Author: Πετεφρής

  • «Κάνι Ουέστ, ποιά είναι αυτή, δεν την ξέρω»

    «Κάνι Ουέστ, ποιά είναι αυτή, δεν την ξέρω»

    Νομίζω πως η κατάπτυστη πολιτική του Τραμπ έχει ακόμη και θα έχει υπερασπιστές, επειδή το γενικό κοινό υποψιάζεται τους νικητές άχρι μουλαρώματος, κι όχι επειδή κατάλαβε το ποίημα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που ωστόσο, κατάλληλα μεταφρασμένο, όλο το σόι του Τραμπ θα σιγοτραγουδούσε:

    Νικήθηκαν. Στη Ζάμα ο Ένας,

    Στο Βατερλώ και στην Πολτάβα οι άλλοι.

    Οι νικημένοι, τάχα, είν΄όλοι τους μεγάλοι;

    Ω δεν μπορεί να νικηθεί ο καθένας!

    Χρειάζεται [….. … ….]  μεγάλη

    Και πρέπει ο τόπος όνομα να βγάλει.

    Η γέννηση ενός έθνους, όσα παιρνει ο άνεμος, ο ρατσισμός μεταμορφωμένος σε χαμένη αθωότητα της ψυχής του Νότου, o BB King ως πολυμερισμένος εργάτης, ο Muddy Waters που δηλώνει ανικανοποίητος, το πελώριο, ακέφαλο αλλά ασπαίρον τομάρι που ενίοτε διασώζει ο Λομαξ με εκείνον τον συμπαθή εστετισμό, και είναι ο αποκεφαλιστής της Τέχνης υπέρ του λιντσαρίσματος, οι έθνικ περιφερειακοί υποστηρικτές του Τραμπ που του λείπει ένας Γκαίμπελς για να γίνει μαντάρα η Νέα Ήπειρος. Και στα περιθώρια, οι πεπεισμένοι «του Παραδείσου που τους κάνει» ομογενείς, μια θήκη αναμνήσεων εποχής Τομ Πάπας, Σκούρας και Άγκνιου, εντέλει δεν ήταν αρκετό το Γκέτυσμπουργκ και παραήταν μελόδραμα η καλύβα του μπάρμπα Θωμά, ενώ το ρύζι Μπαρμπα Μπέν δεν τολμούν πια να το θυμίσουν. «Κάνι Ουέστ, ποιά είναι αυτή, δεν την ξέρω» όπως δήλωσε ο ανηφοριστής κοκκοφοινίκων, The Worst.

  • Aναμνήσεις από το πουθενά -4

    Aναμνήσεις από το πουθενά -4

    Αστρονάουτα

    Η μνήμη, όπου και να την αγγίξεις εξατμίζεται. Στην περίπτωσή μου, ανθεί και θρηνεί κυρίως μέσω των μέσων παραγωγής της Γραφής, την οποία θεωρώ Μητέρα Θεών Αυτόχθονα, τρώγω κόλλυβα μαζί της, κάνουμε εγκάρδια παρέα. Θεωρώ εαυτόν Αστρονάουτα (ρωσιστί) φιλοξενούμενον σε Πλανήτη των Γραμμάτων. Και ιδού τα τσαμασίρια που διαθέτω στο διαστημόπλοιό μου.

    Βαρυτική σφαίρα: Κάναμε καλλιγραφία, στον Θεό τους, από την πρώτη Δημοτικού. Με πένα καλλιγραφίας, που άνοιγε το δίχαλό της και μειωνόταν, αναλόγως πίεσης. Πολύ αργότερα, κατά την Τρίτη, βγήκαν πέννες με ένα «βαρελάκι» στην πλάτη τους, που επέτρεπε ανεφοδιασμό του κειμένου, τουλάχιστον πέντε γραμμών τετραδίου. Αλλά το πλέον σύνηθες ατύχημα ήταν το μελανοδοχείο που κάθε τόσο τουμπάριζε και λέρωνε το χαρτί. Την λύση έδωκε μια μπαλίτσα με μονή έξοδο που επέστρεφε αυτόματα στην ορθή θέση, καθώς ήταν σφαίρα με τον πάτο της πολύ βαρύ. Έκτοτε, αυτό το θαύμα με οδήγησε να πάρω 7 στο μάθημα αυτό, μεγάλη υπόθεση, καθ΄όσον δασκάλα είχα τη μάνα μου που ήτο παλαιά ΕΑΜίτισσα και ακριβοδίκαιη.

    Χεράκι ή χηνάκι: Όπως στο Game of thrones υπήρχε το Χέρι του άνακτος, έτσι και ο κονδυλοφόρος μας αποκτούσε ενίοτε πέννα «χεράκι» ή «χηνάκι», ένα πεπλατυσμένο μέταλλο που επέτρεπε ποικίλη γραφή, άλλοτε παχεία, άλλοτε λεπτή. Βέβαια, από τα τσακαλάκια είχαμε μάθει πως καλύτερη λεπτή γραμμή από το τουμπάρισμα της πέννας, δεν υπήρχε.

    Στυλό μελάνης: Ώσπου να παραχθούν τα φυσίγγια μελάνης, είχαμε το άχθος της τρόμπας για γέμισμα. Η πέννα των περισσότερων ήταν κρυμμένη από το σώμα του στυλό. Έπρεπε να βγούνε τα λάξαρι, στύλ μονμπλάνκ, μετά από μία φάση άλλων ερζάτζ, όπως τα Γουότερμαν, αλλά έγιναν προσιτά μόνον αφού υπήρξαν εκατομμύρια άλλοι τρόποι γραφής.

    Στυλό διαρκείας, τα λεγόμενα μπικ: Παρέμειναν από γενέσεως, κάπου εξήντα βάλε χρόνια, ο πιο κοινός και εύχρηστος τρόπος γραφής. Το 1965, στην Αγγλία, είδα και αγόρασα έναν όλμο, μια συστοιχία διαρκείας, ωσάν οπλοπολυβόλο, περιφέρειας δύο ιντσών, με οκτώ σουστάκια που κατέβαιναν διάφορα χρώματα κατ΄επιλογήν. Τιμούσα αυτήν την συσκευή ωσάν θεότητα του Ανίδεου Θανάτου. Αλλά δεν κατάφερα να την διαιωνίσω, αφού καφέ, ταμπά και ροζουλί μελάνι δεν υπήρχε ως ανταλλακτικό.

    Πενάκι: Σε συνδυασμό με μελάνια διαφόρων χρωμάτων, ταίριαζαν σε ελεύθερο σχέδιο ή συνθέσεις μικτής τεχνικής. Αξιέραστα, ώσπου να γενούν όλα ψηφιακά ελεγχόμενες προγραμματούκλες.

    Στένσιλ: Πριν βγουν τα αυτοκόλλητα γράμματα, υπήρχαν μήτρες για έπιπλα, γράμματα και κάθε τύπου εκτυπώματα για αρχιτεκτονικά σχέδια, καθώς και αλφαβήτες από 3 έως πολλά χιλιοστά. Περνούσαμε τον ραπιδογράφο ως εν εσόπτρω και γράφαμε τίτλους στα σχέδια, όσοι δεν είχαμε ή ώσπου να μάθουμε την χειροποίητη, πλαγιόμορφη ή γεωμετρούσα γραφή. Υπερνομπελίστας του είδους υπήρξε συμφοιτήτρια αξιέραστη που όταν τσακώθηκε με αξιοσύστατο αζάπη, για να προσελκύσει τον οίκτο και το συχώριο του, κάθησε και του έγραψε ένα πελώριο γράμμα, με στένσιλ δυάρι, και η μέθοδος έπιασε και ήτονε και πάλι μαζί.

    Φτερό: Πριν σαράντα χρόνια, η Λομβαρδία και η Τοσκάνη γέμισαν ερζάτζ μεσαιωνικά είδη γραφής, αλλά εμείς το κάναμε πρίν εξήντα χρόνια. Φτερό περιστεριού, πάπιας ή παγονιού για την αλητεία. Αρχικά έβαζες μελάνι στο κόκκαλο και όταν φθείρονταν το έκοβες λοξώς με κοπίδι. Αυτό που έχω σήμερα, κάπου τριάντα χρόνια, έχει ένα ανταλλακτικό Μπικ που αλλάζει εύκολα όταν σώνεται, αλλά το έχω και απλώς μελαγχολώ.

    Μικτά σαλτανάτια: Από τον περασμένον αιώνα που ήρθαν οι εκτυπωτές ακίδας, είτε έγραφα ατονικά και προσέθετα με μελάνη τα σημεία στίξης με υπερβολικό διαστασιολόγιο, είτε διακοσμούσα γραμμένες σελίδες με πλήθος σκιτσάκια. Εντούτοις, ένα διάστημα έκαμα παραγωγή τευχιδίων γράφοντας με ραπιδογράφο.

    Τώρα: Από τον παρόντα αιώνα και δώθε, όλα μέσω υπολογιστή και άλλων σεϊτάν μασινερί. Κι όταν οι διακοπές της μνήμης είναι πολλές και πολλαπλές, έχω τεφτέρια διάφορα και σημειώνω τι σκοπεύω να γράψω τώρα και στο μέλλον. Αλλά τα δάχτυλα έχουν εθιστεί σε πληκτρολόγηση δύο έως τεσσάρων δακτύλων, οπότε αυτά που σημειώνω μοιάζουν με ρητά του Προφήτη, σε γλώσσα που αγνοώ. Όποιος τα ιδεί και βγάλει νόημα, ευχαρίστως θα του αφιερώσω το θέμα που κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει, ή και να του παραχωρήσω (όιντα!) τα πνευματικά δικαιώματα.

  • Τα μαύρα κούτσουρα*

    Τα μαύρα κούτσουρα*

    Τα κάλαντα παραμένουν στη ρίζα τους επαιτικά τραγούδια. Γενικά, τα αυτοχέδια ή απλώς δημοφιλή άσματα που σώθηκαν ως κείμενα, αλλά με άγνωστη ουσιαστικά μελοποίηση, σαν τα χελιδονίσματα, η εκρήξεις χιούμορ, χαράς και ζόφου, όπως το «εύρηκεν την δαμαλίδα απαλήν», «το Σάββατον της Τυρινής» ή τα άκτα του Ιπποδρόμου, ακόμη κι αν δεν κατέεις την μελωδία τους, δοκίμασε να τα ψάλλεις και το αποτέλεσμα θα σε ξαφνιάσει.

    Αυτό οφείλεται σε κάτι όχι απρόσμενο, αλλά εξεζητημένο: στον συνδυασμό μιας ιαχής γηπέδου, με την ομολογιακή φύση του μουσικού μέλους που αποτελεί την σπονδυλική στήλη της θρησκευτικής Πράξης. Ο Παπαδιαμάντης στα στερνά του, διασκεδάζοντας με τα «τι σε Δημητράκη καλέσωμεν» και το «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν» του Δαμιανού ως σιδερά στο «μέχρι το πλοίο» δείχνουν ότι το Σύνθημα, η παράφορη πράξη, η ομαδική κατάρα και τα πλεχτά κύκλια χορευτικά που απαιτούν έναν Άμποτ και Κοστέλο στην  απαρχή του σείσματος και του λυγίσματος (ο Άμποτ να κάνει τσαλίμια ως πρώτος του τσάμικου και ο Κοστέλο να του βαστάει το μαντίλι μη και σαβουρντιστεί, ως ο μεγάλος Δεύτερος) οδηγούν συνήθως την σκέψη σε μανικόν έρωτα, άσχετο αν στα τελευταία μου αναλύομαι συνήθως σε βουρκώματα ή βαρυτικά δάκρυα.

    Η Πίστη μπορεί να είναι ενίοτε αγχώδης και απαιτητική (όπως το να υποστηρίζεις ομάδα του Μπέου) αλλά στην ψυχα της παραμένει ένα φύραμα ακαταγώνιστο, όπως η τέχνη του Αναγνώστη στις μοναστηριακές τράπεζες. Και πάνω από κάθε αδυναμία του Όντος, ο ομολογιακός της χαρακτήρας χρειάζεται μόνον την ελπίδα πως θα νικηθεί ο Μόμπυ Ντικ, πως ο Λυαίος, ο περιφερόμενος Βάνδαλος θα τηνε φάει στο δοξαπατρί καθώς ο Νέστορας θα τον αιφνιδιάζει ξεγλυστρώντας ανάμεσα στα μάγγανα του Σταδίου.

    Εάν ο άγιος Αθηνών, εμιμείτο δόξαν ζηλωτού και εξέδιδε πανταχούσα όπου θα μάλωνε το δίβουλο ύφος των επιτροπών και των λοιμωξιολόγων, στην Ελλάδα, αμη και στην ομογένεια, τα λιμανάκια και οι στέρνες της χώρας θα ήταν πηγές ραντίσματος με αγίασμα και θα έμπαιναν οικογενειακώς στο ύδωρ οι θρησκευάμενοι, διότι αυτή ήταν η μόνη απαίτηση του πνεύματος που εν είδει περιστεράς εβεβαίου του λόγου το ασφαλές. Σε απλά ζητήματα, η διάσταση απόψεων έχει τον χαρακτήρα ξαφνικού θανάτου. Η κυβέρνηση δεν διαθέτει σύμβουλο θρησκευμάτων. Όπως διέθεταν παραδοσιακά όλες οι κυβερνήσεις, διαχρονικώς. Ο Κλήρος και το πλήρωμα, δυσφόρησαν αλλα δέχτηκαν το Κοσμικό Δόγμα, το τελείως ανόργανο, πόσοι νομά σε ένα δωμά, ακόμη και υπό τον κίνδυνο μιας γελοιοποίησης. Αλλά τα περισσότερα υπουργίδια και γενικογραμματίδεια αμή και υφυπουργίδια δεν κατέουν από το έθος που μετατρέπει συχνά την γυναικεία φωνή σε κρώξιμο σπίνου, καθώς η ψάλλουσα μοναχή, εξεπίτηδες εκβάλει μονότονη, απεριποίητη μέτζο φωνή. Διότι η Ορθοδοξία δεν αρκείται να διακρίνεται από τον χαχάμη και τον χότζα και τον ζηλωτή που τρώει με το δεξί, αλλά και από το σιτάρ και τα γλυπτά συμπλέγματα στην Χουέ.

    Η πίστη έχει ομολογιακό χαρακτήρα, αλλά επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις το όχημά της να μετακινείται με φούιτ στα λάστιχα. Είναι πολλές και κοινές οι αναφορές σε «παπαδαριό», σε «καλογέρια» που τρίβουν το πιπέρι, αλλά για τον Κλήρο, ου φροντίς. Δεν υπάρχει αντίλογος, καθώς δεν υπάρχει κομιλφό συμπεριφορά.

    Το πρώτο μου βράδι σε μονή του Αγίου όρους, ήμην στερρός ποσαδιστής, αγνώμων και επιχειρησιακά αγνωστικιστής. Πήγα για ανάγκες της Υπηρεσίας και βραδιαστήκαμε σε ενδιαφέροντα, μη θεολογικό διάλογο, οπότε ένας γέροντας με καλεί να αποσυρθώ, διότι βραδυαστήκαμε.. Φροντίζω να δηλώσω πως δεν θέλω ξυπνήματα άγουρα και λειτουργίες και άλλα θέσμια, διότι είμαι ζερβοκουτάλα, αναρχίζων και του κοσμικού κλίματος, αμη και της αδιαπραγμάτευτης επιστημονωσύνης. «Κι εμείς σάματι τι είμαστε, γέροντα;» με αντικόβει ο πράγματι ασκητής και με αφήνει κόγκολο. Διότι παρά τις εξυπνάδες και τους Ποσαδισμούς, παρέμενα και παρέμεινα τσογλάνι ξεγάνωτο.

    Για τον ρασοφόρο, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά, θα έφερναν ένα τρίτωμα, με τα Φώτα. Όταν άλλαξε η εγκύκλιος, ορθώς θεώρησαν ότι τους δουλεύουν. Ο ρασοφόρος ήξερε ότι υπάρχει πιθανότητα να χάσει την ζωή του ήδη από την μάζωξη επί Αγίου Δημητρίου στη Σαλονίκη. Μπορεί να είναι άλλα κι άλλα, αλλά συνήθως πιστεύουν με πάθος στην ομολογία τους. Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω και χωρίς συνεννόηση θα υπάρξει πολύ μεγαλύτερη ζημιά.

    Και βέβαια ελλοχεύει ο κίνδυνος για την Δημόσια Υγεία, αλλά να μη τα ξαναλέμε. Και δεν πρόκειται να υπάρξει ειδικό δικαστήριο για το κακοφόρμισμα που ξεκίνησε από το περασμένο καλοκαίρι, όταν οι κυβερνήτες έσφιγγαν την πεντάρα για το κάθε τι.

     

    *τίτλος διηγήματος του Παπαδιαμάντη.

  • Κακό προηγούμενο

    Δεν αληθεύει πως η εισβολή στο Καπιτώλιο είναι μοναδική στις δυτικές χώρες. Προηγήθηκε η «εισβολή» στη Βουλή, 3 Ιουλίου 1964, παραμονές δημοτικών εκλογών, από ομάδα που συμμετείχε ενεργά ο Ρένος Αποστολίδης, πρωθυπουργός ήταν ο Γ. Παπανδρέου που ο Αποστολίδης θεωρούσε ψυχή των Δεκεμβριανών. Ο ίδιος δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, ενώ πρωτακούστηκαν 11 ακροδεξιές παρατάξεις και σύνδεσμοι που δρούσαν, όπως οι «καρφίτσες» στο παρασκήνιο της χώρας.

  • Ο Νέος Ταρζάν

    Μόλις λούστηκα έναν τηλεοπτικόν έπαινο προς τον ρήτορα Άδωνι που θεωρήθηκε μελίρρυτος, και εύστροφος. Όμως απλώς ξεγλυστράει σαν το φίδι, επειδή ακολουθεί το παλαιό προθανάτιο σχόλιο του θνήσκοντος Ταρζάν:

    “Ποιός άλειψε με λίπος το χορτόσχοινο;”

  • Δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις

    Δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις

    Αν οι «φωτιές τ΄Άη Γιαννιού» παραπέμπουν σε καλούς συνειρμούς παλαιών πεποιθήσεων, τόσο οι μπουκαδόροι του Καπιτωλίου όσο και η προσπάθεια για «Φώτα στεγνά» μιας χώρας που διαθέτει άφθονο θαλασσινό τριφύλλι, παραπέμπουν σε μια μορφή κοινωνικού τραυλισμού.

    Τόσο ο Τίμων ο Αθηναίος, όσο και ο Κοριολανός, σαιξπηρικά έργα του 1607, ανταποκρίνονται ως ιστορικές εμπνεύσεις, τόσο στο πρόσωπο του Ιερώνυμου, όσο και του Τραμπ.

    Ο πρώτος, ως διαπραγματευτής που ήρθε από τη Σιδώνα, χωρίς να φοβηθεί τον θυμωμένο Ποσειδώνα, και ο δεύτερος ανάμεσα στον κοίλο Ερμή και στην κυρτή Αφροδίτη, δεν έγινε γνωστό αν συγκρούστηκαν με τους εφιάλτες τους ή απλώς έπαιζαν το παιχνίδι των τυφλών με τα κουδουνάκια στα άκρα τους, ως σώστροφοι σνομπ survivors.

    Οποιοσδήποτε συνειρμός με αρχαίους καβγάδες και συγκρούσεις απαγορεύεται, καθώς σε αμφοτέρων τις διάνοιες και στο βάθος των δακρύων τους, κρύβεται ένα ιερό παίγνιο. Του αμήχανου ερασιτέχνη το ένα, του επικίνδυνου ισορροπιστή το άλλο.

    Το μέγα σφάλμα των δύο κρίσεων βρίσκεται σε όλους εμάς, ως θεατές. Ακόμη κι αν μας κάλεσαν σε ανώδυνη παιδική παράσταση, παρακολουθήσαμε εμβρόντητοι ένα ματωμένο ροντέο.

  • Αναμνήσεις από το πουθενά -2

    Αναμνήσεις από το πουθενά -2

    Γιούκοι και κουρελάκια

    Μακριά, σ΄έναν άλλον κόσμο γίνηκε εκείνη η απογραφή του 1961.

    Η κλήρα που έτυχε στον πατέρα μου, τότε διευθυντή του Γ Δημοτικού σχολείου, ήταν μια περιοχή των Γιαννιτσών από την πλάτη του διδακτηρίου και το δρομάκι όπου έκειτο η οικία του επιστάτη και το κουτούκι ονόματι «ο κάτω κοσμος», όνομα και πράμα, και με σήμα το ρολόι με το αίμα του μουεζίνη έως την ενορία του Αγίου Γεωργίου και το πάρκο προς βορράν και δυσμάς, ήτοι όλη η κατηφοριά της Κηφισιάς έως την Αρίδα και έως τον δρόμο προς Όμπαρ εκεί όπου άρχιζε το Ταλαμπάς.

    Ο πατέρας μου ποθούσε να με ιδεί μιαν ώρα αρχήτερα χειριστή και διαχειριστή όλων των φάσεων του βίου μου. Με έδειρε μόνον μια φορά, ένα απόγευμα που γκρίνιαζα ασταμάτητα και μου άρεζε πολύ, πήγαμε στο σινεμά και ζητούσα νερό, μου έφερε και δεν το ήθελα και τα ίδια έπραττα όταν μετά το έργο βγήκαμε και καθήσαμε στα σκαλάκια του σπιτιού του θείου Πέτρου και η γκρίνια με είχε αλώσει, οπότε γύρισε το μάτι του, κατάλαβα πως θα τις έτρωγα και πήγα να τρέξω προς τον Συνεταιρισμό, διασχίζοντας την αυλή του Ιντζεσίλογλου, αλλά με πρόλαβε και δέχτηκα δυό μπάτσες στον ώμο, έμπειρος γαρ ο παπάκος μου, με βέργα και παλάμη, σε πολλές γενιές μαθητών.

    Ζούσε τότε η γιαγιά Αφέντρα, άρα ήταν προ του 1953 που η γυναίκα ήτο κατάκοιτη. Αλλά η διαπαιδαγώγηση πήγαινε ρολόι. Ποτέ δεν μου χρειάστηκε κάποιο χαρτί να βγάλω από υπηρεσία και να μη σταθώ σε κάποια ουρά να το βγάλω. Έτσι, όταν κατέφθασαν τα προς συμπλήρωσιν έγγραφα της απογραφής ανακοίνωσε πως θα ήμουν βοηθός του.

    Κυριακή, 19 Μαρτίου 1961. Μια γεμάτη μέρα με τον πατέρα. Άνθρωπος με σύστημα, είχε χωρίσει το μυαλό του δρόμους και γωνίες και σάρωνε τις γειτονιές. Πρώτα, περιχαράκωσε τα όρια ευθύνης του – την περίμετρο που έλεγαν στο σινεμά. Από το Ρολόι στου Χατζόπουλου, από εκεί στο νηπιαγωγείο, είτα την «Κηφισιά» άχρι της Αρίδας και μετά, ένα ζιγκζαγκ στην επικλινή περιοχή του Ταλαμπάς. Όταν έπιανε άλλη ενδιάμεση αφετηρία μου ανέφερε ονόματα συμπολεμιστών του, ή διδασκαλιστών, ή συμμαθητών του στο Βλαδικαύκασο.

    Περιμέναμε να σχολάσει η εκκλησία και περάσαμε ως το δειλινό καταγράφοντας σπίτια και νοικοκυριά. Ήμουν ο γραμματέας του συνεργείου. Για κάποιον εμμονικό λογο, θυμάμαι ένα τραγούδι από απογευματινό ραδιόφωνο:

    Θα `θελα λίγο πριν πεθάνω/ σ’ ένα πλακιώτικο στενό/ μια βόλτα δίπλα σου να κάνω/ σ’ ένα δρομάκι σκοτεινό/ κι’ έτσι πιασμένοι απ’ το χέρι/ προτού να φτάσει το πρωϊ/ και πριν να σβήσει κάθε αστέρι/ νάχουμε φύγει απ’ τη ζωή

    Είμαι σίγουρος ότι η λέξη «πλακιώτικο» στο Ταλαμπάς και περιφέρεια, δεν σήμαινε την συνοικία της Αθηναϊκής Πλάκας, αλλά ένα στενό στρωμένο με πλακωτό. Και η Αττική Πλάκα, μου ήταν ακατανόητη, επειδή ήξερα κι άλλη Πλάκα, την λιτοχωρινή, χωρίς γαζίες ορτανσίες και ρετσίνες. Αλλά το πεισιθάνατο των στίχων (του Γιώργου Οικονομίδη, που ανακάλυψα αργότερα πως υπήρξε και ο στιχουργός του «ξέρω κάποιο στενό») βολικό άσμα για την περιοχή Κηφισιάς. Άρα (υπέθεσα αυτομάτως) εδώ που απογράφουμε, διαμένουν ετοιμοθάνατοι.

    Απογράψαμε τους πάντες και δεν βρήκαμε κλειστό σπίτι. Δεν είχαν και που να πάνε, κυριακάτικα. Όσοι δεν ήταν άνεργοι, ήταν τεχνίτες, αγωγιάτες και εργατάκια και σε όλα τα σπίτια στο ψαχνό της περιοχής, έσκυβες για να μπεις. Οι μανάδες ήξεραν τον πατέρα μου και κάπως τον έτρεμαν – πολλές έβγαζαν και λουκούμι, που ευγενώς αρνιόμασταν. Κανένας που απογράφηκε δεν είχε πάει σχολείο, εκτός παιδάκια-συμμαθητάκια που ήξερα. Ήταν ζήτημα να απογράφτηκαν τρία αποχωρητήρια και κανένα με έστω μια βρύση. Κι όμως, όλα τα σπιτούδια διατηρούσαν μια γωνιά ή ένα δωμάτιο φρεσκοβαμμένο με λίγα μη ετοιμόρροπα έπιπλα, γυαλισμένη οβίδα – ανθοδοχείο, μεγεθυμένη φωτογραφία προγόνων, και σκεπασμένον με σεντόνι γιούκο για ρούχα και στρωσίδια. Σε μερικά δρομάκια που δεν έβλεπαν ποτέ τον ήλιο, υπήρχε φρέσκια λασπουριά, ενίοτε και κότες που έψαχναν κάτι να φάνε, ενώ όλες οι γκάζες, οι μπίλιες των παιδιών ήταν πήλινες.

    Είχαμε αφήσει για το τέλος τις περιοχές γύρω από τον Αη Γιώργη και ανταμώσαμε τους πρώτους εγγράμματους, σε αρμονία με τα συσταζούμενα σπιτικά τους, αλλά δεν ήταν παρά το ένα δέκατο των νοικοκυριών. Τα παιδιά ήταν κι εδώ πολλά, αλλά υπήρχε κάμαρη για  τους γονείς και μεγάλη στολισμένη κούκλα σε καναπέ με ματοτίνορα που πετάριζαν  και κάποιο αναμνηστικό απεσταλμένο από την ξενητειά, είτε σετ με γιαπωνέζικα φλυτζανάκια του καφέ, είτε φιάλη με παράξενο ποτό που υποκάτω κούρδιζες έναν μηχανισμό και άκουγες την Τιριτόμπα. Πολλοί άνδρες έλειπαν Γερμανία προσφάτως.

    Τόσα χρόνια, στα Γιαννιτσά, δεν είχα ιδεί τόση δυστυχία. Αργότερα, βλέποντας τους los olvidados του Μπουνιουέλ, μπήκα στο νόημα. Υπήρχε λοιπόν αφορμή κι αιτία όταν εμείς, παιδιά δημοσίων υπαλλήλων, τρώγαμε προσφάι στο διάλειμμα και γύρω μας επικρατούσε η παράκληση δώσε καλέ λίγο. Βέβαια, αυτά ήταν ξώφαλτσα επειδή, θυμάμαι, στην έκθεση της Πέμπτης τάξης στο θέμα γιατί αγαπώ και προστατεύω τα ανάπηρα παιδιά, η ρητορική μας ήταν υποκριτική και αξιοθρήνητη.

    Ώσπου μου λύθηκαν πολλές απορίες όταν άρχισα να προσέχω κρεμασμένα μαντίλια και κουρέλια σε μεγάλα δέντρα, σε ξωκκλήσια και σε αγιάσματα, στη Μαυρούδα, έξω από τον Σωχό και στα Ζερβοχώρια, ώπου έμεινα σύξυλος βλέποντας πλήθος τέτοια αφιερώματα σε απότομη πλαγιά ανεβαίνοντας την Πέργαμο. Δεν ήταν επιθυμίες και ευχές ανέκφραστες: ήταν μια ανεπίσημη και άτυπη απογραφή του ανθρώπινου πόνου, μόνο που για να φτάσω σε αυτήν την ερμηνεία, έπρεπε να ενώσω τους λασπόδρομους προς την Αρίδα, με τα ορφανά παιδάκια των θνησκόντων Γαλατών, στην εκάστοτε Βομβάη της ύστερης αρχαιότητας.

  • Νοσταλγία της εποχής του ηδυσμένου λίθου

    Νοσταλγία της εποχής του ηδυσμένου λίθου

    To τρίτο κύμα της πανδημίας ήδη ξεπέρασε το χαζό, μισοφαγωμένο προτείχισμα με τα γελοία γιατροσόφια και τους χρησμούς των μάντεων της συμφοράς. Αυτή τη φορά (ξαφνιάζομαι την ώρα που το γράφω) δε ρίχνω κάποια ευθύνη στην «Ελλαδίτσα» και τα σακατλίκια της. Ολόκληρη η Ευρώπη και μεγάλο μέρος του κατοικημένου κόσμου, εκτός από κάτι ψευδοκράτη άκρας εξαθλίωσης και τις στυγερές κυβερνήσεις που κρατάνε την Άπω Ανατολή, τρώει στη μάπα τα πάρτι, την οργανωμένη ψευδαίσθηση, κάτι θρησκευτικά αντάρτικα και μια γενική αμηχανία στην διαχείριση των εμβολίων ποικίλης προέλευσης, χωμένων στην σκληρή εμπορική αλεστική μηχανή.

    Όσοι έχουμε την τύχη να διατηρούμε τη ζωή μας σε περίκλειστα δωμάτια, δεν περιμένουμε τον θαυματοποιό-εμβολιαστή, αλλά τον Χάρο αυτοπροσώπως. Όλες οι ειδήσεις, καλές-κακές, όλα τα δημόσια μηνύματα έχουν εξαχθεί από στεγνά στόματα δικαιωματιστών και παρλαπίπας. Σήμερα, για παράδειγμα, δεν υπάρχει είδηση πως «στις Σέρρες πλημμύρισαν» αλλά πως τρεις λίμνες πανάρχαιες του κάμπου, στον Πάνακα, στον Αχινό και στην Σταλίδα της Κερκίνης, ακόμη και στου Ποθολινού τις σαπισμένες πλάβες, δέχτηκαν στις ραγάδες τους το πολύ νερό που κρατιέται με βαρύ πόνο, αρκεί πανστρατιές και μηχανήματα να δένουν τα φράγματα.

    Αλλά από τις γενιές έλειψε η Μνήμη. Από τους Οδόμαντες στα Δάτου Αγαθά κι από τους τάφους στο Παναγούριστε έως το μνήμα της Μπάμπα Βάνκας, παντού όπου Παίονες και Παιόπλαι εξηγούσαν στον Ηρόδοτο ότι ζούσαν σε καλύβια με σάζι πάνω σε παλούκια και πως τα παιδούδια τους τα είχαν δεμένα με πλεχτό χορτόσχοινο μη τους πνιγούνε. Σ΄αυτά τα νερά έπρεπε να ρίξει σταυρό των Φώτων ο Ιερώνυμος, καθώς γλεντάει την αμηχανία των Επιτροπών και τους είλωτες που βαστάνε τις τηλεοπτικές ειδήσεις μόλις ανεκτές.

  • Aναμνήσεις από το πουθενά -1

    Aναμνήσεις από το πουθενά -1

    Τα κρόσια

    Ανεβαίνοντας προς το πάρκο από την γωνιά της Πασχαλίνας απέναντι από το σπίτι απ΄όπου έβγαινε ο Περιμένης και απέναντι από το σπίτι του Κοτσίνη, είδα τον Στούκα ποδηλάτη να βγαίνει από το στενό του Καλογερόπουλου ορθοπεταλιά, αγριωπός, ορατός σε χρόνο ουάν μισσισίπι – του μισσισίπι και πρόλαβα να δω πως είχε κόψει τα φρύδια του αφήνοντας το τρίχωμα μόνο το κοντά στα μάτια.

    Δεν συνέχισα προς το πάρκο, όπου όλο και κάποιον θα συναντούσα από την τσακαλοπαρέα να τριγυρνά έξω από το ποδηλατάδικο του Δεμερτζίδη με μια μπαλίτσα με φούιτ, περιμένοντας να μαζευτούν, χάρη σε φίλους μερικές δεκάρες για να την μπαλώσουμε ως άτυπου συνεταίροι της.

    Γύρισα σπίτι μέσω της Αγαθαγγέλου και βυθίστηκα στην κατηφόρα, αφήνοντας δεξιά το σπίτι του Ζεγγίνη, όπου είδαμε τον δορυφόρο πιστεύοντας πως μετέφερε τη Λάικα και διέσχισα την αυλίτσα με τους κρίνους, αποφασισμένος να μη φοβηθώ πια. Το ψαλίδι της μάνας μου ήταν στο καλαθάκι, δίπλα στο μπρούτζινο κόκκαλο για τα παπούτσια, φερμένο από τη Σιβηρία και πήγα στον καθρέφτη. Έκοψα τις άκρες των φρυδιών και είδα το αποτέλεσμα, οπότε προσπάθησα, με λιγότερη επιτυχία, να κλαδέψω τα ματοτσίνορα. Καθώς η έξαψή μου ανέβηκε, παιδεύτηκα αρκετά να κόψω τα κρόσια από το δαμάσκο τραπεζομάντηλο, όχι όλα και τέλειωσα την επιχείρηση κόβοντας τα τελειώματα της δαντελένιας κουρτίνας στο παράθυρο προς την βραγιά, πάνω από το ντιβάνι.

    Μετά, ανέβηκα να κοιτάξω τις φωτογραφίες στο «Ρεξ» και οι φίλοι που αντάμωσα δεν σχολίασαν, αλλά μου φάνηκε πως φοβήθηκαν και μαζεύτηκαν. Κι όταν είδα πως οργάνωναν συνεργείο για την επομένη που έπεφτε παραμονή Φώτων, αρνήθηκα να λάβω μέρος και κανένας δεν είχε αντίρρηση.

    Διότι είχα λάβει τη θέση μου στον Πυλώνα των άγριων Ηρώων.

    Ήμουν ο Ζορρό και ο Φουμαντσού, και ο Στηβρήβ αργούσε ακόμη. Επιστρέφοντας σπίτι, αφού δεν αμέλησα να περάσω, τάχα τυχαία, έξω από το σπίτι της Ουρανίτσας που αγαπούσα, οι γονείς μου ήταν σαν σκιαγμένοι, ψιθυρίζοντας σε κάθε μέρος του σπιτιού όπου ήμουν απών, με άφησαν να παίξω με το Μεκανό από την Ρωσία και να διαλύσω την Κόντακ του μπαμπά, επειδή ήθελα τον κουρμπαριστό φακό για να παίξω.

  • Μονομαχία στον βρόντο

    Μονομαχία στον βρόντο

    Αφού εκφράσω άκρα ευαρέσκεια που θα έχουμε τουρισμό και εφέτο, χάρη στην δράση του υπουργού τουρισμού που «διεσώθη», ας πάμε στα ζόρικα:

    Oι δύο εκπλήξεις της νέας εβδομάδας, εκτός από αυτές που σάπισαν από μακροχρόνια έκθεση είναι το δήθεν φλερτ του Γεωργάκη με τον Σύριζα και μία λίστα βιβλίων από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε κλασικές κινήσεις του Δωδεκάμερου όπως την Γεννηματά να αντιπολιτεύεται ξεχορταριάζοντας (ή εκχιονίζοντας, αναλόγως του καιρού) το ίδιο μονοπάτι που αν δεν προσέξεις, είναι εύκολα τα πολιτικά κατάγματα, τον Βαρουφάκη να ίπταται συνήθως σε άρμα ωσάν αγίου ή προφήτη, αφήνοντας στην διάνοια του Κρίτωνος Αρσένη τα τρέχοντα και τον Βελόπουλο που χάρη στην εμμονή του να πουλάει κηραλοιφές, μοιάζει περισσότερο με τον προβατοπώλη Λυσικλή, κι όχι με τον Περικλή, όπως ίσως ονειρεύεται.

    Τα «μυστήρια της Κεφαλονιάς» ξέρετε τίνος, έχουν αντικατασταθεί από την «βίλλα των μυστηρίων» της Πομπήιας, όπου σώζονται τοιχογραφίες έξοχης τέχνης με κύρια εκθέματα τον «εμβολιαζόμενο» του Σκόπα, τις «χίλιες δεκαοχτώ βέργες» του Απολλιναίρ, το πολύπτυχο «στρώστε τον Μάριο στη δουλειά». Καθώς εδέησε να βγει μια δικαιολογία εκ του προχείρου που μνημονεύει αριθμούς υγειονομικών και ψέγει το ότι δεν υπάρχει «ψηφιακή βάση δεδομένων» (με τέτοιες αηδίες μας κλείνουν τα στόρια), καθώς οι σούμμες εμβολίων που περιμένουμε έως το καλοκαίρι, δεν φτάνουν με τίποτε τα εκατομμύρια εμβόλια που χρειαζόμαστε (αλλά προφανώς περιμένουμε κι άλλες εγκρίσεις άλλων εταιρειών) καταλαβαίνετε ότι δεν ξεμπερδεύουμε με κανέναν τρόπο εντός του 2021. Διότι κανέναν δεν άκουσα να συνυπολογίζει πως ο δισταγμός να εμβολιαστεί το 40% τουλάχιστον του πληθυσμού, αν πλακώσει κανένα φονικό κύμα, θα μειώσει τους ες σμικρόν γενναίους.

    Δηλαδή, για να καλαβαινόμαστε, μπαίνει ο κύριος Μάριος στο γραφείο του και απορεί που δεν υπάρχει ψηφιακή λίστα εργαζομένων! Τόσο νιονιό. Κι αντί να ξεσκιστεί, με ευστροφία και δικές του διαδικασίες, ενώ συντονίζει τον εμβολιασμό, να συγχρονίσει μια σοβαρή λίστα, χρησιμοποιεί την δημόσια φρενοβλάβεια ως αξεπέραστο εμπόδιο! Βέβαια, όταν μοίραζαν λεφτάκια σε αιτούντες απ΄όλα τα Βαλκάνια στις φωτιές του 2008, κανένα πρόβλημα! Αυτό που οποιοσδήποτε καραβανάς μονιμάς του Στρατού, θα προχωρούσε στο πιτς φιτίλι, γίνεται αφορμή να παίξει τον ήρωα ο άγνωστος της διπλανής πόρτας…

    Αφήνω πως καράφλιασα (κι άλλο) μαθαίνοντας πως η Ελλάδα διαθέτει κοντά 100 νοσοκομεία, άρα χρειάζεται πενήντα τετραγωνικά με δέκα εμβολιαστές στο θυρωρείο κάθε ιδρύματος, για να υπάρξουν 1018 κέντρα εμβολιασμού…

    Επιπλέον, η σύγκρουση γονέων και παιδιών, που κρύβεται κάτω από την ψευδοευχή «αχ ας πάνε τα πουλάκια μου σχολείο, να μη χάνουν ώρες» και «οι υπολογιστές δεν αναπληρώνουν την καθημαγμένη φλέβα του Δάσκαλου» θα κοστίσει στη χώρα μερικές έξτρα εκατοντάδες νεκρών. Η φιλελεύθερη Ευρώπη δεν έχει τρόπο να κόψει τα πάρτι των άμυαλων. Θαρρείς και δεν υπάρχουν αθόρυβες, μη οχλούσες ηδονές και τζιβιτζιλίκια για παιδιά και εφήβους 6-16 ετών.

    Οργισμένη παρεμβολή:

    Είστε άχρηστοι και πλεονάζοντες, σαν αλάτι στη Νεκρά θάλασσα. Δηλαδή σε νερό που και να θέλεις να αυτοκτονήσεις, σε σηκώνει στην επιφάνεια.

    Άκακα και άτσαλα ζουζούνια μοιάζετε, μαγεμένα από τη φωτιά και την τσίκνα μιας σουβλιστής γεύσης. Περιμένετε μείωση των κρουσμάτων, ξαμολώντας αστυνομίες, όταν αυτοί που ήθελαν διακοπές, τις είχαν από το Ντουμπάι σε κάθε γραφικό χωριό. Λυώνετε στις συνεδρίες «αμάν να ανοίξουν τα σχολεία» ενώ θα τα ξανακλείσετε επιλεκτικά, καθώς οι γονείς θα ξεροσταλιάζουν έξω από τις αυλές να φύγουν παρέα με τα αγγελάκια τους. Βάλατε έναν ειδικό να ξοδιάσει τον Γενάρη με εμβολιασμούς υγειονομικών, επιστρατεύοντας όλα τα νοσοκομεία της χώρας και δεν βλέπω μήτε ένα από τα 1018 σημεία εμβολιασμού. Ακούτε τυφλά τους Ευρωπαίους σε αφανείς αντιγραφές των πράξεών τους, ξεχνώντας πως σε μερικά ζητήματα, όπως στην Υγεία, δεν έχουμε τα ίδια στατιστικά. Απέναντι, σε γιατρούς και νοσηλευτές, οι συνδικάλες ξέρουν έναν ψαλμό: μόνιμοι διορισμοί και ο μπακλαβάς γωνία. Και τα Σαββατοκύριακα κυλάνε σάμπως ανεπιτήρητα, καθώς ο μονιμάς αισθάνεται φυσικό του να εργάζεται στα 5/7 του μήνα του, χώρια οι άδειες.