Author: Πετεφρής

  • Χαλαρά, σχεδόν εξαθρωμένα

    Ένα κανάλι είχε τακτικό σχολιασμό ενός υπευθύνου τεχνικού της ΔΕΗ ή πωστηνλένε. Στη ζωή μου δεν είδα τέτοιον υδροδιαλυτό τύπο. Πλάνο τριών τετάρτων, κεφάλι ανεξάρτητο του λαιμού και των μελών, χυμένος στην καρέκλα του, μιλούσε όντως αμέριμνος, επικαλούμενος  χωρία από το Έπος «δεν δύναμαι, η υπηρεσία δεν ημπορεί, αμή και ο κώλος μου πονεί». Γανωμένος συνδικάλας, καθώς είχε πιάκει τον συνδυασμό «χιονίζει– άρα βαραίνουν κλαδιά – δις άρα σπάνε – τρις άρα γαμιένται τα καλώδια» με ρεφρέν «καντε προσληψεις κανάγιες». Οι συνάδελφοί του, φυσικά, έφτυναν αίμα στο πουτσόκρυο. Αυτός, μόνον αίμα και χολή. Τουλάχιστον εκεινός ο Γιαννακός της ΠΟΕΔΗΝ ξέρει να σωπαίνει: όταν σωπαίνουν τα πουλιά.

  • Τα άλαλα και τα μπάλαλα

    Aυτές τις τυφλές μέρες που τες βασανίζουν οι εορτασμοί και οι νοσταλγίες είναι δωρεάν, συνήθως γράφω και συμμαζεύω την άλαλην και μπάλαλην κληρονομία μου — κανένα ποίημα που ξεκινούσε με το «ένας αδέξιος στίχος/ και φιστίκια στην αγκαλιά» αλλά ανάθεμά με να θυμάμαι πώς συνέχιζε, ένας αρχαίος φίλος να χαμογελάει στο Φαίη Σμπουκ κι ας είχες να τον ιδείς από την αντιβασιλεία Ζωιτάκη, και πάντα με μισό βλέφαρο ανοιχτό στην τηλεόραση ή σε καμιά ταινία ή σειρά που βλέπω λαθραία.

    Ο νέος χρόνος μου έμαθε πως ο παροδικός μου ήρωας των ημερών, ο Ράγκναρ Λόθμπροκ, από τη σειρά Vikings, υπέστη μαρτυρικό θάνατο που ο ίδιος επέλεξε, ώστε η κάθαρση των τελευταίων επεισοδίων να φέρει φρικτούς θανάτους στους σταυρωτήδες του.

    Αλλά ο Χήρστ, που δουλεύει τη σειρά (όπως εκειός ο Φράνζ Ντέλγκερ που το παίζει Αμερικάνος και μάλλον είναι εγγόνι του άλλου Ντέλγκερ του βυζαντινολόγου επί Κατοχής, και κεντάει στο Game of Thrones) δεν χρειάζεται να κουραστεί πολύ: η νίκη του Γουλιέλμου του Κατακτητή είναι σίγουρη, οι Αγγλοσάξονες θα πάρουνε τομπούλο, η μεγάλη καταγραφή του Domesday Book, έναν αιώνα μετά τις ομοειδείς βυζαντινές, θα κάνει τους επιστήμονες να χάσκουν θεοειδώς.

    Με λίγα λόγια, όσο αίμα και όσο κεφαλοκλείδωμα κι αν πέσει στις στρατιές των οπαδών που λένε «γαμώτη, καλά που δε ζούμε εκείνα τα χρόνια — τι βία ρε παιδάκι μου καλά που οι γκόμενες που παίζουν είναι μακρόταλες» λίγοι θα αντιληφθούν ότι ο σαρκικά ακάλυπτος Μεσαίων είναι μαλακιούλες μπροστά στην σύγχρονη βία, ιδίως του Μέλλοντος που Επέρχεται.

    Στο άκεφο ζάπινγκ των τελευταίων λεπτών που μένω ξύπνιος πριν παραδοθώ στον ενύπνιο θρήνο, πήρε το μάτι μου σκηνούλες από μια απερίγραπτη παλούκα που εχάρηκα χρόνια πριν, κι εννοώ εκείνο το Mamma mia, ντυμένο μουσικά από τους ΑΒΒΑ και όπου οι ηθοποιοί τραγουδάνε α λα μανιέρ των Ομπρελών του Χερβούργου.

    Τρυφερά αρχαία ξεκωλιάσματα νέων ντιλετάντι στο μαγευτικό Αιγαίο των Σποράδων, Νταμούχαρη και έτσι, με βασικό σεναριακό ιστό το «τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά» και στη θέση του Ιναγκάντανταβίντα και των Ντηπ Περπλ, των Them και έστω, του Λάκη Τζορντανέλλι, άντε και της Λόλα Φαλάνα, οι Άμπα, ορε πούστη μου, οι Άμπα!

    Από τα χρόνια του Λιτλ Ρίτσαρντ που παίζει ροκ σε ένα πιάνο με μια παρέα αράπηδες με σαξόφωνα το 56 και τον παρακολουθούνε μόνον ασπρουλιάρηδες έκτακτοι με τον Μπιλ Χαίηλη σε ένα τραπέζι, ως την μπλού Χαουάη με το Έλβις και την Ανν Μαργκαρετ και τους πέτσινους μομπς, αμή και την περίοδο των συγκροτημάτων και ντωντ μπογκαρντ δατζόηντ μα φρεντ και μετά πανκιά και γκλάμ και πλέη μπουζούκι για μένα, εκατομμύρια πιτσιρικάδες, με τα σέα και τα μέα τους φανατίστηκαν με την ελληνίδα άμμο στα γυμνά απόκρυφά τους, κι όποιος έζησε και επέζησε, χαλάλι του!

    Αρνήθηκα την ίδια τη μνήμη μου, όταν σκέφτηκα που στο διάολο ήμανε αρχές της σεβεντίλας, πουθενά οι Άμπες, και κατέληξα πως έβλεπα μια παραλλαγή των Vikings  στο πιο μιούζικαλ. Αντί Βίκινγκς στην Νορθούμπρια, τώρα Σουηδέζοι χαζοχαρούμενοι να ρημάζουν την Εγγλέζικη σκηνή των σέβεντις και τα πλήθη να γουστάρουν. Ες Ω Ές, μαλάκα μου και Ουότερλου. Και ο Γουλιέλμος ο κατακτητής να αλλάζει τον Βρεττανικό νότο. Τότε στο Χέηστηνγκς, τώρα όπως ο Πιρς Μπρόσναν στην Νταμούχαρη.

    Καλά τα λέγαμε τότε, μα ποιος μας άκουγε:

     

    Στο μοναστηράκι Βαυαροί χωροφυλάκοι/ Μες στην αντηλιά, χορεύουν μπρος στον βασιλιά/ Ζωιτάκη

  • Έπαινος των υπευθύνων υπηρεσιών…

    Η κακοκαιρία στην Αττική ήταν γνωστή. Την ουρίτσα της μετά την 15η Φεβρουαρίου δεν θυμάμαι να την ανέφερε κάποιος. Αστικά γιοκ, σμήνη ΙΧ αυτοκινήτων πολλά και σε άγνωστους προορισμούς, τρένα και λοιπά γιοκ, ρεπόρτερ να τους τρώει το αγιάζι, πίττα και το εξωφρενικό της στιγμής: αναγγελία χτες απόγευμα πως η σύσκεψη των δύο γιγάντων της Άμυνας των Πολιτών θα συνεχιστεί σήμερα το πρωι στες 11. Για ποιον λόγο; Έχουμε ανάγκη από ανθρώπους που κάνουν σιωπηλά τη δουλειά τους. Γκώσαμε από δηλώσεις. Πάλι καλά που δεν είχαμε παρηγοριά από πρωθυπουργό. Άραγε κλαίει από ανημπόρια; Συντάσσει κατάλογο παρλαπιπάδων προς εκδίωξη; Ρίχνει το φταίξιμο στον γνωστό Τσίπρα;

    Αμάν, να κληθεί ο Τράγκας να τελειώνουμε με αυτά.

  • Μαύρες κουρτίνες στον ανατολικό χάρτη

    (κείμενο που έμεινε έξι χρόνους στη σαλαμούρα)

    0

    Kανονικά, ο δωδεκάλογος αυτός έπρεπε να είναι έμμετρος. Ποίημα. Αλλά ο καιρός οξύς και ο Πετεφρής έβαλε μυαλό. Χρειάζεται για τους πενήντα στίχους του πενήντα μέρες νηστεία και περισυλλογή, πεντακόσιες μέρες συλλογή στοιχείων και επιλογή του αποθέματος που μπορεί να υπαχθεί σε στιχική τριών λέξεων για κάθε θέμα και μερικά κιλά ψυχοτροπική, ιδιοπαθή και σχιζοειδή παραγωγή ύφους, συν την απαραίτητη ποιητική ιδέα. Και δεν υπάρχει μήτε ο τόπος, μήτε ο χρόνος για αυτά τα πολυτελή. Επιστρέφω λοιπόν στις σιγουράντζες: ύφος αξιωματικό τραυλού μανάβη («έχω…μπρόκολα, λαχανίδες, κοτσιπέρι, καρπούζια, βαλανίδια, και πέστροφες από τη Ζάζαρη») διατυπώσεις κομψές με ξυπναδίστικο υπόστρωμα που μοιάζουν του Κοέλη («aν η πολιτική έβγαζε ρίζες και ιδέες, ο Μητσοτάκης θα ήταν σπανός») και η σύνδεση των προτάσεων χαλαρή με γυφτόκαρφα, επειδή με διαβάζουν φασίστες και ποτάμεν, κουκουέδες και υπέρυθροι, η σερμαγιά των φιλελέδων και οι νοσταλγοί της σάρκας όταν υπήρχε λαγνεία.

    1

    Συρία. Αλεβίτες, Σιίτες και μπόλικοι μηδέτεροι, πονεμένοι που τους ήφαγαν οι Οθωμανοί την Αντιόχεια επειδή οι Γάλλοι έλαβαν την Εντολή της και νομίζουν ότι την ελέγχουν, Μπαάθ όσο πατάει η γάτα και Μέλος της ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας. Λιμάνι στους Μοσκόβους με ευκολίες, υψώματα του Γκολάν, αγάπες με το Ιράν, βοήθεια από Κινέζους. Ενα μίγμα που δεν μπορούσε να αντέξει το πρακτοριλίκι που ονομάστηκε «επανάσταση του Ίντερνετ» και σάρωσε το Μαγκρίμπι, Λιβύη και Αίγυπτο και στόχευε την Συρία εξαρχής. Στα άντερά της, φύτρωσε το ISIS, επειδή για τους Αμερικάνους, η πίκρα που δεν υπέταξαν το Ιράν, δεν ήταν ποτέ λόγος να μη του στερήσουν την επίδραση στον Σιιτικό κόσμο. Όπως και η Αλ Κάιντα, έτσι και το ΙSIS είναι επακολούθημα των ατρύτων υπερατλαντικών πόθων. Πενήντα χιλιάδες ελαφρά οπλισμένοι φανατίλες που έπιασαν τους δρόμους και τις κλεισούρες, ωσάν καρκίνος της λέμφου και εμποδάνε κάθε ενωτικό κλαράκι, παραλλαγή της απόλυτης διάλυσης του Ισλάμ μετά την διάσπαση των χαλιφάτων, στο τέλος της πρώτης χιλιετίας.

    2

    Εναπομένει το τίμημα με το οποίο Ρώσοι και Κινέζοι, αμή και εκείνη η Χεζμπολά θα πουλήσουνε την Συρία μπιρ παρά. Οι Αμερικάνοι τα βρήκαν με το Ιράν ή τουλάχιστον προσποιούνται. Εφεξής, όποιος πειράζει το Ισραήλ, θα δέχεται φάπες από το Ιράν, με βάση αυτό το τρελό σχέδιο. Μακροπρόθεσμα. Το Ιράκ, που αλληλοσφάχτηκε με το Ιράν χρόνους αμέτρητους, δεν υπάρχει πια. Την εποχή των παρανοϊκών τοπικών ηγετών διαδέχεται ο αιώνας των ανύπαρκτων τοποτηρητών. Αλήθεια, ποιος κυβερνάει το Αφγανιστάν, τη Λιβύη, το Ιράκ, και ποιος θα κυβερνάει αύριο την Συρία;

    3

    Η βόρεια Αφρική και ο αραβικός κόσμος θα πληρώσει την λατρεία στον Ρόμμελ και την εμφύλια ροπή προς το απόλυτο μηδέν, που κατάντησε την Ευρωπαϊκή Ένωση υποχείριο της πλάνης ότι επέρχεται νέα εποχή Σαρακηνών και Βερβερίνων στο μαλακό της υπογάστριο. Η αγωνία μήπως αναστηθεί ο Σαλαδίνος, φέρνει αποτελέσματα. Μια απέραντη περιοχή, από την Μπουχάρα κι ως την Καζαμπλάνκα, διαλύεται και παγώνει τους ψοφοδεείς που πιστεύουν σε φράχτες και σε ευρωπαϊκές ομπρέλες. Τα Βαλκάνια και η Ανατολία, το κέρας της Αφρικής και ο περσικός προορίζονται να κατοικηθούν με φτηνό ενοίκιο, όχι από τους «άγριους ισλαμιστές» όπως φοβούνται τα δικά μας εθνίκια και το ένα τρίτο της Ευρώπης, αλλά από απαθή γιουρούκια που θα νομίζουν πως υπερασπίζονται τη Σαρία τους. Μιά τεράστια αγορά, που νομίζει πως έχει όραμα τις δυτικές δημοκρατίες και επιβραβεύεται με μια νέα Μετανάστευση λαών.

    4

    Οι λευκοπροβατάδες Τούρκοι που πάλευαν με τα κοπάδια τους στα ανατολικά, στις πύλες της Κασπίας, από τα χρόνια του Ηρακλείου, τους πήρε μερικούς αιώνες να αγοράσουν τους πληθυσμούς που φορολογούνταν από τους «πολιτισμένους» της Κωνσταντινούπολης με το μισό τους εισόδημα. Το Ισλάμ δεν είναι εισβολείς και διαγουμιστές, όπως ήταν στα πρώτα χρόνια τους οι Γότθοι και οι Αλανοί και οι Βουργουνδοί. Είναι εντόπιοι που σιχαίνονται παραδοσιακά το αριστερό τους χέρι και θυμοσοφούν καλύτερα με το Κοράνι, παρά με τα κοπτικά και αλεβίτικα πειράματα. Σε άλλα μέρη, οι τουρκογενείς τα πήγαν λάου λάου. Διότι και οι Φινλανδοί και πολλοί Ούγγροι και ποικιλία λαών που κατάφεραν να μείνουν στα Βαλκάνια, και χωνεύτηκαν στα ιδεολογήματά τους, τουρκάκια έχουν ως προγόνους.

    5

    Ο φόβος της επανάληψης της εισόδου των βαρβάρων από την Ανατολή, εισόδου που πέτυχε απόλυτα, εκφυλίστηκε σε τρόμο εκ Μογγόλων και Χρυσής ορδής, και έπειτα σε τρόμο μιάς Μεγάλης Ρωσίας και είτα του πολιτεύματος που διάλεξαν επί εβδομήντα χρόνια, των μπολσεβίκων εννοώ. Αλλά αυτό το καζάνι πίεσης δεν έχει εκραγεί ακόμη. Οι λαοί πιέζουν ο ένας τον άλλον. Όταν οι Κινέζοι αφομοίωσαν το Θιβέτ, κάποια τουρκμενικά και παρθικά και καρδουχικά όνειρα πήραν αναστολή. Δεν είναι τα θρησκευτικά, τα πολιτειακά και τα κοινωνικά θέσμια που παλεύουν να επικρατήσουν. Είναι τα κράτη των εμπόρων που αναζητούν την ποθητή ασυδοσία. Τώρα με τα παγκόσμια δίκτυα που στήνονται, ευρωπαϊκώς, αμερικανικώς και ρωσοκινεζικώς, ξεχάστε τις «ακατάλυτες διαφορές γλώσσας, θρησκείας και κοινωνικής οργάνωσης» που μας στοίχειωνε. Πίσω από κάθε χιπχοπ που ανεβαίνει στο youtube από τους Αζέρους, τους Λάτιν και τους Ρουμάνους, μια καραβιά όπλα και πυρομαχικά ετοιμάζεται για αποστολή.

    6

    Αυτήν την πυρκαγιά που δουλεύει αφανώς στα παγκόσμια ενεργειακά δίκτυα και στις αχανείς ομάδες των καταναλωτών που επιθυμούν με πάθος κάθε γκατζετάκι της μόδας χάριν του οποίου είναι πρόθυμες να μη γαμήσουν επί μία δεκαετία για να το αποκτήσουν, οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να την σβήσουν κατεβάζοντας τους διακόπτες της προσφυγιάς, οι Αμερικανοί ρίχνοντας νερό στα γυμνά καλώδια και οι Άραβες με τους Κινέζους δαγκώνοντας τα ηλεκτροφόρα σύρματα με πάθος, νομίζοντας πως δεν κινδυνεύουν επειδή φοράνε υποδήματα με γείωση.

    7

    Στην Ελλάδα, μας έχουν στείλει πολύτομες οδηγίες χρήσεως, αλλά δεν διαβάσαμε ποτέ παραπάνω από τον πρόλογο. Διότι είμαστε έξυπνοι εμείς.

    8

    Δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε σιχαθεί κάθε πολιτευτή που μας κυβέρνησε και δεν σκοπεύουμε να κόψουμε την συνήθεια αυτή. Σμπρώχνοντας εμείς τους πρόσφυγες στα βόρεια, οι χώρες που μεσολαβούν ως την Αυστρία, θα κλείνουν μία προς μία. Ποιός θυμάται ότι δέκα χρόνια πριν υπήρχε αεροπορική σύνδεση Μέσης Ανατολής με Κροατία, που ξεφόρτωνε τους επίδοξους μετανάστες; Αφού κλαίμε και υποστηρίζουμε τη Συρία και τους πρόσφυγές της, τι εμποδίζει στα ελληνικά καράβια να δένουν σε Σμύρνη και Τρίπολη και να μεταφέρουν τους πρόσφυγες με διαβατήριο στον «δυτικό παράδεισο;». Για ποιόν λόγο ο Κοτζιάς δεν ξημεροβραδιάζεται σε Σόφια, Σκόπια, Τίρανα, σε Κόσσοβο, Μαυροβούνιο και Βελιγράδι προκειμένου οι Βαλκάνιοι να οργανώσουν την Μετανάστευση που δεν θα αργήσει;

    9

    Τα βαλκανικά όπλα προέρχονται από παλιά οπλοστάσια. Είναι ο αγροτισμός, η υπερβολική αγάπη στις τοπικές πατρίδες, οι μπερδεμένες οικογένειες που λατρεύουν τις γενεαλογίες τους, τα μαχαιρώματα για ένα άγονο στρέμμα, τα μαχαιρώματα επειδή «ήταν πουτάνα» ή «ήταν άπιστη και πήγε με τον πεθερό της», ο τζόγος, τα πνευστά, η θλίψη και η χλίψη, η θρηνωδία και το παράνομο εμπόριο. Ακόμη και σε μέρη που δεν πάτησαν Σαρακηνοί, ο φόβος των Σαρακηνών δεν υποχώρησε. Καβγάδες μεταξύ αλλοφρόνων και αλλογλώσσων γειτόνων, είναι χίλιες φορές πιο σπάνιοι, όσο δεν ανακατεύονται Προστάτιδες δυνάμεις. Έχει επίσης χιλιάδες Τσιριμόκους προς εξαγωγήν. Αντί να ονειρευόμαστε κοινές επιχειρήσεις, ας δοκιμάσουμε τις κοινές, εγκάρδιες απατεωνίες. Δεν ξεκίνησαν διαφορετικά τον χρυσόν τους αιώνα οι «πολιτισμένες κοινωνίες».

    10

    Και ολίγα για τους Τούρκους. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί οι Ρώσοι, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Άγγλοι και τα ρέστα της Ηπείρου διατηρούσαν το δικαίωμα να εχθρεύονται και να φιλεύουν με ιλλιγγιώδη εναλλαγή το Ντιβάνι, το χαλιφάτο, τον Κεμαλισμό, τις χούντες και τον Ερντογανισμό, και να απαιτούν από εμάς, ένα και μόνον πράγμα: να μη είμαστε εχθροί τους. Το αίμα που χύθηκε ανάμεσά μας, ήταν αίμα που κορυφώθηκε με τους αιώνες, άδικο αίμα, σύμφωνοι, σε βάρος μας, σύμφωνοι, αλλά σε απόλυτη κόντρα με το απλοϊκό σχέδιο των Αμερικανών, ότι μια Ελληνοτουρκική συνεννόηση θα ήταν αποτελεσματικό αντιρώσικο μπούνκερ. Μακριά απο γενικευτικές χαζομάρες, στο βάθος έχουμε μια σχέση συμπάθειας και μίσους που οφείλει πολλά στην αδυναμία να γυρίσουμε σελίδα και να προχωρήσουμε. Εννοώ, απλές, στα όρια του βλακώδους, παραδοχές. Όχι απόκρυψη στα σχολειά της βίας που ασκήθηκε, αλλά τονισμός της. Όχι στη λογική των προξενείων, όχι στην διαιώνιση του κυπριακού, όχι στο μοίρασμα του Αιγαίου. Αλλά να είμαστε τύποις σύμμαχοι τόσες δεκαετίες και να γαμιόμαστε επ΄αμοιβαιότητι άλλες τόσες, θυμίζει μάλλον το Λαφαζανικό σόφισμα «είμαστε με την κυβέρνηση, αλλά όχι με ό,τι υπογράφει».

    11

    Δεν έχετε τριγυρίσει πολύ, μήτε στα Βαλκάνια, μήτε στην Ανατολία, καθώς η αφεντιά μου. Θα ήθελα να τριγυρίσω κι άλλο, αλλά δεν συνέβη. Το συμπέρασμά μου: αφού δεν έχουμε μεταξύ μας ισονομία, πώς περιμένουμε να μας κάνουν τεμενάδες οι γειτόνοι;

    12

    Η Ελλάδα, όταν δέχτηκε την τελευταία μεγάλη προσφυγιά, ήταν στο πλαίσιο μιας ανταλλαγής πληθυσμών, κι έτσι βρέθηκαν και άδεια χωριά για να στεγάσουμε τους μισούς. Να ετοιμαζόμαστε για νέους εποικισμούς και νέες ανταλλαγές, για νέες ομογένειες και νέα Διασπορά. Η άλλη Ευρώπη έχει ήδη μπει στο νόημα και οι Γάλλοι, οι Βρεττανοί και οι Σουηδοί ετοιμάζονται να δηλώσουν «μπουκώσαμε, δεν παίρνουμε άλλους». Οι ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες να ετοιμάζονται μπροστά στο νέο δίλημμα: είτε γινόμαστε νεοαποικιοκράτες και αυταρχικοί, επιβάλοντας καθεστώτα εκτός Ευρώπης, όπου μπορούμε, είτε επεκτείνουμε σχέδια πόλεων και μας βυσματώνουν οι τεχνοκράτες, προκειμένου να αγωνιστούμε υπέρ του Δημοσίου και των σπαταλημένων πόρων μας.

     

    Καλημέρα σας και καλά κέρδη σε όλους, ώ μοιραίοι και άβουλοι που δεν καταφέρνετε να χειριστείτε την Πρόεδρο Ζωή και τους συνταγματολόγους εργατοπατέρες σας.

  • Night or the Prussians must come

    Λέγεται πως ο Ουέλινγκτον, παγιδευμένος σε έναν σχηματισμό τετραγώνου του πεζικού του, ευχήθηκε «να πέσει η νύχτα ή ανάγκη πάσα να έρθουν οι Πρώσσοι» ενώ άντεχε δώδεκα επελάσεις του αυτοκρατορικού ιππικού των Γάλλων, χάρη στην μεγαλύτερη εμβέλεια και την ταχύτητα πυρός της Πεζής Φρουράς του.

    Διακόσια χρόνια και δώδεκα μέρες αργότερα, κι ενώ η μάχη του «τζούφιου δημοψηφίσματος» καλά κρατούσε, ανάμεσα στους Έλληνες, σε έναν από τους μοιραίους εμφυλίους τους, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των αντιπάλων έβγαζαν μάτι.

    Το πεδίο της μάχης δεν ήταν πλέον το Βατερλώ, αλλά μιά εικονική χώρα, η Τουιτερί, μια στενή πεδιάδα κάτω από τους λόφους στο αγρόκτημα Φατσαμπουκί και στο δυναμάρι του Μαξίμοβου, ενώ τα στρατά γέμιζαν και άδειαζαν την Πλας δε λα Κονστιτουσιόν  και το αγρόκτημα της κυρά Ζωής, κατά βούληση.

    Εξηγήσαμε αλλαχού ότι στην μάχη επολέμουν οι δήθεν μπολσεβίκ με τους δήθεν Εουροπατρί.

    Οι ακμαίοι σπαθοφόροι του Τσίπρα, γανωμένοι στις μάχες, βετεράνοι εθελοντές, με ένα πυροβολικό επτά χιλιάδων κανονιών που ξερνούσαν φωτιά και οβίδες, το καλύτερο ιππικό της εποχής και κάπως κακοκυβερνημένους γρεναδιέρους της κλάσης Συνιστωσί, είχαν μόλις απωθήσει τους Πρώσσους του Μπλύχερ, πέραν του Υμηττού. Στόχος του Τσίπρα ήταν να μη ενωθούν ποτέ η εντόπια πολιτοφυλακή με τους γαλάζιους εκ Βρυξελλών κομισάριους του Μεγάλου Λογιστηρίου. Ήθελε να πελεκήσει τους συμμάχους αυτούς έναν-έναν.

    Γι’ αυτό και αδυνάτισε το στράτευμά του, στέλνοντας σε καταδίωξη του Μπλύχερ, τον Ιανίς-Γκρουσί και την διαπραγματευτική του ομάδα (Ζακαλότ, Ντε Λα Δραγασάκ και άλλους) με 32 χιλιάδες επιχειρήματα να ψοφήσουν στην κούραση και στο μπέρδεμα τους Πρώσσους ώστε να μείνουν στην Βαβρ-Βρυξελλί και να μη ενισχύσουν τους ντόπιους των Βορί-προαστί και το κτήμα Κολονάκ.

    Έτσι θα είχε καιρό να εξοντώσει τις εξεγερμένες φυλές των Νενέκ που δεν είχαν κανέναν επικεφαλής, εξόν ένα μπατιρημένο επιτελείο, αναμένοντας κάποιον κλινικώς άγνωστον Ουέλινγκτον να τους ξελασπώσει.

    Η μάχη άρχισε αργά, διότι έβρεχε καρέκλες και τα κανόνια είχαν κολλήσει στη λάσπη. Ο Τσίπρας άργησε να ξυπνήσει. Ωστόσο, στρίμωξε τους εναντίους μια χαρά. Οι Νενέκ είχαν, βλέπετε, λειτουργήσει ως στρατός κατοχής επί πέντε χρόνια και οι πολίτες, έτσι και τους έβλεπαν, τους πετούσαν καβαλίνες από τα παράθυρα και δεν τους άφηναν σε χλωρό κλαρί στις χαράδρες της τουιτερί.

    Είχε αριθμητική υπεροχή περίπου πέντε προς έναν. Αλλά και ένα μεγάλο πρόβλημα: οι περίλαμπροι στρατηγοί του, αισθάνονταν πως έχουν δυνατότητα αυτονομίας κινήσεων. Εκτός από τον παράφορο Παππά Νέυ, που ήταν πειθαρχικός, ο μπάρμπα Γκοριό Φλαμπουριάρ ήταν λάτρης του Κουτούζοφ, ο Λαφαγιετ-Στρατουλί και ο Μπλανκί-Σκουρλετάν, μαζί με τις Κόρες της Επανάστασης της ομάδας «Υπουργίνες κι ρί» είχαν πιάσει στασίδι στα καθεστωτικά κανάλια.

    Οι κομισάριοι του Μεγάλου Λογιστηρίου, από την άλλη, βλέποντας ότι οι σύμμαχοί τους Νεκέκεν ήταν ψυχωμένοι αλλά ακαθοδήγητοι, έστειλαν μαγείρους, λογοτέχνες, φιλοσόφους, ονοματολάτρες, βογόμιλους του Ολδ Ρεζίμ και την φαμίλια Μιτς Οτάκ που μάτιαζε εύκολα τους αντιπάλους σε πανστρατιά να βοηθήσουν. Ματαίως. Τα στρατά και οι λαότητες έβλεπαν Φώφεν, Μπαρόν  Σαμαράνγκ και τον νεαρό Ντελακρός (Σταύρον) Ντελαριβέρα, και μούτζωναν. Οι προπαγάνδες κατέρρεαν, επομένως, δεδομένης της αντιπαλότητας των Τσιπρικών μεταξύ Ορτζονικιτζικών και Βολιβαρικών, η μάχη ήτο αμφίρροπος.

    ‘Επρεπε στους Νενέκεν να προσκομισθεί επειγόντως Ουέλινγκτόν τις, ώστε να αναστρέψει την κατάστασιν ίνα μη χαθώσιν οι ζαϊρέδες και το μπαρούτι και ο λουφές.

    Τότε έγινεν το θρυλικόν μπανκιράνι και οι κυνηγοί του Μπλύχερ επέστρεψαν επειγόντως στην πατρίδα, υπείκοντες στην κραυγή του Τσίπρα «ου ε γκρουσί» («μην είδατε τον Βαρουφακί») και οι επιστρέφοντες εχάθησαν εις την μετάφρασιν και πεδίον μάχης ουκ είδον.

    Ανέμενον τας εξελίξεις οι μεν και οι δε των λαών ως αυτόπται αλλά ήρχισαν να ξεραίνουν το σκατόν αυτών, ίνα αντέξωσιν. Διότι αι τράπεζαι ήπαθον ισχαιμικόν επεισόδιον. Η σιωπηλή πλειοψηφία ξελαρυγγίστηκε και οι οπαδοί του Τσίπρα βράχνιασαν. ‘Εγιναν χαρτοκουζινοσυλλέκται και μπετζινοκυνηγοί.

    Ο Γιούνκερμας προσεπάθησεν να παίξει τον Ουέλινγκτον εξ αποστάσεως, αλλα τον έπτυσαν. Και τότενες, απογευματάκι, εφάνησαν οι Πρώσσοι.

    Αντί Γιουνκέρ και Σαμαράνκ, επεφάνη ο έμπειρος Καμίνσκι και οι έμπειροι πέριξ αυτού μαγκιόροι μαγιόροι. Με θρυλικό Ζαν Μπουταρί, τον Πατουλίνο και τον Ηλίαν «σμάιλι» Σινάπην.

    Ήτο ο Μπλύχερ και το επιτελείον του.

    Μετά έπεσε η νύξ και δεν ξέρω τι απόγινε ― πήγα να φάω μύδια με πομφρίτ που αγαπούν Βαλόνοι και Φλαμανδοί. Άλλοι διχασμένοι κι αυτοί.

  • To Λατέρι μου

    Ήταν Ιούνιος του 1965, στα Γιαννιτσά, ένα απροσδιόριστο λαδί στην ατμόσφαιρα και πήγα να αποχαιρετίσω τον φροντιστή μου στα μαθηματικά, τον Χατζηδημητρίου, επειδή μετακομίζαμε Θεσσαλονίκη και από πρόβατο επί σφαγή στα μαθηματικά, με έκαμε ικανό να παρακολουθήσω μαθήματα στο Πέμπτο Λύκειο.

    Αμέσως μετά τις εξετάσεις, εκτός την οικογενειακή μετακόμιση, έπρεπε να επιλέξω τι θα κρατούσα στο νέο σπίτι της Θεσσαλονίκης. Έπιπλα δεν θα παίρναμε μαζί μας. Μόνον ρουχικά και βιβλία. Ο πατέρας μου αποφάσισε να πετάξει όλα του τα ενθυμήματα από τη Σιβηρία – το μεκανό, τα τσαρικά χαρτονομίσματα. Πέταξα κι εγώ ό,τι έως τότε είχα ζωγραφίσει – θα έφτιαχνα άλλα, καλύτερα, στο μέλλον. Έτσι πίστευα. Απλώς ανέβηκα στην ταράτσα του Πετρίδη, όπου ξενύχτησα πολλές φορές, ενώ εκεί τελείωσα και πολλά βιβλία: την Οδύσσεια σε μετάφραση Εφταλιώτη και ό,τι από τις Εποχές δυσκολευόμουνα να καταλάβω με την πρώτη. Το όρος Πάικο, ένα γαλάζιο βουνό έσκεπε την πόλη που για αυτόν τον λόγο δεν την έπιανε ο Βαρδάρης. Είδα το βουνό να φεύγει.

    Στον αποχαιρετισμό έτυχε και ήταν εκεί και η συμμαθήτριά μου η Μαίρυλιν, που αγαπούσα πλατωνικώς έτη πολλά. Μαίρυλιν την έλεγα επειδή περπατούσε σαν την Μαίρυλιν. Επιστρέφοντας στα σπίτια μας, σκέφτηκα ότι ήταν χρυσή ευκαιρία να της κλείσω ένα ραντεβού, ένα ντέιτ όπως δίδασκαν οι χολιγουντιανές ταινίες. Αλλά είχα κολλήσει από το τρακ. Το τόλμησε εκείνη: Θέλεις να συναντηθούμε να περπατήσουμε στη βόλτα το απόγευμα; Μου αράδιασε και δυό ονόματα από φίλες της που θα ερχόταν μαζί, για ξεκάρφωμα. Ένευσα «ναι» κατακόκκινος και εξαφανίστηκα. Μετά, έτρεξα να το πω στον Μπίλη.

    Στο δρόμο για το σπίτι του, έπεσα σε μια αφισέτα στο σινεμά «Ρεξ». Παράσταση του θιάσου Τίτου Βανδή με το έργο «ένας όμηρος» του Μπρένταν Μπήαν. Την προτεραία είχα πάθει κοκομπλόκο με τον «Άμλετ» του Κοζίντσεφ, όπου έπαιζε ο Σμοκτουνόφσκη. Η γραφομηχανή μου μπλοκάρισε από μιά σειρά ποιημάτων που έγραψα για την περίσταση. Όπως το 1964, που είδα την «Τροτέζα» του Μπίλι Γουάιλντερ και παιδεύτηκα να τελειώσω το έπος «εγκώμιο στην Ίρμα».

    Γλύτωσα τη βόλτα και αυτομόλησα στο θέατρο. Εξάλλου ήμουν πνευματικός άνθρωπος – η Μαίρυλιν θα καταλάβαινε.

    Το σκηνικό, ένα χωλ οίκου ανοχής και ένα κλουβί να χωρέσει άνθρωπο, αριστερά. Όμηρος ήταν ο Τζώρτζης, νεότατος τότε. Βαρύ μελόδραμα μπρεχτικό, όπου ο Άγγλος στρατιώτης ερωτεύεται, κι Εκείνη αυτόν, αλλά τον σκοτώνουν οι απαγωγείς του, Ιρλανδοί επαναστάτες.

    Η μουσική με κάρφωσε στο δοξαπατρί. Τι «Λαμπρή», που την τραγουδούσε όλος ο θίασος, απειλητικός και σπαρτακιστής, τι «γελαστό παιδί», τι η λέξη «μολοντούτο» και η έκφραση «άνοιξε λίγο το παράθυρο κι ασ’ το φυρό για το Χριστό» («φυρό!») και τέλος «δεν έχει η γη κι ο κόσμος θέση σαν κι αυτή, ακούς λατέρι μου χρυσό, ωώ, ωώ».

    Λάτρευα ήδη τον Ρώτα, αλλά αυτό μου έπεσε βαρύ. Ήταν η πρώτη βραδιά που υποχώρησαν οι Έλληνες ποιητές που με βύθιζαν, και ήδη μου είχαν απαντήσει στην Νέα Εστία, που είχα στείλει δύο ποιήματα, με βαρβαρώδη (και δίκαιη) ειρωνεία: Αποσπάσματα από ποιητές της τελευταίας ώρας οι στίχοι σας. Αλλά και ο μονόλογός σας αδικαιολόγητος.

    Τότε δεν ήξερα ότι περνούσαμε τον τελευταίο μήνα από το δημοκρατικό διάλειμμα του Γέρου και τι μας έμελλε να δούμε από Ιούλιο και εφεξής. Είπαμε: 1965.

    Βγήκα απο το Ρεξ βέβαιος πως η Μαίρυλιν θα ήταν το λατέρι μου. Δεν ήξερα τι ήταν, αλλά ταίριαζε. Εντέλει δεν ήταν μήτε το λατέρι, μήτε το παρτέρι, μήτε το καρτέρι μου. Πάντως δεν την ξέχασα.

    Πέρασε μισός αιώνας έκτοτε, και επειδή όποτε ξεκινούσα να τραγουδήσω το «Ένας όμηρος» με έπνιγαν λυγμοί, έκαμα τις προάλλες μια προσπάθεια να κοιταχτώ. Είδα τα πραγματικά στοιχεία. Ο θίασος Βανδή του άφησε μόνον χρέη, και έφυγε Αμερική τον άλλο μήνα, να ξεχρεώσει. Διάβασα τους στίχους του Μπήαν στο πρωτότυπο και σκέφτηκα με αγαθότητα τον Ρώτα. Μετά, πρώτη φορά βρήκα τους στίχους και τους διάβασα.

    Πουθενά λατέρι.

    Ο στίχος δήλωνε αδρά «Ακούσλα, ταίρι μου χρυσό». Ακούσλα, όνομα γυναικείο. Ακούσλα.

    Ένας ιρλανδέζικος τρυφερισμός, Αcushla που σήμαινε «Αχ χτυποκάρδι μου!».

    Άρα η συνάντηση στην βόλτα είχε γίνει.

  • Η αυτοάνοσος βία

    Το φέρσιμο στον Ντέηβιντ Κόπερφηλντ ή στον Όλιβερ Τουίστ, η σκαιά συμπεριφορά του Κάπταιν Αχάμπ, το χαστούκι του Μινωτή σε ηθοποιό, τα ουρλιαχτά εξοργισμένων προϊσταμένων σε ψαρωμένους υπάλληλους, συνιστά, μαζί με χιλιάδες παρόμοια παραδείγματα, όχι μόνον ιστορικά, βαρύ περιστατικό που χωράει μπόλικη διαμαρτυρία, αλλά σεξουαλική παρενόχληση ΔΕΝ είναι. Στα τελευταία MeToo που διαβάζω, εκτιμώ πως η αυταρχικότητα μιας σπρωξιάς ώστε ο άρχων των μπουλουκιών να στείλει δεύτερη σειρά έναν ταλαντούχο άνθρωπο, μπορεί να προκαλεί σιχασιά και όχι συμπαθή αποτίμηση του δράστη, αλλά ο «τύραννος» δεν βάζει χέρι σε κανένα από τα φύλα ως πατέρας αφέντης ή εραστής πέντε ηπείρων. Όθεν, παρακαλώ η σκαιά συμπεριφορά να αποτελέσει άλλον τύπο παραπτώματος από τα σαρκικά μπινελίκια. Να μη αρχίσω με τα στρατιωτικά καψώνια, την συμπεριφορά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης την βία επί εγκλείστων, τα παιδάκια που κατουριόνταν εν όψει σαδιστή διδάσκοντος, την σκοτεινιά μερικών οικοτροφείων, όπως των μεθόδων του Βατικανού και τα πρατήρια ανηλίκων για γάμους.

    Η υπόθεση θιασαρχών που ζητούν από εργαζόμενες κυρίες – και κυρίους – να «τον πάρουν» ανά χείρας τον τιμημένο τους φούφουτο, αν παραμείνει ως αλμυρούτσικο πιπεράτο ανεκδοτάκι, είναι ταμάμ δομημένη για μελλοντική παγερή αδιαφορία του γενικού κοινού.

  • Μανόλης Αναγνωστάκης

     6.11.2015 στην γκαλερί “Ειρμός”

     

    Είναι κοινό μυστικό στα ιστορικά μυθιστορήματα που προβάλουν έναν γνωστό ήρωα, ότι ο αναγνώστης προσλαμβάνει καλύτερα την θεραπεία του, εάν ο ήρωας περιγράφεται από κάποιον παρακατιανό: έναν υπηρέτη, ένα στέλεχος, έναν ασήμαντο. Όποιος επιθυμεί σύγκρουση με την Ιστορία, καταφεύγει στο απομνημόνευμα αν αισθάνεται ήρωας, ή ο συγγραφέας τον βάζει να μιλάει για πάρτη του, αν επιδιώκει μιάς μορφής απολογία.

    Από αυτήν την ομιλία, λείπει το αναφορικό στερεότυπο «ο ποιητής ήταν φίλος μου» ή «ο μέγιστος με τιμούσε με την εύνοιά του». Διότι κάτι τέτοιο, ουδέποτε συνέβη. Ήμουν αναγνώστης του Μανόλη Αναγνωστάκη και τον εγνώρισα σε μία μάλλον στενοπόρο περίοδο: από το 1971, έως το 1978. Έκτοτε λάβαινα αραιότατα χαιρετισμούς που ανταπέδιδα και αντιστρόφως, αλλά και μια είδηση: όταν η Θεσσαλονίκη φρύαζε για ένα χασαπόχαρτο που διαδίδονταν ότι κόστισε όσο ένα χιλιόμετρο μετρό, και οι ταγοί της εξέφραζαν την σιχασία τους, ο Μανόλης μήνυσε στους Μόντι Νεοπάιθονς ότι θέλει να συμπεριληφθεί στην πλάκα, εάν επαναληφθεί. Οι οχτροί υπέθεσαν ότι ομιλούσε ως Μανούσος Φάσσης και συνέχισαν να καμώνονται ότι τους δέρνει το κορμί και το σαράκι.

    Προσωπικές εντυπώσεις θα μεταφέρω φυσικά, εξαιρετικά άνισες αλλά ακριβείς. Ένας τεχνικός λόγος ήταν ότι οι διάλογοί μου με τον ποιητή, ήταν ad hoc εμποδισμένοι από την Μητέρα Φύση και την Κακούργα κενωνία: μάκραινε απελπιστικά η όποια συνομιλία μας, διότι αυτός ψεύδιζε και εγώ τραύλιζα, οπότε δυσκολευόμουνα να τον καταλάβω και αυτός περίμενε υπομονετικά να τελειώνω με τα κ-κ-κ, τα π-π-π- και τα τ-τ-τ.

    Με είχε προσελκύσει ο μη εγωτικός ενικός των στίχων του, διαβάζοντάς τον κυρίως από παρουσιάσεις και κριτικές, από ανθολογίες και τα συναφή. Τα βιβλία του τα προμηθεύτηκα αργά, ενώ δεν παρέλειπα να σπουδάζω τα πολιτικά του κείμενα και τον περιοδικό λόγο που εξέδιδε.

    Εντύπωση μου έκανε η προσήλωση ατόμων, σε βαθμό πάθους, προς το πρόσωπό του, πριν τον γνωρίσω δια ζώσης και δια χειραψίας, που είναι ο ασφαλής νόμος που ακολουθούσε ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής στο προσωπικό του σαβουάρ βιβρ. Στις φοιτητοπαρέες, ποτέ δεν έλειπε ο ανάλογος χαρακτήρας. Ο Μανόλης αυτό, ο Μανόλης το άλλο.

    Η αναμονή του στο εκτελεστικό απόσπασμα ήταν ασφαλές διαβατήριο προς τον απόλυτο σεβασμό, έως και ψάρωμα, ενώ ολόγυρά του σπέρνονταν η ψεκάζονταν αίσθηση ενός ποιητή της ήττας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Αρνήθηκα πεισματικά να τον κατατάξω σε αυτήν την ομάδα, ομάδα στην οποία συμμετείχαν εξάλλου, πολύ πιο φωναχτά, άλλοι συνάδελφοί του, εμπειρότεροι, ενδεχομένως και αποδέκτες της υπαινικτικής του σάτιρας.

    Tα ποιήματά του είναι ολιγόστιχα, η μελαγχολία του προφανής, αλλά η μελαγχολία της δεκαετίας του 50 και του 60, ήταν υποθήκη και αποθήκη ζωάρκειας για να αντέξεις το ξεσάλωμα των νικητών και την μιζέρια των ηττημένων. Διότι και η μελαγχολία εξελίσσεται με τα χρόνια που κυλούν, σε κάπως σπειροειδή δρόμο. Πάντως υπάρχει ατραπός να ξεχωρίσεις τον ματζίρη και τον καρμίρη από τον συγκρατημένα απαισιόδοξο. Ήταν ίσως ο πιό Μπαγιάτης από όλα τα πρότυπα που έζησαν κοντά μας.

    Ο Αναγνωστάκης συνέβαλε όσο κανένας στην διαμόρφωση ενός ήθους που αντικατέστησε τη μουρμούρα και τα λιβανίσματα περί άνισου αγώνα και θα σημάνουν πάλι οι καμπάνες. Μπορούμε άραγε να καταλάβουμε έναν άνθρωπο που έγραφε, συμμετείχε ενεργά στον δημόσιο λόγο, κατέθετε υποθήκες (χωρίς να αναφέρεραι σε καμία του εμπειρία!) και  έσπερνε χαρακτηρισμούς, χωρίς να αναδίδει κάτι φιλοκατήγορο. Μπορούμε άραγε να καταλάβουμε ότι απο εικοσιπεντάχρονος δεν επισκέφθηκε ποτέ την Σφίγγα της Νίκης και το λιμάνι της Τρυφηλής κρουαζιέρας στους «αγώνες»;

    Την ποίησή του την αγάπησαν, την εκτίμησαν, την διέδωσαν και η μόνη κουταμάρα που διάβασα σε ένα σχόλιο του κολλεγίου της αμετροέπειας ήταν μια άδικη σπόντα πως ο ίδιος, μαζί με ομοϊδεάτες του «δεν αντέδρασαν εγκαίρως στην θύελλα του ΠΑΣΟΚ».

    Τα πολιτικά του κείμενα, διαβάστηκαν αμελέστερα, στο πλαίσιο ακόμη και των οπαδών της αναθεώρησης. Οι λέξεις του δεν έγιναν δημόσιο κτήμα. Επι πολλά χρόνια, αισθανόμουν πως τον θεωρούσαν μια χρήσιμη υπογραφή.

    Για μένα, ο αληθής ποιητής, ως σώμα εννοώ υπήρχε και υπάρχει στην επίνοια ενός άλλου ποιητή που του έμοιαζε, του Μανούσου Φάσση. Όταν ήταν καυστικός, πειραχτήρι και υπαινικτικά ανατρεπτικός, πρέπει να ξεκίνησε από την εφηβεία του. Από τις συμπάθειες, τους φίλους, το ποδόσφαιρο, και μιά παθολογική αγάπη στις λεκτικές ακροβασίες που προκαλούσαν αίσθηση χαμηλής πτήσης.

    Την ποίηση που του χάρισαν οι Ουρανοί, την σεβάστηκε πολύ. Με ανακούφιση μνημονεύει πως τέλεψε με το ποιητικό του Σώμα, και έκτοτε σώπασε, τουλάχιστον ως μέλος της κοινωνίας των Ορατών. Αυτό που του εδόθη, το επέστρεψε και με τόκο στους δανειστές.

    Διαπράττει ποίηση με έννοιες, ντυμένες με τις πλέον αυτονόητες λέξεις. Καμία «δύσκολη», καμία με σάλτσες, καμία με στρώση μαλαγανιάς. Την απειλή του εκτελεστικού αποσπάσματος, την εξέλαβε ως ευκαιρία να ξαναζήσει ο Καρυωτάκης. Υφολογικά, τον θεωρώ συνεχιστή του Καρυωτάκη, με τους αρμόζοντες επικαιρισμούς και τηρώντας τις αποστάσεις και τις αναλογίες.

    Μετά βίας χωρούσε στο γραφειάκι της «Βιβλιοθήκης». Ένα διάστημα, ήταν το επίκεντρο μιας μεγάλης σύμπραξης ομάδων, όχι πάντα φοιτητών. Πάντα μπέρδευα την Χρυσοστόμου Σμύρνης με την Μητροπολίτου Ιωσήφ. Με τον Μαρωνίτη στην Γρηγορίου Παλαμά, γωνία η Κάρναμπι, Γωνία ο Γκιγκιλίνης, το σπίτι του Καλοκύρη, το σπίτι της Λευκής Χριστίδου, το σπίτι του Σταυρόπουλου, που ήταν και στέκι του Καργούδη και άλλων υπάρξεων και πρωτακούστηκε η λέξη «κουλτουριάρης», ο Κοχλίας του Λαχά, η Σβούρα παρακάτω.

    Ως τον Μάνιξ ξεμύτιζαν προχουντικώς οι ΕΚΟΦίτες, συνεχίζοντας την κατάληψη της Παύλου Μελά από τις μνήμες των γερμανοντυμένων. Ενδιαμεσα, ο Γούφας είχε οδοντιατρείο. Στη Βιβλιοθήκη, Σαλακίδης, Παλιαδέλης, Αναγνωστάκης, Νόρα, Ρούλα Πατεράκη και Γιάννης Πάνου, πριν την ανακαίνιση, μετά με την ελισσόμενη σκάλα, που τηνε κάθησαν όλοι, μα όλοι οι φίλοι και γνωστοί. Όταν το βιβλιοπωλείο είχε πολύ κόσμο, καθόμασταν έξω και επιθεωρούσαμε τη βιτρίνα — εκεί πρωτομίλησα σοβαρά με τον Χατζηγώγα.

    Έμενα Κούσκουρα και έζησα την ίδρυση του πρώτου Γκούντις, όπου το καλύτερο πιάτο ήταν χοιρομέρι με υπόξινη σάλτσα. Έτρωγα όμως και στο Παγιάντες επειδή τότενες είχαμε γραφείο και λεφτά επειδή χτίζαμε νέα Άνω Τούμπα και Μαλακοπή, και το Παγιάντες είχε εκτός τραπέζια και μπάρα για να μεθάμε προ και μετά του φαγητού. Είχα και ένα πατάρι στην Κορομηλά 48 που το κληρονόμησε ο Λόης.

    Τότε η Θεσσαλονίκη δεν είχε δρόμους και οδοστασίες, είχε σώματα, αγαπητά και πεφιλημένα. Ο Θέμελης μονάχος σε μεσημεριανούς σινεμάδες, ο Ασλάνογλου με μια τσάντα, πάντα χαιρετούσε, ο Πεντζίκης στα σουτζουκάκια στον Κρόνο, Αλαβέρας και Χριστιανόπουλος στα δωμάτια της Νέας Πορείας και της Διαγωνίου, ο Κσνελλόπουλος, από τον Φλόκα στο Ντορέ, ριζωμένος σε πολυθρόνα.

    Αυτά διαλύθηκαν από τα μάτια μου και έσβησαν σα μάγια, όταν σε πρόσφατη ανακομιδή μου στη Λασσάνη, πέτυχα μια κυρία που μιλούσε με τον δικόνε της τσιριχτά στο κινητό και του έλεγε «θα βρέξει σου λέω, έλα να με πάρεις, είμαι απέναντι από το μαγαζί του Λουιβουιτόνου». Σκέφτηκα να ανέβω να προλάβω τη στιγμή, σκασμένος στα γέλια, να το μαρτυρήσω στον Λαλάκο και στον Καλογερόπουλο, στη Βιβλιοθήκη, ώσπου κατάλαβα πως το τοπίο είχε τελεσιδίκως εκλείψει.

    Επιμένω σε τέτοιες δήθεν καβλιαρέ περιγραφές, επειδή έχω σχηματίσει την βεβαιότητα ότι πολλές από τις σελιδες του Μανούσου Φάσση, που εκδόθηκαν στην εϊτίλα, είναι αναφορές του Μανόλη, ένα πρωτογενές αδιαμόρφωτο υλικό, από τα σώματα που γνώρισε στην Βιβλιοθήκη. Με τα περισσότερα σώματα τον χώριζαν είκοσι και εικοσιπέντε χρόνια.

     

    Femina aeterna

    Eγώ αγαπούσα πάντα την Ελένη
    όμως αυτή δε μου ’κανε τη χάριν,
    δεν αγαπούσε εμένα αλλά τον Λένιν
    και μου ’σκισε όλα τα βιβλία του Μπουχάριν.

    Καυγάδες όλη νύχτα για το Κόμμα,
    για τον Στάλιν, τον Τρότσκι ή τον Γκράμσι.
    Α! δεν μπορούσε να τραβήξει πολύ ακόμα,
    του έρωτά μας ήταν προφανής η κάμψη.

    Εγώ να θέλω σεξ — και να το κάνει
    λες από υποχρέωση σαν κότα,
    να βιάζεται να σηκωθεί απ’ το ντιβάνι
    να ξαναπιάσει το «Πρόγραμμα του Γκότα».

    Δεν ήθελε παιδιά και babylino
    μάθαινε ρωσικά μετά μανίας
    μου ’χε κρεμάσει και στον τοίχο το Κρεμλίνο
    και έβριζε το καθεστώς της Ρουμανίας.

    Παιδιά, μακριά από γυναίκα οργανωμένη,
    αντί για έρωτες σας περιμένουν τάφοι,
    εκεί που λες πως την κρατάς γερά δεμένη
    έρχεται και σ’ την παίρνει ένας Καντάφι.

     

    Καντάφι και Γκράμσι, babylino και το ψιλό γαζί που έπεφτε για τον Τσαουσέσκο είναι άπαντα, στοιχεία μετά το 1969, κι ώς βαθιά στο 1972 και δώθε. Και περιγράφει κάτι απτό, διότι, παρά το άρωμα ΚΚΕεσωτερικού, ΑΑΣΠΕ παι Πειπεισιπίδων, είχε ξεκινήσει το χάσμα και η διάσπαση, και ήταν στο φόρτε της.

    Αλλά τα γεγονότα, γεγονότα. Κατέχω ρητή μαρτυρία συνομήλικου με τον οποίον αραία τα λέμε στη Λυκόβρυση πως αγάπησε κόρη που τον άφηνε μόνον αφού βεβαιωνόταν ότι είχε μάθει καλά τον τόμο από τους «νέους στόχους» που του έδινε την προτεραία και αφού τον εξέταζε και στις σημειώσεις, αλλιώς τον έδιωχνε. Και όποτε σκέφτομαι «Μάλτεπε» θυμάμαι έναν παγωμένο Φλεβάρη, όπου περπατούσαμε με Εκείνην στην άμμο με τα σπάνια βραχάκια, ρομαντζάδα και μου διάβαζε την περίπτωση Φανόν από ένα τούβλο του Σαρτρ.

    Εκείνο που με μάγευε, ήταν πως συνυπήρξαν πολλα βήματα του Μίμη Σουλιώτη με τις ποιήσεις του Μανούσου Φάσση, αλλά ο Σουλιώτης τα είχε γράψει πριν να τα γνωρίσει, καθώς ήταν τραγουδιστής σε νεοκυματικά στέκια και είχε συνθέσει «τους Βενέτους», τον «Ντούρο Λεωνίδα» και «τα έξαλλα τα Σούσα» σε ανύποπτο χρόνο, με κορωνίδα τον «Χάρη Καμπουρίδα».

    Φυσικά, κανένας σοβαρός αριστερός δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι πίσω από τα μετρημένα, σπαρακτικά στιχηρά του Αναγνωστάκη, κρυβόταν τέτοιος μπαξές. Πώς να παραδοθεί η ατίμητη κληρονομιά του στην επόμενη και μεθεπόμενη γενιά, να συριζίσει, με στίχους–καλαμπούρια και γέλια αφάνταστα σε μια ατμόσφαιρα βιβλιοφιλίας και τόσο γελαδερή. Τον φύλαγαν λοιπόν, ωσάν Ικάνατοι το άρμα του Δαρείου, ενέκριναν τις μελοποιήσεις του από τους mainstream συνθέτες, αφαιρώντας προσεκτικά από την δημόσια εικόνα του, κάθε νεύρο και πετσάκι, για να είναι κυλινδρικό και καλοψημένο το ποιητικό νουά.

    Ως βιβλιοπώλης, ήταν μοναδικός. Μπορούσε να σου πει «άστο αυτό καλύτερα» ή να επιδοκιμάσει άλλη επιλογή σου με νεύμα, ή με σύντομη περίληψη. Ο Γιάννης Πάνου ανέβαινε και στο πατάρι, δεν σου έλεγε «ψάξε επάνω» δείχνοντας με το βλέμμα. Οι εκπτώσεις ήταν συχνές. Του Παλιαδέλη οι πωλήσεις διέφεραν, ως συνοδευόμενες από πειράγματα ή διάθεση για αναλύσεις, αφού θυμότανε τι είχες αγοράσει προηγουμένως και πάντα ρωτούσε τη γνώμη σου. Οι τρείς τους δεν βρέθηκαν ποτέ μαζί στον χώρο.

    Ο Μανόλης σπανίως συμμετείχε στις συζητήσεις των νεαρών και των αγοραίων, αλλά καμιά φορά ανάμεσα στα δόντια του διόρθωνε ένα όνομα που ακούγονταν λαθεμένα, ή πρόσθετε χρονολογία σε ένα γεγονός αδέσποτο. Χωρίς να παρατήσει αυτό που έκανε εκείνην την ώρα, χωρίς να σε κοιτάξει στα μάτια. Κυρίως, χωρίς να καπελώνει κανέναν. Το «καπέλωμα» ήταν η ιερή λέξη της «Βιβλιοθήκης». Ήταν ένα κακόν πράγμα, σχέτλιον, εξαποδικόν, ισότιμο με τον απεχθή όρο «φασισμός». Το τι δημοκρατικός συγκεντρωτισμός έπεφτε, ήταν άλλο πράγμα.

    Ο Μανόλης όταν μιλούσε με ενδιαφέρον με τους φίλους του, περισσότερο χρησιμοποιούσε τις λέξεις «Ροϊδης» και «Καβάφης», μαζί με αρκετά ανέκδοτα από τον βίο του. Δύσκολα του έπαιρνες πολιτική δήλωση, σε εποχή που για μας τους προοδευτικούς φοιτητάκους (όιντα!) ακόμη και το ποδόσφαιρο ήταν βαθέως πολιτική πλατφόρμα. Στα λόγια του χρησιμοποιούσε λέξεις και προτάσεις που σε ερέθιζαν και σε απογείωναν. Λάτρης των πραγμάτων και χωρίς να το εκδηλώνει, εχθρός της θεωρίας.

    Πήγα δυό φορές στο σπίτι του και δύο στο ιατρείο. Μαγεύτηκα και τις τέσσερις.

    Μιά μέρα, αρχές του 1972, άκουσε πάλι από σπόντα ότι ετοιμαζόμουνα για μιά ακόμη αρχαιογνωστική περιοδεία και ότι μ΄ένδιέφερε να καταγράψω το παρόν της αντάρτικης μνήμης, τι σώθηκε από τα πολυάνδριά τους, τι υπάρχει στον Γράμμο και τέτοια. Φρόντισε ο Γιάννης και όταν ξαναπήγα, μου είχε έτοιμο ένα ογκώδες πακέτο. Ήταν μιά απίστευτη συλλογή από μαρτυρίες και έντυπα γιά την Αντίσταση. Όταν του τα επέστρεψα, ήμουν γεμάτος απορίες και δίψα για διευκρινήσεις. Μου απάντησε σε όλα, με συγκίνηση και λεπτομέρειες, σε βαθμό που αναρωτήθηκα γιατί δεν έγινε ιστορικός.

    Χιούμορ, σοβαρότητα, περιπαικτική διάθεση, σιωπή: ο Αναγνωστάκης διέθετε και τα τέσσερα στοιχεία που εκτιμώ στους ανθρώπους. Σίγουρα το τελευταίο που του πρέπει είναι να τον θυμόμαστε με βάση τα «μελοποιημένα» του ποιήματα. Φίλη η μουσική, φιλτάτη δε η ποίηση. Όταν μάλιστα χτίζεται με ό,τι περίσσεψε από τους φιλόδοξους πρωτομάστορες (που καμιά φορά ξεχνάνε την σκάλα) τόσο το καλύτερο.

    Στην Βιβλιοθήκη κυκλοφόρησε το πρώτο «Τραμ», κυοφορήθηκε η έκδοση της Ρέμινγκτον από τις εκδόσεις Τρίλοφος, που ήταν μια ιδιωτικη έκδοση, διαβάστηκαν τα 18 κείμενα και τα Νέα κείμενα ωσάν σε τέμενος ή ιερόν άλσος, θάφτηκαν βιβλία με τελετουργικό φτυάρι, χάθηκε ο Άγγελος Καλογερόπουλος μια πρωτομαγιά.

    Στην ουσία, η «Βιβλιοθήκη» ήταν μια φυλακή ή ένα ιατρείο όπου κάναμε το αγροτικό μας. Ήταν η δική μας σειρά να περάσουμε όλα τα εκπαιδευτικά στάδια στην Πυρίκαυστο και στην περίχωρο, όπως οι τρεις ή τέσσερις επόμενες που ακολούθησαν. Αυτά τελείωσαν με το σμήνος των σεισμών που κορυφώθηκαν το 1978 και έκτοτε άρχισαν οι αποσπάσεις, οι μεταθέσεις, οι μετατάξεις, που κράτησαν ένα τέταρτο του αιώνα. Και πλήθυναν οι θάνατοι.

    Τα επιδραστικά πεδία είχαν άλλους αστέρες. Τον Γιώργο Σαββίδη, τον Κωστή Μοσκώφ. Οι γάμοι, τα διαζύγια και οι σχέσεις άρχισαν να μοιάζουν με το κρακρακράκ του κύβου του Ρούμπικ. Γεννήθηκαν πολλα παιδιά, όλα σήμερα μεγαλύτερα από τις τότε ηλικίες μας. Οι αντιπάθειες δεν ξεπεράστηκαν, αλλά οργανώθηκαν φιλοσοφικώς και ξεχάστηκε η αιτία και η αφορμή τους. Οι γενιές από τις οποίες μας χώριζαν είκοσι χρόνια, ανέλαβαν την διοίκηση των δρόμων. Πλήθυναν οι νέοι άνθρωποι που μας πλησίαζαν νομίζοντας ότι ζήσαμε μια θρυλική, ανεπανάληπτη εποχή.

    Ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε στον καθένα μας από μια ουλή, ένα σημείο αναγνώρισης, και ακόμη θυμόμαστε τη μυρωδιά της καμμένης σάρκας μας, την ώρα που μας σημάδευαν όπως τα γελάδια στις πάμπες. Ακόμη δεν τολμάμε να περιγελάσουμε εαυτούς, παραδεχόμενοι μεταξύ μας πως «ήταν η νεότης, ηλίθιε!» Και τις εποχές των τατουάζ, δεν τις καταλάβαμε και δεν τις εμπνεύσαμε. Κι αυτούς που θεωρούσαμε ευέλπιδες τανύν έχουν γκαζώσει χωρίς κόφτη προς τα εξήντα.

    Τελευταία φορά που τον είδα ήταν στο αεροδρόμιο της Μίκρας,1976, στην παλιά μπάρα του κυλικείου του, τέρμα αριστερά, όπως κοίταζες κατά μέτωπον τις τυρόπιττες. Θα συνταξιδευαμε Αθήνα και ήμουν με τον μακαρίτη πλέον βυζαντινολόγο, τον Λενο Μαυρομάτη. Βάζαμε βότκα από κοινό φλασκί στον καφέ και απεραντολογούσαμε για την έχθρα της πόλης στον εικαστικό μοντερνισμό και παινεύαμε τις νεότευκτες τότε εγκαταστάσεις του Κρίστο και αλλωνών, οπότε πήγε η κουβέντα σε εκείνον τον Έλληνα που εξέθετε οθόνια και σεντόνια με ανθρώπινες σκιές, ωσάν σκεπτομορφές ενός ανίερου μπερντέ, αλλά (χικ) πως τον λένε μωρέ, πως τον λενε. Και ο Μανόλης, τυλιγμένος στον καπνό των τσιγαρων του, πρώτα με σφιγμένα δόντια και έπειτα φωναχτά, κοιτάζοντας αλλού, μας πληροφόρησε «Κε-κεσαν-κεσανλής, ο Κεσανλης είναι».

    [Μεταθανάτια υπόμνηση: τελειώνοντας την ανάγνωση, ζήτησα να μάθω τον περίπου αριθμό των ακροατών ή θεατών στον «Ειρμό». Κάποιος είπε «εκατό με εκατόν είκοσι» οπότε έσχισα το πεντασέλιδο σε εικοσιπέντε τεμάχια ανά σελίδα, και κατέθεσα τα αποσπάσματα στο γραφείο της γκαλερί, ίνα λάβει έκαστος ένα αναμνηστικό της συναυλίας που προηγήθηκε και της ομιλίας. Μερικοί πήραν πολλά, οι περισσότεροι κανένα, αλλά βρήκα την πράξη επωφελή]

  • Παράλογος διάλογος

    “Εγώ πάντως, κύριε Μητσοτάκη, αν είχα κάνει υπουργό κάποιον που είχε κατηγορηθεί ότι έστειλε τον Πρύτανη της Σχολής του στο νοσοκομείο δεν θα μπορούσα να σταθώ. Δεν θα μπορούσα να σταθώ, εσείς μπορείτε. Αν είχα κάνει υπουργό κάποιον που είχε κατηγορηθεί και είχε διαγραφεί και από τη φοιτητική παράταξη του κόμματος μου, επειδή είχε στείλει τον πρύτανη στο νοσοκομείο δεν θα μπορούσα να σταθώ. Θα ήταν πρώτο θέμα στις ειδήσεις, στις εφημερίδες.”

    ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ

     

    Εγώ πάντως, κύριε Τσίπρα, που δε χωνεύω μήτε κατά διάνοιαν τον κύριο Μητσοτάκη, αν ήμουν (κούφια η ώρα) Κυριάκος, θα  ποθούσα να σας παρακολουθώ στις μνημειώδεις αγορεύσεις σας και να μη έβγαζα το κιχ μου, περιμένοντας να σας φωτίσει το πνεύμα του Πολυτεχνείου που παρακολουθήσατε με αφοσίωση και σπάνια ικανότητα.

    ΠΕΤΕΦΡΗΣ

  • Ο Τραγκαϊσμός εκφράζει κόμμα…

    Άλλο ένα νομοσχέδιο για την Παιδεία που θα βουλιάξει στην συστημική μηδαμινότητα. Το Πανεπιστήμιο είναι ένα απολειφάδι τέως ζωντανών ελπίδων που ξεραίνεται στην ταξικότητα και στην τοξικότητα. Αν η Κεραμέως στη θέση ενός Παπανούτσου μοιάζει άτακτο μαθητάκι εκκλησιαστικής σχολής, με την άφιλη, ουδέτερη φωνή μιας κυρίας που ψέλνει τροπάρια, οι φοιτητές χωρίς πολιτική στέγη θα είχαν ανάμεσά τους, δυνητικούς σωτήρες της χώρας, ενωτικούς πεισματάρηδες και κυρίως, ορθογράφους. Δεν έγινε έτσι. Οι λέξεις δεν έχουν σημασία, πλην μιας, ελαφρώς ακατανόητης: λουμπενιά.

    Ευτυχώς, μέσα στον ζόφο ακόμη μιας διανοητικά καθυστερημένης κάστας «μορφωμένων» πολιτικών, που αδυνατούν να συγκροτήσουν μια υποτυπώδη αφήγηση για το μέλλον, ένας αστήρ, από καιρό αναμενόμενος, έλαμψε επιτέλους, ακόμη κι αν το Κανάβεραλ, απ΄όπου εκτοξεύτηκε, ήταν ένας περιστερώνας τριγυρισμένος από παραπήγματα.

    Ο Γιώργος Τράγκας πολιτεύεται. Στέφεται από κείμενα όπως οι «δυσκολίες πολιτευομένου», ξέρετε τίνος, και από την ιαχή «Πεσσβάρρρ» που διακοσμούσε από τα ερτζιανά τους καβγάδες μου με τους ταξιτζήδες που με μετέφεραν στην στενωπό του «Στρέτο».

    Κι αναρωτιέμαι: τι απάτη και τι ανυπαρξία δέρνει την αριστερά όταν αρνιέται στους πάντες να χειρίζονται αντλία, να ασκούνται σε ταχυανάγνωση, να ξέρουν τι ακριβώς έπρατταν οι φουτουρίζοντες κομμουνιστές, και δεν υπάρχει απόστρατος, εγκλωβισμένος σε πεποιθήσεις Κένταυρος ή Τριεψιλίτης, που αισθάνεται ανίκανος να πολιτευτεί. Εδώ και δεκαετίες, απλώς θυμηθείτε την θρηνώδη, σκυλώδη και σερπετώδη μουσική μετά στίχων που μας συνοδεύει. Από το παρελθόν, το πολύ να σώζονται μερικές ευτραφείς με λεπτά άκρα φιγούρες του Μίνωα Αργυράκη, το τραγούδι «το πουλί» και μερικά πτώματα, σκελετοί με κουστούμια απλωμένα σε παζάρια της κακιάς ώρας. Και τι οδηγεί τόσο ατάλαντους, πεπερασμένους, αβοήθητους ανθρώπους, να μπλέκονται με την Πολιτική.