Author: Πετεφρής

  • Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη

    Να δηλώσω πως όσο ο Σύριζα συγκυβερνούσε με τους Ανέλους, οι προσπάθειες του Μητσοτάκη ήταν σαν των Τρώων, διότι ο Καμένος ήταν καθαρόαιμη δεξιάντζα που εμπιστεύονταν οι δεξιοί και έτσι, ό,τι σοφίζονταν ο Καρτερός ήταν μπενάκης βγενάκης στα δεξιά αφτιά. Τώρα που ο Σύριζα έμεινε κοιλάρφανος, πρέπει να πλάσει δική του αφήγηση, πράγμα δυσχερές ακόμη κι όταν του πρωθυπουργού του πέφτει το κιπά σε κρίσιμη στιγμή.

    To σποτ του Σύριζα, ρίχνει το βάρος σε μία προφανώς πληρωμένη τσίμα-τσίμα δημοσιογράφο που δεν θα παίνευε ποτέ τον «Κυριάκο της», όση χρηματοβροχή κι αν έρριχνε. Το πολύ πολύ θα μάζευε όσο «χαρτί» μπορούσε και θα το πήγαινε στον προϊστάμενό της. Διότι εάν η εμπειρία σου απο εφημερίδες είναι η «Αυγή» και η «εφημερίδα των Συντακτών», δεν έχεις πάρει χαμπάρι πως δουλεύουν οι δημοσιογράφοι ή οι συνεργάτες, σε αυτήν την συμπαθή πλέον, μπαγιατεμένη και ελάχιστης επιρροής επικοινωνιακή ομελέτα.

    Δούλεψα σε πέντε εφημερίδες, χώρια τα ραδιόφωνα, κοντά εικοσιπέντε χρόνια. Συνάντησα δύο ιδιοκτήτες εφημερίδων, περισσότερους διευθυντές και ελάχιστους συναδέλφους γραφιάδες, λόγω φαξ και μηνυμάτων. Αφοσιωμένος μπλοκάκιας -μια απόπειρα προ αιώνων να αποκτήσω ασφαλιστική ταυτότητα, πάτωσε, διότι αντιλήφθηκα πως ευκολότερα θα με χειροτονούσαν αρχιεπίσκοπο των νήσων Σολομώντος, εμίρη Τασμανίας και πνευματικό ταγό των Ταμίλ, παρά υπάλληλο. Πενήντα χρόνια μπλοκάκι ή συνεργασία, μόνον τρεις άνθρωποι σκέφτηκαν αυτονοήτως πως μου έπρεπε μια ασφάλεια -εξαιρώ τις δύο περιπτώσεις που δούλεψα για το Δημόσιο, ως ορκισμένος εννοώ. Αλλοιώς, κι εκεί μπλοκάκι.

    Τα «είκοσι εκατομμύρια» είναι μια ολόλαμπρη πυγολαμπίδα. Έχει να κάνει με την αναμενόμενη στέρφα γή του τοπίου της επικοινωνίας, λόγω της Ύφεσης, που ακόμη, συγγνώμη που το λέω, δεν την πήρατε είδηση, μήτε πρόκειται. Το ζήτημα δεν είναι που ο Σύριζα δεν έχει υποστήριξη των κλασικών Μέσων- πείτε μου πότε είχε, για να ηρεμήσετε. Μήτε αυτοδιοικητική ευμάρεια του έτυχε ποτέ -κι αυτό κατανοητό. Θέλει τέχνη να προσεταιριστείς έναν εφημεριδά, έναν πολυεπιχειρηματία, έναν βεριτάμπλ εκδότη, τέχνη που νομίζεις ότι ασκούν νοσηρά παράκεντρα και λυωμένοι από τις απάτες υποκοσμικοί γκαγκάου. Κι αν, μετά δεκαετίες, όταν η γενιά μου δεν θα υπάρχει,υπάρξει πρωτοσέλιδο που καμπανίζει «το 2020 επιχειρήθηκε, ρίχνοντας ένα ή δύο εκατομμύρια ευρώ να αλλάξει ή να κατοχυρωθεί ένα νεόκοπο, δεξιοδεξιό φρόνημα στην Πολιτική» όσοι ζωντανοί, μη σταυροκοπηθείτε διότι σας έπεισαν πως η ιστορία αφορούσε είκοσι εκατομμύρια.

    Για να δώσω ένα απλό, ευαγές παράδειγμα λέω να σας ταξιδέψω Βούλγαρη-Σφαγεία ή Κολιάτσου-Παγκράτι μέσω Βαγδάτης. Στην Ελλάδα η «χρήση γης» είναι ανέκδοτο, κάτι σαν «χρήση προφυλακτικού». Ο κτίζων κτίζει όπου πουλάνε οικόπεδα, αλλά όχι υπό περιορισμούς. Θα στήσει μαγαζιά, και διαμερίσματα και αν βολεύει θα υπάρχει στο ισογειο μια τράπεζα ένα σουπερμάρκετ ή ο κρίκος μιας αλυσίδας. Ο δρόμος όπου κείται το κτίσμα ακυρώνεται από πρωινούς τριπλοπαρκαρισμένους. Οι νέοι μαγαζάτορες, έτσι και βάλεις πασαλάκι, ενεργούν για να καταργηθεί, διότι στόχος είναι το τετραπλό πολυπαρκάρισμα. Πάνω στο χάχατο και στο σύστριγγλο, όλο και κάποιος, αθώος του αίματος, αλλά διαβοήτου ελαφρότητος του είναι, θα δεχτεί να του μπήξουν μια ιδέα, δημοφιλή στο Μπέβερλι Χιλς, στο Ντουμπάι ή στο Μοστάρ (κάπως μακριά από τον κήπο των εκτελεσμένων).

    Αυτή είναι η κατάσταση, θυμιατισμένη και ευλοημένη από την αρχαία πρωθυπουργική ρήση «αυτή είναι η Ελλάδα» ή με το ρητορικο της έκδοχο «αυτό είναι μακέτο;»

    Α, και να κλείσω αυτό το κεφάλαιο διαβεβαιώνοντας το μικρό κοινό μου πως κανένας εκδότης δεν προσλαμβάνει με κομματικά κριτήρια, διότι θέλει και να πουλήσει κανένα φύλλο. Ψοφάει για κάποιον τραβηχτικό.

    Ό,τι έδωσε ο επί του Τύπου Πέτσας ή όποιος άλλος, είναι βούτυρο στο ψωμί παντός αντιφρονούντος: «πάρε τόσα, αλλά θέλω υπουργική ή υφυπουργικη παρουσία κάθε μέρα, περιφρονητική χροιά φωνής εκφέροντας τη λέξη «Σύριζα», σαν ραδιοφωνικό αντικομμουνιστικό μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη και προβολή των κυβερνητικών σχεδίων συνοδευόμενο από φωτογραφία του Πολάκη να ρεύεται».

    Ο Σύριζα, ας κόψει τα σποτάκια και κυρίως ας κόψει την πολιτική μονοκαλλιέργεια. Έχω ξαναθυμίσει την ευφυά πολιτική του στον καιρό του Σαμαρά, τότε που έπαιρνα μέρος σε εκδηλώσεις, στρογγυλά τραπέζια και διαλόγους με ανθρώπους που ήταν ολόθερμα Συριζαίοι, αλλά δεν το έκαναν βούκινο. Το αντίθετο θα έλεγα. Τους θεωρούσα αορίστως «συμπαθούντες» αλλιώς θα έλεγα απλά ένα «όχι».

    Και ως μπαγιατεμένος ρήτορας, συνεχίζοντας εκείνο το «Εt preterea censeo Carthagodelendaest» θα έκλεινα τον δεκάρικο με το εμμονικό «Ύφεση και ροκανίδια, μάγκες πιάστε τα γιοφύρια» και λοιπά και λοιπά.

  • Mια άσκεφτη, ανάξια φουρνιά διαχειριστών

    Αυτά που κυκλοφορούν για έναν πιλότο-ψευτογιατρό, για ένα κοριτσάκι, για το βιτριόλι-story, ξανάγιναν, με λιγότερη ηδυπάθεια τελειώνοντας ο εικοστός αιώνας, με έναν δημοσιογράφο και με δικαστές, ιερωμένους και άλλα τεφαρίκια, ξεχάστηκαν σαν τα ταμεία βοήθειας προς σεισμόπληκτους και τσουναμόπληκτους, πληρώθηκαν ακριβά σε πολιτικό κόστος από κάτι λέσια που ξανάρχονται στην επιφάνεια, και αν θυμάστε τα δίχτυα με τα οποία οι νοικοκυρές έβαζαν τα ψώνια τους στα παζάρια, σε αυτά τα δίχτυα  μεταφέρουν νερό και φαρμάκια σε υγρή κατάσταση. Με ξαφνιάζει που η Δικαιοσύνη δεν αφαλοκόβει συνηγόρους και σχολιαστές ανεγκέφαλους, με ξαφνιάζει που η αστυνομική έρευνα πιέζεται να «μολογήσει» την τακτική της, με ενοχλεί που κανένας δεν βλέπει (από τους αρμόδιους) πόση παιδοφιλία κυκλοφορεί στην πιάτσα και γιατί εμφανιζόμαστε ως ψηφιακώς αναλφάβητη κοινωνία, αλλά κάνουμε μόκο για τις υπερπαραγωγές της «παιδικής μούσας» και τις οικογενειακές ενδογαμίες.

    Δεν είναι τα είκοσι εκατομμύρια που σκόρπισε, όπως κι άλλοι πριν από αυτόν, φιλόσοφος της πολιτικής ονόματι Πέτσας και τι καπνό φουμάρει μια ξανθιά σε ένα σποτ του Σύριζα που λέει «κυριάκο» και ξεροχύνει. Τον βυθό της διαφημιστικής θάλασσας, τον ανατίναξε η ύφεση, οι διαφημίσεις κόπηκαν, υπερπολλαπλασιάστηκαν τα «κοινωνικά μηνύματα» της πλάκας, ένα κανάλι αιωνίως νεοδημοκρατικό έδειξε το ποιόν του και τα άλλα κανάλια που δροσίστηκαν το παίζουν παλάντζα, προσφέροντας σιχάματα βιντεοταινιών του 80 ο ένας και κακό σινεμά επί χούντας ο άλλος. Οι δημοσιογράφοι που έγραφαν καθ΄υπαγόρευση, εξακολουθούν και γράφουν καθ΄υπαγόρευση, ενώ αρκετοί Μίδες του είδους, χάθηκαν από την πιάτσα.

    Κάντε τον δημόσιο χώρο, προτεστάντικη σαλάτα, σαν τις «αρχές» του facebook, να τελειώνουμε. Η πολιτική ζωή μπήκε σε βαριά κατάθλιψη κι έχουμε μέλλον ακόμη πιο σκοτεινό μπροστά μας.

  • Η αόρατη φρουρά

    Δεν μπορώ να δικαιολογηθώ πως ρετάρισα επειδή με χτυπάν τα παπούτσια, καθώς είμαι ορκισμένος σαγιοναριστής από την πρώτη ζέστη στην πρώτη ψυχρούλα. Άρα, η μέθοδος Τραμπ δεν μου ταιριάζει. Από την άλλη υπάρχουν ζητήματα που με δαιμονίζουν και μπορώ απλώς να σχολιάζω ως ειδήμων, ιδιότητα που επίσης απεχθάνομαι. Επομένως, όποτε ακούω πως μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Θεσσαλονίκης πιάστηκε ή τουμπάρισε βανάκι ή κούρσα ή άλλο όχημα πάνω από δύο τροχούς απ΄όπου σπέρνονταν νεκροί ή πληγωμένοι λίγοι ή περισσότεροι της μαύρης προσφυγιάς από τον Έβρο, γίνομαι Τούρκος αρχαίου εμιράτου και μανιάζω.

    Κάτι τρέχει με τους δίπλα, δηλαδή με εμάς. Παλινοστούντες «εκ του σιδηρού παραπετάσματος» γνώρισα αρκετούς και ήμουν συμμαθητής τους στη δεκαετία του 50. Κρήτες ζωοκλέφτες, εξόριστους στα Γιαννιτσά, αχώριστους από την κουτσούνα τους, γνώρισα επίσης, καθώς και αμερικάνσκι φανταράκια επί Καραμανλή του Α, που φύλαγαν το πυρηνικό ναρκοπέδιο της πόλης μας και ανταλλάσσαμε τα χαρτζιλίκια μας με παλμάλ, κάμελ, σουγιάδες με κουμπί εκτόξευσης και πορνό -φωτογραφίες ασπρόμαυρες, όπου τα κορίτσια ήταν σεμνοπρεπή χωρίς ίχνος λαγνείας ή υφάσματος, κυκλοφορούσαν επίσης.

    Αλλά κλείσαν τριάντα χρόνια και παραπάνω, όταν άρχισαν οι θάμνοι Ηπείρου και Μακεδονίας να ζωντανεύουν ωσάν σε διασκευή του Μακμπέθ και στοίχοι κατ΄άνδρα αποτυπώνονταν στα ηλιοβασιλέματα -ήσαν Αλβανοί απόφυγοι. Αργότερα και για λίγο, υπήρξαν Βούλγαροι, παράλληλα και επίμονα οι λεγόμενοι ανακριβώς Ρωσοπόντιοι ενώ δεν έλειπαν Γεωργιανές κυράδες και πολλά μελέτια που υποστήριζαν ότι ήταν συγγενείς μας από τον μεσοπόλεμο, τάχα μακρυνοί συγγενείς.

    Επίσης μας ήρχονταν και εύποροι που είχαν εκμεταλλευτεί τη διάλα της Σοβιετικής Ένωσης, άλλος πουλούσε αλεξίπτωτα και μηχανές ελικοπτέρων, άλλος πλήρωνε μετρητοίς οικόπεδα. Και από την Προποντίδα και τους δύο Τσεκμετζέδες, έως Γιδά και Λάρσα, ο τόπος είχε γεμίσει παζάρια όπου αγόραζες σε δολάρες παράξενα πράγματα: από πακεταρισμένες ξύλινες ντάτσες κομπλέ, έως πρόπυλα εκπληκτικής ξυλοτεχνίας, ρουμάνικων μοναστηριών. Να μου σπάσει η τελευταία μου σαγιονάρα αν λέω ψέμματα.

    Άλλο είναι το κρίσιμο σημειο. Για όλα αυτά, ΞΕΡΑΜΕ! Και τους «λαθρεπιβάτες» που έπαιρναν ιθαγένεια και αεροπορικό εισιτήριο για την ψήφο, και τα μελέτια των Ρομά που εκείνα τα χρόνια βρήκαν τες άκρες των με ομόφυλους των Βαλκανίων (παράδειγμα: οι φυλές που πήραν πεντοχίλιαρα από τις φωτιές της Πελοποννήσου) αλλά και σιγά σιγά, μάθαμε τα χούγια και τις συντροφιές τους, καθώς Αλβανοί ήταν συχνά σε κόντρες με άλλους και έφτιαχναν περιοχές ελεγχόμενες ήδη πριν λήξει ο αιώνας.

    Καθώς στο μεγαλύτερο διάστημα από το 1987 κι έως το 1995 ήμουν χωρικός κι όχι τάχα κατ΄ονομα, δεν περίμενα να ανθίσει μια βιομηχανία «προσφύγων προς Ευρώπη», ιδίως μετά το 2013, όχι η γνωστή με τις ΜΚΟ και τις Ειδομένες, αλλά η μόνιμη διαρροή από τον Έβρο προς Θεσσαλονίκη, αλλά και παράλληλα μια μεγάλη οργανωμένη μετακόμιση κυρίως Πακιστανών που ρίζωνε στην Αθήνα.

    Σήμερα καταλήγω πως όλα αυτά κι όσα συνεχίζονται σήμερα, είναι «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε». Εννοώ πως υπάρχει ιθύνων νους που κατευθύνει οικονομικούς μετανάστες μέσα στην χώρα, σε κόντρα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα αντιπαλότητας που συνήθως είναι ακροδεξιάς επίνοιας.

    Απέκτησα μεγάλη εμπειρία από το ανάγλυφο της Δυτικής Θράκης, είτε ως ρεπεράζ ενός ντοκιμαντέρ, είτε μιλώντας με παλαιούς αδελφικούς φίλους που δεν ξέκοψαν. Στην Βιστωνίδα για παράδειγμα, οι δρόμοι είναι μετρημένοι, ένα μέρος του ορεινού όγκου είναι αδιάβατο επειδή από εκεί οι Οθωμανοί έπαιρναν σφαιρικού σχήματος λουμπαρδίτσες για τα κανόνια τους ενώ βόρεια της Βιστωνίδας κι ως τα βουνά, οι βυζαντινοί έχτισαν μετά το 1310 ένα καστρότειχος για να μη γυρίσουν οι Κατελάνοι στη Θράκη και στη Βιθυνία.

     

    Γιατί λοιπόν περνάνε ακόμη και σκοτώνεται ο κοσμάκης; Γιατί; Που είναι η φρουρά;

    Έχει απαντήσει, απο το 1939, ένας Εγγονόπουλος:

    γιατί;

     

    διότι
    —είπε ίσως ο πατέρας μου—

    διότι
    πρέπει να έχη
    ο στρατιώτης το τσιγάρο του
    το μικρό παιδί
    την κούνια του
    κι’ ο ποιητής
    τα
    μανιτάρια
    του

     

    διότι πρέπει
    να έχη
    ο στραδιώτης την
    πλεκτάνη του
    το μικρό παιδί
    τον τάφο του
    ο ποιητής τη
    ροκάνα
    του

     

    διότι πρέπει
    να έχη
    ο στραθιώτης
    το σκεπάρνι του
    το μικρό παιδί το
    βλέμμα του
    ο ποιητής
    το
    ροκάνι του.

  • A bridge too far

    Έγερνε ο ήλιος, οι ήρωες των εκκρεμών κειμένων μου είχαν πέσει σε λυτρωτική σιέστα, καμιά φαεινή ιδέα δεν πετούσε στην ανατολική Θεσσαλονίκη για να την φέρω κάτω με το δίκαννο του πνεύματος, οπότε είπα να δω ένα ξεχασμένο μυθιστόρημα που είχε την μορφή κινηματογραφικής ταινίας, και είχε παιχτεί στους σινεμάδες στα χρόνια των σεισμών της Σαλονίκης, όταν με το παραμικρό τρίξιμο της σκοτεινής αίθουσας βγαίναμε στο φουαγιέ για τσιγάρο.

    Τελικά, διάλεξα την υπερπαραγωγή που παίχτηκε στην Ελλάδα ως «η γέφυρα του Άρνεμ», η ανάγνωσή της έπαιρνε τρεις ώρες, όσο ένα ξαναδιαβασμένο Βίπερ. Το θυμόμουνα αόριστα, ιδίως την άφατη πλήξη που παράγεται από την παγίδευση μιας στρατιωτικής μονάδας που πήγε να καταλάβει μια γέφυρα και ρήμαξε το Άρνεμ ολόκληρο.

    Εξάλλου δεν ήταν μία η γέφυρα, αλλά τέσσερις και η επιχείρηση λεγόταν Market garden, από τον άρχοντα της κοινοτοπίας στρατηγό Μοντγκόμερι, υπεύθυνο για το Ελ Αλαμέιν που έκοψε μεν το διάβα του Ρόμελ στον Νείλο αλλά χειρίστηκε πεντέξη ακόμη στρατηγικές ιδέες από τις οποίες πάτωσαν οι περισσότερες.

    Έναν τέτοιο στρατηγό να διέθεταν οι Γερμανοί και δεν θα υπήρχε «δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος» και την σχετική περίοδο θα τηνε λέγαμε «οι μπαλαφάρες ενός γελοίου».

    Το οπτικό μυθιστόρημα κρατούσε κοντά πέντε ώρες και ήταν προφανές πως τέτοια θέματα δεν χαραμίζονται στην κινούμενη εικόνα, ιδίως όταν η πρόθεσις του γράφοντος δεν είναι «ηρωική» αλλά καταγράφει με απόλαυση διάφορες μορφές βάναυσης έως λεπτεπίλεπτης βλακείας.

    Αλλά ο Ατένμπορο, κατάλαβε πως η περιγραφή μιας οδυνηρής ήττας σε ένα αγγλοσαξονικό μυαλό, δεν έπρεπε να συμπεριλάβει τον εμπνευστή της, ήτοι τον ίδιο τον Μοντγκόμερι και ετσι διέσπασε το ιστορικό τοπίο με μία καταιγίδα πρωτοκλασσάτων ηθοποιών που ήταν διάσημοι πρωταγωνιστές και καρατερίστες της εποχής -καμιά πενηνταριά οι γαμάτες συμμετοχές κι άλλοι τόσοι σε μικρά επεισόδια.

    Όλοι εξαίρετοι, στωικοί, ανακριβείς, κάθε των σκέψις να μένει ορφανή και διαταραγμένη, ώστε στο τέλος να αποδειχτεί πως ήτονε «μια γέφυρα στου διαόλου το κατάστιχο», μια Κόρντομπα, μακρυνή και μόνη. A bridge too far.

    Σεπτέμβριος 1944

    Στη Θεσσαλονίκη, εκτελούνται οι τελευταίοι Εβραίοι που απόμειναν, η Άνω Πόλη είναι «ελεύθερη Ελλάδα», οι «δεξιοί καπεταναίοι» (μη γαμήσω) κάνουν μπλόκα παντού, η Γερμανία συρρικνώνεται, στρατολογώντας όποιον βρει, ξεκινά ένα τρίμηνο που θα φέρει το φευγιό τους από τα Βαλκάνια και τον Τολμπούκιν στην Σόφια, ο Τσώρτσιλ τον Οκτώβριο προτείνει στον Στάλιν σε μια σελίδα μια «δίκαιη διανομή», ο Στάλιν δεν λέει «όχι», ο Πούλος και οι βενιζελογενείς γερμανοντυμένοι παίρνουν το τρένο για το Μόναχο μαζί με τον «πρωθυπουργό» Κουτσονίκο κι εναν έφηβο, αργότερα κοσμαγάπητο σκηνοθέτη, πάνω στα Δεκεμβριανά ο Χίτλερ επιτίθεται στις Αρδένες και μένει από καύσιμα, τρομοκρατώντας τους στρατιωτικούς συμμαχικούς ηγέτες, εξόν τον Πάττον, αλλά ο Ατέμνπορω δείχνει γραφεία, διαλόγους καραβανάδων, όπου το αναίτιο πείσμα είναι πάντοτε ο νικητής και οι λεπτόλογοι σχεδιασμοί, που θα πάνε ο Πόλακ, πότε θα χάσει το λούστρο ο Ντερκ Μπόγκαρντ, πηγαίνουν απλώς στον βρόντο και μένει μόνον η τόλμη και η εκπαίδευση του ανώνυμου φαντάρου λίγο πριν πολτοποιηθεί ως κιμάς από τον εχθρό.

    Το φινάλε του μυθιστορήματος μοιάζει λίγο με τα φινάλε των ανάλογων μυθιστορημάτων των δύο παγκοσμίων πολέμων, ήτοι «ο απλός στρατιώτης υπέφερε τα πάνδεινα και νίκησε, την ώρα που οι περισσότεροι αξιωματικοί τον έπαιζαν αγρίως».

    Οι σελίδες, χωρισμένες ήπια, ήταν καλογραμμένες, διαθέτοντας εν αφθονία την αναγνωστική πλήξη που περιέχουν όλα τα τυπωμένα βιβλία πλην των αστυνομικών, που εκεί το ζήτημα είναι να βρεις τον δολοφόνο. Γενικά, οι πολεμικές ταινίες, αν δεν είναι αντιπολεμικές, είναι καθαρόαιμα κόμικς, εκτός και αναλάβει ο Πέκινπα, οπότε φεύγεις από την αίθουσα και κολλάει το πουκάμισό σου από τα αίματα.

    Ως ταινία, διαβάζω πως πήρε τρία BAFTA και έβγαλε τα λεφτά της ανκαι στην Αμέρικα πήγε χειρότερα. Η πληθύς των «διασήμων» ήταν τόση, ώστε σε ένα ανεμοπλάνο, στο πρόσωπο ενός κομπάρσου, νόμισα πως διέκρινα τον πεφιλημένο μου Adrien Brody για ένα δευτερόλεπτο, ώσπου συνειδητοποίησα πως την εποχή των γυρισμάτων ο άνθρωπος λέρωνε ακόμη τα βρακιά του.

  • Μπέτυ Μπλού ή Τα σόγια

    Τέκνα στο τραπέζι

    Mε ενοχλεί περισσότερο κι από την λογοκλοπή και τα σταριλίκια μερικών εκλεγμένων αυτοί που κουβαλάνε τα παιδιά τους σε επίσημες επισκέψεις. Δεν έπρεπε να φερμάρονται τέκνα και συγγενείς σε τραπεζώματα «για να παίρνουν ιδέα πως φέρονται στα σαλόνια». Όταν μάλιστα το σόι έχει και προϊστορία και οι άρρενες ανερχόμενοι προέρχονται από τον υγιό μιας χήρας και το παιδί μιας «διεκδικήτριας ζωτικού χώρου» (περισσότερο σιβυλλικός αποκλείεται να γίνω) κανονικά θα έπρεπε να σας προσανατολίσω στην ανάγνωση της «Αλεξιάδας» της Άννας Κομνηνής (υπάρχει σε καλή μετάφραση, αλλά θα χάσετε το αμίμητο ύφος μιας προδομένης ψυχής).

    Οι στυφές, ντελικάτες γυναίκες

    Ο Αλέξιος Κομνηνός, τραυλός γενάρχης που επιπλέον έλεγε «γω» το «ρω» ήθελε τον γιόκα του Ιωάννη διάδοχο, αλλά η Άννα προτιμούσε η ίδια να κάνει τα κουμάντα και να ανέβει στο θρόνο ο άντρας της ο Βρυέννιος, θεωρητικός και σουλατσαδόρος, αλλά χαλβάς κατά την άποψή της. Ο Βρυέννιος ήταν ευθύς άνθρωπος, ελάχιστα μπερδεψομπούτης και το έργο που άφησε είναι ολίγο πλην αγαθό. Αλλά σκιάζεται από την λύσσα της γυναικός του που έγραψε, έξαλλη από οργή «γιατί να έχω μια τρύπα στη θέση μιας ράβδου;»

    Τι βλέπουμε λοιπόν σε αυτόν τον δείπνο;

    Είναι ψευδαίσθηση πως πρόκειται για την οικογένεια Μητσοτάκη. Είναι, αναλογικώς και ιστορικώς μετρημένη, η οικογένεια Αλεξίου Μούρτζουφλου, που δειπνεί. Ο πρωτότοκος του Γενάρχη, προτίμησε να φερθεί ως πειρατής της Καραϊβικής, διασπώντας το κρητικάτσειον δόγμα της ενότητας των γενεών. Έτσι, αγάπησε «μια ξένη» και ο κορμός της οικογένειας περιήλθε, κατά αλβανικό ή βλάχικο έθος, σε μία «σιδηρά παρθένο», την Ντόρα Μπακογιάννη, όπου το «παρθένος» συσχετίζεται με τα ήθη και έθιμα των απογόνων του Κάδμου και της Αρμονίας.

    Άλλα παραφερνάλια έχουμε ή θα μπεις στο θέμα;

    Έχουμε, πως δεν έχουμε! Αυτό που συμβαίνει στην Δυτική Θράκη, χρήζει εποπτικότερης ερμηνείας. Ιδέες ρίχνω. Ίσως επειδή ο τόπος ο παράγων κορονοϊούς, γειτονεύει με τα πέραν της βουλγαρικής μεθορίου χωριά του Κίρτζαλη, τα μόνα δώδεκα που είχαν ψηφίσει σε παλαιό δημοψήφισμα να παραμείνουν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και στη βόρεια Ροδόπη το Ισλάμ καλά κρατεί, άρα ο έλεγχος των βουλγαρικών συνόρων να έχει τα θεματάκια του. Η ελαφρά διαφορετική στάση των Βουλγάρων ως προς την Τουρκία, άρχισε να με ψυλλιάζει, όπως με ψυλλιάζει που ο υφυπουργός άμυνας Στεφανής, ο κάποτε επιτυχώς φρενάρων τις μεταναστευτικές βάρκες, ασχολείται με άλλα και έξαφνα, ξανάρχισαν τα φουσκωτά να προσεγγίζουν την Λέσβο, ενώ μια νέα στρατοπεδάρα της νήσου, περιμένει, άδεια, κι άλλους εποίκους.

    Δηλαδή;

    Καθώς σιχαίνομαι τες βραβεύσεις και ντρέπομαι για την βούβα που συνοδεύει τα πανελλήνια fake news που αλωνίζουν την επικράτεια, θεωρώ πως ο πρωθυπουργός, «αδειάζει» τον ανεψιό του, αφήνοντάς τον να εκτίθεται, πρώτα με την Ομόνοια πλατς, έπειτα με τα χρώματα της Γερμανίας και του Βελγίου στον Μεγάλο Περίπατο που οραματίστηκε ο πιτσιρικάς.

    Από την άλλη, δεν βλέπω σπουδαία μεταβολή στα φέουδα της Δεξιάς, αυτά τα άκεφα, αινιγματικά φέουδα που περνάνε τώρα φάση εναρμονισμού. Δεν είναι μόνον οι άχρηστοι υφυπουργοί που θα αλλάξουν. Είναι οι άχρηστοι «μη αξιοποιημένοι» (λέγε με «Κρητικοπούλα Όλγα άλλης φυλής») που χτυπούν νευρικά τα δάχτυλα στο φιλιατρό αναμένοντας αναβάσταγα. Ωχ αυτό ήταν κλεμμένο (το φιλιατρό εννοώ).

    Μέσα στη μαυροφόρα απελπισιά σου, κωλόγερε, δεν βλέπεις φως;

    Βλέπω και παραβλέπω. Η κατάσταση στη Βουλή έχει πολωθεί και οι εκλογές δεν θα την αλλάξουν, παρεκτός και οι γυναίκες του Σύριζα αναλάβουν πρωτοβουλίες, όπως το «κουμούνιο των κυράδων» που συνεδρίασαν σε δύο περιπτώσεις στα χρόνια της Φραγκοκρατίας όταν οι σύζυγοί των πετσοκόφτηκαν αγρίως. Να αναλάβει λοιπόν πρωτοβουλία η κυρία Περιστέρα Μπαζιάνα, να ηγηθεί των γυναικών συτού του παράξενου μορφώματος, να στείλουν οι Συριζαίες κυράδες τους άντρες τους στους κλασικούς θεσμούς των καφενείων και της αναπαραγωγής και να εκτεθούν οι ίδιες στην λαϊκή βούληση, ακριβώς όπως, από το 2007 περίπου έως το 2013, οι γυναίκες αγκάλιασαν τον Σύριζα με θέρμη αλλά και ακαθοδήγητο ενθουσιασμό, αλλά οι αρσενικοί του Χώρου κουκιά έσπερναν, κουκιά μολογούσαν. Ας μείνουν λοιπόν αυτοί ως ψηφοφόροι κι ας υπάρξει κόμμα συριζαίων γυναικών που θα τρομοκρατήσει αλλά και θα ενθουσιάσει κόσμο και κοσμάκη. Όποια συριζαία συγκρίνετε με τον σύντροφό της, μαζεύει ανέτως όλα τα κόκκαλα από την τσόχα και τον αφήνει ξυλάρμενο να ψελλίζει άρες μάρες. Μπέτι Μπλου λοιπόν, μήπως και ξεκολλήσουμε από τους βάλτους.

    Αικατερίνα, Ελισσαβέτα, Ντόμνα Βιζβίζη, και ο κατάλογος παραμένει ανοιχτός.

     

    Συγνώμη για το αχτένιστο ύφος και το δήθεν αφρόντιστο των εκφράσεων. Αλλά έχει και η περιπαιχτική, σερπετώδης γραφή τα σερμπέτια της.

  • Γάμος στα κλεψιμέικα

    Λέω να ξεκινήσω κατά παρέκκλιση, κι ελπίζω να με ακολουθήσετε. Λοιπόν, αν τύχει και ξεφυλλίσετε αλεξανδρινό Τύπο, περιοδικά, διαφημίσεις και έπεα πτερόεντα μεταξύ 1880 και 1930, θα πάθετε ενα σοκ διαβάζοντας διασκελισμό κειμένων, αίσθηση ύφους, κλίσεις ρημάτων που προσιδιάζουν στην ποίηση του Καβάφη. Παρομοίως, πολύς Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Σκόκος και ήσσονες διαβάζοναι υπό συγγνωστή οικειότητα άσχετη με τη λογοτεχνία που παράγουν, ενσωματωμένη σε ειδησάρια και τρίβια της τότε καθημερινής ζωής.

    Ένας έμπειρος συγγραφέας (οι παρόντες εξαιρούνται) είναι σε θέση να αποτυπώσει με ακρίβεια τις συγγραφικές και ποιητικές συντεταγμένες όποιων συναδέλφων του τύχει και διαβάσει το έργο ή μέρος του. Οι συγγραφείς και οι ποιητές μπορεί να είναι κακιώχτρες και παρεξηγιάρηδες, αλλά θα σας διαβεβαιώσουν πως, στην πίεση μιας υστερικής ανάγκης να γίνουν δαφνηφόροι, σπάζουν κούπες εάν τους «παραδεχτεί» συγγραφέας ή ποιητής που αγαπούν, ενώ ελάχιστα συγκινούνται από τις βραβεύσεις των Επιτροπών, ήδη από τα χρόνια του Παρνασσού.

    Η αυτοδιαχείριση της λογοτεχνίας, δεν φαντάζει βέβαια τόσο επείγουσα όσο οι συμβάσεις των υγειονομικών, αλλά δεν τίθεται θέμα, ευτυχώς, μονιμοποίησης, στην περίπτωσή τους. Υπάρχουν συγγραφείς του ενός έργου, ή πολυγραφότατοι με άκρως λησμονητέα βιβλία ή δημοσιεύσεις. Aλλά συχνά, δεν χρειάζεται να προδώσεις κάποιο μέγα Ιδανικό, παραδεχόμενος πως σε γητεύει το στυλ και η γραφή ενός αγνώστου σου τεχνίτη. Αυτό το Ιδανικό παρεξηγείται συχνά, «αθωώνοντας» μια βαρβάτη λογοκλοπή, εφ΄όσον ο δημιουργός, στη φάση του «στράτα στρατούλα» τύχει και διαβάσει το γνωμικό «οι κακοί λογοτέχνες αντιγράφουν, οι καλοί κλέβουν» που έστειλε στα λατομεία των Συρακουσών, εκατοντάδες τρυφερές καρδιές.

    Καθώς ο Σαχλίκης, ο Βερίτης, η Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, ο Γιάννης Βηλαράς Ιωαννίδης, σπανίως υπήρξαν αντικείμενα διάρρηξης, συνήθως υπήρχαν σε ορθάνοιχτο κοσμηματοπωλείο ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, πολύς Ρίτσος και από πεζογραφική λάβα ο Ιωάννου, και σειρά ολόκληρη ελληνογλώσσων δικαιωματιστών, ενώ στο Θέατρο δεν πλησιάζω κάν τις επιρροές, μήτε στους σινεμάδες.

    Αυτές οι επιρροές είναι ποικίλες και μη συστημικές -για παράδειγμα, ουδέποτε με προσέλκυσε το «Αξιον Εστί» του Ελύτη, αλλά ως μανιακό τα «ετεροθαλή» του. Έβλεπα να παρελαύνουν αναισθήτως η «Στέρνα» και ο «Ερωτικός λόγος» του Άλλου, αλλά έδινα σάρκα και αίμα για τα «Τριζόνια» τον «Δαίμονα της Πορνείας» και «στα περίχωρα της Κερύνειας». Τα εφηβικά μου τεφτέρια όζουν τέτοιων επιλεκτικών επιρροών που μιμούνται δουλικά («αλλά δεν ληστεύουν» -εμένα μου λές ) τον Ρίτσο, τον Εμπειρίκο, τον Σαχτούρη, τον Αλεξάνδρου, τον Ρώτα.

    Αλλά η λογοκλοπή παραμένει ένα αίνιγμα για μένα, καθώς ο ειδικός μηχανισμός της στη λογοτεχνία (διότι δεν είναι υπεξαίρεση δικαιωμάτων εφεύρεσης) προσεγγίζει περισσότερο την άντληση (έως υπεράντληση) ενός μουσικού «τρόπου» και μιας αγωγής που υπάγεται στον μετρονόμο και σε αλαλάζοντα κύμβαλα. Αυτά αρκούν.

    Το ερώτημα είναι ένα και οχληρό. Ενώ η διακρίβωση μιας απάτης στον τομέα του Λόγου δεν είναι δα και δύσκολη δουλειά, γιατί ο πλαγιαρισμός, η μίμηση, η πατιτούρα έχουν τέτοια πέραση; Μια ερμηνεία που θα μπορούσα να δώσω είναι πως ο «ένοχος» δεν αισθάνεται ένοχος, αλλά διαπρεπής χρήστης λεκτικών μακανταμιών που παράγονται ασύστατα. Και στο εξ αυτού παραγόμενο συμπέρασμα πως όλοι κλέβουν όλους, άρα, όσο ανεπαρκής και χλαμυδοφόρος είναι η επιτροπή Κρίσης, τόσο προσεγγίζεται η πύλη της Βαλχάλα.

    Είναι αλήθεια πάντως πως ο τρέχων αιώνας είναι στον τομέα αυτόν άρχων των κλοπιμαίων.

  • Ο ορφανός πάγκος

    Ακούγεται φήμη για ανασχηματισμό. Μάλλον άργησε. Οι προς αντικατάσταση, έδειξαν από το πρώτο δίμηνο τις ανημπόριες τους. Και το σύστημα «βάλε υφυπουργό να μη ξεψαρώνει εύκολα» είχε μερική επιτυχία.

    Για παράδειγμα ο κύριος Άδωνις μόλις τώρα επιβεβαίωσε πως θα μπουν μπουλντόζες στο Ελληνικό, ενώ τις προανήγγειλε από το περασμένο φθινόπωρο. Στην ουσία, το κύριο έργο του, καθόλου αμελητέο, είναι πως κατέβασε δύο οκτάβες τη φωνή του.

    Διαβάζω άρθρο που μετατρέπει σε τουζλαμά ψιλοκομμένο το υπουργικό και υφυπουργικό τοπίο. Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν μπορεί να παρέμβει στους αυτοδιοικητικούς. Αλλά διαβάζοντας τη γενική λίστα, ανακάλυψα υφυπουργούς που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν.

    Φύσει καχύποπτος, δεν έχαψα πως Πρωθυπουργός προτίθεται να διατηρήσει τον Μηταράκη. Ακόμη και την φήμη πως ίσως αποκτήσει η Κεραμέως το Πολιτισμού, δεν την έχαψα. Δεν είναι υπουργείο εκτάκτως ισχυρόν, μήτε διαθέτει επαρκεις συνταγματικές οχυρώσεις.

    Ο πάγκος είναι άδειος. Μεγάλες μετεγγραφές, δύσκολο. Μάλλον ο μέγας προπονητής θα εναλλάσσει με αυτοσχέδιο στυλ τα χαφ (που είναι αξιοθρήνητα) μπορεί να βάλει και δεύτερον λίμπερο στην Ενημέρωση, ενώ μπορεί να αγοράσει από την πιάτσα έτοιμους καραμανλικούς και μερικούς των Ανέλων που τελευταία παίζουν σε μεξικάνικες ομάδες. Υπουργό τοπίου και θελκτικών ηλιογερμάτων, ακόμη περιμένω. Ενδεχομένως να χρειαστεί και ενδυματολογική γραμματεία θηλέων -όλες ντύνονται «Τσάι στη Σαχάρα» ή «Άγγλοι Ασθενείς».

    Μόνη λύση είναι ο θεσμικός νεποτισμός. Όπως με τους Αδριανόπουλους και τους Βικελίδηδες. Φουσάτο ολάκερο οι Μητσοτακουλαίοι. Δεν καλύπτουν όλο το υπουργικό Συμβούλιο, αλλά και τους CEO των ΔΕΚΟ. Για την εξασφάλιση της αμεροληψίας, θα ρωτάνε τον Σκέρτσο που είναι υπεράνω.

    Όλα εγώ πχια;

  • Χρειάζομαι έναν μπακάλη

    «Δεν θέλω κάλλος αύθαδες παρθένου αλαζόνος». Δεν θέλω μεταπτυχιακώς εκπαιδευμένον ερασιτέχνη που ανακαλύπτει τα αγαθά της μποέμικης ζωής στην Ανατολική Ακτή, ενώ η μάνα του δεν αμελεί να του στέλνει κιχιά και φανουρόπιττες. Δεν θέλω πλαστογράφο της ακαδημαϊκής του προκοπής, μήτε ζωντόβολο που πρώτα έμαθε να καμαρώνει για την ομάδα του ή το κόμμα του κι έπειτα ο μπαμπάς του πρόσφερε κειμενογράφο και πχοιοτική μαιτρίς, για να πολιτευτεί ο τσόγλανος ο τεμπέλης.

    Θέλω αυτό που χρειάζεται η χώρα μου. Έναν μακρόθυμον, αγροίκον πλην θυμόσοφο μπακάλη. Να διαβάζει ο ίδιος και να μη του διαβάζουν την εφημερίδα. Όταν ακούει πως «κάηκε η Βαρνάκοβα» να ξέρει χονδρικώς που βρίσκεται. Και να είναι ρεαλιστής, εχθρός των απολογισμών, ιδίως όταν τους συντάσσει κολλητός του μπαρόβιος.

    H χώρα χρειάζεται έναν μπακάλη. Κι έχουμε γεμίσει μπακαλόγατους. Ο μπακαλόγατος ξέρει μεν αν άδειασε το τσιβάλι με τις φακές αλλά μόνον ο μπακάλης γνωρίζει πόσα πετραδάκια και χαλικάκια ανά οκά είναι λογικώς υπαρκτά και με πόσα η γιαγιά που τα ξεχοντρίζει δεν θα της σπάσουνε τα δόντια. Aλλά με τον Ζήκο, τελειώσαμε.

    Ο πρωθυπουργός ομιλεί την αγγλική με αξάν που προσομοιάζει, χορταστικό και ελαφρώς πομπώδες, με ηγέτη της νήσου Ταπροβάνης (Κεϋλάνης) σε ένα διάλογο του 6ου μΧ αιώνος που μας διασώζει ο συγγραφέας της «Χριστιανικής Τοπογραφίας», Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης. Η περιγραφή της τουριστικής Ελλάδας από τον κύριο Μητσοτάκη, μας θυμίζει έντονα τον Κοσμά: Πάλιν τὸ καταπέτασμα ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ βύσσου καὶ κοκκίνου κελεύει γίνεσθαι, ποικίλον κατὰ τὰ τέσσαρα στοιχεῖα, ἤτοι καὶ πρὸς εὐπρέπειαν. Φανερὰ γὰρ καὶ εἰς τύπον ἐγένοντο, φανερὰ γὰρ καὶ εἰς εὐπρέπειαν καὶ εἰς λειτουργίαν. Καὶ τίθησι διὰ μέσου τῆς σκηνῆς διαιρῶν αὐτὴν εἰς δύο χώρους.

    Χρειάζομαι έναν μπακάλη. Παλαιού τύπου. Που έχει το θάρρος στις αναδουλειές να βγει στη φάτσα του μαγαζιού, ημέρα παζαριού, και να διαλαλεί το εμπόρευμά του. Που σαλιώνει το μολύβι με τα χρέη, στο τεφτεράκι, αλλά ξέρει και ενοχλείται από τα γραμμένα που θα μείνουν αγύριστα, επειδή η χήρα δεν ξέρει πώς αλλιώς να θρέψει τα παιδάκια της και ετοιμάζει τα χαρτιά της για μετανάστευση στο Βέλγιο και την χρηματοδοτεί ένα σίχαμα που άπαξ της εβδομάδας της επιβάλει να του παίζει το μαραμένο του πουλί, χωρίς να βλέπει. Εκείνη.

    Ιδιωτικοί υπάλληλοι, θα μείνουν οι μισοί. Κι όσοι δουλεύουν, τσίμα-τσίμα με το κομμάτι, με το κεφάλι, με τα δικά τους καύσιμα, κι αν θέλουν. Kαι για σκλαβάκια, τσιράκια και υπηρέτες, δε λέω κουβέντα. Αν ποτέ βρεθήκατε στην καθ’ ημάς Ανατολή, ξέρετε πόσα μιλιούνια ζούνε μ’ ένα ματσάκι μαϊντανό στα σταυροδρόμια. Αυτοί που αποκτούν υπηκοότητα, τέρμα τα πεντακοσάρια ― και θα βγαίνουν μαχαίρια και σουγιάδες στα στενά. Και οι δημόσιοι υπάλληλοι, θα τους ταράξουν στα ομόλογα, στα βάουτσερ και στις αναγκαστικές μεταθέσεις, κι αν θέλουν. Εννοώ αυτούς που άκουγαν «δημόσιο» και μέλωνε ο στόμας τους.

    Ο μπακάλης ξέρει από ηλιοβασιλέματα, ο μόνος και σέβεται παραπάνω τον κορφιάτικο Λογγά, από τον ήλιο που γέρνει σε ρυτιδωμένο πέλαγο. Και κανένας δεν θυμάται τι ηλιογέρματα είχαμε, ερωτικά, για μήνες ολόκληρους, όταν έσκασε το ηφαίστειο της Αγίας Ελένης.

    Λοιπόν, λίγα λέω αλλά θα πουλήσουν και τις ψυχές των συγγενών τους και τα πάτρια της δήθεν εθνικοφροσύνης τους. Διότι χρειαζόμαστε έναν μπακάλη. Αυτόν που θα ειδοποιάει τους ψηφιακούς ταηκούνους και τους συνεπαρμένους υφυπουργούς και την αντιπολίτευση της συμφοράς πως ο Ιταλός, ο Γερμανός και ο λεφτάς ο Σουηδός, θα ζαρώσουνε στις χώρες τους κι όποιος αντέξει. Οι Έλληνες κομπραδόροι θα πουλήσουνε όσο-όσο τα Ελυτιώντα ακίνητα με τις γραμμές του Αιγαίου και τα παραπανεπιστήμια τα φυτρωμένα στου διαόλου το κατάστιχο θα κάνουν τεμενάδες για να σπουδάσει στην ελληνική ασυνάρτητη επαρχία κανένας εξωτικός Νασαμών ή ψευτοσαμουράι, έναντι μας μπάζας από γαριδάκια ή φουντούνια. Κι ας τολμήσουνε οι διδάχοι να εκθειάζουν τον Ελύτη και άλλους απελθόντες, ώσπου να αρχίσουν να συνοδεύουν τα παιδάκια τους, μη τα ενοχλήσουν δεινοί παιδεραστές.

    Ο μπακάλης, θα κοίταζε «κάπως» τον Παπανδρέα όταν διάλεγε το Καστελόριζο για το ΔΝΤ και τους άλλους με τα Ζάππεια και τα μπραντς στο μουσείο της Ακρόπολης. Και ο σημερινός μπακάλης θα έλεγε στον Μητσοτάκη να πει ό,τι προαιρείται στο μεγάλο σκηνικό της Νέας Καμμένης, αλλά θα πρόσθετε κι ένα «πωλείται» με μαιάνδρους στα ρουχάκια της Μαρέβας. Δεν είναι ώρες για έπαρση και στιγμές για μεγαλοστομία. Οι ηγέτες παντού, μοιάζουν όλοι με τα χάλια του Μπατίστα πριν δραπετεύσει από την Κούβα. Και οι πάντες συμπαθούν τα παραπλανητικά πρωτοσέλιδα. Και γιατί παρακαλώ;

    Παραδεχτείτε το, οι δήθεν ενάντιοι, με το μάτι στο βιτριόλι και στα δεκάχρονα που χάνονται.

    Διότι μόνον ο μπακάλης κρατάει το τεφτεράκι και σκοπεύει να το βάλει στο εικονοστάσι του, πριν του έρθει συγκοπή και αποπληξία και αρχίσουμε να τον κλαίμε συλλογικώς.

    Μπακάλη, λοιπόν, διότι οι πλούσιοι θα γίνουν πτωχοί και οι πτωχοί θα πεθάνουν. Οπότε, ώσπου να αναστηθούν οι πεθαμένοι, μη περιμένετε μπερεκέτια. Άχρηστοι. Που πατριά δεν δέχεστε και ζακόνι δεν τηρείτε.

  • Το δέρμα των καιρών

    Πριν πολλά χρόνια, ανέβηκα στο Παλαμήδι τ΄Αναπλιού. Το είχα ξαναδοκιμάσει, έφηβος, μόνο για να επιβεβαιώσω αν τα θρυλικά του σκαλοπάτια ήτανε χίλια ή όχι. Δεν ήταν. Αλλά την δεύτερη φορά φύσαγε πολύ και στα πλατώματα αιωρούνταν, για να βολευτούν κάπου, σε κάποιο γούβωμα, έγγραφα. Πολλές δεκάδες. Ήταν από τον μεσοπόλεμο των φυλακών. Κατάστιχα υπηρεσιακά, σιτηρέσια, λίστες ονομάτων, τέτοια. Δεν έκαμα τον κόπο να συγκεντρώσω μερικά, καθώς μέσα μου λειτουργούσε το ξυπνητήρι «ακροναυπλιώτες». Θεωρούσα το μέλλον ως συλλέκτη εμπειριών, άρα (σκεφτόμουν ηλιθίως) “έχουμε καιρό για όλα”.

    Λίγα χρόνια αργότερα, κατηφορίζοντας την Ναυαρίνου, στην Αθήνα, για να βρω το μπαρ του Σκοπελίτη, στάθηκα σε ένα κάδο, δεξιά τω κατερχομένω, με φακέλους ξέχειλους Γεωγραφία. Με ψιλογράμματη γραφή, σημειώσεις ενός υγιώς σχολαστικού αγνώστου μου, με ερμηνεία μηκοτομών εδώ, ένα καραβάκι αφηρημάδας εκεί (ήτοι από τα σκίτσα που παράγονται όταν συζητάς κάτι διαφορετικό και βαρυέσαι, άρα ιχνογραφείς).

    Αναφέρομαι τιμητικά στα σκουπίδια των άλλων. Σε μπακαλοτέφτερα κατάγραφα με το μελανί πλακέ μολύβι που οι χρήστες ξεχνούσαν στο αφτί τους, σε λίστες τεθνεώτων που είχαν ήδη μνημονευτεί από τον παπά και ως καντηλανάφτης σάρωνες μαζί με άλλα χαρτιά στους αυλόγυρους, σε στρωματογραφία ενός αποθέτη σκουπιδιών σε έναν γκρεμό μοναστηριού, όπου αναπαύονταν ονόματα χωριτών και το αλισβερίσι τους με τον Οικονόμο.

    Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, δεν έπαιρνα μήτε δείγμα από αυτές τις ασελγείς εκθέσεις έναντι του Χρόνου που κυλά περιγελώντας με. Διότι μέσα μου, λειτουργούσε ένα αφανές, καλοκουρδισμένο Χρονόμετρο και η πειστική  ένδον φωνή «έχεις καιρό για όλα αυτά. Θα ‘ρθει η ώρα που δεν θα σέρνεσαι μεθυσμένος ή ερωτευμένος ή μουσκεμένος στο δάκρυ σου, τότε που από αυτά τα σκουπίδια, που σε μια ανασκαφή τα κυνηγάς σαν διαμάντια του Ζαμβέζη, θα αντλούνται στοιχεία για την δική σου ανασκαφή, όταν δεν θα κρύβεσαι μη και τραυλίσεις. ‘Οταν δεν θα σε νοιάζει που θα λές «βουλβουλβουλ» και όλοι θα καταλαβαίνουν πως εννοείς την Βουλγαρία.

    Αυτήν την αφανή στρωματογραφία δεν χρειάστηκε ποτέ να την εκφράσω, να την σκιτσάρω, να συμπεράνω, να πορίζομαι συμπεράσματα στο αγιάζι του καιρού.

  • Ιούνιες ημέρες

    Περίσσεψαν οι ουρές οι πλάστρες μες στη χώρα. Αφ΄ενός διότι υπάρχει ισχυρό κίνημα αυτοδιαθεσιτών, που υποστηρίζουν πως ούλα είναι ψώμματα, αφ΄ετέρου επειδή οι διωκτικές και κατασταλτικές δυνάμεις της  χώρας οφλάντισαν και σκέφτηκαν «δε γαμείς, εγώ θα σώσω το ρωμέικο και εμαυτόν;» οπότε και εχάθησαν μέσα στην ερημία του πλήθους, καθ΄α ενόμιζεν ποιητής του εσωτερικού μονολόγου.

    Οι ουρές και η πολυκοσμία είναι προϊόν καμπάτικων αριθμητικών πράξεων.

    Στα λεωφορεία της Θεσσαλονίκης που τάχατες ενεργοποιήθηκαν, αρκεί η αποστολή κάνα δύο στο σέρβις του συνεργείου για να αυξηθεί η αναμονή στις στάσεις κατά αξιόλογο ποσοστό. Μπαίνει ο κόσμος και στριμώχνεται λοιπόν.

    Στην Κατεχάκη, οι πρόσφυγες-μετανάστες κοιμούνται σε μια ατέρμονη ουρά, διότι δια την εξυπηρέτησιν αυτών το ωράριο αρχίζει εννέα το πρωί, άρα λείπουν βάρδιες αρκετές και υφίσταται απροθυμία προώθησης έργου.

    Αλλά ο Χαρδαλιάς, πουθενά. Στην Ξάνθη και στον Εχίνο, στην Μύκη και αλλού θα φέρει τον Τσιόδρα για τους καθησυχασμούς. Κι από τις ουρές, τσουπ! βγαίνει με φίμωτρο ο Μηταράκης, υπουργός αυτός και λέει το αμίμητο: «τους λέμε να επιλυθούν ψηφιακώς, και αυτοί δεν θέλουν, επιθυμούν ζωντανή παρουσία». Δεν λέγει πως είναι παρακατιανοί, κατουράνε στις βραγιές και εμποδάνε τον Μεγάλο Περίπατο της Πόλης, μια φαντασμάρα του ανεψιού της παράπλευρης οικογένειας που βάφει με καρμίνιο ή με κόκκινο της Κόλασης τες ασφάλτους και οι Ατηναίοι, πολλοί τουλάχιστον, τον επαινούν.

    Συμπέρασμα: ένας υπουργεύς κάνει τη δουλειά του, συναρμολογεί ψηφιακές πλατφόρμες σαν αντιαρματικά γερμανικά που βάραγαν τις Ματίλντες των Εγγλέζων στο Τομπρούκ, αλλά δεν είναι υπεύθυνος για την προμήθεια βλημάτων, οπότε βάζει έναν άσχετο να ρίχνει χλέπες ή φλόκια ή ρέχες εναντίον του ανίκητου συμβατικού εχθρού.

    Άλλα νέα, ευχαρίστως: οι διαφημίσεις έχουν «κόψει» μήτε λέπι δεν υπάρχει, άρα η αγορά κλαίει και οδύρεται, εξόν τα πιττόγυρα και η αναμονή του φετεινού Masterchef που μάλλον, εάν προσληφθεί κάπου, θα μαγειρεύει μαλλιά αγγέλου.

    Και ο νεωτερισμός της Βουλής, ήτοι η εξάντληση του αναγκαίου χρόνου, κυριαρχείται από τον σκουπιστή που με ένα βετεξάκι καθαρίζει το βήμα, το λογείον, από τα σφαιρίδια σάλιου των αντιπροσώπων.

    Και απ΄όσο θυμάμαι, χωρίς την πανδημία, στα μέσα Ιουνίου δεν έτρεχε απολύτως τίποτε στις αμμουδιές του Ομήρου, πάρεξ οι όμιλοι των τουριστών ευκαιρίας που χάζευαν το  καλλιμάρμαρο και περίμεναν να μπούνε στην Ακρόπολη.

    Η θάλασσα δεν είναι για μπάνιο, καρπούζια δεν επιπλέουν, το ΝΑΤ δεν έκαμε καμία απεργία, ο Αυτιάς αγέρωχα «αποκαλυπτικός», μία κυρία Αντελίνα αντικαθιστά εύχαρις στο γυαλί την Λωξάντρα, ευτυχώς το Έγκλημα υποχωρεί, επειδή ανέλαβαν τα πάνελα των μεσημεριανιστών.

    Από το 2010 έως πέρισυ ανέβηκε ο τουρίζμο από 7,5 σε 19 δις, άρα ο κομπραδορισμός και οι νέοι σορτάκηδες ξέσκισαν, και απλώς προσεύχονταν μη επιπέσει καμία πανδημία και κόψει η Μαγιονέζα, αλλά εντέλει έκοψε.

    Για να σταματήσουμε τις πλακίτσες

    Κατά τα άλλα, ξεδιψάστε με το αθάνατο κρασί του εικοσιένα και για να ριμάρει με εκείνο το άκεφο «κανένα» ο Ποιητής, καταλαβαίνετε. Στο άρθρο πάντως αυτό, δεν βασανίστηκαν ζώα ή παιδιά, δεν μνημονεύτηκε ο Σύριζα κι όσο έγραφα, δεν μούτζωσα κανέναν και τίποτε.

    Μέγα της το πανδημίας κράτος. Η ανεργία θα πλημμυρίσει τους πόρους του ελληνικού εδάφους, καθώς θα κοπούν τα φτηνά σωσίτριχα των γειτόνων και των τουριστών με μικρό εισόδημα, καθώς θα βιώσουν στενεμένη ζωή στις πατρίδες τους.

    Από τα διαθέσιμα επιδόματα και δάνεια που σκέφτηκε η Ευρώπη θα ξεχωρίσουν μόνον αυτοί οι ηγέτες και οι κοινωνίες που θα κάνουν λελογισμένη χρήση των διαθέσιμων κεφαλαίων και η Ελλάδα δεν θα είναι ανάμεσά τους για έναν απλό λόγο: ποτέ δεν υπήρξε τέτοια ακόρεστη φλυαρία σε κυβερνητικό σχήμα.

    Τους βλέπω στο γυαλί και αντραλίζομαι. Απέναντι, κατοικούν παθολογικοί ψεύτες που νομίζουν ότι συνεχίζοντας τις υπερβολές και τον σκηνογραφικό οίστρο, θα κυβερνήσουν όπου να ΄ναι.

    Όλο το μυστικό βρίσκεται στους διαθέσιμους πόρους που θα υπάρξουν στα επόμενα δύο ή τρία χρόνια σε κάθε κράτος.

    Αν υπάρξει κράτος που θα καμωθεί ότι η ανάπτυξη θα επιστρέψει αύτανδρη και πως θα ισχύσει κάποιο new deal όπως μετά το 1929, είναι γανωμένοι ψευδαισθητικοί απατεώνες που θα ρίχνουν βιτριόλι στα μούτρα των λαών και θα υποστηρίζουν πως είναι ροδόσταμο.