Author: Πετεφρής

  • «Έλα πριν με δικάσουνε, κλάψε να μ΄απαλλάξουνε»

    Με την «υπόθεση Λιγνάδη» ξεσπάει αιφνίδια μια καταιγίδα που δεν έχει το προηγούμενό της στην παραπαίουσα κοινωνία μας. Για τους απροειδοποίητους, βρέθηκε ένας θύτης με θύματα που ομολόγησαν. Όλο το «μυστικό» βρίσκεται στο πλαίσιο της εγκληματικής πράξης: δεν εμπίπτει σε παραγραφή, όπως συνέβη με την καταγγελία της κυρίας Μπεκατώρου. Οι φήμες, οι διαδόσεις, οι κατασκευασμένες ιστορίες, τα απεχθή γεγονότα, οι πράξεις που βρίσκονται στην φαρέτρα κάθε κουτσομπόλη, συνήθως κλεισμένες μέσα στο σελοφάν μιας πονηρεμένης διήγησης, ήδη τυλιγμένες σε ένα πάρθειο βέλος, θα έχουν τη μοίρα μιας πτωτικής τάσης, όπως συμβαίνει συνήθως στο κεφάλαιο «εγκλήματα κατά των ηθών». Η απότομη συμπεριφορά που καταγγέλλεται να ανήκει στον κύριο Κιμούλη, δεν έχει σχέση με το χούι του κυρίου «Πάρτονος» και άλλων συναδέλφων του, μήτε με το κεφάλαιο «τα γιουσουφάκια τα εξαναγκασμένα στην αμαρτία» μιας μοντέρνας Αληπασειάδας.

    Σε κάθε περίπτωση, ετοιμαστείτε για μεγάλα δράματα και προσέξτε μόνον να μη ραντιστεί με αίμα το χιόνι που απόμεινε στις παρυφές μιας κακοκαιρίας. Διότι, ό,τι και να πράξετε, η Λερναία Ύδρα το πολύ να χάσει ένα κεφάλι που θα αναπληρωθεί την ώρα της πρώτης Δίκης.

  • Με το χιόνι

    Δυό μέρες τα Χριστούγεννα του 1962 έριξε στα Γιαννιτσά πολύ χιόνι, που έλειωσε γρήγορα. 19 Ιανουαρίου 1963, καταμεσής μιας πολυήμερης απεργίας δασκάλων, έπεσε ψόφος και χιόνι πολύ, η θερμοκρασία στο Τσέκρι πλησίασε τους μείον εικοσιπέντε, και αυτό κράτησε έως την τρίτη Φεβρουαρίου. Είχα πάθει διάστρεμμα στο δεξί πόδι και μου είπαν να αλειφτώ με σαπούνι κι από πάνω επίδεσμο και πέρασε.

    4 Ιανουαρίου 1969 ανεβήκαμε στο δασάκι πάνω από την άνω Τούμπα που είχε τριάντα πόντους χιόνι, οι δύο παρέες, η παρέα των συμμαθητών και η παρέα των ποιητών, παίξαμε ώσπου να βραχούμε ως το κόκκαλο και το ίδιο απόγευμα έγραψα ένα ποίημα που δεν κατέχω πια, αλλά θυμάμαι λίγα στιχάκια του, όπως «σκέφτομαι όμως το στήθος σου και την κοιλιά σου/ στο χιονισμένο δάσος της Ανω Τούμπας γυμνά/ καθώς και της Άρτας το γεφύρι, πιο τυχερό από μένα».

    Μήνα Δεκέμβριο 1978 στο Γιορκ πλημμύρισε το ποτάμι τους και έπεσε πολύ χιόνι και πηγαινοερχόμουν συχνά έως το Σκάρμπορο, το Μπρίτλινγκτον και το Ληντς που είχε απο τότε πολλούς πεζοδρόμους αλλά είχαν μια πορώδη άσφαλτο που δεν εγλύστραε και έκαμα εκατοντάδες χιλιόμετρα με το κατρελάκι χωρίς αλυσίδες και δεν συνέβη τίποτε δραματικό, να φύγω από το δρόμο και τέτοια.

    Και τον Ιανουάριο πηγαίνω με τον Δ.Κ. να πάρομε το κατρελάκι, ονόματι «Αριστείδης» από το Acomp όπου κατοικούσα να πάγομεν στο μπαρ του Σταθιμού να πίωμεν και δεν το βρίσκαμε, ήτο κάτω από χιόνας πολλάς και το ξεθάψαμε κι εν τη προσπαθεία προσέξαμε πως παραληρούσαμε και τρέμαμε αλλά δικαιως διότι είχε -18 και ήτο εμπειρία μεγάλη, μην τηνε χάσετε.

    Παράξενο ήτονε Σαλονίκη το 1987, διότι χιόνισε πολλάς νιφάδας έως αργά και βρεθήκαμε Αγροσυκιά 17 Μαρτίου να ζήσομεν εκεί εις το πατρικό μου, απένταροι, και το χιόνι ως το  γόνατο, αλλά ακούγονταν παφ παφ να πέφτει το ανάσκελο, και ο Χάρης μας ξεφόρτωσε τα πράγματά μας, παράταιρα και ποικίλα, ένα κανόνι και προβολείς θεάτρου, πολλά ρούχα θεατρικά και ασπίδες βαμμένες από το Δοξόμπι και τες ηύρε ο Γώγος που ήτο η έμπνευσή μου για το «θεόπαιδο» που έχτιζα πολλά χρόνια και γυρνούσε στο χωριό ωσάν επίφοβος Νορμανδός με τέσσερις ασπίδες κι ένα πελέκι  και στην αυλή μόνον ένας σκύλος πεινασμένος εκούναε την ουρά του και τον βαφτίσαμε Παχατουρίδην και αργότερα ο αφεντικός του τονε τουφέκισε επειδή εφοβείτο τα μπαμ και μπουμ και δεν ήτο πλέον χρήσιμος στα κυνήγια.

    Και τελειώνοντας το 1988 έγινε ένας χιονοχαμός Σαλονίκη και έφτασε το χιόνι έως τα αιδοία και οι οικογένειες μαζευόμασταν ανά τρεις ενότητες και περνούσαμε όλαις μαζί με κοινό τσουκάλι και πέρασαν πολλές ημέρες που δεν εκινείτο τίποτε. Ακόμη και όταν έλειωσαν τα χιόνια, το κρύο παρέμεινε, έκτοτε, αρχές του 1989, ίχνη από χιόνι υπήρχε παντού έως μήνα Φεβρουάριο, παγωμένο και βρώμικο, είχα πάει τότενες Τουρκία και ήτον έτσι έως τον Βόσπορον, κι εκεί έμαθα ότι οι άλλοι άνεμοι ήτονε χαζά και χαμένα και το μόνο μπουγάζι φαρμακερό ήτον από την Ουκρανίαν ο βοριάς που τ΄αρνάκια παγώνει και είναι σπάνιον αλλά θανατερόν.

    Τέλος, πάνω στον μήνα που μετακόμισα εις Αθήνας εν Παγκρατίω έριξε ένα χιόνι αρχές του 2002 και ένας έκανε σκι στη λεωφόρο από το Πολεμικό Μουσείο έως το Σύνταγμα  και έχω πολλές φωτογραφίες από το άλσος Παγκρατίου όπου ποζάρω με νορβηγικόν σκούφον και αρβύλες, ευτυχής όπως εις το νηπιαγωγείον.

    Αυτά που συνέβησαν και συμβαίνουν τώρα, τις αβανίες, τον Μουζάλαν, τι λέγει ο Μπουτάρης, αν υπάρχει Πολιτική Προστασία και πόσας μηνύσεις στουκάρει ο Καμμένος, αν πέτρωσε το αλάτι ή εμωράνθη και τίνι αλισθήσεται, δεν τα ξέρω, δεν τα είδα, ακόμη και τον Χάρτην εν Γενεύη και τι θα λέγει εφεξής ο Τραμπ, διότι όλα είναι άλλης γενεάς, η δική μου μόνον να κουνάει την γκλάβα ημπορεί και δεν θα σαστίσω εάν αρχίσουν τα πιτσιρίκια να μας βαράνε με ρόπαλα του μπέηζμπωλ. Ανκαι διαδίδεται πως πταίει το χιόνι, δεν πταίει, αληθώς σας λέγω.

  • Επανάληψη για εμπέδωση

    Ποιοι διοικούνε την Αυτοδιοίκηση, την Ενέργεια και τα πεύκα, να φεύγουν ο καθείς στο σπιτάκι του; Αχ, ξέχασα, δεν πρέπει να με νοιάζει. Δεν φταίνε οι άνθρωποι… Υπομονή – όλα θα στρώσουν. Δεν θα στρώσει τίποτε. Περιμένουν να περάσουν οι πρώτες εντυπώσεις και μετά βλέπουμε.

  • Με τον Μπόμπι στο μάθημα

    Eν μέρει για να αντικαταστήσω την πλήξη με την τρυφερότητα, εν μέρει διότι ελάχιστα θυμάμαι από την στοιχειώδη Παιδεία που έλαβα, παρακολούθησα μάθημα τηλεεκπαίδευσης της Γ΄ Δημοτικού, με θέμα τον πολλαπλασιασμό.

    Έως του νύν, θυμόμουν από το 1957, πώς μας δίδαξε η κυρία Βασιλεία την Προπαίδεια (όπου όσο αύξαιναν οι αριθμοί μπέρδευες το «εφτά εννιά» με το «οκτώ εννιά»), και την Ελληνική Μυθολογία, ήτοι μέρος της Ιλιάδας. Η σύγχρονη κυρία έκαμε μπροστά μου την πράξη 26 από 48 ή κάπου εκεί. Ανεβοκατέβαζε μονάδες και δεκάδες, πρότεινε τον εγκιβωτισμό των αριθμών σε ένα τετράγωνο κουτί, «κρατούσε» μια δεκάδα για μετά οπότε αναβίωσε η σαμανική έκφραση «ένα το κρατούμενο» και η τελετή τελείωσε με εμένα να χάσκω ως ανεπίδεκτος πάσης μαθήσεως.

    Ένα διατηρήθηκε: ο ρόλος της «Κυρίας» ως θεάς της Μάθησης. Ο φιλικός τρόπος ενός διδάσκαλου στα μαθήματα της Πρώτης Δημοτικού, αύξησα την εσωτερική πεποίθηση πως ήμανε τελειωμένος μπουμπούνας.

    Ευτυχώς θυμόμουνα τον Μπόμπι Ντάριν: multiplication, that’s the name of the game, αλλά το τραγούδι χωρούσε μετά βίας στον γούγλη, διότι ήτο το σύστημα πήχτρα στα κατατοπιστικά βρεφικά τραγουδάκια επί του θέματος.

  • Σειρήνες

    O Oδυσσέας φεύγοντας απο το λιμάνι της Κίρκης, πήρε δελτίο καιρού από την «Τειρεσίας predictions SA» και έμαθε ότι η επιδημία των τρελών αγελάδων δεν είχε υποχωρήσει στα Sunny islands της Apollo resorts, οπότε δεν έπρεπε να αγγίξει αυτός ή το πλήρωμά του παρά μονον φυτική τροφή.

    Το δρομολόγιό του ήταν έτσι σχεδιασμένο, ώστε θα περνούσε δίπλα από το Σειρηνόκαστρο. Ήταν ο πιο διάσημος τόπος απόλαυσης στην αρχαιότητα, ξακουστός παντού, ώσπου άνοιξαν κάτι παράγκες με ερμαφρόδιτους ζητιάνους στην άλλη άκρη της Γής, κι εκεί πήγαιναν οι έκδοτοι των Ηδονών. Άνδρες, γυναίκες, άνδροι, γυναικίτες, μάνες θηλάζουσες τα τέκνα των ώσπου να βγάλουν γένια (οι μάνες), κυράδες γαμουθεντοβιόλες και τρίφυλλα, ακόμη και πεντάφυλλα όντα και κάτοχοι των τεσσάρων πυλώνων της Καύλας, ήτοι οι σερνικοβότανοι, οι απέριττοι δραχμολαπαβίτσες, οι εμμονικές προσφυγοριγηλές, και ο πολύπειρος ορειβάτης που ήταν σπίρτο στα γεννητικά και στούρνος στα επίλοιπα. Αλλά αυτήν την ραψωδία, ο Όμηρος της έβγαλε από το έργο του και ήβαλε την Σκύλλα και την Χάρυβδη, διότι οι αναγνώστες διαβάζοντάς την, έπεφτε ο ερεθισμός της επαναστατημένης σάρκας και ξενυχτούσαν αναιτίως αυτοαναφορικά σεξιστές, ώσπου τους έπεφταν τα πουλιά στην τάλασσα και ήρχονταν μετά τα γκουβέρνα και ανέβαζαν το ΦΠΑ μήπως σηκωθούν και εκείνα.

    Στο Σειρηνόκαστρο ήταν παράγκες με ταμπέλες «ο μαύρος Κύκνος» που πρόσφερε λιαστό κρασί, ή «η Αμμοβόλος Στρουθοκάμηλος» που είχε μπίρες ζυμωμένες με αφιόνι. Ο Οδυσσέας μέτρησε το πουγκί του, όταν είδε τον τιμοκατάλογο που ήταν χαραγμένος σε βράχο και έκρινε πως δεν μπορούσε να βινήσει και να βινηθεί όλο του το τσούρμο. Το βράδι που τράβηξαν την βενζινάκατο στην άμμο, μέθυσε τους ναύτες του και κολύμπησε ως το Σειρηνόκαστρο. Πήγε σε όλες τις παράγκες και δοκίμασε πάσαν σάρκα, λιπωμένην και στεγνοκαθαρισμένην, έλουσε και λούστηκε με κάθε ηδονικό άτομο και μετά του τραγούδησαν οι μορφωμένες ένα άσμα χορευτικό, που πολλούς αιώνες αργότερα το έκαναν διάσημο η Σόουλα και η Δίσκω. Αγόρασε κερί αποχαιρέτησε την μανδάμ Πολιτική, την κοκκώνα Εξαπάτηση και την διάσημη πολύτρητον Εξουσία και έφτασε αξημέρωτα στην παραλία και καμώθηκε ότι κοιμάται με τους συντρόφους του.

    To πρωί μοίρασε ωτασπίδες στο πλήρωμα και έπαιξε τον σεμνό. «Να με δέσετε στο κατάρτι, διότι θέλω να παραμείνω βασιλεύς και καπετάνιος σας» τους είπε. Έτσι κι έγινε. Πλην πάνω στην κωπηλασία έγιναν δύο τινά. Πρώτον, οι Σειρήνες τραγούδησαν άλλο κομμάτι που έσπαζε τις συχνότητες και το άκουγαν οι ναύτες από τον ουρανίσκο και δεύτερον, οι κοντά στον Οδυσσέα έξι κωπηλάτες πρόσεξαν ότι το αιδοίο του ήταν ταλαιπωρημένο και αχαμνό και ήταν έτοιμοι να καταγγείλουν την αμαρτία του στην διευρυμένη Επιτροπή του Κόμματος, αλλά ο Οδυσσεύς φρόντισε να περάσουν ξυστά από την Σκύλλα και την Χάρυβδη και τα τέρατα πήραν τους έξι κωπηλάτες από το πλεούμενο και τους ήφαγαν.

    Η περίπτωση του Σικελικού αυτού Εσπερινού είχε τόσο σεκς ή σχιεκς (sex) ώστε οι ιερείς της Δωδωναίας φηγού και η πανέμορφη Ειρεσιώνη Γκαβλίνοβα που φύλαγε τις ιερές πύλες και εκράτει την αμπάρα του Αχέροντος, ελογόκριναν το αυθεντικό κείμενο παρουσιάζοντας την περιπετειώδη εκδοχή, αφαιρώντας στήθη και νεφρολειχίες, τετράβυζα και δεινές αναζητήσεις λαγόνων που απαντούσαν συχνά σε είκοσι τουλάχιστον δακτυλικά εξάμετρα, αφήνοντας στην αρχαιότητα της εποχής του σιδήρου την αίσθηση της απλής κεκαυλωσύνης, περίπου οικογενειακής ενώ ήτον κολασμένη και σαλιασμένη ωσάν μοσχί που έβραζε στο λιοπύρι, έξω από το καλάθι της ψαρόβαρκας.

  • Τέσσερα ονόματα

    Θέλω τέσσερα ονόματα και προσώρας διαθέτω ένα. Θέλω τους πολιτικούς υπεύθυνους της ΔΕΔΔΗΕ, της Αυτοδιοίκησης, του Δασαρχείου. Να τους τραβήξει η πρωθυπουργάρα μια ξεγυρισμένη απόλυση. Το τέταρτο όνομα που φωτίζει ως λαμπρός Αστήρ το στερέωμα της χώρας του Τίποτε, ευτυχώς υπάρχει: είναι ο τσουναμάρχης της χώρας ονόματι Συνολάκης. Μονάχος δήλωσε ανήσυχος, μονάχος έφτιαξε το μαγαζί, πόντος ανόδου νερού δεν του ξεφεύγει. Τέτοιους θέλουμε.

  • Ό,τι φοβάμαι, έχει ξαναγίνει

    O Μαυρίκιος όταν έγινε αυτοκράτορας, έκανε ανακωχή με τους Πέρσες και έρριξε το βάρος του πολέμου ενάντια στους Άβαρες, καταφέρνοντας να ανεβάσει προσωρινά τα σύνορα στον Δούναβη. Άφησε τον πατριάρχη του να πάρει το επίθετο Οικουμενικός και ο Πάπας του εναντιώθηκε.

    Μείωσε τη μισθοδοσία του στρατού και τον άφησε να ξεχειμωνιάσει σε εχθρικό έδαφος, για να γλυτώσει έξοδα.

    Αλλά ο κόσμος τρελάθηκε όταν αρνήθηκε να εξαγοράσει τους αιχμαλώτους πολέμου που κρατούσε ο Χαγάνος και έτσι σφάχτηκαν δώδεκα χιλιάδες.

    Οι Δήμοι στην Πόλη βρήκαν έναν που του έμοιαζε, τον έντυσαν στα μαύρα και του φόρεσαν στεφάνι από σκόρδα, τον ανέβασαν σε γάιδαρο και τον περιέφεραν, άδοντες το σουξέ.

    Εύρηκεν την δαμαλίδα απαλήν και ως καινόν αλεκτόριν ταύτη πεπήδηκεν και εποίησεν παιδία ως τα ξυλοκούκουδα και ουδείς τολμά λαλήσαι, αλλά όλους εφίμωσεν. Άγιε μου άγιε, φοβερέ και δυνατέ, δος αυτώ κατά κρανίου ίνα μη υπεραίρηται και γω σοι τον βούν τον μέγαν προσαγάγω εις ευχήν.

    Ο στρατός επαναστάτησε και με επικεφαλής τον εκατόνταρχο Φωκά, έπιασαν τον Μαυρίκιο και τον έσφαξαν, αφού είδε να πελεκάνε τα παιδιά του. Ο Φωκάς αποκατέστησε τη σχέση με τον Πάπα και άσκησε δεινή τρομοκρατία στο καθεστώς, αλλά οι Δήμοι πάλι την τέχνη τους.

    Πάλιν τον καύκον έπιες, πάλι τον νούν απώλεσας

    Εντέλει ο διοικητής της Αφρικής έστειλε τον υιό του Ηράκλειο με στόλο, καθαίρεσε τον Φωκά και τον συνέλαβε.

    «Ούτως, άθλιε την πολιτείας διώκησας;» έψεξε τον τέως.

    «Συ κάλλιον έχεις διοικήσαι;» του απάντησε εκείνος, οπότε τον αποκεφάλισε ο ίδιος και έδωσε το σαρκίο του στον όχλο.

    Ο Ηράκλειος νίκησε τους Πέρσες οριστικά, και στο τέλος της ζωής του είδε την ακμή των Αράβων και την επιστροφή του Χαγάνου των Αβάρων στο Ιλλυρικό.

    Άλλη φορά θα σας πω πως σκότωσαν τον Ανδρόνικο Κομνηνό, μη σας πέσουν βαριά τα μαντάτα.

    Αν επιθυμείτε τα ίδια σε καλή ποίηση, να διαβάσετε το «επι ασπαλάθων», το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη.

    Ό,τι φοβάμαι, έχει ξαναγίνει και μάλιστα σε υπερπαραγωγή. Ό,τι κι αν ελπίζω, δεν το βλέπω στη γυάλα της μάγισσας.

  • Τα τρία Δέλτα (όχι το κασμίρι)

    Η ΔΕΔΔΗΕ ή απλονοϊκώς «η Δεδιέ» υπάρχει από το 2011 και είναι μιας μορφής εξαρτημένη χεροπόδαρα από την ΔΕΗ μορφή θυγατρικής, δημιουργημένη από μια καραμπουζουκλάτη ερμηνεία του Μνημονιακού Λογου, ότε εντός του Χίλτον συνεδρίαζαν οι νενέκοι με τους αζτέκους. Οι πολλοί νομίζουν πως πρόκειτα για αρχικά μιας ΑΕ αλλά πρόσφατες μεταμπαμπινιώτειες έρευνες έδειξαν ότι πρόκειται για νεοφιλελεύθερη εκδοχική ερμηνεία της μετοχής «δεδιώς» (καταχρηστικός πληθυντικός «οι δεδιαί» ήτοι οι υπεκφεύγοντες τα ευθύνας, οι μουσαντένιοι τάχαμ δήθεν υπηρέται του Δημοσίου, κατ΄ουσίαν ιδιωτικοποιηθέντες του κιαρατά εργολάβοι). Οι δεδιαί αποφεύγουν τας υπογειοποιήσεις των καλωδίων, απαιτούσαι παρά τοις δημαρχέσιν χοντρό συμμετοχικό ποσοστό, ωσάν στελέχια του αξέχαστου εκείνου Μάκαρου. Όπερ έδει δείξει ινατί εις την ιστορίαν των υπογειοποιήσεων δεν σαλεύει φύλλο.

    Οι Δήμοι και κατά μεγαλύντικον αρχοντοχωριατισμόν αι Περιφέρειαι με δύο κλάδους, ο εις διανομαρχιακός, ο άλλος ελεγκτικός, δεν τρελάθηκαν να συνεταιρίζονται με ξένους, άλλων υπουργείων. Διό και οι Δήμοι συνεργάζονται με φορείς κάθε σχοινίου και παλουκίου, αρκεί να υπάρχει συμμετοχικόν χρηματικόν κατιτίς ήτοι να πέφτουν φράγκα. Φράγκων δε ουδαμού επιφαινομένων, οι Δεδιαί και οι Δήμοι τσακώνονται.

    Τρίτος παράγων είναι ο Ντας Άρκ ήτοι «ο περί Κιβωτού» που λεγόταν παλαιά Δασαρχείον. Αυτοί είναι το Σύνταγμα εν περιλήψει και προστατεύουν ακόμη και τα λάπατα και το γαλάζιο γρασίδι της Μουσικής ήτοι το blue grass. Γενικά δεν αδειοδοτούν μήτε το νερό των αγγέλων τους, ειδικά τα κλαδια των πεύκων που έπρεπε να φύονται σε απόσταση τριών παρασαγγών από οίκημα.

    Δεδιαί, Δήμοι και Δασαρχείο λειτουργούν στην αίθουσα στρογγυλής τραπέζης του Κάμελοτ και αποτελούν την Χρυσήν Άμυναν του Κράτους έναντι των Πολιτών, δηλαδή ασχολούνται πάντα με Πελάτες και Ουδόλως με Πολίτες.

  • Per fas et nefas

    Όταν ο Πολιτάρχης με κάλεσε για να μου ανακοινώσει πως η εξοχότητά του ο Μάγιστρος Βασδραβές με είχε συμπεριλάβει στην αποστολή προς τη Ρώμη, έσφιξα με τόση δύναμη τα δόντια μου, ώστε ράγισα έναν γομφίο.

    Ήμουν στην ομάδα των διερμηνέων. Υπεύθυνος να ψιθυρίζω στον Μάγιστρο τις μασημένες συμβουλές που θα άκουγα να λένε ο μαγιόρδομος και ο σιλεντάριος του αυτοκράτορα Ρωμύλου, ώστε να κανονίζει τις απαντήσεις του βάσει στοιχείων και μετά τα «καλώς ήλθατε» και τα «λάβετε και πίετε τούτον τον Οίνον της υποδοχής».

    Κατάγομαι από ένα βουνό της Απουλίας, χωρικός εκ χωρικών και πατέρας χωρικού, πλην ήξερα την πατρώα φωνή των Ρωμαίων, εκτός τις τρέχουσες διαλέκτους των Ιλλυριών, ένθεν και πέραθεν των Κεραυνίων.

    Η φυλή μας, εκ Ρωμαϊδος, κατέφθασε στην Αυσονία και σύντομα συμπήξαμε Συνασπισμόν βοσκών, ρητόρων και συντεχνιών, αφού εκδιώξαμε τους ταβουλαρίους και τους ασηκρήτες της Μεγάλης Πόλεως του Τίβερι και έκτοτε μας είχαν κόψει το απελατίκιον και τα κονδύλια υπέρ καστελλίων και βαλλιστραρίων.

    Εμείς την θέλαμε την Ρώμη, πλην, μαθημένοι σε ήθη και έθιμα άγνωστα σε αυτούς, επιδιώκαμε ειρήνευση, αρκεί να υπήρχε βόνα φίδε και να έκοβαν οι συγκλητικοί τα φορτιόρι, καθ΄ όσον είμεσθεν και ημείς Ρωμαίοι, α παιδίβους ουσκαδ καπούτ.

    Επιδιώκαμε αβζόλβο αδ ινφινίτουμ και να άφηναν τις λεπτομέρειες.

    Μπορεί με τα στενόμακρά μας άδρυα, ήτοι τα ταχύτατα μονόξυλά μας να τους ψειρίζαμε κανένα φόρτωμα από την εποχή του Σκερδιλαϊδα και να αποφεύγαμε την πληρωμή φόρων, αλλά η Ευρώπη ήτο βέρα νόστρα πάτρια επίσης και έπρεπε να στηριχτούμε στα κύρια θέματα. Εξάλλου άκιλα νον κάπτουρ μούσκιας.

    Ο Πολιτάρχης που ήτο και συγγενής, μας βρήκε ρούχα κατάλληλα για την πρεσβεία, βγάλαμε τις ριγέ αναξυρίδες και πρωτοφόρεσα υπό το χλαμύδιον λεπτήν καμιζόλαν, υφιστάμενος παράδοξον αερισμόν των αιδοίων μου.

    Ο Βασδραβές ήτο επικεφαλής, ομιλών εκ μέρους του ρήγα Τσίπρωνος, ενώ ο μιρακολόζος Ούφερ ο δεινός, αριθμομνήμων Βανδαλοβεσσός, εκράτει το βρέβιον με την κομπινάτιο νόβα που προσφέραμε.

    Εκλεκτόν Οίνον τους πηγαίναμε. Μας είχαν ειπεί ότι οι πολυτελείς Ρωμαίοι ήτο χλομοί και ασθενείς, πάσχοντες εκ ποδάγρας και αδιάφοροι. Ήθελαν δεφέντιτ νουμέρους να πούμε οπόσοι είμεθα και πώς φορολογούμε, πράγματα που δεν είμεσθεν τόσο τρελοί να τα εξηγήσουμε, διότι θα μας έχαφταν και θα έφτυναν τα κοκκαλάκια μας με μισήν λεγεώνα.

    Τεταρταίοι φθάσαμε στη Ρώμη και δεν είχε μήτε φλάμμουλα, μήτε Αετούς στο Καπιτώλιο. Σύγκλητος δεν υπήρχε. Εις το σύνθρονον, η ματωμένη τόγα ενός αυτοκράτορος που μόλις τον είχαν ακρωτηριάσει, αφού τον μάλωσαν. Και στη θέση των χλομών, ασθενικών Ρωμαίων, πλήθος ευτραφών Γότθων, Αντών και Σουηβών, ο δε βασιλεύς των με όνομα Οδόακρος, γυμνός και διάστικτος άνω του ομφαλού, φορών λιτήν ριγέ αναξυρίδα, πελεκηφόρος. Επιφανώς προβεβλημένον ένα μεμοράντουμ με σφραγίδα του Ζήνωνος, του αυτοκράτορος της Ανατολής, εξαιτίας του οποίου αφήσαμε το αγαπημένον μας Κάλλικουμ και καταφύγαμε σε όρη και στενωπούς. Δεν είχε ψηφία και λέξεις, μόνον αριθμούς τινάς.

    Ήτο χαρούμενα άτομα, και έπιναν μπίρες ακατασχέτως, ζυμωμένες με βραστό νερό. Τον οίνο μας τον έδωσαν σε πληβείους και τα λόγια μας τα παράκουσαν. Μας όρισαν την ετησία φοροδοσία. Ζητήσαμε να είναι εις είδος και αρνήθηκαν. Δια πάσαν δε δικαιοπραξίαν ήθελαν δώδεκα χρυσίνους την αννόναν.

    Ο Μάγιστρος δεν με χρειάστηκε. Έβλεπε τους πελέκεις. Ψέλλισε ντα, γιές, mais oui, δακόρ, σισισί και ναίσκε, είτα είπεν χαρασό και αντεγειά και ο Οδόακρος μας έδωσεν προθεσμίαν μηνών ολίγων και να φέρουμε την άλλην φοράν καλόν λογαριαστήν και καλόν μεταφραστήν.

    Επιστρέψαμε και μας στεφάνωσαν οίκαδε. Ήτο ακόμη μεσαίων βλέπετε, ο Θευδέριχος μικρός και η Ραβέννα εργοτάξιον.

     

    Ντίξιτ ετ ιν Αυσόνια έγκο.

  • Σαβουράηβορ

    Έλληνες εκτελεστές με Τούρκους παραγωγούς = η επιτομή της στρεβλής αξιολόγησης. Οι ρόλοι ενός reality είναι σαν διαδόσεις. Όποιος δεν προτίθεται να παρέμβει στο αγωνιστικό τμήμα του παιχνιδιού, σέβεται και προτάσει μια προσωπική βαθμολογία κάθε παίκτη — σε πόσα παιχνίδια νίκησε, με πόσους πόντους. Χωρίς αυτό, η κυρία Ανθή θα δαιμονίζει τους θεατές και ο «ηθοποιός Παπάς« θα τρομάζει τις γεροντοκόρες ως ο υπέρτατος υπεργκόμενος που τα λέει χύμα και τσουβαλάτα.