Author: Πετεφρής

  • Βρίσκομαι σε μεγάλη αμηχανία

    Κυβερνητικός δεν είμαι, διότι έτσι έμαθα να ζω: η εξουσία θέλει έλεγχο, η αξιωματική αντιπολίτευση μυρίζει εξάρτηση και μαύρα μαντάτα, η διατήρηση ενός παραγωγικού εγκεφάλου με όλα τα σύνεργα, είναι όλο το νόημα της ζωής.

    Φυσικά, από την επιφάνεια Μητσοτάκη και εφεξής, μπερδεύτηκα πολύ διότι πρώτη φορά μου έτυχε οι εννιά μήνες εγκυμοσύνης ενός βουνού προσδοκιών να βγάλουν ένα ποντικάκι.

    Όχι πως είχα ποτέ σε εκτίμηση τις προσωπικές πιρουέτες ενός δεξιού γουαναμπή πρωθυπουργού. Αυτή η μίξη κινήματος της Βόλβης, υπεξαίρεση αριστερών θεωριών με επικάλυψη Ραιημόν Αρόν, και η προβολή μιας προσωπικότητας βυθίως ανασφαλούς, πάντα έκαμε τον ύπνο μου ταραγμένο.

    Παραδόξως, η τεχνική Μητσοτάκη θυμίζει την τακτική Έβερτ ως υποψηφίου Δημάρχου και τις προεκλογικές του καινοτομίες.

    Ένα-ένα:

    Δεν ήξερα ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους ήταν ζήτημα μερικών κομπιουτεράδων με όραμα. Όσο μελέτησα μερικες χώρες που προχώρησαν στο θέμα, το μαγικό καταπότιο ήταν «ο αριθμός του θηρίου»: ένας ασταύρωτος, μόνιμος αριθμός που επέτρεπε ταυτότητα και επικόλληση συστημάτων.

    Εδώ, γεμίζουμε τετραψήφιες και πενταψήφιες μαλακίες διαφορετικής βαρύτητας και διαφορετικών κουμπιών: άλλα απευθύνονται σε προσωρινές ανάγκες, άλλα κωλώνουν επειδή ανταποκρίνονται άσχετοι τηλεφωνητές και όχι υπάλληλοι μαθημένοι να διώχνουν ευθύνες.

    Απλώς, το παλιό γραφειοκρατικό σύστημα, για την ώρα μουδιασμένο, με την αμέριστη συμπαράσταση των δικαστών και σε προφανείς ενστάσεις τους, θα δημιουργήσουν μία ελαφοκάμηλο. Θα δουλεύουν παράλληλα, ή ένα πάνω στ’ άλλο, όλα τα υπάρχοντα συστήματα, έξυπνα και βλακώδη, πλήν πάντοτε έχοντα ανάγκη από πολιτικά δεκανίκια.

    Τελικά οι δύο υπεύθυνοι της ενημέρωσης αλλά και ελέγχου της πανδημίας, έμειναν στο ριγηλό δέρμα του λογοτεχνικού έρωτα και δεν βάζουν αποστειρωμένο χέρι ή μαχαίρι  στο σηκώτι με κίρρωση. Είναι αμφότεροι ποιητές, αρχιλοχικός και αλκμανικός ο είς, Σουτζικός και επτανησιακής σχολής ο άλλος.

    Αμφότεροι εκφράζονται με πλήθος αφανών στιγμάτων, οικογενειακού λυρισμού ο είς, γυμνασιαρχικού πινδαρισμού ο έτερος. Ο ένας είναι του «περίμενε μη και γείρει η βάρκα», ο άλλος αυτό που του κακοτυχαίνει, το καταπίνει αμάσητο.

    Η πολιτική παράδοση που γέννησε έναν Λάσκαρι, έναν Τάκο Μακρή, έναν Μπάλκο και αρκετούς «επίμονους κηπουρούς τύπου Τζαβάρα» μεταμορφώθηκαν σε δραστήρια κενταυράκια, παγκοσμίως αφανή, ραμμένα και κομμένα να ψαρώνουν από τον Μητσοτάκη. Οι Καραμανλικοί έχουν ασυλία, που εκλαμβάνουν ως μελλοντική κυριαρχία, τύπου Πάκη, κι όλα αυτά υποστηρίζονται (ποτέ δεν έγινε αλλιώς) από μια αντιπολίτευση «αλλού γι’ αλλού ως τον ποταμό Γιαλού» (που βρισκόταν στην Κορέα).

    Φαίνεται πως το επίμαχο σημείο είναι να ξαμολάει ο Τσίπρας ρουκετούλες του στυλ «θα δώσουν λόγο για το καν παραμικρό ευρώ». Πάλι θα γελάσω Σουιφτικά: «χουίχωχμχμχμ!» από την χώρα των αλόγων.

    Κανονικά, όλοι αυτοί οι τζερεμέδες θα καταλήξουν τραμβαγιέρηδες του 1959, αλλά η Ανάσταση θα αργήσει παράφορα.

    Προλέγω πως όλο το εποικοδόμημα του οργανικά αμελέτητου εταιρικού κυβερνητικού πλαισίου, θα χτυπηθεί ωσάν χταπόδι από το δικαστικό κατεστημένο, τις μουχλιασμένες εσοχές του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, την απόπειρα να χτυπηθεί η κατά 50% συνειδητή αεργία του ελληνικού Δημοσίου και μια ολοένα διογκωμένη, παχυλή άγνοια των υπηρεσιακών διαδικασιών.

    Δηλαδή, σε ποιητική μεταφορά, σκεφτείτε ένα γλυκύ ανοιξιάτικο ρέμα με πλατάνια και τιτιβίζοντα πουλάκια, όπου ένα πολιτικό νηπιαγωγείο έρχεται για μικρή εκδρομούλα και το ρέμα έχει φράξει από έναν πελώριο, τυμπανιαίον, σάπιον και με φρικτήν αποφορά βούβαλο.

  • Η κατάρα της «πλοκής»

    Παιδική έντονη περιέργεια να διαλύεις ένα παιχνίδι που σου χάρισαν, για να δεις «τι έχει μέσα». Η προδιάθεση αυτή είναι πανίσχυρη ― έτσι κατέστρεψα την μεσοπολεμική κόντακ του πατέρα μου, κιαλάροντας ένα ζηλευτό φακό, έτσι και τα εγγόνια μου στην ξενητειά φέρονται ως πυροσβέστες και χειρώνακτες, μαγεμένα με τα κράνη και τις μάνικες στις μινιατούρες.

    Εξέλιξη και επέκταση αυτής της αθώας προετοιμασίας για τα ζόρια της ζωής είναι η τάση των «ειδικών» να «διευκολύνουν» τους αποδέκτες ενός πνευματικού ή μαστορικού έργου, εξηγώντας «τι έχει μέσα». Φίλος της νεότητας, ποιητής, μου αφιέρωσε παίζων ένα ποίημα εξηγώντας ότι το πράττει διότι προσπαθούσα να τον πείσω «γιατί το είχε γράψει». Άρα είμαι επίσης ένοχος του κρίματος και υπότροπος, επομένως ξέρω τι σακατλίκι είναι να οργάς επί της πλοκής μιας ταινίας ή ενός βιβλίου.

    Βέβαια, κόλαση του Δράκουλα χωρίζει μια γραπτή παρουσίαση, από μια τηλεοπτική «υπέρ προσωπικού» παρέμβαση, διότι ερεθίζονται και εκρέουν διαφορετικές ορμόνες ― μερικοί επαφίενται στην οργόνη που ενδεχομένως διαθέτουν. Επί αμέτρητα χρόνια, οι συγγραφείς που διαβάσαμε και πέρασαν το μυαλό μας με σβάρνα, έχουν εξηγήσει πως οι λέξεις είναι εκατομμύρια, το ύφος δυσεύρετο και κυρίως, τα θέματα που απασχολούν τον δημιουργό είναι πεντέξι, βαριά-βαριά. Λοιπόν, το να ταλαιπωρεί τον θεατή ένας σοφολογιώτατος που ΔΙΑΒΑΖΕΙ μια διάλεξη, τηλεοπτικώς, ή να τον συνθλίβει ένας διάλογος μεταξύ «δημιουργού» και τους μεσάζοντος κανονικά σε σπρώχνει στην άρνηση ή στο χειρογλύκανο. Αυτή η καταραμένη εσωτερική εθάς φωνή «καλά εσείς, αλλά ΕΓΩ» θα τυραννάει κι άλλες δεκαετίες αυτό το γαμημένο το «εγώ».

    Και βέβαια, υπάρχουν τρόποι να επιλέξεις και να προτείνεις, μακριά από ρεκλάμες. Αλλά κάλλιο στριμμένο άντερο παρά χαλαρός υπνοβάτης. Επιτρέπεται, υποθέτω, να επιπέσεις επί των χνώτων φίλης ή φίλου, να γητέψεις εκλιπαρώντας «ανάγνωθι» ή «δγιέ το, γαημώ την πανακόλα μου» και να απολαύσεις κι εσύ το κείμενο ή ταις εικόνες για 20η ή τέταρτη φορά. Δεν κάνεις ρεκλάμα, μήτε παίζεις τον υπεράνω. Απλώς φτιάχνεις κατάσταση για να επαναλάβεις τη μαγεία που σε τύλιξε. Για σένα δουλεύεις. Όλα τα υπόλοιπα είναι δημόσιες επιβραβεύσιμες σχέσεις άνευ λογου, άνευ νεύρου και, πλήρως ανεπαρκή. Και μη κσεχνάς πως ο Μέγας Λεξιπλάστης, αναγνωρίζει «κακούργον» ή «κακεργέτην», αλλά «καλούργον» ή «καλλούργον» ποτέ. Κι αν ανέχεται τον «καλλιτέχνην», το «καλλιγράφον» αφορά τεχνίτην της γραφής χειρογράφου.

  • Ο Αιώνας

    O Aγοραστός ξαναμίλησε για στρατό που θα βάλει μυαλό στους γιούφτους. Και οι δήμαρχοι λειτουργούν ως θεατές μιας παράστασης μονομάχων σε αμφιθέατρο. Ένα είναι εντέλει το Κράτος, καρντάσια, ένα και αχώρητο. Αυτά συμβαίνουν όταν από διασαλευμένη, ανυπεράσπιστη Δημοκρατία, κάποιοι μας γυρνάν ετσιθελικώς στο ριπάμπλικ.

    Στη φάση αυτή, έγκλειστος πριν τον γενικό εγκλεισμό, μαθημένος χρόνια στην απομόνωση, σκέφτομαι πολύ σοβαρά να αλλάξω αιώνα. Εννοώ να βγάλω έναν από το μούσκιο, να ακυρώσω προσώρας τους αιώνες που συμπαθώ και να βουτήξω σε άλλον, που δεν του έδινα μεγάλη σημασία. Το ξανάπαθα μια φορά ακόμη, όταν ήμουν είκοσι ετών, κι έως τότε λάτρης της προχριστιανικής αρχαιότητας. Για πότε πήρα το δισάκι του οδοιπόρου και ως ανέστιος και πένης βούτηξα στους μεσαίωνες, δοκιμάζοντας μια ξαφνιαστική εμπειρία πενήντα χρόνων, μήτε που το κατάλαβα.

    Ο αιών που μου γυάλισε (και θα με απασχολήσει στο μικρό διάστημα που έχω στη διαθεσή μου, ελεύθερο εγκεφαλικών και καρδιολογικών, αμή και άλλων οργανικών αναποδιών) είναι ο δέκατος έκτος. Τα χιλιοπεντακοσάρια. Ο πράγματι μεσαίων, οι νέοι κόσμοι, το συγκρουσιακό υπέρτατο νόημα, η Μεταρρύθμιση και τα επιγενόμενα, το Λεπάντε και ο Μπαρμπαρόσα, οι κονκισταδόροι, η αυταρχική τέχνη, o Τσελίνι, η εγκαθίδρυση ενός νέου σκοτεινού κυβερνητισμού, η εξωμήτριος εγκυμοσύνη του μπαρόκκο, σκοτεινοί στρατοί φωτισμένοι από μακρυνές ανταύγειες ορειχάλκινων κανονιών, η θάλασσα και ποιος θα την εξαντλήσει.

    Βλέπετε, ο εικοστός πρώτος αιών δε λέει και πολλά, ανκαι θα ξυπνήσει κάποτε, όταν δεν θα είμαι εκεί. Παράξενοι άνθρωποι με ήθος βατράχου και εξαίσιες ερωμένες ανόητων, στερημένων γκαγκάου, απομακρύνουν με τον τερετισμό τους κάθε ελπιδα γαλήνης. Στον δέκατο έκτο λοιπόν, ρεσάλτο, αδέλφια. Στις χαραγματιές φωτός, εν μέσω ποικιλιών σκότους. Από τότε ήξεραν πως η γνώση δεν αντέχει αναπαραστάσεις.

    Stay weird, στους λοβούς μιας πασχαλιάς χωρίς νόημα.

  • Διαδόσεις σε μικρές, καθημερινές δόσεις

    Ασφαλώς θα ξέρετε πως είναι πιο δύσκολο να αλλάξετε χούγια, παρά πλανήτη. Έτσι, μεταβίας ανεχόμαστε αυτόν τον κιαρατά στον οποίον κατοικούμε, βέβαιοι πως κάποια Αρχή, Υπέρτατη Αρχή, μας ξωπέταξε, μας ήκλασε και μας περιφρόνησε, κι έτσι κάθε τόσο δυστυχούμε ενώ δεν πταίγομεν. Απλώς πταίγουν οι άλλοι, οι οποίοι, καλώς γνωρίζομεν πως συναποτελούν την Κόλασιν.

    Η Γαία που την πατούμε και οι περισσότεροι μέσα θε να μπούμε, επιφυλάσσει εκπλήξεις. Λυώνουν παγόβουνα, τα μικρά αρκουδάκια πλέχουν επι μικρού τεμαχίου πλωτού πάγου και τα τρώγει άμα της καβλώσει μια δίχρωμος όρκα δολοφόνισσα που έχει του πιγκουίνου και της χελιδόνας τα χρώματα, αλλά αυτό μη το μολοήσετε σε κανέναν Μπαογκτζή και σκανιάσει.

    Πλανήτην κατοικούμε, αλλά μια φασαρία την κάνουμε. Έτσι και πέσει η Πόλη, καεί η Λισσαβόνα, συμβεί γάμος στο Λασβέγκας ή παρελάσουν στρατά στη Μόσχα, απαίσιες προρρήσεις διαδίδονται και μας απασχολούνε, αντί να παίζουμε το πουλί μας επί προθύμου σαρκός συνανθρώπου μας, να περνάει η ώρα και να ανοίξουμε κανά βιβλίο με μεγάλες εικόνες, αλεζάντωτο.

    Κοντολογής, έτσι και ξαφνιαστούμε ή αισθανθούμε πως σφίγγουν τα λουριά, επικαλούμαστε τον εσωτερικόν ημών νοστραδαμισμόν. Για την ακρίβεια μας κατέχει παούρα και κλάνομες μέντες.

    Ανοίγω που λέτε τα γκαβά μου αξημέρωτα και πέφτω σε κανάλι από τα παρακάναλα όπου ο διευθυντής απευθύνει έκκλησιν «μεινέτε εις τας κάσσας υμών» βλαχιστί, και ο δημοσιογράφος εξηγεί πως η Ντέηλη Μέηλη που είναι έγκυρη εφημερίς έγραψε πως το μικρομέγαλο ο Μπηληγκέητς δήλωσε πως επιθυμεί μείωση του παγκοσμίου πληθυσμού κατά 10-15%, πως η πόλις Γιουχάν κοιλοπόνησε και γέννησε τον κορονοϊόν, πως η Ταϊβάνα, το παλαιό Φορμόζα το ‘πιακε το υπονοούμενον και δεν έχει κρούσματα, πως Αμερικάνσκι και Κιτάιτσοι (σημαίνει «Κινέζοι» στα ρώσικα) έντονε παρτενέροι στην Γιουχάνα και τσακωθήκασι, πως ο Ρόμπερτ Κέννεντι καταγγέλει τον Μποιλοιγκέοιτς και η Μέρκελα ούλα θκά της τα θέλει και να μη πσωνίζουμε από γερμανοεταιρείες.

    Πριν ξεγκαβωθώ, άκουγα τον εκ παλαιού συμπαθή Γιάννη Καζάζη να μιλά σε επανάληψη για τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη στο κανάλι της Βουλής που από χρόνια δεν βουλεύεται και μάλλον το έχει εξαγοράσει κάποια αλληλέγγυος οικονομία, αλλά αυτό είναι άσχετο. Διότι είναι και κάτι γκουμούτσες, ήτοι κεραίες πεντετζή (5G) που επίσης καταστρέφουν τον κόσμο πλην ολίγοι το ηξεύρουν.

    Και θυμήθηκα πως δεν υπήρξε εν τω κόσμω άλωσις, πολλαπλός βιασμός, κατάρα, οχεία και νέα ξενοδοχεία, που να μη κυκλοφορήσει ανακάλημα, θρήνος και οιμωγή για έναν κοόζμο που εχάθη. Και μετά βρίσκουν ένα έμβολο ή εμβόλιο, η μπόλι ή κέντρωμα ή μπήξιμο, τα ξεχνάνε όλα και ζητάνε μονιμοποίηση. Ο δε πρωθυπουργός επαινείται διότι προσέλαβε εμπνευσμένο λογογράφο.

    Τώρα θα έρθει η Κρίσις η κανονική, η άφραγκος και πονηρή, πρέπει να μάθουμε να ξεραίνομε την λαχανίδα και να την κάνουμε αλεύρι και καθώς θα λείπει η μαγιά, υπάρχει μπιρομαγιά που αργεί, αλλά ένα πσωμί το φτιάχνει τσάτρα πάτρα.

    Και πάλε θα πλουτίσει ο μαλάκας που πρώτος θα μαζεύει γόπες και θα φτιάχνει οικολογικά τσιγάρα από λωρίδες πεταμένων μασκών και θα λέμε «είδες ο Βελζεβούλης; Βρωμούσε το χνώτο του και κάλεσε τον Ρέμο για συναυλία στα γενέθλια του σταυλάρχη του».

    Μη φοβείσθε, Μαριάμες. Θα εμβολίσωμεν τον ιόν και θα ασχολούμεθα με εμφράγματα, τα οποία άρχισαν να μας λείπουν…

  • Όταν η αγλωσσία είναι προνόμιο

    Kαι ο Παζολίνι και ο Σκορτσέζε και ο Ταραντίνο και ο Φορντ, έχουν μέσα στις ταινίες των ένα «σημείο κοπώσεως». Ο Ίστγουντ όχι ― το διαλύει σε βλέμματα. Όποιος αντί σινεμά, επιθυμεί αφηγήσεις, θα προστρέξει διαχρονικά στον γαλλικό κινηματογράφο, όποιος ψοφάει να συγκινηθεί ως ανθρωπιστικό μαμούνι, έχει την Ανατολή και την ραπ αντήχηση της στέππας και της ρασπουτίτσα. Δυστυχώς η λογοτεχνία, τέτοια τερτίπια δεν τα ξέρει. Και ενώνω συνειδητά τα δύο είδη, διότι μόνον σε αυτά οι κριτικοί και οι παρουσιαστές σχολιάζουν «την πλοκή», αυτό το σαπρόφυτο, αυτό το νερόφιδο που επειδή έχει κέρατα, αυτοί που το βλέπουν τα θεωρούν αντένες του σύμπαντος.

    H εισαγωγή μου, αναγνώστες, είναι επίτηδες αλλού γι’ αλλού, αλλά θέλω να την υποστηρίξω, διότι αισθάνομαι πως η διοίκηση του τόπου μου, μεταλλάσσεται αγρίως σε κάτι χολυγουντιανά ενδυματολογικό. Η σύγκρουση μεταξύ ανθρωπείου και θείου λόγου από τον μυθικό καιρό του Κρέοντα και της Αντιγόνης νοτίζει αρχαιόθεν τα μάτια των θεατών στα θέατρά τους. Και βέβαια, ο ομολογιακός χαρακτήρας που βρίσκεται έγκλειστος μέσα σε έναν Συναξαριστή, αν διαβαστεί από οποιαδήποτε πλευρά Δικαίου, έχει νοτίσει όχι βολβούς οφθαλμών, αλλά μέσω των μυθιστορημάτων, του σινεμασκόπ, των τηλεοπτικών σειρών και της λογοτεχνίας, ορίζει ως βαθύ υνί μέσα σε ένα ξερό χωράφι όλην την σχετική παράδοση σύγκρουσης Θεϊκών και Κοσμικών νόμων.

    Είχα την τύχη να διαβάσω πολλά παλαιά τεκμήρια όπου ανακρίνονται μελλοντικοί άγιοι από δικαστές ή διοικητές επαρχιών. Σώζονται πρακτικά, ξέρετε. Λοιπόν εκεί, υπάρχει καθαρή αντίσταση στους αυτοκρατορικούς νόμους. Αυτή η αντίσταση έχει περάσει στην εσωτερική παιδεία των ευσεβών και τέρμα. Ο κάθε υφυπουργός φαντάζει ως εκατόνταρχος που σκοπεύει να αποδείξει άξιο φρικτών βασανιστηρίων πάντα μελλοντικό μάρτυρα, και τα μαρτύριά του εξεικονίζονται σε κάθε νάρθηκα ή εικονογραφικό πρόγραμμα. Η πίστη χαλυβδώνεται δια του Πνεύματος και του Αίματος. Ακόμη και στα χρόνια των οθωμανών έχουμε νεομάρτυρες που διέκοπταν τελετές μουσουλμάνων και έχαναν την κεφαλή των, αλλά και ομολογιακούς αλλόπιστους (όχι ομολογιούχους) που πάθαιναν τα ίδια  επί χριστιανών.

    Ο κύριος Χαρδαλιάς δεν είναι Κρέων. Αλλά σε λίγο θα τον πούνε Κρέοντα ή Νέρωνα. Η Μεγάλη Εβδομάδα που έρχεται, άρχισε στραβά. Δεν την λύνεις με εισαγγελέα. Ξεχάσατε τον Καντιώτη, τον Καλαβρύτων; Αν όχι χιλιάδες, εκατοντάδες ζηλωτές του θεϊκού λύθρου θα γοητευτούν από το Κουκάκειον άγος και την σύναξιν των Φαιάκων. Είτε ως τελετή «Πιτάφ», είτε στο «Δεύτε λάβετε», ακόμη και τηλεοπτικό, οι καρδιές θα πεταρίσουν. Κι έχει να πέσει επανάληψη του Κβο Βάντις, των θηριομαχιών και της χιαστί σταυρώσεως μαθητών που θα είναι όλη δική σας. Ακόμη και η Φραγκογιαννού, δεν τελειούται «ξίφει» αλλά μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης.

    Δεν μάθατε τίποτε από ρητορική. Στον γύφτο μιλάς γύφτικα και στον θεοτικό, θεοτικά τα εξηγείς. Τόσους αιώνες, ντίπ δεν εισπράξατε. Αλλέως, στέλνεις τον εισαγγελέα αποβραδής και κάνεις τον άσχετο. Γενικώς, δεν στέλνεις εισαγγελέα εάν ο εμμένων πιστός δεν συνθλιβεί εσωτερικά, ως κήρυκας θανάτου και χειριστής αθώου αίματος.

  • Μονόλογος υπέρβαρου υπερήλικος

    Η Ούρσουλα Γερτρούδη φον ντερ Λάιεν, ευγενής, γλυκομίλητη ωσάν μέταλλο βουτηγμένο στη γλυκόζη, είχε την αβρότητα να προφητέψει (όσο δεν έχουμε αποφάσεις της Κομισιόν, υποθέσεις εργασίας κάνουμε) πως η Τρίτη ηλικία μάλλον θα κάνει πρωτοχρονιά του 2021 από τα δωμάτιά της. Οι υπόλοιποι, θα επανέλθουν στην κανονικότητα, εκτός από ένα συνήθειο: το παρκάρισμα μωρών και παιδιών στα παππούδια.

    Μόλις στα 2015, η δεσποσύνη αθωώθηκε για μια υπόθεση λογοκλοπής καθώς βρέθηκαν αρκετές λέξεις και εκφράσεις άλλων να έχουν υπεξαιρεθεί στην διδακτορική της διατριβή, αλλ’ αυτά δεν τα πιστεύω, διότι τόσα χρόνια διαβάζω εργασίες από το δικό μας εθνικό κέντρο τεκμηρίωσης και έμαθα να αναγνωρίζω το ύφος του κλεφταρά και να μη το συγχέω με τον δανεισμό του πονεμένου τεκμηριωτή.

    Επισημαίνοντας εγκαίρως την τζιχάντ των ηθικών απροσπέλαστων οιακιστών που αγωνίζονται να διατηρήσουν ευμένεια έναντι του μαντρώματος και τους την σπάνε οι αντάρτιδοι, οι που ξεγλυστράνε, οι ευρηματικοί, έμεινα εμβρόντητος με την έλλειψη εμπείρου κοινωνικού ανθρωπολόγου, ή περιπατητή των ελληνικών ορέων που συγχρωτίζονται με σκηνίτες, τροπαλιζόμενα μελέτια, ορεσίβιους που θεωρούν «ένα τσιγάρο δρόμο» τα είκοσι-εικοσιδύο χιλιόμετρα και τσιγγενέδες που υπακούουν στην παροιμία «είδε ο γύφτος την γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του» ώστε πηγαίνοντας στον μαχαλά της Λάρισας, να το πράξουν κυκλώνοντας την περιοχή, κι όχι να μπούνε στην σύναξη «για να πείσουν».

    Εδώ, ο Δήμαρχος Λάρισας, απ’ όσο ακούω, έδωσε αγώνα να τους φρονηματίσει, και δεν κατάλαβε πως οι αθίγγανοι ψυλλιάστηκαν φασαρίες και διέφυγαν εγκαίρως σε άλλους μαχαλάδες, έθιμο που είναι αποδεκτό και κόλπο που πιάνει. Στο Κιλελέρ τους ψάχνουνε, στους Γαργαλιάνους θα τους βρούνε.

    Μα κανένας δεν θυμάται πως, μαθαίνοντας πως ίπτανται πεντοχίλιαρα από έναν μπαλαμό κάποιας κυβέρνησης, εμφανίστηκαν από όλα τα Βαλκάνια μελέτια σκηνιτών το 2008; Κανένα σπίρτο δεν κατάλαβε πως ο εύσωμος φωνακλάς που απασχολούσε τον Τσιόδρα και τον Χαρδαλιά με τεχνητή οργή, ήταν εντεταλμένος να κάνει φασαρία, ώστε να βρούνε καιρό να διαφύγουν οι σύνοικοι;

    Εμένα με απασχολεί η στακάτη δήλωση της εκλαμπροτάτης πως μάλλον η Τρίτη ηλικία δεν πρόκειται να αφεθεί να βολτάρει, να ψωνίζει και να κάνει μονόζυγο και μάλλον θα είναι η τελευταία ηλικία που θα αφεθεί ελεύθερη στο τέλος του χρόνου.

    Αλλά δεν τρόμαξα. Διότι αυτοί οι προβληματισμοί είναι ταμάμ για σενάριο ταινίας του Neflix: γέροντες που στις κυψέλες των πολυκατοικιών, ανοίγουνε λαγούμια μέσω των οποίων επικοινωνούν με διαμερίσματα ή βγαίνουν στους ακάλυπτους, και αγοράζουν κοψοχρονιά κλούβια αβγά για να σημαδεύουν τους εγκλωβιστές τους.

    Κι εξάλλου, γιατί φουσκώνουμε τον κόσμο με μπαρουφέλαιο; Αν υπάρξει εμβόλιο, θα το μπήξουν. Αν φάρμακο, θα το προβάρουν. Η φτώχεια θα έρθει ουρανοκατέβατη και τα εμφράγματα θα πληθύνουν πάλι. Ευκολάκια, σα να διαβάζεις το «όλοι μαζί μπορούμε» σε εσπεράντο ή στα βλάχικα. Θέλουμε λίγο χρόνο να οργανωθούμε, εμείς, τα σάψαλα, εννοώ. Εδώ Κατοχή πέρασε και πάλι ξεγλυστρούσαν από τους κατακτητές. Κι αυτοί που δεν ξεγλύστρησαν, πάλι αρχόντοι έγιναν, όταν ο πόλεμος έλαβε τέλος.

    Ούρσουλα Γερτρούδη φον Λάιεν. Μ’ αρέσει που περιμένουμε να μας βοηθήσουν με δανεικά κι αγύριστα. Γι’ αυτό, την άλλη φορά, θα ασχοληθώ με το γεροντικό σεξ…

  • Και μετά ήρθαν οι Αρειανοί

    O γελοίος 21ος

    Είθισται οι λαϊκές τάξεις (φουμαδόροι, εισπνεόμενοι, αντράκια, γυναικογυνές) ήδη από τα τέλη του 2080 να εκφράζονται απρεπώς ως προς την διαχείριση του παρόντος των. Πρώτο θύμα, υπήρξε ο εικοστός πρώτος αιών, τον οποίον γελοίον τον ανέβαζαν, γελοίον τον κατέβαζαν.

    Οι περισσότεροι «παραμύθ τζογλάν σοφιστές» (*) υποστηρίζουν πως το φαινόμενο έλκει την καταγωγήν εξ ιού τινός, του coronavirus, που οδήγησε τα τότε κράτη σε αιματηρές απαγορεύσεις μετακινήσεων, θέσπισης της «γαντόμασκας» (**) που ταλαιπώρησε πάντα τα έθνη επί έτη 14, και άφησε, πέραν την νεκρών, μίαν πανταχόσε εισπραττομένην «φοβίαν μονώσεως» (insulation syndrome). Τα πλήθη, κυριολεκτικά ερωτεύθηκαν τον οπαδισμόν, τον ομαδικόν κυκεώνα, τας μαζικάς ευωχίας που περιελάμβανον ποικίλας ενσωματώσεις, νέους τύπους του λείχειν και πρόδηλον μπερδεψομπουτισμόν.

    Προς αντιμετώπισιν του coronavirus ελήφθησαν τότε μέτρα βριαρά, και ολική αντικατάστασις του λεγομένου «δημοσίου τομέως» από σύστημα τηλεειδοποιήσεων και επικοινωνίας των πολιτών με τετραψηφίους αριθμούς της διοικήσεως (muteseriflar) και της κυβερνήσεως (pasa bachtseli). Το σύστημα κατέρρευσεν αμέσως, διότι οι ιθύνοντες (durduvak asker) ηνάγκασαν αρίφνητα πλήθη να απομνημονεύσωσιν ακόμη και 56 τετραψηφίους αριθμούς, μέσω των οποίων ήρχιντο εις επαφήν με μυριάδας τηλεφωνητών.

    Oι απαγορεύσεις μετακινήσεων, και μετά την νίκην επί του coronavirus, θεωρήθηκαν «συνετά σωσίτριχα» (synet sossitrix) και δεν ήρθησαν, «τον Θεό μπάρμπα κι αν είχαν» κατά ιστορική δήλωση προέδρου τινός δημοκρατίας ποιάς, του οποίου εχάθη εν τω σαστιρμά το όνομα. Ήδη προμηνύματα ξετσουτσούμισαν φθίνοντος του Απριλίου 2078, ότε νεανίσκοι άδοντες το απαγορευμένον «Μαρία, Μαρία, τα μπού-τια-σου» υπεδύοντο αστυνομικούς, υγειονομικούς και λιμενεργάτας, απαιτούντες παρά τοις οδίταις πιστοποιητικά ιθαγενείας και βεβαιώσεις πως είχον πάππον πάσχοντα εξ αφθώδους πυρετού χάριν παιδιάς. Αλλά μετά που τους ξερρίζωσαν επιεικώς το λαρύγγι, ιδρύθη η κοινωνία των πολιτών «Μπελαβίλας και Χαρδαλιάς, παράλληλοι» που μασκαρεμένοι σε στελέχη εποπτείας και συνταγογραφήσεως προστίμων, διέλυσαν το σύστημα τελεσιδίκως περί το 2097, κλεισθέντος του ζητήματος οριστικώς εν Ζαππείω, ότε ο υποκόμης Μπαμπης ο Σουγιάς, παιδί μιας Πατρινιάς και ταγματασφαλίτη, ανέκραξεν το ιστορικόν «γελοίος αιών, γελοίος αγών, γελοιωδέστερος δε πάντων ο σπασμένος μου αγκών, ο σπασθείς υπό μπάτσων» φράσις που του προσεκόμισε το 88% των ψήφων των επικειμένων εθνικών εκλογών, με ποσοστό συμμετοχής 1,3%, των άλλων κειμένων εν ηρεμία εν τοις νεκροταφείοις τε και κενοταφίοις αυτών.

    Και μετά ήρθαν οι Αρειανοί.

     

    (*) Αποτέλεσμα της «γλωσσικής επαναστάσεως» που ήφερεν η παλινόρθωσις του ντουέτου Γαβρόγλου-Κεραμέως της ομοσπονδιακής λίγκας, θερμών υποστηρικτών του κινήματος «μειώσατε την ύλην μπαίνοντες, αυξήσατε την πύλην βγαίνοντες».

    (**) λογία έκφρασις για την τρέχουσαν ένδυσιν των ελλήνων τα χρόνια της αβίωτης του βίου βασκανίας. Μερικοί θεωρούν την κατάληξιν «μάσκα» λανθασμένη, προτιμώντες το καπουτζηδιανόν «μούτσκα» (πρβλ. την παροιμιώδη έκφρασιν «να του πηγάδ’ να κι η μούτσκα ς. Χώ’ την μούτσκα ς κι πιέ!») Αντεκρούσθη υπό Γαλατσιάνων αιρετικών πιστών του όρου «χειρόκτια» και ουχί «γάντια» όπερ κατ’ έθος επρόφερον «γκάντια» ― «σιγά μη φορούσαμε τον μαχάτμα γκάντι» ηκούσθη λαλών σύμμαχος της Γαλάτιστας, ζερβοχωρίτης.

  • Τσιγγενέ μαχαλάδες

    Χίλιες φορές το έχω γράψει, ας πάει χαράμι ακόμη μία.

    Δεν θέλω να σημειώσω κάτι λογοτεχνί και ουμανιστί μήτε να εκΡΟΜΑνίσω μια πληθυσμιακή ομάδα που διατήρησε χαρακτηριστικά παρελθόντων αιώνων που κανένας εκπολιτισμένος ραγιάς παλαιών κοινωνιών δεν θέλει να θυμάται πως πέρασε γενιές μαζί τους και τώρα, φυσικά, νομίζει πως εκπολιτίστηκε από τη μήτρα. Σάματι ο πολιτισμός να είναι ένα βαρύ απρόσιτο μετάλλιο που σου απονέμεται.

    Η καραντίνα και οι απαγορεύσεις δημόσιας κίνησης, ιδίως η στέρηση του ξένου δέρματος σύγκολα ή εφαπτόμενο με το δικό σου, φοβίζει τους ανθρώπους εν γένει, ακόμη κι αν είναι μυγιάγγιχτοι.

    Οι κατσίβελοι του μεσαίωνα, οι τσιγγάνοι αργότερα, είναι παμπληθείς κάποτε όχλοι ηττημένων λαών από τον βορρά των Βαλκανίων και τα βουνά της εκστρατείας του Διονύσου, που σε μερικές περιπτώσεις διατήρησαν το ατελές σύστημα των «ρηγάτων» ή των «τζαουσίων» η «τζάσιδων» που γνωρίσαμε όταν επιβίωσαν, από τον 7ο έως τον 10ο αιώνα καμιά δεκαριά «σκλαβηνίες» ήτοι υπόσπονδα μελέτια λαοτήτων.

    Μοναδική προσώρας επιβίωση τέτοιου «μελετιού» (αργότερα αποκαλούσαν γιούφτους ή τσιγγενέδες τους πάντες) είναι οι Βαγενέτες ή Βαϊουνίτες, σκλαβηνία που μαρτυρείται πάνω από τους Μολοσσούς παραλιακά και οι Ανδηγαυοί της Κέρκυρας που ήταν βουργέσιοι (μπουρζουάδες) ζήτησαν από την Αρχή τους να επιτρέψει ομάδες Βαγενετών να έρθει στο νησί για να καλλιεργεί τα κτήματά τους στο Τεμπλόνι. Αυτά στον μεσαίωνα. Σήμερα, στο Τεμπλόνι έχουν διατηρηθεί αθίγγανοι, αμετακίνητοι εκεί επί αιώνες.

    Η Ελλάδα, πληθυσμιακώς, θυμίζει ύφασμα γαλανόλευκο που έχει πολλά πουά διαφόρων χρωμάτων. Αναφέρομαι σε πληθυσμούς ή ομάδες που είναι υποχρεωμένοι να ζούνε συμπαγώς, ήτοι σε καταυλισμούς αθιγγάνων, σε στρατόπεδα στρατευμένων, σε κλειστές ή ανοιχτές δομές προσφύγων και μεταναστών. Δεν ξέρω πόσοι είναι ανάκατα, αλλά νομίζω πως είναι συνολικά πάνω από 200 χιλιάδες όλοι μαζί. Καταλαμβάνουν μερικές δεκάδες «πουά» του νεοελληνικού υφάσματος. Αν συμβεί καμιά φωτιά στο Μοριά, όταν ο Ρουσόπουλος μοίραζε λεφτά ή όταν ήταν η περίοδος της μαύρης Ειδομένης, μπορεί να ήταν πολύ περισσότεροι, αλλά παροδικά.

    Οι ρηγάδες τους αυτοαποκαλούνται βασιλιάδες και είναι οι ενεργοί πόλοι επικοινωνίας με τους υπόλοιπους Ελλαδικούς. Αυτοί ορίζουν τις ταρίφες στο άθλημα της ψηφοθηρίας, και ελέγχουν το εμπόριο, την τοπική αγορά, οπότε αφήνουν ομάδες να ξεχυθούν για ψείρισμα αγαθών ή τους έστελναν παλιά ομαδικά να μαζέψουν σοδειές με ποσοστό.

    Οι γύφτοι θέλουν δάσκαλους, δικούς των, παροχή εντός σχεδίου οικοπέδων ή κατοικιών (υπάρχουν από το 1960 μερικοί υποδειγματικοί οικισμοί) καταστήματα και βιοτεχνίες διαφόρων ειδών και δυνατότητα ανάπτυξης εμπορικού πνεύματος. Υπολόγισα την ένταξή τους στο επίπεδο ευρωπαϊκών κρατών δύο τύπων (Αγγλίας και Ουγγαρίας) πως θέλει δέκα βαρβάτα χρόνια δράσης μη πατερναλιστικής. Με δύο λόγια, χρειάζεται μία γραμματεία πληθυσμών κοινωνικού περιθωρίου, χωρίς ανθρωπιστές και ανθρωπίστριες. Η δουλειά θέλεια κοινωνικούς εργάτες και όχι «αχ τα καημένα τα χελιδόνια, τήκονται αδίκως μέσα στον ήλιο». Και βέβαια, εισαγγελέας πολιτικών δωροδοκιών και με νυχτερινή βάρδια.

    Όσο για Λάρισες και Νέες Σμύρνες εντός αυτών, υπάρχουν 100 πανελληνίως και λίγες λέγω. Θέλουν όλες σχολειό και ισονομία.

  • Γενέθλια

    Αριθμητικά, αδύνατον να εκτιμήσω πώς κατέφαγα και ξεκοκκάλισα έξι ντουζίνες χρόνια. Είναι πολλά και τζάμπα ακούω πως πέρασε η ζωή σαν αστραπή, πως σαν λουλούδι κάποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή. Περισσότερο κλίνω στο «ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα του θανάτου η καμπάνα και για μένα». Έζησα έναν ποικιλώνυμο και βραχώδη κόσμο, εξίσου ακατανόητον από την πρώτη στιγμή που απέκτησα συναίσθησή του. Όχι, δεν πέρασαν σαν το νεράκι.

    Μεταξύ μας, αυτό το καταραμένο και συναρπαστικό πνεύμα πύθωνος, δεν κατάλαβα αν ήταν αστρίτης, σαΐτα ή λαφιάτης. Μπορεί να ήταν το κήτος του Ιωνά που με κατάπιε, οπότε δεν είμαι σε θέση να ξωπετάξω καμιά θυμοσοφία. Ήμουν μέσα σε ένα στόμα, μια σπηλιά ― δεν χωρούσε η παραμικρή διακόσμηση. Πάντως ήταν ένας πλανήτης των γυναικών. Αυτό το εμπέδωσα.

    Από τα 72 χρόνια που έζησα, εάν πρέπει σώνει και καλά να προκρίνω ένα, θα ήταν ανενδοιάστως το 1968. Εννοείται πως ακόμη το βλέπω ωσάν περπάτημα σε αναμμένα κάρβουνα.

    Βλέπετε, έτυχε μια επαλληλία γεγονότων, η διείσδυση των Βιετκόγκ στη νότια χώρα, το Μάι Λάι, Μάης στη Γαλλία, οι δολοφονίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Ρόμπερτ Κένεντι, η διάσπαση του ΚΚΕ, η Μπιάφρα, ο Ντούμπτσεκ.

    Προσωπικά: ο πρώτος εντοπισμός αρχαίου πολίσματος, ο ανεπίδοτος έρωτας προς την Τριατατική, και στη μοναδική θυρίδα προς την πόλη του δήθεν Πύργου της Αλύσσεως, με τον δειλινό ήλιο να λοξεύει χλομός βάφοντας οίνοπα τον Θερμαϊκό κόλπο, ένα μακρόταλο φιλί σε συγκινημένη ερωμένη, κι όλη εκείνη η Παραφορά.

    Κι ευτυχώς, τα ποιήματα του 1968 εκφράζουν καλύτερα το πώς νοιώθω.

     

    ΠΟΙΗΜΑ

    Αγαπημένη καταλαβαίνω πως σε τρομάζουν οι φωνές μου

    Περί συνεχούς μεταλλάξεως του κατεστημένου

    Μήτε θεωρείς τον χαμαιλέοντα ισάξιο του Γιώργου Θαλάσση

    Γι’ αυτό και σ’ αφήνω να κάνεις τα πρώτα βήματα στο ζελέ μόνη

    Πάντα υπάρχει καιρός να διαβάσεις Κόρσο και Φερλιγκέτι

    Ακόμη κι αν είμαστε εχθροί ή κριτικοί ή παντρεμένοι

     

    Φεύγεις και παίρνω δύναμη απ’ το λαό της Τσεχοσλοβακίας

    Έρχεσαι και διαβάζω Σολωμό αντί Σιλόνε – με λίγα λόγια

    Φανερός ο τρόπος που μου βγάζει το κονφόρμ τα δόντια

    Μια και φαρδειά μου πάει η καμπαρντίνα του πεπλανημένου ιδεολόγου

    Αγαπημένη δε με νοιάζει που είσαι πράκτωρ των αστών

    Όσοι έχουμε ελαττώματα είμαστε αντεπαναστάτες.

     

    Πόσο χαίρομαι τον αντικονφορμισμό του «όχι» σου

    Ή τον σοσιαλισμό που δίδασκαν τα χτεσινά σου πέδιλα

    Τα μάτια σου ράχες λόφων στην πυρπολημένη Μπιάφρα

    Δίχως να λέω ευθέως πως αποτελείς πολιτική επιθεώρηση

    Αγαπημένη μου Κασσιανή Γραικίδου του Τζέημς και της Νατάσσα

    Θεία του Μιτεράν, ανηψιά του Λευτέρη-Τσε–Τουγκ ή του Μπατίστα

     

    Όσο κολυμπάς στη ζεστή ακόμη φράουλα

    Σε ικετεύω να με σκέφτεσαι 90 τοις εκατό λιγότερο απ’ όσο εγώ εσένα

    Έτσι, 19 ώρες τη μέρα επί 42 χρόνια μου φτάνουν

    Ήσυχος να κινήσω εκείνα που θέλω ήρεμος σαν ρολόι

    Πριν να μυριστούν συλλογικά την καταπληκτική μου απάτη

    Και με στείλουν να αφήσω λουλούδια στον παππού μου

    Που πέθανε το 1922.

  • Το εθνικό πάνελ

    Τα πάμε καλά στις στατιστικές επειδή είμαστε τρομοκρατημένοι ή μοιρολάτρες. Επίσης, τα παιδιά μπορεί να στερήθηκαν (ή να γλύτωσαν) το σχολείο, αλλά οι ενήλικοι απέκτησαν ένα θρανίο και κάθε απόγευμα παρακολουθούν έναν εύθραυστο φιλοσόφο, έναν αυστηρό επιθεωρητή και ενίοτε έναν απέθαντο γραφειοκράτη υφυπουργό υγείας, που μιλάει μη μιλώντας διότι είναι ο μόνος που «ξέρει» και δεν εκτίθεται.

    Αυτοί οι δυόμιση υπεύθυνοι, δεν εκφράζουν στοιχεία του χαρακτήρα τους, αλλά δέχτηκαν μασάζ από άγνωστο στο ευθύ κοινό επικοινωνιολόγο.

    Θα προσέξατε ότι ο προσεκτικός κύριος Τσιόδρας διατηρεί ένα δικαίωμα «υποστηριζόμενης πρωτιάς» διότι από τα συμφραζόμενά του δείχνει πως μιλάει με συναδέλφους ανά τον κόσμο, είναι μέτοχος της παγκόσμιας οργανωμένης αντίστασης στον ιό, είναι σαφώς οπαδός της θεωρίας της «υπουλίας»(*) και στέλνει άκρως απειλητικά μηνύματα (η αβρότης είναι πάντοτε εριστική και απειλητική) στις αντίθετες γνώμες. Και σε θέματα πρωτοκόλλου, είναι άτεγκτος ― απόδειξη πως δεν στοχεύει στην πολιτική, αλλά στην εθνική επετηρίδα.

    Αριστερά του και σε εύλογη απόσταση (ανκαι οι αρχαίοι μάντεις, που «έβλεπαν» ιούς στον αέρα από το πουθενά θα σας διαβεβαίωναν πως ο επί της πολιτικής προστασίας υφυπουργός Χαρδαλιάς δεν θα δεχτεί κανέναν ιό στο ξιφος του) κήρυξ προσωπικής αφήγησης, ο μόνος αντίπαλος του κυβερνητικού στωικισμού, ρητορεύει δυσαρεστημένος από τους αποδέκτες των κηρυγμάτων του ― ωσάν στρατηγός αυτοκράτωρ της Ρώμης που υφίσταται την σιωπή της Συγκλήτου. Η στάση του φέρνει προς Μάγνο Πομπήιο, ως ήπια αντιπολίτευση στον Καίσαρα. Ημέρες πριν στιγμάτιζε τις ανωμαλίες του συστήματος, οργίλος και απειλητικός. Προσφάτως, που πήζει από κόσμο ο ενώπιον τραπεζών χώρος και δεν λείπουν αιφνίδιες μαζώξεις, κάνει πως δεν ξέρει και πως δεν άκουσε. Από τον Χαρδαλιά πάντως, δε γλυτώνουμε εύκολα, διότι η θέση του βρίσκεται μεταξύ του Χάρβεϊ Καϊτέλ στο Παλπ Φίξιον και του Τζάνγκο που κυνηγάει την Βρουνχίλδη του. Είναι να μη σου τύχει Ταραντινίτιδα.

    Τις υποσχέσεις του τρίτου της τρόικας, αυτού που ομιλεί εκ πλαγίων αριστερά, είναι σοφό να τις αγνοείτε. Προσφάτως βρέθηκε ένα ΕΣΠΑδάκι για 1.100 άτομα σε 500 βανάκια, πολύ καλή ιδέα σε καπιταλιστικές χώρες, ξέρετε, φαστράκ και Φατς Ντόμινο, αλλά 500 βανάκια χωρις διαγωνισμό, μόνον ως δωρεά μπορούν να περάσουν στο Δημόσιο. Αλλοιώς περιμένει η Μέδουσα των προσφορών, που παγώνει κάθε διαδικασία.

    Κι εδώ ερχόμαστε στο προκείμενο, στον ιθύνοντα νου της επιχείρησης. Είναι ο κατ’ όνομα σκηνοθέτης της παράστασης, ένας Ταραντίνο κομιλφό, που έχει κοπιάρει το κλασικό αφηγηματικό αμερικάνικο σινεμά και κάποτε υποστήριξε ως εργάρα κάτι γκαγκάν κορεάτες ήτοι την ιστορία του Oh Dae-Su και της Mi-do. Πρόκειται για τον πρωθυπουργό της χώρας μας. Ευτυχώς ο προσφιλής μας Κώστας Κωστάκος έχει καθιερωθεί ως ο βεριτάμπλ Οld Boy από την προηγούμενη ινδικτιόνα.

    Ο Μητσοτάκης ηθελημένα ζητά και κατέχει την κεραία της ηγεσίας, επομένως ο Κικίλιας, αρμόδιος υπουργός, θα βάζει μάσκες και θα επιθεωρεί νοσοκομεία. Η μονότονη, θλιβερή παρέλαση αρμοδίων υπουργών στην τηλεόραση (έως και τον Βορίδη ξεπέταξαν τρία λεπτά πριν τες έξι, ώστε να τονε δούνε περισσότεροι) συμβάλλει στην ανακριβή αλλά λογική διαπίστωση πως το υπουργικό συμβούλιο αποτελείται από ρήτορες χασομέρηδες.

    Κακώς τοποθετήθηκαν φανταστικά οδόσημα λήξης της καραντίνας από τον Μάιο. Αν δεν ξέρετε, είναι καλό να μην ξέρετε. Δύο μηνών έγκλειστοι πολίτες δεν είναι καν γκαστρωμένοι ανυπόμονοι ― η γέννα θέλει τετραπλάσιο χρόνο. Είναι φοβισμένοι ή (στις νεότερες άτεκνες ηλικίες) έτοιμοι να ξεσαλώσουν. Χωρίς αθλητικά, με την Παιδεία να παίζει την Ψηφιακή Καρντάσιαν, και τις ψηφιακές καθηγήτριες να συναγωνίζονται τις ψηφιακές ρουλέτες και καζίνα χειρός, η Παιδεία δεν επιστρέφει μήτε με βόμβες Μπικίνι στα παλαιά τερτίπια ― θα έρθει αιφνιδίως ένα Τσερνόμπιλ, η ύλη θα διασπαστεί, θα φανεί η γύμνια των εφησυχασμένων παιδαγωγικών συστημάτων και θα αναζητηθεί κανένας γεροδιάσημος να ορίσει το μονοπάτι μιας πολιτιστικής διαδρομής. Διότι «παιδαγωγική» δεν πρόκειται να υπάρξει. Με το 5G, η πάσα γνώση θα χωράει στο ένα τρίτο ενός κινητού, για να περισσέψει χώρος για αθλέτικς και καβλότικς.

     

    (*) «Υπουλία» λέγαμε επτάχρονοι στα παρόδια παιχνίδια μας, μια συνειδητή αταξία της άλλης πλευράς, κάτι σαν κίνηση Κατερίνας της κομμώτριας στο ρόλο που της γράφει ο αφανής σεναρίστας του ρηάλιτι «Μάστερσεφ»