Author: Πετεφρής

  • Όταν λείπουνε τα λόγια

    Από το 1958 που πρωτάκουσα τον «Ιλισσό» στο ραδιόφωνο και επαλήθευσα πως ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ο συνθέτης που με έστελνε στα Τάρταρα (με την καλή έννοια ― ο Κέρβερος όχι μόνον δεν δάγκωνε, αλλά έτρωγε το ψωμοτύρι μου) έως την μαύρη στιγμή, την πετσικαρισμένη, που ως μέλος του δεύτερου εξώστη γιουχάρισα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1973 τον «Μεγάλο Ερωτικό» για πολιτικούς λόγους, ήμουν στρατολογημένος στη χάρη της τέχνης του. Ειδικά τα ορχηστρικά του, με ιδιαίτερη προσήλωση όταν υπήρχε πιάνο ή παλιακές μιμήσεις από φανφάρες.

    Το ζήτημα ήταν πως ανκαι ασκήθηκα να σφυρίζω τις μελωδίες του (και μάλιστα με ενσωματωμένο και δεύτερο σφύριγμα κάτω από το πρώτο) άρχισαν να μου λείπουν λέξεις, λόγια, στίχοι. Οπότε, αρχές του 1963, έφτιαξα ένα τευχάκι σχήματος 16ου με συνδετήρα που το επέγραψα «στίχοι για μουσική». Περιείχε  τραγούδια που είχα ακούσει άπαξ και μου διέφευγαν «τα λόγια», ή καθαρά ορχηστρικά, ή ακόμη και τραγούδια των οποίων απέπτυα τους στίχους και έβαζα, ο σαχλάκιας, δικούς μου. Το σύνολο σχεδόν αυτής της απόπειρας, ήταν ερμηνεία (και διασυρμός) του Χατζιδάκι. Μόνον το 1964 προστέθηκαν τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου και Μαρκόπουλου, αλλά και η «Πικραγαπημένη» του Τερζάκη.

    Το ραδιόφωνο βοηθούσε, καθώς στα σίξτις είχε συχνά εκπομπή με τίτλο «κινηματογραφική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι» ή ό,τι σήμαινε αυτό. Ενίοτε έπεφτα σε αφασία με τους «Όρνιθες», τον «Κύκλο με την κιμωλία» και παρόμοια, αλλά η γενική ανάσταση νεκρών και ζώντων συνέβη με το «Καταραμένο φίδι», το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», τα οποία σεβόμουνα τόσο ώστε αρνιόμουν να τα σφυρίξω.

    Απ΄όλα τα πιανιστικά του, ξεχώριζα ένα ρυθμικό μπαγιό ή αρχαϊκό μάμπο που ήταν το πρώτο μουσικό μέλος για το οποίο όχι μόνον δάκρυζα, αλλά και έκλαιγα γοερά, με λυγμούς. Πολύ αργά κατάλαβα πως ήταν από ταινία του Καψάσκη, το «Αγάπη και θύελλα», μετά το «πίσω από τις τριανταφυλλιές» της Μούσχουρη, όπου η Καλογεροπούλου με τον Φέρτη, το 1961 το χορεύουν σε μια γεμάτη, ρυθμική αγωγή ― μπορεί και υβριδική ρούμπα. Στο 25.40 της ταινίας.

    Αργότερα, στον Χατζιδάκι λάτρεψα τις ακατάσχετα πηγαίες μουσικές ιδέες που τις δούλευε και τις μεταποιούσε σε τραγούδι, μελωδία ή μια απλή γέφυρα. Ένα σωρό ταινίες του έχουν φυτεμένες μικρές λόχμες από νότες. Γι’ αυτό και οι γυναίκες στις συνθέσεις του τραγουδάνε διαφορετικά: όπως στα όνειρά μου. Άλλοτε για ένα «μυστικό» που βοά ωσάν αχός από αχιβάδα, άλλοτε κορίτσια που χορεύουν κάθε λογής Μπούγκι και Απτάλικο και ξυπνώντας, τις βλέπω ως βάκχες να θρηνούν εσωτερικά και κρύβω την αμηχανία μου, καθώς καμώνομαι πως κοιμάμαι βαθιά. Οι εμές Φίλες πενθούν, όση καντιοζάχαρη κι αν επιπολάζω επί των χειλέων των.

    Βέβαια, τα δάκρυα ήταν κακή αρχή. Έκτοτε κλαίγω για βαλκάνια ακούσματα και για το σύνολο σχεδόν των πολυφωνικών, αμή και όλες τις ταραντέλλες της ιταλικής μπότας και βέβαια όποτε και όταν τραγουδάνε α καπέλα νέες γυναίκες, παραδοσιακά, σαν το «Τζάνε ποταμέ». Τότε φτάνω να θρηνώ πενθώντας και ολολύζοντας.

    Συνθέτες έκτοτε γνώρισα αρκετούς και συχνά ζηλεύω τη δουλειά τους. Πάντως τον Χατζιδάκι τονε γνώρισα αρχές του 1978 στον «Μαγεμένο Αυλό». Μια χειραψία, μια φιλοφρόνηση. Διάρκεια, ένα λεπτό. Δεν είχα λόγια.

  • Η οικουμένη

    ‘Οταν δυο χωριαταραίοι για ντμπλάκα τους οδηγάει ο ένας, και οπλίζει ο άλλος καραμπίνα και σκοτώνει μεσοδρομής τους  Ήζη Ράιντερς, βγαίναμε από το σινεμά βέβαιοι πως η κριτική στον «αμερικάνικο τρόπο ζωής» έμελλε να μας στοιχειώνει ανεπανάληπτα.

    Ή όταν ο Γιον Βόιτ στο λεωφορείο βλέπει τον φίλο του να λειώνει άρρωστος στον Καμπόη του Μεσονυχτίου. Και εκείνες τις σφαγές στο «Μεγάλο Ανθρωπάκι».

    Βέβαια, παράλληλα, μια γυναίκα στη Θεσσαλία, την κυνηγάει ο άντρας της να τηνε σφάξει, αυτή κουρταλεί σφαλισμένες θύρες και παντζούρια και στο τέλος κάθεται απελπισμένη σε μια πέτρα, κι εκεί τηνε βρίσκει ο άντρας της και τη σκοτώνει αλλά αυτό δεν το λέγαμε αμερικάνικο τρόπο ζωής και παραγωγής, μήτε είχαμε, αν εξαιρεθεί ο ζητιάνος του Καρκαβίτσα, κανένα ζοφερο αφήγημα, πάρεξ την κατάρα στα μεσημεριανάδικα «να τονε σφάξουνε ή να τονε μπουρδίσουνε τομπούστη αλλά τα ήθελε κι αυτηνής ο κώλος».

    Στην Κορέα πήγαμε, γη και ύδωρ και αέρα τους δίναμε, από τον Νηλ Σεντάκα έως τον έσχατο των ραπάδων λειώναμε, αλλά ο ελεύθερος κόσμος ήτανε αυτοί και άλλος κανείς. Οχτρούς είχαμε τους Μπίλγκαροι, τους Σκοπιανίτες, τση αλβανοί και αλοί και τρισαλοί σε όποιονα μας κουνηθεί ― τον έπαιρνε ο διάολος ο αφορεσμένος.

    Απέναντι ήτονε οι Λαμπροκατσώνηδες, τα μπολσεβίκια, η αποσταλινοποίηση, οι μαζάνθρωποι κι αν έλεγες το κιχ, βγάλε το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Ένα φεγγάρι μερικοί αγάπησαν τον τρίτο δρόμο, Κινέζοι, χήρες του Μάο, αλβανόφιλοι, κολύμπι στο ποτάμι, γλυκύς υποστηρικτικός Τσαουσέσκου, πολιτιστική επανάσταση.

    Και τώρα, πάλι και πάλι, η βία. Ο Τραμπ έλαβε εκατομμύρια λιγότερες ψήφους από την άλληνα την σουρπουίτσα, αλλά κέρδισε την μπαγιατεμένη σάρκα της Αμερικής ― η δυτική ακτή και η εκλεπτυσμένη κοινωνία του Μεγάλου Μήλου στα ΒΑ απλώς γκρίνιαζαν.

    Άφκετέ μας εμάς. Εμείς ανακαλύψαμε την Δημοκρατία και τα υψηλά νοήματα. Μας χρωστάτε, καριόλια, τα πάντα. Και ανακαλύψαμε το καλύτερο πολίτευμα του κόζμου: να μας κυβερνάνε φαμίλιες, ενώ οι αντίθετοι στα τραυλά χέρια των αμήχανων. Πώς το λέγει ο μικροκωνσταντίνος με την πορφύρα;

    «Εσθλαβώθη πάσα η χώρα και γέγονεν βάρβαρος, ότε η λοιμική πάσαν εβόσκετο την οικουμένην.»

  • Περί Εκρέμ

    Η θερμή αναμέτρηση Ελλάδας και Τουρκίας, από το 1821 και δώθε, είναι συνάρτηση χωρίς αναισθητικό των συμμαχιών που κατάφερνε η Ελλάδα κατά καιρούς. Τα υπόλοιπα, και από τις δύο πλευρές, είναι λεονταρισμοί. Και ανόητο το παιχνίδι του «καλού» και του «κακού» Τούρκου.

    Η ειδοποιός διαφορά, διαχρονικά, και η μερική εξήγηση πως οι γείτονες πολλαπλασιάστηκαν ενώ εμείς πάσχουμε από εσωτερική συρρίκνωση, είναι ίσως πως από τότε που απέκτησαν οι Ρωμιοί/Ρωμαίοι σχέσεις με Τούρκους και Τουρκογενείς, επενέβαιναν στις διαφορές τους, διάλεγαν πλευρά, και δεν δίσταζαν να έχουν «τουρκόπωλους» όπως αργότερα οι Οσμανλήδες γενίτσαρους.

    Το μεγαλύτερο βάρος, η αιτία και η αφορμή των μπλεξιμάτων μας είναι ο συμφυρμός Ελλάδας και Τουρκίας ως εταίρων του ΝΑΤΟ. Στην διαχρονική ιστορία των συμμαχιών, μόνον οι κύριοι αντίπαλοι έχουν όφελος.

    Οι σύμμαχες χώρες τραβάνε πολλά ζόρια, εκτός και έχετε επιχειρήματα να με πείσετε για την δυνατή επιρροή των Κορινθίων στην αρχαιότητα. Δεν υπάρχει! Κι ας βάρεσε με την κατσούνα του ο Αδείμαντος τον Θεμιστοκλή.

    Σε χρονίζουσες σχέσεις επίσης, η ετεροβαρής αφομοίωση παίζει τον ρόλο της. Μη σκεφτείτε καν πως ο Εκρέμ που προφανώς είναι Ποντιάκλα, σκέφτεται μαλάκωμα σχέσεων μαζί μας. Γενικά, οι πατριωτισμοί είναι χρήσιμοι, αλλά στην περίπτωση της Τουρκίας είναι και άχρηστοι.

    Μόνον τα εμπόρια τους νοιάζουν κι ας μείνουν εκκρεμή 111 διασυνοριακά ζητήματα. Οι υπερπτήσεις και οι Λιβυκές ανοησίες είναι για τα μάτια. Και το κλειδί μιας φιλίας, αν υπάρξει, βρίσκεται στην Κύπρο και μόνον σε αυτήν, αρκεί να πάψουμε να φερόμαστε στο νησί σαν αφεντικά.

    Οι χώρες που βρίσκονται στην Ανατολή και γνωρίζουν ημέρες και αιώνες δόξας και επέκτασης, συνήθως απολεπίζονται από βαριά εσωτερική διχόνοια. Απεναντίας οι Οθωμανοί που έως το 1915 έμοιαζε να ξεπερνούν τις κρίσεις, καταφέρνοντας να αγγίξουν τη διώρυγα του Σουέζ και να αντέξουν στα Δαρδανέλλια, έπαθαν μεγάλο κάζο αργότερα, όχι επειδή διατήρησαν την δύναμή τους, αλλά επειδή οι μετα-Αντάντ συνεταίροι έπεσαν σε πολιτικό λήθαργο ― πλην Ελλάδας που νόμιζε πως θα έφταναν στην κόκκινη μηλιά με αρχιστράτηγο τον Χατζηανέστη.

    Έως το 1922, οι Ρωμιοί δοκίμαζαν επιτυχώς μια ιδιότυπη δερματοστιξία στο μικρασιατικό σώμα. Αλλά δεν γίνεται να προσδοκάς νίκες στο Αφιόν Καραχισάρ και παράλληλα να γαυριάς στην Ουκρανία.

    Ο Εκρέμ είναι πασιδήλως Πόντιος, αλλά δύσκολα θα τον έλεγες «κρυπτοχριστιανό» ή κάτι εθνοτικώς αισιόδοξο για εμάς. Το ξαναλέω: η στασιμότητα και οι σπασμωδικές Ερτογανικές απόπειρες δίνουν στη χώρα μας μια τελευταία ευκαιρία να επιβιώσουμε σχετικά άνετα, χωρίς πολλά ντράβαλα.

    Δεν ξέρω κανένας γουαναμπή διάδοχο του «σουλτάνου» που να μην πλάθει μια αποτρόπαιη για εμάς πολιτική μορφή.

  • Τιπούκειτος ή Χαμένοι στο διάστημα

    Ξέρετε τι εστί «Τιπούκειτος». Δεν είναι κάποιο όνομα εξελληνισμένου βαρβαρόφωνου, αλλά παρανάγνωση του τίτλου ενός Πίνακα περιεχομένων, όταν επέγραφαν ένα ευρετήριο ως «Τι που κείται».

    Επί δεκαετίες θεωρούσαμε πως υπάρχει ζωγράφος Θεοσκόπολις και πως ο Αθάνας έγραψε το «Γαργάλατα» (η ευπιστία του μεγάλου κοινού απέναντι στις σοφίες κεντρώων, άρα ζυγοσταθμισμένων δημοσιογράφων, σπάει κόκκαλα) οπότε μια ακόμη αβλεψία ή κακή εκτίμηση δεν είναι του θανατά.

    Ωστόσο, η μηχανιστική, αυτοματική και δη συνειρμική σκέψη, καλά κρατεί. Υπάρχουν εκπομπές για το χωριό. Για διάφορα χωριά. Ορεινά, παραθαλάσσια, ή που δεν έχουν ποτέ σκεφτεί που βρίσκονται.

    Ε, θα βγουν στην επιφάνεια είτε εάν συμβεί φρικτό τροχαίο ή αδίκημα ή παράβαση κάποιου κώδικα εκεί κοντά, είτε αν το προσεγγίσουν για να το παρουσιάσουν στο μεγάλο κοινό. Αλλ΄εδώ, πέφτει ο ρατσισμός της αρκούδας (του ζώου για το οποίο διαδίδεται πως πνίγει το αρκουδάκι του από λατρεία). Οι χωρικοί, καλούνται να υπακούσουν σε μία συγκεκριμένη γραμμική διάταξη πληροφοριών. Χωρικοί-γραμμιτζήδες δηλαδή.

    Πρέπει να έχουν πολιτιστικό σύλλογο. Να διαθέτουν ειδήμονα που θα δώσει φρικτώς ανακριβή ετυμολογία στο όνομα. Πρέπει να χορέψουν, ντυμένες και ντυμένοι τοπικές ενδυμασίες. Όχι πάντως ισότιμα, αλλά οι φέροντες κατά πλειοψηφία λόγου χάρη, σεγκούνι, αντί αντερί. Οι αντεριώτες, άλλη φορά. Πρέπει να ανεχτούν τα ανακριβή πλην υμνητικά κοντάκια της ατίμητης ζωής στο χωριό, όπου συνήθως «φυλάσσονται Θερμοπύλες».

    Και πρέπει να υπάρχει τράπεζα με πιατέλες και καλούδια, όπου κάθε νοικοκυρά θα παρουσιάσει πίττες, γλυκίσματα και άλλα φαγητά κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων, ήτοι από μάνα σε κόρη. Όλα τα νοικοκυριά έχουν ηλεκτρική κουζίνα ή φιάλη υγραερίου ή και μασίνα, αλλά για χάρη της εκπομπής, θα σπάσουν κληματσίδες και θα σφουγγίσουν τον τουρλωτό ξυλόφουρνο, «παραδοσιακά».

    Παράληλα θα εμφανιστεί το μορφωμένο άτομο του χωριού, που δεν ξέρει από σαραγλί και θα μιλήσει για την Ιστορία του χωριού, με υποχρεωτική αναφορά στον Όμηρο, στην Τουρκιά και στον Μακεδονικό Αγώνα. Ή σε κάποιο επιφανές πρόσωπο που γεννήθηκε ή έζησε εκεί. Μη περιμένετε βιογραφίες βέβαια.

    Τελειώσαμε; Όχι. Εκκρεμεί ένας Τιπούκειτος ελλείψεων. Η λέξη «αναξιοποίητα».

    Κτίσματα, παλαιοί ασκεπείς τοίχοι, ήθεα και εθίματα που περιέχουν τουρκαλάδες μπουνταλάδες που πανέξυπνοι ρωμιοί τους δούλευαν, αλλά και αρχαία ελληνικά θέσμια: καμιά λατρεία της Περσεφόνης, ένας έλλην Κράλιε Μάρκο που τον διεκδικούν κάτι μογγόλια, τέτοια.

    Πηγάδια, μύλοι, γεράνια, καλντερίμια σπιτικά, τσουμπλέκια, αγκλίτσες, υφαντά, ξενητεμένοι, ασχολίες, πουθενά των πουθενών. Κι αν υπάρχουν, κάποιος θα λαογραφήσει ένα «μουσείο». Ανόρεχτο, βουβό, μη αλαλάζον. Όπου σπανίζει ένα χαρτί ιερέα ή κοινότητας, ένα παλαίτυπο, αλλά ευτυχώς υπάρχουν πανελληνίως 333436 γκιούμια, 334998 κασσιτέρινα πιάτα, 8778 αργαλειοί και ανέμες.

    Τα σόκιν ανέκδοτα κρυμμένα ώσπου να φύγουν οι ξένοι μας, ιστορίες ξενοπηδήματος, γουστόζικες μοιχείες και αθώοι παιδεραστές πουθενά, οχετοί κακοχαρακτηρισμού γειτονικών χωριών (που συνήθως κρύβουν κτηματικές διαφορές αιώνων) βούβα. Και βέβαια, όλα υπό την σβάρνα του ενός και μόνου, απέθαντου μελετιού.

    Τα μιλέτια των βλάχων, πουθενά. Κομητατζήδες, όλοι αποθαμένοι. Λογάκια πονηρεμένα, ξενικά και ξωτικά, απαγορευμένα ― μόνο με το «σεις» και με το «σας». Και εκ της αφανείας της συλλογικής τραπέζης, όλο και κάποιος, φλεγόμενος από πολιτική φιλοδοξία, θα κάνει τον κάργα.

    Γνωρίζει αφού και διότι η άνοδος προς την δημαρχία (και «φρίττω!») προς την βουλευτικήν τέχνην, απαιτεί Προεδρία πολιτιστικού ή αγροτικού συλλόγου, εκλογή σε Συμβούλιο, ας είναι και επαιτών, είτα κολλητός αυτοδιοικητικού παράγοντα, είτα δημαρχοδήμαρχος, θεοτικός ή μπουλντόζας, με την φαμίλια μοιρασμένη σε τρία η τέσσερα εθνικά κόμματα και τέλος εκλεγμένος του τόπου.

    Πώς να μη χαθείς στο Διάστημα μετά από όλα αυτά;

  • Όταν ο Τάλως χάνει λάδια

    «Απ΄τα μισά του μήνα Μάρτη» αισθάνομαι πως κατοικώ όχι χώρα, αλλά στις εγκαταστάσεις μιας ανώνυμης διαφημιστικής εταιρείας. Το σήμα της, παντού. Τα μηνύματά της, ηχητικά, τηλεοπτικά, παρεμβάσεις, σχόλια και και περηφάνειες, σε κάθε υπαλλήλου τα χείλη. Δεν ξέρω τι θέλω σε μια διαφημιστική εταιρεία ― μια φορά είχα την εμπειρία και κόντεψα να φαρμακωθώ από απόγνωση. Αλλά σίγουρα η κατάσταση με παρέπεμπε σε δύο περιόδους του παρελθόντος:

    Το άδειο μαγαζί

    Η μάνα μου, που έφηβη κατοικούσε στα όρια του εβραϊκού καρτιέ στο Παππάφι, όποτε παραθερίζαμε και ψάχναμε εστιατόριο να φάμε, και πέφταμε σε ένα άδειο, αρνιόταν να καθήσει και έλεγε αυτό είναι «παρήγγειλαν, παρήγγειλαν» και φεύγαμε. Στο τέλος εδέησε να μας πει το γιατί, που είχε πηγή ένα ανέκδοτο των μπαγιάτηδων: δυο εβραίοι συνεταιρίστηκαν και άνοιξαν εστιατόριο. Θες η θέση του καταστήματος, θες κάτι άλλο, δεν πατούσε πελάτης επί ημέρες. Τους είχε γίνει ψύχωση. Ώσπου κάποια πίσημον ημέρα, εφάνη και καρεκλώθηκε η πρώτη συντροφιά, και μάλιστα πεινασμένη. Παίρνει ο ένας παραγγελία, και ώσπου να πάει στον μάγειρα, την ξέχασε. Αντ΄αυτού, του φωνάζει «παρήγγειλαν, παρήγγειλαν!»

    Θα έρθουν, δε θα έρθουν

    Επίσης, πάνω στους σεισμούς του 1978 στη Σαλονίκη, με ένα σπίτι ρημάδι, πέντε μέρες ως ταξιτζής να αλωνίζω την Ελλάδα αφήνοντας συγγενείς, φίλους και γνωστούς όπου γης, απένταρος και αγχωμένος, είχα κλείσει μια ανασκαφική σεζόν με την αυστραλιανή αποστολή που δούλευα μαζί της από το 1975, κάθε καλοκαίρι. Πήρα τον αδελφό μου και τον Ίσαρη, φόρτωσα στο κατρελάκι ένα νοικοκυριό και φτάσαμε Τορώνη σε συνθήκες στέππας ή αγέλης γκνου στο Σερενγκέτι. Αλλά πέρασε η πρώτη Ιουλίου και η αποστολή πουθενά. Άλλαζα χρώματα από το άγχος και την απενταρία, σκεπτόμενος πως οι Αυστραλοί θα μάθασι για το σεισμό και είπαν «άσε, σκάβουμε του χρόνου». Περάσαμε μια αξέχαστη εβδομάδα, με το μάτι γαρίδα, μη και φανούν, ώσπου εδέησαν και φάνηκαν, ανίδεοι για τους σεισμούς, και έπαψα να αισθάνομαι Ζακύνθιος ή Μυκονιάτης που είχε στρώσει το μαγαζί και ήταν σε στάτους «παρήγγειλαν παρήγγειλαν»

    Αποτύπωση υπάρχουσας κατάστασης

    Τρεις μήνες ζήσαμε σε συνθήκες πολιτικής άμυνας, όχι προστασίας, ήτοι οι νέοι στους στρατώνες, οι γέροντες με κράνη-εγγλέζικα πιάτα, ρυθμίζαμε τα καταφύγια και ακούγαμε τον Τσώρτσιλ να μας δίνει θάρρος. Καθώς οι αποφάσεις ήταν αστραπιαίες και η πληροφόρηση ήταν ωμή, χωρίς το σύνηθες χαριτωμενί και μενεγακί, η τηλεόραση και τα «νέα» της κανάλια, ήταν πλημμυρισμένη με κρατικά σποτάκια και κοντά σ΄αυτά με εταιρικά παρόμοια, ενώ μόνη σταθερά στην οπτική ζωή μας ήταν η διαφήμιση για ένα φίλτρο νερού που από νεογνά την ξέραμε απ΄έξω. Και ο εθνικός μας σαράφης, που αγόραζε «για κόσμημα και όχι για χρυσό», πουθενά. Οι υφυπουργοί ήταν ενεργοί, οι υπουργοί λιγότερο, ο Σύριζας σε διαστημόπλοιο κάποιο άλιεν τον απασχολούσε, οι αρχηγοί των κομμάτων αμείλικοι (κατουριόμασταν κάθε φορά που εξέπεμπαν πολιτικά μηνύματα) και η κυβέρνηση, εκτός την συγκλητική τριανδρία Τσιόδρα, Χατζηζαμάνη, Χαρδαλιά, εμφάνιζε τον πρωθυπουργό ως εκατόγχειρα δραστήριο ή (για να μη ξεχνάμε την λεβεντογέννα) ως Τάλω.

    Έπεφταν κάτι προστίματα σαν το χαλάζι, φυσικά υπήρχε λόγος σοβαρός, αλλά τα εξοχικά γέμιζαν με τις δυνάμεις κρούσης «χαμπερίμ γιοκ» και παράδοξη αβρότητα όταν διαδήλωνε το κόμμα του λαού, αλλά καμπάνες όταν δεν είχε πασαπόρτι ο μέσος Έλλην χαβαλεδιάρης.

    Κάθε απόβραδο και ασετυλίνη ο Τσιόδρας εξέπεμπε τον φετφά του, αναφέροντας αποθαμένους στο τέλος της πρότασης, και απαντούσε ως Σενέκας στις ερωτήσεις των Βακχιαδών ή των Κοστοβώκων του Τύπου, ενώ ο Χαρδαλιάς περνούσε φάσεις ποιητικές: από Τυρταίος και Πίνδαρος στην αρχή, μεταφρασμένος Πάστερνακ, με δριμύς Τολστογιέφσκης όταν δεν καταλάβαιναν οι Έλληνες peaky blinders για να καταλήξει ως μίγμα Λορεντζάτου, Βαλαωρίτη και Μενδώνη. Επίσης, παρήγγειλαν παρήγγειλαν παραμένουν τα ταξίματα για 1.100 προσλήψεις με 500 βανάκια για να σπείρουν πανελλήνια τεστ, καθώς χωρίς αυτά, η αναγγελία λίγων νεκρών μόνον ματσαραγκονιά σήκωνε.

    Η κρίσιμη μάζα

    Σε πολύ απλά, μπακάλικα μαθηματικά (η στατιστική ευημερεί στην τοπογραφία και την γεωδαισία, αλλά παλαντζάρει στις ιατρικές επιστήμες), το πήξιμο του κόσμου από την πρώτη εβδομάδα του Μάη σε πλατείες, δημόσιες βόλτες και τα συναφή, «κανονικά» θα έφερνε κρούσματα πολλά και αρκετούς θανάτους, αλλά κανένας νουνεχής νεοέλλην δεν το σκέφτηκε έτσι. Για τους Έλληνες καταύγαζε το νησιωτικό στερέωμα, η αθάνατη Κρήτη και η πρωτεύουσα με τον Μεγάλο Περίπατο του Κώστα (Μπακογιάννη) ήθελαν κόσμο, τουρίστες, υγεία, να πήξει η Ηρακλειά και να σωθεί η Αγιανάπα ( επίτηδες αλλάσσω το σε Κυπρίων αίτημα).

    Από την στιγμή που τα αερόπλανα, όσα δεν πτωχεύσουν κι ώσπου να τελεσιδικήσει ο Τραμπ με τον Τουίτι, δέχονται πήχτρα τους επιβάτες, το ενάμισο μέτρο σε καφενεία, πούλμαν και τα λοιπά, είναι για τον Πέο. Αλλά για μια εντύπωση ζούμε. Η κυβέρνηση προτιμάει αδίστακτα να κινδυνέψει η χώρα (πιθανότητα ας πούμε 20%) να δεχτεί το θρυλούμενο «δεύτερο κύμα» και να γίνει επί δέκα χρόνια η χώρα ενός διαρκούς Στάλινγκραδ (όχι του κόκκινου στρατού διότι δεν θέλει ο Πάιατ) ή ενός στρατοπέδου τύπου «αμάν ένα φορείο», παρά να ακυρώσει τον φετεινό τουρισμό, υποκρινόμενη υψηλά ιδανικά, να αποζημιώσει την τουριστική βιομηχανία ή να την πουλήσει σε άλλους, καθώς την έχουνε πάρει χαμπάρι τα σαΐνια και διεκδικούν ό,τι δεν πήραν από την εποχή των Μακρήδων και των Γεσέδων και τα κοπούκια του οικονομικού σχεδιασμού, γεμίζουν τροπολογίες, ΠΝΠ και άλλα κορακίστικα.

    Κατακλείδα

    Τελειώνω, παρότι με την καρδιακή ανεπάρκεια που με διακατέχει να υλοποιήσω ένα if I could stick a knife in my heart / suicide right on stage καθώς είμαι ικανός πλέον να καλύψω 60 σελίδες αυθημερόν και σεις να πιστεύετε πως μαγειρεύω τις λέξεις σαν τον Μπέλο και καλύτερα.

    Αυτοί θα μείνουν. Κανονίστε. Κι όταν φύγουνε με το καλό, πάλι θα σας έχει πιάσει τέτοια υστερία και καρδιωγμός, που θα έρθουνε χειρότεροι.

    Αφήνουν ομως ρήγματα. Οι γκάφες τους είναι μνημειώδεις. Τελικά, ως ετεοκρητική φαμίλια, θα τσακωθούν για οικογενειακούς λόγους, από τους οποίους δεν εξαιρείται η βεντέτα. Θέλουν να καθαρίσουν έναν νεοέλληνα ασάρωτο οίκο και ως εργαλείο χρησιμοποιούν τσιμπιδάκι φρυδιών. Ζήσετε, πατριώτες, ως να μη υπάρχουν ή, εάν έχετε απορίες, ξαναδείτε και τις δύο βερσιόν του «Μεγάλου Γκάτσμπι».

    Ατουταλέρ.

  • Hell as usual

    H πιο λεπτή επέμβαση στον ανθρώπινο εγκέφαλο δεν είναι η ερωτική θύελλα, το καμίνι της έμπνευσης και της δημιουργίας, και άλλα μεταφυσικώς ιδεατά.

    Είναι η πλαστή παντοδυναμία του όντος που αδίκως και αψυχολόγητα αποκτά, λόγω επαγγέλματος, ανοσία αγέλης απέναντι σε άτομο που υπόκειται στην «δικαιοσύνη» του.

    Η κατάργηση της θανατικής ποινής, άφησε αλειτούργητους και άσκοπους τους τιμωρούς της Αυλής των θαυμάτων. Μην ψάχνετε ηθική βάση στα «του πρέπει κρεμάλα» και «φτύστε την πουτάνα». Η επίπεδη, μονότονη ζωή, τρελαίνει τον άνθρωπο. Σημαντικές γι’ αυτόν αξίες, όπως ο μη βασανισμός, οι προφητείες των μελαγχολικών θρησκειών, ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της Δικαιοσύνης, είναι εμπόδια και ενοχλήματα για τον αγαθομούνη που είναι ανοργασμικός και ψάχνει συνεταίρους στην μιζέρια.

    Eίναι φοβερά αντιφατικό, αλλά μέσα στην ζώσα πραγματικότητα το επιδημικό και αναπόδραστο φαινόμενο του νεοέλληνα που με δυο γραμμάρια παραπάνω επιβάρυνση εγωτισμού, γίνεται στο πιτς φυτίλι ένα γλυκερό φασιστόμουτρο, κι ας ψηφίζει με πάθος τον πλέον καυλοκαζίκουλα δικαιωματιστή.

    Τέμνοντας εγκαρσίως και άκεφα μια μπαλοτίνα, δεν σερβίρεις ένα ευφάνταστο ρολό, αλλά μια ρουτινιέρικη στρωματογραφία ενός πληκτικού τραπεζιού. Κάποια στιγμή θα καταλάβουμε πως είναι αδύνατο να συνεχιστεί η ανθρώπινη ζωή με τέτοια εμπιστοσύνη στις «θύμησες» και στην γεροντική εμπειρία, δηλαδή σε ένα μάτσο χάλια.

    Επίτηδες ρίχνω τόση σάλτσα στο προφανές: μας δίδουν χρήματα μόνο και μόνο επειδή γνωρίζουν πως θα τα χαραμίσουμε με σαρδώνειο γέλωτα και εσωτερική απόλαυση. Κανέναν δεν πείθει «η τόνωση της αγοράς» και άλλα μελοδραματικά, μήτε πιστεύει κάποιος σοβαρά πως μια αρρώστεια χωρίς γιατρικό προσώρας, αλλά με χαμηλή θνησιμότητα αν προσέξεις, μπορεί να προκαλέσει κρίση που δεν είχε ο πλανήτης μήτε με την φυματίωση, μήτε με την ελονοσία και ακόμη-ακόμη, μήτε με τον καρκίνο και το aids που ακόμη δεν έχουν θεραπεία.

    Οι θάνατοι από κορονοϊό προκαλούνται επειδή καμωνόμαστε πως είμαστε κοινωνικά όντα και ελεύθερα δίποδα. Οι κυβερνήτες, εκτός ελαχίστων, τα έχουν χαμένα. Αυτοί που δεν καταλαβαίνουν τίποτε, περιμένουν δραστική αραίωση των πληθυσμών τους. Ελπίζω να καταλαβαίνετε σε ποιον σκουπιδότοπο καταλήγουν η υπερθέρμανση του πλανήτη, η κλιματική αλλαγή, μπροστά στην συστημική φτώχεια του γενικού πληθυσμού και το χάρβαλο των ισαποστάκηδων στην εκπαίδευση, στη συνάθροιση, στις ουρές. Αυτή είναι η Κόλαση, αν δεν το πήρατε είδηση. Η κατάργηση της Αφής. Ή, αν δεν καταλάβατε, η καταγγελία του αγγίγματος.

  • Η Σούμα

    Δεν πιστεύουμε ποτέ των ποτών σε λεφτόδεντρα και χρυσούς μόσχους, σε καλή και κακή τύχη.

    Η κυρία που προτείνει ένα σκασμό δις για την Ευρώπη, πάει να γλυτώσει τα ντράβαλα της γηραιάς ηπείρου. Οι εκτός Ευρώπης παίκτες, εμπιστεύονται ταγκαλάκια για κυβερνήτες. Κακό σημάδι, λάθος ένδειξη σε αρκετούς δείκτες.

    Για την Ελλάδα, τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα. Διότι πιστεύει, διακόσια χρόνια τώρα, πως τα λεφτά είναι για ξόδεμα. Πως τα λεφτά αναπληρώνουν τις άυλες αξίες.

    Στην Ελλάδα, το «έργο» χρειάζεται λεφτά. Μαλακίες. Πρώτα, το έργο χρειάζεται να γεννάει λεφτά. Ή, άυλες αξίες, όπως ένα ορφανοτροφείο. Κι όχι ΜΚΟ, μικρά, άμυαλα κατσούλια μου.

    Μπροστά μας, ανοίγονται για το κράτος, δύο δρόμοι: ή να μαζέψει λεφτά το κράτος, ή οι πολίτες του. Στην πρώτη λύση, ετοιμαστείτε για θρίαμβο του Δημοσίου, βραδεία ωρίμαση πραγματικών και φανταστικών έργων, επιδόματα και λοιπές μάντολες.

    Στη δεύτερη λύση, το κράτος φθίνει εθελοντικά, παρέχοντας στον ιδιωτικό τομέα (που ξεκίνησε από την τέχνη των κουρσάρων και εκεί θα καταλήξει) πολύ μικρή επιβάρυνση εκ μέρους του Παράδειγμα: να κατεβάσει το ΦΠΑ σε αμελητέα ποσοστά (λχ 3%) και οι ιδιώτες να ρεφάρουν την βέβαιη ζημία του 2020, ενώ το κράτος να βολευτεί με τα κεφάλαια που δίδει η Ευρωπαία Μανδάμ.

    Έτσι, το Κράτος δεν θα χάσει (και δεν θα έχει λεφτά για «ανάπτυξις») και οι ιδιώτες μεσοπρόθεσμα θα ανασάνουν.

    Ένα να θυμάστε: μακριά από αναπτυξιακά έργα και επενδύσεις όσο κυβερνήτες και υπήκοοι περιφέρονται με μάσκες και πανουκλιασμένη συμπεριφορά. Και να αρχίσετε να ξεχνάτε, όσο γίνεται, τους «δημόσιους λειτουργούς». Μολις καταλάβετε πως το Δημόσιο λειτουργεί καλύτερα με δημόσιους χειριστές περιορισμένης θητείας, κάθε Έλλην θα κυκλοφορεί με ένα σακκί τσιμέντο λιγότερο στην πλάτη του.

    Ή ολοι μαζί να παίζουμε το κράτος, η όλοι μαζί να το κουβαλάμε εκ περιτροπής. Με τα ημίμετρα, βλέπετε το χάλι μας.

  • The Naked and the Dead

    Ο Άλντο Ρέι, παιδί Ιταλών μεταναστών (1926), βατράχι στην Ιβοζίμα, τρεις γάμοι, μίλησε αγγλικά στο δημοτικό, ψηλός, ογκώδης και ανέκφραστος, μάθαμε με τον Μπίλη από τον θείο του που είχε σινεμά πως πρωταγωνιστεί στην ταινία που θα φέρει, ονόματι «Γυμνοί μπροστά στον Θάνατο». Είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε πονηρά ραντεβά, δεκάχρονα πίτσκα και η συλλαβή «γυμν» μας τρέλαινε, κι όχι επειδή μας έθελγε κανας γυμνοσάλιαγκας ή η Γυμνοπαιδία. Το θυμικό μας δούλεψε υπερωρίες. Ο Άλντο Ρέι, θέογυμνος, αγκαλιά με ερωμένη που ήβγαλε μαχαίρι να τονε σκοτώσει. Έτσι θα ήταν η πλοκή. Και πήγαμε, στον βυσσινήν εξώστη.

    Μούφα. Το έργο ήταν πολεμικό, αυτός ο Άλντο Ρέι ήταν ένας λοχίας αυστηρός και σίχαμα, όλοι στο έργο ήταν ντυμένοι και σχεδόν χωρίς γυναίκες, κι αυτές μπουρλωμένες, βαρεθήκαμε, βγήκαμε και περπατήσαμε σιωπηλοί, ανάμεσα Συνεταιρισμό και Ιντζεσίλογλου, μπροστά από το σπίτι του θείου Πέτρου ως το σπίτι του Μπίλη με το νοσοκομείο αριστερά κι ένα τουρκόσπιτο μετά το σπίτι του Ψαρρή, στο παραγκάκι με ξυλοτέξ όπου ήτον ο στρατώνας μας. Καθώς αράζαμε πικραμένοι, εμφανίστηκε ο πρώτος της συμμορίας και μας ρωτάει «σινεμά πήγατε;» Ναι. «Και τι είδατε;». Κι ο Μπίλης, σκασμένος: «Γυμνοί μπροστά στον Άλντο Ρέι»

  • Νατάσσα Φον Μπράουν

    Ο Έντι Κωνσταντίν, ο Ζαν-Πιερ Λεό κάπνιζαν. Ως επέκταση του προσώπου ο ένας, ως υπήκοος του Γκοντάρ και του Τρυφώ ο άλλος. Στην «Αλφαβίλ» που με συντάραξε στα σίξτις, αναπολούσα τα βλογιοκομμένα μάγουλα του Έντι, το ψευδώνυμό του και την αγαθή φήμη πως χρησιμοποίησε ο σκηνοθέτης το άγριο, σκοτεινό, τεχνοφρίκ τοπίο της Ντεφάνς που διαφημίζονταν τότε ως το υπέρτατο πουργατόριο, ώσπου ήρθε ο Κιούμπρικ και έδειξε την αποτρόπαιη εκδοχή του θελκτικού δέρματος όχι μόνον στο «Μπάρι Λύντον».

    Με τον Ζαν-Πιερ Λεό, θαύμαζα τον τρόπο που εξακόντιζε το τσιγάρο μαγικά στο άνω κενό, και το προσγείωνε λαίμαργα στα χείλη. Ήταν ένα ακόμη σαλτανάτι των καπνιστών, όπως το να εισροφάς τον καπνό με την κάφτρα μέσα στο στόμα χωρίς να αγγίζεις γλώσσα. Αυτά πήγαιναν παρέα με τα μπιλιάρδα και κάτι πρωτόγονα «φρουτάκια» που απαγόρεψε ο Γέρος της Δημοκρατίας επί τη αναρρήσει του.

    Είναι φοβερό πόσα τσιγάρα χαράμισα για να το καταφέρω ― ήμουν πράγματι αμπντάλης σε τέτοια. Ωστόσο, η ζωή στα σίξτις είχε τα τυχερά της. Για παράδειγμα, οι παλιοσειρές της Αρχιτεκτονικής Σχολής, γεννηθέντες μια πενταετία πριν από εμάς, μας έμαθαν δύο πράγματα, δύο εκδοχές της χαράς, προκειμένου να αποφεύγουμε την επίγεια Κόλαση.

    Πρώτα, να μάθουμε, με επίμονη χρήση μιας πράσινης σβήστρας, να λειαίνουμε το μέρος του χαρτιού Σέλερ στο οποίο ο γραμμοσύρτης ή το γκραφός ή ο ραπιδογράφος είχαν αποτυπώσει μια λανθασμένη περασιά σινικής μελάνης, ακυρώνοντας δουλειά πολλών ωρών. Η σβήστρα εφάρμοζε σαν σαπουνέ χαλβάς στο σκληρό χαρτί, οπότι πιάναμε ένα ξυραφάκι και απομακρύναμε ξύνοντας τη ζημιά. Κι έπειτα, ξαναπερνούσαμε με την σβήστρα το διορθωμένο. Δεν ήταν πάντα επιτυχές.

    Η άλλη πληροφορία ήταν ανεκτίμητη. Καθώς ήμασταν ζαβά και δεν ξενυχτούσαμε παρά μόνον για κάνα μεθύσι ή νωπή σεξική αταξία, οι μπλαζέ μεγάλοι μας δίδαξαν πως το καλό το σχέδιο, που θα διόρθωνε ο καθηγητής με μωβ ανεξίτηλο μαρκαδόρο, χρειάζονταν μερικά οκτάωρα σκληρής δουλειάς, οπότε τέρμα οι ηδονές της φοιτητικής ζωής Η λύση τους ηταν μονολεκτική: ρεταλίνη. Ένα πλακέ μεταλλικό συρταρωτό κουτί, λευκό επάνω, κόκκινο κάτω, φίσκα σε χαπάκια που προκαλούσανν αϋπνία. Αρκούσε ένα για να περάσεις με το μάτι γαρίδα ένα βράδι ή, σε ακραίες περιπτώσεις, αν έπαιρνες άλλα δύο, καβατζάριζες και δεύτερο βράδι. Άρα τα θέματα τέλειωναν και μετά πνιγμένος σε καφέδες μπορούσες να κολλάς συμφοιτήτριες. Ώσπου να το απαγορέψουν, είχαμε αποφοιτήσει, οπότε έμεναν τα σαλτανάτια του Ζαν-Πιερ Λεό ή το βλέμμα της Νατάσσα Φον Μπράουν (Άννα Καρίνα) όταν την πρόσεχε ο Λέμμυ Κώσιον.

    Την εποχή της ριταλίν και της αϋπνίας, είχα σκαρώσει ένα ποίημα που (μια ζωή Γκόλφω) το έχασα αλλά το θυμάμαι:

    Ω Μιννεάπολις, αγαπημένη εσύ, που δεν σε ξέρω, κι ως μυστικός τους μή βαθείς συλλογισμούς για χάρη σου, ω Μιννεάπολις, προδίδω, να με περιμένεις  [τρεις εξίτηλες λέξεις] κι ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά σου.

    Σήμερα είδα τον μαύρο «άτακτο» που ένας προστάτης της ειρήνης μιας κοινωνίας, ίσως για χιλιοστή φορά, τον πατούσε με γονατιά στο λαιμό και τον απέπνιξε, παρά το αγκομαχητό του και την ανησυχία των διαβατών. Παράλληλα, ακούστηκε πως το απροσμάχητον κράτος λέει να αφήσει τον Δημάκη και ίσως, με τα πολλά, να τον αφήσει στο κελλί του να σπουδάσει.

    Αλλά αυτά είναι πήνατς μπροστά στο απαστράπτον νέο, το ανεκτίμητο: ένα σκασμό δισεκατομμύρια θα εκχωρήσει η Νατάσσα Φον Μπράουν στην Ελλάδα, αναμίξ επιδοτήσεις και δανεικά. Το μάτι του εντοπίου Λέμμυ Κώσιον άστραψε, τον Ακίμ Ταμίρωφ τον πάτησε γόνατο μπάτσου, τα ματούδια του Μαυρογορδάτου ρολάρισαν. Δάνειο έρχεται, φρεγάδες και επιτόκια, χαμένα και σπαρμένα λεφτά, ωσάν του ΕΣΠΑ και τα ομολογιακά, ωσάν τα ΜΟΠ, και τα του νόμου 1262. Το Έθνος θα ξοδιάσει και ξαναγίνεται ενεργητικό. Κλαφτείτε, λαοί, οι μπαγκανότες έρχονται. Δανεικά ελάβατε, δανεικά δότε, διδάσκει η δική μας Αγία Γραφή. Και δεν θα μείνει τίποτε, πιστέψτε με. Νάδα, νάκα, μεδέν. Ελπίζω με ένα σίχτιρ–μπίχτιρ να τελεύουμε.

    Γιατί δεν πιστεύω σε κάτι απτό; Διότι το «Ζυλ και Τζιμ» παίχτηκε στην Ελλάδα ως «Απολαύστε το κορμί μου», το «Αλφαβίλ» ως «Λέμυ Κώσιον εναντίον Α-60» και ο «Τρελός Πιερό ως «Δαίμων της 11ης Ώρας». Γκέγκε;

    Ελλάς, η χώρα των ονείρων και πρωτεύουσα της μετωνυμίας. Και πετάγομαι από θέματος εις θέμα, διότι γράφω καλά και σύνθετα, ο καριόλης. Σε πενήντα χρόνια θα μάθω να γράφω και κατανοητά.

  • Ο Θρήνος του Σεναχειρήμ

    Το 1261 ένας στρατηγός της Νίκαιας περνούσε με ένα φουσάτο Κουμάνων έξω από την Φραγκεμένη Κωνσταντινούπολη, και μαθαίνει πως το τείχος είναι τρύπιο και οι Φράγκοι για το ανάθεμα. Μπουκάρει λοιπόν, καταλαμβάνει την Πόλη και στέλνει μήνυμα στην αυλή της Νίκαιας. Όλοι χαρήκανε πολύ και μόνον από ένα σπίτι, του Σεναχειρήμ, έβγαινε ξέχειλος ο θρήνος και ο κοπετός. Ο άνθρωπος φρόντιζε τα άσπρα, τα φλουριά και τα πέρπερα του Έθνους, ήτονε συβουλάτορας. Και έστησαν αφτί και άκουσαν τον πόνο του «Ιώ, Ιώ, πύπαξ επάθομεν, φίλαι κεφαλαί! Η Πόλις ανεκτήθη και τώρα τίποτε καλό δεν μας περιμένει, τώρα που πάρθηκε.»

    Αμάν, πλακώνουν λεφτά. Για ανάπτυξη και άλλες μάντολες. Πληθυσμοί, ορμήξατε. Οι κυβερνήσεις είναι μπόσικες, οι αντιπολιτεύσεις έχουν τα αιτήματα, ορμήξατε, γιουρντίξατε, λάφυρα είναι, χαμένα λεφτά, ούτως ή άλλως θα τα φάνε αυτοί που έχουν κι άλλα, παραπονεθείτε, πείτε πως θα ψηφίσετε το κόμμα των κυνηγών, κλάψτε, γογγύστε, φτύστε στο στόμα των σκιτζήδων και των «λογικών», εν ανάγκη γδάρτε κανέναν στο Σύνταγμα και χαθείτε στο οργισμένο πλήθος.

    Δημόσιο, μη μου πειράξετε. Δώστε παντού. Όπως ο Κατσαρός ο γέρων, λαλεί «δώσ’ στους μπάτσους μ΄αρχοντιά/ κι άνοιξε τον μπεζαχτά». Όλοι να λάβουν αντίδωρο στο συμπόσιο του πείσματος και της πίστεως. Επιδοτήσατε, φαιδρυνθήτω η μούγκλαβος μούτσκα υμών, χύμα και γιάγμα όλα. Να χαρεί ο Κουντουριώτης εκ του τάφου και ο Πετρόμπεης και τα ασημοκαπνισμένα καριοφίλια των καπεταναίων, που είδε ο Φίνλαιης και θάμαξε!

    Αλλά μπα. Είστε δύο αιώνων ικανοί να ξοδιάζετε, διότι στραβοκοιμηθήκατε μισώντας ακατάσχετα τον όποιον γείτονα. Και με λεφτά και με χωρίς λεφτά, άλλον δρόμο δεν γνωρίζουμε πάρεξ το «δώσε», ενώ τριγύρω μας το ερώτημα της Σφίγγας δεν έχει αλλάξει, χιλιετίες τώρα:

    «Μασάει η κατσίκα ταραμά;»

    Πείτε το «όχι» γαμώτη μου, να προχωρήσουμε κάνα ρούπι.