αυτή έφτασε μετά απο τρία εικοσιτετράωρα. Καθώς πρώτη η Άφρα προσπάθησε να πέσει στη θάλασσα, τις έδεσαν και τις δύο από το πόδι και τις έσυραν την κουβέρτα της πλώρης. Μετά συνεδρίασαν με αγριοφωνάρες και άρχισαν να σοφίζονται τρόπους να συνεχίσουν τη ζωή τους. Ακούστηκαν πολλά. Άλλοι έλεγαν να μπούνε σε βάρκες και να παίξουν τους ναυαγούς, άλλοι να βγούνε σε ένα λιμάνι και να σκοτώσουν τη σκούνα σε κάποιον απατεώνα, πάμφθηνα. Κοιμόταν και τρώγανε, πετώντας λίγο νερό και γαλέτα στις κοπέλες, ώσπου, ξημερώνοντας πάλι, επέστρεψε ο πόθος και άρχισαν να παιδεύουν τις γυναίκες, όχι πλέον με σειρά και τάξη, αλλά επιχειρώντας ανήκουστα νούμερα εναντίον τους, σε μικρές ομάδες των δύο και των τριών. Δυο φορές νομίζω τις έπλυναν με θαλασσινό νερό, κι ας πάγωναν, αφού τις είχαν απαλλάξει από τα κουρέλια και τα ρούχα τους. Μερικοί ήσαντε κατάκοποι, αλλά οι μικρότεροι οργίαζαν ακούραστοι.

    Το κύμα, ένα παράξενο αντιμάμαλο, οδήγησε παθητικά τη σκούνα κάτω από έναν ασυνήθιστα φωτεινό γαλαξία, στα φωτάκια μιας άγνωστης ακτής, ενώ το νερό άστραφτε παροδικά από τις ράχες των ορκινιών που κυνηγούσαν κοινωνίες ολόκληρες από τονάκια και σαρδέλες.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [86]

    86. Βράδι στον Εύξεινο

     

     Τα χάδια των  γυναικών κόπηκαν μαχαίρι όταν η Σκούνα γύρισε απότομα στον βοριά και τον αέρα χαράκωσαν ριπές. Ξαφνιασμένες βγήκαν στην κουβέρτα, ρίχνοντας μια κουβέρτα επάνω τους και βρήκαν το τσούρμο μέσα σε χαρές και γέλια. Ο ναύκληρος, σκνίπα στο μεθύσι, μέσα στη σκοτίδα, είχε κατεβάσει την κάννη του αντιαεροπορικού και γάζωνε κάτι αχνά φώτα που διακρίνονταν στην εκβολή ενός ποταμού. Με το ζόρι απείχε τριακόσια μέτρα από την ακτή.

    Τα παιδιά εξήγησαν στην καπετάνισσα πως ο τιμονιέρης αρνήθηκε να χαθεί στο πέλαγο και τήρησε βορεινή πορεία, κατά μήκος της δυτικής ακτής. Μόλις κατάλαβε πως άλλαξαν χώρα, ειδοποίησε τον ναύκληρο, κι εκείνος, επίσης μεθυσμένος, θεώρησε πως έπρεπε να ενισχύσει τον Κόκκινο στρατό που τις ημέρες εκείνες ροβολούσε από Ρουμανία σε Βουλγαρία και άρχισε τις μπαταριές ως σύμμαχος . Την πλήρωσαν κάτι ψαροκάλυβα. Οι  λάμπες τους έσβησαν, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πόση ζημιά τους έκανε.

    Η Άφρα, ψύχραιμη, ζήτησε τα πιστόλια της από το ναυτόπαιδο που της τα φύλαγε. Και μπροστά σε όλους, πλησίασε τον ναύκληρο την ώρα που ούρλιαζε πυροβολώντας και τους τίναξε τα μυαλά στο αέρα. Μετά, μέσα στην βούβα, τρέχει στον τιμονιέρη, του ορίζει πορεία ανατολικά, μέσα στο πηγτό σκοτάδι και έδωσε εντολή στους ναύτες να ξηλώσουν το βαρύ όπλο με τη βάση του και να το ρίξουν στο ακύμαντο νερό. Εκτελέστηκε η μανούβρα και αρπάει την τρομαγμένη Αϊσέ από τον σβέρκο και την κατεβάζει βίαια στην κάμαρη.

    «Είσαι μέσα στα αίματα» της λέει η ψυχοκόρη.

    «Άναψα τώρα» της απαντάει «Μη μιλάς τώρα, γιατί μου έρχεται όρεξη να χύσω και το δικό σου αίμα».

    Η Άφρα ήταν ήρεμη και σοβαρή. Η Αϊσέ είχε κατατρομάξει κι όταν την φώναξε να πέσει στο κρεβάτι, έσπευσε να υπακούσει κατάχλομη. Δεν καταλάβαινε πού θα κατέληγε αυτή η κρουαζιέρα στον Πόντο. Και δεν της έμεινε μυαλό να σκεφτεί.

    Ανοίγει η Άφρα μια μεσάντρα, όπου ξεχείλιζαν τα ρούχα της και της λέει «ντύσε με, ματώθηκα». Και πηγαίνει στην θύρα και ζητάει από ένα ναυτάκι να της φέρει μια λεκάνη με νερό και μια κανάτα. Κι έπειτα γδύνεται ντιπ και καλεί την Αϊσέ να την ομορφήνει. Έτρεμαν τα χεράκια της παινεμένης ενώ της σφόγγιζε και την στέγνωνε με ένα πεσκίρι.

    Ευχόταν να ξημέρωνε η μέρα, να καταλάβει πού θα κατέληγε το σκοτεινό ταξίδι.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [85]

    85. Φιλί

     

    Όπως συμβαίνει συχνά με τους ξαφνιασμένους εραστές που δεν περιμένουν τέτοια έκρηξη οίστρου, η Αϊσέ ζήτησε, αναπαυμένη από το χάδι της Άφρας, να της ανταποδώσει το ευεργέτημα και διάλεξε ως μάχαιρα, ως όπλο και ως ανταμοιβή, το φιλί. Κάπως απότομα, σταμάτησε την παραφορά της, της κράτησε τα ενεργά δάχτυλα σε μια σφιχτή κλειδωνιά με την παλάμη της κι άρχισε να περιεργάζεται το σώμα και τα ρούχα της, το πνεύμα και την έκπληξή της, φιλώντας την με διάφορους τρόπους, ερευνώντας τον χάρτη του σώματός της.

    Σε αντίθεση με την Άφρα που χάιδευε το γυμνό σώμα, η Αϊσέ αδιαφόρησε αν η μικρή ήτανε ντυμένη ή άντυτη κατά περιοχές. Ξεκίνησε από τα πόδια. Τις πατούσες, τα δάχτυλα, τον ταρσό, τους αστραγάλους. Εάν τα πασούμια και οι μεταξωτές κάλτσες την ενοχλούσαν, ευθύς τα δάγκωνε αρπαχτικά τα ρουχικά και τα ξέσκιζε με τους δεινούς της κοπτήρες. Το φίλημά της άρχιζε με πλήρη εφαρμογή των χειλιών σε σάρκα ή λιανό ύφασμα και συμπληρώνονταν με την κατάληψη της σαρκός με βίαιο, ή ήμερο δάγκωμα, αναλόγως της διάθεσης και της αίσθησης. Με τον ίδιο τρόπο ανέβηκε στις γάμπες και στα γόνατα, στους μηρούς και στους βουβώνες, ενώ όταν η Άφρα της έδειξε άηχα πως ποθούσε φιλί στην απόκρυφη χώρα των γενετησίων της, απλώς χαμογέλασε με χαιρεκακία και βυθίστηκε  στον αφαλό της.

    Μετά, τσάκισε το κορμί της επιθετικά, έθεσε, βαρύ και οξύ, το γόνατό της στην φύση της Άφρας και σκαρφάλωσε, πάντα με τα χείλια στα πλευρά και στους μαστούς της, στις κρύπτες των αβρών αγκώνων της και κατέκλυσε τους ώμους και τον λαιμό της. Έπειτα, έσφιξε τα χεράκια της σε πιεστική αρπάγη και χύμηξε στα χείλη της που ήταν ήδη παραλυμένα από ένταση και δίψα.

    Μακρόταλο, βασανιστικό φιλί, εξερευνώντας κάθε σκέψη του ουρανίσκου και των ούλων της μικρής, δάγκωσε τα δόντια της και της έπρηξε τη γλώσσα, ρουφώντας αξεδίψαστα. Και με τα χέρια της ως πυρωμένες τσιμπίδες, την πονούσε όπου αλλού μπόρεσε να το πράξει. Κι όταν η Άφρα άρχισε να ολολύζει παράφορα και αναποτελεσματικά, έμεινε σε απόσταση, την κοίταξε βαθιά και της άφησε ένα αθώο, παρθένο φιλί στο μέτωπο.

    Αυτό ήταν το φιλί που ακολούθησε το χάδι.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [84]

    84. Το χάδι

     

    Στο κρεβάτι της λευκής Σκούνας, η Άφρα διέθετε στην αγωγή της τρία δάχτυλα του αριστερού χεριού και δύο του δεξιού. Τα υπόλοιπα είχαν τέτοια φορτώματα, μπλαστρώματα και σκληρά επιθήματα από κοσμήματα και δαχτυλίδια, ώστε έμοιαζαν άχρηστα και επικίνδυνα.

    Ξεκίνησε από το μέτωπο και τους κροτάφους της Αϊσέ και για έναν έμπειρο κυνηγό των ηδονών, αυτά τα μέρη που προσώπου έφταναν και περίσσευαν για να ταξιδέψει η γυναίκα σε παραδείσους, αστερισμούς και κομήτες. Αλλά η Άφρα ανακάλυπτε τον κόσμο και δεν σκόπευε να το παίξει έξυπνη. Το έπαιξε περίεργη, όπως όλοι οι ντροπαλοί αμαθείς.

    Στο μέτωπο, με το δεξί, έπλαθε ρυτίδες στο δέρμα, οριζόντιες και με το αριστερό εμπόδιζε το μαλλί των κροτάφων να μείνει αδιατάραχτο και σταθερό. Τραβούσε τις τρίχες και τις έπλαθε σε πρόχειρες μπούκλες και έμπαινε στην άνω χώρα των αυτιών, έως την πίσω όψη τους. Κι ενώ η Αϊσέ αισθάνονταν ταραχή και ευαρέσκεια, τηνε βουτάει από τα αυτιά και της δαγκώνει με δύναμη το κεφάλι, από τον προμήκη μυελό έως τα μόλις κινούμενα βρεγματικά της, κι έπειτα, την φέρνει κατά πρόσωπο, βυθίζεται στο βλέμμα της και της πιέζει τα μάγουλα με τις ανάστροφες όψεις από τις παλάμες της. Έπειτα, χώνει πέντε δάχτυλα στο στόμα της,τα επιλεγμένα, και περνάει αστάρια σάλιου πάνω στα δοντάκια της, εκβιάζοντάς την να της δαγκώσει τους πέντε εισβολής.

    Ενώ τα έπραττε αυτά η Άφρα, βρήκε χώρο και έβαλε το γόνυ της στην κοιλιά της ψυχοκόρης, ανεβοκατεβάζοντας τον μηνίσκο έως την άκρια του κόκυγγα. Κι έπειτα, κατεβάζει το χάδι από το στόμα στον λαιμό, για να το ξεκουράσει, το χάδι, στις ολόστεγνες, από τον οίστρο, αμασχάλες. Και αφήνει τα θερμά της χέρια να αναζητήσουν τα δικά της έως τα ακροδάχτυλα, μη λησμονώντας να τσιμπάει πειραχτικά τους αγκώνες και παν ό,τι εξείχε από το σώμα της όπως το πηγούνι.

    Τότε άρχισε η ανάσα της Αϊσέ να θυμίζει ρόγχο θανάτου καθώς τίποτε δεν την φόβιζε και περίμενε το χάδι της Άφρας να εξειδικευθεί στην κοιλιά της. Αλλά εκείνη, της έσκιζε το φόρεμα, την γύρισε πλάτη και με τα χείλια δοκίμαζε ακατάσχετα την σπίνα, τα πλευρά και τα νεφρά της με το καπάκι της σάρκας να ριγεί και να συσπάται.

    Αυτό ήταν το χάδι, πράξη πρώτη.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [83]

    83. Η λευκή σκούνα

     

    Το αυτοκίνητο της Αϊσέ έτριξε παράξενα καθώς στάθμευσε στο μικροσκοπικό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας που είχε ένα βαθυκύανο χρώμα. Χωρούσε μόνον μετά βίας την σκούνα της Άφρας.

    Ήταν βαμμένη ολόασπρη με μια κόκκινη ρίγα στα ίσαλα και παρομοίως κόκκινο το άρμενο στην πλώρη. Μια φελούκα την περίμενε και επιβιβάστηκε με δυο κωπηλάτες που βαστούσαν τα μπαγκάζια της. Τότε, ένα βίντσι μια αρπάγη ανάρπαξε την φελούκα και την απίθωσε στην κουβέρτα της πλώρης που έλαμπε.

    Η Άφρα στέκονταν δίπλα στον τιμονιέρη που ήταν γυαλιστερός και εβένινος φορώντας μόνον ένα περίζωμα. Η Άφρα φορούσε χακί θερινά ρούχα εκστρατείας και ένα παράταιρο πηλίκιο Ρουμάνου σημαιοφόρου. Αγκάλιασε την Αϊσέ και προσπάθησε να την ξεναγήσει, ανεπιτυχώς. Έκαναν βόλτες δίπλα σε ένα αντιαεροπορικό σκεπασμένο με ένα δίχτυ παραλλαγής, ενώ δυο μάγειροι είχαν βάλει τηγανιές κομμάτια από μεγάλες παλαμίδες. Βαρελάκια με ρακή χρησίμευαν για καθίσματα. Αλλά η Αϊσέ προτίμησε να δοκιμάσει ένα ροδάκινο. Η Άφρα δεν είχε αντίρρηση, απλώς, αφού έφαγε με όρεξη την παλαμίδα, λερωμένη και γελαστή σκούπισε τα χείλη και τις παλάμες της πάνω στο ατλαζένιο γελεκάκι τής επισκέπτριάς της.

    Λύθηκαν δυο κάβοι και η σκούνα στέναξε στρίβοντας προς την ανοιχτή θάλασσα. Δεν είχε φώτα πάρεξ χάρτινα παράξενα φαναράκια. Οι δύο ψυχοκόρες κατέβηκαν στο δωμάτιο της πλώρης, μετασκευασμένο σε μια μεγάλη κρεβατοκάμαρη, με ανατολίτικες χάρτινες λιθογραφίες. Μετά, ανοίχτηκε με πορεία ανατολικά. Ο ορίζοντας ήταν θαμπός και ποικιλόχρωμος. Τα κορίτσια ανακάθησαν, δοκιμάζοντας τα στρωσίδια και απόμειναν να φεύγουν το βλέμμα τους ανάποδα, χαζεύοντας τα κύματα που φούσκωναν σε δύο ράγες στην πλώρη.

    Πολύ αργότερα, χρόνια μετά τα συμβάντα που θα διηγηθώ, η λευκή Σκούνα ήταν πάντα σε βραδινές συζητήσεις σε νυχτέρια θαλασσινών χωριών και σε σκαφίδια που την αντάμωσαν. Άλλοι έλεγαν πως έσταζε αίμα, πως δεν είχε καπετάνιο, πως την συνόδευαν αποδημητικά πτηνά και πως πάντα μπροστά της ίπτατο το πτηνό Ροκ, το μεγαλείο της Ανατολής, με το φλογισμένο του στόμα και τα διάπυρα μάτια. Αλλά σε αυτές τις διηγήσεις δεν θα επιμείνω, επειδή η λευκή Σκούνα έγινε διάσημη επειδή κανένας, όσο και εάν το ποθούσε,  δεν είχε ιδεί αυτά που συνέβησαν στο βαθύ αμπάρι της και με ποιους συνδυασμούς που επέτρεψε να υπάρχουν, η ίδια η ζωή.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ

    Η Μαρία Πηγά πενθεί.

  • Οι ηδονές της Αϊσέ [82]

    82. Δεύτερες σκέψεις

     

    Θα ήταν ντροπή  να παρουσιάσω την Αϊσέ ως μια χαζούλα που δεν πήρε είδηση το πυρωμένο βλέμμα της Άφρας και τον υπόγειο πόθο της. Επειδή είχε την διαίσθηση και το ραντάρ να το καταλαβαίνει.

    Βέβαια, δεν διανοήθηκε πως αυτά θα γίνονταν με το στανιό. Υπέθεσε πως η Άφρα την ήθελε σύντροφο, συνοδό και γόησσα για να πλαισιώσει τις φαντασιώσεις της.

    Πέρασε μερικούς μήνες απορροφημένη στην οργάνωση των επιχειρήσεών της. Ο Πόλεμος άγγιζε το τέλος του και είχε μεταφερθεί κοντά της, στα Βαλκάνια. Και η χώρα της δύσκολα έκρυβε πως δεν ήταν και τόσο ουδέτερη.

    Κατά τον Σεπτέμβριο του 1944, σκέφτηκε να ξαναβάλει αμπέλια για εξαγωγή και πέρασε πολλές μέρες ακούγοντας αγρότες και γεωπόνους. Τότε, στον μικρό Τσεκμετζέ, της ήρθε η πρόσκληση να βρεθεί στα εγκαίνια του εργοστασίου αλιπάστων της Άφρας και να περάσουν  λίγες μέρες στην  ήρεμη, λόγω εποχής, Μαύρη  θάλασσα.

    Χάρηκε. Ετοίμασε βαλίτσες και προμηθεύτηκε δώρα και αγαθά για την αδελφική της φίλη. Αλλά στη μέση των προετοιμασιών, άρχισε να κάνει δεύτερες σκέψεις. Κάτι μέσα της την τριβέλιζε. Κάτι στο βλέμμα της Άφρας και στον τρόπο που την κοίταζε επίμονα όταν δεν πρόσεχε.

    Κι έτσι, ξεκίνησε υποθέσεις εργασίας, ως πού θα τραβούσε εκείνο το βλέμμα τη ζωή της.

    Ερωτικές εμπειρίες δεν είχε, τουλάχιστον δεν τις είχε εξομολογηθεί στην συγγραφέα αυτής της ιστορίας. Αλλά φαντασία διέθετε και μάλιστα πλούσια. Σκεφτόταν τέντες δροσερές στην κουβέρτα της σκούνας, ένα δωμάτιο στην πρύμνη λουσμένο στο φως, πνιγμένο στους κατηφέδες και στα μαξιλάρια, σερμπέτια, σιρόπια και λικέρ μεθυστικά και αγγίγματα που την γέμιζαν προσδοκία. Θα ταξίδευε σε μια κρουαζιέρα ηδονής. Τα όπλα και το τσούρμο, μήτε που τα υπολόγιζε.

    Στέλνοντας το ραβασάκι από μια μαραμένη παραλία, η Άφρα δεν είχε καιρό για αναπολήσεις. Έχτιζε, πρώτα στο μυαλό της και αργότερα στην πραγματικότητα, ένα χρυσό κλουβί για την συναρπαστική ψυχοκόρη. Σκέφτονταν τα ρουχικά της και τα δεσμά της και σκεφτόταν σε ποιους  έμπιστους θα παράδιδε την κοπέλα, πώς θα την τάιζε και πώς θα την ερέθιζε.

    Κι έτσι οι δύο ψυχοκόρες, γεμάτες δεύτερες σκέψεις, στένευαν τα όρια του χρόνου που τις χώριζε ελπίζοντας αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές της Θεάς Τύχης, αποφεύγοντας πάντως να αναζητήσουν την αλήθεια από τα άστρα.