Author: Πετεφρής

  • Hy Brazil

    Όλο και περισσότερο η χώρα μοιάζει με την Χάι Μπραζίλ της ταινίας «Έρικ ο Βίκινγκ» του Τέρι Τζόουνς του 1989, ή, για όσους δεν το έχουν δει, στο αισώπειο μάλωμα ενός αρχαίου τέκνου που έβλεπε σαλιγκάρια να τσιτσιρίζουν σε αναμμένη θράκα και τα μάλωνε: Των οικιών υμών εμπιμπραμένων, υμείς άδετε (καίγονται τα σπιτικά σας, κι εσείς, Αντώνη Ρέμο).

    Βλέπω την κατάσταση και πρώτη φορά στη ζωή μου θα γράψω με το ύφος που σιχαίνομαι: το κατανοητό.

    • Ο κορονοϊός δεν βρίσκεται σε κάμψη, αλλά επεκτείνεται. Διότι τον αντιμετωπίζουν σαν θεότητα που αλλάζει μορφές, κι όχι σαν ένα τυφλό και αναίσθητο μόριο που καίει ζωές.
    • Η τακτική ενημέρωση των αρμοδίων (συναισθηματικός ιατρός, πινδαρικός συντονιστής υφυπουργός προστασίας, καπετάνιος της κυβέρνησης που κάθεται προφίλ) καθησυχάζει και μαλώνει, χωρίς να καλύπτει όλο το φάσμα της αγωνίας.
    • Υπάρχει υπουργός υγείας και υπουργός προστασίας του πολίτη που υπουργεύουν σχετικά άφωνοι τελευταία.
    • H κυβέρνηση περισσότερο νοιάζεται για καναν Σκουρλέτη που αφρίζει στην αραιωμένη βουλή, παρά στο φαινόμενο να κόβει ένα κεφάλι της Λερναίας Ύδρας και να φυτρώνουν δύο.
    • Τα περί ανοίγματος σχολείων, πανελλαδικών που θα βαστήξουν ένα μήνα, και όλα τα αισιόδοξα σενάρια επιστροφής στο μέλλον, δεν αντέχουν δεύτερη σκέψη.
    • Στον τουρισμό, αναζητείται τουρίστας άμυαλος εκ βορρά που θα κλείσει ξενοδοχείο στη χώρα των ονείρων, όπου δεν έχει σέρβις και μπρέκφαστ, και θα περιμένει στην πισίνα με μετροταινία.
    • Κάποιος μάλλον μάγος της φυλής έχει αποκλείσει τόσες χιλιάδες παιδιά στις εξετάσεις να μη κολλήσουν τον ιό έστω κατά 1% στέλνοντας τις πανελλαδικές στα εφετεία.
    • «Δομές» και άλλες λέξεις, βγαίνουν στο κλαρί συνέχεια, ενώ ένας πατέρας που ζητά το δίκιο του, πλακώνεται με έναν «αίτιο» και στο πέρασμα του, κολλάει δέκα και βάλε υπαλλήλους του κράτους.
    • Αν δε βγει εμβόλιο ή φάρμακο αποτελεσματικό, αλοί και τρισαλοί στους μαλλιάδες. Τίποτε δεν θα προχωρήσει πουθενά.
    • Τσιρίξτε όσο θέλετε, ως πολιτικοί, εκλογές δεν έχει, δεν έχετε βρει καμία λύση, όλοι μαζί στα βοθρολύματα κολυμπάμε και χαλάνε, δυστυχώς, οι οργάντζες και οι καπελίνες μας.
  • Το ελικίκειον άγος

    “…κλειδί για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων των καταρτιζομένων και τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στην οικονομία, ήταν η διαμόρφωση ενός ποιοτικού περιεχομένου κατάρτισης. Δυστυχώς, το περιεχόμενο, σε πολλά σημεία του, δεν ήταν αυτό που αντιστοιχεί σε ένα τέτοιο Πρόγραμμα. Και, βεβαίως, δεν υπηρετεί απόλυτα τον σκοπό για τον οποίο αρχικά επελέγη από την Κυβέρνηση.”

    Η ρετσέτα που έδωσε ένα τέλος στον συνεταιρισμό ΚΕΚ και επιστημόνων, κυκλοφόρησε δύο μέρες μετά που προηγήθηκε η υπουργική «καταγγελία» πως «ανάμεσα σε εκατοντάδες στοιχεία, δύο ή τρία εκπαιδευτικά προγράμματα κατάρτισης ήταν προβληματικά» ή κάπως έτσι.

    Η κατά λέξη μετάφραση από «μηχανές μετάφρασης» ήταν (και είναι) δημοφιλές πεδίο πλάκας και διασυρμού της σχετικής εφαρμογής. Συνήθως σχετίζονταν με αυτόματη μετάφραση οδηγιών χρήσης φαρμάκων ή κάτι παρόμοιο. Όχι πια. Τα ΚΕΚ δια των μεταφραστικών τους τμημάτων (sic) παρουσίασαν έναν αχταρμά ερμηνειών και μια καταγραφή (αξιοδάκρυτη) περί του τι θα εξηγούσαν οι «ειδικοί» σε επιστήμονες που εμφανίζονταν ως καθαρόαιμα ντουγάνια.

    Η άγνωστη λέξη «ελικίκου» σήκωσε γέλιο και αντάρα περισσότερο κι από μία παπική απόφαση του 1969, που επιχειρούσε decanonizing σε καμιά τριανταριά «ύποπτους» βίους αγίων. Και βέβαια, η σωστή αντίδραση της αντιπολίτευσης προσέφερε ανεκτίμητη υπηρεσία, καθώς ένας ολόκληρος τόμος από αγεωγράφητη κειμενογραφία, αποτέλεσμα σπασμένης πυξίδας, προσέφερε πολλή καζούρα στην τότε Μητσοτακική αντιπολίτευση.

    Η υπεραιωνόβια διαπάλη του τύπου «μη δότε τα γλωσσικά άγια τοις κυσί» με ευαγγελικά, ορεστειακά, μαλλιαρά, γλωσσαμυντορικά, κορακίστικα και πάει λέγοντας, συνεχίστηκε απέθαντη, ξεκινώντας από τον «Κωστάκη τον παλιοκουβέντα» και φτάνοντας σε ελικίκεια πανδαισία. Ας σημειώσω εδώ πως το «πφ! Αυτό δεν λέγεται έτσι και δεν γράφεται έτσι» είναι η κύρια απασχόληση των «γραμματικών τεχνιτών» μας.

    Διπλό το προσδοκώμενο «καλό»: πρώτα, η ρουμπατσίνα στον κύριο Βρούτση, κυρίως για την εξοργιατικά πρόχειρη κατάστρωση μιας τσάτρα πάτρα «συνεννόησης στρατηγικών εταίρων». Το σενάριο γνωστό: από πού θα τραβήξουμε τα κονδύλια; Απλό: υπάρχει ένα πρόγραμμα κατάρτισης μέγκλα, που ούτε το ψάχνουν, μήτε ρωτάνε.

    Το δεύτερο είναι πως ο Σύριζα κάνοντας μια άκεφη έως τα σήμερα αντιπολίτευση, που διακόπτεται από λυγμούς τύπου «πώς την πατήκαμε έτσι, συντρόφια», κατάφερε να ταπώσει έναν πρωθυπουργό που είχε το κοκκαλάκι της νυχτερίδας. Βέβαια, η προ ημερησίας συζήτηση στη Βουλή ουδετεροποιείται πλέον, κι έτσι οι αρχηγοί θα κρίνουν και θα κατακρίνουν με απόλυτη ασφάλεια.

    Ο Σύριζα, όλο και περισσότερο πείθει πόσο τον ωφέλησε η συνύπαρξη και συγκυβέρνηση με ένα ποσοστό μπουραντάδικης Δεξιάς που τώρα του λείπει αφάνταστα. Διότι καταγγέλει δια της πλάκας και της τάσης για γελοιοποίηση, που είναι προσφιλές χόμπι του κυρίου Τσίπρα. Αν διέθετε, όπως παλιά, δύο βαρβάτους ακροδεξιούς γλωσσαμύντορες, ο Βρούτσης και άλλοι υπουργοί θα ήταν παρελθόν από πέρσι τον Σεπτέμβριο.

  • Κρανιδίωσις

    Μορφή ταπηροκρανιώσεως που παρετηρήθη σε συλλογικά ακροατήρια αναμένοντα καθημερινήν έγκυρον πληροφόρησιν παρά της Τρόικας του Γένους (ιατρός, στρατηγός, κομισάριος) πλην αντ’ αυτών, ο χενεραλομπερστ ήτο ολιγομίλητος, οπότε το πλήθος άρχισε να «τα παίρνει στο Κρανίδι» και όχι, ως προεβλέπετο, «στο κρανίο».

  • Κάνε το σαν τον FDR

    [Προς τον αφανή επιχρωματιστή της πρωθυπουργικής εικόνας]

    «Η επανεκκίνηση της οικονομίας» μπορεί να συγκριθεί μόνον με την χειμωνιάτικη αντεπίθεση του Χίτλερ στις Αρδέννες ως την Μπαστόν, ή με την παραμονή της Μαύρης Πέμπτης στην Γουόλ Στρητ του 1929, δηλαδή την «Τετάρτη των ηλιθίων» όπου αρκετοί σορτάκηδες έσπευσαν να αγοράσουν μετοχές που ήδη έπεφταν σαν πλακέ χιόνι στους δρόμους. Και οι μετοχές, και τα πτώματά τους. Tοσο φλου αρτιστίκ είναι.

    Είναι πάντοτε όχι απλώς επικίνδυνο, αλλά θανατηφόρο να ρίχνεις το πλήρωμα ενός καραβιού στη θάλασσα για να το κυβερνήσει ένας γλάρος, ή «να περιμένεις από έναν χονδρόν λεπτότητας» (αυτό είναι του Μποστ), ή να είσαι γιατρός και να γοητεύεσαι από αεριτζήδες που παίζουν νούμερα στα δάχτυλα και να ακούς πολιτικούς κάθε απόχρωσης εν γένει (αυτό έπρεπε να είναι, από την εποχή της άκαυτης βάτου του όρους Σινά, η ενδέκατη Εντολή)

    Δεν είναι σίγουρο το τεστ για τον κορονοϊό, κι αυτό φαίνεται από το ότι ξεκινά ενίοτε από αρνητικό και πρίν το ρόγχο του θανάτου βγαίνει θετικό. Δεν έχεις ιδέα πόσοι στην χώρα σου είναι ασυμπτωματικοί, δεν πας χωρίς διερμηνέα στο Κρανίδι, δεν επιτρέπεις σε κανέναν να βγάζει πρωτοσέλιδα με προτεραιότητες και σχεδιασμούς όταν δεν έχεις μήτε εμβόλιο, μήτε έστω και ένα γιατρικό. Ένα! Όλα είναι στο «εάν» και στο «θα δούμε». Σου το έχω ξαναγράψει συγκρατώντας την υπομονή μου, πως δεν έχεις ιδέα πόσοι έχουν προσβληθεί και κακώς φερμάρεις την μαλατσία πως είσαι στην ουρά των κόκκινων αλέρτ. Διότι εδώ, οι αριθμητικές πράξεις είναι δευτερεύουσες και ενίοτε παραπλανητικές. Ποσοστά επί του συνόλου είναι ευχής έργο να συγκρίνεις.

    Δεν μέμφομαι μήτε την Επιτροπή, μήτε τους γιατρούς, μήτε τους αλαλιασμένους της νυν αντιπολίτευσης που παίζουν περιφερειακά, και βέβαια μήτε αυτούς που κάνουν λογαριασμούς χωρίς τον ξενοδόχο, κυριολεκτικά. Ποιος σου έταξε να περιμένεις να γεμίσουν τουρίσται τα νησιά που δεν αντέχουν μήτε ένα ξερόβηχα χωρίς αεροδιακομιδή; Ευτυχώς οι έμποροι και οι μεταπράτες και αυτοί που στήνουν ξώβεργες για τους τουρίσται, δεν πρόκειται να ανοίξουν. Κι ας έχει πέσει χαμαί το πετρέλαιο όσο θέλει.

    Έρχεται Κρίση, το έπιασες; Άγρια Κρίση, Κρίση απ’ αυτές που έχουν και υφέσεις, κρίσεις που μπορεί να την γλυτώσουν μερικά ομοσπονδιακά κρατίδια και έως εκεί. Κι εσύ τσαμπουνάς σχολεία και πρόστιμα και εξετάσεις και καλλιγραφίες και όλα καλά. Δεν υπάρχει διεθνής οργανισμός αρμόδιος, που δεν βλέπει να έρχεται η Ύφεση.

    Κι εσύ το ξέρεις, αλλά μέσα σου ενδεχομένως να πιστεύεις πως θα γυρίσει ο τροχός με  «διαβατήρια υγείας» και του μπογιατζή ο κόπανος. Ενώ έπρεπε να τραγουδάς «τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η αγιά τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι, ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό τον Μάη λαλεί»

    Αλήθεια, ο Μηταράκης, όλα καλά; Ο Βρούτσης, με τα 300 ΚΕΚ, ακμαίος; Έχεις καταλάβει πως χρειάζεται όχι ανασχηματισμός, αλλά η σιγουριά πως ακόμη και τα φίδια αλλάζουν πουκάμισο; Μήπως είναι καιρός, εκτός από τους άχρηστους, να συμπεριλάβει στο λογαριασμό ο δικός σου και τους άσκοπους;

    Εδώ πληρώνεις τζάμπα δημόσιο προσωπικό επειδή δεν χωράνε σε χώρους που δούλευαν, αλλά τώρα χρειάζονται άπλα! Επικοινωνιακά, μπροστά στο χάλι των αλλωνών, ο δικός σου έσκισε.

    Ε, και;

    Δεξιός είναι και αυτά οι δεξιοί τα οσμίζονται. Αλλά δεν έχεις ορίσει τι δεξιός είναι, και να σε πληροφορήσω, δωρεάν και εγκαρδίως. Δεν είναι Καραμανλής ο της Οκταετίας, μήτε ο ανηψιός του που έκανε άλλα. Δεν είναι του Αβέρωφ όπως ο πρόεδρος της Βουλής σας, μήτε Ράλλης και άλλα Ιόνια χαιρετίσματα.

    Μήτε η φαμίλια τον βοηθάει -ανκαι θα είδε, φαντάζομαι, τον Νονό καμιά 300ριά φορές.

    Κι αν είναι στα χνάρια του πατέρα του, λάθος κάνει. Ακόμη κι αν έχει ένα ξένο πρότυπο, κακώς το ψάχνει μεταπολεμικώς ή σε ένα όνομα της αρχαιότητας, αν η Αγγελοπούλου συγκράτησε κανένα.

    Μόνη καταφυγή σε αυτό το κουρδιστό μαραφέτι, ο Νιουντηλίστας, Φραγκλίνος Δελάνο Ρούσβελτ, ή FDR που έστρωσε μια ακατοίκητη οικονομία, και έστησε υπαρκτά έργα, όχι παπάρες ψηφιακές. Και με το Εναρέ, τον λάτρεψαν οι εργάτες και οι άνεργοι, λαΐκισε μετ’ ευτελείας και κυβερνούσε εν γνώσει της μαλακίας. Δεν χρειάζεσαι κάν μια Έληνορ να μαζεύει τα μπόσικα. Μερικοί ενδιαφέροντες ανθρώποι, με παραξενιές, επαρκούν…

    Κι αν αντείπεις πως ο Ρούσβελτ είναι από άλλη σωλήνωση, κάνε τον να φαντάζει σαν κυβερνήτης κάποιας Πολιτείας (του Ρούσβελτ). Και το έργο ας μη σκηνοθετήθηκε από τον Ήστγουντ ή τον Χιούστον, ας είναι ένα σκετσάκι των Κοέν, το πρώτο από τον Σκάγκς που κατά τα άλλα δεν βλέπεται.

    Δεν ξέρω αν έρχεται πρώτα η Κρίση και συν αυτή και η Ύφεση. Απ’ όσο καταλαβαίνω, θα είναι κάτι χειρότερο από κοροναϊό και δεν θα περιέχει το μόνιμο σακατλίκι της χώρας, ήτοι την διχόνοια. Θα είναι ένας ενθουσιώδης περίπατος παραπλανημένων που θα επιδιώξει να διασκελίσει τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, στέλνοντας τα βαγόνια με καταπέλτη στην άλλη όχθη του γκρεμού.

    Και κάτι τελευταίο, συβουλάτορα του Ρήγα σου: η μουσική υπόκρουση και η αντίφαση ανάμεσα στις εμπορικές διαφημίσεις και στα κρατικά λογάκια, παρουσιάζουν πολυκοσμία και χαδάκια στις πρώτες και αποστάσεις Αντονιόνι τα δεύτερα.

    Η μουσική υπόκρουση είναι θρηνητική και θανατολάγνος, είναι δήθεν νοσταλγική, παρά τον Ρεμισμό που περιέχει. Ένας μελοδραματικός Ερικσατισμός κάνει πλινκ πλονκ στις πεντάγραμες καλαμιές, οι σιτεμένοι καλλιτέχνες άλλων γενεών είναι στο τσακ να ξεχνάνε τα λόγια τους και τα μοιρολόγια για τις μοναξιές και τα πολλά τετραψήφια τηλέφωνα θυμίζουν πιν που δεν θυμάται κανένας.

    Οι τηλεοπτικές επαναλήψεις, δείχνουν κόσμο που κοιτιέται και αγγίζεται, κι αυτό  μπερδεύει τους απομονωμένους έντρομους. Και πες στο αφεντικό σου πως όποιο βροντολόγιο, ωροσκόπιο, αστρολάβο ή περί σεισμών κείμενο διαβάσει, μαζί με καμιά δεκαριά νόμους του Χαμουραμπί, θα μπορεί να εκτελεί καλύτερα φιλοσοφικούς διαλόγους για μιμιάμβους και γιατί δείχνει κακοχυμένο το κοίλο ενός λιθωρυχημένου θεάτρου σκιών.

    Πές του να είναι ευσυγκίνητα αγνώμων και να κρατάει σκονάκια για κάθε περίπτωση.

    Εύχομαι, πές του, να γενούν όλα όπως το εκτίμησε, αλλά οι μυθολογίες συχνά ψεύδονται εθελουσίως.

  • Ένα θεματάκι πολιτικής προστασίας

    Η Ελληνική τηλεόραση αδυνατεί να καταναλώσει τους υπουργούς που συνωστίζονται καθημερινώς στις οθόνες της. Δεν πρέπει να ισχύσει κάποια αραίωση, έστω συμβολική;

  • Θα γεμίσεις μ΄ένα «ναι», γαλανέ μας ουρανέ!

    Πενήντα τρία χρόνια από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, που απλώς πρόλαβε το «κανονικό» που περίμεναν οι περισσότεροι, των στρατηγών. Πραγματικά, εκτιμώ σήμερα πως αρκετά ειπώθηκαν και έγιναν για εκείνην την δήθεν αιφνιδιαστική στραβοτιμονιά. Γι’ αυτό και θα ζητήσω παρηγοριά σε μια υποσημείωση της βίας που ασκήθηκε: το σινεμά, την τέχνη, κι όλο αυτό που αποκαλούμε «πολιτισμό», δηλαδή μια άκρως βαρετή και ρουτινιέρικη παράγραφο του μεταπολέμου.

    Έτυχε και είχα καβατζάρει τα 19 όταν ξεκίνησε. Στο πανεπιστήμιο, στα στέκια των νέων, στα πελώρια ρολά τυπογραφικού χαρτιού για εφημερίδες αφοσιωμένες στο ποδόσφαιρο και σε εμβληματικούς αθλητικούς αγώνες, στις αραιές, αλλά ταμάμ για ψιλοπλακίτσες «εθνικές παραστάσεις», στην τοποθέτηση «καπεταναίων» σε κάθε δημόσια υπηρεσία, στην θρυλική φράση «κι εγώ είμαι αντίθετος, αλλά δεν παραιτούμαι επειδή θα με αντικαταστήσει ένας καραβανάς» στο τεύχος «η πνευματική ηγεσία δια την 21ην Απριλίου», στις απανωτές μεταστροφές εκείνο το καλοκαίρι του 1974, στην ιερή κολυμβήθρα όπου έμπαιναν μηδίσαντες και έβγαιναν κανταφικοί και δήθεν αντιστασιακοί.

    Το σινεμά του καιρού, ασκήθηκα να το χρονολογώ επακριβώς, αρκεί να έβλεπα διαβατικό κι ένα φούταζ μερικών δευτερολέπτων. Δεν έβγαινε «χουντίλα» από ‘κει μέσα, αλλά μια περιδιάβαση εν υπογείω. Οι σινεμάδες έδειχναν μια εξέλιξη εικόνων που ήταν γνωστές από πριν, αλλά η δικτατορία συνέπεσε με την τηλεόραση, το σβήσιμο των αγροτικών χρεών, την διαμόρφωση μιας νεκραναστημένης ιδεολογίας «εθνικών κινδύνων», την ύπαρξη «γεφυροποιών», και βέβαια, το λυτρωτικό για τους οπαδούς συγχωροχάρτι του «στιγμιαίου αδικήματος», πανομοιότυπου με την μετακατοχική απαλλαγή των «εθνικώς σκεπτομένων» αφου ή προτεραιότητα ήταν η εμφύλια σύρραξη. Δεν χρειάστηκε πολλή προεργασία για να καυχάται ένας τέως μεταξικός αγρότης ως «χουντικός» και νομίζω πως εντέλει την πλήρωσε ο Γιώργος Οικονομίδης («φίλοι μου αγαπημένοι») και καναδυό έντονα «εκδηλωμένοι». Κι αυτό, παροδικό.

    Ειδικά η τηλεόραση, ξέπλυνε πλήθος εικόνων από επαγγελματίες του θεάματος που πέρασαν ζάχαρη, με σπάνιες εξαιρέσεις, και από συντελεστές των ζενερίκ, αρθρογράφων διαπρυσίων και άλλαι αηδίαι.

  • Παβουγαδισμός

    Την «Βουλή Τηλεόραση» παρακολουθούσα συνήθως όταν ήμην στα πρόθυρα αυτοκτονίας, αλλά πράγματι αποτρόπαιας ― με πριόνι ή με ζωντανά ποντίκια που επιθυμούσαν να φάνε γυμνοσάλιαγκα που κατάπινα. Αυτές είναι αυτοκτονίες όταν κάτι το απεχθάνεσαι ή καταλαβαίνεις όσο ένας Σαρμάτης χαμένο έργο του Αισχύλου.

    Ωστόσο, τις προάλλες αιφνιδιάστηκα αιφνιδιαστικά. Οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας είχαν υπότιτλους! Ξέρετε, ύμνοι, αίνοι, τροπάρια, Ακάθιστοι, όλα. Και έτσι ερμήνεψα τις κινήσεις των ψαλτών, τι έλεγαν και πόσο άφηναν διάχωρα στην ανασαμιά τους. Μπορεί να ανέγνων και να κατέγνων από λειτουργία του Χρυσοστόμου έως άπαντες σχεδόν τους αρχαίους βίους αγίων και εκείνα τα αιρεσιοκτόνα επουργήματά των, αλλά έτσι και μελωδούσαν, έχανα τα λόγια. Και είμαι πεπεισμένος πως αν γινόταν μια σωστή δημοσκόπηση Ελλήνων, ένα 2% ενδεχομένως να ήξερε τι σημαίνει «πρόσχωμεν» και «τα σα εκ των σών». Το «Είδομεν το φως το αληθινόν» θα έπιανε σιγουράκι ένα 83%.

    Χάζευα επί τριήμερο την ψαλτική τέχνη και εισροφούσα την ποίηση που περιείχε. Σας έχω νέα: η επί βυζαντινών αρμονία και λογική, είναι δύσκολη, ζόρικη, αλλά άκρως ευχάριστη. Των νεοτέρων ιεραρχών και δοξολογητών το έργο, είναι αμέριστα φαναριώτικο, κάπως μονότονο και έρμαιο της συλλαβομετρικής λαγνείας των. Αυτό δεν με τάραξε, διότι είμαι άπιστος εάν με ρωτήσετε πού είναι το άσμα στην θρησκευτική μουσική. Πουθενά δεν είναι. Απεναντίας, υπάρχει ποιοτική, απίστευτα οργανική και πλήρης, η προσωδία. Αυτό που λέγεται «παπαδίστικη ανάγνωση» και έχει κάτι ένρινο. Ο Απόστολος, οι Ευαγγελιστές, τα Πατερμά της λειτουργίας είναι προσωδίες. Ο αγιορείτης αναγνώστης την ώρα του γεύματος στην Τράπεζα, ακολουθεί άλλη προσωδία, σαφώς μη καλλυντική.

    Μπορεί οι ψαλτάδες να έχουνε τον τρόπο και τον ιδιαίτερο θύμο αδένα των, αλλά είναι άκρως κατάλληλοι να τραγουδήσουν ρεμπέτικο και πολυφωνικά. Τα λίγα λαϊκά στιχηρά που σώζονται σε ιστορικές πηγές πάντως, τα «πάλιν τον καύκον έπιες», το «την δαμαλίδαν απαλήν», το «γαύζας βόνας βακηδίας», πολύ εύκολα τα ψέλνω, σεβόμενος έναν απλό κωδικό, τι εστί «ανανάγια» και «νανά».

    Κανονικά, έπρεπε να πάρω διαζύγιο από τα μελίσματα και τες απαγγελίες, αλλά δεν. Πολύ μικρότερος, προσπαθούσα να απαγγείλω το «Πιστεύω»  ροκάροντας, ενώ ποτέ δεν είπα «όχι» στην ραπ και στον χιπχοπισμό. Αυτή είναι άλλη συζήτηση και δεν την θέλω τώρα. Αυτό που θέλω, είναι την ποίηση που διασώζεται στους χορούς των ψαλτάδων.

    Το μυστικό της έγκειται στο ότι ο ποιήσας, ξέροντας ότι δεν μπορούσε να νεωτερίσει στην μελουργία, πότιζε τις λέξεις του με μοναδικώς εξεζητημένες βαριάντες λόγου, έσφιγγε τα ρήματα, ανόρθωνε τα επίθετα, μονοπωλούσε και το πιο πυκνό νόημα σε δύο ή τρεις λέξεις. Με δυο λόγια, ο λόγος του ήταν σαν τα λόγια που πρωτοχρησιμοποίησε Νασσαμών δουλέμπορος που είδε πρώτη φορά στρουθοκάμηλο.

    Βέβαια, εάν οι ναοί, όπως συμβαίνει στα Μέγαρα που ανεβάζουν ξένες όπερες, είχαν οθόνη υποτίτλων, οι ψάλτες θα θεωρούνταν από το εκκλησίασμα τέρατα μορφώσεως και άλλων πλεονεκτημάτων. Γι΄αυτό και δεν θα έχουν ποτέ. Αυτό δεν είναι λογος να μη εκφράσω την ευαρέσκειά μου για την Βουλή Τηλεοραση, έστω γι αυτό το ήσσον θέμα.

  • Ανάποδο σχόλιο

    Με την επιδημία, η πυραμίδα του βίου ανατράπηκε και καρφώθηκε με την κορυφή στο χώμα. Γέμισε η χώρα φύλακες, τσελιγκάδες και βοσκούς που φυλάνε και κρατάνε στη ζωή ένα πρόβατο.

  • Η πάσχασις

    Ξυπνώ κατά το έθος αξημέρωτα, αποτελειώνω τον βραδυνό καφέ και καθώς φρικτά επιτίμια αναμένουν όποιον ανεξακρίβωτα περπατήσει στο χλιαρό μολύβι των δρόμων, πέφτω σε ένα facebook όπου κάποια νεοδημοκράτισσα υπεραμύνεται των ΚΕΚ (πφ! Μερικα παροράματα τα μετατρέψατε σε άλωση του Μεσολογγίου!) και όλοι οι φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι εύχονται, αλλά περιπαθώς υπέρ της Πασχαλιάς και της Ανάστασης. Κάτι σαν μαθητική ανταλλαγή καρτών.

    Οπότε, ξυπνώ έναν μουδιασμένον μαχμουρλή χαρακτήρα, απ’ αυτούς που πλάθω για εφεδρεία των πεζογραφικών μου στόχων και του ζητώ πληροφορίες πότε πάσχασε και βρέθηκε μπόσικος.

    «Είπα να πάμε με τη ζεύγα μου από μεγάλη Παρασκευή σε αρχές Διακαινησίμου πριν τριάντα χρόνια με όριο την Πίνδο και το Πήλιο, μια αυτοκινητάδα στα ορεινά και πεδινά όπου η κνίσσα εκ του μακρόθεν μοιάζει με νέφος αερίων του Σομ και του Παισεντέλε.

    Πρώτα, από Σαλονίκη βγήκαμε Πρέσπες, μείναμε στον ξενώνα των γυναικών, δεν είχε κοψίδια αλλά νόστιμα ψαράκια, ναυλώσαμε πλάβα για τα ασκηταριά και μετά λέω στη ζεύγα μου να ευθύνουμε την πυξιδα προς νότο και να βρεθούμε Μετέωρα. Όντως, Ανάσταση υπήρχε στην Καλαμπάκα οπου μείναμε και προλάβαμε σούβλες και αλοιφές σε άδεια ταβέρνα και απόμεινε η μέρα της Λαμπρής για να γευτούμε του κάμπου τα καλούδια, αυλές με σούγλες, ταβέρνες λιπώδεις και κρατσανιστά κοκορέτσια.

    Κι έτσι, πεταχτήκαμε στο χωριό του Μπλαχάβα, ένα μυστήριο απομονωμένο αγρίδιο χωμένο στο μοναδικό γούπατο της περιοχής και μετά Τρίκαλα (σβησμένες όλες οι καρβουνιές οι πλάστρες μες στην πόλη) Λάρισα, γυμνή κι αλλοπαρμένη χωρίς ανθρώπους και όλα, μα όλα κλειστά, μήτε τσιγάρα εξόν κάτι γόπες, η απελπισία μας ώθησε στα διόδια των Τεμπών, που ήταν ένα ταχυφαγείο νταλικιέρηδων που ήτονε κλειστό διότι το ανακαίνιζαν, μπαίνουμε Τέμπη, περνάμε την εκβολή του Πηνειού και παραθαλασσίως βλέπαμε το Αιγαίο να ρίχνει χαβανέζικα κύματα πρώτα στον Κίσσαβο τον κονιαροπατημένο κι έπειτα θερισμένοι από την πείνα κόψαμε για Μεταξοχώρι Αγιάς που ήξερα λόγω φίλων που παραθέριζαν ή έμεναν εκεί και ήταν ανοιχτό ένα καφενείο τρυφερό με ψωμί που έκαιγε φρέσικο τα δάχτυλα, μήτε ένα λουκάνικο, αλλά πολλές φευγάτες, γευστικές ομελέτες, οπότε πασχάσαμε ευτυχείς και πίσω Γιάννη τα καράβια».

    Αλλά ήταν μια άλλη Ελλάδα, των μετασκανδάλων, χωρις καλά-καλά τα Λήντερ να ρίξουνε τα μπετά τους σε ημιορεινούς παγωμένους ξενώνες, και τότε Μητσοτάκης, αλλά άλλος, κανένας δεν είχε κάρτα, πιστωτική ή χρεωστική, κανένας και να ήθελε δεν είχε πάρει δάνειο, είχα μόλις τελειώσει ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα αλλά σε μια επιτροπή που συνεδρίαζε στο Έσσεξ, τέτοια, αποκεντρωτικά, εξάλλου κανένας δεν μου είπε πως το σχέδιο που εκπόνησα θα πληρωνόταν, ήθελα να αλλάξω και επάγγελμα να ενδυθώ στολή και σχήμα Ουρσουλίνας.

    Ήταν μια Ελλάδα στα σκαριά, γεμάτη αεριτζήδες, κανένας δεν έδενε ζώνη ασφαλείας, οι κρέπες υπήρχαν αλλά ως αγαθό εν ανεπαρκεία. Φυσικά χωρις κινητά, και μικρή διαθεση να φωτογραφηθούν τοπία. Ήμασταν εντέλει, ένα τοπίο, ένα πλαίσιο αναφοράς.

  • Σκοιλ  Ελικικού

    Υπήρχε (και υπάρχει) μια ψευδαίσθηση ανάπτυξης, ένα όραμα συνήθως ανόσιον και σπανιότατα όσιον που λέγεται στη γλώσσα του Δημοσίου «μελέτη». Οι φοριαμοί των δήμων και των παλαιών νομαρχιών ξεχείλιζαν απο μελέτες. Είχαν προηγηθεί διαγωνισμοί, αποσύρσεις, ενστάσεις, ένας άλλος τορβάς εγγράφων για κάθε μελέτη.

    Η μελέτη, ουσιαστικά, ήταν μια αιγίδα, χωρίς την οποία δεν έπεφτε χειροδότως ή κατ’ επιταγήν δίγραμμον, ο παράς. Αυτοί που υπέγραφαν πως θέλουν μίαν μελέτην, το έπρατταν μετά από ένα ασύλληπτο χαρτομάνι. Μετά ήταν οι συνεννοήσεις για το πώς έπρεπε να είναι η ρημάδα η κωλομελέτη, εξ ου και το γνωμικόν «καλομελέτα κι έρχεται».

    Παράλληλα με την μελέτη υπήρχαν στο πέρασμα του χρόνου και τα μελετάκια ήτοι προδιαγραφές, διαγράμματα, πρακτικά επαφών και συναντήσεων και πάντα, μα πάντα, εγκαστρωμένες προθεσμίες που πάντως μπορούσαν να είναι πολύτεκνες, δια παρατάσεων.

    Αυτά τα παραδοτέα είχαν συχνά την εμφάνιση Τούβλων, θερμαστρών αερίου, μικρών αυτοκινήτων γκολφ, ή και σειράς τόμων κεκοσμημένων ως σειρά εκδόσεων Ρώσων κλασικών. Αλλά ήταν ζήτημα να περιείχαν 0-3% χρήσιμον περιεχόμενον. Κι αυτό, διότι αν σίτευε σε ελεγκτικά γραφεία, ερχόταν η σειρά της ενημέρωσης μιας μελέτης, επικαιροποίησής της, ή διορθώσεων τινών.

    Η μελέτη γενικώς, είναι ως η Αθηνά στην μυθολογίαν ― εργαζομένη πλέκτρια, γαλανομάτα και με την κουκουβάγια στο πλευρό. Χωρις Αθηνά, δεν εκινείτο έργον. Δι’ ο και οι προκηρύξεις, από απλές προσλήψεις έως μπουλντόζες στο Ελληνικό, ήταν περίτεχνα γραμμένες, εριχθόνιες, δεν έλεγαν τίποτις, και απαιτούσαν της μπαναΐας του οφθαλμούς.

    Κατά την λαϊκήν ελληνικήν, ο παραγγέλων μελέτην, στα παπάρια του. Από τη μια ήταν αι Ευρωπαϊκαί απαιτήσεις και προσαρμογές, από την άλλη, οι υπουργοί, σε ενδεχόμενο μελέτης υπέγραφαν αβλεπί. Έτσι, λόγου χάριν, προήλθον η γλωσσομάθεια των Δημοσίων Υπαλλήλων, αι τενοντίτιδες για να μη υποχρεωθούν να γράφουν σε υπολογιστή και άλλα τρελά και δεινά. Επίσης, όταν ο υπουργός, τρόπος του λέγειν Εσωτερικών, ήθελε ή τον ήβαζαν να ζητά αναπτυξιακή μελέτη εκ μέρους των Δήμων, έστελνε μία έως τρεις εγκυκλίους και τέλευε. Αλλά τας μελέτας έπαιρναν συγκεκριμένα γραφεία που είχαν ασκηθεί όχι στο κοπιράιτ, μήτε ήξεραν από φασολάδα, αλλά έσκιζαν στην κοπηπαστεάδα. Κι έτσι αν ήσουν παλαλός, εζήτας την μελέτην φερ’ ειπείν της Καρδίτσας και υπήρχαν σελίδες εκλεκτές για τον Δήμον Νευροκοπίου. Άλλα δεν λέγω.

    Πρώτη φορά άκουσα από νομάρχη πως οι φοριαμοί ήσαν ξέχειλοι μελετών, στην εποχή που λέγαμε «Μάαστριχ» και χύναμε. Το φαινόμενο, από σύμβαση της πλάκας, έγινε τιτανομαχία Ολίγων και Ολίγιστων. Και βέβαια, οι λαμπρές ιδέες, όπως «να βγάλουνε κανα κεκάκι, κανα μπριος τα ΚΕΚάκια για τις επιστημόνοι» επειδή ήταν «επείγον» δεν ανακατεύτηκαν οι μεγάλοι κομπραδόροι (διότι για ένα κονδύλιο 80 εκατ. Ευρώ θα ζητούσαν 30 και λίγα λέω), τις προδιαγραφές τις έγραψε ο κλητήρας που μόλις είχε μεταταχθεί από το πρωτόκολλο. Ρώτηξε και του είπαν: σκοιλ ελικικού.

    Οι κυβερνήτες που οργίασαν σε ζητήματα μελετών και σημαιών ευκαιρίας, βρήκαν την ώρα να οργιστούν και μάλιστα ο Τσίπρων έκανε και αστειάκια. Αλλά από το 1994 έως σήμερα, αυτά, σας διαβεβαιώνω ήταν ψωμοτύρι για τους πάντες και είναι ώρα να αφήσει ο Εργασίας ή όποιος το χρεώθηκε τα σάπια και να βρει άλλον τρόπο να παραστήσει τον μπρούκλη. Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα άγρια. Ή μάλλον ο Μητσοτάκης ετυφλώθη που θα διάβασε καμιά παινεψιά και ξέχασε πως πρέπει να κρίνει, καθώς προείπε, τους επιτελείς του. Άμα δεν διώξει καμιά πεντέξι τζιμάνια τύπου μικρών Κυκλάδων και ψευτοκυβερνήσιμους, μη λησμονώντας, για λόγους αρχής, τους Μηταράκηδες και άλλους εμβρόντητους, θα πάρουν οι «αριστεροί» κανένα 2% παραπάνω και ποιος τους ακούει.