Author: Πετεφρής

  • Όταν «με το μικρότερο κακό» βαδίζει η μοίρα

    Όταν «με το μικρότερο κακό» βαδίζει η μοίρα

    Ως επαναληπτικός αναγνώστης κειμένων, τροφοδότης της κοιλιάς του διανοούμενου και δεινός λαθραναγνώστης του τίποτε και του τριμμένου ρήματος, κρατώ εντούτοις απόσταση ασφαλείας από βιβλία που ουρλιάζουν μέσω του τίτλου το περιεχόμενό τους.

    Συγκεκριμένα, όσο άδικο κι αν έχω, κι αν αδικώ δημιουργούς, δεν υπάρχει περίπτωση να αγγίξω τόμο που φερμάρεται ως «η κατήχηση του όχλου», «η θεωρία της εξαθλιώσεως», «μουσική για τις μάζες» και παρόμοια, που κατά την οπτική μου μαρτυρούν θεόπνευστο βλέμμα ανωτερότητας, άκρα και μισητή επιλεκτική μη μου άπτου πτωχαλαζονεία και πνεύμα πύθωνος.

    Ακόμη κι αν εκεί μέσα κρύβεται η φράση-κλειδί που ανοίγει ορίζοντες, αποφράσσει φωλιές νυχτερίδων για να φάνε τα κουνούπια του αιώνα και λυτρώνει με απλή ανάγνωση την πνευματική αγωνία δεκαετιών, μένω απαθής και δυσμενώς αδιάφορος.

    Στις όχι πολλές αρχές μου, κυριαρχεί μια «φιλοσοφία του καταρρέοντος χρόνου»: ο χρόνος δεν είναι ψαρονέφρι προς κατανάλωση. Με τυπικό παράδειγμα, την ιστορία της σαρκοφάγου:

    Μία των ημερών βασιλέας στην Βασιλεύουσα, πόθανε. Τον τίμησαν και τον έβαλαν στη νενομισμένη σαρκοφάγο του στον καθορισμένο ναό των κεκοιμημένων δυναστών. Μία των ημερών, ένας νεωκόρος άκουσε ξύσιμο από το εσωτερικό του κιβουριού. Έφριξε, αλλά απομακρύνθηκε. Την άλλη μέρα, άκουσε από την σκαπτή πέτρα τη φωνή «βγάλε με!»

    Πανικόβλητος και ταραγμένος, τόλμησε να απαντήσει στην φωνή «άλλος τώρα βασιλεύει» και δεν ξαναπέρασε από την στοά εκείνη επί αρκετές ημέρες ώσπου στο τέλος δεν άντεξε και μίλησε στον πρωτοπαπά. Εκείνος όρισε ένα συνεργείο και σήκωσαν τον ουρανό της σαρκοφάγου. Βρήκαν τον βασιλέα νεκρόν με φαγωμένους τους βραχίονές του καθώς προσπαθούσε να τραφεί αφ΄εαυτού.

    Ο φαινομενικά αμαθής νεωκόρος, ο αρμόδιος για ζητήματα καντηλαναφτικής, ήξερε ανυπερθέτως την στερρά παράδοση της κατά νόμον διαδοχής: η βασιλεία έχει συνέχεια και τίποτε εκτός φυσικής συνέχειας που θεωρείται άδολο δεν ισχύει ώστε να ξαναδώσει στέμμα, σκήπτρο, ακακία και λοιπά σύμβολα στον εκ νεκρών αναφυέντα.

    Ο απωλέσας τρώσεται, διότι «ο τρώσας και ιάσεται». Στο βάθος της μεσαιωνικής εποχής, απείραχτο επιβίωνε το μάντευμα «Τηλέφεια τραύματα» των χρόνων πριν τα Τρωικά, καθώς επρόκειτο για αιματηρό έγκλημα κατά των Μυσών, που θεωρήθηκαν από τους Αχαιούς πως ήσαν Τρώες.

  • Γεροντική δημιουργία: ευγενής σήψη για ώριμους τρύγους

    Γεροντική δημιουργία: ευγενής σήψη για ώριμους τρύγους

    1

    Ήθελα να μοιραστώ μαζί σας δύο μυστικά, ένα για τον Ακενατόν και ένα για την πάμφωτη ημέρα των Χριστουγέννων, αλλά δεν ξέρω πώς βρέθηκα σε ένα παγωμένο τοπίο να ψαρεύω με σαλαγκιά oψάρια της Αρκτικής από μια τρύπα στον πάγο, με παρέα ένα Ινουιτάκι. Επομένως, τώρα που έχει απομείνει μόνον η θράκα από τις φωτιές της Γκόλντι μπάμπου, μόνον ασήμαντες εξομολογήσεις περί λογοτεχνίας διαθέτω, χάρη σε έναν λαχνό ανάπηρης τύχης.

    Είναι φοβερό πόσο λίγα πράγματα έχω διδαχτεί. Εξακολουθώ να μη γνωρίζω τι εστί κατηγορούμενο και τι κατηγόρημα, πόθεν και ινατί, λέγοντας γερούνδιο κάτι εννοούμε, όπως και πλείστα θεωρητικά ζητήματα τα οποία εμφανίζεται να παίζω στα δάχτυλα, ενώ απλώς τα αγνοώ.

    Κι αυτό οφείλεται στον τρόπο που διαβάζω, φαινομενικά ξεφυλλίζοντας σελίδες ή σκρολάροντας ψηφιακά κατεβατά. Διαβάζω και σκρολάρω, αλλα δεν κατανοώ. Ντιπ καταντίπ. Από το νηπιαγωγείο έως το μεταπτυχιακό, και από αναθέσεις έως συνεργασίες, ασκώ επιτήδεια προσομοίωση γνώσης, προτάσεων και πορισμάτων. Κι όταν γράφω, είναι διότι κάτι άλλο συμβαίνει και όχι πάντως οποιαδήποτε κατανόηση.

    2

    Έχω πάρα πολλά χρόνια να διαβάσω σελίδα κατανοώντας το περιεχόμενό της. Όποτε το επιχείρησα, βρέθηκα μπλοκαρισμένος με πλήθος απορίες που προκαλούσαν, όταν και όπως τις έλυνα, με άλλες απορίες. Γι αυτό και ασκήθηκα σε διαφορετικό είδος ανάγνωσης: την επ΄αόριστον επανάληψη κάθε κειμένου. Κάθε βιβλίο, το ξεφυλλίζω ταχύτατα, αλλά άπειρες φορές. Κι αυτό το αέναο ξεφύλλισμα αντικαθιστά την εγκεφαλική χρήση του οφθαλμού με έναν φωτογραφικό φακό ή κάμερα. Όπως όταν διαβαίνεις έναν δρόμο επί χρόνια, με ταμπέλες από εμπορικά και υπηρεσίες, ξέρεις άριστα τι δηλώνουν, αλλά έχεις πολλά χρόνια να διαβάσεις αυτές τις ταμπέλες. Ή όταν κλείνεις ραντεβού στο Στρέττο, στην παλιά Τσάικα ή στο Λατάσειον Ίδρυμα της Μηλιώνη, ποτέ δεν επιβεβαίωσες με μια δεύτερη ματιά το σώμα της επιγραφής που φέρουν. Ωστόσο, ποτέ δε λαθεύεις.

    Πότε αυτά τα πλειστάκις αναγνωσμένα γράμματα, λέξεις και προτάσεις, γίνονται κτήμα του ξεφυλλιστή τους; Ευχαρίστως να σας είπω. Όταν οι αμέτρητες επαναλήψεις γίνουν κτήμα κάποιας εγκεφαλικής διεργασίας. Ή πιο απλά, όταν θυμάσαι, όχι αυτό που διάβασες αλλά αυτό που ξεφύλλισες.

    Και ακολουθεί ένα είδος «πηξίματος της μαγιάς» όπως με το γιαούρτι. Όταν σε ζεστό γάλα προσθέτεις μια καλή κουταλιά έτοιμο γιαούρτι και το σκεπάζεις επί ώρα σε θερμό περιβάλλον, το γάλα αποκτά ακτίνες που συμφύρονται με άλλες και πήζει, αρχικά κατά τόπους και στο τέλος γενικά, ώσπου ο πολτός στερεοποιείται. Αναφέρω το γιαούρτι, αλλά και το γκρομπετόν έτσι πήζει. Τώρα μπορώ να προσθέσω ανέτως: και με το μυαλό, έτσι γίνεται.

    Μερικές τυχερές φορές, το ξεφύλλισμα που καταλήγει σε επίγνωση κειμένου, μοιάζει με τη σημαδούρα που σημειώνει την ύπαρξη παραγαδιού, όπου «παραγάδια» είναι τα προς αποθησαύριση μέρη του λόγου. Αλλά αυτή η επίγνωση δεν είναι σκοπούμενη: από το παραγάδι βγάζεις ενίοτε ψάρι, αλλά συχνά τα δολώματα στα τρώνε παράξενες λησμονιές και αφασίες.

    Ωστόσο, χρειάζεται εμπιστοσύνη όποτε κολλάει στο μυαλό μια συστοιχία λέξεων που δεν ζήτησες καν να θυμηθείς.

    3

    Ένα άλλο εύρημα, είναι η από μνήμης επανάληψη ολόκληρων κατεβατών. Για παράδειγμα, θυμάμαι πολλά ποιήματα που ουδέποτε πόθησα να εκμάθω. Σε κάθε περίπτωση (κι ενώ παιδεύομαι να θυμηθώ τι σόι ψάρι ανεβάζει ένας Ινουίτ από την τρύπα του) ένας αποτελεσματικός τρόπος να αισθάνεσαι γνώστης κάποιου θέματος ενώ δεν είσαι, σε πρώτη ζήτηση, είναι να ανακαλείς το ύφος του ποιούντος έν κείμενο. Η ανάκληση σημαίνει πως μπορείς να γράψεις a la manière χωρίς να κατέχεις το περιεχόμενο σε βάθος. Αυτός ο τρόπος έχει πέραση σε ψαλμούς, τραγούδια και άλλα στιχηρά, που δεν θυμάσαι διόλου, αλλά μπορείς να κατακλέψεις την αύρα τους, το στυλάκι τους.

    Παράδειγμα: αναθυμούμενος τη ρυθμική των 13σύλλαβων του «κάστρου της Ωριάς» ή ενα ρεμπέτικο του Παπαϊωάννου, μπορείς να μελωδήσεις, να εξομολογηθείς, να φλερτάρεις με δικά σου λογάκια, «κλέβοντας» απλώς την ρυθμική τους αγωγή. Και παρωδίες χτίζονται τέλεια έτσι: με τον μακαρίτη φίλο μου τον Μπίλη, είχαμε ξεσαλώσει κατά καιρούς προσποιούμενοι πως κεφάρουμε σε δημόσιους χώρους, ενώ παραποιούσαμε τα σουξέ με ιδιόκτητα στιχάκια. Δεν χρειάζεται να ξέρεις όλα τα σουξέ του ντουνιά, αλλά και τελείως άγνωστα να είναι, σου ανήκει μια αποκαθήλωσή τους.

    Εάν υπάρξει υπερβολικός εθισμός σε όλα αυτά, ανοίγεται στον αγνοιακό γουαναμπή συγγραφέα μια στρατιά κειμένων προς μίμηση, διαστέβλωση και αλλοίωση. Εάν λόγου χάρη, θλίβομαι παροδικά, θα στηριχτώ στην όποια τεχνική της «Μποβαρί» του Καρυωτάκη. Την ερωτική παραφορά δεν θα την βρεις στον Μπουκόφσκην (φυσικά!) αλλά στην «Τζοκόντα» του Κοκάντζη και δεν εννοώ κλοπή λέξεων, αλλά μίμηση προσωδίας. Όσο για να διαλέξεις και επιστημονικά κείμενα, δεν υπάρχει καλύτερος οδηγός από την πλημμυρίδα των άρθρων που εποίησαν οι Αγγλοσάξονες (όσο παλαιότεροι, τόσο καλύτερα).

    4

    Έτσι γράφω, δεν υπάρχει ταλέντο, μήτε γνώσεις. Ανκαι ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το μυστικό πως ο Ακενατόν ήτο Γυναίκα και πως η Γέννηση συνέβη μέρα μεσημέρι ολοφώτεινη, αλλοιώς δεν θα υπήρχε χνώτο των βοοειδών και βοσκόπουλα να μοιράζονται το φαλαφέλ στα τέσσερα να χορτάσουν. Ο αστήρ επεφάνη αλλιώς και άλλοτε. Οι μάγοι χαλάνε την πιάτσα. Αλήθεια, τι έκαμε ο Ιωσήφ τον χρυσό και πώς ψωμίζονταν στην Αίγυπτο; Επίσης το σπήλαιο είναι καλό να επιδράσει σε άλλη διήγηση. Αυτά μπορεί να είναι υποθετικά, ιδίως όταν μπλέκονται συκοφαντίες, εκατόνταρχοι με ονοματεπώνυμο και άλλα σαχλεπίσαχλα, αλλά και την σαχλαμάρα έμαθα να αντέχω. Ξέρετε με ποιά υπόκρουση γράφω παραμονιάτικα: με τηλεοπτικό μακάβριο πρόγραμμα, Τόνι Σφήνο, Λένα Μαντά και μια κυρία που αλείφει τη ράχη της παλάμης και κράζει «λαβιανρόζ». Είναι το εμπόριο, ηλίθιε. που φράζει τους πόρους του ταλέντου, και ταλέντον ουκ έστιν έτι.

  • Η τρέλα της αναστροφής

    Η τρέλα της αναστροφής

    Έχει επισημανθεί από παλιά, πως η δομή του Σύριζα έχει μακρινές, αλλά ουσιώδεις συγγένειες με ένα κίνημα, το ΠΑΣΟΚ, που υπάρχει ως υβρίδιο, ως καθεστώς, ως σύρραξη διαδόχων και ως απασφαλιστήριο των δυσχερών περιόδων έκπαλαι στον νεοέλληνα πολιτικό βίο.

    Αρχικά, ήταν η εκφορά του λόγου του Ανδρέα Παπανδρέου που προσκόμιζε στην μνήμη οικείους συνειρμούς. Αλλά λίγο η ηλικία, λίγο η ανοησία των αντιπάλων του, κατάφερε να μείνει στεγνός σε ύφαλο.

    Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αμφιλεγόμενο πρόσωπο έως τουλάχιστον την μεταπολίτευση και σάρωσε τις κάλπες ως «μεστωμένος» και άτακτος εβδομηντάρης. Όσο για την επιστροφή του, ήταν ένα μασούρι δυναμίτη τοποθετημένο από τους αντιπάλους του για να τον αποτελειώσει, αλλά το πεπρωμένο άλλα ήθελε.

    Όχι μόνο ανένηψε, Λιανοκρατήθηκε, επέστρεψε νικητής στην κονίστρα, αλλά τα «σκάνδαλα» στα οποία ακούστηκε η συμβολή του, ξεχάστηκαν σαν το λαθρεμπορικό «Παναγιώτης» στη Ζάκυνθο.

    Ωραία, η φωνή του Τσίπρα διαθέτει την γεροντική, ελαφρώς αραλίδικη νωχέλεια που χαρακτήριζε το Ανδρεϊκό μέταλλο της φωνής. Αλλά δεν αρκούσε, όπως έδειχναν τα νούμερα.

    Από κοντά 32%, αμέσως άρχισε να φλερτάρει με εικοσάρια.

    Κεντρώο κόμμα, και να κολλήσει, παραμένει μονοψήφιο, εκτός και πιστεύετε πως θα μετακινηθεί ο όγκος πολιτικής σκέψης του Κρίτωνος Αρσένη.

    Άρα, τί; Νομίζω πως ένας από τους τέως πασοκείς που κράτησαν στασίδι τον Ναό της Αιωνίας Αριστεράς, που εκτίσθη σε οικόπεδο αριστερισμού, αφού κατεδαφίστηκαν φαβέλες Ποσαδιστών και ιερέων της Παμπλικής σέχτας των σειομένων ρητόρων-δερβίσηδων, εμπνεύστηκε την εκφόρτωση της πιθανής ενοχής των Φολί-Φολί πάνω στα Συριζαϊκα υπόλοιπα.

    Δηλαδή ο δεινός υποστηρικτής του Τσίπρα, ξέρετε ποιος, εμπέδωσε το πιο πιστευτό εθνικό ρητό: εάν θέλεις να καλύψεις χαώδεις διαφορές, εκλογικές ή άλλες, να κατηγορήσεις τον Αρχηγό, όχι διότι άσκησε πολιτικές πέραν των ορίων της Αφελείας, αλλά διότι οι τέως οπαδοί, έξαφνα, τον εκτιμούν και πάλι με την σκέψη «το κυνηγάν το παληκάρι».

    Οι βλακομετρημένες κυβερνητικές εφημερίδες τσίμπησαν και άρχισαν να διαδίδουν γενικότητες και λεπτομέρειες του νέου «σκανδάλου». Ο συγγραφέας της Υπονόμευσης, είχε βέβαια πετσικάρει, χρόνια στην τοποθέτηση φυτιλιών, και δεν ευκαιρούσε να κατανοήσει πως όταν ένας πρόθυμος, σε ραβασάκι, βάζει σε παρένθεση τον αριθμό ογδόντα ως (80) και τσιμπάει ο γνωστός «στα όπλα» Μπαλαούρας, λέγοντας πως πρόκειται για έμβασμα 80 χιλιάδων ευρώ στο οποίο δεν μετέχει.

    Τόσο ξύπνιος.

    Τα κοιμισμένα αισθήματα πεποίθησης πως η Δεξιά είναι πονηρή και υποχθόνια ξυπνάνε αργά τον λαό, διότι δύσκολα μπορεί κάποιος να πιστέψει πως η Φαμίλια είναι ικανή να πράξει κάτι σπουδαιότερο από τον να αποκτήσει τέσσερις καραβάνες φασολάδας για κατοχική διατροφή.

    Το Κεφάλαιο στην Ελλάδα αποτελείται από τα λεγόμενα «παλιά λεφτά» κατά 20% και κατά το υπόλοιπο από νεόπλουτους εμβολιασμένους με το πλασμώδιο της ανοίας, γι αυτό και οι πελούσιοι αυτού του τύπου, δεν μακροημερεύουν σε Χρυσούς Οδηγούς.

    Ο άγνωστος ευεργέτης του Τσίπρα, αφήνει ραγάδες να εμφανιστούν και ο Πέτσας ως καταβόθρα σε λερά λιμάνια, τσιμπάει και αντιδρά. Κανένας δεν βλέπει πως η εκλογική αγορά, σάμπως να κουράστηκε.

    Και ο άγνωστος ευεργέτης δεν είναι τόσο βλάξ ώστε να πιστεύει πως κινδυνεύει ο Μητσοτάκης, από το Σύριζα. Απλώς, ο Σαμαράς και ο Καραμανλής αισθάνονται πως ήρθε η σειρά τους και θα επιδιώξουν να κόψουν κομμάτι από το πάλαι ποτέ 40% της υπό καρατζαφερισμό «συμμαχίας του Κυριάκου».

    Το 32% του Σύριζα, παρευθύς θα αποκατασταθεί και τα μονοψήφια ποσοστά των κομμάτων του 2019, ιδίως ο στιβαρός Κρίτων Αρσένης, θα συγκλίνουν ως υδράργυρος υπέρ του διαχειρίσιμου Τσίπρα. Επομένως θα υπάρξουν εκλογές με τις προβλέψεις τσίμα-τσίμα. Σιγά μη χάσει δυνάμεις ο Σύριζα επειδή δεν συνήλθε από την Ήττα του 2019. Και η Νέα Δημοκρατία έκανε 8 χρόνια να συνέλθει, μετά το κάζο του 1981.

  • Ως οργισμένος υπήκοος

    Ως οργισμένος υπήκοος

    Δεν νοιώθω πολίτης, αλλά οργισμένος υπήκοος. Το εμβόλιο, σε όποια περίπτωση, θα πάρει επίμοχθους μήνες. Και έχω σκάσει οκτώ μήνες περίκλειστος ― και φυλακή να ήμουν θα δικαιούμουνα προαυλισμό. Ελάχιστοι καφέδες chez Paul, στα Σεπόλια της πόλης, ήτοι στο καφέ «Πωλ» της γειτονιάς δεν συγκεντρώνουν δύο ώρες σπαστής εξόδου. Με τις ρυθμίσεις που ακούω και βλέπω να αυτοσχεδιάζουν ή να μη μας λένε ότι τους επιβάλονται, λόγω επαγγελματικής αγνωσίας, μπορώ να βεβαιώσω πως άκουσα πέντε τουλάχιστον παραλλαγές της σάγκας «πότε θα΄χουμε βατσίνα κι από πότε θα εμβολιαζόμαστε». Ακούγοντας χτες λογάκια για τους ηρωικούς ογδονταπεντάρηδες του Μαρτίου, κατάλαβα πως η σειρά μου έρχεται τη Σαρακοστή και βλέπουμε, ενώ η διαδικασία θα τελειώσει Διακαινήσιμο εβδομάδα ― εννοώ να είμαι τρυπημένος και ασφαλής.

    Και δεν διαμαρτύρομαι μήπως και κερδίσω καμία άγευστη προτεραιότητα. «Ισονομία» λέγεται το φιλέτο που προσδοκώ. Σέβομαι εκτιμήσεις ποιος προηγείται, αλλά σίγουρα ΔΕΝ είναι οι «ηγέτες» των κομμάτων (μη προσβληθούν και χάσει η Βενετιά βελόνι) μήτε ο πρωθυπουργός μετά συζύγου (ακόμη και στο hoax δυσπιστώ, κυρίως λόγω της παντελόνας με τις ρομβοειδείς στάμπες που εφόρει η Εκείνη, ότε ο Πομπέο ήρθε στο σπιτικό τους). Εντάξει, δεν είναι ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα, αλλά γιατί δεν έκοψαν τα ούμπαλα του συκοφάντη, τη στιγμή που βλέπω ελληνίδα γιατρέσσα στο Μπέρμιγχαμ, υπεύθυνη εμβολιασμών, να τηνε ρωτάει ακόμη και ο Ευαγγελάτος «εσείς εμβολιαστήκατε;» κι εκείνη να απαντά «σε δέκα μέρες». Η γιατρέσσα χειριζόμενη μη μου άπτου ευαίσθητη σύριγγα, διακινδυνεύει καθημερινή επαφή με κρούσματα, χωρίς να προηγείται η δική της εξασφάλιση, κι εμείς να σώσουμε το παιδί με τις πολλές προσλήψεις!

    Οι Αμερικανοί, πιο πρακτικοί και ωμοί, ξεκίνησαν και τρυπάνε. Ένας στρατιωτικός συντονιστής τους έκανε κάτι στραβές και ομολογεί την αβανία του αμέσως. Η Ευρώπη ασκεί την πολιτική «τα ζώα μου αργά». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν για τις 29 του μηνός και χάρη στη Γερμανία κερδίσαμε μια εβδομάδα. Επειδή τα ευρωπαϊκά καταστατικά είναι καμωμένα από κλινικά νυσταλέους χρονοτρίφτες, επαγγελματίες στο ροκάνισμα των ωρών και μπορώ να το διαβεβαιώσω, όσες φορές μπήκα στις διευθύνσεις τους και άπαξ στις επιτροπές τους. Τις αποφάσεις τις έχουν πάρει ήδη οι ισχυροί της Κομισιόν και τα υπόλοιπα είναι στάχτη στα μάτια και δικαιολογίες αποζημιώσεων. Όλα τα υπόλοιπα.

    Η αιωρούμενη απειλή πως επίκειται ξάφρισμα των εμβολίων από κακοί αθρώποι, γίνεται για να υπάρξουν έξτρα αμειβόμενοι πραιτωριανοί. Είναι προφανές, από τα τελευταία στοιχεία για την Ελλάδα, πότε οι δόσεις των εμβολίων και έτσι, πως κάτι κάνουμε δυσάρεστο και μας έχουν «ρίξει» όταν θα  έρχονται τριακοσαριές, άρα θα εμβολιάζονται ανά 150 χιλιάδες ή κάπου εκεί. Κι ένα καμαράκι είδα, σαν αίθουσα εμβολιασμού, χρήσιμο για να κολλήσεις ιό, όχι να εμβολιαστείς.

    Λίγο να μετρήσετε πόσα εμβόλια περιμένουμε από την Pfizer έως τέλος Μαρτίου, θα καταλάβετε πως είναι να εμβολιαστεί το 10% του πληθυσμού. Σε 120 μέρες! Άρα, ακόμη και για το 60% του γενικού πληθυσμού, θα απαιτηθούν δύο χρόνια! Άρα, σε τι χρειάζονται 1018 κέντρα εμβολιασμού, όταν δεν υπάρχει «πρώτη ύλη» βατσινάς;

    Φυσικά δεν είναι προς απορίαν που μεγάλο μέρος των κατοίκων του πλανήτη ρετάρει και ασκεί θεσμική ανασφάλεια. Οι διαθέσεις των συνωστισμένων μοιάζουν φυλακισμένες μέσα σε υάλινο κλωβό παραγωγής ποπ κορν. Αλλά ταυτόχρονα μια εμετική συμπεριφορά των «πολιτισμένων» σε άκρα αντίθεση με τους ταλαιπωρημένους της σκοτεινής πλευράς του φεγγαριού. Η επιφανειακή ομοιότητα προσώπων, δράσεων και λόγων δεν πρέπει να μας ξενίζει αφού και ο Ανδρέας Συγγρός παρουσιάζει σε φωτογραφία προφανή ομοιότητα με το φυζίκ του Δημήτρη Τζανακόπουλου.

    Κατάλαβα πως από την πρώτη δόση έως το πέρας της διαδικασίας, χρειάζεται τουλάχιστον ένας μήνας ώσπου να κερδηθεί η ανοσία, όση και οία. Όλα τα άλλα που εκτίθενται και περιγράφονται, είναι προπαγανδιστικά, όχι υπέρ η κατά της πανδημίας, αλλά για την Εικόνα των Κυβερνητών που φαίνεται καθοδηγείται από Αρχαγγέλους της Διαφήμισης. Διότι για χάρη μας, Πρόεδρος Δημοκρατίας και Πρωθυπουργός μιλάνε με μάσκες μη ακουόμενοι, αντί να τηλεφωνηθούν. Διότι τα δύο νέα στελέχη για τα εμβόλια, μία συνταξιούχος και ένας γενικός γραμματέας «πρωτοβάθμιας υγείας» (sic) σημαίνει πως διορίστηκαν όλα τα στελέχια και ξύνουμε τα τοιχώματα. Και πού ακούστηκε πως ο εμβολιασμός θεωρείται «πρωτοβάθμια» διαδικασία;Οταν μπολιάζω δέντρο, δεν είναι το ίδιο με το να σκάψω πέριξ, να επιλέξω μάτια, να κλαδέψω, να βάψω με ασβέστη τον κορμό;

    Άσε το άλλο: να περνάνε από τεστ μια μεγάλη περιοχή της Δυτικής Αττικής και να βγαίνουν ΤΕΣΣΕΡΑ θετικά δείγματα. Τι γίνεται, καρντάσια; 98% αρνητικά δείγματα και ταυτόχρονα εγκλεισμοί και αποκλεισμοί, επειδή υπάρχει «βαρύ ιικό φορτίο;»

    ‘Οσο για το θνησιγενές σύστημα Γεωργιάδη μόνο γυαλιά δεν μας φόρεσε για να εμπεδώσουμε πως αγόρασε ως Κλίκα Γουαίη κοστούμι από τον Βάρδα. Θυμήθηκα σκηνή όπου στο λιμάνι της Κέρκυρας αποχαιρετούσαμε επισκέπτες και ήμουν οραματικός, πάνε δώδεκα χρόνια και μονολογούσα ποιο όνομα θα ταίριαζε σε μελλοντικό εγγόνι (όταν τα παιδιά μας μόνο γάμους δεν σκέφτονταν). Κι όταν λεω στη Βαρώνη «μου αρέσει το Βάρδας», απαντά «και το Αναγωστόπουλος καλό είναι».

    Δε βλέπω λύση σε αυτά, δε βλέπω διάδοχη κατάσταση παρεκτός μία: να ενωτισθεί ο λαός τους στίχους του Γιατρά με εκτελεστή τον Μακρόπουλο: Η απουσία σου βροχή περνάει στα κόκαλα μου/ και της ψυχής σου η αποχή τραντάζει την καρδιά μου/ Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης/ μέσα σε μια φάση τραγική.

    Αν δεν το καταλάβατε, να ψηφίσουμε Αρμοστή ή Κυβερνήτη ή Επίτροπο, αρκετά Γάτο ώστε να βολεύει το ευρωπαϊκό τουρλουμπούκι και έναν εκλεγμένο Γενικό Γραμματέα από την ΣΥΓΓ (Συνέλευση Υπαρχόντων Γενικών Γραμματέων) που θα αναλάβουν τα υπόλοιπα εσωτερικά, και τα επίλοιπα, επαρκούν με Δημάρχους και Περιφερειάρχες. Δεν χρειάζεται να τους περιφρουρούμε. Ούτως ή άλλως μπορούν και αυτοί να σκοτώνουν κάθε δημιουργική ιδέα, αλλά τουλάχιστον δεν θα περιμένουν εγκρίσεις από άνωθεν ματαιόσπουδους.

    Μια άλλη ιδέα, μπορεί καλύτερη, είναι να διορίζονται Εθνικοί Συντονιστές οι πρωτεύσαντες στα Ριάλιτι των τηλεοπτικών προγραμμάτων.

  • Εβαπορέ και ζαχαρούχο: οι ποικιλίες

    Εβαπορέ και ζαχαρούχο: οι ποικιλίες

    Δύο γάλατα κυκλοφορούσαν στην αγορά συσκευασμένα, το «Βλάχας» και το «Νουνού». Ψεύδομαι συνειδητά, παρουσιάζοντας έναν καπιταλιστικό υγιή ανταγωνισμό με το τρόπο που σερβίρω τα δύο κουτιά, καθώς επατήθη θανάτω μια ακμάζουσα και πλέον χαμένη γενεά επαγγελματιών: ο γαλατάς. Που κατόπιν προσυμφωνίας (ταυτόν εγένετο με τους παγοπώλες) έσουρνε ένα στίλβοντος κυλινδρικού δοχείου δύο γαλονιών δίωτον φορητόν ωρείον που τοποθετούσε στο γόνα σκύβοντας ίνα χύσει σε κατσαρόλι νοικοκυράς το χύμα γάλα. Η νοικοκυρά, παρευθύς το έβραζε και μετά έναν καυγά περί την πέτσαν, έδιδε τοις τέκνοις αυτής. Συχνά έρριπτε κουταλιά σούπας ζάχαρη στο φελτζάνι, έως και πρέζα κακάο δια χρωματική γοητεία και ξιππασμόν. Πολλά λιγούρικα παιδία, λέχτσες και λιξούροι χαρακτήρες, επεθύμουν παπάραν εξ άρτου, ήτις προθύμως εδίδετο. Αλλά εμείς «τα μεγάλα» (εννοώ πεντέξη ετών), αναγνώστες της Μικρής Λουλούς, ζουλεύαμε που ο κόσμος του κόμικ που βλέπαμε μόνο τα πόδια των μεγάλων διέθετε αυτοκίνητο-γαλατάδικο και ντυμένο γαλατά χιονάνθρωπο που άφηνε δυο μπουκάλια γκάλα στην εξώπορτα. Μαζί με εφημερίδα που πετούσε τέκνο-ποδηλάτης και μαθητική τσάντα πλάτης, ήταν η θηριώδης διαφορά Αμέρικας και Ελλάδας, ανκαι εμείς είχαμε τον Παρθενώνα και είχαμε μια αδελφή-κουκλίτσα αληθινή που την έλεγαν Βόρεια Ήπειρο κι αγαπούσαμε πολύ.

    Τόσο το «Βλάχας» όσο και το «Νουνού» έβγαιναν και σακχαρούχα, μεσαία κουτιά για γλυκίσματα και μικρούτσικα, ανοίγοντας δυο τρυπίτσες, για ρούφηγμα.

    Παρενθετικώς, το γκάλα ήταν συχνά συμφυές με το αβγκό. Ήτο δεν το αυγκό αυγό είτε από τον κοτά, είτε από στοργική γειτόνισσα που έπαιρνε ένα φράγκο το κομμάτι για να τρώει το παιδάκι της και λίγη θρεψίνη, λίγο άσπρο ψωμί. Το δικό μας παιδικό αυγό ήτο ιδιοκατασκευή και ελέγετο «χτυπητό». Είχε και διαδικασία: η μάνα τρυπούσε το τσόφλι ωμού αβγού και μας έδινε να εισροφήσωμεν το ασπράδι. Μόλις εγλυκαίνετο η ημετέρα γλώσσα, έμενε προδήλως ο κρόκος, τον οποίον η μήτηρ έβαζε στη φλυτζάνα με μια κουταλιά ζάχαρη και μας έδιδε την πρώτη ύλη ανά χείρας. Χτυπούσαμε κι εμείς το αβγκό ώσπου να γίνει κρεμ-μπεζ και να βγάζει φούσκες (έτσι πράτταμε και με τον νεσκαφέν αργότερα). Τότε τρώγαμε το χτυπητό αβγκό. Οι έχοντες και μη πωλούντες αβγκά και δη χτυπητά, ζήτημα να ήμεσθεν το 10% της μαθητιώσης παιδικότητος. Εις τας πόλεις, δεν ξεύρω. Άπαξ στη ζωή, ο πατέρας μου θυμήθηκε ή επινόησε μίγμα αβγκού με ζάχαρη και γκάλα ζεστό που ονόμαζε «του πουλιού το γάλα» αλλά μας εφάνη αηδές στη γεύσιν και το κατάπιαμε στανικώς. Βέβαια ως λαμκιόρης, έμαθα να αφαιρώ την πέτσα από το βρασμένο γκάλα και να την χτυπάω μαζί με το αβγκο δυναμικά. Η ένθεσις τασαύτου λίπους εθέρμαινε την γεύσιν σε λιπώδη, προκαλώντας μύθους φευγάτους στην όσφρηση και στη γεύση.

    Ο τίτλος «Βλάχας» προσιδιάζει σε κτηνοτροφικό προϊόν ήδη από στίχο του Πτωχοπρόδρομου, επί Κομνηνών για μία κάπα που έφτιαξε μια βλάχα. Άρα όταν ιστορείται γυναίκα ενδεδυμένη και εργαζόμενη στο κουτί του «Βλάχας» μόνον εθνογραφικές παρατηρήσεις είναι δυνατές, καθ΄όσον η φερομένη ως Βλάχα φορεί μεσάτη φούστα και φέρμελη εφαρμοστή, με διακοσμητικά τερτίπια επί σκούρου φόντου. Άρα προέρχεται είτε από ουγγαρέζικη, ρουμάνικη ή μολδαβική τσάρδα, ή από άλλη περιοχή, από Ουαλίας εως Βαλονίας, και όπου το «Β» είναι μαλακόν. Νοτιοβαλκανική βλάχα, αποκλείεται.

    Αντιθέτως η δίκην μικρής Ολλανδέζας καθημένη μήτηρ ή τροφός θηλάζουσα και μειδιώσα, είναι προφανώς κατωχωρίτισσα και έξαφνα, από φέρουσα εν αγκάλη το μπεμπέκι εφωράθη κρατούσα μιαν αγκάλη λευκές τουλίπες. Είτε παρενέβη Καλβίνος ή καλβινίζων που κάποτε απαγόρευσε στους Ολλανδούς να έχουν παραπετάσματα στα δωμάτιά των (ακόμη δεν έχουν) ή η κίνησις, εάν δεν είναι σκοταδιστική, ενδεχομένως να υπονοεί την δόκιμο σχέσιν των Οθωμανών με τας τουλίπας, αλλά και την συγγένειαν των κεραμικών του Ντελφτ με τα Τσανακλίδικα κεραμικά. Εμένα ψηλομύτικη υποκρισία μου θυμίζουν, ή μικρόν μη μου άπτου υστερισμόν, ευτυχώς χωρίς παρέμβασιν ορθοδόξων, διότι υπάρχουν θηλάζουσαι Θεοτόκοι αρκεταί, όπου ο Χριστούλης τρέφεται μέσω τιτθού που ομοιάζει με σχηματική υπόνοια τριγώνου αιχμής, μη παραπεμπούσης εις ο,τιδήποτε πονηρόν.

    Και μόνον που το δεύτερο γκάλα λέγεται «του νουνού» με ξιππάζει. Πολλά λογότυπα εις «νου» σπανίζουν, όπως οι ιππότες που φωνάζουν «νι» και το στουντιο Νu που απλώνεται στην θέση των στούντιο της Μπογιάνα στο βουνό νότια της Σόφιας. Αλλά νουνός που να προσφέρει το γκάλα, κρατώντας ανενεργόν τον πατέρα, με ξενίζει. Ανκαι τώρα που το σκέφτομαι παλαιότερα υπήρχε η αποτροπαϊκή κραυγή «νουνός» όταν παιδίσκη ή παιδάκι έδειχνε να πνίγεται ή να ξεροβήχει, κραυγή που αντικατέστησε το παλαιότερο «μόσχος και κανέλλα και του βασιλιά η κοπέλα» επί νηπιακών ερευγμών. Αλλά αποκλείω Ολλανδόν επιχειρηματία να σκέφτεται «ας βγάλουμε το γκάλα μας «το γκάλα του νουνού». Μάλλον ‘Ελλην αντιπρόσωπος το σκέφτηκε, καθώς όταν ρώτησα τη Φαραώνα, μου εξήγησε πως οι πέριξ κυράδες ενός νηπίου, όχι μόνον έλεγαν επί ξερόβηχα «ο νονός!» αλλά ύψωναν τον δείκτη τεντωμένο δείχνοντας τα ύψη εννοώντας πως εκ των ουρανών θα έλθει η γιατρειά από το βηχαλάκι.

    Αυτά, εν παιδικότητι. Έκτοτε, ήμαθα να φτιάχνω διάφορα γαλακτοκομικά, αλλά μόνον η μισή μου καρδιά, βρίσκεται, αναγνώστες μου, στην στάνην. Η άλλη μισή, στην Κίνα βρίσκεται.

  • Τελευταίος Σταθμός (Το Λονδίνο)

    Τελευταίος Σταθμός (Το Λονδίνο)

    Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του

    Πρωτέα,

    ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

    καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

    Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα

    κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας

    ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα

    ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,

    ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

    Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙

    ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙

    χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος

    μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας

    και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,

    στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

    Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,

    άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν∙

    σαν έρθει ο θέρος

    προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι∙

    σαν έρθει ο θέρος

    άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό

    άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-

    ρεύουν.

    Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,

    σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;

    Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;

    Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;

    Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

  • Το αψήφιστον της εκλογής

    Εγώ εξελέγη, εσύ εξαλέγη, [άρα] αυτός εξελέγην.

  • Η βασίλισσα της Αφρικής

    Η βασίλισσα της Αφρικής

    Ήταν 1959 και ο γονικός σχεδιασμός των διακοπών δεν περιείχε πλέον θαλασσινά λιβάδια και οπώρες (Σταυρός, Μπαχτσέ Τσιφλίκι, Αρετσού, Νέος Μαρμαράς) αλλά λουτροθεραπεία του πατρός και σχετική έρευνα. Ήταν μία παράτυπη, παράνομη και εντέλει επικίνδυνη έρευνα, αλλά υπήρχε επιστημονική εξήγηση: πονάκια στη μέση και στο πόδι και σχετική ζύμωση μεταξύ συναδέλφων διδασκάλων και του οικογενειακού ιατρού, έβγαζε ως ιερό κατάδεσμο, τη λέξη «ρευματισμοί» ή «ρευματικά», με πιο μοντέρνον όρο τη λέξη «ισχυαλγία». Σε εποχή όπου ένα καρδιακό επεισόδιο ελέγετο «συγκοπή» και ένα εγκεφαλικό «ταμπλάς», η λέξη «ισχυαλγία» έμοιαζε τεχνοκρατική και τεχνολογικά εξελιγμένη, κάτι σαν 5G της ιατρικής τέχνης.

    Ο πατέρας μου εφόρει στο δεξί ελαστική κάλτσα συνεχώς, διότι το δεξί του πόδι ήταν ταλαιπωρημένο από φλεβίτιδα μετά συριγγίου ήδη από την Σιβηρία και την Αλβανία, αλλά είχε την εντύπωση πως η κάλτσα τον προστάτευε έκπαλαι και συνεχώς, άρα ανακάλυπτε άλλες παθήσεις για τα πονάκια του.

    Εκείνα τα χρόνια, οι γιατροί, αν δεν έδιναν φάρμακα στις ποσότητες που απαιτούσε ο ασθενής, ήταν κακοί γιατροί ή γιατρουδάκια παρά την λευκότητα της κόμης. Επιπλέον, οι άνδρες της εποχής, δεν δραπέτευαν παρά σπανίως για να δοξάσουσι τις επιδόσεις της Σεβάς Χανούμ και άλλων αηδονιών του Γιλδίζ, που προκαλούσαν πάντοτε εξεγέρσεις και πραξικοπήματα των συζύγων, αλλά οργάνωναν, σε καφενεία ή όρθιοι στο μπακάλικο του θείου μου του Πέτρου, ιατρικά συμβούλια.

    Ειδικά ο θείος μου, άρτι μετακομίσας το μαγαζί από την οδό Χατζηδημητρίου στον Χαζνέ, έναντι του σινεμά «Τιτάνια» και διαγωνίως του Ράλλη, είχε εγκάρδια σχέση με τον φαρμακοποιό Γρηγορίου που είχε κατάστημα λιγο παρακάτω. Όποτε λοιπόν ήρχονταν από το διπλανό ΚΤΕΛ δέμα με φάρμακα, έβγαζε μια φωνή «Πέτρο, ήρθαν!» κι ο θείος μου άφηνε τον Τάκη τον μπακαλόγατο στο πόδι του και κατέφθανε την ώρα των Ανοιξίων.

    Ακολουθούσε τελετουργία και διάλογος, ιδίως επί αγνώστων σκευασμάτων. «Τι΄ναι αυτά τα μπλε, δεν τα ξαναείδα» (μασουλάει) «ωραία φαίνονται, θα τα πάρω για το στομάχι». «Μη τα πάρεις, ήρθε Roter» «Α καλά».

    Στην περίπτωση του ιατρικού Συμβουλίου στο καφέ «Άριστον» το κονκλάβιο των φίλων απεφάνθη «ισχυαλγία» και ο ιατρός, κατόπιν επιμονής έγραψε την μαγική λέξη «εργκαπυρίνη» που δώρισε στον πατέρα μου ένα βαρβάτο έλκος στομάχου. Ο έρμος έχασε μερικά κιλά που έπρεπε να χάσει και το επόμενο Συνέδριο είχε θέμα τα αγαθά της λουτροθεραπείας. Απερρίφθησαν τα ραδιούχα, μακρινά (Ικαρία, Αιδηψός, Καμμένα Βούρλα) και οι σύνεδροι εστράφησαν σε έρευνα τοπικών αγαθών και υπηρεσιών. Λαγκαδάς, Γριμποτζάκι, Πόζαρ, Βόλβη, λουτρά Θέρμης, ακόμη και λασποθεραπεία εν Πικρολίμνη. Αγία Παρασκευή Φλέγρας τηνε ξέραμε, αλλά δεν θα ξανακάναμε επτά ώρες με ταξί όπως συνέβη με τον Μαρμαρά.

    Ως τετραμελής οικογένεια με συμπράγκαλα, προκρίθηκε ο Λαγκαδάς και μισθώθηκε αγοραίο που μειοδότησε απ΄όλην την σειρά των αγοραίων διηκόντων από τον Συνεταιρισμό έως το πλατειάκι έναντι του «Άριστον», με την «Αγροτική τράπεζα» και το σινεμά «Ρεξ» καρσί. Όντως, ήρθε ο σωφέρης μετά τις γυμναστικές επιδείξεις και την έκθεση χειροτεχνημάτων και μας πήρε από την οδό Αθανασίου Τσαμαλδούπη όπου ενοικιάζαμε στου Σαρμπάνη, κατέναντι της οικίας Πυτιλάκη και διαγωνίως του οικίσκου της κυρίας Ευνομίας (η οδός κατέληγε στην κυρία Μαριάνθη Τσέρκη που ήτο η επίσημος μοδίστρα της γειτονιάς) και φύαμε.

    Μόνον που ο ταξιτζής δεν είχε ξαναπάει Λαγκαδά, έπεφτε και μακριά, και μόλις μπήκαμε Σαλονίκη από Μοναστηρίου και Βαρδάρη, το τιμόνι μας έστρεψε όρτζα πότζα ως το Δερβένι και μετά, εχάσαμεν τον κόσμον. Ηκολούθησε σειρά εναγωνίων ερωτημάτων του σωφέρη και των γονέων με το Σφιγγο-Οιδιπόδειον «ε πατριώτ΄ από δω Λαγκαδάς;». Όχι δυο φορές, αλλά τουλάχιστον είκοσι, διότι η ανασφάλεια μας κυρίευε, ώσπου φτάνουμε σε χωριό ονόματι Λαγκαδίκια. Η ρίζα «Λαγκαδ» ίσχυε, αλλά Λαγκαδάς δεν ήτο.

    Πολύ αργότερα, κατάλαβα πως τα δυο τοπωνύμια έμοιαζαν αρρήκτως συνδεδεμένα, διότι ο Λαγκαδάς ήτο γνωστός από την άφιξιν του Μουράτ το 1430 «εις τα Λαγκαδά» για να πατήσει την Θεσσαλονίκη, και τα Λαγκαδίκια, ως Λαγκαβίκεια, εκρύπτετο όπισθεν κτηματογράφου του 1320 στην περιγραφή αγριδίου τινός ανήκοντος σε αγιορείτικη μονή. Αλλά το 1959 αυτά δεν υπήρχαν εκτός απο παρατυχόντα γέροντα που εκ των Λαγκαδικίων έστρεψε το βλέμμα και το χέρι προς βορρά και ιδού, ο Λαγκαδάς επεφάνη. Ωμοίαζεν με τα Γιαννιτσά, ως έχων επίσης στρατόπεδο που εφύλαττε πυρηνικό ναρκοπέδιο.

    Ξεφορτώσαμε στο μοναδικό ξενοδοχείο και βγήκαμε φωτογραφία στο απέναντι πάρκο. Είχε σινεμά στην αντιγωνία και είδαμε πλαγιοκοιτώντας το μισό «Έρωτας με δόσεις», πρώτη προβολή, με Μανέλλη και Αγκόπ-Σπαρίδη (όπου ο Μανέλλης γδύνει ασθενή ως οδοντίατρος και ψαύων αυτήν έως ρίζας μηρών της εξηγεί «ψάχνω να βρω την ρίζα») κι ένα μισό έγχρωμο μάλλον του Χιούστον με τον Μπόγκι και την Χέμπορν ονόματι «η Βασίλισσα της Αφρικής». Τρώγαμε προς το κέντρο της κώμης γεμιστά ο πατήρ, ζωμό κρέατος η μήτηρ, πατατούλες με μυτούλες ο μικρός Τζανέτος και πιλάφι εώ. Με διπλές μερίδες ψωμί, όλοι.

    Οταν επιστρέψαμε ήμην φαρμακωμένος, επειδή προς το τέλος της Πέμπτης με τον Μπίλη και άλλους συμμαθητάς μου, ανακαλύψαμε τις σκοτεινές γιορτές της σάρκας και αρχικώς βάζαμε χέρι σε κορίτσια, ειδικά στην Ζαούτσα και στην Ομπαρλού, είτα ο Μπίλης έβγαινε ενδεκαετής και ήσκει sentimental journeys με την ευειδεστάτη Βυζαντία. Κανένας δεν κατάλαβε τι συνέβαινε στα φύλλα της καρδιάς μας, και ποια φούντωση και φλόγα τύλιγε την λιβιδώ μας. Πάντως κέρδισα ένα χάδι από την επιφανέστερη αλογοουρά του Συνοικισμού, λέγοντάς της πως της αρμόζει ταξίδι βασίλισσας της Αφρικής, όπως η κυρία Κάθρην. Έμοιαζαν στα μήλα του προσώπου.

    Τα λουτρά συνεχίστηκαν όταν συνήλθε ο πατέρας από μία γαστρορραγία, επί τρία χρόνια πηγαίναμε Αιδηψό. Η «ισχυαλγία» ίσχυε στο κονκλάβιο του «Άριστον» ώσπου ο Θεούλης μετά την κακοκαιρία και την απεργία των δασκάλων του 1963, του δώρισε μια πνευμονική εμβολή, αφορμή κι αιτία των παθών του, όποτε πήγε στα λαγκάδια του ΑΧΕΠΑ και νοσηλεύτηκε εκεί όπου αργότερα ξεψύχησε ο Λαμπράκης. Όσο για τον αδελφό μου και εμένανε, τρώγαμε στο εστιατόριο του Κασμά, ώσπου να ενωθεί ξανά η οικογένεια, πατατούλες με μυτούλες εκείνος, πιλάφι εώ, συν τα κουβέρ.

  • Ο άλλος κόσμος που δεν είναι κάτω κόσμος

    Ο άλλος κόσμος που δεν είναι κάτω κόσμος

    Διαδίδεται πως είναι κοντά 15 εκατομμύρια, στον κόσμο. Ζουν κυρίως ΗΠΑ, Βραζιλία, Ισπανία, Ρουμανία. Ανάμεσά τους ο Πικάσο, ο Γιουλ Μπρίνερ, ο Μάικλ Κέιν, ο Πρίσλεϊ, ο Ρον Γουντ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, η Ρίτα Χαίηγουορθ, κατά μικρό, ελάχιστο ή τεράστιο ποσοστό, ως φήμη ή βεβαιότητα ανάμεσα σε πλήθος μουσικών, αθλητών, συγγραφέων, πάλι πραγματικών η φανταστικών. Είναι όλοι τους προσημασμένοι, κανένας δεν το πήρε ελαφρά. Τα διεθνή πρότυπα όχι απλώς εν ψυχρότητι, αλλά εναντίον τους, ξεπερνούν σε διακρίσεις και ρατσισμό τους περισσότερους «αλλιώς ωραίους» ενώ έχουν παραχθεί πλήθος εμφραγμάτων και εγκεφαλικών όταν ζήτησαν σε γάμο μια αφράτη, καντιοζαχαράτη λευκή γυναικα.

    ‘Εχετε ακούσει μήπως κανένα σκάνδαλο, έγκλημα ή ανακατωσούρα σε μια συνοικία της Γουμένισσας ανατολικά της πλατανόσκεπης πλατείας, με την συμμαχική βρύση και το καφενείο ενός αιώνα όπου μετά μανίας θυμάμαι να παίζουν ντόμινο; Όπου στα ρείθρα των σπιτιών τους διατηρούσαν μαγαζιά όπως ένα με στολίδια από χάντρες για τα τρακτέρια τους; Το άλλο χωριό, στην Οδομαντική, το ξέρετε όπου κατοικούνε γύφτοι, όχι ατσίγγανοι ή Ρομά (οι πολυώνυμοι χαρακτηρισμοί μαστίζουν τα πρόσωπά τους) και έχουν μέσα στις αυλόθυρές τους συμβολικά ένα κάρο, για να θυμούνται την περίοδο πριν αποκτήσουν Ντάτσουν; Μήπως έτυχε να μιλήσετε με εξαϋλωμένους και αφοσιωμένους δάσκαλους και ορκισμένους εθελοντές που παλεύουν να μάθουν κολυβογράμματα στα γυφτσέλια; Έχετε κεράσει καφέ σε γέροντες που θυμούνται ιστορίες και καταφέρατε να μη βουρκώσετε; Ρήγα μιας «φυλής» έχετε προσεγγίσει; Μείνατε κατόπιν παρακλήσεων σε «τσάντιρ τσάντιρ τσαντιράκι μου», ώστε στο νυχτέρι να ακούτε το δικό τους hall of fame; Μήπως κάνατε το λάθος να αρνηθείτε το νερό που σας προσφέρουν, ή το χειρότερο, ζητάνε ένα ποτήρι που φροντίζετε να σκουπίσετε με το πουκάμισό σας; Τους έχετε δει τους ρηγάδες τους να διαπραγματεύονται προεκλογικά αμοιβές, συμβόλαια και απονομές των «δικών τους» μεσολαβητών, που είναι μικρογραφίες του Καπόνε; Σας έχει περάσει από το μυαλό ότι πολλοί περιφρονημένοι μουσικοί τους, σαν τον Τομάτα, έχουν γυρίσει τον κόσμο με ελληνικά συγκροτήματα; Έχετε μήπως ακούσει (σπάνια παραχώρηση) «τα δικά τους» ακούσματα που δεν μοιάζουν με χάλκινα κλαρινίσματα, αλλά έχουν στην ψύχα τους μια πολυφωνική μαγιά μελισμάτων που θυμίζουν αργόσυρτες, πένθιμες, άκρως περιποιημένες ανασαμιές, ενώ τα ανέκδοτά τους, αυθεντικά ή πεποιημένα, φαιδρύνουν συντροφιές («Γκανούλα, τ΄αβγκό σ΄» και «Άντε, πτσούλες! Αι γκενεαί πάσαι, γκαμώτη μου»).

    Εφτά νομά σ΄ένα δωμά, οι Ρομά. Και επαγγελματικός σταρχιδισμός όταν το e-commerce, και η έλλειψη στοιχειωδών χώρων υγιεινής, συγκέντρωσης, νερού και κοινωνικής φροντίδας (δεν υποβαθμίζω τους ελάχιστους γενναίους που παρέχουν διάλογο και συμπάθεια στις φυλές και οι άλλοι «φιλάνθρωποι» τους έχουν για φτύσιμο) λόγω επικαιροποιήσης των απόνερων της οικονομικής κρίσης δεν τους επιτρέπει μεροκάματο, μήτε πλαστική καρέκλα, μήτε να μαζεύουν σοδιές από χωράφια, φάρμες και μπαχτσέδες, όταν οι θεομηνίες αφαιρούν εργατικά χέρια. Φερέοικοι, αμαξόβιοι, επαγγελματίες ψευδόμενοι ή μήπως ιδιοφυίες στην «τεχνική της απασχολήσεως».

    Κανέναν ή σχεδόν κανέναν γιατρό, μηχανικό, λογιστή, έμπορο η μαγαζάτορα δεν περιλαμβάνουν στις τάξεις τους. Μέσα παραγωγής, πουθενά, αυτά που ήξεραν είναι διηγήσεις παπούδων πλέον. Εκμετάλλευση των παιδιών γιατί χωράνε από σχισμές σπιτιών, λαγνεία που ερεθίζεται επειδή πέφτουν κάτι ταλιράκια από σαλιάρηδες καθώς πρέπει πού ποθούν άγουρα σώματα. Αλλά το στοργικό κράτος, που συντηρεί χιλιάδες χιλιάδων γραφεία με υπολογιστή, καφέ πρωινό και τηλέφωνο υπό την επιγραφή «στελέχη κοινωνικού κράτους» ένα φροντίζει: να ταϊζει ρεπόρτερ που αναζητούν εγκλήματα, βιασμούς διαρρήξεις και ψειρίσματα. Κι όμως σε στατιστικά δελτία υπήρχαν, απ΄όσο θυμάμαι γάμοι και τοκετοί άγουρων, ενώ το μόνο διαδίκτυο που λειτουργεί είναι να κυκλοφορεί σε 5G το μαντάτο, από Βοσνία έως Τρανσυλβανία πως κάποιος κάπου, μοιράζει βοηθήματα για σεισμό, για πυρκαγιά, για πνίξιμο σε Ποδονίφτες.

    Επίσης, τώρα που βρέθηκαν γιούφτοι, σόρρυ, Ρομάδες στη Δυτική Αττική αλλά και στο κέντρο της Απελπισιάς, βρέθηκαν αμέσως διώκτες των εμβολίων, «θρασείς» που νεωτερίζουν, παράλληλα με δολοφόνους, βιαστές και μπερδεμένες οικογένειες που ωστόσο έχουν λεφτά για δικηγόρους. Άσε τους εν ειρκτή διατελούντες. Κι όμως, στα χρόνια που ζω και στα μέρη που έχω περπατήσει, πλήθος είναι οι ειρηνικώς διάγοντες, παρά τους πειρασμούς που τους προσφέρουν οι διαμεσολαβητές και αυτοί που πλάθουν σχέσεις δραγουμάνου και πρεσβευτή μαζί τους.

    Τελικά, η φροντίδα για τους πρόσφυγες, συνοδεύεται από απερίγραπτη συκοφαντία, πόσο τουρκάκια είναι ή σφαγείς του Αησης, από καθαρή ανικανότητα να ξεχωριστούν το 1% των βαλτών από το 99% αυτών που παίρνουν φακελάκια ή μικρές αξίες χαρτονομισμάτων για να πλάσουν την νεοελληνική παρανομία. Διότι ενωρίς το πρωί, βγαίνουν με βανάκια Έλληνες και Ελληνίδες, δεξιοί ή αριστεροί και μοιράζουν σε πόστα τους θεληματάριους, φροντίζοντας να μη ενοχλούν φυλές και ρηγάτα που ελέγχουν άλλοι Έλληνες ή άλλοι Εξωτικοί.

    Μεγάλες παρεξηγήσεις εμφιλοχωρούνε σε αυτό το απαίσιο γαϊτανάκι, κάτι σαν σύγκρουση Ιρλανδών με Ιταλούς στην Αμέρικα. Δεν έχω που να απευθυνθώ, γι΄αυτό και εκφράζομαι δημοσίως, αφού «οι ειδικοί» έχουν πιάσει όλα τα υπονοούμενα, είδαν, αλλά δεν κατάλαβαν το Peaky blinders και δεν πρόκειται ποτέ να συνδράμουν σε μία ελληνική εκδοχή τους, διότι το τελευταίο που τους νοιάζει ειναι να μη χαλάσει η πιάτσα.

    Αρνούμαι την ψευδέστατη μπαλαφάρα πως πρόκειται για μια «μειοψηφία χασομέρηδων» καθώς οι τάχα κυβερνήτες τους, είναι αργυρώνητοι καπάτσων μεσόκοπων ελληνίδων, συνήθως χηρών κάποιου δολοφονημένου capo, που εξομολογούνται στιγμές της κοσμάρας τους στα μεσημεριανάδικα.

    Δεν ήταν ξένοι στο τοπίο και στην έκνομη συμπεριφορά. Κανένας δεν μπορεί να αποδιώξει την κατάρα πως ο λαός που χορεύει, είναι ένα σύνολο ηττημένων ανθρώπων, επιγόνων των ειλώτων και ακαθόριστων ορφανών λαών. Είλωτες, σκύθαι σκλάβοι και σκλαβήνοι, τήρωνες, εθελόδουλοι, μετερχόμενοι βάναυσα επαγγέλματα.

    Ο Κόσμος, ξέρετε, είναι ανυπόφορα σκληρός και το βάδην στα τσαμούρια όταν η συναυλία απαιτούσε κρινολίνα, απαιτούσε και τον χασαπόγυφτο που ζαλώνονταν τις ντάμες να φτάσουν στα μάρμαρα μοσχοβολιστές.

    Και σε κάθε περίπτωση, ο Κόσμος είναι αλλού, αλλα ποτέ σε άλλον πλανήτη.

  • Η μάχη στίχου και προσωδίας

    Η μάχη στίχου και προσωδίας

    Δύο βιοτεχνίες ονείρων, ο «Γερμανός» και η «Βίκος», τα φετεινά Χριστούγεννα αισθάνονται «κάπως» και λανσάρουν εορταστικό σποτ με στίχους αντί στακάτων ή επικολυρικών διαφημιστικών κειμένων. Περιττό να αναφέρω πως κι εδώ, ισχύει μια αρχαία συνήθεια του νεοέλληνος, είτε να μπερδεύουν την ποίηση με την προσωδία, είτε να ασκούνται σε ιδιότυπο είδος απαγγελίας που θέλει να φέρεται ως ποιητικό ενώ είναι εξέλιξη του τύπου «στίχος-καλαμπούρι».

    Είναι αλήθεια πως η ποίηση εκτιμάται, από εφηβείας έως άκρατου γεροντισμού, υπεράγαν, αλλά πάντοτε επιλεκτικά. Υπάρχει μια «ουλή» στο σώμα της, μάλλον από εγχείρηση, που φρενάρει την αίσθηση οικειότητας, με κύριο γεγονός τον στίχο περί την έκφραση «γαργάλατα», προϊόν δημοσιογραφικής επίνοιας, που επικράτησε μήνες πολλούς στην εποχή της βαρβάτης Αποστασίας, μιας περιόδου που δεν έβλαψε ποσώς τους συντελεστές μιας συνταγματικής κρίσης, εφ΄όσον τα παλιά πολιτικά τζάκια ήρθαν και χάθηκαν, αλλά ο γενάρχης μιας πολιτικής οικογένειας που την προκάλεσε, κυβερνάει, έστω με διαλείμματα, πάνω από μισόν αιώνα. Με την φαμίλια του, εκ βαφτισίων άχρι νεοπαγών κυβερνητικών εθίμων.

    Η σάτιρα που διαχωρίζει βάναυσα την ποιητική τέχνη από την στιχοπλοκημένη παραφορά, δεν είναι χτεσινή. Είναι γνωστές οι παραποιήσεις της Καβαφικής Τέχνης (ίσως με εξαίρεση την άσκηση του Φώτου Πολίτη που σατίρισε, αλλά όχι υβριστικά, ένα πέρασμα του διζύγου «κυρίας- σηπίας») αλλά και τα φημισμένα «τραγούδια του Παθανάρες», έως και τις άκρως πληκτικές «διορθώσεις» που έθεταν οι φιλόλογοι σε ποιητές ελαφρά βιαστικούς. Προβλητικώς αξέχαστο βέβαια, το τσιμέντωμα του Εγγονόπουλου.

    Βέβαια, η μίμηση της ψαλτικής και του πολιτικού δεκαπεντασύλλαβου, ειδικά του τραγουδισμένου πάει σύννεφο εδώ και δεκαετίες (από τον Παπαδιαμάντη, μπορεί και παλαιότερα) μόνο που δεν πρόκειται για σάτιρα ποίησης, αλλά για προσωδία. Και η προσωδία, ήτοι η απαγγελία μέσω διαχωρισμένων εννοιών υπό την βυζαντινή ψαλτική ή την δημοτική ποιηση της Παλιγγενεσίας είναι μια πανεύκολη μίμηση που προκαλεί αβίαστα γέλιο. Όπως η διαφήμιση για τον τηλεφωνικό αριθμό που λήγει σε 1821. Εντύπωση πάντως μου προκαλεί πως ενώ μπορείς να απαγγείλεις το σύνολο της αρχαίας και μεσαιωνικής γραμματείας ως προσωδία, ήτοι να το ψάλλεις, και το ίδιο ισχύει για κάθε είδος λογίας ή ευτελούς ευκολίας γραπτού ή προφορικού λογου, ελάχιστες είναι οι φορές που ασκείται, ενώ το βυζάντιο βρίθει από μιμήσεις ιερατικών κειμένων. Στα χρόνια μας, εκτός από ένα «όνι όνι παπαρόνι κι ο παπάς με το πριόνι» και μερικά ου φωνητά και άσεμνα, δεν έχω υπόψη μου άλλη «παράβαση». Το άσεμνο, εάν εξαιρέσω το παιδικό «μανα μου Νίκος πέθανε» «ν΄ανάψω λιγο το κερί» δεν τιμωρεί τα ράσα. Πριν μισό αιώνα και βάλε, ακούονταν πληκτικώς άσεμνες απαγγελίες-σάτιρες της Ιλιάδας.

    Βέβαια, οφείλω μια σημείωση για την μετάβαση από την ρεμπέτικη ιδεολογία των λέξεων σε κάτι εύληπτο και ονομαστό. Ο Λαπαθιώτης, ήκιστα ρεμπέτης και ο Μάτσας, πλαστουργός και δημιουργός, υπό αρσενικά και θηλυκά ψευδώνυμα, πράγματι σημαντικών ασμάτων του είδους, θα παρέδιδαν σημαντικα φτωχότερη παράδοση αυτής της μορφής ασμάτων, αν δεν έπαιζαν με το είδος, κι ας ήταν γεννήματα εκ καρδίας και νεφρών λογίας προέλευσης. Αυτό διακρίνεται και στα αρχοντορεμπέτικα, του προσωρινού κύματος «το μπουζούκι στα σαλόνια» με αδάμαντες όπως «φτού σου/οι πενιές του μπουζουκιού σου».

    Φυσικά, η δομή της καθημερινής μουσικής, που λαμπρύνθηκε με την Δανάη, τον Μπέζο, τον Τέτο Δημητριάδη, τον Μπάτη, τον Παπάζογλου, την Χασκήλ, τον Ογδοντάκη, τον Μάρκο, τόσους και τόσους, σκονίστηκε όχι τόσο από λογίους ανταγωνιστές, όσο από  ευκαιριστές μαέστρους, ενίοτε δημοφιλέστερους, με χειρότερη φάρα, τους επιθεωρησιογράφους και τους σεναρίστες που θεωρούσαν πως ο μπερές ορθώς καλύπτει την καούκα «αφηρημένου ζωγράφου» και πως η τρέλα, όχι σαν του Τσαγανέα ως θαυμαστή του Ταβερνιέ, αλλά ενός στιχοπλόκου της κακιάς ώρας που τον βαφτίζανε «ποιητή» θα προκαλούσε άμα τη εμφανίσει τσουνάμι γελώτων στους θεατές. Ο ποιητής που πυροβολεί με αστείες ρίμες ήταν αείποτε δημοφιλής φάτσα. «Το ναυτόπουλο λαλά, που όλο παίζει και γελά». Παραπλήρωμά του, εξίσου τραγικο, απόμαχοι ηθοποιοί, ωσάν τον Πέτρο Κυριακό, που ριμάριζε νοσταλγίες.

    Κάποιος θα αντέτεινε πως ποιητές σατιρίζονται και από τον Αριστοφάνη. Αυτό λέγω κι εγώ! Πως αν μελετήσεις που, πως και πότε ο Αριστοφάνης σατιρίζει όχι την Τέχνη, αλλά το Ύφος αυτού που διατείνεται πως την ασκεί (ολιστικό παράδειγμα οι «Βάτραχοι») δε βρίσκεσαι μήτε σε περιβάλλον «Ακολουθίας του Σπανού» μήτε σε τοξική ατμόσφαιρα διστίχων που επιμένουν να καλούνται μαντινάδες». Οι αρχαίοι ασκούσαν Πολιτική. Ας μη μιλήξω άλλο.