Author: Πετεφρής

  • Τα τελώνια

    Τεκνία, σήμερα θα μιλήσουμε για τα τελώνια. Αυτά τα βλέπουν συχνά οι ναυτικοί και είναι ψυχοπομποί. Αλλά γενικά, είναι αόρατα.

    Όταν περπατάμε στο δάσος και κουνηθεί θάμνος, δεν είναι αγρίμι, μήτε χελώνα. Είναι ψυχή σκοτωμένου που περιμένει με υπομονή να του φέρει ένα τελώνιο φωτιά, λάμπα ή φακό, για να βλέπει κατεβαίνοντας την κόλαση.

    Αλλά αυτά ήταν στα χρόνια τα παλιά. Όταν ξεκίνησε το ραδιόφωνο, οι γιαγιάδες οι μπάμπουσκες άκουγαν νότες και φωνές, έκαναν το σημείο του σταυρού και έβγαιναν στην οξώπορτα, να δούνε ποιος λαλεί και ποιος μιλάει. Τελώνιο ήταν αυτό.

    Κι όταν βγήκε η τηλεόραση, και ποιος δεν θυμάται γιαγιάδες που άκουγαν ειδήσεις και πήγαιναν με τρόπο πίσω από το κουτί να δούνε το υπόλοιπο της Νάκυς Αγάθου, της Κέλυς Σακάκου και του Δημήτρη Λαζογιώργου-Ελληνικού. Κι αυτά τα μισά κορμιά ως το ντεκολτέ τα χειρίζονταν τελώνια.

    Μετά, ο κόσμος έστρωσε, πονήρεψε και περιγελούσε τα τελώνια. Αλλά ο αόρατος κόσμος το πήρε είδηση πως τα τελώνια υπέφεραν και άρχισε να επιτρέπει να παίζουν σε βιντεοταινίες της εποχής πατσόκας, όπως τη ρόδα τσάντα και κοπάνα και όλες του Στάθη Ψάλτη και αυτό άρεζε στον κόσμο και ούλοι φορούσανε παχιές μαλλούρες ωσάν προβιές αλλά δεν τους έλεγαν τελώνια, αλλά χαμαδράκια.

    Κι έπειτα, καταράστηκαν οι θεοί τα σύρματα και τα ασύρματα και βγήκε η εφεύρεση το φόρουμ και η εφεύρεση το μπλογκ και κυρίως ο μέγας Τελώνιος ο Φουμπούκος, έχει χρόνους μια ντουζίνα και άρχισαν τα πάθια, οι ζήλιες και οι έχθρητες διότι βρέθηκε τρόπος και συνάλλαζαν ραβασάκια και κουτσομπόλευαν ο ένας τον άλλον και η άλλη την παράλλη και έλεγον τα πάθια αυτών, ιδίως έρωτες και των τελωνίων το ανάγνωσμα.

    Το χαρακτηριστικό των νέων χρόνων, ήταν η Ένωση των Τελωνίων που δούλευαν πλέον συνεργατικά και τέρμα οι λαογραφίες. Ήταν τα δύο αδέλφια στο στυλ του Απόλλωνα και της Άρτεμης, ήτοι ο Λάηκας και η Λάηκα, ήτοι που ήβαζες like και κάτωθεν ποίας αναρτήσεως. Και ήταν το αψύ τελώνιον ο Μεσενζέρος ο κρύφιος, όπου συνεσκέπτοντο διάφοροι και διάφορες και έλεγον τα κρύφια αυτών, το «μήπως κσέρεις αυτήνα την έμορφη» και «πώς προέκυψε καλέ ο παιδάντς αυτός με τσι κοιλιακοί;»

    Αλλά άρχων και επικεφαλής της Ομοσπονδίας των Τελωνίων ήτο ο αψύς παραγωγός της ζούλιας, ο ελέγχων τον άνδρα που ήβαζε λάηκ σε άγνωστο κυρία και την κυρία που λαήκιζε επί αγνώστου ανδρός.

    Και επηκολούθει εμφύλιος, όπου ο ένοχος έκαμνε τον άσχετον και ο ζουλεύων του ανέβαινε η χοληστερόλη ως ασανσέρι και του τρύπαγε τον αμφιβληστροειδή στο πιτς φιτίλι.

    Γι αυτό, τεκνία, και επειδή το αδιέξοδον ήτο μέγα και βαρύ, εμπλέχθη το τελώνιον ο Βιτριόλης ο καργιόλης και εζήτησεν φορτικώς την ΑΟΖ του.

  • Mπάντζο και μπλουγκράς, δικέ μου

    Είναι στιγμές που νοιώθω μεταξύ εποχής Μπαρμπαρόσα και Αήττητης αρμάδας, αν τυχαίνει να την ξέρετε, και δεν χάλασε ο κόσμος αν όχι. Απλώς ως έμαθα πως η Αβρούπα, κανόνισε ένα πρόγραμμα για να βάζει φρένο στους γνωστούς εμφυλίους του Αφρικανικού βορρά, από τα μαροκινά βυρσοδεψεία στην πλάζ του Κήπου των Εσπερίδων έως το Τομπρούκ και την Μάρσα Ματρούχ αμη και την Ναύκρατι.

    Θα σας ειπώ για μία ναυμαχία που δεν έγινε, διότι εννοώ το επιτραπέζιο παιχνίδι «ναυμαχία» που έχει την ίδια υλικοτεχνική δομή, με το άλλο τεφαρίκι, το παιχνίδι της «κρεμάλας».

    Και είπασι τα πολιτιζμένα Έθνη, μπάστα με τς προσφυγιές και την εύσαρκον πορνείαν και άλλα τριτοκοσμικά, χρωστάνε και κάτι αμαρτίες από τον καιρό της Κατάγκα και του Τσόμπε, ας συμφωνήσωμεν να μη διαδίδονται όπλα, τυφέκια και πσαροντούφεκα σε εμπολέμους και μάλιστα είπασι τα κράτη «να συνεταιρισθώμεν και να βάζουμε ανασταλτικά πολεμικά σκάφη να βαράνε τους Βερβερίνους».

    Ενδιαμέσως η Ελλάς δέχτηκε έναν φούσκο. Συμμάχησαν οι Τούρκοι όπως επί Πίρι Ρέις του ναυάρχου με μία πτέρυγα Λιβύων (υπείκοντα στο άσμς «στο Τούνεζι στην Μπαρμπαριά») και ένωσαν τις Αόζες τους, όπως εμείς στον βορρά βάζουμε τες γυναίκες να βάφουν με όζες τα νύχια των. Διαγώνια ΑΟΖα δεν ματαφάνηκε, αλλά τα διεθνή φόρα έχουν πνιγεί στο χαρτοβασίλειο, και κάθε έγγραφο έχει σημασία.

    Κι ενώ έπρεπε να περιπολούν στόλοι και να εκφοβίζουν φαλαινοθηρικά και λαθρεμπορικά και φορτία όπλων, ένα παπόρι από την Τανζανία  γέμισε την λοξή ΑΟΖα με επτά τουλάχιστον φρεγάτες και οι συνασπισμένοι ειρηνισταί ξεχάστηκαν. Πήγαν μόνον με το «Σπέτσες» οι εδικοί μας που έχει και ελικόπτερον, και ήσαντε μόνοι. Οι Γάλλοι εκωλύοντο, οι Ιταλοί μόλις είχαν επιστρέψει και δειπνούσανε με κόκκινες γαρίδες, ακόμη και καράβι Λουξεμβούργου, εκείνου με τα πολλά λιμάνια υπήρχε αλλά εχάθη.

    Αν θέτε τη γνώμη μου, που δεν τη θέτε, η Αβρούπα ακολουθεί μερικών αιώνων χούγια: εάν δεν σφαγεί μεταξύ των κρατών της, δεν έχει ενδιαφέρον να κρατήσει στρατό, παρεκτός κάτι δήθεν ειρηνευτικές δυνάμεις που έγιναν συν καιρώ άσσοι στο λαθρεμπόριο.

    Το πρόγραμμα λέγεται Ειρήνη και το χρωστάει στη Νανά Μούσχουρη που το τραγούδησε κάποτε κολλητά με τον «Καραγκιόζη».

    Από τα κρισκράφτ των Σομαλών πσαράδων και των Λίβυων πολεμάρχων, κάτι Σουηδέζοι ανέμελπαν το Cotton eye Joe που με αρεσει πολύ. Μπλουγκράς ήταν η παραγγελιά μου, αλλά πρόλαβε άλλος.

  • Το αργυρό πένθος

    Εικοσιπέντε χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Σαββίδη, και πενήντα επτά από τότε που ξεκόλλησε από πάνω μου το έτος 1963, η χρονιά που μπήκε εκείνος στην ζωή μου αφανώς.

    Το 1963 το θυμάμαι ωσάν φωταυγή μύλο σε λούνα παρκ. Την φρικτή παγωνιά του Ιανουαρίου, την απεργία των δασκάλων, την απόφαση να μπαρκάρουμε με τον φίλο μου τον Φάνη και την ακύρωση του ρεσάλτου επειδή ο πατέρας μου κινδύνεψε από πνευμονική εμβολή, τη δολοφονία του Λαμπράκη, τα κυνηγητά της άνασσας από την Αμπατιέλου, τον Πιπινέλη πρωθυπουργό, τη λήξη της οκταετίας Καραμανλή και τη σύρραξη στην Κύπρο χριστουγεννιάτικα.

    Επίσης το κινηματογραφικό φιλί προς μία Δήμητρα που ανέτρεψε την πεποίθησή μου πως οι άντρες προέρχονται από το σπαστό έντομο, τον μάντη, και οι γυναίκες δεν έχουν σπλάγχνα, αλλά το εσωτερικό τους ομοιάζει με μια λόχμη θαλάσσιες ανεμώνες που κλείνουν όλες μαζί όταν σε απορρίπτουν, και τα άνθη τους μετεωρίζονται στην εσωτερική τους θάλασσα όταν προσποιούνται πως σε θέλουν.

    Επίσης, τον Σεπτέμβριο, άρχισα να καπνίζω πυρετωδώς και το δισάκι μου επληρώθη ποιημάτων, φτάνοντας ο κάλπης σε 17 τεμάχια ημερησίως δύο φορές, 13 Σεπτεμβρίου και 28 Δεκεμβρίου.

    Έσχατο των ημερών, η ανακάλυψη ενός εξέχοντος προσώπου ονόματι Γιώργου Σαββίδη που μου άλλαξε το φιδοπουκάμισο σε πέτσινο μπουφάν για Χάρλεϊ.

    Για τους φιλόλογους ήξερα δύο οικογένειες πραγμάτων στα 15 μου. Σταρδέλη, Παπαευαγγέλου, Αθανασιάδης και αργότερα Ελευθεριάδου, Γεροντίδης και Μάνος ως διδάσκοντες. Η δεύτερη φαμίλια ιδεών ήταν η πεποίθηση πως υπήρχαν, σπάνιοι αλλά ευδιάκριτοι, «γεροί φιλόλογοι». Και η έκδοση του πρώτου τόμου των έργων του Καβάφη, ολόκληρου υπό γαιωδών χρωμάτων καταληψία, το εξώφυλλο με καφετί ιχνογράφημα σε πικρόν ταμπά κάμπον, ενώ το περιεχόμενο παρέπεμπε στην πιο δραστική σέπια που μπορούσε να εκβάλει συσκευή: χλομές υποκίτρινες σελίδες και τυπογραφία γραμμάτων στο χρώμα ενός κάποτε πράσινου βλαστού που ξύλιασε και σκούρηνε από το χιόνι. Και βέβαια, τα βραχέα υπομνήματα και τα σχόλια του Γιώργου.

    Ο πρώτος τόμος του Καβάφη κυκλοφόρησε Αύγουστο του 1963 και υπήρξα συνδρομητής των Εποχών ήδη από τον Μάιο. Ε, μπορεί να φανεί εξεζητημένο και απίστευτο, αλλά τις συνεργασίες Σαββίδη στους «Αφορισμούς» του Μπρακ και στο θρυλικό «Κάτω από το δέντρο του μπαμπού» δεν τις συνδύασα παρά πολύ αργά με τον επιμελητή της έκδοσης Καβάφη. Τόσο στούρνος και εμμανής υπήρξα.

    «Φιλόλογος» κατ’ εμέ ήταν ένας γερός φιλόλογος που ήταν σε κόντρα με έναν άλλο γερό φιλόλογο που επιχειρηματολογούσαν για Σολωμό και Παλαμά. Επίσης από ειδικά περιοδικά, ωσάν τα Ελληνικά, τον Νέο Ελληνομνήμονα και ό,τι έβρισκα από Γεώργιο Χατζιδάκι, Σάθα, Κεραμόπουλλο και Ρωμαίο, με ενοχλούσε η ύπαρξη παραπάνω λογίων απ΄όσους όχι η χώρα, αλλά ολάκερη η Ευρώπη δύσκολα χωρούσε. Κι όταν ξεφύλλισα έργο του Σπύρου Μελά ονόματι Ελληνική Λογοτεχνία, σκέφτηκα στα σοβαρά να επιστρέψω στα προσφιλή λειτουργήματα του γεωπόνου ή του ναυτικού που παιδιόθεν κιαλάριζα. Για ένα ιστορικό ή φιλόλογο, η λέξη «λογοτέχνης» ήταν εις τον πάτον της εικόνας. Πολύ αργότερα άρχισε η μάκινα έργων του τύπου «Η τάδε πόλη στην πεζογραφία του δείνα» που βέβαια, αφορούσε την δισιπλίνα των αγρονόμων-τοπογράφων.

    Βεβαίως οι Εποχές περιείχαν φιλολογικά ουκ ολίγα, αλλά απέκτησα πρόβλημα χοντρό, διότι ο Σαββίδης δεν φιλολογούσε με τον διδακτικό τρόπο των συναδέλφων του ο οποίος ήταν τόσο καταστρεπτικός, ώστε εκατομμύρια λέξεων συνέθεσα χωρίς να γνωρίζω τι εστί κατηγορούμενο. Μετά από χρόνια, πλήθυναν οι φιλόλογοι που λογοτέχνιζαν. Κι αυτό το ξεπέρασα,καθώς οι συνομήλικοί μου προφανώς καίγονταν να θεωρηθούν συνεχιστές, ανατροπείς ή βελτιωτές παλαιοτέρων γενεών.

    Η συμβολή της Λένας και του Γιώργου στον Ταχυδρόμο και σε άλλα ακρωνύμια του εκδοτικού χώρου, αλλά και οι γυναίκες που πέραν του δέρματός των έσειαν θαλάσσια ανεμώνη που αντικαθιστούσε όλα τα όργανα και τις ορμόνες τους έφεραν, χρόνια μετά το 1963, μια προσέγγιση που δεν επιζήτησε κανένας, αλλά ήταν επιλογή δωρεάς προς τους φίλους μου της εποχής. Η ύπαρξη του Σαββίδη στις σπουδές τους ήταν παραπάνω από ουσιαστική κι όταν άρχισε να ωριμάζει η ιδέα μιας περιοδικής έκδοσης που αργότερα βαφτίστηκε Τραμ, η ύπαρξη έγινε και σωτηριώδης.

    Γνώρισα τη Λένα και τον Γιώργο στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μαζί με πλήθος θαλάσσιες ανεμώνες της εποχής, είχα βγάλει ένα βιβλίο με περισσότερα τυπογραφικά σφάλματα κι από κόμματα ή τελείες κι όπως γίνεται συχνά, επειδή δεν λογοτέχνιζα μετ’ εντελείας αλλά αφιερώθηκα στις αρχαιογνωστικές περιοδείες, θεωρούσα ήδη πορφυρό μανδύα κοσμημένο με ερμίνες με τον οποίο είχα πρόσβαση στους ανθρώπους αυτούς, με τους οποίους ουδέποτε αντάλλαξα απόψεις επί του λογοτεχνικού επιστητού. Ήταν αρκετό που οι μισοί «διάσημοι» με θεωρούσαν καμποτίνο και οι άλλοι μισοί άδειο κλουβί προσμένοντας την ώρα της φωτιάς.

    Με τον Γιώργο, έμαθα να ρωτάω, διότι δεν απαντούσε συστημικά: με έβαζε σε ένα δωμάτιο με καθρέφτες και μαύρες τρύπες. Καθώς ήταν σύνηθες να αλλάζω περιβάλλοντα και να συναντώ τον Σβορώνο, πολλούς Γάλλους της Εκόλ Πρατίκ, τους Μουρέλους, τους απλόχωρους λογοτέχνες, συνθέτες και ταηκούνους που σφράγιζαν τον μεταπόλεμο οριστικά, όσο κι αν επόπτευα χώρους και τεχνικές, γινάτια και λαμπερούς τηλαυγείς φάρους, όχι, σαν τη χάρη του δεν αντάμωσα άλλη.

    Θυμάμαι όλες τις συνομιλίες μας και ελάχιστες απίθωσα με σεβασμό στο χώμα. Νομίζω πως είναι δεκάδες τα πρόσωπα που άγγιξε η επιρροή του, και παρεκτός τους επαγγελματίες της βάναυσης κακογλωσσιάς, ο Σαββίδης ανανέωσε τη φιλολογική τεχνική, καθώς γνώρισε ανθρώπους επιφανείς που τον εμπιστεύτηκαν, κι όποιος δεν άκουσε μάθημά του, έχει χάσει το σύνθημα για να ανοίξει το σχετικό σπήλαιο.

    Να επαναλάβω πως αισθανόμουνα ντροπή που ήταν τόσο δεκτικός μαζί μου. Αισθάνομαι χάλια που άνθρωποι ωσάν τον Γιώργο έζησαν λιγότερο από μένα. Ευτυχώς το δραστικό, Δημοκρίτειο χαμόγελό του έχει διατηρηθεί στον εγγονό του που έτυχε να γνωρίσω.

     

    (Όλες οι φωτογραφίες είναι από τη σελίδα «Φίλοι του Γ.Π. Σαββίδη»)

  • Ο Ηγέτης

    Νομίζω πως δεν σπανίζουν οι ηγέτες που προέρχονται από άλλη σωλήνωση της πολιτικής τέχνης κι όχι από την κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων ή των οπαδών τους. Στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ, το πορτοκαλόχροο, εξ Εσπερίδων προερχόμενο φάος του, θα ήταν παιχνιδάκι για έναν μάντη, ακόμη και της Ρωμαϊκής περιόδου, εννοώ να διαγνώσει σε ποια ασφυκτική σύριγγα, σε ποιο τζερέμπουλο θα καταλήξει αυτή η ζωή: ο πρόεδρος παραπέμπει σε έναν Ηλιογάβαλο.

    Ο εκ Σεβήρων και της φύτρας του Καρακάλλα, Οίκου από την συριακή πόλη Χομς, εντελώς γυναικοκρατούμενος ηγέτης, με ιδιότυπα, εξωγενή, εκτοπλασματικά χαρακτηριστικά στις προτομές του, ο τον Μακρίνον συνθλίψας και τετραετίαν όλην διοικήσας, επέμενε να καθιερωθεί στην Ρώμη ιδιότυπος λατρεία, με τους τέσσερις αβλαβώς ιερούς ίππους χωρίς ψεγάδια, συκοφαντηθείς ασπλάγχνως από βδελυρούς αντιπάλους ως θηλυπρεπής πολυτελών ηδονών, ήταν ο πρώτος μιας μακράς σειράς ηγετών που δεν έσπρωχναν το κάρο, δεν έφευγε το ερυσίπελας, οι φίλοι έπαιζαν άθλια τον ρόλο τους, γαμιόταν ο θρύλος και χάλασε η αντλία της νήσου Αράδου, ρετάρισε, διαλύθηκε ο μυαλός του και ελειτούργει μόνον με τον νωτιαίον μυελόν, έκαμνε τα λάθη του να δείχνουν φλερτάκια με την Σαρακίνα του Φελίνι.

    Η δε ζωή του θυμίζει τον κύνα, τον αγριόσκυλον Σίμωνος του Μάγου, ον έδησεν ο Πέτρος καθ ά ο Μαλάλας ιστορεί.

    Διακόσιες εννεάδες χωρίζουν τον Τραμπ από τον Ελαγάβαλον, καθώς ο πρώτος εκυριάρχει επί τετραετίαν όλην περιέχουσα το έτος 220, ενώ του σημερινού η τετραετία λήγει το 2020.

    Όστις γαρ είναι εγκρατής των ιερών αριθμών που είτε σπανίζουν, είτε δαμαί ως Περσείδες αναθρώσκοντες άριστα γνωρίζει ότι το παρόν κείμενον, χτισμένον εξεπίτηδες να θεωρηθεί κρυπτικόν ή ακαταλαβίστικον, εντούτοις εάν το εγίγνωσκε και το ανεγίγνωσκεν ο Τράμπης ου μην αλλά και ο Ηλιογάβαλος, θα ήσανε οι μόνοι του πλανήτου αντιλήπτορες των λέξεων αυτών.

    Λίγα λόγια όθεν για τον Τραμπ και τους Σεβήρους, μη σας ρίψει ρέον ύδωρ, ώσπερ έπραξεν μια Σαλονικιά τω αυθέντη της πολιτικής ημών προστασίας.

    Φυσικά, παραλογίζομαι.

    Ο κόσμος είναι τόσο σφαιρικός ώστε η ευθεία λογική είναι τελειωμένη ουτοπία.

    Πορτοκαλής ή όχι, ο Τραμπ δοκιμάζει τον δικό του αμπντάλικο για εμάς τους Ευρωπαίους τρόπο διακυβέρνησης, αλλά καθόλου άγνωστο στην ιστορία  των εκασταχού και απανταχού κυβερνητών.

    Και σας υπενθυμίζω πως μέσα στον πολτό των πολιτευτών, υπάρχουν αδάμαντες που δεν κυβέρνησαν, δεν πρωθυπούργεψαν καν και κυρίως, κανένας δεν τους θεώρησε αδικημένες και παραγνωρισμένες ιδιοφυίες.

    Άρα οι πιθανότητες να ξαναπροεδρεύσει παραμένουν αμείωτες, είτε επειδή ο αμερικανικός λαός δεν είναι σώνει και καλά αντιρατσιστής και μη χολερικός, είτε επειδή accidents can happen ήτοι να επιστρέψει μεταμψυχωμένος ο παλαιός Ηλιογάβαλος.

  • Αγία Σοφία: μουσείο, κιλισέ ή τζαμισί;

    H πρώτη «Μεγάλη Εκκλησία» ιδρύθηκε τον 4ον αιώνα και άντεξε δύο γενιές. Η δεύτερη, ξεπέρασε τον αιώνα (415-522) και κάηκε στη Στάση του Νίκα –μερικά μάρμαρά της υπάρχουν ακόμη στον αυλόγυρο της σημερινής.

    Αλλά η τρίτη και καλύτερη χρειάστηκε πέντε χρόνια να ολοκληρωθεί (532-537) στα βασικά και υπήρξε κυριολεκτικά ένα θαύμα εργοταξιακής οργάνωσης, τολμηρής στατικής σύλληψης και την επέβλεπε, εκτός τους τεχνικούς και τα μαστόρια, ο Ιουστινιανός αυτοπροσώπως που διημέρευε σε ένα γιατάκι στην αυλή και αναφέρονται δύο μείζονες περιπτώσεις όπου βρήκε ευφυείς τεχνικές λύσεις.

    Ζούσε ακόμη όταν έπεσε τμήμα του καινοφανούς τρούλου της και ανακτίστηκε με πιο συντηρητική σχεδίαση από τον Ισίδωρο τον νεότερο, ανεψιό του πρώτου -ο Αρτέμιος πέθανε στον πρώτο χρόνο της κατασκευής. Έπεσε και άλλη φορά ο τρούλλος και εδέησε να βρεθεί Αρμένης μηχανικος, ο Τιριδάτης να τον φέρει σε θεογνωσία.

    Έως το 1520, ήταν το μεγαλύτερο θρησκευτικό μνημείο παγκοσμίως. Από την δεύτερη χιλιετία άρχισε να έχει ανάγκη από ανακρατήματα και έξτρα στηρίξεις. Ο ναός έζησε ως καθολική μητρόπολη στη Φραγκοκρατία και ο Μωάμεθ ο πορθητής κάλεσε τον πρώτο ουλεμά στο κτίριο, ως τζαμί, παρέχοντας χιλιάδες μαγαζιών και σπιτιών το εισόδημα.

    Το 1849, επί Αβδούλ Μετζήτ προσκλήθηκαν οι αδελφοί Φοσσάτι, και αποκάλυψαν στις επιδιορθώσεις ψηφιδωτά στα υπερώα και ατίμητα δάπεδα, καθώς βγήκαν τα χαλιά, αλλά φρόντισαν να «ανακαλύψουν» τον τάφο του Βενετσιάνου Δόγη Δάνδολου (μούφα), κατά τα έθιμα του γενικού revival της εποχής. Οι ίδιοι πρόσθεσαν τους τεράστιους δίσκους στις γωνιές του κτηρίου.

    Το 1919, ένας Έλληνας ιερέας λειτούργησε τον ναό, και ο Κεμάλ τον έκαμε μουσείο. Το 1935.

    Στις λίγες σχετικά προτάσεις να ξαναγίνει τζαμί, υπήρξε και ελληνοαμερικανική πρόταση να ξαναγίνει χριστιανικός ναός. Τέλος ο Ερτογάν φαίνεται πως θα πάρει από το κοινοβούλιο ή ένα ανώτατο δικαστήριο, την έγκριση της επιστροφής του μνημείου σε τέμενος.

    Και η Unesco, τι χαμπάρια;

    Εκατοντάδες μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς εδώ και σαράντα χρόνια έχουν οριστεί από μια τακτική γενική συνέλευση των χωρών της Unesco. Ελλάδα και Τουρκία, ως δια μαγείας, έχουν από 18 κηρυγμένες ενότητες μνημείων, τοπίων, συνόλων. Χώρια η άυλη κληρονομιά, μουσικές και τελετουργίες.

    Η Ελλάδα φέρεται «τουριστικά» θα έλεγα. Από παλιά, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των Βαλκανίων την έχουνε τα Σκόπια, την πολυφωνική μουσική οι Αλβανοί και τα Αναστενάρια οι Βούλγαροι.

    Για έναν απλό λόγο: η Unesco διοικείται από εθνικούς αντιπροσώπους, γενικές συνελεύσεις, φορείς ως ειδικούς Συμβούλους όπως το ΙCOMOS που επιθεωρούν, συντάσσουν εκθέσεις και κρίνουν τις εθνικές προτάσεις.

    Οι φάκελοι υποψηφιότητας είναι λίγο μικρότεροι από των Ολυμπιακών αγώνων και ξεσποριάζονται αμείλικτα. Η Κνωσσός, να φανταστείτε ΔΕΝ περιλαμβάνεται στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά διότι οι Κρητικοί έχουν καταστρέψει τον περιβάλλοντα χώρο με την ιδιότυπη χωροταξία τους.

    Φυσικά, υπάρχουν και σύλλογοι ή εταιρείες που με μια σχετικά απλή διαδικασία «υποστηρίζουν» ως ενώσεις πολιτών, την Unesco, αλλά ως εκεί. Ξέρω για παράδειγμα πως η Θεσσαλονίκη και ο Πειραιάς, αλλά και η Λάρισα, έχει τέτοιους συλλόγους. Αλλά οι προτάσεις τους είναι συμβολικές. Χωρίς οργανωμένο φάκελο, κανένα μνημείο δεν μπαίνει στη λίστα.

    Σημασία έχει η «εθνική επιτροπή για την Ουνέσκο, όπου εγκαταβιοί η μητέρα του περιφερειάρχη κεντρικής Μακεδονίας, που την θυμάμαι επικεφαλής ενός συλλόγου γυναικών τη Ουνέσκο. Ακόμη και η ολόθερμη συμμετοχή του ΥΠΠΟΑ δεν αρκεί.

    Η διαδικασία ένταξης, παρακολούθησης, εποπτείας είναι σκληρή, μη «ρουτινιέρικη» και θέλει κότσια. Δεν είναι τυχαίο πως η κυρία Coletta για παράδειγμα, οργώνει τις χώρες με τις εκθέσεις της.

    Εμείς ψελλίσαμε ανέτοιμοι μια αναρμόδια κραυγή για να ενταχθεί η Αμφίπολη, πριν χρόνια και σε 25-30 χρόνια, θα τονε φτιάξει τον φάκελο.

    Και βέβαια, δεν μπορεί κανένας να ακυρώσει την μετατροπή, εκτός από ένα σημείο: να γίνουν τέτοια εκτρωματικά έργα στο μνημείο ώστε να κηρυχθούν «εν κινδύνω». Τα περισσότερα κράτη δέχονται τέτοιους αστερίσκους, αλλά ποινική ευθύνη δεν υπάρχει και αναρωτηθείτε για την Παλμύρα και τους Ταλιμπάν.

    Αλλά και τα τείχη της Πόλης είναι κηρυγμένα, οι Τούρκοι επεμβαίνουν και τα κάνουν να μοιάζουν με Lego.

    Για την Αγία Σοφία, οι Τούρκοι έχουν το τράτο να την κάνουν τζαμί, ακόμη και να φτιάξουν φάκελο για τους τύπους, αλλά άδεια δεν παίρνουν από πουθενά.

    Μια βολτίτσα στα κηρυγμένα μνημεία της Σαλονίκης, θα σας εκπλήξει, καθώς ένα σωρό «πονηριές» ως προς την χρήση, την λειτουργία και εντέλει την μορφή των μνημείων, επηρεάζονται από τους διαχειριστές των μνημείων και άλλα δεν λέω.

    Μόνη λύση, με μικρές πιθανότητες, εν είδει στενωπού διαφυγής είναι να επέλθει, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων (και όχι χριστιανών και μουσουλμάνων) μια Συμφωνία ανάληψης Πολιτιστικής Ευθύνης για τα εν Τουρκία μνημεία των χριστιανικών χρόνων και για τα εν Ελλάδι μουσουλμανικά μνημεία, ώστε να φροντίζονται με τις αναστηλωτικές αρχές, από κοινού ή χώρια, σε ένα πιο αυστηρό πλαίσιο.

    Πρώτο βήμα, ένα εγχειρίδιο καλών πρακτικών με κοινά συμφωνημένες αρχές.
    Είναι αλήθεια πως ακαδημαϊκές πρωτοβουλιες και προτάσεις υπάρχουν και λειτουργούν εδώ και χρόνια, για πολλά μνημεία, αλλά υπάρχουν και πολλά περισσότερα τύπου (να με συμπαθούν οι γάβροι) «Ολυμπίκ ντε κουρελέ». Οι Τούρκοι επιστήμονες δεν είναι όλοι κομμένοι και ραμμένοι α λα Ερτογάν, και το ίδιο ισχύει και για τους Έλληνες Μενδωνιστές και άλλα δεν λέγω.

  • State of my mind

    To ιστορικό μιας επένδυσης στη Μύκονο, που παριστάνει το αθώο νεοελληνικό καφενείο, και του μπουμπούνιξαν πρόστιμο μέγα και κυρίως το έκλεισαν δυο μήνες, μου επιβεβαίωσε, και σαρκαστικώς το αναφέρω, το σοκ που υπέστησαν όχι οι περιηγητές της καθ΄ημάς Ανατολής, αλλά οι επιχώριοι κάτοικοι της βαλκανικής μπανοβίνας.

    Είτε τα σπίτια των ευπόρων, σε πολλά επίπεδα, με την κουζίνα έξω, με ανδρωνίτη και γυναικωνίτη χωρίς έπιπλα ντιπ, μόνε μουσάντρες ή μεσάντρες και μιντέρια μαξιλαρωτά, συν τα χαλκώματα και τα σινιά για τους αργελέδες, ανακούκουρδα καθήμενοι γυμνόποδες με τα πατούμενα στο χαλάκι, είτε στων πτωχών τις άμοιρες κέλλες, να μη σας τις περιγράφω, αλλά να φέρνετε στον νου σας το ντεκόρ και τα προπς από τον Παπανάρκισσο του Βικέλα, και τα διηγήματα είτε των επτανησίων, είτε των σκιαθιτών εξαδέλφων, για να ερμηνεύσετε πως ηθοποιούς είχαμαν και καλούς οπερατέρους, αλλά σκηνογραφικώς και ως σκριπτ, υποφέραμε κι ακόμη υποφέρουμε.

    Ήρχονταν που λέτε ο περιηγητής, ντυμένος ουάου με καλτσοδέτες και ψειριασμένη πλην αρωματισμένη περούκα, που νίβονταν με το ένα μικρό δαχτυλάκι σε κάθε βλέφαρο, την κατάβρισκε με τες ρακές και σάστιζε που έβλεπε βιβλία και αρχαιότητες σε κάθε οντά, κι όσο οι σχέσεις γινόταν εγκάρδιες και ενίοτε ξαναμμένες καυλωτικώς, έβλεπε ενεός τις χλομές κόρες  με τη λυμφατική ασπρίλα της ομορφιάς εξαιτίας της φυματίωσης, αμή και τις κωλαρούδες κυράδες-αφεντικά των άχρηστων κοτζαμπάσηδων, να είναι ανεβασμένες σε βιενέζικες καρέκλες και πολτρόνες των Νέμιτζων και να ισορροπούν περιπαθώς, διότι οι επιστρέφοντες απόδημοι από την Φραγκιά και το Ταϊγάνιον, έβλεπαν εκεί τις ασελγείς κυρίας με την γραμμήν αμπίρ που κρυφίως πετούσαν έξω τα βυζία των με τις πικραμένες ρώγες, ίνα αποφεύγωσι το βυζαίνειν να τέκνα των, ίνα το πράξουν οι παραμάνες και κωμικοτραγικώς παρείχον τοις βαλκανίοις ασίκεσιν τας προσκαίρους ηδονάς, τους διαθέτοντας άτριχον μόνον το 2,4% του δέρματός των, των οφθαλμικών βολβών συμπεριλαμβανομένων.

    Εννοώ πως ήσκουντο να νιαρνιαρίζουν και να στενάζουν ηδυπαθώς, τον θορίζουσαι γαλλιστί «τασκεμπάπι η καρδία μου και την τρυγήσατε, ανόσιε, βδελυρέ, θερμόαιμε υπάνθρωπε απόγονε των κτιστών του Λαβυρίνθου, εκστατικέ γαμιά μου».

    Ταυτόν συνέβη εν Μυκόνω.

    Υπήρχε παλαιά, εκ μεταπολιτεύσεως συνήθεια, τα εφηβάκια των πατσόκων και κενταυριτών-βολβιτών ψηφοφόρων να απέρχονται εις νήσους με την μπίραν διατιμημένην, κι έτσι γιγαντώθηκαν οι ρεμπεσκέδες που επώλουν μίαν αγροίκον αμμουδιάν, έναν πελεκάνον και έναν Γαλάτην που ξώμεινεν από τον καιρό του Βρέννου.

    Κι ενώ τριγύρω αρχόντευε η Πάτμος, έρρεε της Σαντορίνης το Βινσάντο, η Μήλος και η Τζιά εβόλευαν και στην Πάρο έβλεπες τρεις ουρανούς, η Μύκονος τάχατες δια της Δήλου τον πλησιασμόν, τηρούσε το έθιμον τού θέτειν χείρα ενδομηριαίως ίνα επιλεγούν αι σωσταί μοντέλαι.

    Είχε και άλλο πλεονέκτημα. Στην Μύκονο, ο κόσμος ήτο τόσος, ώστε άπαντες έμεναν ακίνητοι, ενώ τοπικοί ρεπόρτερ έδιδαν λογαριασμό, ποιος πάτησε καβαλίναν και ποιος διάσημος ήρθε με άλλο κατοικίδιο.

    Αλλά είχε πλέον μεσολαβήσει πανδημία, οι καφετζήδες και οι ταμπήδες εδώ ελέγοντο επιχειρηματίες και στερήθηκαν πεκούνια από Φλεβάρη έως Ιούνιο και ο Ρέμος θα έκλεινε στη νήσο του Πάσχα.

    Οπότε με το πρώτο άνοιγμα της «κυβέρνησης που κάνει μισές δουλειές» κι αφού μέτρησαν ασκόπως με μεταλλικά δίμετρα αποστάσεις και μεγέθη, έγινε ένα σύστριγγλο και ήρθασι όλοι οι βλαμμένοι να δούνε πώς γίνονται οι καλές οι φάσεις.

    Η νήσος, η διάσημη για την πλήρη ακινησία της, λόγω συνωστισμού έμοιαζε κατσικωμένη επί γαλλικών πολτρονών, όπως αι παλαιαί καπετάνισσαι του τόπου.

    Όταν η Ελλάς δυσφορεί και αισθάνεται ότι γαμιένται ούλοι, ένα μέτρο παίρνει: συγκαλεί συνελεύσεις. Οι της Μυκόνου επιχειρηματίαι, αυτό σκέφτηκαν, αυτό θα πράξουν.

    Διότι αρκετά με τη φλουέντζα, το βερέμι, το σκουλαμέντο, τη ριζιτίλα, το μισκίνι και τη λούβα. Αυτά ήτουνε για τους Αζτέκους και τον Αταχουάλπα. Στα νησάκια μας μπαίνει μόρα και κασίδα και εξέρχεται γλυκό πουλί της νιότης.

    Όσο για τους «ειδικούς ιθύνοντες», παραπέμπω στον ηγέτη του είδους και υπουργό κ. Άδωνι Γεωργιάδη, που έπαψε να αναζητά μπουλντόζες στο Ελληνικό, και αρνούμαι να ταλαιπωρήσω άλλο τους ιατρούς και τα συμβούλια που έπαψαν να συνωστίζονται.

  • Τα καραούλια

    Η Ελλάς συμπάσχει. Δεν «τραβάει» επισκέπτες. Αλλά η Ελλάς, επίσης ελπίζει. Διότι το τουριστικό ρεύμα δεν εντάσσεται στα παλιά χούγια, όταν οι διακοπές άρχιζαν με το κλείσιμο των σχολείων και κατά τις 10 Ιουλίου άρχιζε η παραθέριση. Η οποία κρατούσε ώσπου να ξανανοίξουν τα σχολεία και να υλοποιηθεί επί τέλους η φρικτή πρόρρηση «Έναρξις τον Σεπτέμβριον» που αναρτούσαν στις υάλινες εισόδους οι σινεμάδες.

    33 εκατομμύρια επισκέπτες το 2019 και ξόδιασαν 19 δις. Μη ακούσω πως «δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια των ξένων» και άλλα, για να παρηγοριέται ο Χαφτάρ.

    Ελληνικός και αλλοδαπός πληθυσμός στην χώρα, δεν υπάρχει, αν σεβαστούμε την πολιτική των διευθυντών ειδήσεων των καναλιών και ακούμε τα κεκραγάρια και τα ανακαλήματα (α) εστιατόρων (β) υπενοικιαστών παραλιών (γ) ξενοδόχων (δ) ιδιοκτητών ενοικιαζομένων δωματίων και (ε) παρατυχόντων θυμοσόφων σε νησιά και παραλιακές πόλεις και χωριά που καίγονται για την σεζόν. Αυτοί μιλάνε, αυτοί μας εκπροσωπούν, μαζί με ιατρούς, νοσηλευτές και μικρή ελπίδα να βγούνε στο υαλί διάφοροι που έχουν το ιδίωμα να χειροκροτούν.

    Ασφαλώς λειτουργούν και καραούλια, καθώς πλησιάζουν οι δύο αιώνες από την Επανάσταση και θέλουμε δεν θέλουμε, θα υπάρξουν, έστω ακροθιγώς, και καραούλια και ραχούλες και τεκούσες καλογριές και η λέξη «ζαϊρέδες», αμή και άλλα ξεσηκωτικά. Μόνο που αυτόν τον Ιούνιο, τα καραούλια είναι στις μπούκες των διοδίων των εθνικών οδών που μετράνε εκδρομείς τριημέρου και αργότερα, σε λιμάνια του τύπου «πάμε πέντε μέρες Σαντορίνη να γεμίσουμε καμία μπαταρία» καθώς, πριν λήξει η δεκαετία το ένα τρίτο των οχημάτων θα είναι μπριζωμένο.

    Κάποιος πάντως, πρέπει να εξηγήσει στην κυρία Αγγελοπούλου πως Ολυμπιακοί Αγώνες και Παλιγγενεσία είναι απολύτως διαφορετικές διοργανώσεις. Η ίδια, για το Γεγονός του 2004, πήγε by the book, καθώς η ΔΟΕ είχε σιδερώσει τις προϋποθέσεις της και ήλεγχε τακτικά την εξέλιξη.

    Η Ελλάδα, αντιθέτως, γιόρτασε ετεροχρονισμένα την πρώτη εκατονταετηρίδα της και μεσοχουντικώς τα 150χρονα, δεν υπάρχει οργανωμένο και εις το διηνεκές πρότυπο όπου θα μπορούσε κάποιος να στηριχτεί, καθώς όλα τα κράτη που γιόρτασαν 100 ή 200 (ή και 2300…) χρόνια από κάποια ίδρυση, ακολούθησαν δικό τους δρόμο, άρα δεν μπορούμε, κυρία Αγγελοπούλου μας, να κλέψουμε κανενός την έμπνευση.

    Βέβαια, υπάρχει από το 1971 η τελετή των 25 αιώνων των Αχαιμενιδών επί Σάχη και Φαράχ (κατέχω αντίτυπο του μενού τους, που περιελάμβανε παγόνι…) αλλά τέτοια μπαϊράμια μάλλον ευφυώς αποκλείσατε.

    Και καταλήγουμε στο ίδιο πόρισμα: η διαμάχη κοτζαμπάσηδων και οπλαρχηγών, η χύσις του αίματος των φιλελλήνων και ο απεχθής τρικομματισμός συν τα δάνεια (μακάρι να είχαμε απλώς διχόνοια, αν δεν καταλάβατε) έμειναν για να πλακώνονται οι Μοραΐτες με τους Ρουμελιώτες και να ξυπνάμε με ένα μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια που μας έξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρουμε που να το ακουμπήσουμε. Δεν σας λέω ποιο κεφάλι και χαλαστούμε.

    Και αποκλείεται δυστυχώς να ορίσουμε ως score του εορτασμού το «μάγκες πιάστε τα γιοφύρια».

  • Η ψηφιακή άμμος της θαλάσσης

    H ψηφιακή μεταστοιχείωση του κράτους πρέπει να κλείνει σαράντα χρόνια, απ΄όταν την έλεγαν «μηχανογράφηση» και ήταν κάτι λωρίδες διάτρητες με βουλίτσες ή κάπως έτσι ―τότε έκλεινα μια εικοσαετία υπό την κατοχή μιας γραφομηχανής και θεωρούσα εαυτόν Σπάρτακο που γλύτωσε την δουλεία του χειρογράφου. Πρέπει να πήγε παράλληλα με την ανάπτυξη του ραδιοφώνου ― από λυχνίες σε τρανζίστορ, είτα ηλεκτρονικές μανιαμουνιές ώσπου να χτυπάμε στο μόνιτορ μια υδρόγειο και να ακούμε σταθμούς από τους Αντίποδες και τους Λωτοφάγους.

    Αλλά δεν έπταισαν ο Δίαιος και ο Κριτόλαος που μείναμε μετεξεταστέοι. Στη δεκαετία του 80 κι ενώ το ΠΑΤΣΟΚ πολέμαγε για το τελάρο, είχα διαβάσει για ένα απλό λογισμικό που συναξάριζε λίστες αντικειμένων, και καθώς υπηρεσιακώς ζούσαμε την κόλαση του Δάντη με καταλόγους αποθηκευμένων ευρημάτων, μετά η άνευ αρίθμησης, μίλησα με τους αρχαιολόγους, χάρηκαν, κι επειδή διάβαζα Pixel έκανα αίτηση υπηρεσιακώς να αποκτήσουμε ένα προγραμματάκι απλούστερο από τα μπερδεμένα των Τραπεζών για να έχουμε λίστες αντικειμένων με χρήσιμα στοιχεία.

    Πέρασε η νενομισμένη τριετία αναμονής, ώσπου μου τηλεφωνεί από τα Κεντρικά ένας σέρτικος κι αράθυμος τυπάς: «Δε μου λες» ρωτάει «εσύ εισηγήθηκες αυτόν το διάολο;» Εγώ ήμουν. Και η αντερώτηση «Να σου στείλω δυο-τρία κορίτσια να σας ταξινομούν, που μ΄έχουνε πρήξει στα αιτήματα και δεν ξέρω πού να βρω καρέκλα να κάθονται;»

    Κάτι ανάλογο αναφέρει ο Σουητώνιος στους «αυτοκράτορες» όταν έταξαν σε έναν τάχιστη κατασκευή ναού με μηχανές εδάφους και λωλάθηκε. Έκτοτε, και ενώ οι κυβερνήσεις εναλλάσσονταν, όλο και κάποιος δήλωνε κάτι μεταστοιχειωτικό, λαβαίναμε και ειδήσεις τι έπρατταν οι Βαλτικές χώρες επί του ψηφιακού πολιτισμού. Όλο και περισσότερα ζητήματα, κατά τις προφητείες, θα λύνονταν πατώντας ένα πληκτράκι. Το ότι αυτά δεν ήταν όνειρο απατηλό, τα μαθαίναμε κυρίως από αιρετικούς θρησκειών που κατηγορούσαν τους προγόνους του Σόρος και άλλων διαόλων, σε συνδυασμό με τον «αριθμό του θηρίου» της Αποκάλυψης, με τον οποίο θα μας σταμπάριζαν και αργότερα, ο αριθμός έγινε εκ γενετής τσιπάκι.

    Μερικές υπηρεσίες κατάφεραν να ψηφιοποιήσουν ένια αρχεία και όλοι τούς έβλεπαν ωσάν ιερά τέρατα που θα έσωζαν την Ανδρομέδα από το φιδάκι τον Διαμαντή. Και τότε, μια ομάς διεκδικητών της Εξουσίας, άμα του έτους 2016 αρχομένου, ανέλαβε την αντιπολίτευση εργολαβικώς, μας έκοψε το κάπνισμα και άλλα κολαστικά και νίκησε τον Τσίπρα στις εκλογές, ως δεκάχρονος που άρπαξε μια τσίχλα από το στόμα ενός μωρού «για να μη πνιγεί».

    Και πλαισιώθηκε από παλαιούς και νέους υπουργούς, ακόμη και ειδικό επί του μετασχηματισμού και «ο κόσμος φράκαρε, φράκαραν οι καιροί», που λέει ο τραγούδης, ή η τραγωδία, διότι τραγούδι δεν ήτο.

    Ο κόσμος ήτο μαθημένος να δημιουργεί ουρές, να περιμένει ματαίως, και όταν ήρχονταν μέρα Σαββάτο έλεγε τον πόνο του στον Αυτιά.

    Αλλά δεν έχανε το κουράγιο του ακόμη, διότι οι υφυπουργοί έμοιαζαν προερχόμενοι από αποικιακά στρατεύματα στο Κογκό ή στην χώρα των ανθρωποφάγων Κανάκ της Βόρνεο και δεν έμοιαζαν με τον Ταρζάν-Κατρούγκαλο, τον υψώνοντα τις πτέρνες για να αποκτήσει το ύψος του πρώτου διδάξαντος Σαρκοζή.

    Οι υφυπουργοί είχαν ένα τικ, ένα ελάττωμα: μιλούσαν στον παρατατικό. Όλα τα αμαρτήματα και οι καθυστερήσεις, συνέβαιναν κάπου κάπως κάποτε. Τώρα, πενταψήφια τελέφωνα καθιδρύοντο για ψύλλου πήδημα και απλώς τελεφωνούσες και σε μιλούσανε γλυκά, αλλά μπακλαβά που ήθελες δεν έδιναν.

    Κιαν ήσο αντιδραστικός και έπαιρνες Υπηρεσία, δεν ήξεραν τίποτις και έλεγαν πάρε αργότερα. Αλλά ο Αυτιάς δεν επαρκούσε και υπείκοντες οι λαοί στην Εντολή «Σάββατα κύριον τον Θεόν σου» όλα τα κανάλια ήβγαλαν Αυτιάδες, πλαισιωμένους από ειδικούς, και εγένετο μεγάλη χορωδία «γωδεγκζέρων» (εκ του «εγώ δεν ξέρω») που συνόδευε στα πρίμα την κυβέρνηση των «Γωδενέχων» («εγώ δεν έχω [αρμοδιότητα]») και η Ελλάς των Σαββάτων ομοίαζε με χορωδία Κορσικανών πολυφωνιστών.

    Ώσπου σήμερα, ακούω «Η υπηρεσία δεν δέχεται αιτήσεις, συντάξες και όλα με τη σειρά τους, από Σεπτέμβριο και βλέπουμε» και μαζί με κάτι άμυαλους που πήραν ζβάρνα Θεσσαλία, Μαγνησία και άλλες πλαζ και βλέπασι γνωστούς και τους κολλάγανε όχι ένσημα αλλά το ιό τον σκύλο τον αράπη τον ταμ ταμ ταμ, ώστε λαοί ολόκληροι είναι έτοιμοι να τραγουδήσουν το «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια» (έτσι αρχίζει αλλιώς τελειώνει γαρ) αλλά τα παπαγάλια αντί να απαντούνε, καυχώνται ότι ανακάλυψαν την καλύτερη παραλία του κόσμου που είναι σαν ημικώλιον μαϊμούς χρυσόκωλης και δε ρώτησαν κάναν χίπη με χάρλει να τους δείξει καμιά εκατοστή καλλίτερες παραλίες.

    Τους ακούω να ερίζουν για ΕΟΤ και τα εκατομμύριά του και αμφότερα τα μέρη δεν κατέουν από μπίζνα. Ασφαλώς και μία εταιρεία παρέχει δωρεάν μια ήδη πληρωμένη καταχώρισή της, διότι, ώ ανοητίλες, εμποδίζει κάποιον ανταγωνιστή να διαγωνιστεί με ίσους όρους και να τους φάει τη δουλειά.

    Κι εγώ ακόμη, αυτές τις αμμουδιές που γνωρίζω, κι όχι αυτές που μου τις εγάμησαν ιδρωμένοι καταπατητές, θα τις φυλάξω ούλες με τις μυτούλες των, την εκατέρωθεν άμμο με τις λαχταριστές γυαλιστερές, να σκύβεις να παίρνεις και να τις τρως ζώσες, αλλά και τις άλλες με τις πλακέ βαθούλες που μοιάζουνε πατήματα σαγιονάρας, αλλά πρόκειται για γλώσσες απ΄αυτές που τρώνε τα μωράκια και τις βγάζεις με το πειρούνι.

    Ρίξτε το κι εσείς στην παλαβή, διότι μόλις άκουσα τον τέως πρόεδρο της Βουλής και μάλλον πρέπει να ψάχνω στο κόμμα «λευκό» ή στο κόμμα των κυνηγών.

  • Εκδρομή στη Χώρα όπου Όλα Είναι Δυνατά

    Ένα φοβερά μπιζιμπόντικο σπορ στη χώρα μου που μοιάζει στον χάρτη ωσάν κουρέλι κουρελάκι (Ευριπιδάκη) είναι το νοιάξιμο για την εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση.  Υποθέτω πως η αίσθηση προέρχεται από τα «Κερκυραϊκά» του Θουκυδίδη (τέτοιος εμφύλιος ντουβρουτζάς δύσκολα ξεχνιέται) κι από την άλλη, δεν έκλεισε χρόνος από τις εκλογές και κυκλοφορούν ευημερούντες αριθμοί γενικώς.

    Πάντως, «ήττα» για τον Σύριζα μπορώ ανέτως να χαρακτηρίσω το πατατράκ των Ευρωεκλογών, καθώς και την έκλειψη των αντιπροσώπων του στον αυτοδιοικητικό χώρο, όπου η επιλογή υποψηφίων υψηλού συμβολισμού από τα καλάθια έβγαζε μάτι. Αλλά στις εθνικές εκλογές, από πού κι ως πού ήττα;

    Τέσσερις παρατηρήσεις:

    Α

    Ερρέτωσαν τα ποσοστά, που τα βρίσκω κοροναϊκής μπακαλικής. Αν και οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015 συγκέντρωσαν ψήφους άνετης νίκης, είναι λογικό να σκύψουμε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, διότι το να χυθεί μέρος της καρδάρας με το γάλα δεν προήλθε από άλλων ευθύνη. Τον Σεπτέμβριο λοιπόν, συγκεντρώθηκαν 1.925.904 ψήφοι και με αυτές κυβερνήθηκε η χώρα έως τον Ιούλιο 2019. Μια διακυβέρνηση που θα ήταν όνειρο απατηλό, εάν δεν εμφανίζονταν ένας δεξιοδεξιός χώρος κομμάντο, ονόματι «Ανεξάρτητοι Έλληνες».

    Β

    Η φθορά του Σύριζα τον Ιούλιο του 2019, ήταν της πλάκας. Συγκέντρωσε 1.781.180 αειθαλείς ψήφους, και δεν ξέφυγε καμιά τους προς τα δεξιά! Απλώς ο Βαρουφάκης κατακράτησε 194.233 ψήφους. Το άθροισμά τους έδωσε το εντυπωσιακό 1.975.413 ψήφων. Ήτοι παραπάνω από του Σεπτεμβρίου 2015. Βέβαια, ασκώντας στην πράξη την οδηγία του στίχου «αν ξυπνήσω ένα πρωί και κοιτάξω στην αγκαλιά μου από μέσα θα λείπεις εσύ» ο Σύριζα ήταν αδύνατο να κυβερνήσει, διότι του έλειπε ολόκληρο το κόμμα των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων» Γιατί; Το «διότι» θα μας το εξηγήσει κάποια Σίβυλλα, όταν φοβηθεί από κάποια χήνα του Καπιτωλίου. Το «χιχιχι» που εκβάλουν δεν μοιάζει με το χαχανάκι «χιχιχι» των κόμικς, αλλά παγώνει το αίμα.

    Γ

    Εντύπωσή μου, αφου οι αριθμοί οδηγούν σε κάποια παράδοξα, είναι πως έτριξαν και βόγγηξαν οι πολιτικές Συμπληγάδες. Η περιστέρα που άφησε ένα πτερό στα χέρια του κυρίου Βαρδινογιάννη που της τσίμπησε πατρικά το μαγουλάκι, ήταν υψηλού συμβολισμού κίνηση. Ο Τσίπρας, άφησε το κεφάλι πάνω στο κούτσουρο, αλλά ο δήμιος τον ανασήκωσε λέγοντάς του «έλα, στα ψέμματα παίζαμε». Έκτοτε κυκλοφορεί ως άτομο που είδε τον Χάρο με τα μάτια του. Μόνον ο Χαρίτσης τον ακούει. Τα άλλα στελέχη αντιδρούν, ως ακεπτομορφές του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ειδικά ο κύριος Τζανακόπουλος και η κυρία Αχτσιόγλου. Κόμμα που άφησε τον Καμμένο να ελέγχει τον Στρατό, την Εκκλησία και να επιβαίνει ελικοπτέρων, είχε και έχει την ικανότητα να εισροφήσει από Βαρουφάκη έως Βελόπουλο και να ρηγματώσει τους Καραμανλικούς που υποφέρουν. Ένας Σύριζα που αγνοεί την τακτική της Φαμίλιας και θα παίξει τον Ένγκαρ Χούβερ, σύν κάτι συμμαχίες α λα Καμένεφ, θα μετέτρεπε ένα μπαρκομπέστια που πηγαινοφέρνει πρόβατα, σε γαλέρα, γαλεόνι και γαλιότα ομού.

    Δ

    Ελπίδα διακυβέρνησης λέγεται το παιχνίδι. Και χωρίς αυτήν τα δημοσκοπικά ποσοστά του Σύριζα κατρακυλούν, από το πραγματικό ένα τρίτο του Σώματος στο δημοσκοπικό ένα τέταρτο. Αρνούμαι να μη χρεώσω στον τέως πρωθυπουργό αυτήν την απρόσμενη καταβαράθρωση. Όπως δεν θα φταίει η θειά μου η Αμερσούδα εάν υποστεί έκλειψη ο νυν Πρωθυπουργός.

    Κυβέρνηση και αντιπολίτευση αρχίζουν και μοιάζουν απελπιστικά. Με τα πρό του 2015 χούγια, εννοώ των υπουργών του Σαμαρά που δεν έχουν αλλάξει κα-θό-λου, τα πάντα είναι θέμα ρητορικής και μιας κουτσοδιαλεκτικής. Οι Συριζαίοι έψαχναν αχρείαστες εναλλακτικές, οι τωρινοί, το ξαναλέω, αφήνουν μισές δουλειές. Τελευταίο παράδειγμα, ο ηττημένος Χαφτάρ, παρά την στραταρχική ράβδο.

    Οι εξελίξεις μοιάζουν μοιραίες και στατικές, αλλά επιμένω πως η εμμονή στην αναβίωση του τουρισμού σε σεζόν, όπου δεν υπάρχει εμβόλιο για τον κορονοϊό, αλλά κυριαρχει μιας μορφής λεκανομαντεία για το μέλλον, αφήνει ακάλυπτη την κυβέρνηση αν οι τουρίστες, αντί ξαπλώστρες αναζητήσουν νοσηλευτικές κλίνες.

    Κατακλείδα ή τα εις «δρομή» λήγοντα

    Δεν παίζω τον ρόλο του οπαδού ή του μέντιουμ, αλλά έμαθα να μετράω μετά βασάνων και είπα να το εκμεταλλευτώ, αντι να επαναλαμβάνω, σχεδόν υστερικά το «ας φρόντιζαν» του Καβάφη. Aς γνωρίζει η σύναξη που λέγεται «πολιτικός κόσμος» πως χρωστάει την επιβίωσή του στην πανδημία και μόνον σε αυτήν. Σε εκδρομή βρισκόμαστε προσώρας, γι αυτό και δεν συνδυάζουμε την ατομική του καθενός αποδρομή με μια επιβλαβή καταδρομή, επιδρομικού χαρακτήρα, που είναι στην ουσία μια συνήθης διαδρομή για τους περισσότερους. Πάντως πρόκειται για λοταρία παλαιού τύπου, με ένα καλάθι τσικουλάτες που περιφέρει ένας απατεών στα θερινά εξοχικά κέντρα της δεκαετίας του πενήντα και πόρρω απέχει από το φάντασμα μιας ελεύθερης, ελπιδοφόρας κοινωνίας.

    Για να το κάνω χύμα και τσουβαλάτα, έτσι και υπάρξει ρίσκο, επιστροφή της πανδημίας και άλλα τραγικά και πιθανολογούμενα, θα ψάχνετε κυβερνητικό να του πατάτε τον σβέρκο καταγής.

  • Στο Μπάνιο

    Αυτό που σήμερα αποκαλούμε «Τράμπι ο ανασούμπαλος» εκπροσωπεί περίφημα το αμερικάνικο όνειρο. Μόνον οι διασκεδαστές της δυτικής ακτής και οι ζηλόφθονοι της κουρασμένης γηραιάς Ηπείρου αντιδρούν, και όλοι ξέρουμε το γιατί.

    Βρείτε μου έναν λαό, ένα μιλέτι που από τα χρόνια της γούνας και του πολέμου των Φυλών, δεν πέρασε και δεν άσκησε μαύρη βία και ανήκουστα βασανιστήρια, από την Αλάσκα έως τα άντρα των κουρσάρων.

    Στην Αμερική, όπως σε όλες τις μεγάλες επικράτειες, τυπώθηκε με αναλυτό μολύβι, στα μέτωπα των ξένων που έγιναν δικοί τους, η στομωμένη βία μιας ανυπόφορης, χαλαρωμένης αποικίας.

    Οι πολιτισμοί που έχουν θαυμαστές και αντιπάλους, εδράζονται στην πιο αβάσταχτη βία, συνδυασμένη πάντως με ποίηση δακρύων και πράξεις εμφύλιες. Και θα νικήσει ο βλακωδέστερος -ποτέ δεν υπήρξε εξαίρεση.

    Οι πολιτισμοί που μαγεύουν σε μουσεία, ξεκίνησαν από την βρεφοκτονία, την ανθρωποφαγία, τους καταρράκτες αίματος να κυλούν στα λιθοδεμένα μνημεία τους, επειδή ο πόνος του εχθρού και η ευγενής φύση των αντιπάλων σαστίζει και καυλώνει τον σφαγέα, που δεν θεωρεί την εξόντωση πρόβλημα, αλλά γεννήτρια χαμόγελου.

    Δείξε λοιπόν πως χαμογελάς, ανόητη σκλάβα ενός CEO, σπάσε ένα γελάκι μη σου σπάσω τα δόντια και διαδώσουμε πως γλύστρησες στο μπάνιο.