Author: Πετεφρής

  • Γιατί και με τι μας ψεκάζουν

    Mπορεί ένας στιχουργός να παρακινεί τον ακροατή του «να δώσει βάση στην πενιά» αλλά δεν νομίζω αυτή η σύσταση να τηρείται πιστά. Δεν ξέρω και δεν θυμάμαι τι με παρακίνησε να γράψω κάτι κατά μίμηση ενός τρόπου γραφής, διότι στην ηλικία των έξι ετών είχα πολύ περισσότερες (και πιο ηδονικές) δυνατότητες: από μια ποικιλία γλυκισμάτων, την βύθιση στα χύμα μπαμπάκια του εκκοκιστηρίου Εφαρμοστίδη ή το γεύμα ψωμιού μολόχας με κίτρινο μακαρονάκι τσουκνίδας, με τους φίλους μου. Ωστόσο, άφησα τες ηδονές και ξεκίνησα ένα κείμενο, ολιγόλεξο, που είχε ημερομηνία, τίτλο, αρχή μέση και τέλος. 1954, οι κονταρομαχίες του ιβανόη, δε μου λέτε, λοιπόν αρχίζουμε, τέλος.

    Τα τρία κείμενα που με έπεισαν πως το γράψιμο είναι άγρια υπόθεση που σου ρουφάει με καλαμάκι το μυαλό, ήταν δύο στην «Διάπλαση των Παίδων» και ένα στον «Ταχυδρόμο». Στη δεκαετία του 50 στο σπίτι των πρωτοξαδέλφων μου στη Σαλονίκη, υπήρχε μια στοίβα παλιά περιοδικά. Σε μία «Διάπλαση» περιείχε σε συνέχειες τις περιπέτειες μιας τσακαλοπαρέας, κατά το πρότυπο του «πολέμου των κουμπιών», όπου τελικά το πιο συμπαθητικό παιδάκι πνίγεται στο ποτάμι σε ατύχημα και η παρέα το διαλάει. Σε μία δεύτερη «Διάπλαση» ένας μεσήλικας επιθεωρητης αγωνίζεται να λύσει μια σειρά εγκλημάτων και στο τέλος αποκαλύπτεται πως ο ίδιος τα είχε διαπράξει, εκμεταλλευόμενος που ήταν εγγαστρίμυθος.

    Άρα, πριν κλείσω τα δέκα, ώφειλα να ξέρω πως τίποτε δεν είναι αληθές και όλα καταλήγουν σε μεγάλες φασαρίες. Αυτό το επιβεβαίωσα από ενα «τεύχος χιούμορ» του «Ταχυδρόμου», μάλλον του 1965 ή 66, όπου ένας ψευδωνύμως φερόμενος ως Ανδρέας Ιδρωμένος (μάλλον ο ποιητής του «Επαναστατημένου Χριστού» Θ. Β. Φραγκόπουλος, παρουσιάζει σε δύο τεύχη το διήγημα «Πάει κι ο Προφέσορας» που με είχε μαγέψει τελεσίδικα. Αλλα υπήρχε μια ουρά που με αναστάτωνε ακόμη περισσότερο. Ο συγγραφέας, στο δεύτερο τεύχος με την ολοκλήρωση του διηγήματος, διεκτραγωδούσε πως έχασε ή ξέχασε μεγάλο μέρος του αρχείου του, πως έπρεπε να δημοσιευτεί η συνέχεια του διηγήματος ως αρχή του, ενώ η πλοκή ήταν μια γοτθίζουσα ιστορία με ένα μωρό υπερκόσμιο που ζούσε εν υγρώ σε μια δεξαμενή σε ένα καλύβι χωριατόσπιτου. Η συμπαραγωγή ενός καλού, πραγματικά καλού κειμένου, παρέα με έναν αρχιγκρινιάρη, που τύφλα να έχουν πολλοί εγωπαθείς στην «Βιβλιοβουλή» ή σε κάτι λογοτεχνικό της σύγχρονης κειμενογραφίας. Πραγματικά δεν παίζει κανένα ρόλο πόσα ρολά τυπογραφικού χαρτιού γεμάτα σύμβολα κατανάλωσα έκτοτε, αλλα αυτά τα τρία κείμενα μου έδωσαν έναν μπούσουλα για τη λογοτεχνία, μια τριπλέτα:

    • Και η καλύτερη παρέα δεν αρκεί για την επιβίωσή σου
    • Σε όλα τα αστυνομικά, οι αρχικές σου υποψίες είναι πρόωρες και πρέπει να ασκείσαι υπέρ του λιγότερο πιθανού δολοφόνου
    • Ο συγγραφέας έχει το άτυπο πλην ποθητό δικαίωμα, να χάνει αρχεία, να τα χάνει, να το βρίζουν ή να το αγνοούν, αλλά σπάει ο διάολος το ποδάρι του και τσουπ σου εκθέτει τον «επαναστατημένο Χριστό» που μπορεί να υπακούει στην «αντιστασιακή λογική» μιας ιδιοπεριόριστης λογοτεχνίας από την εποχή του Ουγκώ και της Φαντίνας, αλλά ποτέ μη ξεχάσεις να προσθέτεις την κλάση του ήρωα, διότι ξενίζει τον λυρικώς φερόμενο αναγνώστη.

    Όλα αυτά, επιβεβαιώθηκαν με τα τσαρούχια όταν, πάνε τριάντα χρόνια τώρα, γνωστός μου επισκέπτεται τον πατέρα του σε επαρχιακή πόλη και τον πληροφορεί για υπαρκτό σοσιαλισμό που κινδυνεύει, οπότε ο παλιός αγωνιστής του καθησυχάζει: «άστα αυτά παιδί μου, βιντεο είναι όλα».

    Σας τα εκθέτω όλα αυτά, εκτιμώντας πως οι θεωρίες της κούφιας ή κυβικής γής, οι ψεκασμοί, οι παγκόσμιες συνωμοσίες για τους εμβολιασμούς, για τον κορονοϊό που δεν υπάρχει παρά για μογγολοφτύματα, για τις επτά ακτίνες και τις πέντε μυήσεις, για το άζνα και το Ντέβα Ωμ, συνυπάρχουν με τον ορθό λόγο, τη διαλεκτική και την διάπλαση των Παίδων πάνω στη δική τους λογική.

  •  Η αντιπολίτευση ως αντιπαραγωγική ρετσέτα

    1. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήτοι ατελώς την περίοδο Παπάγου μετά την Κορέα, διάβαζα, ως ξύπνιο σκατό, εφημερίδα («Μακεδονία» αργότερα και «Δράση») και, δεν ξέρω το γιατί, ήμουν προσκείμενος στον Ολυμπιακό και στους φίλους μου, τον Τέλη Τσιρέλη, την γειτονοπούλα Πατρούλα, τον Λευτέρη και τον Βαγγέλη τους απέναντι (ο Βαγγέλης έφερε σημάδι από πέταλο αλόγου από το μέτωπο ως το σαγόνι). Στον Ολυμπιακό κόλλησα επειδή την εποχή των πρώτων εγχρώμων φωτογραφιών είχαν κάθετες κοκκινες ρίγες επί λευκού κάμπου, κι επειδή ο τέρμας του λεγόταν Θεοδωρίδης. Αλλά μετά, χρόνια μεταμελήθηκα και γέγονα Μπαογκτζής, αν και από μάνα και τα σόγια της ήτουνε όλα Αρειανίδαι, ως Παππαφιώται και θαυμασταί των Βικελίδηδων. Έως και με τον Αλεξιάδην ψαρέψαμε αργότερα στην Καψόχωρα σε βαρκάκι και τον πρώτο γνήσιο Παοκτσή γνώρισα σε παραθέριση στην Σκόπελο και ήτον ο Γούναρης.
    2. Πάντα  με ενδιέφερε η αντιπολίτευση εν Ελλάδι. Ήταν ένα μάγμα γκρινιάρηδων και θυμωμένων ρητόρων, ενώ οι δεξκσιοί που κυβερνούσαν ήτονε άξιοι, μόνον οι ηλικιώτες, να φέρουν ωρολόγιον με αλυσίδα στο τσεπάκι του γελέκου. Ο πατέρας μου, βαμμένος «εθνικόφρων», ψήφισε τελευταία φορά δεξιά στο δημοψήφισμα για τον Γεώργιο. Μετά ήτονε κεντρώος επί έτη 25 και στο τέλος του βίου του το έρριξε στο ΠΑΣΟΚ, έτος, 1977.
    3. Δεν υπήρξα πολιτικά πορτογύρης. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως ήχασα το φως μου. Δυσπιστούσα μονίμως στις κυβερνήσεις, όποιου χρωματισμού. Και αρνιόμουνα τις αντιπολιτευτικές τακτικές επειδή έκρινα πως στοιχειοθετούσαν υπό την άνεση μιας ξαπλώστρας και δεν είχαν καρφίτσες στον γκώλο, ως βαθέως επιθυμούσα. Αλλ΄αυτά ήταν περσυνά ξυνά σταφύλια.
    4. Μετά την συμφωνία των Πρεσπών, έπαψα να καταλαβαίνω την τότε κυβέρνηση που έδειχνε να επιδιώκει την κατάργηση του άτυπου συμφώνου της με τους δεξιοδεξιούς του Καμμένου και αρνιόμουνα να πιστέψω πως ήλπιζαν πως οι Ανέλοι, μαγεμένοι από το παλαιό συνοικέσιο, θα ξαναψήφιζαν Τσίπρα. Ήταν σαφώς μια «απόφαση» της λησμονιάς, μια ηθελημένη καραμπινάτη ήττα, που έκοβε στη μαγιονέζα, ήτοι στην βεβαιότητα του τότε πρωθυπουργού πως θα καβατζάρει τον κάβο, θα πατήσει τον Μητσοτάκη, θα κοσκινήσει το πληγούρι, θα νικήσει και πάλι. Αποδείχτηκαν όλα, φούμαρα τελειωμένα.
    5. Πολύ αργά κατάλαβα τι εστί αντιπολίτευση. Ήταν τριάντα χρόνια πριν, με ένα ΠΑΣΟΚ διαβρωμένο από αρχηγικές «αταξίες», με έναν Κοσκωτά που κόντευε να γλυτώσει, με μια σπάνια σύμπλευση αριστεροδεξιάς, με επιμελώς κρυμμένον τον ρολο Γιωργάκη Παπανδρέου όταν εργολαβούσε «τα νέα τζάκια» και τέλος, την «ανάσταση Ανδρέα» με την νίκη του 1993, ενώ μαγειρεύονταν, ωσάν γιαπράκια στο Καπάνι, η μόνιμη αντίθεση Σαμαρικών-Μητσοτακικών, που ολοταχώς βαδιεί προς την επόμενη γενιά και άλλο εμπόδιο ο Κυριάκος δεν έχει, ακόμη κι αν συνεχίσει μια αναιτιολόγητη «επίσημη συμπεριφορά».
    6. Αλλά το έλα να δγιείς καλύπτει την λεγόμενη «αντιπολίτευση του σήμερα». Πρωτεύει η Κινάλα, που παίζει μονίμως το anthem «δε με παίζετε, κανάγιες». Μετράει μέρες, δε μπορώ να διαφωνήσω. Κανένας αντιπολιτευόμενος (εκ πείρας ομιλώ) δεν έχει ιδέα τι κέρδη πολιτικά θα βγάλει, αν ενδυθεί καβούκι πάγουρου και το παίξει εθελοντής κυβερνητικός, μετά υπονοουμένων. Άκουσα τον Κατρούγκαλο, που από χρόνια τον έχω στο μάτι, να τιμωρεί τους κυβερνητικούς για την αιγυπτιακή του ράτζια, αλλά ήταν τόσο ζηλιάρης, τόσο σκασμένος, τόσο γελαστικός, και μάλιστα χωρίς κανένα κίνδυνο να τον διαγράψουν.                                                                  Πάντως, τα σημερινά κόμματα κρύβουν λόγια και νομίζω πως βγαίνει άκρη μόνον εάν μετρήσει κάποιος αξιολογικά τι ακριβώς λέει ο στόμας των Συμβούλων στρατηγικής και άλλων με πείσμονα γνώμη. Ειδικά, τα τσακαλάκια του Παντείου κατανοούν τόσο τον ψυχισμό του Πομπέο, που αδικούνται στην παράξενη, πολυσχιδή αυτή γωνιά του κόσμου.
    7. Kι αν νομίζετε πως κατέστην εριστικά πειθαναγκασμένος σε κάποιο εξ αριστερών όραμα, είμαι σε θέση να σας αποκαλύψω τις συνέπειες ενός λάθους. Προ ετών όταν ανέσκαπτα διαθέσιμες εφημερίδες από το Εθνικο Κέντρο Τεκμηρίωσης (μια ζωή οι χονδροειδώς μεγαλυντικοί τίτλοι ιστοσελίδων ήταν εφήμερα έντομα, έρμαια των  χελιδονιών) έπεσα σε μακρές απεργίες, ριζοσπαστικές ορολογίες, και εργατικές διεκδικήσεις, τάλε κουάλε οι σημερινές, αλλά δεν υπήρχε από πίσω τους κινών μηχανισμός κάποιου κόμματος, ειδικά κόμματος εξειδικευμένου στο Δίκαιο της εργατικής τάξης. Ήταν σε εφημερίδες μεταξύ του 1905 και του 1911, όταν δεν υπήρχε κόμμα που θα μπορούσες να το «κατηγορήσεις» για υπόθαλψη φασαριών, όπως βαρέθηκα να διαβάζω σε ολόκληρον τον μεσοπολεμικόν αιώνα. Συμπολίτευση και αντιπολίτευση διέθεταν αυταρχικές ουρίτσες σκληροπυρηνικών νομοσχεδίων, ο  φασισμός είχε θαυμαστές να φαν κι οι κότες, ενώ υπήρχαν συντηρητικοί κύκλοι που τους θεωρούσαν αγωνιστές υπέρ των πτωχών πολιτών και δεν παρουσίαζαν κάποια σκληρότητα πέραν της προβλεπομένης από τα ήθη ενός αδοκίμαστου σφαγείου πεποιθήσεων. Έκτοτε όταν βλέπω να βάζουν στον αυτόματο «κινητοποιήσεις», έχω τις επιφυλάξεις μου. Και επίσης, ας θυμόμαστε πως οι κυβερνήσεις παράγουν την αντιπολίτευσή τους και τούμπαλιν. Για να μη τα ρίχνουμε όλα σε τάχαμου ιδεολογίες και «τότε που ζούσαμε» και λοιπά και λοιπά. Την αντιπολίτευση και τις αρχές της ας αναζητήσουμε σε εκρήξεις πληβείων και στον τυφλό τακτικισμό του Νάβιδος.
  • Πολιτική σύγχυση

    Μπορεί να θυμάστε, όσοι ζωντανοί, την επιτυχία του Τομ Τζόουνς «Ντιλάιλα». Επειγόντως, όσοι πλακατζήδες, παραφράστε το σε «Ντινάιαλ». Οι πιο στοχαστιικοί, αναδράμετε στην «Άρνηση» του Σεφέρη, ειδικά στομφωθείτε εκεί που λέει το τραγούδι «πήραμε τη ζωή μας λάθος».

    Εμπορική κίνηση, δεν υπάρχει. Η πανδημία φέρνει μια βαρβάτη κρίση. Μόλις η κοινή γνώμη (που ψάχνει τον αίτιο και τον ένοχο) σαρωθεί από εκατοντάδες καθημερινά κρούσματα και καταλάβει πως το Κράτος με την Κυβέρνηση θα αρνηθούν να περιορίσουν δραστικά την κυκλοφορία και τις βόλτες, αλλά και τη φορομπηξία, επειδή προσδοκούν με τις ευρωπαϊκές ενέσεις κεφαλαίων να ανατάξουν την παραπαίουσα οικονομία σε βάρος χιλιάδων κατοίκων με κλονισμένη υγεία, μη νομίζετε πως θα είμαστε τόσο ξεψυχισμένοι  ώστε να συνοδοιπορήσουμε με την εκατοντάδα των «ειδικών», τις μίρλες και την βούβα των «δημοσίων λειτουργών», τις συνδικαλέ πριμαντόνες που διαμαρτύρονται την κατάλληλη ώρα για να μπούνε στην μονταζιέρα των καναλιών, τους γέροντες και τις αποθαρρημένες γυναίκες που χήρεψαν, χώρισαν και μπαίνουν δίχως μάσκα στις ουρές και από πάνω ακούνε τον στοργικό πρωθυπουργό κι έναν Κατρούγκαλο που απορώ με το αυτάρεσκο ύφος του.

    Θα΄ρθει η Κρίση και θα γαμήσει κι αυτούς που δεν θέλουν και τους άλλους που το επιθυμούν. Χωρίς καφέ και κουβεντούλες, με τυφλή οργή, ανήμποροι για μεταναστεύσεις, σε μια Ελλάδα να ξεπουλιέται χωρίς καμία αυτογνωσία και ταπεινότητα.

    Στο βάθος του καιρού («σε τελευταία ανάλυση» που λέγανε στα σίξτις) η προσδοκία μεγάλων χρηματοδοτήσεων με πρόφαση τους δεινώς ανιώντες κατοίκους της χώρας ήταν η θρυαλλίδα που έκαμε ηγέτες, συνδικάλες, συνταξιούχους πελάτες του Αυτιά και συναφών λειτουργημάτων, να μη νοιάζονται για τις πολεμικές ανταύγειες στον ορίζοντα, για τις μεγάλες ανάγκες στην Υγεία, στην Παιδεία, ακόμη και στην Ακαδημαϊκή κοινότητα που πρέπει να γυρίσουν στις Έδρες τους αφήνοντας την πολιτική μπακαλική, να ζαρώσουν σε μία θύελλα αντιφάσεων.

    Θαρρείς και ακούνε μηνύματα από την Ευρώπη και άλλες χώρες από χαλασμένο ασύρματο, τα διακανονίζουνε λέγοντας ωμά ψέμματα ο ένας στον άλλον, και το μόνο που τους νοιάζει είναι να αρρωστήσουν τα πλήθη «δικαιολογημένα», δηλαδή πως είναι πιτσιρικαρία αδιάφορη, «λαθραία» ξενάκια, και ό,τι γενικά φέρνει σε απόγνωση τον νεοέλληνα οικογενειάρχη, μετά συμβίας, τέκνων και νυμφίων αμφοτέρων των φύλων.

    Σκεφτείτε απλώς τι σούτ θα έτρωγε στην πιάτσα, ένας προπονητής,, ένας επικεφαλής, ένας «αρμόδιος» στέλνοντας ό,τι αφελέστερο ή γελοιωδέστερο ως μήνυμα στην πελατεία του.

    Αλήθεια, τι έγινε εκείνη η φοβερή ιστορία πίεσης στον Έβρο; Έκλεισαν τα σύνορα ή τον παίζουμε; Τι κανουν οι κροκοδείλιες υπηρεσίες, όταν ένας γιωταχής από Θεσσαλονίκη, ειδοποιείται να συλλέξει καμία δεκαριά αποφύγους και στουκάρει έξω από το Δεδέαγατς;

    Σύμφωνοι για την μάσκα, αλλά ξέρετε πως πάσχων από τα πνευμόνια μου δεν τολμώ να κάνω βήμα έξω στον δρόμο κι ας μπλαστρώνομαι με μωρουδιακές σαλιάρες;

    Αλήθεια, αυτά που λέγατε, περί προσλήψεων και άλλων αγαθών, ισχύουν; Μεταξύ μας, γιατί σας ξεφεύγουν τόσα ψέμματα; Επειδή τα βάζουμε με τον φιλοσοφούντα αμετροεπώς πρωθυπουργό, μήπως μας θεωρείτε πολιτικούς του αντιπάλους που πόθησαν τσοτσιαλισμό;

    Έχω εξηγήσει πως ανεξάρτητα πόσο κεντρώο ή αριστερό, αριστερίστικο ή κεντριστικό είναι ένα ενδιάθετο, έχει ήδη παγιωθεί η αναγκαστική συνεργασία κάθε ιδεολογήματος και κακώς κοκκορομαχούνε οι εκλεγμένοι μας. Τελικά, στην ουρά του συστήματος, και «ουρά» είναι ό,τι κινείται σε ένα ποντικάκι, υπάρχουν δύο ή τρία φέουδα παραδοσιακώς αποτελούμενα από καθαρόαιμους δεξιάντζες που γεμίζουν το ρόστερ της κυβέρνησης με άγνωστες, αδιατίμητες και παροδικές αξίες; Γιατί το κάνουν; Επειδή ημπορούν! Η αντιπολίτευση, θα το έχετε ήδη εμπεδώσει, εκβάλει δια των τσιρομαχητών της, ένα «τσιριτίρι τσιριτρό». Η δε κυβέρνηση, φοράει μάσκα νεοτερική, από την φράντζα έως το μήλο του Αδάμ. Αυτή θα λέγεται «αδαμιαία περιβολή» και ίσως αυτήν υπονοούν με τη λέξη σύνθημα «για ένα φιλότιμο».

    Τελικά, εννιά χρόνια από την υπό καταισχύνη εκδίωξή του και αφού μελώδησε επί χρόνια για κάλτσες, αλυσίδες ποδηλάτου και νεόκοπες συνεδριακές παπάρες, βλέπω πως όλο το γιάγμα επί Γιωργάκη Παπανδρέου ανέκαμψε και κυβερνά, χωρίς να σβήνονται με σφουγγάρι οι σαμαρισμοί και οι καραμανλισμοί του παρελθόντος. Κανένα στελέχι δεν πάει χαμένο.

    Τουλάχιστον εμπεδώσαμε πως δεν υπήρξε ποτέ, μήτε υπάρχει, μήτε θα υπάρξει μητσοτακισμός σε αυτή τη χώρα. Ο πρωθυπουργικός τύπος που λανσάρει, μου φαίνεται πιο παροδικός κι από του Τσίπρα.

  • Παραλογή της Μαρέβας και των αδελφώνε

    Mε απορία σήκωσε το φρύδι η Μαρέβα

    Την ώρα που ο Κυριάκος της, έβγαζε τα παπούτσια

    Και με τις σαγιονάρες του πάταγε τους μαρμάρους.

     

    Κύρι και καλοκύρη μου, σύντροφε και πατέρα

    Μόλις μου τηλεφώνησε η δόλια η αδελφή σου

    Κι από το Σκάηπ διέκρινα μάγουλα χαραγμένα

    Από του πένθους τη φωλιά, σε κρητικά μητάτα.

     

    «Μαρέβα μου, τι γίνεται; Μαντόνα μου, πώς είσαι;

    Tι κάνει ο Κυριάκος μου; Χαθήκαμε παιδί μου

    Η μία με την ΜΚΟ, η άλλη επιχειρήσεις

    Και μία γνώμη που είχαμε, μια σβάρνα τη σαρώνει

    Γι αυτό και παροτρύνω σε, ως σύγχρονος Διώνη

    Άκου την αυταδέλφη σου, πέντε λεπτάκια είναι»

     

    Ακούει την ο πρωθυπουργός και σπιθουράκια βγάνει

    Πάλι καλά, γιατι άλλοτε γέμιζε καντηλίτσες.

    Ευθύς την Ντόρα προσκαλεί, την ντριντρινίζει αμέσως

    Κι εκείνη τον εφλόμωσε με πτερωτά λογάκια:

     

    «Δεν λέω σοι να εκτιμάς, να σκέβεσαι φαμίλια.

    Από καιρό ξεχάστηκες στης πόλκας τις φιγούρες

    Θυμάσαι τον Κοπέρνικο κι όχι τους Μινωίτας

    Τρέχεις στου Τσόπιν τα βιολιά χωρίς Γαργανουράκη

    Θαυμάζεις δε το Βάιντα κι όχι τον Σμαραγδή μας

    Τον Φαρενάιτ προσκυνάς κι όχι τον Συνολάκην

    Και την Νατάσσα άφησες ν΄ακούει Λουδοβίκον

    Πλην πρόσεξα δυο λάπατα σε τάφον Καζαντζάκη»

     

    «Εγώ κρατάω υπόγεια με συλλογή κατσούνες

    Και στου Τομ Χανκς τ΄απόβραδο που ήπρεπε να πάω

    Συχνάκις αναστέναζα κοιτάζων προς την Κρήτην»

    Της απαντά ο πρωθυπουργός δακρύων και ολολύζων

    Κρατών μαχαίρι κρητικόν όπλον τιμής και ανδρείας.

     

    «Γιόμισες κόσμο και ντουνιά» τονε μαλώνει εκείνη

    «και μέτρησα υπερεκατόν νομάτους στο Μαξίμου.

    Τον Αυγενάκην έρριξες δεν εσεβάσθης σόι

    Κι αφήνεις πρωινάδικα μόνον με Κουτροκόη»

     

    «Εγώ τον Μίνωα τιμώ, τον Αιακό σεβούμαι

    Αλλά και τον Ραδάμανθυν βαθέως ευλαβούμαι

    Ουδέποτε αναίρεσα Δαιδάλου εξορίας

    Και του Ικάρου τον πνιγμόν το Στε τον απεδέχθη.

    Όσο για την κυβέρνησιν το βλέπεις κοντοθώρως

    Αντί να πεις στο γιόκα σου να κόψει «περιπάτους»

    Και να δουλέψει ως δήμαρχος και όχι Καλατράβας

    Μη σε ζαλίζουν νούμερα. Ο αδελφός γνωρίζει

    Πως είναι εκατονδώδεκα πολιτικά φυντάνια

    Ήτοι εγώ, οι υπουργοί, υφυπουργοί και σία

    Επίσης αναπληρωτές, και γραμματείς ποικίλοι:

    Και Γενικοί, και ειδικοί, έχει και ενδιαμέσους

    Και αν θες να ξέρεις το γιατί, άκου τον αδελφόν σου

     

    Έφτιαξα μιαν επιτροπήν υπό τον Πισσαρίδην

    Και δείξαν μου κατάλογο με δράσεις νομπελίσκου

    Σύνολον δεκατέσσερις, άρα τό χω ρυθμίσει

    Ανά μια δράση αντιστοιχούν οκτώ καπεταναίοι

    Κι η αφανής η διαίρεσις θαυματουργός θα είναι».

     

    Έκλεισε το τηλέφωνο η Ντόρα η τιμημένη

    Και χάθηκε στον ρούφουλα σκέψεων απαισίων

    Εντέλει επαναβρέθηκε στη ζούγκλά της Μποτσουάνα

    Που είχε φιλελεύθερους να φαν κι οι αντιλόπες.

  • Ευριπιδάκη κουρέλι κουρελάκι

     «Αυτό είναι παράδοξον

    αλλ’ αληθεύει τάχα;

    Κι εις το Περτούλι έλεγε

    μια ωραία βλάχα

    οτι της Αγίας Κυριακής

    οι πάντες ευωχούνται

    εκ της ελάφου τρώγοντες,

    ήτις πηδώσα έρχεται

    εκεί και σφάγιαζεται

    και ως θυσία άμωμος

    εκούσα θυσιάζεται»

    [Λαογραφικά Περτουλίου]

     

    Δεν έχω δει δυστυχώς ταινία του Λάνθιμου, μήτε παρακολούθησα ως ώφειλα, όλο το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη. Διέτρεξα τα περί κλοπής, λογοκλοπής και υπεξαίρεσης κειμένων ή ιδεών και δεν αισθάνθηκα προδομένος ή εξαπατημένος ή συμπαραστάτης, ίσως επειδή μου λείπουν συνέχειες.

    Μόνο στο ιερό ελάφι έμεινα και στην περιγραφή ενός οικογενειακού αντίστοιχου που τόσον ο Λάνθιμος, όσο και ο Δημητριάδης πραγμάτωσαν και διεκδικούν. Στην πίκρα του Δημητριάδη (που έχει την αμέριστη συμπάθειά μου) η μόνη μου απορία παραμένει: αλήθεια, όταν χρησιμοποιείς ή εμπνέεσαι ή «κλέβεις» μια δραματουργική ενότητα, αλλά επιθυμείς να μνημονεύσεις την πατροτητα μιας ιδέας, ιδίως στο σινεμά, το βάζεις στο ζενερίκ; Μήπως το αναφέρεις τιμητικά στην πρες κονφερανς; Ή περιμένεις να δεις στους τίτλους «ευχαριστώ τον Δ.Δ για την λαμπρή ιδέα του, που με οδήγησε να εμπευστώ μια σκηνή;»

    Τελικά προκειται για μετωνυμικη μεταφορά (ακόμη μία) ενός κλασικού οικογενειακού μύθου, της Ιφιγένειας, τόσο της εν Αυλίδι, όσο και της εν Ταύροις, απ΄όπου φυσικά και η υποτιθέμενη θυσία μιας ελάφου, από τα ιερά ζώα της Αρτέμιδος -μία ενότητα ομοιοθέτων που ενίοτε αλληθωρίζει και προς την έκτακτη Βραυρώνα και τις αρκτείες συνοδούς της.

    Από την άλλη, εκκρεμεί το έργο και ο θάνατος του Ευριπίδη που έζησε και απέθανε σπαραγμένος από σκυλιά, τις τραπεζήες ή εστερικές λαγωνίκες στο κτήμα που του παραχώρησε ο Αρχέλαος. Ο Ευριπίδης ήταν ο δημιουργός, άρα και φυσικός αυτουργός των δύο περί την Ιφιγένεια έργων.

    Προσέξτε τώρα: στη Ρεντίνα της Μυγδονίας, σε ένα οδοιπορικό της Εγνατίας Οδου, μνημονεύεται ο σταθμός Peripides (Ευριπίδης) όπου ετάφη ο Τραγικός, κοντά στην πόλη Αρέθουσα και πριν μπει ο οδοιπόρος στα «μακεδονικά Τέμπη». Ε, η παράδοση, ανεξάρτητη από το «ιερό ελάφι» και τις οικογενειακές υποθέσις, διατηρείται σήμερα, στον ναό της Αγίας Μαρίνας στην είσοδο των στενών.

    Κατά την παράδοση, που πρωτάκουσα από κατοίκους της Ρεντίνας, αναφέρεται ένα κουρμπάνι, μία θυσία ελάφου. Συγκεκριμένα έφτανε άπαξ του έτους ένα ελάφι το οποίο οι επιχώριοι θυσίαζαν, ακολουθώντας ένα τελετουργικό. Αλλά μια χρονιά το ζωντανό άργησε, έφτασε νηστικό και κουρασμένο, οπότε το έσφαξαν αμέσως. Η ιεροσυλία πληρώθηκε έκτοτε. Ελάφι δεν ξαναφάνηκε και έκτοτε θεωρούνται γρουσούζηδες οι αυτουργοί και περιορίζονται σε σφαγή ενός προβάτου.

    Συμπέρασμα: υπήρξε μια συγκεκριμένη θεοδικία επί του τάφου του Ευριπίδη, γύρω από μία μη αποδεκτή ανθρωποθυσία, η οποία εύκολα θα είχε σύγχρονες εφαρμογές, όπως συνέβη σε άλλους με το λουτρό και τον Αίγισθο, με την μνηστηροφονία και πλήθος άλλων παραδόσεων που διέλαθαν και υφίστανται και στη σύγχρονη δημιουργία, θεατρική και άλλη.

    Αν μάλιστα είναι ισχυρή η υπόθεση εργασίας πως ο Ευριπίδης Ιφιγένεια εν Αυλίδι τραγώδησε κατά την παραμονή του στη Μακεδονία, το έτος 407 πΧ (και μάλιστα την παραγωγή στην Αθήνα έκαμε απόγονός του) εκτός από τις «Βάκχες» και τον «Αρχέλαο», η συνίζηση του θέματος υπερβαίνει κάθε δημιουργική φαντασία: το φαντασιακό τρέπεται σε ουσιαστικό, το μύθευμα αποκτά ριζίδια.

    Κανονικά, θα περίμενα λοιπόν στο σενάριο να αναγράφεται «πάνω σε μια ιδέα του Ευριπίδη» μια φράση που δεν πρόκειται να δω ποτέ των ποτών.

    Εξάλλου, ποτέ δεν θα λησμονήσω τον ευγενή πλην ήσσονα Σαλονικιό ποιητή που θύμωσε επειδή κάποιος ή κάποιοι χρησιμοποιήσαν τη λέξη «φεγγάρι» όπως εκείνος, στο έργο τους. Και δεν θα λησμονήσω τον μέγιστο συνθέτη που ζήτησε εμφατικά να του δοθεί πλανήτης ή δορυφόρος (ναι ναι ναι, ήμουν αυτόπτης) ώστε η μουσική ενός «άλλου» συνθέτη να μη διασχίζει κατ΄αποκλειστικότητα δορυφορικώς το στερέωμα.

    Από την ακένωτη αρχαία δραματουργία, λίγες εκφράσεις πάντως έμειναν ελεύθερες πνευματικών δικαιωμάτων. Προχείρως, το πανίσχυρο «Οιδιπόδειο», ο γεραρός εκείνος «Πριαπισμός», ενώ από θυσίες, φρόντισε η «θυσία του Αβραάμ» να μονοπωλήσει το ζήτημα, ενώ από την εν Ταύροις διαμονή της, ακούεται που και που ένα «δεν θα γίνω εγώ Ιφιγένεια» συνήθως από πολιτικό που συνελήφθη με φρουτοσαλάτα σε κηδεία.

    Και δεν είναι μόνον ιδιοπεριόριστα τα διαχρονικά κείμενα στα πλαίσια της εθνικής μας τυφλώσεως ή γκαβωσύνης. Τα ίδια με τον Σαιξπηρικό λειμώνα, όπου ο Μακμπέθ, το δάσος που σαλεύει, ο Πολώνιος, η εκμέτρηση της ήττας μέσω νεκροκεφαλών ή οραμάτων, ένα σωρό αθάνατες ατάκες δεν έχουν κοιτίδα, δεν υπάρχει ο αρχικός εμπνευστής ή χρονογράφος. Δεν ξέρω πόσες φορές  χτυπάει το καμπανάκι όποτε παραμορφώνεται ένας βασιλιάς Ληρ σε σχέση με το κληρονομικό δίκαιο.

    Για να περιοριστώ στην αρχαιότητα, την δήθεν «δική μας» ο Παρθενώνας ως σύμβολο δεν τραβάει λιγότερα και δεν υπάρχει αυτούργιος ιδέα που να διατηρήθηκε επί πολύ: υπενθυμίζω πως η σαπουνέ μακετούλα του μνημείου στις πρόσφατες Βάκχες του Ευριπιδάκη «κουρέλι κουρελάκι» εμφανίστηκε ως τρισδιάστατο εκτυπωμένο αντίγραφο στην παρέλαση της αρχαιότητας στην τελετή έναρξης των Αγώνων του 2004, αλλά στο βάθος του καιρού, το ίδιο σχηματικό εκτύπωμα υπήρχε ως έμβλημα στα πάντσερ των χιτλερικών στρατευμάτων που σάρωσαν από τα σύνορα έως την Πελοπόννησο την Ελλάδα το 1941. Κι εκεί Παρθενώντας, ως πρώιμο στίκερ.

    Συμπέρασμα: όπως λέγαμε παλια ότι «η θέμις έχει κέφια» ως τίτλωση ενός κοινότοπου δικαστικού ρεπορτάζ, έτσι η αιματηρή ανθρωποθυσία, κατάλληλα μεταποιημένη σε υπέρτατο τιμωρητικό αγαθό, διαρρέει διαχρονικά την καλλιτεχνικη έκφραση ή το ηθικό ποτενσιόμετρο των κοινωνιών.

    Ανήκω στους οπαδούς του ρητού «ο χρόνος είναι κλέφτης» και διατηρούμαι στη ζωή, όχι επειδή ακούω τον πόνο των δημιουργών, αλλά επειδή βλέπω κι εμπιστεύομαι τις ρυτίδες τους.

  • Εκθεσίες και καμάρια

    Επειδή μερικοί το έχουν παραξηλώσει, διατεινόμενοι πως ελέγχουν την κατάσταση, και μας περιμένει ένα φρικτό τρίψιμο στον ρεντέ της Διπλωματίας, ας ολοκληρωθούν μερικά προαπαιτούμενα.

    Εκ κορυφής άρξασθαι. Ο πρωθυπουργός να αφήσει την απολύτως νοσηρή συνήθεια να εύχεται δημοσίως στενούς του συγγενείς, να φλερτάρει δια της παραχωρητικής μεθόδου, τη σύζυγο, να «συσκέπτεται» κάθε τρεις και μία, να ακκίζεται δημοσίως. Μόνον εάν ήτο δήμαρχος του Τάρπον Σπρινγκς θα ήταν δικαιολογημένη αυτή η ευωχία.

    Ώσπου να οριστεί ημέρα, τόπος και θέματα της επικείμενης συνάντησης με τους Τούρκους, να το βουλώσουν όλοι, μα όλοι οι εμπλεκόμενοι από ελληνική και κυπριακή πλευρά, διότι πραγματικά δεν πειράζει να μη διαθέτουν διακυβερνητικά πρωτοσέλιδα οι εφημερίδες μας. Αν ο κύριος Διακόπουλος είναι χρήσιμος, να εκδίδει ανακοινώσεις υπό δέσμευση. Ανκαι την τελευταία δεκαετία δεν σπανίζει ο τύπος του συμβούλου με γνώση, αλλά και επικοινωνιακή απειρία, που πετάει κάτι ανάποδες που ο εκπρόσωποι Τύπου ιδρώνουν να μαζέψουν.

    Είναι λάθος να επιμένουμε πως εμείς συζητάμε μόνον υφαλοκρηπίδα ενώ οι άλλοι έχουν καμιά δεκαριά τρελές απαιτήσεις. Το σωστό είναι να αντιτάξουμε καμιά δεκαριά υπερξογκωμένες απαιτήσεις, ώστε να υπάρξει παζάρι. Αλλοιώς, η κυβέρνηση, θα φάει στη μάπα την άρνηση περί υφαλοκρηπίδας, και η «συμμαχική» πλευρά θα τσινίσει.

    Έπρεπε ήδη οι Ελληνες πρεσβευτές στο Ισραήλ, στην Αίγυπτο και αλλού, να αναβαθμιστούν σε εντεταλμένους Υπουργούς και να δουλέψουν για τη δημιουργία κλίματος. Δια της δημιουργίας ευνοϊκού κλίματος.

    Όσο αποτελεσματικός (δηλαδή καθόλου!) είναι ο Χαρδαλιάς για την Πανδημία, αντίστοιχα πράττει ο πρωθυπουργός για τα ελληνουρκικά. Καταλαβαίνω πως μόνον κανένας ουρανοβάμων συριζαίος θα ήθελε να είναι στη θέση του, αλλά ενέχει κάποια δυσώδη επιρροή η διανομή φημών περί παντοδυνάμων αντιπάλων, ειδικά στον υποβρυχιακό ουαναμπή αγώνα.

    Ωραία η συμμετοχή Διακόπουλου στους πρωθυπουργικούς συμβούλους, αλλά θα έπρεπε να παραμείνει «βωβό πρόσωπο» ώσπου να μπει στο κλίμα.

    Επισημαίνω με ανησυχία την πολιτικολογία των στρατιωτικών συμβούλων και την «οπλαρχηγική» νοοτροπία των πολιτικών συμβούλων.

    Στη Μόσχα, αδελφές μου, στη Μόσχα. Όχι ως σύμμαχοι, αλλά αυτό που ήμασταν πάντα: διδάχοι εμπόρων.

    Στα Βαλκάνια, φίλτατοι των απανταχού δικτύων. Μόνον εμείς μπορούμε να τους φιλιώσουμε αόπλως και ήρεμα.

    Πραγματικά, το χάλι κέντρου και αριστεράς με θίγει προσωπικά, άρα με τους δεξιούς που έχουμε θα πορευτούμε, κι ελπίζω να μη ξύσει ο ρεντές παραπάνω δέρμα.

    Κανονικά, δε θα πρεπε. Εδώ δεν ξέρουμε την κατάσταση της χώρας έναντι της Πανδημίας και το μυαλό μας σε ενδεχόμενη φρενίτιδα των εκλογών κατα Σεπτέμβριο.

    Τελειώνω. Αριθμολαγνικώς χωρίς μια δεξιά πτυχή δεν βγαίνει κυβέρνηση. Κι από τον δεξιάντζα που θα ξεχωρίσει, κρέμεται το μέλλον μιας δήθεν κεντροαριστεράς, πλήρως ανοργασμικής συσπείρωσης που δεν θα καταφέρει να διοικήσει αυτόνομα.

  • Ο σπόρος της ντροπής

    Πριν πενήντα χρόνια, η Χαλκιδική «δεν ήταν αξιοποιημένη». Αν υπήρχαν drones εκείνη την εποχή, θα βρισκόταν έκθετα σε φωτογραφία τουλάχιστον πέντε λιμάνια χαλκιδικών πόλεων. Ήταν Φεβρουάριος 1969 και πήγα μετά συντρόφου στο Μάλτεπε δυο μέρες. Τρώγαμε στον γωνιακό καφενέ, στη διασταύρωση προς Βάλτα. Στο δεύτερο γεύμα, ο ιδιοκτήτης θύμωσε που άφηνα ένα μισόφραγκο ως πουρμπουάν. «Πολλά δίνεις» γκρίνιαξε.

    Νωρίτερα ο Βάσος που είχε τα κοτόπουλα στην παραλία έχτισε ένα τέρας στην Κασσάνδρα, ωσάν σταχανοβικό πολυόροφο φιλοξενείο. Επίσης, κατά Φώκαια μεριά, εμφανίστηκε ο όρος «χασαποψαροταβέρνα». Ένας εργολάβος θεμελιώνοντας ξενοδοχείο στην Άφυτο, βρήκε κρηπίδα του ναού το Άμμωνος Δία, εκεί που πέθανε ο καπετάν Αρχίδαμος και τον βούτηξαν σε μέλι και κερί να τον θάψουν ή να τον κάψουν στη Σπάρτη. Κάθε χερσόνησος και ο μέιζαν ξενώνας. Το νερό ήταν δύσκολο, το ρεύμα με διακοπές. Σάνη, Καρράς και Eagles palace συν κάτι «περίπτερα Ξενία» χτίστηκαν στο Μαρμαρά και στη Γερακινή

    Στην Σκιάθο είχα πρωτοπάει το 1961 και το 1969 ήδη χτιζόταν ένα γωνιακό ξενοδοχείο στις κουκουναριές. Τέλος δεν είχε εντέλει το μαρτύριο της τουριστικής σταγόνας. Παράλληλα, ήταν σε κάποια δραστηριότητα οι «παραθερίσεις» με τα αντίσκηνα, ενώ τα ενοικιαζόμενα ήταν σαφώς φτηνότερα στην φαρμάκω Σαντορίνη και στην Πάτμο με το όνομα. Και η Καψόχωρα, όνομα και πράμα, το είδε «Πευκοχώρι».

    Ήμουν εκεί, πάντα εκεί, στη Βεργιά και στην Τορώνη, στην Πισιόνα και στα μεταλλεία, με τα σπιτούδια να ξεπουλιούνται και να χτίζουν οι πάντες τα πάντα. Έχω πέντε χρόνια να περάσω μία μέρα σε πλάζ, αλλά δεν πειράζει. Πραγματικά.

  • Οι Μπουτσαβάρος

    Ο Βασίλης ήταν πολύτιμος φίλος, ως ο μόνος εννιάχρονος που διέθετε ιδιωτικό χώρο. Eννοώ ένα παράπηγμα τέσσερα τετραγωνικά, απέναντι από την πίσω σκάλα του σπιτιού του. Πλαίσια από λατάκι και καρφωμένο ξυλοτέξ επάνω τους. Ήταν ένας πίσω κόσμος: έμπαινες σε στενάκι ανάμεσα στη φάτσα του σπιτιού του και σε ένα βαρύ τουρκόσπιτο, απρόσιτο, που έκλεινε την ανατολική παρειά του στενού απέναντι, το σπίτι του Ψαρρή, με κήπο και γλάστρες.

    Μετά είχε ένα ανοιγματάκι αριστερά, όπου αναπαύονταν «ο θρόνος». Ήταν ο άξονας ενός δίτροχου κάρου, παρατημένος, που τον είχαμε ως κέντρο επιχειρήσεων. Καρσί, αλλά αριστερά, το σπίτι του θείου Πέτρου και η ανοιχτωσιά, που έκλεινε με πέτρινο τοίχο, προς το νοσοκομείο. Απόμεναν δύο κτίσματα: αριστερά το εκπαιδευτήριο Ιντζεσίλογλου, και δεξιά, το καινούργιο του Συνεταιρισμού. Ο Παπανάρετος με τα παγωτά «Αθήνα» έκειτο στην άλλη γωνία, και απέναντί του, η Αγροτική τράπεζα. Από το σταυροδρόμι, είχες επιλογές, να φύγεις προς την μοναδική άσφαλτο, δεξιά η πιάτσα των ταξί και αριστερά το σινεμά Ρέξ.

    Ή να κατέβεις ανάποδα προς το πάρκο του Αη Γιώργη, αριστερά το ξυλουργείο των Ζαμιδαίων, η οικία Δουμανίδη κι ένα σκοτεινό ημίκλειστο, όπου ενίοτε παίζαμε καραγκιόζη. Πρίν το πάρκο, ένα άνοιγμα που φιλοξενούσε το περίπτερο της Χήρας, ένα μανάβικο αργότερα και στην κατάντη γωνία το αρτοποιείο «Η Τρωάς» του Αχτσόγλου.

    Τα Γιαννιτσά δεν ήταν υποταγμένα σε πολεοδομική πειθαρχία, διότι η ψύχα κάθε οικοδομικού τετραγώνου ήταν ασύδοτη και χύμα. Και αντί οδών και αριθμών, υπήρχαν τοπόσημα ή τοπωνύμια. Το Μπουρουκλέν. Ο Χαζνές. Η Μπουτσάβα. Το Βαρόσι. Ο συνοικισμός. Η παλιά αγορά. Ο Φόρος. Του Καϊάφα. Η πλατεία Μάγγου. Η αρίδα. Ο συνοικισμός. Το Τσαλή. Το Ταλαμπάς.

    Στο παράπηγμα του Βασίλη, ήταν αναπτυγμένοι οι διάλογοι των Παίδων. Ιστορίες γειτονιάς, ζωντοχήρες που γαμιένται, μια σκωληκόβρωτη τσιτσιλαρωσύνη, γεμάτη κακία και περιπαικτικά σχόλια από τα περισσότερα σταυροδρόμια, όπου ήταν εγκαταστημένα μπούνκερ με κουτσομπόλες.

    Πέφτοντας το βράδι, κάθε μάνα έβγαινε και έκραζε το παιδί της σαν ένας ανθρώπινος γκιώνης. Και τα παιδιά, έρριχναν ένα τελευταίο σιγκόντο άδοντας για όποιον τους τύχαινε. Από τον άξονα της οδού Στράντζης, έως το δρόμο για το Όμπαρ ή ανάποδα στο Μαύρο άγαλμα και στη Σέρβικη Γέφυρα, τα παιδιά μαζεύονταν και η πόλη ασχολούνταν με τελετές της σάρκας. Ζωντανά θυμάμαι το άσμα που μου είχανε σκαρώσει: «Πανούκλα χολέρα, με κόλλησες και μένα».

    Από τραγούδια, έσκιζε το “φουρώ” με τη Μαριάννα Χατζοπούλου και το “Τζούρι Φούρι” που ήταν ροκ.

    Ένα θέμα μας απασχολούσε ιδιωτικώς. Ο Βασίλης, πηγαίνοντας στο γραφείο του Μονοπωλίου, στον πατέρα του, συναντούσε στη διαδρομή την Βυζαντινίτσα που ήτο πανέμορφη και γελαστή, σε αντίθεση με την «δική μου» την  «Ίτσι μπίτσι τίνι Ουινίτσα» που την έβρισκες απέναντι, στο μαγαζί του δικού της μπαμπά. Κι ενώ εγώ προτιμούσα να με θάψει ζωντανό και ανάποδα ο Ταμερλάνος αυτοπροσώπως αν θα τολμούσα να της μιλήσω, ο Βασίλης, εννιώ χρονών, το επαναλαμβάνω, έκλεισε μαζί της ραντεβού και το πιο φοβερό, πήγε!

    Την άλλη μέρα ήταν πάλι, cool, calm, collected. «Που πήγατε;» ρώτησα, περιμένοντας καμιά τσάρκα στο μεγάλο πάρκο το πολύ. «Φτάσαμε στην Μπουτσάβα» μου λέει. Έμεινα ξερός, διότι η Μπουτσάβα ήταν μυθώδης τόπος όπου οι θρύλοι των προσφύγων ήταν  παντοδύναμοι και αν ήσο περαστικός, έπρεπε να ανάψεις κεράκι στον Αη Γιώργη αν γλύτωνες ανέγγιχτος.

    Φυσικά, έγινε αυθωρεί αρχηγός της μάγκας μας. Ήταν το όνομα που προκαλούσε, διότι μερικοί το πρόφεραν ως «πουτσάβα», κατά το «πολτάβα» με τις δέουσες καλλυντικές προσχώσεις. Γενικά, την καταγωγή μάθαμε να τη διακρίνουμε από την πλησμονή ή την εξαφάνιση μερικών συμφώνων. Ο λέγων «πριντσόλας» τας μπριζόλας ήτο πρόσφυξ, ο θλίβων το θήτα ήτο εντοπιόπουλο. Αλλά έβγαινε άκρη.

    Πέρασαν τα χρόνια, μιλάμε για δεκαετίες, και φιλοσοφούσαμε κάπου, θα σας γελάσω αν ήταν στα γριβάδια του Ριμπά ή στα κοτόπουλα στη λαδόκολλα του Μαυροβουνίου οπότε  έκανα ανάκληση του συμβάντος, καθώς απο τις επιτόπιες σχέσεις μας η μία απόθανε, την άλλη την μαχαίρωσαν, μια παράλλη μαχαίρωσε τον δικόνε της και του λέγω, ήταν και εποχή με ακμή των καταλήξεων στους Τουπαμάρος, την Φερεντσβάρος και άλλα εις -άρος. «Δηλαδή, Βασίλη, ως τι ακριβώς υπήρχαμε σε εκείνο το διαρκές φροντιστήριο πάθους και πόθων;» οπότε, παίζψν μου απαντά: «ήμασταν Μπουτσαβάρος».

    Τότε γέλασα πολύ, τώρα, που λείπει χρόνια από το κάδρο, απλώς πόνεσα.

  • Από το παραβάν

    Καλά, δε βαρεθήκατε; Μας δήλωσαν πως αν αλλάξουμε τα νούμερα των αποστάσεων από τις στεριές μας ξερωγώ, ότι αυτό σημαίνει πόλεμο. Ήταν 1994. Κι έκτοτε, ΑΥΤΟ το ζήτημα επιμένουμε πως είναι το μόνο που είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε. Δηλαδή, τους κανόνες ενός πολέμου;

    Σε τέτοιες περιπτώσεις, προχωρείς σε προφυγή όπου είναι δυνατόν, αυτοανακηρύσσεσαι «χώρα εν κινδύνω», δεν χαμπερίζεις ντιπ από τράπεζες και σύγκλιση με το ευρώ, κόβεις τις καλές σχέσεις και τις ζεϊμπεκιές, και δεν περιμένεις τον Χάνη τον Ερντογάνη να καμώνεται πως «δημιουργεί μια γαλάζια χώρα». Επίσης, αφού έχει μεσολαβήσει ο Οτζαλάν και τα Ίμια, σόρρι, αλλά κόβεις από αλλού και αργότερα για τα αναδρομικά, κι ας σε μαυρίσουν και παραγγέλεις πολεμικά πλοία κι ας σε λένε στρατόκαυλο.

    Κυρίως, τάσσεσαι με τους βόρειους γείτονες της Μικρευρώπης, κι εννοώ τους Βαλκανίους, που έχουν  λιγότερες διαφορές με εμάς, απ΄οσο οι Κέλτες με τους Σάξονες και οι Κροάτες με τους Σόπτσηδες.

    Ποτέ δεν ξεχνώ τη μακαρίτισσα Μελίνα να βγαίνει από κουβέντα με το Οζάλ δηλώνοντας «μείναμε στο πνεύμα του Νταβός». Και όταν βομβαρδίζουν τη Σερβία, πάλι ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.

    Τώρα, βγαίνει ο Τσαβούσογλου και λέει «τα είπαμε με τους Έλληνες στο Βερολίνο» και χτές ο Ακάρ ειδοποιάει πως «λέμε να τα πούμε στην Άγκυρα» και δεν καταλαβαίνουμε πως μας δίνουν στην ψύχρα, «καίγοντας» ό,τι μαγειρεύονταν!

    Cut.

    Θα είμαι σύντομος.

    Εναντιώθηκα στον Σύριζα μόνο και μόνο επειδή υιοθέτησε αριστεροδεξιά κυβέρνηση, κρατώντας για τον εαυτό του τα «κοινωνικά» και τα «τύπου Μπλανκί και Προυντόν» και αφήνοντας τις παπαράντζες να το παίζουν εθνίκια. Η καταστροφή, ήταν ηχηρή. Ο αριστερισμός, ήρθε και πέρασε σαν κατούρημα και πολλοί χαιρόντουσαν που έβρεχε.

    Εντάξει, κατά το motto που ακολουθώ, «είμαστε όλοι δεξιοί», αλλά αυτό σημαίνει απλώς πως δεν κραδαίνουμε φαλτσέτες.

    Η «πρώτη φορά αριστερά» παραμένει ένα ολιγόζωο, άτσαλα διανεμημένο αίτημα.

    Και το αύριο, δεν θα΄ναι καλύτερο. Πάντως, σαν «αύριο» δεν θα μοιάζει.

  • Αλλαγή πολιτικής λόγω διασπαστικού κορονοϊού

    Έτσι που έχουν διαμορφωθεί τα πολιτικά μας, ελπίζω, μέσα στη σύβραση των κομματικών σας ελπίδων, να μη λησμονήσετε ένα ύμνο στην παραγωγική μας οκταετία. Δηλαδή πως από το 2012, όλες οι κυβερνήσεις, εκτός από την πρόσφατη, ήσαν προϊόν συνεργασίας κομμάτων.

    Όσο για την παρούσα, κατά τη γνώμη μου δείχνει τέτοια αμήχανη και παιδική συμπεριφορά, που θα χρειαστεί εκλογές, συνεργασίες και έναν στρατό οικογενειακής  σύμπνοιας για να αντέξει ένα διάστημα μέσα σε ένα δάσος από φάσκελα.

    Ο πρωθυπουργός, που έχει τον έλεγχο των κινήσεων, δεν ελέγχει βέβαια την πολιτική πιάτσα. Παραείναι ατρομιστής και προστάτης της εικόνας του. Όρισε ενεργό μέλος της φαμίλιας της Πρώτης Σερρών, έναν υπουργό από το καραμανλικο σόι που του έπρεπε αντικατάσταση, αλλά τον κρατάει μή και θυμώσουν οι καραμανλικοί και επιστρέψουν στην αφράτη και αβρή υποστήριξη του Σύριζα. Ωστόσο, από το 2016 που ο πρωθυπουργός “αρχήγεψε”, ξέχασε πως προέκυψε ως αρχηγός από ηλεκτροκόλληση πτερύγων. Ακόμη και σήμερα, δεν λέει να αποξεχάσει τα πολυάριθμα “εργαστήρια επιρροής”. Ήδη ο “διάλογος” που πιέζεται από “συμμάχους” να ξεκινήσει με τους Τούρκους, αφήνει ακάλυπτη την αριστερή του πτέρυγα, κι αυτό θα το πληρώσει.

    Μη με ρωτάτε το πως και το γιατί. Από νωρίς ο “Ηγέτης” εμφανίζεται άνετος και φέρεται “φυσικά”. Όποτε το δοκίμασε αυτό η Δεξιά, άρχιζε να φλερτάρει με κάποιο Κέντρο.

    Αυτό το “μαξιλάρι” που υποτίθεται πως κληρονόμησε, ήταν τόσο μεταφυσικό, ώστε άρχισε να μας λείπει.

    Τέρμα. Υπάρχει τάση προς Ένωση, αλλά καμία συναίνεση δεν φωτίζει τον Φάρο πάνω στον Βράχο.