Author: Πετεφρής

  • Το κήτος

    Ήκαμα μια γύρα στο facebook με όλες τις προδιαγραφές απόλυτης τυχαιότητας, και σας έχω μαντάτα: οι λίγες χιλιάδες που διατείνονται πως με ακολουθούν βρίσκονται υπό καταιγισμό ενός τυφώνος ― χίλιοι σε διαλέγουν, είκοσι το ξέρουν, δέκα σε βλέπουν, κι αυτό είναι μετριοπαθής αλγόριθμος.

    Σε εξωτικά ταξίδια που επιχείρησα σε άλλες γαίες και άλλα μέρη, περνούσα σαν τρίχα αρκούδας στο Γκραν Κάνυον. Με αυτά και με άλλα, εφ΄όσον είμαι προ αμνημονεύτων δηλωμένος συγγραφέας, εκτιμώ πως περισσότεροι θα διαβάσουν ή θα ενδιαφερθούν εάν έβγω στο μπαλκονέτο και φωνάξω ή τραγουδήσω κάτι το γηρασμένο κοινό των «Κυβελείων».

    Απλώς, ξέρω ποιοί θα κλαύσουν και ποιοί θα πτύσουν ανάποδα εάν αποθάνω. Αλλ’ αυτό δεν χρειάζεται facebook για να το μάθεις. Πρέπει να βολευτείς στο Κήτος. Δεν είναι υποχρεωτικό να είναι του Ιωνά ― κι ενός Ίωνος, βολεύει.

  • Μάθε να παζαρεύεις, μάστορα!

    Οι διαπραγματεύσεις Ελλάδας-Τουρκίας θα ξεκινησουν όπου να΄ναι. Θέλω την προσοχή σας για πέντε λεπτά. Οι δύο εκπρόσωποι των ενδιαφερομένων χωρών χαίρουν της εμπιστοσύνης των κυβερνήσεών τους. Ειδικά ο Τούρκος έδωσε την εντύπωση γάτου με πέταλα, την Ελληνίδα δεν έτυχε να την ακούσω, αλλά πιστεύω πως έχει ισοδύναμη ικανότητα. Πάμε τώρα (αφήνοντας τα μύρια όσα από την Τουρκιά) στο βασικό αμυντήριο της χώρας μας. Η οποία, εδώ και χρόνια υποστηρίζει πως δεν συζητά άλλα θέματα, πλήν της αιγιαλίτιδας ή ΑΟΖ ή ξερωγώ. Κατά τη γνώμη μου, η ιστορία έχει λήξει, τζάμπα αγωνιούμε, η συμφωνία θέλει καθαρογραφή και τίποτε άλλο. Παρακολουθήστε την σκέψη μου.

    • Εμείς θέλουμε μόνον ισαπέχουσες, οι Τούρκοι θέλουν τη μάνα τους και τον πατέρα τους. Μη κωλώνετε.
    • Η Ελλάδα, πρίν την κρίσιμη αναμέτρηση, συμφωνεί με την Ιταλία για ΑΟΖ και, καπάκι, κι άλλη ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Η τελευταία μάλιστα συμφωνία, υποτίθεται ότι εξαγρίωσε τους Τούρκους.
    • Τόσο με την Ιταλία, όσο και με την Αίγυπτο, η Ελλαδα παραχώρησε κάτι δικαιώματα στην Ιταλία, απλώς διασαλεύοντας bona fide την αρχή της ισότητας. Τα ίδια και με την Αίγυπτο. Της παραχωρήσαμε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% συνολικά. Και στις δύο περιπτώσεις, ακούστηκε, χωρίς να διαψευστεί πως η Ελλάδα, δέχτηκε «μειωμένη επήρεια» για μερικά νησιά ή στεριές της! Η Τουρκία, έβγαλε τον μόκο και συνέχισε να βρίζει ακατάσχετα. Διότι η Τουρκία είναι μανούλα σε αυτά.
    • Η Τουρκία, απειλεί καθε τόσο με ΝAVTEX, με διαδηλώσεις Σμυρνιών, με αποστρατικοποίηση νησιών και ιδιοκτησιακές περγαμηνές, κοροϊδεύοντας την κοινωνία. ΤΗΣ ΦΤΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ ΝΑ ΣΥΜΦΩΝΗΣΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΕΠΗΡΕΙΑ ΤΗΣ ΞΗΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟΥ, καθώς έτσι, δεν θα υπάρχει συνέχεια ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας. Αυτό και μόνο αν καταφέρει και χρονοτριβήσει 5 έως 15 χρόνια σπάζοντάς μας τα νεύρα, την κάνει ευτυχή.
    • Η Κύπρος το έχει πάρει χαμπάρι και για λόγους αλληλεγγύης φορτώνεται η ίδια το βάρος των ενστάσεων και των βέτο.
    • Τελειώνω; Τουρκικός τρόπος παραγωγής δικαίου είναι ο τρόπος που παζάρευα με επιτυχία στο Αλ Καλίλι της Αιγύπτου: κυαλάριζα έκθαμβος παλιά ελεφαντόδοντα και παρόμοια, δεν τους έδινα τάχα σημασία, έδειχνα προτίμηση σε κάτι βάζα Λαλίκ που ο έμπορας φύλαγε σε χρηματοκιβώτιο και φεύγοντας, αφού πίναμε τα τσάγια της αρκούδας φιλοσοφώντας, γέμιζα τη χούφτα με τα παλαιά, φίνα ελεφαντόδοντα και έλεγα τάχα πονηρά στον έμπορα: «έχω πολλές γυναίκες κι όλες με ζηλεύουν, κράτα δέκα δολάρες για το γούρι και κρατάω μερικά στη χούφτα για να τα δέσω στην Ελλάδα». Άφηνα και υπόσχεση αφανή για τα Λαλίκ.
    • Αυτά μας κάνουν οι Τούρκοι κι αυτό το ξέρουν οι πάντες, και οι σύμβουλοι και οι στρατηγοί και η θεία μου η Αμερσούδα. Άλλοι θα μείνουν ευχαριστημένοι από τα νέα όπλα, άλλοι θα γίνουν γνωστοί στις οθόνες μας και άλλοι, ακολουθώντας το κόλπο των Πρεσπών πριν χρόνια, θα αφαιρέσουν τα δόντια από τους αντίθετους.

    Η πόζα τους, δεν μ΄ενδιαφέρει. Ο Ερτοάν παίζει όπως η μάνα του Μακρυγιάννη, ένα «βόδι θεοτικόν», έμαθε με κόπο να μιλάει, τελείως μουντρούχαλος, αλλά το ματάκι του παίζει συνεχώς. Υποκρίνεται εν αγαστή συμπνοία με το παρεάκι του. Ο Ακάρ έχει απλό ρόλο, του περαστικού, ο Τσαβούσογλου παίζει τον εξεγερμένο επειδή τον «ταπεινώνουν» στην Αβρούπα, και μερικοί είναι επιφορτισμένοι να απειλούν.

    Εμείς, άσε μας εμάς. Και για να μη θεωρήσετε πως είμεθα ηλίθιοι, χαιρετίσματα πως δεν είμαστε. Απλώς, κάποια στιγμή στον εικοστόν αιώνα, μπορεί και νωρίτερα, επί Πατσιφίκου ή Τζουμπέ, καταστρέψαμε συνειδητά τα παλιά λεφτά, την ομογένεια και την αποδημία μας, ενσπείραμε ωμές συκοφαντίες, αριστεριστές έναν αιώνα πρίν τον αριστερισμό και εθιστήκαμε να μοιραζόμαστε την εξουσία με τυχάρπαστους που είχαν όμως εξαίσια φήμη. Αυτοί μας εδίδαξαν το ψεύδεσθαι που εμείς εκλαμβάναμε ως υπέρτατη ντρίπλα σε βραχωμένο γήπεδο. Από τα Κερκυραϊκά και τα Μηλιακά, το ίδιο βιολάκι παίζουμε.

    [Μη πειστική εκδοχή μιας ανύπαρκτης πραγματικότητας]

  • Η ομελέτα

    Από αφθώδη πατερναλισμό πάσχει ο δημόσιος λόγος. Οδηγίες, κατευθύνσεις, να φάνε κι οι αλανιάρες κότες.

    Διαφημίζονται εμβόλια! Πάντα με «σύσταση» ενός κομιτάτου ιατρών. Για την τρέλα, για  την άνοια, για κάθε δυνατή πάθηση.

    Υποστηρίζονται από ηθοποιούς, με σκετσάκια, με πειθώ ικανή να σχηματίσουν έναν εφιάλτη σε έφηβο. Το κράτος μας διδάσκει. Παντού, το φιλικό ταπ-τάκι στον ώμο.

    Εικόνες: ένα δεκάχρονο πίνει μία γουλιά γάλα, φεύγοντας για το σκολειό, και αναχωρεί από το σπίτι του στο λιβάδι. Περιπατεί σε φραχτώδη ύπαιθρο, σκέτη Μινεζότα, σκαρφαλώνει έναν φράχτη, και φτάνει σε παγκούλι όπου ένας κτηνοτρόφος, με λογική αξυρισιά τεσσάρων ημερών, σκοτεινός και υπομειδιών, σκαλίζει μια αγελαδίτσα. Το αγόρι, συνεσταλμένο, του απευθύνει τον λόγο, σε προφανή παιδεραστική ενατένιση. Τον προσφωνεί «ευχαριστώ για το γάλα». Αυτό το γάλα, για το οποίο καταδέχτηκε μια γουλιά, όλη κι όλη. Ο κτηνοτρόφος του φράχτη ζουμάρεται, χαμογελών. Αυλαία.

    Ο θερινός κυκλών δεν μας φέρεται τζάμι, δεν είναι εντάξει. Υστερεί, σκληρίζει. Οι ρεπόρτερ επιτέλους δείχνουν φλαπαφλούπα, έναν κυματισμό. Τον κοστολογούν: πέντε μέτρα. Μαλακίες, αλλά πρέπει να βγει μεροκάμματο. Ο κύκλος με τη μωβ κιμωλία, δείχνει από χτές πως δεν θα γαμήσει τον κορινθιακό, θα κατευθυνθεί είτε προς την εκβολή του Σπερχειού είτε στους Γαργαλιάνους.

    Άρα, πρέπει να ενισχυθεί με κοροναϊό, με τουρκαλάδες που δεν κάθονται να εκπολιτιστούν, με έμμεσο θαυμασμό για την Μέρκελ, που παλεύει για τα δίκαιά μας. Το επικοινωναικό τρικάκι κινδυνεύει, οπότε ο πρωθυπουργεύς λαμβάνει πρωτοβουλία, και με τη μισή μύτη έξω από τη μάσκα, προαναγγέλει πως θα έχουμε αττικούς περιορισμούς, ενώ τα σχολεία, ψιλοκλείνουν με μικρές ταχύτητες.

    Δεν υπάρχει ελληνίς κότα, ξυλόκοτα, κινέζικο κοκκοράκι, πάπια-χήνα που να μη έχει εμπεδώσει ότι υπάρχουν δύο Σύριζες, η προεδρική που ενατενίζει και μιμείται τον Ανδρέα, και η δικαιωματική που θα αγκαλιάσει πονηρά τον Ανταρσύα και πιθανόν να οργανωθεί μιας μορφής «κίνημα του Νομισματοκοπείου» με πνευματικό αρχηγό τον Λαφαζάνη.

    Αλλά αυτό το διττό στοίχημα, δεν συμφέρει, όχι βέβαια τον Κυριακό εξ Αγκώνος, αλλά τον Κυριάκο τον πρωθυπουργώνε μας.

    Υπάρχει κάτι επικό σε αυτήν την κυβέρνηση. Στην ουσία, είναι ολόκληρη μία εναγώνια προσπάθεια να έρθει ίσα βάρκα, ίσα νερά το ευρωπουλικό απόθεμα που νομίζουμε πως θα λάβουμε με τις προβλέψεις μαύρης πτωχείας που μας αναμένει.

    Αυτή η εξίσωση υπάρχει, καγχάζει και προαπαιτεί προσήλωση των υφισταμένων του πρωθυπουργού, η οποία όμως απουσιάζει. Διότι υπήρχε από τον περασμένο Μάιο, άφθονος χρόνος οργάνωσης των ποικίλων προβλημάτων του Έθνους, πλην ήτον οι τακτικές άδειες, τα χατίρια, τα λίγα θερινά κρούσματα και οι περισσότεροι άχρηστοι καταχάρηκαν ω θρασίμια και είπαν «άσε, βλέπουμε από Σεπτέμβριο».

    Και ο Σεπτέμβριος ήρθε, και τώρα που φεύγει, ακόμη και ο μαβής δίσκος του κυκλώνος, τι απομένει;

    Απαντώ: ο εσμός των καθηγητών πανεπιστημίου. Αυτή η επαγγελματική τάξις ειδικών, η ίδια που «έσωσε» τον Δημαρχόπουλο ανηψιό με τις ρίγες των χρωμάτων, η ίδια ετοιμάζεται να εκποιήσει την τυφλή εκτίμηση που τους δείχνει ο πρωθυπουργεύων.

    Όταν κωλώσετε, θα επιληφθώ. Τώρα, θα μαγειρέψω. Ιδιότητα δεν έχει η ημετέρα χώρα τιμιωτέραν: να μελετά την ομελέτα που θα σχηματίσει.

    Εξάλλου, το καθήκον μου το έπραξα. Σας έχω ειδοποιήσει πως υπάρχει τούρκικο παζάρι και ποτέ δεν υπήρξε ανατολίτικο.

    Αυτό που θεωρούμε ανατολίτικο παζάρι, ήταν το παμπάλαιο ελληνικό, το κυκλαδίτικο και το μινωικό και το δωρικό και το πελασγικό, ακριβώς αυτό που οι Τουρκμένοι και τα επίφοβα μογγολικά πρωτόκολλα κατάφεραν να ξεπεράσουν, αφήνοντάς μας να πιστεύουμε το αντίθετο.

    Επιμένω πως Ερτοάν έχει ήδη καταλήξει τι θέλει από εμάς, κι αυτό που θέλει δεν πρόκειται να το δεχτούμε με τίποτε, άρα όλα θα καταλήξουν σε τζίφο.

    Είναι πραγματικά λυπηρό που πέσαμε σε ηγήτορες, τους δικούς μας εννοώ που νόμισαν ότι προσφέροντας ομελέτα από αυγά ορτυκιών, θα ικανοποιήσουν θεσμούς και άτομα που συνήθισαν να ρουφάνε αυγά στρουθοκαμήλου.

    Το μυστικό βρίσκεται στον σπόρο της ντροπής, από τον οποίο δεν διαθέτουμε μήτε ένα σπυρί. Τελείωσα.

  • Δεν είναι ο μόνος και είναι πολλοί

    Μη υπερθεματίζετε. Αυτά που δήλωσε ο Αντώνης Λιάκος το 2020, το έπραττε ο αστικός νεοελληνισμός απολαμβάνοντας τις φωτιές του Πολυτεχνείου παραμονές της γιορτής και συσπειρωμένος έξω από τα Δικαστήρια για να ξεμπλέξουν οι συλληφθέντες με σύνθημα «αφήστε τα παιδιά». Και πολυάριθμοι μάρτυρες υπεράσπισης του πολιτικού κόσμου έδωσαν αγώνες στα ποινικά δικαστήρια. Άσε που από το 1979, υπάρχει τραγούδι του Σαββόπουλου που ουδέποτε επικρίθηκε με τους στίχους «είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα Λύκεια».

  • Στις όχθες του Υδάσπη

    Τηλεφωνιέμαι με αρχαίον φίλο από τα αρχαία της παιδικότητας μελέτια. Τόσα χρόνια, τόσες δεκαετίες, ασκούμε μια παγκόσμια νουβωτέ: επαναλαμβάνουμε τα ίδια αστεία, τα ίδια γνωμικά, γελάμε με όλα, καγχάζουμε με τίποτις καινούργια που προέκυψαν, αλλά η ραχοκοκκαλιά είναι ίδια: εθνοτοπικός διασυρμός.

    Τα ανέκδοτα για τους Βλάχους είναι μετρημένα, κάποιος που δεν τους ξέρει δύσκολα σκάει το χειλάκι του, αλλά κι εμείς που τους ζούμε, προτιμάμε, αν μας αρέσει μια διήγηση, ένα εύγλωττο βλέμμα προς τον ανεκδοτολογούντα, άμεση ανταπόκριση εκ μέρους του κι αυτό είναι όλο.

    Απλώς, ώσπου να προκύψει λόγος επαφής, μας αρκεί πως κάποτε ανταλλάξαμε εύγλωττα βλέμματα. Είναι και κάτι άλλο. Οι Βλάχες συνήθως είναι εκπάγλου καλλονής γυναίκες,  και η πρόσβαση στην ψυχή τους απαιτεί εξαιρετικές ικανότητες, όπως εξάλλου συμβαίνει με τις Εβραιοπούλες.

    Οι Θρακιώτες, καθώς έχουν φτάσει στα παιδικά μας μέρη τόσο από την Ασιατική ακτή της Προποντίδας και τον Άλυ ποταμό, έως και την Ευρωπαϊκή Τουρκία, οπότε, μπερδεμένους με τους βουλγαροπρόφυγες τους χωρίζουμε σε Τσούκνους και Λιάγκραβους, είναι «πες και γέλα», καλλικέλαδοι, χρήστες του «τση» αντί άλλου άρθρου, με επιρροές τόσο από τις κοιλάδες των ροδώνων έως και τους πέραν της Βιθυνίας κιζιλμπασήδες, εκ Παφλαγόνων, παραδόξως κολλητάρια κατά το ήθος των παιδιών της Γαλατικής Τετρακωμίας με τους γελαστούς τρακατρούκηδες των μακεδονικών ποταμών.

    Των Ποντίων ο ανεκδοτολογικός ορός, απαιτεί να ξεχωρίζεις τον Τραπεζουνταίο από τον Σαμσουνταίο. Καθώς και τον παρχαρεύοντα Σανταίο με τα μας, που είμεσθεν Χάλδοι κατέναντι Χάλυβων. Χώρια η ασύλληπτου μεγέθους ομογένειά τους που εγγίζει τον δρόμο της μετάξης τα παράλια της Κασπίας και πνοές του Ιαξάρτη έως ότου ανταμώσεις σινικές επιρροές. Αυτοί δεν αστειεύονται και καλά κάνουν. Κάποιος πρέπει να κρατάει τα μπόσικα.

    Το βλαχικόν, ενίοτε μακεδνόν και δωρικόν, πάντα τροπαλιζόμενο και αείποτε ικανό να τραβήξει γραμμή τηλέγραφου εως και να δουλεύει για τον Σκερδιλαΐδα στις πλωτές σαγίτες του, είναι κιμπάρικο, πολεμικώτατο και έμπειρο μελέτι, μαγικά συνυπάρχον με Αλβανούς, Δαλματούς και τους μετρημένους μύστες του Κάδμου και της Αρμονίας, διασπείρεται από τον Μοριά έως τα προάστεια της Βιέννης, και το πολύ να έχει στερηθεί το Β κεφαλαίο υπέρ του β μικρού, βλαχοβασιλιάς, ας πούμε.

    Με τον αρχαίον φίλο, που λέτε, ο οποίος στα ζόρικα μου στέλνει φλυτζάνι με τελβέ μέσω ημαίηλ, να τον ξεματιάσω, εψέ, παραμονή ενός θερινού τυφώνος που θα ανεμίσει τα παιδιά του Πέλοπος και Μυκηναίους πυροσβέστες, είχαμε ένα ρήμα του να ασχοληθούμε.

    Στη μέση του πουθενά, μου παραπονιέται, αναφερόμενος σε Εκείνην: «με απειλάει».

    Μάλιστα. Ο φίλος είναι εντόπιος, γηγενής που λένε οι Τζερόνιμο της γενιάς του και όλα τα γκρκικα ρήματα τα προτιμάει ασυναίρετα. Δεν θα πει ποτέ «εκείνη με απειλεί» επειδή αυτό ριμάρει με το συμφιλιωτικό «φιλί». Το «απειλάει» κατάγεται από απελατική μυθολογία, τα κολυμβητά φωνήεντα, η επίτηδες λανθασμένη αντωνυμική χρήση (πάντα το μιλέτι λέει «αφού σε λέω» και οι αυθεντικοί «σου λέω αφού»)

    Αγιού μπρε Ξίκη, που σε απειλάει η πανέμνοστος κυρά δια ραβασακίων και λέξεων, ήκιστα απειλητικών. Μήγαρις ξύπνησες και μεταξύ εσού και των χειλέων της σε ξύπνησε πριγιόνι μόγις εγγίζον το σον μήλον του Αδάμ;

    Μήπως ξαμόλυσε το κατοικίδιον ιγκουάνα της και ασυνειδήτως ελέγξας τα απόκρυφά σου έπεσες εις τον δηλητηριώδη σίελον του;

    Ή ξύπνησες βρεγμένος τα γαίματα εξ αποτμήσεως της κεφαλής της αντιπάλου σεμνής βλαχούλας που γλυκοκοίταξες;

    Άσε τα φιλολογικά και πιάσε τα σαρκικά. Υπάρχει τρόπος να περάσεις το «απειλάω» αρκεί να το συνδυάσεις με το «πελάω», στην ιόνια έκφραση «πέλησα τα μυαλά μου στην αποτιλιά. Νοηματικώς, ομοιάζει με το φίλαθλον «και τα μυαλά στα κάγκελα».

    Αν πάλι, δε συντρεχάει κάτι εκ των τριών, απλώς ναζάκια είναι και χαϊδεύεστε. Και κακώς νομιζάεις οτι σε απειλάει.

  • Οι τρεις καμπαλέρος, γνωστοί στους βακέρος

    Ράμα, Ζάεφ και Μπορίσοφ. Διαφορετικοί, σε πολλά διαταραγμένοι, περισσότερο ήρωες του «αιχμάλωτου της Ζέντα», όπου ήρωας είναι ένας Ρούπερτ. Πάνω στα ερείπια  των Βαλκανικών αγώνων, με κοινά σύνορα που η Ελλάδα προσποιείται πως υπάρχουν και δεν υπάρχουν.

    Ο Ράμα, αφού πέρασε φάσεις που τον εκτιμούσαν αλλά και φάσεις που έφαγε και ξύλο, τώρα με τις ΑΟΖ και τα ρέστα, σε μία εκδήλωση ωριμότητας που μόνον βαλκάνιοι κοτζαμπάσηδες διαθέτουν, έμαθε το μάθημά του. Ασφαλώς και θα τα βρούμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τους Αλβανούς, αλλα ξέρει να κάνει κόνξες: φρόντισε να περάσει μέρες αναψυχής και λελουδιών με τον ερίφη κυρίαρχο της Τουρκίας, ώστε οι Έλληνες να προσέλθουν τσιτωμένοι για την διαπραγμάτευση. Αυτήν την τακτική ασκεί εδώ και μήνες το άλλο το πουλάκι ο Μπορίσοφ, πιο άκεφα και ασυνάρτητα, αλλά εξέμαθε τις βαλκανί διαπραγματεύσεις.

    Του Ζάεφ την γλίτσικη ευγένεια καλά τη γνωρίζω από εντόπιους θαυμαστές του: «τι κάνετε;» τους ρωτάς. «Καλά είμαστε;» αντιρωτάνε. «Τι ώρα είναι;» «τέσσερις;» σου απαντούν. Άσε τους αυτούς, Ελλάς. Ούτως ή άλλως αυτό που πρέπει να σε νοιάζει από γειτόνους είναι ο θρακοϊλλυρισμός, κι όλα τα χούγια που τους μάθαμε με τις δικές μας τεχνικές. Γι΄αυτό και προσδοκώ Αλβανών και Βουλγάρων την συμμαχία, αφήνοντας στην άκρη Βορειομακεδόνες και Σέρβους.

    Ειδικά των Αλβανών την βαρεία κοσσοβάρικη ομογένεια βαθέως εκτιμώ, επειδή είναι τραχείς πολεμιστάδες και ξεροκέφαλοι. Το μελέτι τους, σε ελάχιστα χρόνια της αρχαιότητας έβγαλε 17 βασιλείς, τετράρχες και παντοίους πολεμιστές. Με αυτουνούς συμμάχους και συνοδοιπορούντες σε Ευρώπες, ακόμη και σε εκείνο το ΝΑΤΟ το τσουρούτικο, η Ανατολή δεν θα μας κάνει τόσο σκεπτικούς.

    Μικρό ρόλο παίζουν οι αυθεντικές των καταγωγές. Δυστυχώς, δεν μαθαίνουμε παρά σπανίως βαλκανική Ιστορία. Ιδίως τα μεσαιωνικά χρόνια που κρύβουνε σαρκαστικά ρεάλια. «Η γαρασδοειδής όψις του είναι εσθλαβωμένη». «Παίονες γαρ οι Βούλγαροι. Μη πείθου τοις βουβάλοις οι έτερον του Αξιού θέλουσι τον Βαρδάρην». Κάποια στιγμή, η Πηνελόπη Δέλτα θα επιστρέψει στον χώρο το ρομάντζου και τα απομνημονεύματα του Κάκκαβου και άλλων καραβανάδων θα αρνηθεί να σφογγίσει τα γαίματα.

    Έτσι και με την Ελλάδα. Έτσι και πάψει να παρασταίνει την μη μου άπτου και τη θιγμένη, έτσι και αναγνωρίσει το μοιράδι της στο ζακόνι των φιδιών, οι φράγκικες ασσίζες και η παρουσία του κυρ Γεωργίου Ακροπολίτη στις φυλακές του ματωμένου φεγγαριού, θα συγκινεί τους εφήβους των λαών της θάλασσας.

  • Ομιλία στο Ημίφως

    Μέσα σε ένα παρατημένο, έρημο από ανθρώπους Βελλίδειο, αραία-αραία οι δήθεν επιδραστικοί Θεσσαλονικείς μοιάζουν όλο και περισσότερο με τους Αλεξανδρινούς του Καβάφη: ωραία λουλούδια κι άσπρα, ως ταίριαζαν πολύ, φορείς μιας εξουσίας που εναλλάσσεται μεταξύ παεζάνων, εμπόρων και αιρετών, που κανένας τους δεν διάβασε την «Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου» αλλά κανένας δεν σκέφτηκε τι χαλεύει η μεταλλική μορφή του ως Θεσσαλονίκειο έμβλημα.

    Σε εκείνο το άδειο, μισοσκότεινο, θαμπό Βελλίδειο, έτυχε και μιλάει ο Βαρουφάκης. Ίχνη από το αρχαίο sparklin που πατλατάει σε μια ακόμη αρχαιότερη γκαζόζα. Το μέλλον του ανοιχτό σαν ψαρότοπος στη Χηναρού, όπου νηπιαγωγούνται τα συναγριδάκια αλλά δεν υπάρχει ηρώο για τις απωλεσθείσες λίγδες του Θερμαϊκού. Είναι και τα καβούρια οι Ιταλοί που ενίοτε έρχεται ένα τελάρο στο καπάνι. Η αρρώστεια χώνεται στα σαλονικιά πνευμόνια, αυτοί οι κόκκοι που κολλάνε με προθυμία σε κάθε ουρανίσκο. Αλλά εκείνος μιλά. Μπορεί σε πέντε χρόνια να πάψει να υπάρχει ως ανφάν γκατέ, αλλά εγώ κοιτάω τις λίγες αποφασισμένες πλάτες και πλατάρια των ολίγων που τον πιστεύουν. Γιατί όχι; Ποιος χάθηκε στην πολιτική και δεν αποπειράθηκε να επιστρέψει;

  • Εορτή τoυ παραλυτικού που το Rafale τον μάρανε

    «Γιατί δεν παραλάβατε μάσκες εγκαίρως;» ρωτάει δήθεν ψαγμένη δημοσιογράφος μια πεπαγωμένη και συσταζούμενη κυρία που ήρθε να κουβαλήσει χαρτόκουτα. «Η Κυριακή είναι αργία!» απάντησε δις εκείνη, με μια λαμπρή «δόξα» (φωτοστέφανο διπλής μήνης που συνηθάνε οι αγιογράφοι στην Μεταμόρφωση του Κυρίου). Κακώς ρώτηξε, κακώς απάντηξε (τα «ξ» επίτηδες).

    Σε ένα κανάλι, μια δημοσιογράφα, της οποίας ο σύζυγος είναι αστυνομικός, ξερνάει στο πανελλήνιο κοινό τον σχεδιασμό των κατασταλτικών δυνάμεων, προσδοκούσα το «μπράβο» του διευθυντή της. Σε μια άλλη σωλήνωση, ο συντάξας τις προδιαγραφές για μάσκες ήτο αυθεντικός Υπερέλλην και δεν ήξερε πως πρέπει να ελληνίζει η έκφραση «μάσκες με πλισέ» οπότε μέτρησε ένα ανάπτυγμα 32 εκατοστών κι όποιον πάρει ο Γιαραμπής. Τα ίδια και χειρότερα στη Μόρια, όπου τα σκηνάκια έμειναν ξέμπαρκα και οι περισσότεροι “αντάρτιδοι” ξαμολύθηκαν στην ωραία φύση της Λέσβου για να τρουπώσουν στην πόλη, ώσπου να βγουν κατάνα και γιαταγάνια και κυνηγετικά όπλα.

    Η έκφραση «οι υπουργοί και οι υπουργές δε φταίνε» άρχισε να μετεωρίζεται, και μετεωρισμός είναι και η αφανής κλανιά. Καθώς κάθε υπάλληλος δημόσιος έχει το υπηρεσιακό συμβούλιο στο πλευρό του και δεν φεύγει από την υπηρεσία μήτε με πυραύλους Εξωσέτ, ο λαός γνωρίζει πως ο υπουργός είναι συνήθως ένα είδος ανεπαρκέστατου όντος που χρησιμεύει ως αποδιοπομπαίος τράγος όταν επισυμβεί μια στραβή, κατά το αθάνατο Ντουρέικο ρητό.

    Για ελληνοτουρκικά, δε μιλώ. 24 με 25 Σεπτεμβρίου θα ξέρω. Όπως και οι υπόλοιποι «ειδικοί».

  • To κραχ

    Θυμάμαι αδιόρατα μια σκηνή μπροστά στο καφενείο «Νέα Ρέμβη» του Λεονταρή Σαρμπάνη, όταν δύο τετράχρονα φιλαράκια, ο Βασίλης κι εγώ, τρακάραμε απόβαδο τους γονείς μας, τον κύριο Θόδωρο και τον κύριο Σταύρο, εκ των νικητών του εμφυλίου και συζύγους δύο Τρωάδων, της κυρα Λένης και της κυρίας Βαγγελίτσας, που καθώς γλύκαινε το ωραίο φθινοπωρινό δείλι μας έδωσαν από ένα κολλαριστό χαρτονόμισμα.

    Είχε αξία χιλίων δραχμών έκαστο, έκδοσης 1952. Δεν είχαμε ξαναδεί τέτοια αξία ― το πολύ κανένα μαραμένο πεντακοσάρικο. Με ένα χιλιάρικο έπαιρνεις δύο καραμελωμένα μήλα καρφωμένα σε καλαμάκι, δύο φοινίκια ή μία τουλούμπα και με τα υπόλοιπα έβαζες τον περιπτερά τον Τσαμπάζη να παίρνει ένα μαχαιράκι από σουγιά και να κόβει από ένα ροζ κυλινδράκι, δυό τεμάχια μαστίχας μπαζούκα, που έκανε τεράστιες φούσκες, που κάλυπταν τα πρόσωπά μας όταν έσκαζαν.

    Χαρτζιλίκια βλέπαμε να στάζονται σε μεγαλύτερους και ήταν πρώτη φορά που βρισκόμασταν ματσωμένοι.

    Θυμάμαι πως συμφωνήσαμε πως ήταν προτιμότερα τα αραπάκια ούζου και το μακρύ δπλωμένο χαρτάκι γεμάτο μπιλάκια, που αν τα γευόσουνα, έσκαγαν ως πυροτεχνήματα στο στόμα.

    Ήταν πρώτη φορά που θα πηγαίναμε νηπιαγωγείο την επομένη, στο πάρκο με το άσπρο άγαλμα κι ενώ χτιζόταν ο Αη Γιώργης. Είχαμε τελειώσει την παραθέριση, αυτός Μακρύγιαλο, εγώ στο Μπαξέ.

    Έτυχε και δεν μας φιλοδώρησαν τίποτε άλλο. Έκτοτε λεφτά δεν ξαναείδα, εκτός από αρχές του 1954, όταν ο νουνός μου μας έδειξε πεντάρα, δεκάρα, εικοσάρες, πενηντάλεπτο, δραχμή, δίφραγκο, και πάνω απ΄όλα ένα βαρύ τάλιρο. Φυσικά, χαρτονομίσματα έπρεπε να πεθάνει ο Καρτάλης για να δούμε στη γειτονιά ― είχε δώσει μια μάνα στο παιδί της να αγοράσει ψωμί από τον Αχτσόγλου και φυσούσε και του έφυγε από το χέρι ένα πορτοκαλί δεκάρικο και βούιξε ο τόπος.

    Δεν ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Ήταν ένα κραχ. Το χίλια έγινε ένα. Το χιλιάρικο δραχμή. Η λίρα Αγγλίας τριακόσιες. Το δολάριο σταθερό. Ήταν πέρα από το ανθρώπινο.

    Πρώτη φορά κι ενώ όλοι ήξεραν πως ψυχορραγούσε ο Παπάγος, ένας άλλος σκυθρωπός ονόματι Μαρκεζίνης, άρχισε να λάμπει ως «μάγος της υποτίμησης».

    Αλλά αυτά, αργότερα. Το ζήτημα είναι πως έξαφνα, έφτασαν τα κέρματα και ήταν μαγεία. Τα πλησιάζαμε και θολώναμε την όραση. Όλα έγραφαν 1954 και ανάποδα ένα κεφάλι του Παύλου, όχι του αποστόλου. Κύριο βαρύ νόμισμα ήταν το τάλιρο, ισοδύναμο με 5.000 δραχμές.

    Τα «Κλασσικά» είχαν αρχικά 4, έπειτα 5 χιλιάδες και τα Μικυμάου τρίδραχμο ακατέβατο.

    Κι επειδή άλλα αλισβερίσια με συνάλλαγμα δεν είχαμε, θεωρήσαμε σιωπηρώς, ήταν και κάτι σαν κραχ, πως μοναδιαία και νομαδιαία δική μας, παιδική μονάδα, ήταν η πεντάρα, άντε και δεκάρα.

    Με μια πεντάρα έπαιρνες τον πάτον της γλυκύτητας, κάτι δήθεν άνοστα φλοκάκια ενώ μια πεντάρα είχαν και τα επιχρωματισμένα ροζαλιά μαντζούνια, ευφυώς πασπαλισμένα με ζάχαρη.

    Προς γενική διευκόλυνση της παρέας, είτε για φούιτ της κοινής μπάλας, είτε για μια γύρα σάμαλι-καράμαλι από το ρολόι, είτε για είσοδο στον αυτοδημιούργητο καραγκιόζη, πηγαίναμε στη Χήρα την Περιπτερού στη μυτερή χωνιά του Αχτσόγλου και μας έκανε τα κέρματα όλα, πεντάρες.

    Και έτσι, κυκλοφορούσαμε βροντώντας με μέταλλο τις τσέπες μας, περήφανοι αργυραμοιβοί, πανάθλιοι μπαλαδόροι τρελαμένοι με τα μαγουλάκια των κοριτσιώνε και μάταια προσπαθώντας, πεντέξη ετών, να στρώσουμε χωρίστρα αριστερή, όπως μας συμβούλευαν οι μεγάλοι. Τις ιστορίες με τον Άνταμ Σμίθ, τον Μπλανκί, τον Κέυνς και τον Ιωάννη Καππαδόκη τις αφήναμε για καλύτερες μέρες.

  • Δυο κόκκινες γραμές στη ράχη

    To 1955 στη Θεσσαλονίκη για να χτίσουν οικόπεδο, έβγαζαν βυζαντινά κτηματολόγια στον συμβολαιογράφο, και οι καφενέδες είχαν τόσο σταθερή πελατεία, ώστε οι καφεπότες δεν ενοχλούνταν από τα ριζίδια του σόργου που τους έδεναν με τις ψάθινες καρέκλες. Όσο έφευγες από το κέντρο δεν υπήρχε χώμα κανονικό, αλλά σκόνη, γύψος και στοκαρίσματα κι ασβέστες από υπόλοιπα εργοταξίων. Κι εγώ πήγαινα πρώτη Δημοτικού.

    Η μάνα μου χρωστούσε μια αξιοπρεπή, συνεπή, ανέφελη γέννα στον αδελφάκο μου, κι έτσι κουβαληθήκαμε Σαλονίκη να ξεγεννήσει. Ο πατέρας μου έμεινε στα Γιαννιτσά, για να τελειώσει το καινούργιο σχολείο ― πλησίαζαν τα εγκαίνια. Ήταν Φλεβάρης, μέναμε στου θείου Νίκου και της θείας Ρίτσας, με τέσσερα εξαδέλφια και δυο γέροντες γενάρχες, τον Μπαρμπαγιάννη και την κόνα Λέγκω. Έζησα και την πρώτη χάσκα της ζωής μου. Το σπίτι ήταν ημιυπόγειο, Άρεος 1, σήμερα Χανίων, ούτε οκτώ σπίτια μεταξύ Ιωαννίνων και Περδίκκα.

    Ως τότε από Σαλονίκη ήξερα την Οδυσσέως, στο Βαρδάρι, ΚΤΕΛ Γιαννιτσών, αρχή Μοναστηρίου, τη «Δωδώνη» με τους λουκουμάδες και τη γραμμή του τραμ που έκανε στάση στην Ευζώνων, καλντρερίμι, ανηφορίτσα. Και οι δάσκαλοι γονείς πήραν απόφαση, ώσπου να τελέψει η γέννα, να μη χάσω εκπαίδευση και να πάω στο σχολείο, έστω για δέκα μέρες. Κανείς δεν σκέφτηκε το μπούλινγκ, καθώς τραύλιζα σαν μοτοράκι.

    Το σχολείο στην Περδίκκα δεν είχε θέσεις και με πήγαν κάπου πολύ ψηλά, προς Τριανδρία. Τότε δεν υπήρχε Παλαιντεσπόρ και μόνον ένα ρέμα χώριζε στα δύο την κεντρική από τη ανατολική πόλη. Μπήκα πολύ ψαρωμένος. Η πρώτη τάξη είχε θρανία που χωρούσανε και τρεις, αλλά στη ράχη κάθε θρανίου ήταν καρφωμένα δύο ελαφρώς καμπύλα κόντρα πλακέ, ώστε με δύο καθημένους να υπάρχει η αίσθηση ασφαλούς ράχης. Αλλά εμένα με κάθησαν στη μέση. Σε δυο μέρες είχα αποκτήσει δυο κάθετες κόκκινες γραμμές από τα ίχνη των δύο κόντρα πλακέ που ενδιαμέσως καθόμουνα.

    Τα παιδιά μου φάνηκαν άγρια, αλλά με το πρώτο μοτοράκι που έβγαλα από τα χείλη, έπεσε το γέλιο του Μπάρνι Μπίαρ, ήτοι της αρκούδας. Το είχα βουλώσει και δε μιλούα σε άνθρωπο και ονειρευόμουνα πως ερχόταν η Δευτέρα Παρουσία και ανέβαζε σε πυρά τα άλλα παιδιά που τσιγαρίζονταν μπροστά μου. Πάντως υπέφερα χωρίς δάκρυα ― προτιμούσα να παίζω τον θεόχαζο. Μάλιστα πήγαμε εκδρομή μια μέρα σε μιαν αλάνα στην Τούμπα και έτρεξα με την ψυχή μου.

    Την Κυριακή, 6 Μαρτίου, που όπως έμαθα αργότερα, εγκαινιάστηκε το Τρίτο Δημοτικό Σχολείο στα Γιαννιτσά, με πήραν τα δίδυμα εξαδέλφια μου και με ξενάγησαν στο ρέμα, που αργότερα έγινε η 3ης Σεπτεμβρίου και βάθαινε δίπλα και απέναντι στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Ολόγυρα παράγκες και καλύβια. Ήταν Κυριακή και μαζεύτηκαν πολλά παιδιά να δούμε το εθιμικό θέαμα. Ήταν ένας γέρος ερωτευμένος με την κατσίκα του, του ρίχναμε πέτρες κι αυτός μας έβριζε. Την παράλλη μέρα ήρθε ο πατέρας μου να ιδεί τον νεογέννητο αδελφό μου, χαριέστατο μωράκι κάτω από το εικονοστάσι. Η μάνα μου κατάλαβε πως κάτι με έκαιγε και έριξε ειδοποίηση στον Θοδωρή της. Εκείνος, το ίδιο απόγευμα, με πήρε βόλτα ως τον «Απόλλωνα» στην κάτω γραμμή και καταλλήλως καθοδηγούμενος, του ξέρασα τι τραβάω στο άλλο σχολείο και αμέσως μου είπε “τέρμα το σχολειό, ήταν λάθος μας, θα πας κανονικό στο καινούργιο σχολείο” και χοροπηδούσα έξαλλος από χαρά.

    Το ίδιο καλοκαίρι, πήγαμε λίγες μέρες στον Σταυρό με το μωρό στις φασκιές. Της μάνα μου της ξέσκισε την πατούσα μια δράκαινα και κούτσαινε. Βρήκα κι εγώ ένα βαρέλι στα πεύκα άδειο, το έγειρα και μπήκα μέσα. Για πολλή ώρα παρακολουθούσα τους γονείς μου και πολλούς ξένους να με ψάχνουν αλλόφρονες, ώσπου βαρέθηκα και βγήκα μπροστά τους.

    Τα σημάδια στην πλάτη άργησαν να σβήσουν.