Author: Πετεφρής

  • Ο Μπόμπος στο μπαλκόνι

    Αρχαίο ανέκδοτο από τη δεκαετία του πενήντα. Οι γονείς του Μπόμπου που ζούνε οικογενειακώς σε έναν χώρο, για να μη κολάσουν το παιδί τους όταν σμίγουνε ερωτικά (τι έκφρασις!) του τάζουν, εάν καρφωθεί στο μπαλκόνι, να του δίνουν μία δραχμή στη θέα καθενός διαβάτη. Το μέτρο πάει τέλεια, ώσπου πάνω στα κέφια του ζευγαριού, ο Μπόμπος ορμάει μπροστά στην κλίνη τους και αναγγέλει: “Τέρμα τα φτηνά γαμήσια! Περνάει κηδεία!”

    Εξαιρετικά αφιερωμένο στα πλήθη των ειδικών επιστημόνων που δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί δεν υποχωρεί ο κορονοϊός.

  • Ο μύθος του «αναρχικού μοναχισμού»

    Ο μύθος του «αναρχικού μοναχισμού»

    Πεντζίκης, Mοσκώφ, Σαββόπουλος και ο γέροντας Βασίλειος συμφωνούν, πλάτη με πλάτη φυσικά, στην αναρχική φύση του οργανωμένου μοναχισμού, ο καθένας για τους λόγους του. Μήνες είχα να διαβάσω τέτοια φρενήρη ανακρίβεια, που εντούτοις βολεύει τους διαλεγομένους. Προκειμένου να λογικευτεί κάπως ο διάλογος μερικών αριστερών, δε βλάφτει να θεωρούμε τους αντιφωνητές τους αναρχικούς ή αναρχίζοντες ― διάλογοι με αναρχικούς είναι ένα περιθωριακό αλλά δοκιμασμένο σπορ γιά την αριστερά, όχι όμως και ο διάλογος (ο θεός να τον κάμει) με τους οσοδήποτε χαλαρούς εκπροσώπους ενός δόγματος.

    Εξηγούμαι: είναι πολύ χαρακτηριστικό πως μήτε ο Αριστοτέλης, μήτε ο Θεόδωρος Στουδίτης βρίσκονται στη βιβλιογραφία των νέων ορθόδοξων και των νέων αγαπητικών. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Μάξιμος ο Ομολογητής, προσωκρατικοί και ο ερωτικός λόγος του Θουκυδίδη (!) βοηθούν, δηλαδή συσκοτίζουν περισσότερο. Πώς να προσγειώσεις τώρα αυτούς τους υψιπετείς στην γεωγραφία.

    Ως τον έκτον αιώνα, όταν η Ανατολή δημιουργούσε τα θηριώδη αιγυπτιακά κοινόβια ή τις προσκυνηματικές συναθροίσεις τύπου Καλάτ Σιμάν, στο Ιλλυρικό (που για κακή σας τύχη, ελληνορθόδοξοι, βρισκόταν στην δικαιοδοσία του Πάπα της Ρώμης) το φαινόμενο είχε σαφώς περιορισμένο χαρακτήρα. Οπωσδήποτε υπήρχαν μερικοί Άγιοι πάνω σε στύλους και δέντρα, ασφαλώς υπήρχαν αρκετά μοναστήρια, αλλά οι βαπτίσεις ετεροδόξων ήταν ακόμη εντατικές και η κατάσταση βρισκόταν στον έλεγχο της επίσημης εκκλησίας. Χτιζόταν εντατικά βασιλικές και συστήνονταν επισκοπές. Οι βαλκάνιοι μοναχοί δεν είχαν σημαίνουσα ισχύ στα θεωρητικά ζητήματα ― μιλώ γιά τη συμμετοχή τους στις επίσημες συνόδους και για τη συμβολή τους στην διαμόρφωση της τρέχουσας ιδεολογίας.

    Από τον ένατο αιώνα και εξής, κατακλύζουν τον ελλαδικό χώρο καλόγεροι κυρίως από την ανατολή, που οργανώνουν ένα μοναστικό βίο σε περιοχές όπου η επίδραση των Σλάβων προκάλεσε μιά καθίζηση στην Ρωμαϊκή εξουσία. Προηγούνται από τα αντίστοιχα κινήματα στην Δύση, κατά δύο τουλάχιστον αιώνες. Το κράτος και η εκκλησία της εποχής τους βοηθά σε αυτό το ιεραποστολικό έργο ακριβώς επειδή δεν διέθετε άλλους διαμέσους σε αυτές τις περιοχές ― ήλπιζαν, και όχι αδίκως, ότι με την διείσδυση ή με το προσωπείο της ορθοδοξίας θα μπορούσαν να μαλακώσουν τα σουσάνια των αντιπάλων τους.

    Σε ατομικό επίπεδο, ο σκοπός του καλόγερου (η σωτηρία του) δεν είναι βέβαια αναρχικός. Σε συλλογικότερη βάση, ο καλόγερος μπαίνει σε ένα εξαιρετικά αυστηρό σύστημα οργάνωσης χρόνου (μιλώ γιά τον κοινοβιακό βίο ― ο ιδιόρρυθμος, ήταν γέννημα και θρέμμα συγκεκριμένων, αλλοτρίων συνθηκών) που έχει βέβαια σκοπό την σωτηρία του, αλλά εκλογικεύει (καθόλου αναρχικά) και την ζωή του. Ένα μοναστήρι του μεσαίωνα συγκέντρωνε ανθρώπους που δεν πλήρωναν φόρους, δε ζούσαν (απ΄τη στιγμή που γίνονταν καλόγεροι) με ετερόφυλους και δεν είχαν αποπάνω τους παρά την αυτόνομη και απόλυτη εξουσία του ηγουμένου τους, που συνήθως τους κυβερνούσε με ένα γραπτό τυπικό που καθόριζε ωρολογιακά τη ζωή τους. Η υποχρέωση του μοναστηριού να τους τρέφει και να τους ντύνει (πελώρια διευκόλυνση γιά τον μεσαιωνικό άνθρωπο) ήταν ήδη μεγάλη υπόθεση σε μία κοινωνία όπου η λέξη ελεύθερος σήμαινε θεόφτωχος.

    Σ΄ έναν κόσμο όπου το καθετί διέθετε τον ακριβολόγο συμβολισμό του και σε έναν οργανισμό όπως ο μοναστικός όπου μεταξύ άλλων εφευρέθηκε και το ωράριο, η κατάτμηση του χρόνου, η συγκρότηση ενός μοναστηριακού συγκροτήματος ήταν πολύ πιο προχωρημένη υπόθεση από τους αντίστοιχους κοσμικούς μηχανισμούς της εποχής του. Η προσπάθεια του ηγουμένου και των επιτελών του ήταν παρόμοια με την προσπάθεια των προνοιαρίων και των επιτελών τους ― αύξηση του παραγωγικού τους χώρου, εισαγωγή ολοένα νεότερης τεχνολογίας, εκσυγχρονισμός των οικημάτων και των αναγκών, χωρίς καμία προσήλωση σε οποιαδήποτε παράδοση. Η τοπολογική οργάνωση αυτών των «μικροκοινωνιών» ήταν αξιοθαύμαστη.

    Στους καλόγερους του μεσαίωνα χρωστάμε την ευρύτατη εξάπλωση της υδροδύναμης, νέων καλλιεργειών, απόδοσης στην παραγωγή νέων εδαφών, συγκέντρωσης (και φρονηματισμού) πληθυσμών αποξενωμένων από την κρατική μηχανή. Πιθανό σε αυτούς να χρωστάμε τον θεσμό της διανομής γεωργικού κλήρου (που εφαρμόστηκε εκλεκτικά) μετά από αιώνες απραγίας, και της κατευθυνόμενης κτηνοτροφίας (ιδίως της οικόσιτης) και της δενδροκαλλιεργειας. Πείτε με όσο οικονομιστή θέλετε, αλλά που ο αναρχισμός και κολοκύθια.

    Οι καλόγεροι ερχόταν σε σύγκρουση ή αντιπαράθεση με την επίσημη εκκλησία συχνά ― είτε όταν κινδύνευε η διοικητική τους αυτονομία είτε όταν η οικονομική τους δύναμη ήταν τόσο μεγάλη ώστε διεκδικούσαν την διαχείριση ολόκληρης της εκκλησιαστικής εξουσίας. Εξάλλου η ενθάρρυνσή τους από μεγάλη μερίδα αυτού που λέμε σήμερα «δημόσια διοίκηση» προκαλούσε και την αντίδραση μιάς άλλης μεγάλης μερίδας της ίδιας διοίκησης ― τίποτα το παράξενο σ΄αυτά. Κυρίως ας επισημανθεί ότι ο μοναστικός ιδεολογικός βίος δεν αποτελούσε αποξενωμένη ιδιορρυθμία μέσα στο αλλού προσανατολισμένο σώμα της πνευματικής ζωής των μεσαιωνικών ανθρώπων. Οι μεγάλοι ομολογητές και άγιοι των καλόγερων, ήταν ακριβώς οι εκφραστές τους απέναντι σε έναν κόσμο που κατανοούσε με κάποιαν ακρίβειο το οντολογικό τους πρόβλημα.

    Ως προς τις αγάπες και τις θεώσεις και τα Πρόσωπα, ας τα αφήσει αυτά ο επί ξύλου κεντών κύριος Νέλλας ― πραγματικά τα καταλαβαίνει όσο ο κύριος Ράμφος τον Πλάτωνα ― λίγο και στραβά. Τα παραπάνω ελπίζω να μη θεωρηθούν συνηγορία ενός μοντέλου μεσαιωνικού ελληνορθοδοξισμού που εχάσαμε οι άθλιοι μέσα στην τουρκοκρατία και [όπου] θα ΄πρεπε να προσβλέπουμε προς παραδειγματισμόν μας. Για πολλούς λόγους, από το Βυζάντιο μας σώθηκε ειδική βιβλιογραφία ― τα ίδια και χειρότερα γίνανε κατά την κληρονομιά μας από την ελλαδική και ασιατική αρχαιότητα που ελληνοφώνησε, αλλά εκεί έχουμε τουλάχιστον και κάποιους τίτλους μάλλον ογκωδών έργων, που χάθηκαν. Δεν υποστηρίζω ότι οι προφανώς πολυάριθμες πυρές καταθέσεως πρωτολείων ή αιρετικών συγγραμμάτων παράλλαξαν ουσιωδώς την εικόνα που έχουμε για την εποχή αυτή, αλλά τουλάχιστον εισηγούμαι να αναγνωρίζουμε τις ανταύγειες των φλογών στα έργα που διασώθηκαν.

    Ας καταλάβουμε ότι ο νέος μοναχισμός των πτυχιούχων του Αγίου Όρους έχει αιτιώδη αλλ΄όχι ουσιώδη σχέση με τον επι τουρκοκρατίας μοναχισμό ή με τον μεσαιωνικό,πρώιμο και όψιμο ― προτείνω να σεβαστούμε απόλυτα την επιλογή τους και τις μεθόδους τους, καλλιεργώντας (ως χυδαίοι υλιστές) τις δικές μας. Στο κάτω κάτω δεν είναι ανάγκη να ερεθίζουμε τους όντως εύθικτους ανάγοντας την πηγή του προσηλυτισμού μας, σε μία (το επ΄εμοί αθώα) αναγέννηση. Υπάρχουν ευτυχώς οι Προκόπιοι και οι Ψελλοί, ο αστρονόμοι, οι γεωπόνοι και οι γεωμέτρες, συνετά δείγματα τεχνικών εξευτελισμού, διάβρωσης και διπλοπροσωπίας, να μας οδηγούν κι εμάς.

    Μοναχισμός θα ειπεί κυρίως οργάνωση ― οργάνωση ομάδας, μικροκοινωνική, ιδεολογική. Άλλο πράγμα ο ασκητισμός, αν και προσφυώς προσάρμοσαν τους ασκητές από παλιά σε μία σχέση προτύπου ως προς τον εν σειρά μοναχό.

    Για τις μεσαιωνικές συνθήκες, ο μοναχισμός είναι μία από τις κυριότερες αιτίες που δεν αναπτύχτηκαν μεγάλα κοινωνικά κινήματα. Η σχετική ισότητα που υπήρχε μέσα στους περιβόλους των μοναστηριών, η καλή διοίκηση και ο μικρός βαθμός εκμετάλλευσης των παροίκων τους, μαζί με την συνεχή βελτίωση των μέσων παραγωγής (υπήρχε απασχόληση, δικαίωμα στην εργασία, χαμηλή ιδιοποίηση) οδηγούσε τους ανήσυχους, που δεν εμπιστεύονταν την βραχεία δόξα των όπλων, στη στελέχωση αυτών των περιβόλων.

    Αυτές τις κυψέλες τις εμίσησαν και τις εξολόθρευσαν κυρίως οι εθνικιστές και οι μεταρρυθμιστές διαφόρων εποχών που γνώρισαν το φαινόμενο σε περιόδους παρακμής (ο ελλαδικός χώρος δεν στάθηκε στις εξαιρέσεις) αλλ΄αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία ή συγχωροχάρτι προκειμένου να στεκόμαστε συναισθηματικά απέναντι στο μοναστικό φαινόμενο. Σήμερα οι καλόγεροι αποτελούν μιά ενδιαφέρουσα κοινωνική ομάδα που ανήκει στον επιστημονικό λόγο (του μέλλοντος;) η εκτίμηση της σημασίας τους. Αλλ΄ είναι εξόχως αντιδιαλεκτικό να μιλάμε για ορθόδοξο κίνημα που είναι αντιδυτικό, ανθενωτικό, ησυχαστικό, μετά γίνεται καημός της ρωμιοσύνης και καταλήγει στους κολυβάδες για να εναποτεθεί στον ανακριβή λόγο του κυρίου Νέλλα. Ο άνθρωπος μου φαίνεται αυτάρεσκος και αυτάρκης. Κάνει την χάρη στον Κωστή Μοσκώφ όχι μόνον να μη τον κάψει ζωντανό, αλλά (τάχα) να΄χει διάλογο μαζί του. Γιατί; επειδή νομίζει ότι με κάθε ευκολία θα ιδιοποιηθεί «τα μέλη του σπαραγμένου σώματος που ζητούν την επισυναγωγή». Πώς; «Φωτίζοντας το ιστορικό πρόσλειμμα» που βέβαια δεν πολυχρειάζεται, αφού «η Ορθοδοξία δεν είναι ιδελογία, ούτε παρελθόν. Είναι η μεταμόρφωση του εκάστοτε παρόντος».

    Οι μεγάλοι πατέρες που ο κύριος Νέλλας αναφέρει (με το σταγονόμετρο) έχουν από αιώνες κοιμηθεί κι έτσι δεν κινδυνεύει να εξαφανιστεί μέσα στα χτενισμένα πρακτικά μιάς αιρεσιοκτόνας συνόδου. Μπορεί ο Μάξιμος να μη ντρεπόταν να ενισχύσει τα επιχειρήματά του αναγόμενος σε θύραθεν φιλοσόφους, αλλά ο κύριος Νέλλας το διορθώνει και αυτό. Βρίσκω πως θα ΄πρεπε να έχει αποφασιστικούς επικριτές το φτηνό κόλπο να καταργούμε την αντιπαλότητα επειδή λείπουν οι αντίπαλοι ή το χειρότερο, να αναγνωρίζουμε ως δικές μας, ιδιότητες που και άλλοι, αλλότριοι, ανέπτυξαν εξίσου ματωμένα με εμάς. Αχ, Βογόμιλοι, μονοφυσίτες, παυλικιανοί και λοιποί σφαγιασθέντες με «μανικό έρωτα, με αγάπη θυσιαστική, σταυρική» να ξέρατε μωρέ, γιατί τζακίσατε το χέρι σας!

    Ισοτίμως δεν καταλαβαίνω γιατί φορτώνουμε στους μοναχούς (οι απέξω) την ιδιότητα του συντηρητικού. Άνθρωποι που έχουν δεχτεί ως δεδομένη αλήθεια κάποιαν χριστιανική ερμηνευτική, είναι φυσικό να ασχολούνται εσωτερικά με την όσο γίνεται ακριβέστερη διαπίστευσή της μέσα στους καιρούς. Τους ενοχλεί ο Αυγουστίνος και ο Ωριγένης. Δεν έχουν ησυχάσει ακόμα από τον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο. Έχουν σοβαρά προβλήματα εσωτερικής διάρθρωσης. Εξωτερικό διάλογο δέχονται μόνον μ΄ έναν απελπισμένο ευκαιρισμό — να ενισχυθούν κάπως οι διαπραγματευτικές τους θέσεις μέσα στον δικό τους κυκεώνα. Δεν έχω δει (ακόμη) κανένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να στηρίζει την πορεία του στον διάλογο με τους κομμουνιστές. Ακόμη καλύτερα, ουδέποτε η συμπαθής τάξη των αρτοποιών έλυσε τα θέματά της συνδιαλεγόμενη με κάποια δυναμική ένωση ναυκλήρων!

    Εδώ οι χριστιανοί δεν τα βρήκαν με τους Δονατιστές και τους Αρσενιάτες, θα τα βρούν με τους μαρξιστές; Η ορθοδοξία, μέσα από μία μαχόμενή της πτέρυγα, τους μοναχούς, υπόκειται σε κανονικούς πολιτικούς νόμους εξέλιξης ακριβώς επειδή παράγει την ιδεολογία της κι επομένως έχει την πολιτική της μέθοδο. Γιατί νομίζουμε άραγε ότι οι μοναχοί ακολουθούν σε όλα την κοσμική εξέλιξη, εκτός από τις εγκεφαλικές τους λειτουργίες; Το Άγιο Όρος έχει μείνει ως μορφή ένα κρυστάλλωμα των δύο τελευταίων αιώνων. Όχι βέβαια ότι οι μοναχοί θα ΄θελαν να γίνει έτσι! Αδικούμε τον μοναστκό βίο, υποτιμούμε την χρησιμότητα και τη σημασία του διαλόγου, όταν πλησιάζουμε τέτοια αιωνόβια φαινόμενα άκριτοι, συναισθηματικοί, αντιεπιστημονικοί, αγαπητικοί. Μετά, στην πρώτη διεκδίκηση καλογερικής γής από πλησιόχωρους χωρικούς, τι κάνουμε; Χάριν του διαλόγου θεωρούμε την διεκδίκηση μέρος ενός αξιοκατάκριτου οικονομισμού; Κι ας μη μου βγεί κανένας τρυφερός και μου παρατηρήσει πως υποβιβάζω τον υψηλό τόνο της συζήτησης (ακόμη αναρωτιέμαι γιατί παίρνω στα σοβαρά αυτούς τους καρμίρηδες).

    Δεν ξέρω αν στη Δύση, καθώς γράφει ο Ροΐδης, κάθε καλόγερος «ισοδυναμεί προς δύο τουλάχιστον συνήθως όγκου λαϊκούς», αλλά στην Ανατολή, για κάθε πρόταση που ξεστόμισε ομολογητής της ορθοδοξίας, αντιστοιχούν δεκάδες εργάτες γής, χιλιάδες μόδιοι χωράφια, εξαισίως δυναμική τεχνολογία και πολυάριθμες τεχνικές και στρατηγικές της εξουσίας.

    Ποιός θα τα δεί αυτά; Ο Ζουράρις δε μου φαίνεται στα καλά του. Είναι χειρότερα κι από μένα. Ο κύριος Γιανναράς «απο θεολόγος έγινε φιλόσοφος, κατέβηκε δηλαδή το αμέσως πιο κάτω σκαλοπάτι» όπως διακηρύσσει απογοητευμένη κάποια κυρία Τασία, σοφόφιλος κατά τις ενδείξεις, επομένως δεν φαντάζομαι να ευκαιρεί (μας κάνουν και παραχωρήσεις — καταλάβατε, ω θύραθεν διανοούμενοι;). Ο Σαββόπουλος μοιάζει του Πατέρα του, αγαπάει τους φίλους του, το Πρόσωπο, τη γυναίκα του, την Παρέα (προκειμένου να γλυτώσει τα λεφτά της ψυχανάλυσης, καλά κάνει). Ο Κωστής εντρυφεί στον Χάιντεγκερ — τι να του πεις τώρα, να δει λίγο αγαπητικά και τον Μαρξ; Ο κ. Τσουκαλάς «βρίζει» και ο κ. Ελεφάντης «είναι δογματικός», επομένως αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς, ήθους θα έλεγα (και των δύο τα κείμενα τα καταχάρηκα, παρότι σέχτας και σοβιετόφιλος), όσο γιά τον κύριο Νέλλα….

     

    Καλοκαίρι του 1983

  • Το ριζίον

    Το ριζίον

    Πριν αποδεχτούν οι δύο Αθηναίοι την πρόσκληση φιλοξενίας των πουλιών στη λόχμη του Έποπα, ο Πεισθέταιρος κοντοστέκεται διότι έχει μια αγωνία: «Μια στιγμή! Πώς θα συνυπάρξουμε με τα πουλιά, αφού εμείς δεν πετάμε;»

    Ο Έποπας είναι καθησυχαστικός: «Μηδέν φοβηθής. Έστι γαρ ριζίον ο διατρογόντ’ έσεσθεν επτερωμένω» ήτοι «Μη φοβάσαι. Έχει μια ριζούλα, τη μασουλάτε και αμφότεροι βγάζετε φτερά»

    Η κωμωδία ανεβαίνει το έτος 414 π.Χ. και ευτυχώς ή δυστυχώς δύσκολα θα βρεις τεκμηριωμένη ιστορία της χάχας και της μαστούρας, παρεκτός νύξεις ασχολίαστες, παρεκτός και πέσετε πάνω σε ευφάνταστο «ερευνητή» που δεν θα παραλείψει να κάνει την τρίχα τριχιά.

    Κατά τα άλλα, ως μύστες των Νικολοβάρβαρων, των Ιωακείμ και Άννης, αλλά και του Αγιού μας του Σπυριδώνου, ήτοι γανωμένοι από μπόλικη ανατολίτικη φιλοσοφία με τα παρακλάδια της, πάντοτε ξεχνάμε τι μασούλαγαν οι πρόγονοι και από ποια καπνίλα βγαλμένοι έβλεπαν τα μέλλοντα, σαφηνίζοντες το παρελθόν.

    Δύσκολα καταλαβαίνουμε πως ο μήνας που βιώνουμε είναι ένας κατήφορος στο μαύρο σκοτάδι και στον πηχτό θάνατο, ως μαρτυρούν σε κώμες και χωριά τα θαμμένα στη μνήμη κάλαντα και ο παθολογικός φόβος που εκπέμπουν οι μύστες πως ο ήλιος θα χαθεί και ανατολή δεν θα υπάρξει.

    Είναι μια εποχή τεθλασμένη. Και η πόλη δεν δακρύζει αλλά καλώς ταλαιπωρείται. Αυτοί που την έκαψαν το 1917, αυτοί που σάρωσαν το Κάμπελ, οι εκ βενιζελικών «πατριώτες» με τα ναζιστικά σύμβολα, αυτοί που πέταξαν τους Εβραίους μόνο και μόνο για να υπεξαιρέσουν έπιπλα, λίρες και άλλα «προσφυγικά», οι δοσίλογοι που δεν έδωσαν λόγο μήτε στα «προοδευτικά» παιδιά τους, η χουντοκατάσταση της Σαλονίκης, ακμαιότατη, πόσο άλλον Δεκέμβριο να επιθυμούμε;

    Καταπιείτε το ριζίον σας, παίζοντας την έκθαμβη νεολαία που ψάχνει σε ποιο στέκι να κρεμάσει το διδακτορικό της.

  • Τεχνητός λίθος

    Υπάρχει ως υλικό επί τουλάχιστον δύο αιώνες, συνήθως σε τοιχοποιίες και σε εσωτερικά.

    Αρχικές μορφές, ένα κοκκώδες στούκκο ή μια συμπαγής πάστα με κινδύνους ρηγμάτωσης.

    Η τελευταία του μορφή είναι υγρή που “παγώνει” μέσω χημικών αντιδράσεων – από ρητινοειδές σκεύασμα και με ποικιλία υλικών. Στην πρόσφατη (εικοστού αιώνα) διαδοχή εφαρμογών, αντιμετωπίστηκαν, χωρίς να λυθούν βέβαια, προβλήματα αλλαγής χρώματος ή αποχρώσεων, και άγνωστη στην ουσία αντοχή σε καιρικές συνθήκες. Αρχικά ήταν “αποκάλυψη”, όταν  φάνηκαν πολυμερή υλικά με ρητίνες, αλλά σπανίως πλέον υλοποιείται σε αντικατάσταση λιθοδομής εξωτερικών παρειών, λόγω άγνωστης εξέλιξης των υλικών στις ατμοσφαιρικές συνθήκες. Φιλοσοφική λίθος, λυδία λίθος και ριζιμιό λιθάρι, υπάρχουν, ποιητικά ή εθιμογραφικά. Αυτό που είδα από φωτογραφία στην Ακρόπολη, μετά την διάστρωση, παράγει μια ματ επιφάνεια, ωσάν περιποιημένο βιομηχανικό δάπεδο.

  • ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ;

    ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ;

    α
    Εύκολα καταλήγουμε στην παράδοση και στην αναζήτηση του προσώπου της κληρονομιάς μας, εμείς που έχουμε πάρει ρεπούδιο από την Ιστορία. Η σχιζοφρένεια είναι επίσημη. Από τη μια, τα μουσεία μας καλλιεργούν επάξια το πνεύμα των Αυσόνων και επιστημονικώς είμαστε μεγαλοπρεπείς. Από την άλλη, τα λαογραφικά μουσεία (αργεί η ανθρωπολογία) και οι συλλογές μας περιέχουν αντικείμενα που πλέουν στον συναισθηματισμό. Το πνεύμα μας παραμένει βαθύτατα αναλυτικό.

    β
    Γενίκευση ― ιδού μία θηριώδης επιδημία. Νομίζω πως αν δεν παραθέσουμε εξομολογητικά τις πηγές των απόψεών μας, ελάχιστα απέχουμε απ΄το να τις θεωρήσουμε αποφασιστικής σημασίας για το αντικείμενο που πραγματεύονται, ενώ καθόλου δεν είναι έτσι: δεν έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε το παραμικρό, κι αυτό ο αναγνώστης ας το ξέρει από την πρώτη γραμμή.

    γ
    Η σχέση μου με την παράδοση συνδέεται αλησμόνητα με τον Μοριά. Το 1961, ακολουθούσα έφηβος μια ομάδα δασκάλων από τα Γιαννιτσά που έκανε, όπως κάθε χρόνο, το γύρο της Πελοποννήσου και άλλων, ακραιφνώς εθνικών περιοχών. Στην Επίδαυρο λοιπόν, ο επικεφαλής επιθεωρητής, αφού έσκισε κάμποσα χαρτιά για ν΄αποδείξει στους έκθαμβους υφιασταμένους την έξοχη ακουστική του θεάτρου, κάλεσε την νε{αρ}ότερη και, κατά τις ενδείξεις, ομορφότερη δασκάλα να τραγουδήσει κάτι. Όντως εκείνη σταύρωσε τα χέρια και μας τραγούδησε το δημοτικό τραγούδι του Νικοτσάρα. Ίσως τώρα δεν αποτιμώ με ακρίβεια, αλλά τότε μου έκαμε φοβερήν εντύπωση το κλέφτικο μέλος μέσα στον αρχαιολογικό χώρο: στα χρόνια που ακολούθησαν διάβασα δεκάδες φορές τον Παπαρρηγόπουλο προκειμένου να συνδέσω (όλα εις μάτην) σε μια αδιάσπαστη συνέχεια τα δρώμενα της Επιδαύρου με τον γενναίο λησταντάρτη και πειρατή. Εδώ και λίγα χρόνια πάλι, έβλεπα τηλεόραση κάτι λαϊκές γιορτές ή κάτι τέτοιο που γινόταν σε μια ορεινή κώμη του Μοριά (δεν είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι σε ποιά). Εκεί λοιπόν, ανάμεσα στα άλλα, βγήκε και ο Τσαρούχης, τμήμα τότε του εικονοστασίου μου και αναφώνησε «Πρωτόγονο θέαμα, πρωτόγονο», κάτι τέτοιο. Από τότε έπαψα να είμαι υστερικός με τη διάσωση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Δεν έχω τίποτα να μοιράσω με καμιάν αισθητική, αλλά είμαι αμείλικτος πολέμιος κάθε μορφής χαζομάρας.

    δ
    Μόλις πριν πενήντα χρόνια, η κατάσταση στο Χατού-Λαγκεντόκ, ήταν παραπάνω από τραγική. Αν και η χώρα δεν ήταν ιδιαίτερα μικρή (περίπου στο μέγεθος της Ατόλ–συρ-Μπεβ ή της Ανδραμέριστας) δεν μπορούσε ωστόσο να συγκριθεί με την απέραντη χώρα των Ζιτ-Πραντού. Από τότε που το Χατού-Λαγκεντόκ έγινε ανεξάρτητο κράτος, επιβίωνε με κόπο δίπλα στον γίγαντα γείτονά της που ήταν ο προαιώνιος εχθρός των κατοίκων της.
    Το Χατού-Λαγκεντόκ κατοικούσαν οι υπερήφανοι Χατούνες. Προαιώνιος λαός που οι ασταμάτητες επιδρομές από παλιά, των Μπλεν-α-Ζουρφίρ, των Μποκ, της Λαπάρ-απόν-Γκού και των εντεύθεν του Λακιγιέρ λαών, δε στάθηκαν ικανές να αναχαιτίσουν έναν βαθύ πολιτισμό που περισσότερα έδωσε παρά πήρε. Για τους Χατούνες, οι κατακτητικοί πόλεμοι είχαν πάντοτε πολιτιστικόν χαρακτήρα, οι μαζικές εμφύλιες σφαγές μια ανθρωπιστική υφή και οι ρατσιστικές αντιλήψεις παιδαγωγική νομοτέλεια. Ικανότατοι ολγάκοι, οι Χατούνες επιβίωναν με κάθε συνθήκη και μόνο χάρη στις πρόσφατες έρευνες του ινστιτούτου Χλίβα. Ξέρουμε τον λόγο αυτής της τρομοκρατικής ανέλιξης που οι παλαιότεροι συνήθως απέδιδαν σε ένα είδος θαύματος, του λεγόμενου Χατουνιανού. Αποδείχτηκε δηλαδή ότι οι Χατούνες διέθεταν πολύ ανεπτυγμένη σκωληκοειδή απόφυση που κάποτε ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Έτσι μπορούσαν επί αιώνες να τρέφονται με τα σκουπίδια άλλων λαών χωρίς να δυσκολεύεται ο μεταβολισμός τους.

    ε
    Επειδή η μεν Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, η δε επιστήμη δεν σταματά, είμαι πολύ διστακτικός προκειμένου να επιστρέψω στις ρίζες. Σε μια γενιά από τώρα θα αποτυπώνουν και θα δημοσιεύουν πολυκατοικίες, μπουτίκ, βενζινάδικα και μηχανές εργοστασίων.

    στ
    Οι Χατούνες βεβαίως αγνοούσαν το λόγο της επιβίωσής τους. Ήταν κατάπληκτοι από την αντοχή της ράτσας τους. Κι επειδή κανένας λαός δεν μπορεί να ζει για μεγάλο διάστημα υπό την επίδραση θαυματικών φαινομένων, άρχισαν να αποδίδουν την πρωτοφανή τους αντοχή όχι σε συγκυρίες και συμπτώσεις της μοίρας αλλά στην ευφυία με την οποία αντιμετώπισαν τρέχοντα περιστατικά της ιστορίας τους. Κι επειδή οι Χατούνες είναι λαός εριστικός που δύσκολα δίνει δίκιο σε άλλους, η αναζήτηση αυτής της ευφυίας στο παρελθόν τους, έγινε εθνικό σπόρ.

    Κι άλλες τέτοιες διεστραμμένες παραδοσιακές συγκινήσεις είναι γνωστές εκείνα τα χρόνια. Ξέρουμε ότι στην Παμπλόνα αμολούσαν ταύρους στο πλήθος μια φορά το χρόνο. Ξέρουμε ότι πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι στο νησί Χερούβ-ντι-Μπολέν, έτρωγαν ή ήθελαν να τρώνε κάθε έβδομη ημέρα το φαγητό ροσμπίφ επί διακόσια χρόνια. Αλλά τίποτε δεν έφτασε, απ΄όσο ξέρουμε, την μοναδικότητα τέτοιων εκδηλώσεων που διαπράχτηκαν στο Χατού-Λαγκεντόκ.

    ζ
    Η παράδοση είναι το σώμα μας. Το είπε ο Δημήτρης Δημητριάδης και προς φρίκη των ομοϊδεατών μου συμφωνώ και συντάσσομαι μαζί του καθώς και με όσα ακόμη γράφει (για την παράδοση) στο κείμενό του «ο ζωτικός βιασμός» (Πολίτης, 43).

    η
    Ήδη οι πανάρχαιοι Χατούνες έτρεφαν μια πανάρχαια εκτίμηση στα Σουφαλδικά έπη, που τα θεωρούσαν βάση της παιδείας τους. Αιώνες ολόκληρους παίνευαν τις νίκες τους στους Μποκικούς πολέμους. Οι μεσαιωνικοί πάλι Χατούνες, οι Χατού, διατήρησαν με εξαιρετικό τρόπο στην παιδεία τους τα επιτεύγματα των Μπεκ, του Ομφάλ ντε Σαντέν, της Βούρδας και των Τρακταϊστών, ξεχνώντας κάποτε την δική τους ταυτότητα. Αργότερα ακόμη, στην Ζιτπραντουκρατία, η εξάρτηση από τα παλιά εκπαιδευτικά συστήματα ήταν αξιομνημόνευτη. Στην αρχή της ατομικής περιόδου, σοφοί Χατούνες ανακάλυπταν την ζωγραφική Χατού, τα τραγούδια της αντίστασης στην Ζιτ-Πραντού. Ανάμεσά τους θα ξέρετε τον Ντερβάλ, τον Κόντογλου, τον Τζοκ και τον Ερτάν-Κιμπόκ. Ως τότε η λατρεία σε παλιότερες μορφές κουλτούρας δεν εμπόδιζε τους Χατούνες να καλλιεργούν και κάποια σύγχρονη. Από την εποχή όμως του Τζοκ, οι Χατούνες ανέπτυξαν μιά πολιτιστική δράση που κατά βάθος μισούσαν ολόψυχα. Ο ποιητής ονόμασε την περίοδο Χατουνιανή αφασία. Ήταν η παρακμή της ανάπτυξης.

    θ
    Από τη μια πλευρά επιπονεί την παράδοση ο λαϊκισμός και από την άλλη ο ελιτισμός.
    Οι λαϊκιστές τείνουν να θεωρήσουν ανώνυμα τα πάντα, προκειμένου να εφοδιάσουν τον λαό με τα επώνυμα προϊόντα τους. Ζούνε σε άκρως ηθικές συνθήκες. Οι ελιτιστές ασχολούνται μόνον με επώνυμα δημιουργήματα, προκειμένου να ξεπεραστεί η προσωπική τους ανωνυμία. Ζούνε έκλυτο βίο.

    ι
    Ποτέ λαός δεν δίψασε τόσο πολύ να αναπτυχτεί όσο οι Χατούνες της περιόδου εκείνης. Ποτέ επίσης λαός δεν χρησιμοποίησε τόσο ηλίθια μέσα για να αναπτυχτεί.
    Ένα διάστημα ήταν ορκισμένοι μονεταριστές. Ξέρετε τι είναι μονεταριστές. Σήμερα υπάρχουν μερικοί στα βουνά Νταλαμπώ, και κρατούν ακόμη το έθιμο κάθε πρωτοχρονιά να παίζουν με μεγάλους σωρούς από μικρά μεταλλικά αντικείμενα, τα μονέ, που υπομονετικά μαζεύουν κάθε χρόνο.

    ια
    Θα΄λεγα να αφήσουμε τη θρηνωδία του παρελθόντος με την καλύτερη ποιότητα ζωής, τις αυλές με τις γαζίες, τα ακροκέραμα, το αλλιώτικο ήθος των ανθρώπων και τα ρέστα, στον έλεγχο της επιστημονικής κριτικής. Χρειαζόμαστε επειγόντως την ιστορική μας μνήμη. Μια εύπλαστη γλώσσα. Και να αναλάβουμε τις ιστορικές μας ευθύνες. Αλλιώς…

    ιβ
    …όλα αυτά θα ήταν απολύτως πληκτικά κι έξω από το θέμα μας, αν δεν συνέβαινε η Μπρουστεριανή μεταβολή, που επέδρασε σ΄όλους τους λαούς που ζούσαν στη Σκαρδαμουσία Ήπειρο ευεργετικά, αλλά οι επιπτώσεις της ήταν δραματικές στις μικρές χώρες της περιφέρειας, που αναγκαστήκαμε να τις εγκιβωτίσουμε στα Μπρουστεριανά στρατόπεδα.

    Χάιλ Μπρούστερ.

     

    [Αύγουστος-Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1981]

  • Αναζητώντας τη λέξη-κλειδί

    Αναζητώντας τη λέξη-κλειδί

    Η κύρια λέξη-κλειδί για να μη σαλτάρει κάποιος στην Ελλάδα, δεν είναι η πιστοποίηση της διχόνοιας, οι ψευδαισθητικές ελεύθερον το εύδαιμον, ελλαδίτσα, καζαντζάκης, και τα λοιπά. Είναι η λέξη χαβαλές.

    Ξεκίνησε ως ορισμός του χύμα, της φατούρας, της πλακίτσας μιας συντροφιάς, του τσακίρ-κεφιού. Σήμερα, το «κάναμε χαβαλέ» σημαίνει απλά «τον παίζουμε», σπαριλιάζουμε εν γέλωτι, είμαστε χαλάρα και έτσι. Στην επενέργειά του, τύφλα να ΄χει ο κορονοϊός. Διεισδύει παντού. Και όλοι οι έχοντες ή αιτούντες ιθαγένεια, διαθέτουμε σπόλιον ή σπόριον χαβαλέ.

    Μόλις σήμερα, που πληροφορήθηκα πως ο πρωθυπουργός κυριακάτικα φόρεσε μία μυρμηγκί στολή και βγήκε ποδηλατάδα στα βουνά, ο νους μου δεν πήγε στο Ελ Αλαμέιν, καθ΄ένα εμβατήριο διδάσκει, αλλά συλλογίστηκα τον Ώστιν Πάουερς της ελληνικής πολιτικής σκηνής, Γεωργάκη Παπανδρέου τον και επισήμως βραβευθέντα διανοούμενον, αυτόν που συμμετείχε σε ποδηλατάδες μετά ατυχημάτων και εθεώρει τις κάλπες ως κάλτσες. Τα βλέμματα που εξέπεμπε ομοίαζαν με τα Κυριάκεια. Δύσκολα ένας πολιτικός ηγέτης εκφεύγει του «βλέμματος χαβαλέ» ή των «κινήσεων χαβαλέ», και τότε θεωρείται Εθνάρχης. Θα μου αντιτείνετε πως μήτε ο Ανδρέας διέθετε βλέμμα χαβαλέ, αλλά εργαζόταν εμπράκτως γι αυτό: σώζεται ταινιάκι όπου χορεύει με κόσμο σε δωματιάκι, φορών καβουράκι και με την πίπα στο στόμα.

    Η καθύβριση πολιτικού είναι πανάρχαιο σακατλίκι και δεν έλειψε, μήτε θα λείψει. Απλώς, δεν θα αποτελέσει ποτέ αντικείμενο ακαδημαϊκής κριτικής, αφού θα σήμαινε αποκλεισμό του συγγράφοντος από την ομιχλώδη κατάληξη μιας καριέρας.

    Για να ερμηνεύσουμε όχι πολιτικά, αλλά κοινωνικά την δυσφορία του κατ΄όνομα αριστερού χώρου (από πότε ο ποσαδισμός υπήρξε κάτι παραπάνω από μια εξωγήινη καρικατούρα;) ως προς την ρέγουλα του Μητσοτακισμού να μη γνωρίζει όρια διαφοροποίησης ως προς τους υπηκόους του, παρατηρώ πως η Συριζαϊκή τακτική να «καταγγέλει» την κλασική πρωθυπουργική ραστώνη ως γενέτειρα πολιτικής αγανάκτησης, πράγμα που δεν βίωσε μήτε ο όντως χαλαρός υιός του Γέρου της Δημοκρατίας, νομίζω πως πρέπει να αισθανθούμε κάπως σαν τις «πλέκτριες» στην πρώτη σειρά των θεατών της γκιλοτίνας. Είναι γεγονός ότι τα σόγια εν Ελλαδι χρωστάνε πολλά στην Ενετοκρατία, στους Γενοβέζους, στα επτανησιακά κόμματα και γενικά στην επτανησιακή Χρυσή Βίβλο, ενίοτε μπακιρένια.

    Εννοώ πως το να έχει μεταξωτές ή απλώς αφ΄υψηλού εμμονές μια φάρα Κρητικών, ή Μανιατών, ή και μια Βλάχικη φάρα των Ηγεμονιών ή των Νέμιτζων, δεν προκάλεσε ποτέ αντιζηλίες και προφανείς αντιμωλίες μεταξύ σοπρακόμιτων και μούτσων. Και, δυστυχώς για το ιδεολογικό εποικοδόμημα που προσπαθεί να στεριώσει η «Αυγή», δείχνοντας μια μπλαζέ συμπεριφορά ενός πρωθυπουργού που απέχει παρασάγγες ακόμη από την Ηγεσία, ο Σύριζα, όπως και το ΠΑΣΟΚ παλαιότερα, ΔΕΝ ήταν ποτέ το κόμμα των πτωχών και των διακονιάρηδων. Πολλά παραδείγματα διδάσκουν για το αντίθετο.

    Ο Μητσοτάκης λοιπόν ασκεί ένα τραγικό «δικαίωμα» να φέρεται ως χαβαλετζής, αλλά το ατόπημα δεν είναι προς καύσιν και εγκλεισμόν σε σιδηρά κλούβα αιωρούμενη από τειχόκαστρο. Μια απλή αντικατάσταση του τέως νεαρού και τανύν μεσόκοπου αρχηγού του Σύριζα, επίσης χαβαλεδιάρη, θα έφερνε στην χώρα ισορροπίες που δεν φαντάζεστε.

    Εάν πάλι τις φαντάζεστε, δοκιμάστε να βγάλετε άκρη σε μία από τις πιο αρχαίες διαφωνίες, εννοώ εάν ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης όντως γνώρισε την Θούλη ή εψεύδετο.

  • Χωρίς μάντιδα δάφνην

    Χωρίς μάντιδα δάφνην

    Όποιος έχει τύχει σε δωμάτιο ή γραφείο αφεντικού που διαθέτει εταιρεία, μπορεί να έχει προσέξει σε κάποιο ράφι ή εταζέρα, ένα «προχώ» καλλιτέχνημα, με κάποια ενσύρματη ή ελεύθερης έκφρασης σύνθεση, πάνω σε μεταλλική ή ξύλινη βάση και μία ταμπελίτσα βράβευσης. Ενίοτε οι συνθέσεις είναι τόσο πολλές, ώστε πιάνουν ένα ειδικό τραπεζάκι κατάλληλα τοποθετημένο, ώστε ο CEO να καυχηθεί επ΄αυτού.

    Στο σύντομο διάστημα όπου δούλευα δραγουμάνος σε εταιρεία, υπήρχε πλήθος σχετικών φυλλαδίων στην αλληλογραφία, συνήθως ισπανικής προέλευσης (πέρασαν και πολλά χρόνια) όπου με αλμυρούτσικη τιμή, λανσάριζαν διάφορους τύπους «βραβείων» σε μορφή πινακίδας, συμβόλου, λεόντων και δράκων, με έντονο περιμετρικό στολισμό, όπου αν σου άρεζε, μπορούσες να στείλεις τα στοιχεία της επιχείρησης και να σου αποσταλούν τα σπανίας αισθητικής τεκμήρια.

    Για τα πολυάριθμα εμβλήματα, συνοδευόμενα από τιμητικό δίπλωμα και άλλα μπρικαμπράκια που σου προσφέρονταν αντί οδοιπορικών, στο τέλος μιας ομιλίας ή συμμετοχής σε τραπέζι συζήτησης, άλλη φορά.

    Δεν είναι ματαιοδοξία ή τιμωρητική αντίδραση της Αγοράς (ή των Αγορών) για να διαθέτεις ένα ενθύμιο. Γρήγορα θα καταλάβαινες πως αν έλειπε κανένα γρανάζι από τον εγκέφαλο, ήταν και είναι σύνηθες να προστίθεται (με υπόδειξή σου, φαντάζομαι) ο τίτλος «βραβευμένος» ή «βραβευμένη», έως και (ο,η) δαφνοστεφής (λαουρεάτους) σε άρθρα, αρθρίδια, σχόλια και συνεντεύξεις.

    Ντρέπομαι για την έκφραση, αλλά αυτές οι βραβεύσεις, όχι πάντοτε ιδιωτικού δικαίου, ενίοτε από κρατίζουσες ή θεσμίζουσες οντότητες, μοιάζουν περισσότερο με την οριοθέτηση που ασκούν πολλά άγρια και ήμερα του βουνού και του λόγγου, σημαδεύοντας την περιοχή όπου συνήθως κυκλοφορούν ή πίνουν καφέ, ή δέχονται τα σεβάσματα των ουτιδανών περαστικών.

    Δεν ξέρω τι ακριβώς πίνουν στα κανάλια και στα εκτοξευτήρια προφορικού λόγου στα ραδιόφωνα, αλλά ο βραβευθείς, η βραβευθείσα ή το βραβευθέν εμφανίζονται συχνότερα από τους αβράβευτους, τους αβράκωτους, τους άχρηστους, τους  αφάνταστους, τους αφιλότιμους.

    Και μόνο το γεγονός πότε και σε ποιους δόθηκαν νομπέλ ειρήνης, όσκαρ κινηματογράφου και βραβεύσεις σε φεστιβάλ, διδάσκει πόσο πρέπει να απέχει ο πολιτης μπαγιάτικων κυάμων.

    Και μόνον ο αυτοαναφορικές στίχος «πως είμαι αρχηγός σ΄αυτό το πανηγύρι» οριοθετεί το προχώ από το μποχώ, για να μη πω κάτι βαρύτερο.

  • Ο Καισαρίων

    Ο Καισαρίων

    Κάθε σκάνδαλο, μεγάλο ή μικρό, έχει την γενεαλογία του, τις στερεότυπες αρχές του και βέβαια ένα απίστευτο τέλος: καταλήγει να διατηρείται ένα μονοψήφιο ποσοστό της αρχικής εντύπωσης που προκαλεί.

    Στην περίπτωση που διπλή «αποκάλυψη» δύο εφημερίδων αποδειχτεί μπαρούφα, παραμένει πάντως ισχυρή η υπόθεση εργασίας πως είναι ώρα να αφυπνισθεί ο πρωθυπουργός από την νάρκη της ευτυχίας επειδή φιλοξένησε κοτζάμ Πομπέο, και να επιστρέψει στα βασικά: εννοώ πως ο κόσμος παραξενεύτηκε που ως διεκδικητής της εξουσίας υποσχέθηκε να  μας κόψει το κάπνισμα, και εν μέρει τα κατάφερε, ανκαι αυτό έγινε δυνατό επειδή όλο και λιγότεροι μπορούσαν να αντέξουν έναν περιπτερά, ενώ τα λαθραία ήταν τα περισσότερα στούκας ξεγυρισμένα.

    Ο Μητσοτάκης κυβερνά διότι κυβέρνησε ο πατέρας του ― και τέτοιο φαινόμενο δεν διαθέτει η νεότερη Ελλάς παραδοξότερο. Οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί, το πολύ να κάλυπταν με το πτέρωμά τους κάποιον λιγότερο άξιο γιο ή αδελφό, άντε και ανηψιό.

    Αλλά τέτοια φαμίλια, δύσκολο να εξορυχθεί από το μεταλλείο των προσωπικοτήτων. Είναι και τυχερός που βρέθηκε απέναντί του ένα σπάραγμα από κεντρώους πολιτικούς, πολλά κόμματα με μονοψήφιες επιτυχίες και μία ευρεσιτεχνία: να έχει ως αξιωματική αντιπολίτευση, ένα κόμμα του 31% που έφτασαν λίγες ημέρες του περασμένου Ιουλίου ώστε να παλεύει με μια εικοσάρα στις δημοσκοπήσεις.

    Εσείς νομίζετε φυσικά, τόσο σας κόφτει, πως τα έχω βάλει με τον Σύριζα, ενώ πιστεύω πως ο Τσίπρας, που για χάρη του ήλπισε τόσα ένας τεράστιος πληθυσμός, υπήρξε εξαιρετικά κατάλληλος για να γίνει ηγέτης, αλλά και πλήρως ακατάλληλος για να καταφέρει μια νέα εντολή της προκοπής. Κι ευτυχώς που υπάρχει τουλάχιστον μια πεντάδα στελεχών που μπορεί να λειτουργήσει ως φύτρα και φύραμα μιας νέας προοπτικής. Αλλά έως τότε, έχουμε καιρό.

    Για την ώρα, ο Καισαρίων αναγνωρίστηκε και διάφοροι στοχαστές παρατήρησαν ότι φοράει μια στολή δέκα νούμερα μεγαλύτερη. Μα τότε τι να πει ο Μητσοτάκης που νοσταλγεί εποχές όπου κρατώντας μια κατσούνα ήλεγχε προεστούς.

  • Διευκρίνιση

    Διευκρίνιση

    Στις δηλώσεις ενός αμετροεπούς ευπατρίδη (άλα τις!) που προτιμά το Μπάντεν Μπάντεν και την Άστον Μάρτιν από το Μαρίενμπαντ και την Μπέντλεϊ απαντώ με την βροντώδη σιωπή μου και δηλώνω πως ονειρεύομαι να λουσθώ στο Εδουαρδιανό σεπαρέ του Άνακτος Εδουάρδου και στην ταινία του Αλαιν Ρεναί «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» για να ατενίσω την Ντελφίν Σέιρινγκ.

  • Buca con acqua!

    Buca con acqua!

    Στην ταινία Il federale (1961) που παίχτηκε στην Ελλάδα ως «ο φασίστας», ο πρωταγωνιστής Ούγκο Τονιάτσι οδηγώντας μια μοτοσικλέτα με καλάθι δεν παραλείπει να επισημαίνει στον συνεπιβαίνοντα την άθλια κατάσταση του δρόμου.

    “Buca!” Ή “buca con acqua!” προειδοποιεί. Η έκφραση αυτή έγινε παροιμιώδης στην γείτονα, καθώς δεν της λείπουν μήτε οι λακκούβες, μήτε οι λακκούβες με νερό.

    Στην Ελλάδα, αυτά ισχύουν εις το τετράγωνο. Και τα θυμάμαι κάθε φορά που ενσκήπτει κάποια καταγγελία για κάτι ύποπτο στην χώρα των αθώων. Τελευταίο δείγμα, ο σαματάς γύρω από μία διπλή λίστα που πηγάζει από δύο εφημερίδες. Σε αυτά τα δημοσιεύματα αναφαίνεται μία διαφορά στοιχείων που πηγάζουν από τον κρατικό ΕΟΔΥ και το κυβερνητικής επίνοιας κονκορδάτο ειδικών που υπό διυπουργική δορά, παράγουν λίστες στατιστικών στοιχείων. Ο επικεφαλής του ΕΟΔΥ Αρκουμανέας αναφέρεται πως ανέθεσε σε ιδιώτη την καταγραφή των κρουσμάτων και υπάρχει μία διαφορά αρκετών ημερών στις σχετικές λίστες που ενδεχομένως να οδηγούν τους ειδικούς σε πεπλανημένες εισηγήσεις.

    Ο ΕΟΔΥ παρέδωσε τους διαδοσίες στην κοινή χλεύη, ενώ διαψεύσει προήλθαν από διάφορες πηγές. Βέβαια, ως δημόσιος φορέας, ο ΕΟΔΥ, ώφειλε, αναφερόμενος στο υπερκείμενο υπουργείο, το Υγείας, να καταγγείλει σε εισαγγελέα την φρεναπάτη, οι μηνύσεις να πέσουν σαν βροχή και να τους πάρει και να τους σηκώσει τους λαθραία και στρεβλά καταγγέλοντες μαζί με τη μάνα τους και τον πατέρα τους. Διότι, εκτός των άλλων, υφίσταται, λένε, ενδημούσα κόντρα μεταξύ του ντουέτου Τσιόδρα-Χαρδαλιά και του ντουέτου Κικίλια-Αρκουμανέα.

    Τα «παραδίδομεν τους ψεύτας εις την δημοσίαν περιφρόνησιν» και το «η σιωπή μας προς απάντησίν σας» δεν είναι η σωστή αντιμετώπιση.

    Οι δύο εφημερίδες που ανακίνησαν το ζήτημα, έστω από ελαφρά διαφορετικές αφετηρίες είναι η «Δημοκρατία» του κυρίου Φιλιππάκη και το «Βήμα» του κυρίου Μαρινάκη. Ας σημειωθεί πως ο κύριος Φιλιππάκης έχει αρθρογραφήσει εναντίον του κυρίου Μαρινάκη.

    Απομένει να εξακριβωθεί, δια της Δικαιοσύνης βέβαια, εάν ο νέος Ούγκο Τονιάτσι ως Primo Accovazzi προειδοποιεί σωστά τον συνεπιβάτη του καθηγητή Erminio Bonafe, εάν υπάρχει buca ή, το χειρότερο, buca con acqua στο άθλιας κατάστασης δρόμο, ώστε να λάβει τα μέτρα του, μη γίνει μούτσατσα.

    Οι αναλογίες και οι αντιστοιχίες, δικές σας.