Author: Πετεφρής

  • O προσφυγεμένος

    Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, στο «παράρτημα Δαν» (από μία κλινική απέναντι από το Ρωσικό νοσοκομείο) και παρευθύς βρέθηκα σε περιβάλλον οικογενειών κυριολεκτικά από «αλλού γι αλλού». H Έννοια του ξένου ήταν ένα αυτονόητο crash-test.

    Στην κυριακάτικη υποστολή της σημαίας, όπου η όποια βόλτα των κατοίκων μιας πόλης «πάγωνε» ώσπου να λήξει τη σάλπιγγας το μέρος, πρόλαβα το στρατιωτικό απόσπασμα να φοράει εγγλέζικα «πιάτα» στο κεφάλι και να λάμπουν κάτασπρες οι γκέτες από τα άρβυλά τους, από το στουπέτσι, παρόμοιο με αυτό που έβαφαν τις τζαμαρίες των μαγαζιών υπο ανακαίνιση.

    Τα Γιαννιτσά και τη Θεσσαλονίκη γνώριζα σταδιακά, ενώ παράλληλα έβαινε και η γνωριμία με διάφορα χωριά, κυρίως από το βακούφι των Εβρενός, κατά βάση από της Σελάνιτζας τον κάμπο έως την πέραν του Βαρδάρη μελαγχολια. Με πολλούς θείους και περισσότερα ξαδέρφια, συμπληρώνονταν ένας όμιλος γεννηθέντων μεταξύ 1880 κι έως την απαρχή των σίξτις. Περιττό να σημειώσω πως από τις γενιές των γονιών μου, κρυφοκοιτάζω συγγενικούς απογόνους, όπως τέκνα και εγγόνια των εξαδέλφων μου, και περιεργάζομαι αβρά τον τρόπο που εκφράζονται χωρίς να παρεμβαίνω. Ακόμη και με τους απογόνους των παιδικών μου φίλων κρατάω μιαν επαφή όσο πατάει η γάτα. Βλέπω αρκετούς να προκόβουν στη μουσική ή σε άλλες δισιπλίνες, να τους πλαισιώνουν φίλες και φίλοι, αγνοώ πού μένουν και πώς τα βγάζουν πέρα, ενώ κρατώ τρυφερά αισθήματα  για όλα τα μωρά τους που σκαρφαλώνουν στην πρώτη δεκαετία της ζωής τους και λυώνει η καρδιά μου από ένα «σύνδρομο του παππού» που παλαιότερα αγνούσα.

    Ως άνθρωπος του περασμένου αιώνα, μετά βίας κατάφερα να ξεμπλέξω μερικά γενεαλογικά που παρουσίαζαν ενδιαφέρον.

    Έτυχε και βοήθησα τον πατέρα μου, στην απογραφή πληθυσμού του 1961. Δεν έζησα πιο διασαλευμένη Κυριακή. Οι πληθυσμιακές ζώνες, η προέλευση των νοικοκυριών ήταν αδύνατο να διαχωριστούν από μία σκαλέτα, της φτώχειας, ας πούμε. Ακόμη και τα συνομήλικα παιδάκια μπορούσαν να χωριστούν μόνο με βάση τις μπίλιες που έπαιζαν: από τα γυαλάκια και κουινάκια, συν τις μαρμάρινες «μάνες» έως τις πήλινες γκάζες στις λασπογειτονιές, ήταν πάντα μια άκρως ταξική μικροκοινωνία που ωστόσο ξεχώριζαν ανάμεσά τους ο ικανός ποδηλατιστής που έκανε σαλτανάτια με το μπαλωμένο του ποδήλατο, και ξύριζε τα μισά του φρύδια, έως τον παιδαρά-λάστιχο που θαρρείς και είχε γεννηθεί πάνω σε ένα σκουριασμένο μονόζυγο.

    Μπουρουκλέν, παλιά αγορά, Μπουτσάβα, Ταλαμπάς, Εσέκ Ντερέ, Αρίδα, Μαύρο και Άσπρο Άγαλμα, γέροντες Κρητικοί εξορισμένοι λόγω ζωοκλοπής, με κατσούνα, αόρατοι, ένας χιλιαστής που τονε προγκούσαν χωροφύλακες, αρκετά θρησκεύματα, ζώνες από ντόπιους και «πρόσφυγγες», ελαφρές παιδεραστικές συνήθειες μιας κουτσομπόλας κοινωνίας, μοιχοί που δραπέτευαν με το κασκορσέ από την αγκάλη της παινεμένης τους  δίπλα το σπίτι το γαζωμένο με αυτόματα από σουμπερτιανούς, το ένα και μοναδικό «κουμούνιο των κυράδων» που πάτησαν πόδι ομαδικώς για να διώξουν μια σειράμενη-κουνάμενη σουμπρέττα που άναβε τα ντέρτια των παντρεμένων, αλλά και τα δικά μας ραντεβοτόπια, αφανή δια πάντα θνητόν, «ξιφομαχίες» (με τις μαλαπέρδες) σε ταράτσες  σκοτεινές, η κόντρα «ζωής του παιδιού» με την έκδοση «προς τη νίκη», η πώληση θρησκευτικών εντύπων ένα φράγκο το κομμάτι σε χαμαιτυπεία και στον τεκέ ονόματι «ο κάτω κόσμος» όπου ζεϊμπέκευαν αριστοτεχνικά, και το στήθος της έμορφης γειτονοπούλας, έκθετο στο εφηβικό βλέμμα για δευτερόλεπτα, το βιβλίο του Κάρυλ Τσέσμαν με το εξώφυλλο το μιμούμενο κάγκελο κελλιού στον Μητακίδη, το φοντάν το γεμιστό με λικεράκι και κεράσι στο σπίτι που δέχονταν επισκέψεις και λερώθηκα, τις ελάχιστες βρύσες όπου χώναμε στο στόμα του μουσλούκι τους, ιδρωμένοι από τις τρεχάλες ώσπου βρέθηκε φίδι στη βραγιά με τα κρίνα και η κυρά Κανέλλα το έκοψε σε μερίδες με την τσάπα.

    Και στο υποφωτισμένο δωμάτιο να σημειώνω, μεγαλύτερος τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα της ΕΠΣΜ ξεχωρίζοντας καθε χωριού την βαθεία καταγωγή, ήτοι Τσούκνους, λιάγκραβους, βουλγαροπρόσφυγες, ντόπιους και καραμανλήδες, τρακατρούκηδες κι έναν Αρμένη, Καρσλήδες, Επεσλήδες, Τραπεζούντιους τσακωμένους με Σαμσουνταίους, Θρακιώτες από Τσορλού κι από Ελλέσποντον, Χάλδους και άρθρα της «ποντιακής Εστίας» κι εκεί μέσα να χωράνε η ελληνική λογοτεχνία και η Περλ Μπακ, ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν και Ρώσοι δερματόδετοι Κλασικοί, ενώ ένας Ιωάννου, νέος ποδοσφαιριστής να πεθαίνει στο γήπεδο τρακάροντας στο τέρμα του Παναθηναϊκού και η φρεσκοτυπωμένη «Ομάδα» να έχει πρωτοσέλιδο «Ο Βουτσαράς κρύβεται». Οι «Εποχές» διαβασμένες κάθε μέρα δέκα φορές το λιγότερο, παρέα με τα μάτια της εκάστοτε αγαπημένης.

  • Μastermind

    Aπό που ν΄αρχίσω. Ξύπνησα χάρη στο μέγιστο πολιτικό γεγονός της χώρας και αυτό δεν ήταν βέβαια το νέο σλόγκαν περι State of Mind, αλλά τα προφανή πλακάκια μεταξύ Γεωργιάδη και Καρανίκα που μόνον με πράξη αρματολού στα χρόνια της Επανάστασης μπορεί να συγκριθεί.

    Φαίνεται πως πλάκωσαν ευφυείς οικονομολόγοι και thinkers που μέτρησαν χωράφια και υδροπονικές παραμέτρους, έρριξαν μια ματιά στο νοσούν αγροτικό ΕΝΦΙΑ, και κατέληξαν πως υπάρχουν μερικές δεκάδες δισεκατομμυρίων ευρώ που περιμένουν τον μουστερή τους, ήτοι τις νόμιμες χασισοφυτείες. Η νομιμότης δεν πρόκειται να θρηνήσει: υπάρχει ορθάνοιχτη η πύλη της Βαλχάλλα, για την ιατρική χρήση του βοτάνου. Εκεί οι δύο ιδιοφυίες, ο ερασιτέχνης ελληνιστής Άδωνις και ο Καρανίκας, αεί θαυμάζων την κόρη Μενεγάκαινα, ένωσαν τα μυαλά των, επομένως μη απορείτε που λύγισε τα κάγκελα η ένωσις των. Από λυσσαγμένοι ιδεολογικοί αντίπαλοι, μεταβλήθηκαν σε φινετσάτους  μονομάχους μιας ευγενούς γιόστρας, που «τζόστρα» καλούν οι Επτανήσιοι. Μάλλιασε η γλώσσα ημών επί διετία, καθώς διαγνώσαμε εν τω βάθει κοινήν θρομβωτικήν διαδικασίαν που έφραζε αμφοτέρων την εγκεφαλικήν λειτουργίαν. Άρχεται τανύν τρίζουσα και μπουζάτη αργή περιστροφή της γραίας πολιτικής περί εαυτήν. Τα βρίσκουν οι δήθεν αντίπαλοι.

    Μόνον που η νέα φιλία δεν ενέχει κινδύνους υποτροπής επί τα χείρω, αλλά είναι εκ νηπίων και παίδων καταγόμενη. Μερικοί γέροντες που δεν τους εγγίζει ακόμη η θεία λήθη του Αλτζχάιμερ, θα ενθυμούνται ίσως, πως τα παιδάκια της δεκαετίας του πενήντα, ότε φίλιωναν, είχαν δύο σλογκαν. Κρατιόταν χέρι χέρι άδοντες το «εμείς οι δυο οι φίλοι/ που τρώμε το σταφύλι» και το βραχύτερο «ταίρι μου/ κασέρι μου». Ματαίως οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι γράφουν κατεβατά στα ντοκτορά των για τον γιουγκισμόν ή φροϋδισμόν αυτης της συμπεριφοράς. Ως διδάσκει το τελευταίον survivor, όσο κυκλοφορούν τύποι σαν τον Αλέξη Παπά, που ξεφτελίζει τις τσιπούρες του δομηνικανού απογεύματος, δεν γλυτώνουμε την υπουργοποίηση του Τριαντάφυλλου, ακόμη κι αν έχουμε στο πλευρό μας σαρανταπέντε γραμματείς κι εξήντα υφυπουργάρες.

    Βέβαια, πάλι ο ψόγος θα πέσει στον Ατζούν που θεώρησε «διάσημο» τον παιδίσκο Ντάφη και του παρέχει έξι χιλιάδες ευρώ εβδομαδιαίως. Μετά μας ξαφνιάζει που βγαίνει ο χότζας στο  τζαμί με το σπαθί της Άλωσης…

  • Περί βατσίνας

    Βρίσκομαι, ευτυχώς, σε προθανάτια περίοδο, ήτοι επιβιώνω με απειρελάχιστες δυνατότητες να ευχηθώ «χρόνια πολλά» ως ανθρώπινο άτομο εκεί, κατά το 2060, ανκαι εάν ήμουνα χελώνα των Γκαλαπάγκος και δη εγγράμματη, θα έστελνα μπιλιέτο συγχαρητηρίων επί τη γεννήσει του Κάιζερ Γουλιέλμου.

    Εβατσινώθην δε πλειστάκις από νήπιο, τανύν δε μόλις μοι ενεμπήχθη η Δευτέρα δόσις της Μοδέρνα. Αλλά μία επεξήγησις είναι αναγκαία. Δεν ανήκω σε καμία σέχτα θεωρίας συνωμοσίας ή ψεκασμού, μήτε σκληρίζω όταν εκπολιορκείται η σουλτάνα Φύσις από κάποιον μπισμπίκη καπιταλίστα. Τες θέσεις μου τες φυλάγω για ανθρωπογενείς αστοχίες, έως μεγέθους μαλακίας. Εάν αποθάνω επειδή με δάγκωσε σκορπιός ή με βάρεσε λαφιάτης στο λαρύγγι δένοντας γρόνθο την ουρά του, δεν θα ξεψυχήσω λέγοντας «εκδικηθείτε με» σε ευσυγκίνητο όμιλο υποψηφίων πενθούντων με. Αλλά και δεν θα ζητήσω σπονδήν τη Ενοδία ή τιμήν τω τιμίω λειψάνω του οσίου Θεωνά.

    Θεωρώ τους ψεκασμένοι και τους «γιαξεμπόρι» αντιεμβολιαστάς, θύματα ενός υπερτροφικού εγωτισμού, που πιστεύουν ότι η γαμιόλα η κοινωνία δεν τους ευεργέτησε με το δώρον της συμμετοχής στην Παγκόσμια ηγεσία. Βλέπετε δεν αρκεί να είσαι φίλος με το αγαπημένο σου σκυλάκι, βήγκαν, εχθρός του τσιγάρου και υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης: δεν πρέπει και να σε λένε Αδόλφο Χίτλερ.

    Στο άχρι τούδε βίον μου, έχω ακούσει απίστευτες κοτσάνες, σε μερικές από τις οποίες ενέδωσα για μικροπρεπείς, ανηθίκους λόγους. Αλλά ου φροντίς. Θα λαχταρούσα να επιστρέψω στο παρελθόν, ενίοτε απώτατο, αλλά ποτέ στο μέλλον, το οποίο επιδεικτικά αγνοώ. Το ότι έχω παρατηρήσει, μαζί με πολλά εκατομμύρια ομοφρόνων, πως ένα εμβόλιο θέλει τον καιρόν του και την πενταετία του, και πως δεν μου έχει ξανατύχει τόσο πρόωρος παγκόσμιος εμβολιασμός σε λιγότερο από ένα έτος από τον πρώτο νεκρό, δεν καταφέρνει να εξάψει τον σκεπτικισμό μου. Όσο για τους ιατρικούς όρους που σκιάζουν το πεδίο της μάχης με τα βέλη ή τες παλούκαις των, αδιαφορώ. Ιατρός μεν δεν υπήρξα, δολοφόνος δεαπόψεων συχνά.

    Τίποτε άλλο προσώρας. Και αυτό που έγραψα, είναι ήδη πολύ.

  • Πενθέας και Περβούνδος, παράλληλοι

    Οι Βάκχες διαμήρισαν τον Πενθέα και οι Μακεδόνες άκουγαν εκστατικοί τον Ευριπίδη. Χίλια χρόνια αργότερα, οι κυράδες της Μητέρας Θεσσαλονίκης διατρυπούσαν με βελόνες πλεξίματος τον ρήγα Περβούνδο, υπαίτιο για πολλά φονικά της πόλης. Αυτά, μας φαίνονται κεκοσμημένες ερμηνείες του ποιήματος «Τριζόνια» του Γιώργου Σεφέρη και τα υπόλοιπα τα διαχειρίζονται φιλάνθρωποι διαχειριστές της βίας στην κοινωνία της Ανοχής. Και υπό άκραν υποκρισίαν, ο Χρυσοχοΐδης φοράει την προβιά του οργισμένου αμνού και υπόσχεται πως θα πράξει το καθήκον του.

    Αλλά, μινίστρο, ή τες διαδηλώσεις θα υποτάσσεις ή τους ξέφρενους φονιάδες. Και ελπίζω να κοπεί το αηδιαστικό έθιμο του δημοσίου κελαηδίσματος των διαφόρων δικηγόρων υπεράσπισης που απλώς αραιώνουν με μέλι το βάναυσο ακουαφόρτε του όποιου φταίχτη αποκτά ως καραμαλάκας επιχειρήματα, είτε βιτριολίζει μια γυναίκα, είτε σαλιάζει ένα κοριτσάκι, είτε ο αδιάφορος ένστολος μουρμουράει «γκχμ, θα ενεργήσουμε» όταν ένας τρελάρας σφάζει μια οικογένεια στη Μακρυνίτσα.

    Δεν είμαι τόσο μαλάκας ώστε να πιστεύω πως «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια», μήτε σκοπεύω να καταγγείλω την ανωφέλευτη βία. Απλώς δεν καταλαβαίνω με τι κύρος και αυθάδεια στέλνουνε ενστόλους να «καθαρίσουν» μια γειτονιά, την ώρα και την στιγμή που ένας Άδωνις ο αναπτυξιακός επαινεί την παφουκίαση, καθώς και άλλοι λαοί χαώνονται.

    Ο Χρύσων Χοΐδης ξέρει, απαλλασσόμενος από τα χασίσια, πως θα διαθέτει άδειες φυλακές και 70% λιγότερους «ενόχους» στην κακούργα κενωνία.

    Λείπουν στελέχη από παντού. Γεμίστε τα και βγάλτε τον σκασμό. Αν τώρα θέλετε επιπλέον να μεθύσετε με το αθάνατο κρασί του 21, κέφι σας και καπέλο σας και καραπουτανιά σας.

  • Εγχόρηγοι χορηγοί

    Υπέθετα πως οι Χορηγοί στον πολιτισμό δεν έχουν σχέση με τους παλαιότερους, όταν επενέβαιναν να υπάρχουν μαγαζιά στο υπό ανέγερση Δημοτικό Θέατρο. Οι χορηγοί, ήδη από την εποχή των ανασκαφών του 19ου αιώνα, τον συνδυασμό αθλητικών Αγώνων με τις διεθνείς εμπορικές εκθέσεις στα ίδια χρόνια και τους ενεργούς πολίτες των παλαιών Ηγεμονιών, που κατάγονταν οι περισσότεροι από τα ορεινά των δυτικών Βαλκανίων συχνά τιμώμενοι ως ευεργέτες, μικρή ή μηδαμινή σχέση έχουν με την σημερινή ερμηνεία που δίνουμε στον όρο τη χορηγίας.

    Ας επιστρέψω (ελπίζω για τελευταία φορά) στην Ακρόπολη και τα έργα της, τον ανελκυστήρα, τους νέους διαδρόμους και κάτι μπερδεμένο (για την συνείδησή μου) στα Προπύλαια. Τεχνικά, η χορηγία σήμερα, τύποις θεωρείται συνέχεια των έργων που ονομάστηκαν «ευεργεσίες» παλαιότερα. Αλλά οι καιροί ου μενετοί και οι τρόποι υιοθεσίας μιας εκπομπής, ενός έργου, ενός κεκρυμμένου εράνου απλώνονται από την καθαρή διαφήμιση (με χρηματοσυλλεκτικό μανδύα) σαν το «όλοι μαζί μπορούμε» έως την υπογραφή μιας σύμβασης έργου η οποία τεχνικά δεν διαφέρει από μια άνευ διαγωνισμού ανάθεση. Διότι τα χρήματα που ένα ίδρυμα σκοπεύει να χαρίσει στο Κράτος, θα έχουν υποστεί βαρύτατη επιρροή του ιδρύματος που τα παρέχει.

    Να τελειώνω. Την συνείδηση του Ευαγγέλη Ζάππα και μιας εκατοντάδος εθνικών ευεργετών (και όχι χορηγών) την διέπλαθε ποιητής και όχι οργανωτής φεστιβάλ. Η Ελλάς δεν κατόρθωσε ακόμη να συναξάρει σε ενιαία αντιληπτική κίνηση το ανασκαφικό της έργο. Όπως δεν κατάφερε (ακόμη) να χωροθετήσει με πολεοδομικά, χωροταξικά κριτήρια την λειτουργία δημοσίων χώρων, βιομηχανικών περιοχών, λιμένων και άλλων «οχλουσών» λειτουργιών. Η Ελλάς διέπρεψε στην φύτευση γκαγκάου υπευθύνων σε ανεύθυνα καθοριζόμενους χώρους. Επομένως δεν είναι προς απορίαν που ο χορηγών ενδύεται γουνάκι δικαστού, τόγα υπουργού και λεξιλόγιο της φιλικά προσκείμενης πιάτσας.

    Αν θέλουτε ποιητικήν την ερμηνείαν του φαινομένου, πρόκειται περί εγχορήγων χορηγών, ήτοι χτισμένων σαν την γυναίκα του πρωτομάστορα σε ένα γνωστό γεφύρι.

  • Αμήν και πότε!

    Μέσα στον παρόντα αιώνα, στα 21 του χρόνια, βρέθηκα Περαία, Αθήνα, Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη, πάλι Αθήνα, τώρα Θεσσαλονίκη, με τσουπωτά ταξίδια σε Τουρκία, Βουλγαρία, Βέλγιο, Ισπανία, Αγγλία, Σουηδία και μερικές διαμήκεις αυτοκινητάδες στην Ευρώπη. Σύμφωνοι, δεν είναι ο πιο κατάλληλος νόστος για την πτωχομάνα όπου γεννήθηκα, αλλά συν θεώ, διαμόρφωσα μιαν αδέσποτη άποψη για το παρελθόν της. Έως σήμερα λοιπόν:

    • Ο «Κελλάριος όρμος» δεν ταυτίζεται σώνει και καλά με την αμασχάλη της θαλάσσης στα κονιορδέικα. Τουλάχιστον ώσπου να εξακριβωθεί το hot spot που έστησε ο στρατηγός Σισίνιος περί το 670/80 μ.Χ. στις εκβολές των ποταμών, από την Χηναρού στον Αλιάκμονα, για να στέλνει τους Σερμησιάνους απόφυγους του Μαύρου στην Θράκη.
    • Εκκρεμεί μια έρευνα για έναν «μόλο» που διήκει στα αβαθή, από Καλαμίτσα και Καλαμάκι έως χονδρικά στο μικρό Καραμπουρνού.
    • Μια από τις τελευταίες αποτυπώσεις που εκτέλεσα για τη υπηρεσία ήταν ενός εντυπωσιακά μεγάλου και ογκηρού μονότειχους που βρέθηκε προς την Θέρμη, με κατεύθυνση τα πράσινα φανάρια.
    • Οι νερόμυλοι, τα πλυντήρια μετάλλων, οι χτιστοί αγωγοί που περιστοιχίζουν τη Θεσσαλονίκη, άρχονται από Γραδεμπόρι και Παλαιόκαστρο, κάμπτουν στα μυλικά εργαστήρια της Πολίχνης, ακολουθούν την ανηφόρα Ασβεστοχωρίου και με σταθμό το υδραγωγό από τον Χορτιάτη, εκκινούν από το χωριό και βγαίνουν αγωγοί που ταΐζουν μύλους προς το Αρδαμέρι, στα Πλατανάκια και εκείθεν προς Θέρμη και είτα ρέμα Περιστεράς, ενώ «χρηματίζοντα ως υδρομυλικα έργαστήρια» εντός της Θεσσαλονίκης υπάρχουν τουλάχιστον τρία.
    • ‘Οτι το Κομνήνειο κληροδότημα του κτηματολογίου που εδόθη στη μονή Παντοκράτορος της Πόλης σχετίζεται με την Βλαττάδων και τα νερά της πόλης.
    • Ότι η Εβραΐς, ο υδράργυρος της Βενιζέλου, και πολλά εσωτερικά τεκμήρια, δείχνουν μια εντυπωσιακή συνέχεια του εμπορίου, των αγορών που λέγονταν «μέσαι» από το Βυζάντιο και έως την πυρκαγιά του 1917.
    • Ότι είναι ώρα, μια νεότερη γενιά να συναξάρει τα παλαιά κτίσματα και μνημεία, δίχως να σπεύσει να τα ονοματίσει, με τον τρόπο που έλαβε την μάχαιρα ο Ατζεσιβάνο, και να μεταφέρει σε κροκί ΟΛΕΣ τις σωστικές και άλλες ανασκαφές, με την μορφή ενός Άτλαντα που θα καταθέσει όλες τις αποτυπώσεις ανασκαφών, με όποια στοιχεία και φωτογραφίες είναι διαθέσιμα.
    • Ότι οι χρονολογήσεις, είναι τίμιο και σωστό, να συνδυαστούν με λίστες μεγεθών βησάλων, αλλά και με χημική ανάλυση του οποιου κουρασανιού και των κονιαμάτων.
    • Ότι, παράλληλα, πρέπει να αποφευχθεί, έως την ώρα της ωρίμανσης της έρευνας, η κατ’ οικονομίαν ταύτιση τόπων με μνημεία.
    • Ανεξάρτητα από αυτά, άξιον εστί θα ήταν να καταστούν επισκέψιμα πολλά υπόγεια της πόλης με σήμανση και ένταξη σε πρόγραμμα του στυλ «η πόλη κάτω από την πόλη», μνημεία με θεματική λειτουργία, όπως κινστέρνες, αγωγοί, καθώς και μαρτυρίες μικρών ναών στην καρδιά της Σαλονίκης, με πρόγραμμα αναβίωσης περιοχών όπως η παλιά λαχαναγορά με το Ιλάν Μερμέρ, ό,τι μπορεί να αναδειχτεί από την Διοικητηρίου με τα όποια αρχαία της και ανεξάρτητα από αυτά, σποραδικό και ενδεικτικό ξεμπάζωμα μερικών πύργων και προβόλων της πόλης, από την παλιά εφορεία υλικού πολέμου στο Βαρδάρι, έως τις εσωτερικές ανασκαφές του μεταπολέμου που ιστορούν πλείστα παρεκκλήσια και προσκυνήματα (Περσιώτισσα, τόπος του «Δεασημέρη» (Διαβασημέρη) στην Αγαπηνού, κατά Χατζηιωάννου και πλείστα άλλα).
    • Και χρωστάμε στην πόλη ανασκαφές αναβίωσης όπως τα «ακκούμβιτα» από Ροτόντα σε Καμάρα, εξαφάνιση της ματαιόφρονος έκφρασης «πομπική οδός», ανασκαφή σοβαρή από τον κρυπτοπόρτικους προς την Εγνατία, ανασκαφή στην πλατεία Μακεδονομάχων, και ό,τι κατεβάσει η επίνοια των ειδικών του μέλλοντος.

    Ας ζήσει η επόμενη γενιά μερικά χρονάκια γυμνής, αποστεωμένης έρευνας, χωρίς την απελπισία των ταυτίσεων. Θα ‘ρθει κι η σειρά τους, αλλά επιβάλλεται να χαμογελάνε τα σκελετά μας στον αιώνα τον άπαντα. Αμήν και πότε.

    Kαι να προσεχθεί, συντροφίτες και συντροφίτισσες, το πλαστό, το ύποπτο, το πεποιημένο και να ξεχωρίσει από κάθε λήψη εκ του ζητουμένου. Να οροθετηθεί η παράδοση περί Αγίου Δημητρίου, να εξιχνιασθεί το πώς, το πόθεν και το πότε της συγγραφής Καμινιάτου.

    Και αξιανάγνωστη θα ήταν μία «έκθεση υποθέσεων εργασίας για ταυτίσεις μνημείων και τόπων» απείρως πολυτιμότερη από τα hoaxes στο facebook.

    Διότι κάποια στιγμή, στο μέλλον, θα συμφωνήσετε μαζί μου πως οι ταυτίσεις και οι πιθανολογήσεις έχουν χρονολόγιο, κοιτίδα πρώτων σκέψεων, συνδυαζόμενη με τις αναγνώσεις του ερευνητή. Ειδικά στη γενιά των σημερινών Αυθεντιών του χώρου, όπου η υποχρονολόγηση, η μεταχρονολόγηση και η πιθανολόγηση μιας χρονολόγησης μερικών αιώνων μετά από τις καθεστηκυίες εκτιμήσεις, κοντεύουν να μας αλλάξουν τον αδόξαστο.

    Εύχομαι ό,τι έγραψα να αυτοκαταστραφεί, αφού προηγουμένως μερικά δυνατά μυαλά  μας δικάσουν και μας διχάσουν περί το οροθετείν μεταθανατίως.

  • Τα βότσαλα της Πάτμου

    Το 1973, πάνω στο γελοίο Ιουλιανό δημοψήφισμα, από την νήσο Πάτμο που έως τότε σεβόμουνα από την ποίηση του Παπαδίτσα, σκέφτηκα πρώτη φορά ένα μουσικό έργο, από αυτά που σε ματιάζουν και σε στοιχειώνουν. Διότι δεν ήθελα κάτι ηρωικό, μήτε κάτι επαινετικό μιας ζωής. Ήθελα όλο το σκουπιδαριό του νεοελληνισμού, το άκυρο σήμερα και το μηδενικό αύριο. Με λίγα λόγια, χαφιέδες, ταγματασφαλίτες, Παουτζήδες, εκτελεστές χωρίς σύνορα, συγκεντρωμένους γύρω από εκατοντάδες, χιλιάδες «αντί».

    Ένα δοκίμιο βγήκε ανθρώπινο αλλά το φύλαγα ζηλότυπα ως ισχνή πιθανότητα να με επισκεφθεί μια Θεά του Λιμπρέτου, ανεπιτυχώς. Ώσπου είδα Ταραντίνο και το «Κάποτε στο Χόλιγουντ», προπέρσινη παραγωγή. Ήμουν ήδη κρεμασμένος στην παιδική μου μουριά, βλέποντας για τέταρτη φορά το Lawless και θέλω να το δώ άλλες τόσες για να το χορτάσω.

    Δεν προδίδω υποθέσεις, θεωρώντας τις κινηματογραφικές κριτικές ανοικονόμητη πολυτέλεια ― εκτιμώ πως ένα «δγιείτε το» ή «μακριά του» επαρκούν. Για την περίοδο του 1969, Μάνσον-Τέητ κι ένας κασκαντέρ ενός αστέρα, οι εικόνες ήταν στοχαστικές ανκαι το αίμα δεν συνοδεύονταν από ζωντανά σπλάγχνα, ο Ντικάπριο, ο Mπραντπήτ μέσα σε ένα δάσος καλών ηθοποιών, γερνάνε παρέα με τους θεατές τους, και η κλίμακα των εξηντάρηδων θεατών ανήκει στον Ιακώβ και χωράει πολλούς. Αλλά το έργο είναι στικτό από ένα είδος έργου του Παλλαδίου που προσεγγίζει την λαυσαϊκή ιστορία ενώ οι έφηβες γυμνόποδες, ξεθωριάζουν αφήνοντας σε πρώτο πλάνο τις άπλυτες πατούσες της Ρόμπι, που τις ξεκουράζει στην πλάτη ενός σινεμά απ’ αυτά που φιλοξενούν την επαρχιακή Αμερική.

    Δεν ρώτησα μήτε στιγμή «για την ποιότητα». Ήμουν εκεί, ως κύμβαλο χλοάζον, έχοντας από το 1969 λεπτομερείς αναφορές και παντού τα τοτέμ και τα ταμπού μιας στείρας επανάληψης.

    Θα την ξαναδώ καμιά δεκαριά φορές, επειδή ακόμη κι αυτός ο αλλοπαρμένος φανταιζίστας δείχνει να σοβάρεψε και προβληματίζεται πως δεν θα τον χωράει το φέρετρο…

  • Ανεμβολίαστοι νοσηλευτές

    Οι βατσίνες δεν είναι το πρόβλημα της χώρας, αλλά ο βαθύς ομολογιακός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας, και οι κοινωνίες δε χαρακτηρίζονται από τις προωθημένες και φευγάτες θέσεις των «προχωρημένων ομάδων».

    Είναι τέτοια η εκλογοφοβική νοοτροπία των αντιρρησιών ως προς τους εμβολιασμούς, ώστε αποκλείεται να μη έχετε συναντήσει αρκετούς αγγελοκρουσμένους στο περιβάλλον σας. Όταν η Ρωμαιοκρατία θεωρείται η πλέον βάρβαρη περίοδος στην ανθρωπότητα διότι βασάνιζε και εκτελούσε χριστιανούς, η μετέπειτα αγιοποίηση των μαρτύρων ήταν ένας ασφαλής δείκτης αποδοχής των χριστιανών, πως η ουράνια πύλη του παραδείσου δεν πρόκειται να ανοίξει εάν δεν αγιάσουν. Δηλαδή να πεθάνουν υπέρ των «πιστεύω» τους.

    Αυτή η βαρεία, βιολογική σχεδόν, αντίδραση, διαρρέει πλούσιους και πτωχούς, μορφωμένους και αμόρφωτους, κάθε φύλου και κάθε ηλικίας. Επιπλέον υπάρχει καθαρόαιμη δικαστική παούρα, ένας άτυπος φόβος μη θεωρηθεί ο φυσικός εκάστου δικαστής, πως είναι εχθρός των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και ανθρώπινο δικαίωμα, το εδίδαξε ο Σικελιανός, είναι να αδράξει το μαχαίρι ο Ατζεσιβάνο.

    Φυσικά, τζάμπα κυλάει η παραλογοτεχνία του ανεμβολίαστου νοσηλευτικού προσωπικού. Οι ρήτορες της Αγοράς έχουν ισχυρά παραδείγματα υστερικής εμμονής, εμμονής που διαβάζεις γι’ αυτήν και σχηματίζεις την άποψη πως αγγελοκρούστηκαν (ή  εντάχτηκαν σε τάγματα του Σατανά) αμέτρητες περιπτώσεις πυράς μαγισσών ή θηράματα λεόντων.

    Προσθετέο πως οι Αμερικάνοι πρόλαβαν να λαϊκίσουν μιαν ώρα αρχήτερα από τους Ευρωπαίους, έχουν αρκετά εμβόλια για τον πληθυσμό τους, και επιθυμούν να επηρεάσουν πιο μπόσικους γείτονες. Η Γερμανία, που ουδέποτε σκέφτηκε παραγωγικά, ενοχλείται επειδή δεν της πέρασε από το μυαλό να κάνει σκόντο στους αδύναμους.

    Δεν έχω επιχειρήματα εναντίον σας, διότι εμμονικότερη ψυχή από των Πιστών, δεν υπάρχει. Απλώς, εάν πάψετε να διαβάζετε την Φαμπιόλα, τον Χιτώνα και τους βίους Αγίων, ρίξτε μια ματιά στον «Έρικ τον Βίκινγκ», μια ταινία όπου περιγράφεται η βύθιση της νήσου Χάη-Μπραζίλ. Κωμωδία είναι.

  • Oπισθέλκουσες σκέψεις

    Στην ζωή μας, που έχει βραχύτητα και εκπλήξεις” μου ψιθύρισε στο χάραμα ένας συνομήλικος Γέρων του Βουνού “όταν δείχνουν τα γεγονότα ότι ακολουθούμε τεχνικές του ίπτασθαι, είναι σοφό να ακολουθούμε το «μηδένα προ του τέλους μακάριζε»”. Σβούριξα μια παγωμένη φραπεδιά και προσηλώθηκα στα επιχειρήματά του:

    «Η φοβερή πολιτική των εταιρειών που παράγουν εμβόλια, δημιούργησε έντονες ανισότητες παγκοσμίως. Ήταν φυσικό να ωριμάσει η σκέψη πως αυτή η παραγωγή έπρεπε να περάσει από μιας μορφής κοινοκτημοσύνη, να θεωρηθεί παγκόσμιο αγαθό. Δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν νεκρικές πυρές στο Ινδοστάν και λειψανάβατοι, άκριτοι ηγέτες στο Λατινιστάν που πιστεύουν ακόμη πως η πανδημία είναι ηθικό φαινόμενο και θα μας κάψει ο Αχούρα Μάσδα».

    «Εννοείς, ω σάψαλο, πως η Ιστορία, όταν δεν είναι μονόδρομος, πρέπει να μας οδηγήσει να περιμένουμε το Απρόβλεπτο;» ρώτησα.

    «Εννοώ πως έχοντας την παροδική εύνοια του Μπάιντεν, και τις υποστηρικτικές για το Γένος απόψεις του, υπάρχει πάντα περίπτωση να διαταραχτεί η πτήση, να γυρίσει η μπιφτέκα, να μείνουμε με την βάρκα στην ξέρα. Εάν δηλαδή οι Τούρκοι γλυτώσουν από τον Σουλτάνο που ήθελε να γίνει χαλίφης και αποκτήσουν ως ηγέτη έναν ευγενή κεμαλιστή με δυτικόφρον πρόσημο, άραγε η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα συνεχίσει να μπλοκάρει κονδύλια και εξοπλισμούς, ιδίως εάν ο νέος γελαστός αρματηλάτης βγάλει οφσάιτ την ρώσικη πολιτική;»

    Ξύπνησα από το όνειρο που με ταλαιπώρησε. Αλήθεια, αναρωτήθηκα, σε μια τέτοια περίπτωση, τι γίνεται με τα χαλιά που στρώνουμε στην νεομεσογειακή, αισιόδοξη τακτική των αγωγών που διαπερνούν τη Μεσόγειο και τι γίνεται εάν το Μαγκρέμπ αποκτήσει δικτάτορες, που είναι είδος εν υπερεπαρκεία στον αφρικανικό Ισημερινό; Μήπως θα έπρεπε να ψωνίζουμε με μικρότερο καλάθι στην παγκόσμια αγορά;

    Μια διαμάχη που δεν έπρεπε να υπάρχει

    Η πολύ πρόσφατη κοντρα Μητσοτάκη-Τσίπρα για την άρση της πατέντας των εμβολίων, περιέχει τόση πτωχαλαζονεία, ώστε δεν διαφέρει από έναν καλοκαιρινό σκυλοκαβγά αδέσποτων, που κρατάει ελάχιστα, αλλά ενοχλεί αφάνταστα. Η πρόταση Τσίπρα είναι μια μη μου άπτου επανάληψη των φιλοαμερικάνικων θέσεων του Σύριζα, που έφερε την συμφωνία της Πρέσπας και τα παγοκρύσταλλα στις ελληνορωσικές σχέσεις, εδώ και χρόνια. Η αντίδραση Μητσοτάκη ήταν άκριτη και ανιστόρητη, του στύλ «με τους Αμερικάνσκη εγώ ρυθμίζω την πολιτική». Η Αμέρικα, από καιρό δουλεύει με τοποτηρητές και οι πρεσβευτές της δεν είναι κατ΄επίφασιν. Ώσπου να ρυθμίσει ο Πάιατ το ζητηματάκι, να κρατάτε μικρό καλάθι.

     Άν η Τουρκία γυρίσει την μπιφτέκα, εν τίνι αλισθήσεται;

    …δηλαδή εάν ο γελαστός δήμαρχος της Πόλης ηγηθεί μιας πολιτειακής αλλαγής, και εγκαταλείψει μέρος της στρατηγικής Ερτοάν, η Ελλάς είναι έτοιμη να συνυπάρξει με ένα νέο Τουρκοαμερικάνικο ειδύλλιο;

    Όχι. Τέτοιο γονίδιο ΔΕΝ έχουμε. Και είναι ένδειξη ωριμότητας να αποκτήσουμε επαρκή πολιτικά ανακλαστικά. Οι βαλκανικές χώρες με τις οποίες συνορεύουμε έχουν μπει στο ΝΑΤΟ και δεν ξέρουμε πόσο απαραίτητοι είμαστε, πέρα από μερικές βάσεις, στην Συμμαχία εάν ο Μπάιντεν συνεχίσει την δοκιμασμένη συνταγή που δοξάστηκε στον Ψυχρό πόλεμο. Είμαστε έτοιμοι άραγε για έναν «χλιαρό, έστω, πόλεμο;»

    Υπάρχει συμπέρασμα;

    Πώς δεν υπάρχει! Στην ζούγκλα όπου στήνονται συνοριακά μπλόκα στην ανατολική Ευρώπη και το Ισλάμ είναι προς διανομή, στο Ντουμπάι που πάει να μετατραπεί σε μοδάτο sex and the city και υπάρχουν (ακόμη) θαυμαστές ενός Αλέξη Παπά, η χώρα μας πρέπει επειγόντως να αποκτήσει αν όχι θαυμαστές, τουλάχιστον συμπαθούντες. Αν η Ρωσία «καρφωθεί» ως βίαιη αρκούδα, έχουμε μπόλικη διορθόδοξη κοινή ιστορία. Το εν Βαλκανίοις Ισλάμ είναι κρίμα κι άδικο να προσφέρεται σε θλιβερές επαναλήψεις συνωμοσιών του Μεγάλου προ αιώνος πολέμου. Η Υφήλιος δεν διέπεται από τα ζόρια του Κέπλερ και του Τύχωνος Μπράε, αλλά από τον Μασκ και άλλους ελαφρόμυαλους του Ιδιωτικού Διαστήματος. Είναι καιρός, ο κερασφόρος πύθων που ξεροσταλιάζει σε παρατημένες στέγες αγροτόσπιτων, να αλλάξει το δέρμα του και είτε να καταπιεί το έρμο το ποντίκι, είτε να γιορτάσουμε τα Καβείρεια με την θεά των όφεων Μυρτάλη, κάποτε Ολυμπιάδα.

    Η τελευταία πρόταση είχε συμβολικό χαρακτήρα και ξεχάστε την.

  • Δοσοληψίες με της αυγής την κροκάτη γάζα

    H μετακόμιση από τα Γιαννιτσά στη Θεσσαλονίκη, το 1965, ήταν ένα φαινόμενο προσφυγικού χαρακτήρα. Διότι, πίσω και πέρα απ΄όλα, ήταν μια πράξη αστυφιλίας. Στο βάθος ήξερα πως ήταν μια πράξη άρνησης. Στο φορτηγάκι χώρεσε ένα προικιό ενδυμάτων, σεντονιών και μιας καρυδένιας τραπεζαρίας έξι θέσεων με λεοντοπόδαρα. Όλα τα άλλα θα ήταν νέα, εκτός από καμιά διακοσαριά βιβλία.

    Καμία φροντίδα παράτασης των αγαθών της τετραμελούς μας οικογένειας — ο πατέρας μου πρώτος εγκατέλειψε τη συλλογή των ρώσικων γραμματοσήμων και το μεκανό που κουβάλησε από το Ιρκούτσκη. Εγώ κράτησα τα τεφτέρια των πρώτων γραπτών, αλλά πέταξα όλες τις ζωγραφικές μου απόπειρες.

    Μεντιχία, Τσιρέλης, Σαμολαδού, Σαρμπάνηδες, οικογένεια Πετρίδη, οι σπιτονοικοκύρηδές μας. Κι ένα πάκο φωτογραφίες αναμνήσεων και παραθερισμών.

    Μας περίμενε ένα διαμέρισμα που αγοράστηκε «από τα σχέδια» το 1961 και ήταν έτοιμο το 1964. Οι οικονομικοί όροι ήταν επαχθείς, αλλά γενικής εφαρμογής: ένα δημοσιοϋπαλληλικό δάνειο διάρκειας τριάντα ετών που ξοφλήθηκε στη δεκαετία του 90, και ο θρύλος μιας «αιματηρής οικονομίας» καθώς οι 140 χιλιάδες του ακινήτου για να συμπληρωθούν, απαιτούσαν μηνιαίες δόσεις των τριών χιλιάδων τον μήνα επί τρία χρόνια κι έπρεπε να τη βγάλουμε με το περίσσευμα δύο μισθών, άρα με 1200 δραχμές μηνιαίως.

    Το διαμέρισμα έβλεπε την Ιχθυόσκαλα στο σταυροδρόμι Βασιλίσσης Όλγας-Μάρκου Μπότσαρη, είχε τέσσερα μάτια τρίτου ορόφου πάνω από ένα κοτοπουλάδικο, απέναντι το «Ρεξ», και η θάλασσα του Ομίλου. Στο διαμέρισμα είχαν περαστεί τα γύψινα και ένα καλύτερο μωσαϊκό στο χωλ, και μύριζε καναζίνα και το βιομηχανί ατλάζι της φορμάικας.

    Ήμουν έτοιμος από μήνες για τον ξεριζωμό. Θα τέλειωνα το λύκειο στο Πέμπτο, επι της Κριεζώτου, και θα πήγαινα στο φροντιστήριο Σταυριανίδη, να ξεγκαβωθώ, καθώς ήθελα Πολυτεχνείο.

    Κάθε καλοκαιρινό μεσημέρι, έβγαινα να γνωρίσω την πόλη. Δεν είχε ακόμη μονοδρομηθεί, από την παραλία έλειπαν πλήθος μπλόκια, αλλά ακούγονταν επίμονο συνεχώς ένα ξερό νταπνούπ καθώς έχτιζαν στην παραλία το «Μακεδονία πάλας» και φύτευαν δάσος από κολώνες στην κοιλιά του. Συνήθως κατέβαινα με το αστικό στη Διαγώνιο και περιφερόμουν έως εξαντλήσεως στην πόλη. Σε μια τέτοια κατεβασιά, αναπάντεχα, συνάντησα τον Μπίλη. Στο πάρκο της ΧΑΝΘ, περιφερόμενον επίσης ασκόπως.

    Ήταν ο πρώτος φίλος μου, από το έτος 1951. Τριετής. Πήγαινα με τη μάνα μου στο σπίτι του θείου Πέτρου και της θείας Νούλας και ανταμώσαμε την κυρία Ελένη στο στενό του Ψαρρή, που κρατούσε από το χέρι ένα αγοράκι με ματοτσίνορα ωσάν λυγισμένα καγκελάκια, που μόλις κοιταχτήκαμε, εκείνος, κρύφτηκε αισχυντηλός πίσω από το μαντό της.

    Ήταν ο Μπίλης, τότε Βασίλης, μαζί στο νηπιαγωγείο, στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, μαζί στα Αγγλικά και υποψήφιοι αμφότεροι, ως φύλαρχοι της νεότητας, ήδη πρίν την εφηβεία, κατά το γνωστό παραμύθι: καλά παιδιά για τους μεγάλους, Μπουτς Κάσιντι εν Μπίλι δα κιντ στην απόκρυφη παιδική ζώνη.

    Ο Μπίλης έβγαινε ραντεβού με την Βυζαντία από εννέα ετών και έκανε απίστευτα κόλπα με ένα σιγαρέττο, τύφλα να είχε τρέχων ήρωας του Γκοντάρ στο σινεμά. Εγώ κάπνιζα ξεκινώντας από κάτι ξεχασμένα Σάμσουν πακέτα που ηφέραμε απ΄την Πόλη το 1961 και έκρυβα εκ των πρώτων πάντα τα ένοχα σε απίστευτες κρυψάνες.

    Ασεβείς, με κοινή πηγή ανεκδότων και παρτάκηδες, ως γνώστες ικανής φιγούρας από ροκανρόλες, μάμπο, μποσανόβα και τουίστ με το ένα πόδι, όταν προέκυψε ένα ταξίδι στην Αμέρικα, για την τελευταία τάξη του Γυμνασίου και ένας μήνας σε αγγλικό φροντιστήριο στο Λονδίνο, κατόπιν εξετάσεων, συνεδριάσαμε και μοιραστήκαμε τις θέσεις — αυτός θα ήταν προσωρινός πολίτης του Κοκομο, στην Ινδιάνα, εγώ αγοραστής των Lunch poems του Φράνκ ο Χάρα από το Φόυλς, στο Τσάριν Κρος.

    Περπατήσαμε από την «σόμπα πετρελαίου» (όπως έλεγαν οι προχώ της εποχής το μέγαρο του Κασσάνδρα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών) κατά μήκος των ανενεργών κτισμάτων μετά το Βασιλικό θέατρο, με κατεύθυνση τον Τόττη της Ηλεκτρικής εταιρείας. Μιλήσαμε πολιτικά. Ανησυχούσε πως θα γενεί δικτατορία, πως αυτός ο Ανδρέας θα ήταν η καταδίκη του Γέρου.

    Κάτω από το σπίτι του στο στενάκι, στον πίσω δρόμο για τους Ζαμίδηδες, ήταν ένα καλυβάκι από ξυλοτέξ όπου διαπράτταμε τες αλητείες μας και νοσταλγήσαμε χαμένα στο παρελθόν γεγονότα.

    Επέστρεψα οίκαδε, φροντίζοντας να καταγράψω την συνάντηση καθώς έβραζε ο δεινός μήνας Ιούλιος, ο Ιούλιος της Κέρκυρας και των βασιλικών επιστολών, και ετοίμασα ένα ανεπίδοτο σχέδιο επιστολής προς τον «φίλο Βασίλη» που εντέλει σάπισε ανάμεσα στα άλλα γραπτά.

    Διότι η μετακόμιση ήταν μικρογραφία της Μικρασιατικής καταστροφής για την εφηβική σκέψη, που πάντως ήταν γεμάτη από ολοζώντανους ανθρώπους που οι περισσότεροι μνημειώθηκαν μέσα στα πολύπτυχα της τελείως και καταντίπ άκαρδης πόλης.

    Σε λίγο κλείνει επταετία που πέθανε.

    Καθώς οι ζωές μας εμάχοντο παράλληλα στον Βάλτο των Γιαννιτσών και σε ζοφερά μαρτύρια, δεν τον έχω συμπεριλάβει στους ζώντες νεκρούς της μνήμης, αλλά στους ομιλούντες αποθαμένους της ζωής, οπότε οι διάλογοι ζωντανεύουν ωσάν σε νεκρονομικό απόκρυφο κείμενο. Ενίοτε μου μιλά, διορθώνοντας βιογραφικές και αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες.