Author: Πετεφρής

  • The Lady vanishes

    Θα θυμάστε οι ηλικιώτες τα σφαιρίδια υδραργύρου που έλαμπαν όταν έσπαζε ένα παλιό θερμόμετρο. Αυτό το πιο απόμακρο, το πιό αποξενωμένο σφαιρίδιο μου ήρθε στο μυαλό, ακούγοντας πως η κυρία Φώφη Γεννηματά περιοδεύει μετά δηλώσεων στα Μέσα Επτάνησα που τα πήρε ο ρούφουλας, με τις πρέπουσες δηλώσεις.

    Δεν βαρεθήκατε, κυρία, να περιφέρετε το μονοψήφιο ποσοστό σας, εγκεκριμένη των προσώπων που συνέπηξαν ένα φασματικό κέντρο, εκκαθαρίστρια λογαριασμών και υποτιθέμενη ηγεμονίς της κεντρώας καρδιάς; Σε τι ακριβώς εξυπηρετήσατε την διαρραγή ή τον σεβασμό του απτόητου δικομματισμού και πόσο σάστισαν τόσο ο Σύριζα όσο και η Νέα Δημοκρατία από το μείζον ατμοσφαιρικό φαινόμενο της παρουσίας σας; Περιττό να επαναλάβω πως κάθε φορά που ακούγεστε, κάνω ατύπως μια πρόσθεση των ποσοστών σας στην όποια αξιωματική αντιπολίτευση και εκτιμώ πως όλα θα είχαν άλλη ουσία με την συνηγορία σας.

    Διότι ο Σύριζα αργά η γρήγορα, θα αποκτήσει ηγέτη και απόψεις, μήτε η παρούσα κυβέρνηση θα είναι μια αιωνόβια φωλεά ελαιοδένδρου. Ενώ το δικό σας, τσουρούτικο κλαράκι, σκιασμένο από πένθιμα αναρριχητικά, θα παραμείνει άσκοπο και ποθητό στο κλαδευτήρι του Χρόνου.

  • Οι Άδειες

    To 2020, οι θερινές άδειες ήταν επικίνδυνες για πολλά λειτουργήματα. Και μερικά υπουργεία, οπως το Παιδείας, έπρεπε να δουλέψουν σκληρά για τις εκπαιδευτικές υποδομές, αίθουσες και διορισμούς εκπαιδευτικών και συναφών υποστηρικτικών λειτουργιών, ώστε το Σεπτέμβριο όλα να ήταν έτοιμα. Από νόμους, έχουμε να φάνε και οι κότες.

    Αντί γι αυτά, ακούστηκε απλώς ένα τερατώδες ποσοστό «αριστείας» των τελειοφοίτων μαθητών και φρικτή έλλειψη αιθουσών. Ήταν απαραίτητη μια σειρά αιθουσών που να χωράνε έως 20 άτομα σε μονά θρανία.

    Δεν έκαναν τίποτε. Ευχολόγια και σταύρωμα δαχτύλων πίσω από την πλάτη. Όσο για τις διαδικασίες, που είναι όντως τερατώδεις στην Ελλάδα για να αλλάξει θέση μια πινέζα σε μια τάξη, ένα θερινό τμήμα της Βουλής, έπρεπε να συνεδριάζει για να αλλάξει τις νομοθετικές ρυθμίσεις που, χωρίς να εμποδίζουν την Ιερή Μίζα, φέρνουν τρομερές καθυστερήσεις «ωρίμανσης έργου».

    Άκεφα τα γράφω. Δε γλυτώνουμε αδέλφια. Δε γλυτώνουμε. Διότι δεν έχουμε καν μια Θάτσερ, μήτε απορφανισμένη την λαϊκή αντίδραση. Άκλαυτοι θα πάμε. Η Κεραμέως μπορεί να μορφάσει, μήτε καν να χαμογελάσει.

  • Μύθοι για το Μαυροβούνι

    Μακριά, σ΄έναν άλλον κόσμο, ήτανε αυτό το Μαυροβούνι.

    Ένα χωριό ονόματι Μαυροβούνι. Σε σταυροδρόμι. Βόρεια, προς Αριδαία. Νότια, προς Σκύδρα. Δυτικά, προς Ριζάρι και Έδεσσα. Ανατολικά για τα χωριά του Βάλτου και τα Γιαννιτσά. Συχνά σταματούσα, είτε για τα κάστρα της Σλάτινας ή το παλαιόκαστρο mutatio Scurio, ή για τις δύο γέφυρες της αρχαίας Εγνατίας στην Καλλιπολη, ή (το χειρότερό μου) ψάχνοντας έστω και ένα αποτσίγαρο από τους Σερμησιάνους του πατρικίου Μαύρου, που είχε αποστατήσει από τον ρήγα Περβούνδο.

    Περνάει και το τρένο. Πλήθος εργοστάσια. Αλλά για τον περαστικό γυαλίζει μόνον η λαδόκολλα. Για τους καταραμένους του βάλτου κι ώσπου να αισθανθείς την υγρασία από τους καταρράκτες, ο τόπος ήταν γνωστός για τα καλοψημένα, λιανισμένα κοτόπουλα, σερβιρισμένα σε λαδόκολλα. Οι παρέες από γύρω, έκαναν συχνά στάσεις και τις συνόδευαν με μπίρες, πολλές μπίρες, και λιγότεροι με ρετσίνες. Συχνά περνούσαν πλανόδιοι πωλητές με διάφορες μαλακίες και τα πάσαραν σε ζευγαράκια ή χασομέρηδες. Αναπτήρες που βούιζαν, ρολόγια ξυπνητήρια αλειτούργητα, ανθρωπέλια που τα κουνούσες και ήλεγαν κάτι στα κορεάτικα. Κατέβαινε πιο εύκολα το κουβεντολόι των εραστών και η απάντηση, στο κρίσιμο ερώτημα «μπούτι ή στήθος», ενώ το βουνό από χαρτοπετσέτες χαμήλωνε γρήγορα, έλυωνε σαν λοφάκι ζάχαρης, παρεκτός και η εκείνη είχε στο τσαντί αρωματισμένα μαντιλάκια. Εκεί, στο Μαυροβούνι, ο φίλος μου ο Μπίλης (διηγείται η Μπρατσκοβέα) ξαναείδε έναν εξωτικό που του είχε πουλήσει ένα χαλασμένο ρολόι και τον ανάγκασε να του δώσει άλλο, φρέσικο.

    Εκεί, στο Μαυροβούνι, όπου συχνά περιμένω τον Μπίλη να τον ονειρευτώ, είδα (ενώ έλειπα χρόνια) τον πρόεδρο Τραμπ με καμπαρντίνα, ξανθομπούμπουρα με πυρρές ανταύγειες, σημαδεμένο από βιαστικά ξυρίσματα, να περιμένει τον Χάρο και εκεινος να αργεί. Είχαν σειρά καμιά εκατοστή που δούλευαν σε εργοστάσια, ένα μικρό ψηλότερα σαλιγκαράδικο, κάτι βιοτεχνίες, επιπλάδικα και κατά τον κάμπο ανοιχτές πληγές του χώματος, μεγάλες τρύπες όπου κάποτε γέμιζαν με ροδάκινα αποσυρμένα. Από τη μια γέμιζε ο λάκκος, από την άλλη οι πονηράντζες τα μάζευαν στα ντάτσουν και τα πουλούσανε στις λαϊκές.

    Εκεί, στο Μαυροβούνι, αντάμωσα συγχωριανό να ψάχνει απελπισμένος γύψο ή στόκο, ότιδήποτε άσπρο και φτηνό, να στρώσει στην πλατφόρμα με το βρεμμένο μπαμπάκι, συνεννοημένος με τον εκκοκιστηρά, να μοιραστούνε την επιδότηση. Και εκεί είδα κάτι γειτόνους καψαλισμένους που τινάχτηκε η παράγκα τους στον αέρα από λάθος, επειδή είχαν βιοτεχνία που γέμιζε γκαζάκια που τα πουλάγαν μα δεν ήξεραν. Κι αυτό το μάθαμε, μαζί με τον Μπίλη που πηγαίναμε στο βάλτο να αλλάξουμε μηχανή στην αλβανική μου μερτσένται και μου παίνευε τον μηχανικό και τον ρώτησα «ποιος είναι;» και γέλασε και μου λέει «ο Τέρβελις είναι, καλός μηχανικός» «δεν τον ξέρω» του λέω. «Είχε παντρευτεί την Σωσσώ» μου λέει, «την θυμάσαι;» «Τι κάνει;» ενδιαφέρθηκαν άκεφα. «Τίποτε» μου λέει. Κατάπιε την μασέλα της και πόθανε».

    Η βόλτα συνήθως έκλεινε στα Γιαννιτσά, στην παλιά αγορά, στο αόρατο ηρώο όπου ο θρυλικός Μποΐτσης (θυμούνται οι παρέες) να είχε φιλοσοφήσει στην στροφή για το Σχοινά και το Γιδά:

    «Παλιά μας λέγαν Μπούλγκαροι, τώρα μας λένε Μακεντόνκι, να ντουμε πότε τα μας πούνε Ατηναίοι»

    Μακριά, σ΄έναν άλλον κόσμο, ήτανε αυτό το Μαυροβούνι, κι όχι στο Καραντάγ, κτήμα του Μπερίβοη.

  • Βλοημένη Κύπρος!

    Το ότι αρνηθήκαμε να υπογράψουμε αμάσητη μια απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δε σημαίνει πως πρέπει να τρίζουμε τα δόντια από αγωνία. Παρομοίως δεν χρειάζεται να ξεχάσουμε τις μάσκες της πανδημίας συσκευάζοντας τσουβάλια με άμμο στα ανοίγματα των σπιτιών μας, φοβούμενοι αεροπορικό βομβαρδισμό.

    Η γκρίνια που ρίξαμε και οι όποιες ενστάσεις μας, έπρεπε να αποτελούν τον κύριο διαπραγματευτικό κανόνα στην Ευρωπαϊκή μας πολιτική από πάντα. Εκμεταλλευόμενοι το όπλο της υποχρεωτικής ομοφωνίας στις αποφάσεις της ολομέλειας, μπορεί να τίναζαν το γιακά τους, καθώς θα αρνιόμασταν το ένα και το άλλο, αλλά αυτή η δυσθυμία, παρά την σιχασία που θα μας τύλιγε, θα ήταν απότελεσματική, όπου τουλάχιστον μας έπαιρνε, τα χρόνια μετά το Μάαστριχτ.

    Το ότι οι Ευρωπαίοι κατάφεραν να ψελλίσουν μερικά buts και αστερίσκους σε ακόμη μία μακρά συνεδρία, σημαίνει δυο πράγματα:

    1. πως η Ελλάς μπορεί να σφογγίσει τον ιδρώτα της αγωνίας από το μέτωπο και τις παλάμες της, και
    2. πως αξίζει ένα ρεγάλο στην Κύπρο, την μαδημένη από την απάτη των εγγυητριών δυνάμεων, την μοιρασμένη στα δύο από εγκληματίες που πέθαναν στο κρεβάτι τους, που χάρη στην τέχνη μερικών καλαμαράδων κατάφερε να γίνει πλήρες μέλος της Ένωσης και ο Πρόεδρός της σκέφτηκε, εν τη απελπισία του εκείνο το εύρημα ονόματι «Λευκορωσία γιοκ» που ανάγκασε πλήθος νενέκων να καταριούνται την ώρα και την στιγμή που την δέχτηκαν στην Σύναξη.

    Φυσικά, η διατάραξη της πολιτικής γραμμής των Αψβούργων, πλην Αυστρίας, ήτοι Ισπανίας, Γερμανίας και Ουγγαρίας να περάσει το δόγμα της προσέγγισης της Ευρώπης προς τα χατίρια του Σουλεϊμάν, προκειμένου να χαρεί από το μνήμα του ο Κάρολος Κουίντος και να μη περάσει το φλερτ του Φραγκίσκου με τον Μπαρμπαρόσα, μπορεί λίγοι διπλωματικοί υπάλληλοι να το συνδύασαν στο μυαλουδάκι τους, αλλά το «Καλώς μας ήρθατε στην Κύπρο, αρχόντοι! Τράγοι και μαϊμούδες!», χάρη στον Σαίξπηρ, στον Οθέλλο και στον Σεφέρη, ήχησε και πάλι.

    Φυσικά, καθώς σε ζητήματα ελληνικής εξωτερικής πολιτικης είμαι πάντοτε καχύποπτος, κάνω το σταυρό μου πάλι για δύο πράγματα:

    1. το ότι προέκυψε μια αμερικάνικη πρωτοβουλία άγνωστης πηγής που έκανε τον Πομπέο να χάσει τον ρόλο του γραφικού αμπανταούμπαντα και να θυμηθεί το Ουέστ Πόιντ και το Χάρβαρντ, σύν μια πρόσφατη θητεία στην CiA. Έτσι, πήγε Κύπρο και Ελλάδα, ίδιες μέρες που ξέσπασε στο Καραμπάχ η Αζέρικη επιθετικότητα, και
    2. πως η Αμερική σκεφτηκε ένα δόγμα γραμμής Κύπρου-Κρήτης που θα ακύρωνε τις «μεσογειακές» τουρκικές βλέψεις, όχι λόγω συμπάθειας προς την Ελλάδα, όσο για να εξασφαλιστεί το Ινσαρλίκ, ανεξαρτήτως εξελίξεων.

    Καθώς παράτησα, μετά πολλούς κόπους, τον Μεσανατολικό χάρτη, βρήκα την υποστήριξη της Τουρκίας στους Αζέρους εξεζητημένη, καθώς κανένα μέτωπο απ΄αυτά που η Τουρκία διατηρεί ενεργά ή υπό προσδοκίαν δεν ευτύχησε ακόμη: μήτε ο Έβρος, μήτε τα νησιά, μήτε η Λιβύη, μήτε η Μεσόγειος και οι σωλήνες της, μήτε η Κύπρος, η Συρία και ξάφνου, το Καραμπάχ. Ακόμη προσεξα πως δυνητικοί «σύμμαχοί της» όπως η Μάλτα, χωρίς ΑΟΖ (που υποστηρίζει η Τουρκία) δεν μπορεί να παίξει ρόλο, αλλά και η Λιβυκή προσέγγιση δεν προιωνίζεται τουρκική επιτυχία.

    Θα ήταν καταγέλαστος όποιος έχει την ναϊβιτέ να πιστεύει πως πρόκειται για μια διαχρονικά μακροπρόθεσμη απόκλιση του Δυτικού κόσμου. Μάλλον ετοιμάζεται κάποια αντικατάσταση ηγεσίας στην γείτονα, να μη πω κάτι βαρύτερο. Όταν μας αρρεβώνιαζαν αρχές των φίφτις, δεν είχαν την απαίτηση να βάλουμε στεφάνι, αλλά ποτέ ένα συνοικέσιο δεν ήταν εγγύτερα στις προσδοκίες Ελλήνων και Τούρκων. Γνώμη μου.

    Μόνη ανακούφιση σε αυτό το γαϊτανάκι, είναι η επίγνωση πως οι Έλληνες τουρκολόγοι αισθάνθηκαν χάλια, δυσαρεστημένοι και απαίσια. Καιρός ήταν, να ιδούμε θεού πρόσωπο. Με εκνεύρισε που τάχα οικτίρουν την Κύπρο επειδή παραμένουν τα καρακόλια και τα τρυπάνια των γειτόνων. Αγνοώντας πως, πολιτικά, η Κύπρος θυσιάστηκε υπέρ της Ελλάδας σε αυτό το ζήτημα και θα καρδιοχτυπάει, τουλάχιστον έως τα Χριστούγεννα.

    Αφήνω τελευταίο ένα φλέγον πολιτικό ζήτημα: οι αντιθέσεις, επείγει να μαλακώσουν, κι ας θεωρηθεί ένδειξη μαλάκυνσης αυτό, από τους επιθετικούς εγωπαθείς. Τίποτε δεν έχει αλλάξει από τον Μεγάλο Πόλεμο. Και επείγει να βιώσουμε συνθήκες διαλόγου και αποθάρρυνσης της πολλής μαλακίας. Ούτως ή άλλως, μπορούμε να αντέξουμε ακομη μία γενιά χωρίς σωτήρες και προφήτες.

    Κι αν το μικρό Χορμόπουλο, ένας παραμορφωμένος Ανδρέας με σύμπλεγμα μεγιστοποίησης ενός φοβικού υπερεγώ, επιμένει πως ο Μητσοτάκουλας γυρνάει με άδεια χέρια, απλώς επιβεβαιώνει πως αμφότεροι έχουν κοντινή την ημερομηνία λήξης. Δεν σκοπεύω να αφοσιωθώ στην αλλαγή της γνώμης των πολυάριθμων φίλων μου που επείγονται να δουνε μια Αριστερά ή το σκάχτρο της να ανασύρονται από την ακεφιά. Εξάλλου, λιγα είναι πλέον τα ψωμιά μας, κι ας το δούνε στον ύπνο τους, να ηρεμήσουν.

    Και βγάλτε από το νιονιό που σας απόμεινε ότι «νικήσαμε». «Ασταραμαντάρ μοκάρες» νικήσαμε, για να δανειστώ μιαν αθιγγανική έκφραση. Ή Gülü seven dikenine katlanır κατά την γείτονα. Δεν εξηγώ. Εις έρευναν προκαλώ.

  • Ντεκώ

    Ο νέος φωτισμός της Ακρόπολης των Αθηνών, επιβεβαιώνει (είναι και φυσικό) την κυριαρχία των μεσόκοπων ηλικιών στη χώρα, που έγινε κανόνας και εμμονή. Η κυρία Ντεκώ οργάνωσε ένα στερεοσκοπικό εκχύλισμα ράβδων φωτός με διαχύσεις διαφόρων τύπων φωτισμού σε επιφάνειες «αδικημένες» ως τα τώρα, ήτοι μη στοχοποιημένες. Φυσικά και απέτυχε! Μόνον ο βραχώδης λόφος αναδείχτηκε και εμπλουτίστηκε.

    Από τα χρόνια του «ήχος και φως» έως τον φωτισμό του Σερπετζέ του 2000 και του ψευδοπροπύλου του Καλλιμάρμαρου λίγο πριν, όλα συνέκλιναν προς την λέξη «υποβολή». Σ’ ένα ατλαζένιο γαλαζωπό μαγνάδι κολυμπούσε η τελετή έναρξης του 2004, και η ύπαρξη τρισδιάσταστων όγκων στον Βράχο ήταν πραγματική καινοτομία. Η συνοδός μουσική, κατά τα ειωθότα, βαρετή, άμπιεντ, τάχαμ δήθεν.

    Μια παρατήρηση. Συμφωνώ πως οι κορμοί του Ολυμπίου Διός, οι κίονες του Παρθενώνα, οι ράβδοι των αιγυπτιακών αρχαιοτήτων και τα τσουπωτά διαστημόπλοια του Καρνάκ,  τεχνικά ταιριάζουν με δέσμες αντιεροπορικών, ως φλακ, που συνηθίζουν οι απανταχού δραματοποιοί φωτιστές που διαθέτουν οι περισσότεροι, ένα στρόμπο στο κεφάλι. Αλλά εσωτερικό μήνυμα, δεν υπάρχει. Οι βέργες φωτός στο άστεγο μνημείο άλλα διδάσκουν. Ίσως καλύτερα θα ήταν να εκτεθεί το αντίστροφο μήνυμα: στον Παρθενώνα επιστρέφει η ύλη, δεν διαχέεται, δεν διασκορπίζεται. Ο λόφος δεν ήταν «ιερός βράχος» με τίποτε. Ήταν και είναι ναοί, μνημεία, κλίμακες και σπόγγοι που απορροφούν το φως, ως μαγνήτες επιδραστικοί.

    Η κύρια λειτουργία του Παρθενώνα ήταν ενός ηθικά περιστοιχισμένου Ταμιείου. Αυτού που έφυγε από τη Δήλο. Στην ουσία, δεν διακοπήκε ποτέ ο θρήνος για το Κυλώνειον Άγος, η Άγραυλος, το εκατόμπεδον, το αίμα των γερόντων που έμειναν να σφαγούν στα ξύλινα τείχη.

    Μια αισιόδοξη, έστω και λανθάνουσα εντύπωση. Ο κειμενογράφος του πρωθυπουργού, φρόντισε να δώσει μια ενδιαφέρουσα πολιτική χροιά. Αναφέρθηκε ο Μακρόν στην Πνύκα, και η ομιλία του, που συνέβη με άλλη κυβέρνηση και άλλον πρωθυπουργό και πουθενά δεν υπήρξε η οργή του Θρασύβουλου και οι άτακτοι μαθητές του Πλάτωνα. Ήταν μια ευγενής, απαραίτητη υπενθύμιση της συνέχειας του ρημαδοκράτους μας, που το σαλαγάει ο αριστερισμός και απειλεί κάθε Ζακχαίο να πέσει από το δέντρο. Ο αριστερισμός είναι η Αριστερά, όπως την ερμηνεύει μια τελειωμένη δεξιάντζα νοοτροπία, παραμορφωμένη από έγκαυμα πρώτου βαθμού που άφησε δυο μάτια, αβλέφαρα και σαστισμένα σε ένα άφατης σκληρότητας τοπίο. Ζαβοί ξεζαβοί, έρμαια του ντεζαβύ, οι ηγέτες, έστω και θολοί, πρέπει να μιλάνε μεταξύ τους, διότι μέγα το της θαλάσσης κράτος και η σίτισις εν πρυτανείω.

    Για τους ξεχασιάρηδες, τόσο ο Περικλής, όσο και ο Λυσικλής, κοιμήθηκαν την αξιέραστη Ασπασία.

  • Ο κορονοϊός της λογοτεχνίας

    Πριν «σκάσει» η πανδημία, η επιστημονική κοινότητα δεν είχε πάρει είδηση μια επιδημία που (υποθέτω) επειδή δεν μας άφησε νεκρούς, αλλά βαθέως κατεψυγμένους αναγνώστες, πέρασε και περνάει στο ντούκου. Τα κρούσματα δεν είναι δα και χιλιάδες, ένα μονοψήφιο ποσοστό εμμονικών τηνε πατάει κάθε χρόνο, εμβόλιο δεν υπάρχει, μήτε πρόκειται. Είναι πάντως ιός. Μήτε βάκιλλος, μήτε θκουλίκι σε βότκα. Πρόκειται για τη νέα φόρμα λογοτεχνικής τηλεοπτικής παρουσίασης.

    Τα προηγηθέντα

    Υπήρξε, μαύρη η ώρα που εμφανίστηκε, μια πολιτιστική προσθήκη τον καιρό που ο όρος «πολιτισμός» έως τότε καταστροφέας μουσικών στιγμών, διαρπαγεύς θεατρικών δρωμένων επί προχείρου πάλκου, και κινηματογραφικός κουβαράς (η συναξαριστής) κινηματογραφικών σπανίων στιγμών, συγκέντρωνε πλήθη κυρίως φοιτητών, αλλά, απροσδοκήτως μόνον ιδεολογικώς συγγενών. Σε αυτόν το κουβαρά, προστέθηκε η λογοτεχνία. Ήταν η επί τραπέζης ή από μικροφώνου απαγγελία ποιήσεως, ατόμου ή ομάδων, που αλάτιζε ή νάρκωνε τα ήδη κεκμηκότα ακροατήρια.

    Τα άτομα αυτά, κατά μόνας ή κατά παρεάκια, εμφανίζονταν σε αίθουσες και ανοιχτούς χώρους. Ερχόταν η σειρά τους, μετά την ομιλία του υπευθύνου παραγωγού που μας μάζευε, και μετά τις απαγγελίες, υπήρχαν ερωτήματα από το ακροατήριο, αρκετά, αλλά θεματικώς τα εξής δύο: (α) «πότε θα αποφασίσετε να γράψετε για τον λαό» και (β) «έχω κατά τύχην τολμήσει να φέρω ένα δικο μου ποίημα, μπορώ να το διαβάσω;». Ως περιπατητικός ποιητής, πρίν σαρανταβάλε χρόνια δεχόμουν όλες τις προσκλήσεις, με τέσσερις μόνον δυσχερείς στιγμές στην τότε σταδιοδρομία μου:

    1. Στην Τριανδρία, σε ένα γυμνό πάλκο, όταν ήρθε η σειρά μου, πριν τη ρεμπέτικη κομπανία και μετά έναν μπρέχτικο μονόλογο, ο δήμαρχος ανακάλυψε, με τα δίκια του, πως δεν ήξερε πως με λένε και φρόντισε να διακηρύξει την άγνοιά του από το μικρόφωνο οπότε, πάλι από μικροφώνου, του έλυσα την απορία: «είμαι ο Πετεφρής». Ουδείς αντέστη.
    2. Στον Βελβεντό, όπου η κεντρική πλατεία έχει ανισοϋψείς ισοϋψείς, το Δημαρχείο έκειτο σε ανηφοριά και αποκάτω υπήρχε γνήσιο πανηγύρι, με χορούς και δρώμενα. Όταν μου είπαν, «μίλα τώρα» άγνωστοι διοργανωτές, η φασαρία και τα σουβλάκια ήταν στα ύψη, οπότε άφησα τα στιχηρά και απήγγειλα ό,τι κλέφτικο, αρματολικό, και δεκαπεντασύλλαβο μπόρεσα να θυμηθώ, οπότε διέφυγα.
    3. Στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης, χάρη στην χαμογελαστή υπομονή του Γιώργου Σαββίδη, σε ένα κοινό που γέμιζε και τους διαδρόμους, ήμασταν τακτικοί, μερικοί της «γενιάς του 70» (θυμάμαι την ανασαμιά του Ξεξάκη δίπλα μου) όταν ένας οργίλος πρωτοετής, μας διέκοψε κραυγάζοντας «άντε γαμηθείτε ρε, ο Ρεμπώ πέθανε!» οπότε τον πιάσαμε στο κυνηγητό και το χάπενινγκ κρίθηκε πετυχημένο.
    4. Τέλος στην πρώτη και τελευταία κάθοδο εις τας Αθήνας, με τρένο των 7 ωρών ακατέβατο, σε στρογγύλη τράπεζα, με πλησίασε εκ των όπισθεν μια κοκκινομάλα με αισθαντική φωνή, ως υπευθυνίς διοργανωτρίς και μου ψιθύρισε ξεσηκωτικά, τα χείλη της στην αυτάρα μου «ελπίζω ποιητή μου, να αποφύγετε τα πέη και τα αιδοία με τα οποία μας φιλοδωρείτε στην ποίησί σας». Σιώπησα, συγκρατήθηκα και δεν τεκνοποίησα εκείνη τη νύχτα κάτω από την Ακρόπολη των Αθηνών.

    Ο ιός

    Πέρασαν έτη πολλά, ώσπου εδέησα να χαρώ παρουσιάσεις, τόσο του Εμιρζά, σε κρατικό κανάλι, όσο και του Λουκά, της Δημοτικής τηλεόρασης. Αλλά μετά τόσα χρόνια, η κατάσταση ατόνησε -η γενιά άλλαξε, η ποίηση έπαψε να βαφτίζεται ως «νέα σχολή» οι παρουσιαστές ολιγοφώνησαν, πρέπει να πρόκειται για κάποια κόλπα ζόρικα εκ της Γαλατικής τηλοψίας ή για απλό βαριεστημένο ύφος.

    Ήτοι, οι παρουσιαστές διάβαζαν διαγωνίως ή δεν διάβαζαν ντιπ. Κι επειδή αυτό άφηνε κενά, οι παρουσιαστές, άρχισαν το άλλο βιολί: σιωπούν συναινούντες. Αυτό δεν σημαίνει ίσως πως πόμειναν βουβοί, αλλά πως μάλλον τα δικά τους ερωτήματα και σχόλια τα κόφτει το μοντάζ, κι αυτοί απλώς εμφανίζονται κουνώντας το κεφάλι ως Βούδες. Δεν ξέρω. Πάντως ο ποιητής ή η ποιήτρια που παρουσιάζεται μιλά, απαγγέλει, ξεφυλλίζει, ενίοτε με δισταγμό. Σε κάθε περίπτωση αυτά ήταν τα προοίμια της ίωσης.

    Εδώ και μήνες εμφανίζονται σαφή κρούσματα, όπου ο /η λογοτέχνης/ις, δε βάζει γλώσσα μέσα, παραληρεί, μετά κόπου αποφεύγοντας σίελο εκ της σχισμής του στόματος, πετροβολά ή τοξεύει με φλύαρα βέλη τον παρουσιαστή που κουνάει το κεφάλι όπως κάτι ζωόμορφες κούκλες στο πίσω τζάμι των ΙΧ. Και να ο Νίτσε και να η Μπιόργκ, ο Μαντόνας και το λουρί της μάνας, ό,τι προαιρείσθε. O ιός έχει εγκατασταθεί. Ο/Η λογοτέχνης/ις θεωρηθήτω πλέον ασθενής, έμπλεως συμπτωμάτων: θα καταγγείλει την κατάπτυστη παλαιά γενεά, μη λημονώντας να εκθειάσει έναν πανελληνίως άγνωστο γυμνασιάρχη-συγκάτοικο στο πατρικό του, που στιχουργεί.

    Και κυρίως ο ασθενής παύει να παρουσιάζει το έργο του και εκθέτει τον βίο του, έμφορτο σπαρίλας και δήθεν γεμάτον με δήθεν παράταιρα χούγια. Ο παρουσιαστής οσμίζεται πως μπορεί να κολλήσει κι αυτός και ρίχνει ένα βιντεάκι ελπίζοντας να αποκολληθεί από την κατηραμένη τηλεθέαση του 0.2%.

    Υπάρχει θεραπεία; Οι γνώμες διίστανται. Πάντως ένας επτανήσιος σπετσιέρης (υπάρχουν ακόμη στο νησί των εξ Υπερείας προσφύγων, όπως και βαρδιάνοι εκ της μακρυνής Ενετοκρατίας) κατάφερε να παρουσιάσει απύρετο λογοτέχνη.

    Είναι σχετικά απλή η θεραπεία, αλλά δεν είναι και ζαβλαμάς. Θέλω να πω ότι το φάσμα της «δημιουργικής γραφής» έχει ξαποστείλει πολύν κόσμο στα Τάρταρα, ενώ εάν το δείτε ως κειμενογραφία, η ανοσία σας είναι εξασφαλισμένη. Κειμενογραφία είναι όταν σε πιάνει πόθος να ακολουθείς την κακολογία μιας παίκτριας του GNTM ή τους στίχους Κυριαζή τινός που και του θύμιζε τη μάνα του, να πας στον διδάσκαλο και να του ζητήσεις να γράφεις σαν το «έχω κλάψει, για πολλές γυναίκες έχω κλάψει, μα για σένα πιο πολύ». Θα σου μάθει ευχαρίστως. Τώρα, εάν ποθείς να γράφεις ως Κνουτ Χάμσουν ή Μπόρις Πάστερνακ, ο δάσκαλος θα τα καταφέρει σε βαθμό κακής μετάφρασης. Εσύ όμως θα γιατρευτείς και θα πίνεις μπιρόνια  έξω από βενζινάδικα. Διότι αυτό νομίζεις πως είναι η λογοτεχνία. Ένας εξώλης και προώλης βίος, τον οποίο σου εύχομαι να γευτείς, αν αντέχεις να έχεις ονειρα και απόψεις, μετά από άγρυπνα δωδεκάωρα, επειδή μια λέξη σου ήχησε «κάπως».

  • Η κρυφή γοητεία της υπαλληλίας

    Ένας σοβαρός άνθρωπος σε κανάλι δηλώνει «να αυξήσουμε την τηλεεργασία». Τον πληροφορώ πως ένας στους δέκα υπαλλήλους θα χαρεί, τέσσερις θα προσκομίσουν βεβαίωση τενοντίτιδας, και πέντε χαρτί από ψυχιατρικό κατάστημα.

    Και όμως συνέβη και το βεβαιώνω.

  • Καρκατσουλιά ή τσιτσιλαριά: η κηδεία μιας οικογένειας

    Κάθε αρνί απ΄το πόδι του κρέμεται. Αυτήν την παροιμία την ήκουσα εν Γιαννιτσοίς, στην οδό Αθανασίου Τσαμαλδούπη, απέναντι από τους Πυτιλάκηδες, στην αυλή των Σαρμπάνηδων και την διακοίνωσε η Άμια Κυριακιώ, η αγαθή γιαγιά της οικογένειας με τα έξι κορίτσια, που μας νοίκιαζε το σπίτι. Κούλα, Ζαφείρω, Φυλλίτσα, Λέλα, Αρτεμισία, Βαγγελίτσα το μικρό.

    Οι οικογένειες, για να αρχίσουμε από τα βασικά, δεν ιδρύονται για να τις βλέπουμε ηρωίδες στο σινεμά. Μήτε «κρύβουν» επτασφράγιστα, αμαρτωλά μυστικά που, σκάζοντας σαν μπαλόνια, γεμίζουν λάσπη και χλωροφόρμιο τις ένοχες γειτονιές. Είναι κύτταρα μοναχικά μέσα στην πληθώρα τους, μοναδικά μέσα στην ζωντάνια τους, γεννήτριες DNA, παροδικές στην απόγνωσή τους, καλές με τα παιδούδια που γεννάνε, πενθώντας τους χαμένους συγγενείς.

    Όταν «ξέρουμε πολλά» για ένα σόι, επιμένω, είτε δεν έχουμε ιδέα για τη ζωή τους, είτε (σε μετρημένες περιπτώσεις) το ίδιο το σόι μας μπουκώνει με αχρείαστες δήθεν πιπεράτες πληροφορίες για τα δήθεν μυστικά τους. Γι΄αυτό και προτιμώ, κάθε κυψελίδα της μνήμης μου, να την γεμίζω με στοργή κι αγάπη, αφού η κόσα του θανάτου δεν θα λείψει από κανενός την αναπόδραστη στιγμή.

    Βέβαια, η παροιμία που ανέφερα, δεν σχετίζεται με το δίκιο και το άδικο: είναι φτιαγμένη από ένα μάτσο στερεότυπα, που ενίοτε, ισχύουν και τα αντίθετά της. Κι έτσι, μου δίνεται η ευκαιρία να σχολιάσω, ως καντιποτένιο καρκατσουλιό (παραδίδεται και ο όρος «τσιτσιλαριό») μια οικογενειακή ιστορία που θα ήταν άξια κάθε αποσιώπησης και λήθης, αν δεν είχε την τοξική συνήθεια να εκδίδει βιβλία. Στην Γαλλία.

    Βιβλία; Τι ναι πάλι αυτό; δεν αρκεί στην μπαφιασμένη μας κοινωνία η σχεδόν υστερική μονομανία των συνελλήνων να υπερβαίνουν τον Ρουβίκωνα, ιδίως στο Κανάλι της Βουλής και στην Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης, εξηγώντας μας το μεγαλείο τους; Φαίνεται πως δεν αρκεί. Αν μάλιστα την συγκρίνουμε με τους ζωηρούληδες και ζωηρούλες της οικογένειας Μπρούνι, είμαστε μάλλον στην αρχή. Γι αυτό και ξεκινάω από μια φωτογραφία. Από την κηδεία ενός Μπρούνι, όπου το ξόδι περιλαμβάνει έναν Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας ως γαμπρό και έναν στενό οικογειακό κύκλο. Ο Σαρκοζής, πενθεί τον πεθερό του. Αμ δε!

    Ο ίδιος ανήκει στην σέχτα των κοντών που έχουν εθιστεί να βγαίνουν στις φωτογραφίες χωρίς να εγγίζουν το έδαφος οι φτέρνες. Δεν είναι βέβαια της κομμούνας των «γαλοτσιανών» όπως ο μακαρίτης ο Μπόγκαρτ που εφόρει τσόκαρα στα γυρίσματα με την Μπέργκμαν.

    Σε ειδικό βιβλίο, η πενθερά Σαρκοζί δηλώνει πως άλλος και όχι ο Μπρούνι είναι ο πατέρας της Κάρλας και μάλιστα η φαμίλια μόνο με μήνυμα διαστημοπλοίου δεν το είχε εξακοντίσει. Ακόμη και ο «εραστής» το αναφέρει σε βιβλίο. Όσο για την δυχατέρα, σε άλλο βιβλίο, εξηγεί πως στόχευσε έναν υιό φιλοσόφου (και αυτός συγγραφέας βιβλίου) αφού προηγήθηκε άλλος φιλόσοφος, πατέρας του υιού φιλοσόφου. Και το κοινό σπεύδει. Και μάλιστα, εξ όσων γνωρίζω, διατηρεί τα αυτά ήθη και έθιμα όσο μπορεί στην απλή, καθημερινή, ανύπαρκτη ζωή του.

    Όντως αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι είχαν έκπαλαι πρωτοτυπήσει. Γνωρίζοντας λαούς, φρόντιζαν και φώτιζαν ενδιαφέροντα συνήθεια όπως «οι Λιβυρνοί κατοικούν μετά τους Κέλτες και οι γυναίκες των γαμιένται με όσους θέλουν, δικούς και ξένους και κανένας δεν βγάζει το κιχ του διότι γυναικοκρατούνται».

    Βέβαια η περιέργεια είναι διαχρονική πανδημία, σπανιότατα δημιουργική, συνήθως βαρετή, ενίοτε για βλαμμένους: «εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους» στιχουργεί ο Γιώργος Ιωάννου. Αλλά δε βαριέσαι.

  • Ιστορικές μεταγγίσεις

    Και τότε αδιαφορώ τελείως αν καταστρέψουν οι Ρωμαίοι
    τα Τιγρανόκερτα και την Κερκώ

    (Καβάφης)

     

    Στα πρόσγεια του Καυκάσου, υπάρχει το κράτος του Αρτσάχ, που δεν έχει τύχει γενικής αναγνώρισης. Το θεωρούν κράτος-μαριονέτα της Αρμενίας. Ιστορικά στον χώρο του υπήρξαν τα Τιγρανόκερτα, για όποιον θέλει να πάρει μια ιδέα του παρελθόντος και βασική περιοχή του είναι το Καραμπάχ, που αποξενώθηκε από τους Αζέρους στον πόλεμο της δεκαετίας του 90, οι οποίοι προσφύγεψαν στα μέρη του Μπακού.

    Οι Αζέροι της Κασπίας, Ίβηρες, Αλβανοί και άλλα ονόματα κατέχοντες, ελάχιστα κοινά σύνορα έχουν με την Αρμενία με την οποία διαφέρουν στο θρήσκευμα και σε πολλές παραδόσεις. Αυτή η κόντρα που έχουν με το Ναγκόρνο («βουνήσιο») Καραμπάχ, πολύ με ξένιζε, ώσπου νομίζω πως έβγαλα άκρη. Όταν ο Βασίλειος ο Β, με μια καλή κίνηση, μετά τη μάχη του Κλειδίου τον Σεπτέμβριο του 1014 που ρήμαξε τον Σαμουήλ ξεκουράστηκε στη Σαλονίκη, 2 Ιανουαρίου του 1015, βγήκε με το ασκέρι του στα δυτικά, επιθεώρησε το νέο κάστρο που είχε χτιστεί στον Αλιάκμονα υπό τον στρατηγό Κωνσταντίνο Διογένη, τον και Φιλομάτη (και όχι Φιλομά!) όπως μας διδάσκει η επιγραφή εκ Μυλωβού και μπούκαρε στην Αλμωπία ή Μόγλενα ή Καρατζόβα, μετοικήσας τους Μογλενίτες συν γυναιξί και τέκνοις στο Βαασπαρακάν της Αρμενίας. Ήταν μια σοφή στρατηγική κίνηση, διότι η περιοχή βρίσκεται βορειοανατολικά της λίμνης Βαν, όπου κείται το Καραμπάχ, σε άμεση σχέση με το Καρς και το Ερεβάν. Κι έτσι τα παρτάλια των Χαζάρων, τα ισλαμικά, θα έβρισκαν αντιπάλους Μογλενίτες. Το Βουσπαρακάν, όπως λέγεται σήμερα ο τόπος της αποδημίας, είναι σύγκολα στο Καραμπάχ.

    Όπως συμβαίνει συχνά, η μετοικεσία ξεχάστηκε και απόμεινε ένας πολεμικός πληθυσμός, φερμένος από δυτικά, που κατά τον Βασίλειο ήταν αδύνατο να ηττηθεί και να τυφλωθεί, και θα μπορούσε να είναι πρόφραγμα στο ντιπ για ντιπ ανατολικό Ισλάμ.

    Έτσι και έγινε! Η ανατολική Αρμενία, κρατήθηκε Αρμένικη, χάρη στους δεινούς καραμπαχιώτες, που σήμερα συνέπηξαν το κράτος του Αρτσάχ, και τη σπάει στους Αζέρους, ακόμη και τον 21ο αιώνα. Φυσικά, η Αρμενία είναι ρωσόφιλη και η Αζερία τουρκογενής, εκ Χαζάρων. Με τον Ερτογρούλ και τους φυλάρχους, κάτι γινότανε. Με τον Ερτοάν, “πρόκοψαν” οι Αζέροι.

    Στα Μόγλενα, δεν ξώμειναν από νέους κατοίκους: στον «φάκελο Κεφαλά» της αγιορείτικης Λαύρας αναγράφονται τα Ενώτια, τα τόπια Ποζούχια (Κοζουχ) δίπλα στη Τζένα, Ρωμαίοι και Βούλγαροι και κάμποσοι Κομάνοι, που διέπρεψαν ως προσκολλημένοι στο Βυζάντιο δεινοί πολεμιστές, επί αιώνες, μαζί με μοναστικές κλήρες, εργαλεία φρονηματισμού. Και για τους Πετσενέγους μαρτυρείται πως στρατολογήθηκαν, αλλά δεν ξέρουμε και πολλά.

  • «Άρατα φέρατα» και άλλα ιερογλυφικά

    Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ή

    Άβαλα μαντάβαλα μαντός κουσκούβαλα μα τσίγκιρ μίγκιρ τάζι τούζι μένα ξουζι σπιρ τακ τακ ότζουκ μότζουκ τσίκι τσίκι τσόζουκ.

     

    Τα προεισαγωγικά μιας διπλωματικής επαφής Ελλάδας και Τουρκίας, συναρπάζουν  φλογισμένες ψυχές, στέλνουν θεματικά drones στον αιθέρα, μπλέκουν γαλάζιες πατρίδες με μαύρα μαντάτα, από τον μήνα Αύγουστο. Ένα κογκλαβιο ενός διαλογου που έπαψε από το 2016, απεγνωσμένα αναδιαρθρώνεται, με πεισματάκια, ύβρεις και διαχρονικώς μηδενικά αποτελέσματα. Και το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της διαμάχης, μεταξύ σκιαμαχίας και θερμού επεισοδίου, είναι η ομοιότητα με έναν παιδικό διάλογο. Είτε με το «ένα λεφτό κρεμμύδι» είτε με την «Πινακωτή». Στο βάθος του αμέτρητου χρόνου, μοιάζει με αναπαράσταση των «Γοτθικών», μιας τελετής που διασώζει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, η οποία συνέβαινε στην αίθουσα των δεκαεννέα «ακκουβίτων» (μάλλον στην θολωτή αίθουσα με μονή είσοδο και 19 κόγχες-κουητά) μεταξύ καρναβαλιών ντυμένων με «γοτθική» ενδυμασία και ήταν στην ουσία μια μουσική τελετή.

    http://petefris.blogspot.com/2008/03/blog-post_13.html

    Με δυό λογάκια, μια ψευτομάχη, ένα phony war, με κύριο χαρακτηριστικό πως οι παίκτες αγνοούσαν το ιδιόλεκτο του παιγνίου -ποιος ήξερε λόγου χάρη τι σημαίνει Ἰβερ· ἰβερίεμ· τοῦ ἰγγερουα· γεργερεθρῷ· Νανά· σικαδιασε περέτουρες. Υποθέτω, μήτε όσες και όσοι γνώριζαν τι εστί ο ρούνος «τουκιθεμπλομ».

    Ευθύς, παρευθύς και ακάλεστος, να σας παρουσιάσω την εκδοχή μου.

     

    «Η Κύπρος κείται μακράν»

    Μπορεί να αποκτήσαμε ανεξαρτησία, να πήραμε ανεπιτυχώς το μέρος των Ρώσων στα Κριμαϊκά, να αφήσαμε την «Εθνικη Εταιρεία» να χάσει επονείδιστα τον πόλεμο του 1897, αλλά συνασπιστήκαμε ορθώς με τους άλλους νοτιοβαλκανίους το 1912 και ξαφνιάσαμε τους «ειδικούς» με τη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα, στον πρώτο Βαλκανικό. Μειώσαμε την βουλγαρική επιρροή, νικώντας στον Β΄ βαλκανικό και μετά από μία περίοδο περιπετειώδους διχασμού, ρημαχτήκαμε άκοντες στην Κριμαία, ακολουθώντας τον «τα ζώα μου αργά» Κλεμανσώ και χάρη στο κράτος της Θεσσαλονίκης αποκτήσαμε μερίδιο στην διανομή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου οι άλλοι σύμμαχοι την γλύταραν εκτός από εμάς που χάσαμε τα πάντα, σε απηνή διωγμό, ματαίως εκτελέσαντες τους «6» για ξεκάρφωμα. Το πέρασμα από την Γαλλική στην Αγγλική επιρροή, ολοκληρώθηκε μόλις το 1940. Η σοβιετική επιρροή, μετά από δέκα ανυπόφορα χρόνια που απαιτούσαν ομαδικές εκτελέσεις πρακτόρων κάθε λογής, τις οποίες δεν τολμήσαμε, οδήγησαν στην ένταξη Τουρκίας και Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, με του οποίου την ανύπαρκτη πολιτική διαχείριση πορευόμαστε έκτοτε υπό διαφορές μορφές. Η προφανής ανικανότητα του τότε πολιτικού κόσμου, και η επικρατούσα νενεκίαση έφερε έναν Περονίζοντα, τον «στρατάρχη Παπάγο» στην εξουσία, ο οποίος μας γκαζίκωσε ως πρόβλημα και όχι ως βαθμιαία και λογική εθνική απαίτηση (όπως συνέβη με δεκάδες περιοχές του Κόμονγουέλθ, αζημίως για τους πάντες) την Κύπρο.

    Το δίδυμο Μακαρίου-Γρίβα, ήταν άκρως τοξικό. Ο Μακάριος δεν ήταν Μαντέλα. Ο Γρίβας, αρχηγός κατοχικής ομάδας κρούσης, ονόματι «Χ», υφιστάμενος του «γέρου της Δημοκρατίας» Γεωργίου Παπανδρέου στα Δεκεμβριανά, του και Παπατζή για την Αριστερά, κίνησε μια ΕΟΚΑ που προκάλεσε αναστάτωση στους Άγγλους, που ήδη παρέδωσαν την χώρα μας στους Αμερικανούς και έφερε διάφορα «σχέδια επίλυσης του Κυπριακού», ολοένα και χειρότερα, αλλά και ενεργοποίηση του άλλου «συμμάχου», της Τουρκίας, που με επιρροή στη Κύπρο, αποκτούσε ερήμην της ένα αβύθιστο αεροπλανοφόρο, στα χρόνια αλλεπάλληλων κρίσεων στην Εγγύς και Μέση Ανατολή.

    Καθώς οι αποφάσεις της Γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ μοιάζουν με την υπεράσπιση του «Κελλαρίου» της Θεσσαλονίκης (μόνον το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει ισχύ) το USA Δόγμα «Τουρκία και Ελλάς πάνε πακέτο, κρατάμε το Πατριαρχείο δικό μας και τα άλλα θα βρεθούν» λόγω του ομογενειακού Λόμπι, οι Τούρκοι μιμήθηκαν το στυλ της Σφαγής των Γενιτσάρων, οργανώνοντας το σβήσιμο της πληθυσμιακής ισομοιρίας (που ολοκληρώθηκε το 1964) αποκτώντας υπαρκτή τουρκική μειονότητα στα Θράκη, κι εμείς αποκτώντας τον Πούλο, διότι κρεμώντας οι Τούρκοι τον Μεντερές ως αυτουργό του πογκρόμ, κανένας δεν προσπάθησε να αποκαταστήσει τα ρητά της Λωζάννης, επαναπατρίζοντας Ρωμιούς. Ακολούθησαν κάτι λησμονητέες συνθήκες Λονδίνου και Ζυρίχης που οδήγησαν το νησί στα σκατά, ενώ τέλος του 1963, Έλληνες μπούκαραν σε τουρκοκυπριακά χωριά, κι όμως κανένας δεν εκτελέστηκε από το μελέτι μας. Απλώς, μετά τέσσερα χρόνια, πήραμε πίσω την Μεραρχία, αρχές της δικής μας Χούντας. Μετά από προσπάθειες μιας γενιάς, αξιέπαινες, η Κύπρος, όση και οία μπήκε στην Ε.Ε και πασχίζει ΟΛΟΜΟΝΑΧΗ, επιμένω, την απέλπιδα πορεία της. Παρά την ήττα στο πεδίο των μαχών, το 1974, αποτέλεσμα της εισβολής, διότι όπως εξήγησε ο ένας γέρων του Μάπετ σόου «Η Κύπρος κείται μακράν».

     

    Ο Κρόμγουελ της Ανατολής

    Δεν υπάρχει χώρα χωρίς τον λαϊκιστή της, άρα και ο Ερτοάν έχει τον ρόλο του. Αδύναμος στην αρχή, κουμπάρος μας και βοηθός σε όλες τις ζεϊμπεκιές των ηλιθίων δικώνε μας, όταν πεθάνει θα τον ξεθάψουν όπως τον Κρόμγουελ, θα τον δικάσουν και θα τον ξεχάσουνε, καθώς πολλά ενεργεί, περισσότερα ονειρεύεται, ο Κεμάλ μπροστά του είναι θεότης κι αυτός μπακαλόγατος, διότι από γενέσεως σύγχρονου κόσμου, κανένας δεν κατάφερε να δουλεύει δυσί κυρίοις, κι ας αλλάζουν οι κύριοι συχνά.

     

    Το μυστικό βρίσκεται σε μια χαμένη συνθήκη

    …και εννοώ των Σεβρών. Ήδη από το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, η Αντάντ δήλωσε τις εδαφικές της απαιτήσεις πάνω στην τυμπανιαία Οθωμανική αυτοκρατορία, σύμμαχο των Κεντρικών Δυνάμεων. Ωστόσο, η αυτοκρατορία δεν υποτάχτηκε. Χάνοντας κτήσεις της βόρειας Αφρικής, κατάφερε να φτάσει στο Σουέζ, να παρέμβει στρατιωτικά στην Περσία, να νικήσει περίτρανα στα Στενά, ενώ υποχώρησε στους Ρώσους που έφτασαν και κράτησαν για λίγο τον Πόντο πριν λακκίσουν. Οι γραμμές Άλλενμπι και ο Λώρενς κατάφεραν να καταστήσουν ανεξάρτητες τις Αραβικές φυλές. Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα και Αγγλία, επέβαλαν κοινή επιθετική πολιτική, επιτρέποντας στους Οθωμανούς μια άγονη, ορεινή, παφλαγονική ζώνη κυριαρχίας, χωρίς Αρμενία, Πόντο, Κούρδους, Συρία, Κιλικία, συνολικά το Αιγαίο, χωρίς μήτε στρέμμα Ανατολικής Θράκης. Αν δείτε στον χάρτη της Συνθήκης των Σεβρών τα «κέρδη» κάθε σύμμαχης χώρας, η Ελλάδα κρατούσε την περιφέρεια Σμύρνης, την Ανατολική Θράκη χωρίς την ακτή της Προποντίδας, ενώ καμία σχέση δεν είχε με την ξέφρενη πορεία του ελληνικού στρατού στην καρδιά της Μικρασίας! Mπροστά στα κέρδη Ιταλίας, Γαλλίας και Αγγλίας, η Ελλάδα είχε δικαίωμα σε ένα ελάχιστο ποσοστό.

     

    Στο τραγικό μεσοδιάστημα

    Οι Γάλλοι επέτρεψαν δημοψήφισμα στην Αντιόχεια που περιήλθε στην Τουρκία και άφησαν το Καστελοριζο στους Ιταλούς, που χάνοντας στον πόλεμο 1940-1943, παραχώρησαν Δωδεκάνησα και το σύμπλεγμα της Μεγίστης στην Ελλάδα, το 1947.

    Το γκίρι-γκίρι, άρχισε με τη Μεταπολίτευση. Σύνοψη δήθεν επιχειρημάτων.

    • 12 μίλια, ως casus belli. Αρχίδια καλαβρέζικα. Όποτε θέλουμε, τα έχουμε.
    • Όχι ΑΟΖ σε μικρά νησιά. Δηλαδή η Μάλτα, που την έχετε κατατρομοκρατήσει, δεν έχει ΑΟΖ;
    • Όχι στρατό στα νησιά κοντά στην Ασιατική ακτή του Αιγαίου. Παπαριές. Πήραμε τη Μεραρχία από την Κύπρο το 1967 και το παίξατε εγγυήτρια δύναμη το 1974. Σε άλλους αυτά. Εϊστε τόσο ντουγάνια, που δεν καταλαβαίνετε πως μπορούμε να έχουμε όποτε μας καυλώσει στρατοχωροφυλακή (τζανταρμάδες, ωσάν κι εσάς) ή εθνοφυλακή παντού.
    • Ανατολική Μεσόγειος, η «δική σας θάλασσα». Είναι και θάλασσα της Κύπρου, της Ελλάδας, του Ισραήλ, του Λιβάνου, της Συρίας, της Αιγύπτου και δική σας. Γκέγκε;

     

    Τότε για ποιον λόγο χαιρόμαστε που θα «μιλήσουμε;» Για να μη απειλήσουν πως θα τακιμάσουν με τους Ρώσους. Για να μη σκοτώνονται οι σύμμαχοί μας, αργότερα. Για να νομιμοποιηθεί η τουρκική τραμπουκιά ως κατάχρεη, διότι έχει πολλούς αποδήμους της η Ευρώπη. Διότι η Ελλάς πείθεται ενώ οι οχτροί μας είναι «τόσον ωραίοι και τόσον άγριοι». Διότι θα μας κόψουν την παιδίσκη Εlif.

     

    Kι αυτά θα μας γλυτώσουν από ντράβαλα;

    Για αυτό έχω ζητήσει από παλιά «ρεπούδιο φοιδεράτων» (διαζύγιο ομοσπόνδων) και από φέτος «Ηνωμένες Βαλκανικές πολιτείες». Αν αυτοί παραληρούν για μια “γαλάζια πατρίδα” εμείς μπορούμε να διατηρήσουμε τον όρο “κόκκινη μηλιά”.

    Διότι ό,τι τεμενά και να τους κάνουμε, το μόνο που τους νοιάζει είναι να μη υπάρξουν «μέτρα» απο την Ε.Ε. Την έχουν καραβρεί με το κλίμα έντασης. Τους συμφέρει. Μόνον κέρδη περιμένουν από τους «ξένους», πλήν μερικών επίφοβων γι αυτούς «μικρών», όπως το Ισραήλ. Όσο για εμάς, ενδεχομένως να ενδιαφερθούν μερικά κράτη που εμπορεύονται όπλα, όσο δεν ενδιαφερόμαστε για τους ανταγωνιστές τους.

    Και μη ξεχνάτε πως το Ναγκόρνο Καραμπάχ μας έρχεται γάντι…