Author: Πετεφρής

  • Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες

    Δυo φορές ο Γιώργος Σεφέρης, σαρανταεννέα χρόνους πεθαμένος, μνημονεύει τον ίδιο στίχο, στις Μυκήνες και στην πρώτη Γυμνοπαιδία. Κι ας δηλώνει πως δεν ξέρει πού να απιθώσει ένα μαρμάρινο κεφάλι που στοίχειωνε τον ύπνο του.

    Κι εσείς, κυρία Πρόεδρος, προσεκτική, λιγόλογη, ήρθατε στον Αττικό Πάγο, την ημέρα των Μουσείων, όπως πρέπει και αξίζει σε ανωτάτη Αρχή και τον Σεφέρη θυμηθήκατε, ευφρόνως.

    Κοιτάζω εύκαιρες φωτογραφίες της Ακρόπολης, από τα χρόνια του Μοροζίνη έως τον απόκρυφο πόθο να την ιδούν οικόπεδο ανακτόρων. Τα χώματα-χύματα ξεχασμένων ανασκαφών. Τις μάχες του Σερπετζέ και τον Φραγκόπυργο. Τις εγχάρακτες ενθυμήσεις.

    Τον πρόσφατο μισόν αιώνα έρευνας και επαναφοράς των μνημείων σε κάτι αρκούντως αυθεντικό, χάρη στο πείσμα ανθρώπων που γέρασαν όχι στα λατομεία των Συρακουσών, αλλά στην λατύπη του Εκατόμπεδου.

    Δεν ξέρω, κυρία Πρόεδρος, εάν υπάρχει ενεργό το ασανσέρ για τους κοπιώντες και μη δυναμένους του Βράχου.

    Αλλα την ώρα της ξενάγησης, ήμουν αδρανής και ανέκφραστος, βλέποντας το κάστρο της Κορώνης να ξανοίγει ραγάδες και ρήγματα, μιας τρίκλιτης βασιλικής το εκτύπωμα να στεγνώνει στον καστρόλοφο του Άη Στράτη, και ο οδηγός του κοινού Ευτύχης να μασουλάει βρώμη με ταχίνι ονόματι «βιολάντα» φερόμενος αδιάφορα στούς σιωπηλούς γέροντες της νήσου, ενώ ένας άλλος τουριστομανής, από άλλο κανάλι, περιεργαζόταν «το ρωμαϊκό λουτρό στις Μπενίτσες», ένα πηχτωμένο στα βρύα και στις λειχήνες αρχαίο σταχτί κροκί αδιάγνωστο και απαθές σύμφυρμα τοιχοδομών, την ίδια ώρα που το μέγα πανελλήνιον γνωρίζει τις Μπενίτσες από τα χείλη της Ρένας Βλαχοπούλου.

    Αυτή είναι, κυρία Πρόεδρος, η κατάσταση των αρχαιοτήτων και των μεσαιώνων, αμή και των τροπαλιζομένων μελετιών της παλαιάς χώρας μας, και μπορείτε να το υπενθυμίσετε αβρά στην συνοδεύουσα υπουργό σας, ή εκ περιεργείας, να τηνε ρωτήσετε.

    Ο αριθμός των μνημείων που τα φέρνουμε σε θεογνωσία, είναι υποπολλαπλάσιος των μνημείων που τα σβήνει η βαθεία άροση, η παράφρων αρχαιοκαπηλεία, το σκουριασμένο κοτετσόσυρμα ως τελευταία πράξη μιας ανασκαφής πριν την δημοσίευσή της.

    Το παρελθόν, πολιτικό ή αρχαιογνωστικό ή μιας καριέρας οι διαφορές υποθέσεων εργασίας, η άτονη συγγραφική υπαλληλία, φθίνει συνεχώς επειδή υπάρχει ακμάζουσα η πλανημένη πεποίθηση πως αρχαιολογία και πολιτισμός μπορεί να συγκατοικούν  υπό την ίδια αρχή, ενώ είναι αμφότερα Χοροί ισαπέχοντες της Ρούμπας ― όσο ο καγκελευτός από τον παρτάλο.

    Αφοσιωμένος επί έτη πολλά στα απρόσωπα, στα λανθάνοντα, στα άδηλα, στα παραγωγικά, στα κοσμικά και χρηστικά μνημεία, ομολογώ πως είδα τα περισσότερα απ΄όσα άγγιξα να χάνονται, και φοβάμαι να υπενθυμίσω την ύπαρξη και άλλων, μη τα πάρει ο χάροντας.

    Η Δικαιοσύνη είναι το έργο σας, κυρία Πρόεδρος, αλλά ορθώς διανεμημένο στις πτυχές της επιστήμης σας. Ο Πολιτισμός, επίσης.

    Μόνον που η Τέχνη και οι δημιουργοί ανήκουν σε άλλη σωλήνωση και η Αρχαιολογία, ως κεφαλή της Κληρονομιάς, επείγει να απαρτίζεται από πλήθος συναφών επιστημών, ενίοτε πρωτοπλάστων σαν τον απαλοκάβουρα.

    Κυβερνήτες, έχετε ―τους αρχαιολόγους, και δεν χρειάζεστε άλλους. Αλλά ο Πολιτισμός δεν είναι θρησκεία που της πρέπει λιβάνισμα, αλλά ζώσα (και θνησιγενής) αστρική ύλη.

    Η ευγενής επιρροή σας, ενδεχομένως να φέρει σε θεογνωσία το κατεπανίκιο ή τον καζά που προψέ εόρτασε την Ημέρα των Μουσείων.

  • “Η κατήχηση του όχλου” και άλλες μάντολες

    Mπορεί να το κάνετε για να δικαιολογήσετε τον σκασμό τα λεφτά που πάνε στα κανάλια, αλλά, ω κυβερνήτες και ω παρακυβερνήτες, κόψτε κάτι από τον καταρράκτη των τηλεοπτικών μηνυμάτων. Δεν πείθετε κανέναν και δεν χειραγωγείτε “το πλήθος”. Εμείς, “το πλήθος”, βαρυόμαστε θανάσιμα.

  • Βάι, αφορεσμέντσα

    Δανείζομαι τον ποντιακό όρο για την αφορισμένη κοινότητα (Μητσοτάκης, Κεραμέως, Χαρδαλιάς) καθώς ο Αμβρόσιος την αποφάσισε, δημιουργώντας, στην ουσία, μια τρύπα στο νερό.

    Τον Μητσοτάκη, που είναι και άκαπνος πλην σεβαστικός; Την Κεραμέως, που κοντεύει να κσεχάσει τη Μπαιδεία; Ή τον Χαρδαλιά, που εάν ήταν στο χέρι του, θα καταργούσε τα ποτά και τα ξενύχτια που έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια;

    Mήγαρις είναι τίποτις Κουάκεροι, Αγονυκλίτες, Βογόμιλοι, Χουσίτες; 78 αιρετικές παρακάμψεις, χωρίς τη γιόγκα και άλλα πλασμώδια του Λαβεράν περιέχει ένας από τους καταλόγους της ορθόδοξης Εκκλησίας.

    Και απ΄όσο διάβασα, οι επιτροπές δεν περιέχουν αναφορά πως ο Κυριάκος υπήρξε προχαλκηδόνιος οιακιστής, η Κεραμέως δονατίστρια λατρεύουσα το κεραμεούν και φαύλον, όσο για τον Χαρδαλέα, έλεος!

    ‘Οπως θα έγραφε πονών και συμπονών ένας αγαθός Λευίτης ή Στυλίτης ή Στουδίτης, πριν τον καταστήσουνε Γραπτό οι αιρεσιοκτόνες Σύνοδοι, Ἀνατροπὴ ἀσεβῶν ποιημάτων, τῶν Ἰωάννου, Ἰγνατίου, Σεργίου καὶ Στεφάνου, δι’ ἰσαρίθμων ἰάμβων καὶ ἀκολούθως διὰ πεζοῦ.

    Του αφορισμού, προηγούνται κρίσεις, επικρίσεις, πατρικαί συμβουλαί, έργα πνοής και περιπαθούς ομολογίας, δέσποτα παρεδρεύοντα. Δεν κόβουμε κλήση για παρκάρισμα, μήτε επιδίδωμεν ένταλμα εις τινα ασχημονούντα.

    Το επ΄εμοί, ο αφορισμός αυτούνος είναι αψιμαχία άωρος του πρωιού, μεταξύ δεξιοδεξιών παρατάξεων, όπου οι αντίπαλοι χρησιμοποίησαν βελάκια για νταρτς, κουρσούμια από ρουλεμάν και ου φωνητές απειλές.

    Διότι λίγοι γνωρίζουν πως δεν εκτελείται άσκοπα τέτοιο πελώριο επικοινωνιακό προγεφύρωμα πανελληνίως! Όλο και κάποιοι κλινικώς βλάκες νομίζουν πως ξεκίνησε περίοδος ακμής μιας νέας δυναστείας και σπεύδουν για συμμαχίες και υπονομεύσεις.

    Αντί αφορισμού, προτιμώ τον ανασχηματισμό, την βάναυση διαγραφή, και κάποιος να με διαβεβαιώσει πως τρελάθηκα, αφού είδα μετά από καιρό στο γυαλί τον Χρυσοχοΐδη και μου φάνηκε όμοιος με έναν φίλο του Ντενίρο στο Goodfellas απ΄αυτούς που τους εκλιπαρούσε να μη φορτώνονται με γούνες και Κάντιλακ ώσπου να ηρεμήσουν τα πράγματα.

  • Τοpsy Turvy

    Διότι δεν έχετε επιλογές. Δεν υπάρχουν αυτά. Μόνον η Ζαμάγια με τα μάγια και ο Γύρος του Θανάτου.

    Τηλεοπτικέ διαφημίσεις ιδιωτών, είναι πλέον σπανιότερες και από την πολιτική ευθιξία. Σύμφωνοι, τα μεγάλα πακέτα, όπως κάτι φίλτρα νερού, συνεχίζουν και μας βαράνε στο δοξαπατρί, αλλα οι μόνες πρόσφατες είναι αμιγώς κυβερνητικές ― έτσι φαντάζομαι εξαγοράζεται αυτή η πάγκοινη στοργική μονομέρεια στην πληροφόρηση.

    Εξάλλου δεν αποκλείω να εμφανιστεί αρμόδιος Μπόμπος που θα υπεραμυνθεί της εθνικής γραμμής. «Προσφέρομεν πορτοκαλάδα από πορτοκάλι. Η ενημέρωσις είναι πλήρης και αναλυτική. Τυχόν ανωμαλίες περί την ασφυκτικήν “πατείς με πατώ σε” συνάθροισιν είναι αμελητέαι και πταίει ο Σύριζας που θέλει σοβιετοποίησιν και γκούλαγκ».

    Κι εγώ, γνωστός πολέμιος της ολέθριας για το Γένος τραμπαρίφας, κοιτώ να ιδώ πού πταίει ο Σύριζα κι ετοιμάζομαι ως Πιλάτος που χρειάζεται πιλάτες, να χερνιβωθώ [χέρνιβος: δοχείον περιέχον ύδωρ δια νίψιμον κατά Κωνσταντίνον Κούμαν, μουσλούκι, κατ΄εμέ]. Όπου «Σύριζα» βλέπω έναν μαζεμένο, συσταζούμενο αρχηγό που μιλάει με τηλεδιάσκεψη, άκεφα και συμμαζεμένα, τελείως αποθαρρημένος. Υποψιάζομαι πως άλλος διοικεί αυτό το κόμμα, αλλά ντρέπονται να το μολογήσουν.

    Απεναντίας, ό,τι γαλανίζει και μπλεδίζει, ακολουθεί τον νόμο της «φάρας» όπως έχουμε καλομάθει από τον Μάριο Πούτζο και τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη: κάνει μια πατάτα ο γιόκας, την άλλη μέρα έρχεται η μάνα και τον δικαιολογεί: «δεν έβαλε ζιλεδάκι, θα το διορθώσουμε». Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά.

    Φυσικά δεν περιμένω «παπάδες» (όπως λέμε στην πιάτσα τα υπερφυσικά έργα) από Βελόπουλο και Βαρουφάκη. Βέβαια, θα περίμενα μερικών μερικών (υπουργών και υφυπουργών, εννοώ) να τους φύγει η ολέθρια επιδειξιομανία, αλλά κακώς περιμένω, είμαι σίγουρος.

    Η αποθέρμανση των μέτρων, τα πρόστιμα εικοσιτετραώρου και η απομόνωση της αστυνομίας ώστε να μη συγκρατεί τον χαβαλέ, αλλά να περιφέρεται πυκνώνοντας τις μαζώξεις, είναι ήδη κακά προμαντέματα. Κι έτσι, ξεκινάω από το Κοκκότειον «στις δεκάξη Μάη Μήνα» και μετράω μέρες. Πάνω στη στροφή Ιουνίου, αναμένω πολλά κρούσματα, ίσως και θανάτους, αλλά νομίζω αδίκως. Ως καφετζού, το κατακάθι είναι καθαρό και ως οιωνοσκόπος άκουσα μόνον ένα τσιριτίρι-τσιριτρό.

    Τελικά, η διακυβέρνηση δόθηκε σε ένα αλλού φαν παρκ κι εμείς νομίζουμε πως «υπάρχουν διαδικασίες».

    Μη ξεγελιέστε. Ένα βαρύ καλβινιστικό ύφος απλώνεται σαν ταινία του Κάρπεντερ στην ελληνική κοινωνία. Και μη ξεχνάτε πως οι εσωτερικές τριβές της δεξιάς, ειναι απείρως πιο έντονες από τους αριστερούς διαχωρισμούς, αφού επιτρέπουν την είσοδο στα πρόθυρα της Ιεράς Εξετάσεως. Το να ξωπεταχτούν οι ανεδαφικοί από πέρισυ, ήταν εύκολο. Με τους προσηλωμένους μονολιθικούς, καλά ξεμπερδέματα.

  • Oλοθούριο

    Στην Αιδηψό έγινε η γνωριμία. Το 1961. Πλατσουρίζαμε με τον αδελφάκο μου ώσπου τέλειωσαν τα διάφανα ζαβογαριδάκια και ο γόννος, όποτε το είδαμε στα όρια άμμου με μια φυκιάδα.

    Ήταν ένα μακρύ, άπλαστο, ροζιασμένο, μάλλον ζωντανό άγνωστο αντικείμενο.

    Δεν προλάβαμε να σαστίσουμε, στεριανοί και καμπίσιοι γαρ, και μας προλαβαίνει ο φωτογράφος του θερέτρου με πονηρό χαμόγελο και προφανή παιδεραστικό λόγο.

    «Ξέρετε πως το λένε αυτό; Ψώλο της Θαλάσσης». Μόνο τα κρεμασμένα σάλια του λείπανε για να θεωρηθεί απόγονος σαύρας του Κομόντο. Σαυρομάτης, με χοντρά μυωπικά γυαλιά.

    Τα ‘βλεπα όταν ψαροντουφεκούσα σε διάφορες παραλίες, συχνά αναπόσπαστο μέρος του βυθού, οπότε κάποιος φίλος από την Τορώνη τον είπε ψώλιαγκα, μου έδειξε πως τον σκίζεις στη μέση και κόβεις το μέσα ψωμί, πέντε κομμάτια τουλάχιστον και παίνεσε πόσο αποτελεσματικό είναι στο παραγάδι.

    Ότι το κυνηγάνε διότι το γουστάρουν οι Κινέζοι και κοστίζει ένα σκασμο λεφτά ανά κιλό, το ήξερα όπως όλα του κόσμου τα παράξενα: υπό δημιουργική δυσπιστία.

    Η κομιλφό λεξικογραφία το αποκαλούσε ολοθούριο, ενώ σε άλλα μέρη πιό θεοτικά το έλεγαν αγγούρι της θαλάσσης. Ώσπου τις προάλλες είδα ένα στον ύπνο μου.

    Ήταν ένα τεράστιο αδρανές πέτσωμα που αδρανούσε και έπιανε τον μισό χώρο που συνήθως διαθέτω για τα όνειρα. Αμέσως έπιασα τον συμβολισμό.

    Ήταν εικονογράφηση της Ελληνικής νοοτροπίας, ως μετείκασμα και σκεπτομορφή, ένας θύλακας γεμάτος θκουληκάκια, όπως αυτά που είναι κλεισμένα στους εξωτερικά μαλακούς κολιτσιάνους, που κολλάνε στα βράχια κι αν τους πατήσεις, κολλάνε στο δέρμα σου και στο βγάζουν στανικώς.

    Ωστόσο, τηγανίζονται και είναι πολύ νόστιμα, εάν ξεπεράσεις την τραυματική εμπειρία.

    Ως «ελληνική νοοτροπία» εννοώ την «συζήτηση της επόμενης μέρας» για το μυστικό θεώρημα «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» που διακόπτεται από την ευχή «να βρούνε κανέναν ψωλαρά στο κελλί να τους βουλώνει» (το ρήμα από τον «κάτω κόσμο» του Ανδρέα Καρκαβίτσα) ή την μακρά συζήτηση των λογιστών που υπολογίζουν σε πόσα χρόνια θα είναι έξω και θα φοβερίζουν την Άρτα και τα Γιάννενα.

  • Tit-bits

    Για τις λαϊκές απογευματινές

    Τα δικαστήρια, μακάρι να είναι λαϊκές απογευματινές, κύριε Σκέρτσο. Για έναν απλό λόγο: δεν δουλεύουν το απόγευμα.

    Αλλά εσείς, στις «προσωπικές» σας γραμμές (όπου βέβαια, δεν είστε δημόσιο πρόσωπο, αλλά ένας ελαφρά αναξιοπαθών χίπης) χρησιμοποιείτε το «λαϊκός» για να πονηρέψει ο αναγνώστης και να κάνει έναν εύλογο συμφυρμό με τα «λαϊκά δικαστήρια», οπότε υπάρχει παραπομπή στην «Ελένη» του Γκατζογιάννη και άλλα εμφυλιακά.

    Την αδολεσχία σας φυσικά, πήρε χαμπάρι ο πρώτος διδάξας την χαμαιλεοντικήν τέχνην στον παρόντα αιώνα, εννοώ τον Σύριζα, που ευθύς ζήτησε να παραιτηθήτε (διότι μάλλον είσθε κακή επιρροή για τον Μητσοτάκη).

    Το σχόλιό μου: χαζά και χαμένα. Ένας γεννημένος οργανωτής πολιτικών εγκεφάλων δεν κινδυνεύει να μείνει άνεργος ― ο Σύριζα το δοκιμάζει άκεφα μήπως και σας προσλάβει αν μείνετε ελεύθερος.

    In the cool of the day

    Μεσομηνιά, κοψοχρονιά, το πιάτο της ημέρας.

    Προμπλέμο με τα αερόπλανα: δεν χωράνε πουθενά να παρκάρουν. Άσε που χαλάνε. Επομένως η Αβρούπα που υποτίθεται παραπλανεί τον κορονοϊό, δίνει οδηγία στους ταξιδιώτες να επιβιβαστούν όλοι, κανονικά, με μάσκες, διότι δεν είναι εποχή παχέων αγελάδων.

    Απεναντίας, οι ταρίφες, οι Κτελατζήδες, τα μετρό και τα τραμάκια, τρόλαιη και λεωφορεία, είναι αυτονόητο να αραιώνουν τις θέσεις καθημένων (αλλά δεν απαγορεύεται η σαρδελοποίηση των ορθίων) αρκεί να υπέρχει σέβας στις οδηγίες της πολιτικής προστασίας (προτεκτούρα κιβίλις).

    Η διαχείριση των ακτών

    Επίσης δεν θα μας το κάνετε μπουρδέλο το ελληνικόν φως.

    Οι κώλοι δεν θα κουνιούνται ασέμνως από την έξαψη του αλκοόλ και τα μοντελοκόριτσα  να περιοριστούν στα εύγλωττα βλέμματα, καθώς η μουσική κόβεται μαχαίρι, επειδή καυλώνουν οι νέοι μας και οδηγούν στην σνιφαριστή παρτουζίτιδα.

    Όλα κι όλα. Οι παραλίες δείχνουν πώς θα γλυτώσει ο τόπος την ηθικήν εξέλκωσιν. Βέβαια, οι επιτροπές λογάριαζαν να δώσουν αβάντζο αυτό το Σαββατοκύριακο, με ελαφρύνσεις στον δημόσιο χώρο, αλλά «ρίχνε τα προστίματα για να πεθάνει ο Χάρος» κατά μία σαρκαστική παροιμία.

    Για το σιντριβάνι στην Ομόνοια

    Λόφοι ύδατος, μνεία χαμένων δεκαετιών, ώσπου να γενούν τα υπεσχημένα, ας πλαδαρώσει το πόπολο με αμήχανη εναλλαγή πιδάκων.

    Ο δήμαρχος αυτός έρχεται από στερεά παράδοση. Μόνον που η θέση του περιφερειάρχη ενός μέρους της Ρούμελης, είναι το ένα εκατοστό της θέσης του Δημάρχου της Αθήνας.

    Ο τρόπος «ανέμελα, με αφέλεια επικοινωνώ, αλλά είμαι της φαμίλιας και σεμνά διαλέγω ρόλο καρατερίστα, αφού ο θείος πρωταγωνιστεί» δεν ισχύει, και παράδειγμα ο νυν υπουργός Καραμανλής, που δεν τον αλλάζουν λόγω ονόματος.

    Οι συντεχνίες

    Δύο τρόποι υπάρχουν να γλυτώσει ένα κράτος από τις συντεχνίες. Είτε να μοιράσει τη δουλειά (το πράττουν οι Τούρκοι επιτυχώς επί δεκαετίες) είτε να τις αλώσει όπως η Θάτσερ πριν σαράντα χρόνια.

    Δεν θα τα κατάφερνε εάν δεν είχε ο κάθε υπήκοός της μια πένα παραπάνω στον φτωχικό του μήνα. Αυτά τα απλά διδάγματα δεν τα κατανοεί ο Βερβεσός, η Aegean, η ΠΟΕΔΗΝ και καμιά δεκαριά επαγγελματικές ενώσεις που εμπιστεύτηκαν αριστεριστές να τις διαχειρίζονται, πιστεύοντας ανακριβώς πως η εριστική τακτική τους, φοβίζει την επάρατο μπουρζουαζία.

    Πλήθος γραμμών ενός κειμένου που επιγράφεται Das Kapital θέτει πιπεράκι στες δοξασίες που επαγγέλονται.

    «Κι αν χιονίζει και αν βρέχει, το αγριογούρουνο αντέχει» που έλεγαν οι παλιές παρέες των μπαγιάτηδων.

    Κοτσύφι= blackbird singing in the dead of night

    Αφού ακόμη υπάρχει ο κύριος Κοτσιφάκης στο μελέτι σας, αγαπητοί μου καθηγητές, μη περιμένετε παυσίπονο ενώ σας πετσοκόβουν.

    Ταυτόν ισχύει για δικηγόρους, και άλλους αμύντορες των αρχών της Παιδείας και της Δικαιοσύνης που προτιμούν ηβηδόν απάγξασθαι, παρά να κριτικάρουν την ποθητή, αγελαδοτρόφο δισιπλίνα των.

    Η γνώμη μου: εάν ποθείτε μια ζωή χωρίς ορθογραφικά και δικαστικές αίθουσες ασυγκίνητες, αλλά αποτελεσματικές, συμμαζέψτε τον ασάρωτο οίκο σας. Αμάν πχια.

    Απέσυρες εμπιστοσύνη από το πάνελ Χαρδαλιά-Τσιόδρα και Κοντοζαμάνη;

    Ναίσκε. Αρκετά. Μια κυβερνητική επιτροπή με επιστημονί ζελέ ― λάθος ποιητικές παραπομπές ― εξοργιστικά ουδετερόκλιτη ― με ιδιότυπο ιδιόλεκτο αναφορά ήταν.

    Για τα στατιστικά της Υγείας, ήθελα εξειδικευμένο συνεργείο. Θα προτιμούσα, ρομαντικός γαρ, η Επιτροπή για την πανδημία να συνεδριάζει ζωντανά, στο άλλως άχρηστο και ματαιόσπουδο κανάλι της Βουλής, πλήν των συνεδριών και των επιτροπών εννοείται.

  • Επέστρεφε…

    Η λέξη «πενταήμερη». Η λέξη «επέστρεφε» του Καβάφη εφέντη. Το επιφώνημα εκ της Βίβλου «Ουαί υμίν» εναντίον των Φαρισαίων που έγινε «ουέ!» σε πανό των ημερών του Πολυτεχνείου. Η λέξη «απέσυρε» (τώρα) σε πανό της ΕΛΜΕ. Αθλίας παρ’ αθλίου δι αθλίου προς άθλιον… Μη μου χαλιέστε, αρχαίος ακκισμός είναι, ακίνδυνος.

    Θα έχετε προσέξει πως η ελληνική κοινωνία αριτσώνεται όταν εντοπιστεί ορθογραφικό ή συντακτικό λάθος και ηρεμεί μακαρίως σε περιπτώσεις που κάποια πονηράντζα την έπιασε την καλή, το ρύθμισε το στροφόμετρο, το έπιασε το θελκτικό μπούτι, το κυβέρνησε το κουρσάρικο, το ρεύτηκε δημοσίως το κρεμμύδι, του γάμησε το ταμ τιριρί.

    Παραδόξως, νηνεμία Βεριγγείου πορθμού ανήμερα της καταρροής παγετώνων, επικρατεί ότε τσακώνεται ένας ορθογράφος με έναν αρχιορθογράφο, ή δηλωνει κάτι αναξιόπιστο πολιτικό πρόσωπο ή σπάζει μια χτένα μέτρησης ημερών θητείας δεκανέως, ή κάποιος διαβαίνει τον Ρουβίκωνα επειδή έρριξε τον κύβο και τον παρέσυρε το ρέμα, μάνα μου δεν είναι ψέμμα.

    Ενδιαμέσως, συμπαθάτε με, αλλά το σκάφος μπάζει ολούθε. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ακολουθούν τις νηπιακές φάσεις που έχουν επισημάνει ο Φρόυδ και ο Γιούγκ, αλλά εμμένουν σε έναν αλτουσεριανό λακανισμό, ενώ αυτά είναι γραμμένα στον «Γεροστάθη» του Λέοντος Μελά.

    Η παρουσία κλάδων του κράτους είναι πλέον τόσο ισχυρή στα κανάλια, που ήδη φορτώθηκανν σωρεία αχρήστων κοινωνικών μηνυμάτων απλωμένων από την βαρετή κοινοτοπία στην αλλόφρονα «εκκωμίκευση» (και όχι εκκοσμίκευση) μιας σοβαρής περιπέτειας, ώστε ακόμη και η μηχανολογική σκέψη Γεωργίου του Λιάγκα τινός, φλερτάρει με τους «βασιλείς των ορέων» του Αμπού.

    Κοντολογής, κυκλοφορεί τέτοια ελαφρότης ύφους και ήθους, ώστε αν δε βρεθεί κάποιο εμβόλιο ή μια μόνιμη μάσκα προσώπου, θα πέσουμε άπαντες στα βαριά και οι πόλεμοι του οπίου θα αναστηθούν και πάλι.

    Σήμερα περπάτησα 280 βήματα μιας δενδροστοιχίας. Σέβομαι την ολοφυρόμενη μάνα του Μποστ που εκλιπαρεί τον αμερικανό που υιοθετεί ελληνόπουλα: «μη τα βάλεις εις ρουκέτα/ κι όπου θέλεις χάρισέ τα».

    Έξελθε κατηραμένε όφι, διότι άν δεν έξελθε εσύ, θα σε έξελθε εγώ.

  • Ξενάγηση στο Αθήνοβο

    Μεταξύ μας, έζησα εις τας Αθήνας παραπάνω από μία δεκαετία και οι επισκέψεις μου στην πρωτεύουσα είναι πράγματι πάρα πολλές. Εντούτοις, ολίγοι γνωρίζουν ότι αι Αθήναι συναπαρτίζονται από τρεις διακριτάς ολότητας:

    1
    Την Χολιλάνδη, ήτοι έναν κουβαρά ιερών τόπων, συγκειμένην εξ αρχαίων κυρίως, αμή και μεσαιωνικών μνημείων ιδιαζούσης χάριτος και στιβαρότητος, καθώς και μουσείων ποικίλων, ενίοτε συναρπαστικών, καθώς και καρτιέ που τηνε γλύτωσαν στην σκατωτήν λαπάραν των οργανωμένων δημοσίων εγκλημάτων, κι ας έχουν μετατραπεί σε προεικόνες ή καρποσταλικά μνημόρια, όπως η Πλάκα, τα ευπώλητα Εξάρχεια, το ήμισυ Κολωνάκι και ο συναρπαστικός Πειραιάς.

    2
    Την Νεβερλάνδη, ήτοι την χώρα και το άστυ του πώποτε και του ουδέποτε, ήτοι έναν αστερισμό από οικιστικές λεπτομέρειες που καλύπτουν ίσαμε μια μυριάδα σημείων εξόχου γραφικότητος, όπου άνθρωποι και κτίσματα συνυπάρχουν ανωδύνως.

    3
    Το πολεοδομικό συγκρότημα με το δυσκόλως κρυπτόμενο ψευδώνυμο «Αθήνοβο» (και «Ατένοβο» για πληθυσμούς με δυσκολία εκφοράς του θήτα) που καλύπτει ακριβώς το 90% της Αττικής και έχει καταφάει ως σεσηπός πάγκρεας τας προς Κορινθίαν και Βοιωτίας εξόδους. Κατά βάσιν όμως, πρόκειται για ένα λεκανοπέδιο, κρυμμένα ρέματα και κάτι βουνούς των τριών Πεί (Πεντέλη, Πάρνηθα, Πατέρα) και τον μυστικοπαθή Υμηττό και το αρχαίο σχέδιο που τον θέλει τρυπητέον.

     

    Οι τρεις ενότητες έχουν την δομή κορονοϊού. Ιδίως της Χολιλάνδης η πρωτεΐνη, όλως ασύμβατος με την δραστικότητα των συστατικών του Ατένοβου, έχει περιοριστεί σε τοπία τα οποία επαινεί ο νυν δήμαρχος Αθηναίων, όπως προσφάτως ποζάρει εις την Βασιλίσσης Όλγας, οδού που ΔΕΝ διαθέτει κτίσματα πλην το Ζάππειον εκ του μακρόθεν, και μερικά εγκάρσια σε άλλους δρόμους. Διό και ο δήμαρχος ποζάρει σε ερημότοπο που ωστόσο διαθέτει ράγες τραμ και κορυβαντιά πως «ήρθεν η ώρα των ποδηλάτων» και «ο πεζός και το ποδήλατον νικά». Και σάματι σήμερα, ποιος νικά στην Βασιλίσσης Όλγας; Ο φούφουτος;

    Μπορεί να έχω παραισθήσεις, αλλά η Αθήνα έχει μερικές εξαίσιες και άλλες, απεχθείς ομοιότητες και αναλογίες (ίσως είναι φυσικό) με επιφανείς Βαλκανικές, αμή και Μεσανατολικές πόλεις. Όχι ορώμενες συνολικά, αλλά κατά επιφανή ή άσημα τμήματα. Πάντως ποδηλατόδρομοι και άλλα πεζοδρομικά, συνήθως απουσιάζουν από την δομή των γειτόνων, και δεν εννοώ την Πράγα και τις πολιτείες της τέως Αυστροουγγαρίας. Αυτό που συμβαίνει πάντως στις όμορες πόλεις είναι μια «αστική λοβοτομή», κάποια κτιριούκλα, κάποια τροποποίηση ενός παλαιού κτιρίου σε ξενοδοχείο, τέτοια, ψόφια πράγματα. Η πρόταση του δημάρχου Αθηναίων, με την συνδρομή, υποθέτω, μερικών πυλώνων της χώρας μας, είναι μια τζαμπ-τζαμπέ επιχείρηση, μια αλλαγή κόμμωσης στο δίκτυο των δρόμων και των πεζοδρομίων.

    Οργανική, ουσιαστική μεταβολή και ανακαίνιση, μήτε κατά διάνοιαν. Τελικά φαίνεται πως όταν η Ελλάς γλυτώνει από τύπους σαν τον Μπελαβίλα, πέφτει ικέτις στον ανώνυμο πρακτικιστή. Όσο για το πράσινο και τα δέντρα, είναι κυριολεκτικά η Μεγάλη πρόφαση του Σχεδιαστή, όταν εκείνος δεν έχει λεφτά ή γνώση να αλλάξει κάτι.

    Ειδικά στο Κέντρο της Αθήνας, ο δήμαρχος μόλις δήλωσε πως το έργο θα γίνει σε δύο φάσεις: πρώτη φάση ένα είδος μακέτας ένα προς ένα του σχεδίου, με βαφές και ρυθμίσεις μη ακριβές, και σε δεύτερη φάση θα βρούνε τα λεφτά.

    Είπα κι εγώ. Στην ουσία, ταμάμ, χαράμ και αναντάν μπαμπαντάν. Απομένει το γιάγμα.

  • Ως Ελβετός πολίτης

    Μεταξύ μας, γκρινιάζω ως εσχατόγηρος και δε μ’ αρέσει. Η φυσιογνωμία ενός γέροντος που φαιδρύνεται η όψη του όταν παίζει με εγγόνια, ενώ ενίοτε συζητά με παλαίμαχους της Ζωής για πραγματικά ή φανταστικά κατορθώματα, μάλλον με απωθεί.

    Στην τηλεόραση, έχει καιρό που δεν μ’ ενδιαφέρουν ο Σταύρος κι ο Σταυρής, τα μαγειρόπουλα που λατρεύουν να γίνουν «χημικοί Αλή» της κουζίνας, ενώ οι στυλίστες των παρουσιαστριών του Mega τις ντύνουν με ένα αποτρόπαιο ντεπιές, πολύ κοντή παντελόνα φαρδούτσικη κάτω και ένα μεσάτο ζακέτο που τις μετατρέπει, μια χαρά κορίτσια, σε βονάσους ή γκνού του Σερενγκέτι, θύματα της μορφολογίας.

    Μήτε τα στραγγιστά γιαούρτια έχουν ενδιαφέρον ― δύο πρόσφατα διαφημίζονται από κοπέλες με άθλια έως ακατανόητη εκφορά λόγου, πάσχουσα στα χειλικά και στα οδοντικά.

    Kαι στην Βουλή-τηλεόραση άκουσα σκηνοθέτη των “Τριών Αδελφών” του Τσέχωφ να βασανίζει τη λογική μου αντικαθιστώντας τη Μόσχα με την Οκτάνα του Εμπειρίκου, ενώ θα μπορούσε να αρκεστεί στο «να πάει στο Παρίσι» του Ορέστη Λάσκου.

    Ευτυχώς ξεμπέρδεψα με το ποιόν της άλλης ζωής. Αποφάσισα να κατέβω ως πολίτης ενός ελβετικού καντονιού, ως βοηθός ωρολογοποιού και μάλιστα, ως κάτοικος των ελβετογερμανικών συνόρων, ώστε να ζήσω την «Μεγάλη απόδραση» προκειμένου να βοηθήσω τον Στηβμακουήν να περάσει τη μπάρα με τη μοτοικλέτα του. Θα φροντίσω μάλιστα να γεννηθώ περί το 1880, για να γνωρίσω την Γερτρούδη Στάιν, την Άλις μπη Τόκλας, τον Κάρολο Ντηλ και να αποθάνω το 1948, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος.

    Κατά τα άλλα, ζέστη και δύσκολα να κρατηθεί ο κόσμος μακριά από τον χαβαλέ του. Σήμερα μάλιστα, σκέφτομαι να κάνω βόλτα στη γειτονιά, μετά από τρίμηνη παραμονή σε ένα δωμάτιο.

  • Ευαίσθητα ακροδάχτυλα

    Έξι ντουζίνες χρόνια συμπλήρωσα. Εφεξής, το τοπίο αυτού του ταξιδιού είναι πληκτικό και εύκολα περιγράφεται. Εδώ κάτι δέντρα, εκεί μια λούμπα, παραπέρα μια γράνα.

    Ωστόσο, παράγω καθημερινά, θαρρείς και ο θάνατος συμβαίνει κάπως αλλοιώς, κάπου αλλού και κάποτε. Τα κείμενά μου δεν σκέφτηκα να τα ενθέτω σε καλάθι αεροστάτου, να ίπτανται ως ποίησις ανεδαφικού όντος. Απλώς γεμίζουν ένα αρχείο ή χάνονται από παρανοήσεις.

    Γι’ αυτό, καταλήγω στον υλικό βίο, τον μόνο που εμπιστεύομαι: αν εμπιστευόμουν θεωρίες, θα ήμην κάτι μεταξύ ιωτακιστού και ποσαδιστού. Διότι δεν πιστεύω στην διαβεβαίωση νηπίου του Μποστ που δηλώνει «θα επιστρέπσο ως αστρονάφτις» και εξάλλου είδα να ίπταται η σφαίρα που έφερε το πτώμα της Λάικα, το 1957.

    Για να καταστήσω την γραφή μου ολιγόλεξη και μη αμετροεπή, πρέπει να καταστήσω υπεύθυνο το πληκτρολόγιο. Αυτό πταίει. Βερεσέ ακούω πως πταίνε άνθρωποι, κόμματα και αστοχίες της Φατμέ στο Γενή Τζαμί.

    Γι’ αυτό και θα ακολουθήσω το πάθος των μεσαιωνικών αγιογράφων, που ασύδοτοι και ασύστατοι θρύλοι θέλουν, πριχού ιστορήσουν αγίους ή πάθη ή κάμπους, να θέρμαιναν την ζωγραφούσα χείρα άχρι προεγκαύματος, καθιστώντας τα δάχτυλα ευαίσθητα και προκαλούντα σφάχτες στο παραμικρό άγγιγμα. Διότι επιθυμούσαν να μη τραβάνε πινελιές στο κουτουρού, αλλά να υποκύπτουν στην τάση του Χρόνου να εκτελούν το ελάχιστο, το στοιχειώδες και το αναγκαίο, και ουχί τα ξεμπροστιάσματα ενός ηδονικά εθισμένου στην αναζήτηση εγκεφάλου.

    Κι έτσι το πληκτρόλογιο θα σιγήσει, ενοχλούμενο μόνον εάν θέλω να γράψω μετά πόνου και ωδινών, τη λέξη «ουγκ» και όχι «και πάλε ξεχύθηκαν τα πλήθη κρατώντας μπιρόνια και ζητώντας τα δικαιώματά των».

    Την άλλη ζωή την έχω καπαρωμένη, αλλά την παράλλη θα κανονίσω να γράψω εγκυκλοπαίδεια, να μου φύγει το αντέτι.